Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Τόμπταουν/ part 1

αφιερωμένο 


Η βροχή έπεφτε χτυπώντας στο τζάμι και η Σόνια καθόταν στο σαλόνι του σπιτιού μελαγχολικά. Οι γονείς της δεν την είχαν πιέσει να πάει στο σχολείο μετά τα τελευταία γεγονότα. Προτίμησαν να την αφήσουν σπίτι για να ηρεμήσει. Στο μυαλό της έρχονταν τα λόγια της Έσπερ. Πως όλο αυτό ήταν ένας κύκλος, μία αλληλουχία σκοταδερών γεγονότων, τα οποία όμως είχαν και μία αρχή. Η αρχή βρισκόταν ξεχασμένη στους αιώνες και τους μύθους. Αν ο Τζακ Ο Λάντερν στην ουσία παγίδεψε τον ίδιο του τον εαυτό ανάμεσα στην Κόλαση και στον Παράδεισο, τότε αυτή η κατάρα θα βάραινε την ψυχή του στην αιωνιότητα και ίσως και τις επόμενες ψυχές. Αν κάποιος έσπαγε όμως αυτήν την κατάρα, θα σταματούσε τον αέναο κύκλο και ίσως εκεί να βρισκόταν και το μυστικό της επιστροφής του δικού της Τζακ από το ΄΄εκεί΄΄. Όντας παιδί ακόμη, άφηνε την φαντασία της ελεύθερη να καλπάσει προς μέρη άγνωστα. Μπορεί οι μεγάλοι να μην πίστευαν, μα το μυαλό των παιδιών λειτουργούσε διαφορετικά, σηκώνοντας εκείνο το διάφανο πέπλο που χώριζε την φαντασία από την πραγματικότητα. Εξάλλου, είχε δει το σπίτι. Είχε δει εκείνο το καταραμένο σπίτι που της στέρησε τον φίλο της. Επομένως, το ΄΄εκεί΄΄ υπήρχε, φτάνει να μάθαινε πως θα βρισκόταν και η ίδια σε αυτό το μέρος ή πώς θα κατόρθωνε να τραβήξει τον Τζακ έξω από αυτό. Το ηδύφωτο που επικρατούσε τόσο στην γειτονιά όσο και στην καρδιά της, δεν την απέτρεψε από το πάρει το μπουφάν της και να σταθεί στην πόρτα.

«Για πού το έβαλες; Δεν κατάλαβες ακόμη τι συνέβη; Ο Τζακ εξαφανίστηκε στην ίδια μας τη γειτονιά και εσύ ετοιμάζεσαι να βγεις δίχως άδεια;» της φώναξε στα πρόθυρα της υστερίας η μητέρα της.

«Μέχρι την Έσπερ θα πήγαινα» διαμαρτυρήθηκε η μικρή.

«Θα σε πάω εγώ τότε» επενέβη η γυναίκα και αφού της κούμπωσε καλά το μπουφάν, βγήκαν έξω κλείνοντας την πόρτα πίσω τους.

Η Σόνια ούτε που τόλμησε να στρέψει την ματιά της προς το σχεδόν σκοτεινό σπίτι του Τζακ. Οι έρευνες συνεχίζονταν πυρετωδώς, οι αστυνομικοί χτένιζαν κυριολεκτικά την περιοχή με σκυλιά ειδικά εκπαιδευμένα, κόσμος συνέρρεε για να βοηθήσει όπως μπορούσε, μέχρι και στις ειδήσεις έγινε πρώτο θέμα, ωστόσο κανένας δεν είχε ανακαλύψει ούτε ίχνος από τα λασπωμένα του παπούτσια, ούτε την παραμικρή μυρωδιά. Η Σόνια γνώριζε πολύ καλά, πως και την βοήθεια της αεροπορίας να ζητούσαν, δεν θα εντόπιζαν τίποτε απολύτως γιατί πολύ απλά τον αναζητούσαν στο λάθος μέρος. Το κακό ήταν πως αυτή τη συζήτηση, δεν μπορούσε να την ανοίξει με τους γονείς της, οι οποίοι και μόνο στην αναφορά της σε σπίτια που εξαφανίζονταν και σε αιωρούμενες φλογίτσες που παγίδευαν μικρά παιδιά, επανεξέταζαν το θέμα του ψυχολόγου για την μικρή. Καθώς λοιπόν εκείνη δεν ήταν διατεθειμένη να μιλήσει δίχως νόημα σε μία ξένη, προτιμούσε να κρατά τις σκέψεις της για τον εαυτό της.

Φτάνοντας στην Έσπερ, την είδαν να φροντίζει τις λιγοστές της γλάστρες που δέσποζαν γύρω από την εξώπορτα. Καλημέρισε πρόσχαρα τις δύο γυναίκες και υποδέχτηκε το κορίτσι στοργικά.

«Καλημέρα Σόνια! Πώς και από εδώ; Πώς αισθάνεσαι;» την ρώτησε με έναν τόνο μελαγχολίας.

«Χάλια» απάντησε το κορίτσι μόλις εισήλθαν στο σπίτι και κάθισαν σε δύο κουνιστές πολυθρόνες μπροστά από το τζάκι. «Αλήθεια, ήθελα να σε ρωτήσω κάτι. Πώς και δεν έκανες δική σου οικογένεια; Είσαι πολύ καλή με τα παιδιά»

Το βλέμμα της Έσπερ πλανήθηκε ολόγυρα για λίγο.

«Ας πούμε πως δεν έτυχε. Όταν σκέφτεσαι να κάνεις οικογένεια, αναζητάς και τον κατάλληλο άνθρωπο που θα σε συντροφεύει. Ας πούμε, δεν έτυχε να τον γνωρίσω» της απάντησε μελαγχολικά.

«Γιατί αγαπούσες τον Τζακ. Εκείνον τον Τζακ που χάθηκε» της είπε το κορίτσι «Άραγε, αυτό θα μου συμβεί και εμένα; Θα περάσουν τα χρόνια περιμένοντας έναν Τζακ που ποτέ δεν θα επιστρέψει;» αναρωτήθηκε δίχως στην ουσία να καρτερά απάντηση.

«Αυτό δεν θα είναι σωστό για εσένα. Ίσως φταίει το ότι ήμουν μεγαλύτερη  όταν συνέβη το ατύχημα και ίσως αυτό χαράχτηκε στην ψυχή μου βαθύτερα. Όπως και να έχει, ο χρόνος πιστεύω θα γιατρέψει την πληγή σου και τα πάντα θα μοιάζουν πιο υποφερτά. Θα γνωρίσεις καινούργιες παρέες κάποτε, αγόρια και κορίτσια και απλώς το περιστατικό θα μοιάζει ίσως λίγο πιο θαμπό» πάλεψε να την παρηγορήσει απευχόμενη να έχει η μικρή την κατάληξη την δική της.

Η Σόνια ωστόσο σκεφτόταν τελείως διαφορετικά. Παρά το γεγονός πως και εκείνη ευχόταν να της συνέβαινε αυτό ακριβώς που περιέγραφε η Έσπερ, φοβόταν πως το περιστατικό του Τζακ δεν θα το ξεπερνούσε ποτέ. Ήταν έτοιμη να του ανοίξει την καρδιά της προτού εμφανιστεί εκείνο το σπίτι και τον πάρει μακριά. Θα τον περίμενε. Ίσως το επόμενο Χάλογουιν, έβρισκε τον τρόπο να φτάσει μέχρι εκείνον. Ίσως η έπαυλη εμφανιζόταν και πάλι ψάχνοντας το επόμενο θύμα της.

-------------------------------

Ο Τζακ είχε ονομάσει το συνονόματο αγόρι Ξένο, για να μπορεί να τον αποκαλεί διαφορετικά από τον εαυτό του. Έχοντας κατέβει από το σκοτεινό Μαυσωλείο με τα υγρά υπόγεια που μύριζαν δυσβάσταχτα μούχλα, ο Τζακ είδε μπροστά του ένα άνοιγμα και ένιωσε ένα δροσερό αεράκι να του χαϊδεύει τα μαλλιά. Ακολουθώντας τον ξένο, βγήκαν επιτέλους σε ένα ξέφωτο. Ευθεία μπροστά τους, καπνός από καμινάδες φάνηκε να ψηλώνει ολοένα και περισσότερο, σκαρφαλώνοντας στον έναστρο ουρανό. Ο Ξένος πάντα σιωπηλός, στάθηκε στην άκρη του γκρεμού κάνοντας σήμα στον Τζακ να τον ακολουθήσει. Τα πόδια του ίσα που τον βαστούσαν, όταν κινήθηκε σέρνοντάς τα σχεδόν μέχρι το σημείο που στεκόταν το νεαρό αγόρι. Από κάτω τους, απλωνόταν μία απόκοσμη πόλη, ή μάλλον χωριό υπαίθρου, βγαλμένο από έναν αιώνα σκοταδισμού. Θα έλεγε κανείς αν είχε υπάρξει μάρτυρας φυσικά μίας τέτοιας εποχής, πως η Τόμπταουν βρισκόταν σαν εμφάνιση πολύ κοντά με το μεσαιωνικό Λονδίνο. Τότε που τα κτήρια ήταν ακόμη πιο γκρίζα και τα σοκάκια παραδομένα στην εφιαλτική σκοτεινάγρα της εποχής.

Δίπλα τους ακριβώς, φάνηκε μία ομάδα με τα φανάρια στο χέρι. Όλοι τους έμοιαζαν να φορούν στολές του Χάλογουιν και μόλις πλησίασαν στον γκρεμό, ευθύς απαλλάχτηκαν από αυτές. Ήταν άνδρες και γυναίκες, μικροί και μεγάλοι, άλλοι σκυθρωποί άλλοι χαρούμενοι. Στα χέρια τους εκτός από τα φανάρια, βαστούσαν και καλάθια με γλυκά. Ο Τζακ τους κοιτούσε με προσοχή. Αισθανόταν παράξενα, σαν να εξέπεμπαν μία αύρα περίεργη. Παρατήρησε επίσης, πως δεν έκαναν βήμα παραπέρα αν δεν αποφάσιζε ο Ξένος να προχωρήσουν. Από όσο του εξήγησε, ενώ κατέβαιναν στα υπόγεια του Μαυσωλείου, ο τόπος του Τζακ Ο Λάντερν, ο ενδιάμεσος, ήταν μία κατάσταση δίχως κανόνες. Από τη στιγμή που δεν ανήκε κάποιος μήτε στη Κόλαση, μήτε στον Παράδεισο, ήταν υπεύθυνος για την ψυχή του και την κατάληξή της. Κοινώς, είχαν το δικαίωμα να μεγαλώσουν όσο ήθελαν, να σταματήσουν σε όποια ηλικία επιθυμούσαν και να μείνουν σε αυτή επίσης για όσους αιώνες τους ευχαριστούσε. Πλήρης αναρχία. Ο Τζακ είδε τότε να πλησιάζει ένα κορίτσι, βαμμένο με σκούρες σκιές στα μάτια και το μυτερό καπέλο της μάγισσας.

«Καινούργιος;» τον ρώτησε κοφτά και κοίταξε τον Ξένο με νόημα «Την γλίτωσες μου φαίνεται. Καιρός να ξεκουραστείς» του είπε και στράφηκε ξανά στον Τζακ «Είμαι η Ελβίνα. Δεν θυμάμαι πια το επίθετό μου, έχουν περάσει πολλά χρόνια. Είσαι ο Τζακ, αλλιώς δεν θα σε τραβολογούσε ο συνονόματός σου αυτοπροσώπως. Λοιπόν, φεύγουμε; Η μέρα ήταν πού κουραστική» γκρίνιαξε στο τέλος.

«Όχι τόσο γρήγορα Ελβίνα» ακούστηκε η στεντόρεια φωνή του Ξένου. «Ο Τζακ είναι καινούργιος και θα πρέπει να βρει σπίτι για να μείνει» της είπε.

«Σε αυτό το αχούρι που θέλει να ονομάζεται πόλη; Δεν το νομίζω. Αν δεν ξέρει να κινείται, τα φαντάσματα του Μεσαίωνα που είναι και τα πιο σκληρά, θα του δημιουργούν προβλήματα. Καλύτερα να μείνει μαζί σου στον λόφο της Σιωπής. Εκεί, είναι ήσυχα αν και τη θέα δεν την λες και μαγική» ειρωνεύτηκε στο τέλος και αφού ήταν όλοι έτοιμοι, με τον Ξένο να προηγείται, προχώρησαν σαν θλιβερή πομπή προς την μίζερη πόλη.

Έμοιαζε με μία κουκίδα στην μέση μίας απέραντης κοιλάδας. Στο βάθος, τα σύννεφα φάνταζαν μαύρα και απειλητικά, ενώ της αντίθετης κατεύθυνσης ο ορίζοντας, ήταν καθάριος και αστραφτερός. Η Κόλαση και ο Παράδεισος και στην μέση ο τόπος του Τζακ Ο Λάντερν, η Τόμπταουν του Χάλογουιν. Σε αντίθεση με τους υπόλοιπους, ο Ξένος και ο Τζακ ακολούθησαν το δικό τους μονοπάτι. Τα στάχυα χόρευαν σε αυτό το αλλόκοσμο αεράκι και σκιάχτρα απόκοσμα ξεπρόβαλαν σαν σκοτεινές φιγούρες μέσα από τα λιβάδια. Ευθεία μπροστά τους φάνηκε ένα νεκροταφείο και πίσω από αυτό, σαν να ήταν η προέκτασή του, φάνηκε ένα σπίτι, μία στενή, ολόμαυρη μονοκατοικία της οποίας η καμινάδα κάπνιζε έντονα. Οι δυο τους διέσχισαν τους παρατημένους τάφους, κατευθυνόμενοι στην εξώπορτα.

«Μην το βλέπεις έτσι. Υπάρχουν ξόρκια εδώ, που με προστατεύουν από περιπλανώμενους ληστές. Είναι σκληρό να ζεις ολομόναχος, αλλά και ωραίο παράλληλα» άκουσε την άνευρη, αυτή τη φορά, φωνή του ξένου. Φτάνοντας στο κατώφλι, τους υποδέχτηκε η Σκιά. Η μαύρη γάτα του Ξένου που είχε καεί τα παλαιά τα χρόνια, καθώς θεωρήθηκε πλάσμα του Σατανά. Ήταν τριάντα μία του Οκτώβρη και έτσι κατέληξε εδώ. «Λοιπόν, σαν στο σπίτι σου» κατέληξε ο Ξένος και ο Τζακ στραβοκατάπιε.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro