Πρόλογος
Εξώφυλλο απο την αγαπημένη AntzelaKtr !!
Εκείνο το πρωινό, ήταν μουντό και ελαφρώς ψυχρό για την ήσυχη, αμερικάνικη γειτονιά στη Φιλαδέλφεια. Η Σόνια με τους γονείς και τον αδερφό της, ζούσαν λίγο έξω από το κέντρο της μεγαλούπολης, απέναντι από ένα πάρκο, το οποίο διέσχιζε ένα μικρό ποτάμι. Η βλάστησή του, ήταν άγρια, θαρρείς και ανθρώπου πόδι δεν είχε πατήσει ποτέ για να το περιποιηθεί. Η αλλαγή των εποχών, καθρεπτιζόταν μεγαλόπρεπα σε κάθε σάπιο φύλλο που κατέρρεε αργά από τα σχεδόν γυμνά κλαδιά, ή σε κάθε μικρό βλαστό που έκανε την δειλή του εμφάνιση, τις πρώτες ανοιξιάτικες ημέρες. Η ζωή κυλούσε ήρεμα για την οικογένεια που πάλευε καθημερινά να μην βυθιστεί στην ρουτίνα της καθημερινότητας, εφευρίσκοντας δραστηριότητες και ίσως εκδρομές, με την συνοδεία των καλύτερων γειτόνων που θα μπορούσαν ποτέ να ζητήσουν. Οι Μπράουν, είχαν και εκείνοι έναν γιό, στην ηλικία του Άντριου, του αδερφού της Σόνιας, τον Τζακ. Ήταν ένα πανέμορφο αγόρι, με καστανόξανθα μαλλιά και καστανά, αγγελικά μάτια. Οι τρεις τους ήταν αχώριστοι και δεν ήταν λίγες οι φορές που οι Μπράουν, είτε έρχονταν αργά το βράδυ στο σπίτι των Λιούις για να παραλάβουν τον Τζακ, είτε αρκετές φορές κάθονταν στην κουζίνα μαγειρεύοντας και συζητώντας με τους γείτονες, μέχρι να περάσει η ώρα των παιδιών.
Στο σήμερα, ήταν 31 Οκτωβρίου. Από το πρωί, παράξενα και τρομακτικά πράγματα συνέβαιναν στην γειτονιά, που έκαναν την καρδιά της εννιάχρονης Σόνιας να χτυπά δυνατά. Κάθε χρόνο, την ίδια μέρα, παρακαλούσε γονατιστή τους δικούς της, να την αφήσουν να ξεχυθεί στα σπίτια, θέτοντας πονηρά την χαρακτηριστική ερώτηση ζαβολιά ή κέρασμα; Δυστυχώς όμως για εκείνη, η μητέρα της την έστελνε υπό την επιτήρηση τη διακριτική του πατέρα της, ενώ κατά προτίμηση πήγαινε τις πρωινές ώρες. Συχνά της τόνιζε, πως όταν θα μεγάλωνε λιγάκι ακόμη, θα την έστελνε μετά χαράς μαζί με τον αδερφό και τον καλύτερό τους φίλο. Φέτος, θεωρήθηκε πως είχε φτάσει επιτέλους η χρονιά, που θα απολάμβανε την μεταμφίεση και τις ερωτήσεις στους γείτονες. Φωτεινές κολοκύθες, ανθρώπινοι σκελετοί, χαρούμενα φαντάσματα και μάγισσες καβάλα στις σκούπες τους, ήταν μονάχα λίγες από τις εικόνες που έβλεπε κανείς να κοσμούν τις αυλές των σπιτιών. Παιδιά γυρνούσαν στους δρόμους τραγουδώντας και οι νοικοκύρηδες τα κερνούσαν κεικ ή ζαχαρωτά για την ανάπαυση των ψυχών.
Αυτήν την ημέρα, ο φόβος δύσκολα ξεχώριζε από το γέλιο και ο τρόμος από το ξεφάντωμα. Πιστεύεται πως οι ψυχές των ανθρώπων που πέθαναν, κατά την διάρκεια του έτους, ψάχνουν να μπουν σε ένα σώμα για να κερδίσουν την αθανασία. Οι ζωντανοί από την πλευρά τους, ντυμένοι με παράξενα κοστούμια και κάνοντας θόρυβο, προσπαθούν να φοβίσουν και να διώξουν τα κακά πνεύματα. Το σύμβολο της γιορτής ήταν αναμφίβολα η κούφια κολοκύθα, η οποία σκαλιζόταν, έτσι ώστε να παίρνει ανθρώπινη μορφή, ενώ μέσα της, υπήρχε ένα αναμμένο κερί. Αυτό ήταν το θέαμα που παρακολουθούσε τώρα η μικρή Σόνια, σκεπτόμενη την περιπετειώδη βραδιά που θα ακολουθούσε. Ιστορίες τρόμου θα έπαιρναν σάρκα και οστά, μέσα από τις αφηγήσεις του Τζακ, ο οποίος όντας και συνονόματος με τον πρωταγωνιστή αυτής της γιορτής, αρεσκόταν να αφηγείται την ιστορία του ξανά και ξανά. Ο ήλιος αργά βούλιαζε πίσω από την χαώδη βλάστηση και η γιορτή ξεκινούσε. Οι απόκοσμες κολοκύθες, οι χαμογελαστοί σκελετοί και οι ανατριχιαστικοί ιστοί από αράχνες, ξυπνούσαν τους εφιάλτες του ξεφαντώματος, υπό την πονηρή ερώτηση : σκανταλιά ή κέρασμα;
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro