Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Τζακ Ο Λάντερν/ part 4

Ο ξανθός νεαρός πλησίασε την κουρελιασμένη και αδύνατη φιγούρα που τριγυρνούσε στα σκιερά δάση, κοντά στα σύνορα. Μπροστά του ο Ο Λάντερν βαστώντας ένα φανάρι που ίσα έκαιγε, με τζαμάκια μισοσπασμένα και θολωμένα από τα χρόνια, προσπαθούσε να βρει μάταια έναν τρόπο να επικοινωνήσει είτε με τον Παράδεισο, είτε με την Κόλαση.

«Τι κοιτάς εσύ;» η κολοκύθα που είχε πάρει τη θέση του κεφαλιού του μίλησε ειρωνικά, απευθυνόμενη στον Ξένο.

«Για πόσο ακόμη θα τριγυρνάς παρακαλώντας; Εξαιτίας σου δημιουργήθηκε αυτό το χάσμα στο πουθενά, ταλαιπωρώντας τις ψυχές. Ήσουν παρών σε όλο αυτό που μου συνέβη κάποτε» του είπε ο νεαρός και ο Ο Λάντερν κάγχασε.

«Δεν ευθύνομαι εγώ όμως για τον θάνατό σου, όπως δεν ευθύνεσαι εσύ για τον θάνατο του αντικαταστάτη σου. Έχεις την τύχη, ακόμη και εδώ πέρα να επιλέξεις ένα σπιτικό όπου θα μπορείς να ξεκουράζεσαι. Εγώ δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Δεν μπορώ να έχω ένα σταθερό σημείο και ειλικρινά κουράστηκα. Γνωρίζω πως στην ζωή μου υπήρξα τσιγγούνης και πονηρός και πως πήγα ακόμη και με τον μέγα άρχοντα του σκότους να παίξω, όμως πέρασαν αιώνες από τότε. Μου αξίζει η ανάπαυση»

Η ολοφώτεινη κολοκύθα άστραφτε σαν κάρβουνο αναμμένο. Η μορφή του ήταν απόκοσμη, μα ταυτόχρονα απέπνεε μία θλίψη.

«Για να αναπαυθείς, πρέπει να λύσεις την κατάρα» τον πίεσε ο Ξένος.

«Δεν ξέρω πώς, το έχω προσπαθήσει. Έχω παρακαλέσει αυτούς όλους τους ασώματους να δείξουν οίκτο! Τίποτε όμως. Εξακολουθούν να είναι σκληροί και άτεγκτοι τιμωροί» γρύλισε το πλάσμα.

«Μην μιλάς έτσι...Σκέψου έναν τρόπο. Δεν ήρθα ως εδώ για το τίποτε! Βαρέθηκα να είμαι καταδικασμένος να βλέπω ένα παλαιό, γοτθικό νεκροταφείο. Αν εσύ αδικήθηκες μία φορά, με το να τριγυρνάς για πάντα, εγώ έχασα όλη μου τη ζωή από τότε που ήρθα στον κόσμο. Δεν δικαιούσαι να μιλάς! Γνωρίζεις, ήσουν εκεί» του είπε και η κολοκύθα ζάρωσε τρέμοντας.

«Λυπάμαι. Απλά λυπάμαι» πρόφερε ο τσιγγούνης Τζακ.

«Όχι, δεν λυπάσαι» ήταν τα τελευταία λόγια απελπισίας του Ξένου που για πρώτη φορά ένιωθε σαν τον Τζακ τον νέο. Απελπισία και παραίτηση.

Είχε αναζητήσει τον Ο Λάντερν παντού. Είχε διασχίσει λιβάδια με στάχυα, καρποφόρα δέντρα, χλωμούς ήλιους και ουρανούς βαμμένους στο χρώμα της ώχρας, πιστεύοντας πως η μόνη του ελπίδα, ήταν μία λύση από εκείνον. Ο τσιγγούνης Τζακ όμως, θεωρούσε πως μονάχα με τα παρακάλια θα έβγαζε άκρη. Είχε μείνει ίδιος όπως πάντα. Δεν ήταν διατεθειμένος να θυσιάσει τίποτε απολύτως. Μονάχα να περιμένει αιωνίως τον οίκτο. Ο Ξένος εγκατέλειψε εκείνο το μέρος τάχιστα, βλέποντας ακόμη το μικρό φαναράκι του Ο Λάντερν να τρεμοπαίζει, συντηρώντας τον θρύλο της γιορτής. Η επιστροφή ήταν βαριά και βροχή τον βρήκε στη διαδρομή κάνοντάς τον να καγχάσει με την κατάντια του. Το σπίτι του το απόμερο, ζοφερό και ανατριχιαστικό, τον περίμενε. Οι υγροί, πέτρινοι τάφοι που αναδύονταν από το μουλιασμένο έδαφος, έμοιαζαν με γελωτοποιούς ενός παρηκμασμένου τσίρκου. Ο Ξένος διέσχισε το νεκροταφείο και άνοιξε την πόρτα του σπιτιού του. Δευτερόλεπτα αφού την έκλεισε, ένα γρατσούνισμα του τράβηξε την προσοχή. Ήταν η Σκιά. Περιέργως το εβένινο αιλουροειδές, είχε αποφασίσει για κάποιον λόγο να τον επισκεφθεί. Ίσως γιατί βαθιά μέσα της το ένιωθε πως πλησίαζε η ώρα να τον χάσει.

Ο Ξένος στεκόταν τώρα καθισμένος σε έναν καναπέ. Τους κανόνες του Χάλογουιν τους γνώριζε. Δεν επιτρεπόταν πριν από τη συγκεκριμένη μέρα να κυκλοφορήσει πέρα από τα όρια της έπαυλης και δεν μπορούσε να φανερωθεί με την αληθινή του ταυτότητα στους ζωντανούς, αν διέτρεχε κίνδυνο να τον καταλάβουν. Απόψε όμως, καθώς έβλεπε τις σταγόνες της βροχής να χτυπούν στο τζάμι δημιουργώντας σχεδόν μία υπόκωφη μελωδία, πήρε μία απόφαση. Να θυσιάσει αυτήν την άθλια ύπαρξή του, χαρίζοντας στον εαυτό του μία νύχτα φυσιολογικότητας. Η Σκιά σαν να διάβασε τις σκέψεις του, νιαούρισε πένθιμα, ξεκινώντας να τρίβεται στα πόδια του, σαν να πάλευε να του αλλάξει την άποψη. Μάταια όμως. Τα δάκρυα του Ξένου κύλησαν στα μάγουλά του. Ήθελε να πάψει να βλέπει αυτόν τον τόπο. Χίλιες φορές ο εγκλεισμός στα Τάρταρα, παρέα όμως με αναμνήσεις που θα τον κρατούσαν ζωντανό για μία ζωή. Είχε φτάσει η μέρα που θα έβλεπε την Έσπερ. Την μόνη κοπέλα κάποτε που πίστεψε σε εκείνον, κάνοντας την καθημερινότητά του λίγο πιο υποφερτή. Κλείνοντας πίσω του την πόρτα, αγκάλιασε το χνουδωτό, ταλαιπωρημένο πλάσμα και ξεκίνησε.

Τα βήματά του ήταν αποφασιστικά και τα ξανθά μαλλιά του, είχαν βραχεί εξαιτίας της μπόρας. Πήρε την διαδρομή που του ήταν πλέον γνωστή και που τον οδήγησε πίσω στην έπαυλη, έχοντας πρώτα διασχίσει το σκωτσέζικο νεκροταφείο. Στο σπίτι που ζούσε με την οικογένειά του όταν μετακόμισε σε αυτήν την ήσυχη γειτονιά. Κάθε φορά που την έβλεπε, τα ίδια συναισθήματα πλημμύριζαν την ψυχή του. Ήταν μοναχοπαίδι και μικρός σε ηλικία. Το μόνο που επιθυμούσε, ήταν να μπορεί να ταιριάξει με τον κόσμο και τη γειτονιά. Σχολείο δεν θα πήγαινε, αφού ο πατέρας του το απαγόρευε. Ήξερε πως αυτή η κίνηση από μόνη της, θα έβαζε σε σκέψεις τον κόσμο, ενώ σε συνδυασμό με την παράξενη αμφίεση των γονιών του, που ελάχιστα κυκλοφορούσαν ντυμένοι στα μαύρα, θα του δυσκόλευαν την ήδη δύσκολη καθημερινότητα ενός βίαιου και αλκοολικού πατέρα.

ΚΟΛΑΣΗ

Ο χλωμός ήλιος που έγερνε στο αρρωστημένο ουράνιο στερέωμα, αντανακλούσε αμυδρά επάνω στο σώμα του Εωσφόρου. Έβλεπε τις κινήσεις του Τζακ, καθώς και το γεγονός πως ήταν έτοιμος να θυσιάσει έστω και αυτήν την υποτυπώδη ύπαρξη, για την αγάπη μίας κοπέλας. Κάποτε, όταν ο ίδιος έπεσε από τον Παράδεισο, θα αδυνατούσε να καταλάβει αυτό το απόλυτο συναίσθημα, αφού μονάχα το μίσος φώλιαζε στην καρδιά του και ο εγωισμός. Στην προσπάθειά του ωστόσο να ανέλθει ξανά στην επιφάνεια της Γης και να γίνει ο απόλυτος κυρίαρχος τόσο του Παραδείσου, όσο και του ανθρώπινου κόσμου, γνώρισε μία γυναίκα. Μία γυναίκα που τον δέχτηκε έτσι ακριβώς όπως ήταν, με όλες του τις ιδιοτροπίες λατρεύοντάς τον, με τον τρόπο που πάντοτε ποθούσε. Αυτό τον έκανε να καταπατήσει έναν νόμο των Ασωμάτων, περί ρητής απαγόρευσης ερωτικής επαφής με θνητούς, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί εκεί ακριβώς που ήταν έτοιμη να πάει και η ψυχή του Ξένου. Στα Τάρταρα. *

Γύρω του άκουγε τα ουρλιαχτά των κολασμένων ψυχών. Εγκληματίες που μαχαιρώνονταν καθημερινά, παίρνοντας τον ρόλο του θύματος, κακόβουλοι και ρατσιστές που αντιμετωπίζονταν σαν σκουπίδια από τις δαιμονικές υπάρξεις. Μα μέσα σε όλη αυτή τη σκοτεινάγρα, τα καμπουριαστά κορμιά σύρθηκαν στις σκιές, φοβούμενα τη λάμψη του Αρχάγγελου Μιχαήλ. Ο Εωσφόρος τον κοίταξε με μία κρυφή λατρεία, που ο ίδιος του ο εγωισμός δεν άφηνε ελεύθερη για τον κατά μερικά δευτερόλεπτα μικρότερο αδερφό του.

«Η ψυχή του Τζακ θα χαθεί στα Τάρταρα και κάτι τέτοιο δεν του αξίζει. Αντίθετα με ό,τι οι άνθρωποι πιστεύουν για το πρόσωπό μου, δεν θα δεχόμουν ποτέ στην Κόλαση μία ψυχή αθώα. Καθώς επικρατεί όμως η ελεύθερη βούληση, δεν μπορώ να κάνω τίποτε για να τον σταματήσω. Έχω δει τα συναισθήματα που ανθίζουν και γιγαντώνονται μέσα του. Τα ίδια ακριβώς είχα κάποτε νιώσει και εγώ και το μόνο πράγμα που είχε αξία, ήταν εκείνη η μία στιγμή μαζί της και όχι η ζοφερή αιωνιότητα εγκλεισμού που με περίμενε» είπε στον Μιχαήλ που φάνηκε ελαφρώς να προβληματίζεται.

«Μερικές φορές, αυτό που χρειαζόμαστε είναι απλώς πίστη. Πίστη στην καλοσύνη και στην αγάπη, καθώς και στο γεγονός πως μπορούν να επικρατήσουν. Ο Πατέρας ξέρει καλύτερα. Δεν θα άφηνε ποτέ να συντελεστεί μία τέτοια αδικία» προσπάθησε να τον καθησυχάσει.

«Αν ο Ο Λάντερν άλλαξε, ορκίζομαι πως ποτέ ξανά δεν θα προσπαθήσω να φιμώσω την παράφωνη αγγελική χορωδία, αυτών των κατώτερων ιπτάμενων υπάρξεων. Υπόσχομαι μάλιστα να τις προσλάβω εγώ ο ίδιος ιδιωτικά, να μου τραγουδούν κάθε πρωί» κάγχασε και ο Μιχαήλ γέλασε.

«Πρόσεχε τι υπόσχεσαι. Ο λόγος σου είναι νόμος»

«Μα τα χίλια καζάνια του κολασμένου μου τόπου, το υπόσχομαι»






* Η αγάπη του Εωσφόρου όταν γνώρισε μία θνητή, την Αντέϊρα. Οπως θα ήθελε να μαθει την ιστορία τους, μπορει να διαβάσει το Άστρο που έδυσε.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro