Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Μία νύχτα δίχως Μάσκες/ part 4(τέλος)

Η νύχτα ωστόσο του Χάλογουιν, δεν είχε τελειώσει ακόμη. Έμενε να έρθει η αυγή, και οι πρώτες ηλιαχτίδες για να χαθεί η μαγεία. Ο Τζακ Ο Λάντερν το γνώριζε αυτό πολύ καλά. Είχε βιώσει στο πετσί του την κατάρα, ήταν ο λόγος της ύπαρξής της, ο λόγος που η μορφή της κολοκύθας φιγουράριζε σε όλα τα σπίτια εκείνη την ημέρα. Έπρεπε να βιαστεί λοιπόν όσο ακόμη η νύχτα ήταν νέα και όσο είχε περιθώριο. Έπρεπε να βοηθήσει την ψυχή του Τζακ να αναπαυτεί για πάντα. Του Τζακ που ζούσε σε εκείνη τη φρικαλέα, γοτθική έπαυλη. Με κανονική, ανθρώπινη μορφή πλέον και με τα μακριά του μαλλιά να ανεμίζουν παραδομένα στο ψυχρό αεράκι του φθινοπώρου, έστριψε σε εκείνο το φρικτό στενό, από όπου ξεκίνησε η αντικατάστασή του. Βάδιζε μόνος του μέσα στο σκοτάδι, πατώντας επάνω σε λάσπες και μουλιασμένα φύλλα. Από την μία πλευρά ορθωνόταν η δασώδης έκταση και από την άλλη δέσποζε η ρημαγμένη φιγούρα της έπαυλης, η οποία μέρα που ήταν, ξεπρόβαλε μπροστά του με όλο της το μεγαλείο.

Ο τσιγγούνης Τζακ εισήλθε στο εσωτερικό της. Παρατημένο και σκονισμένο όπως πάντα, αγκάλιαζε άτσαλα και παράδοξα μνήμες μίας ζοφερής νύχτας. Αυτή η οικογένεια είχε καταλάβει, ήταν αρκετά ευκατάστατη μέσα στον παράδοξο τρόπο ζωής της. Για ακόμη μία φορά όμως, η ζωή ερχόταν να του διδάξει, πως το χρήμα δεν έφερνε την ευτυχία. Όπως συνέβαινε και με τον ίδιο, που είχε περάσει και τα δικά του χρόνια τυλιγμένος με τις θνητές του ματαιοδοξίες, η οικογένεια του Τζακ, εξακολουθούσε κατά βάθος να είναι δυστυχισμένη και μόνη. Ένας πατέρας μέθυσος και μία μητέρα καταπιεσμένη με θύμα το παιδί. Ανεβαίνοντας στα υπνοδωμάτια, εντόπισε μία σκονισμένη φωτογραφία του μικρού.  Την πήρε στα χέρια του και την κοίταξε δυστυχισμένα. Αμέσως όμως κατάλαβε. Στην ζωή, σημασία είχε η εσωτερική δύναμη. Το να σε θυμούνται όλοι, ή έστω λίγοι και καλοί τόσο κατά τη διάρκεια της ζωής σου, όσο και μετά τον θάνατό σου. Ο ίδιος είχε διανύσει μία αιωνιότητα, δίχως καταφύγιο. Δίχως τόπο να αναπαυτεί έστω. Φίλους δεν είχε κανέναν. Ποτέ του δεν απέκτησε.

Σκύβοντας, σχεδόν χάιδεψε το πάτωμα. Τα δάχτυλά του γέμισα σκόνη. Ένα ρεύμα αέρα εισήλθε απότομα από τα μισοσπασμένα τζάμια και ο Τζακ σηκώθηκε όρθιος και έτρεξε έξω στον κήπο. Στάθηκε για λίγο να ατενίζει την μαραμένη αυλή, με το κατεστραμμένο σιντριβάνι. Μερικά βήματα ακόμη και ξεκίνησε να σκάβει με τα χέρια του παντού. Μισή ώρα αργότερα και σχεδόν ετοιμαζόταν να τα παρατήσει, όταν πραγματοποιώντας ένα τελευταίο σκάψιμο κοντά στην πεσμένη μάντρα, βρήκε ένα κομμάτι ύφασμα. Με την καρδιά του να σφυροκοπά, παραμέρισε το χώμα που το σκέπαζε, για να ανακαλύψει σχεδόν μία μπλούζα. Το στομάχι του σφίχτηκε στη θέα του σκοροφαγωμένου ρούχου, που ήταν βέβαιος πως έκρυβε και άλλα.  Δεν ήταν τυχαίο που είχε κατορθώσει σήμερα να εντοπίσει την αλήθεια, όπως επίσης δεν ήταν τυχαίο που η αστυνομία δεν βρήκε ποτέ την άκρη. Επάνω στην έπαυλη, έπεσε η κατάρα της ημέρας. Αυτό σημαίνει πως τα ίχνη του εγκλήματος, σύντομα θα εξαφανίζονταν με το πέρας της γιορτής που την έλουζε μία μαγεία σκοτεινή. Ίσως ο πατέρας να ήταν γνώστης της μαγείας. Δεν ήταν τυχαία η εβένινη αμφίεση καθώς και η σκοτεινή, γοτθική επίπλωση του σπιτιού. Φρόντισε λοιπόν να θάψει το έγκλημα το ίδιο βράδυ και να το σκάσει την επομένη το πρωί. Για όσο είχε χρόνο λοιπόν, έπρεπε να προλάβει και να ειδοποιήσει τις αρχές.

Για καλή του τύχη, η ημέρα ήταν ιδανική για την αστυνομία, καθώς πολλά εγκλήματα και απαγωγές πραγματοποιούνταν υπό την κάλυψη της γιορτινής τρέλας. Στη γειτονιά λοιπόν της Σόνια, οι αστυνομικοί πραγματοποιούσαν διακριτικά περιπολία, όταν είδαν τον άνδρα να τρέχει καταπάνω τους.

«Πρέπει να σας μιλήσω» τους είπε και εκείνοι τον κοίταξαν περίεργα.

«Έχει συμβεί κάτι;» τον ρώτησε ο ένας.

«Αφορά μία εξαφάνιση, πριν πολλά χρόνια, που πραγματοποιήθηκε σε ένα σπίτι γκρεμισμένο. Ξέρετε σε εκείνο το στενό..»

«Των στεναγμών. Ναι, αυτό το στενό γενικά είναι επικίνδυνο. Αυτή η υπόθεση που αναφέρεις, έχει εξελιχθεί σε θρύλο για τους νέους κυρίως, ή για τους τρελούς που την βρίσκουν να παρασέρνουν τα θύματά τους εκεί» του εξήγησε ο αστυνομικός.

«Νομίζω πως βρήκα το εξαφανισμένο παιδί» τους πέταξε και οι δύο άνδρες τον κοίταξαν παραξενεμένοι.

«Ποιο παιδί;»

«Τον Τζακ. Εκείνον που χρόνια πριν εξαφανίστηκε, ενώ η οικογένεια μετακόμισε» επέμεινε ο Ο Λάντερν.

«Δεν έχεις πιει έτσι; Δηλαδή ισχυρίζεσαι πως βρήκες πτώμα;» τον ρώτησαν.

«Περίπου» απάντησε και τους είδε να ξεφυσάνε.

«Αυτό είναι πολύ σοβαρό. Προτού ειδοποιήσουμε να έρθουν ενισχύσεις και ειδικοί, πρέπει να είμαστε βέβαιοι πως αληθεύει. Πάμε τώρα εκεί»

Οι τρεις τους ξεκίνησαν να βαδίζουν σχετικά γρήγορα. Μόλις έφτασαν στην είσοδο του στενού, ένιωσε τους αστυνομικούς αμήχανους.  Αυτός ο τόπος είχε μία κακή ενέργεια. Την ενέργεια ενός άδικου χαμού. Όταν προχώρησαν μέχρι το ύψος της γκρεμισμένης μάντρας, τους ήταν αδύνατο να δουν την έπαυλη. Ο Τζακ ευθύς τους υπέδειξε το σημείο και το ρούχο που ήταν καλυμμένο με λάσπες και χώματα. Οι αστυνομικοί σάστισαν. Το πτώμα, αν όντως υπήρχε και που πλέον ζήτημα αν είχαν μείνει τα οστά, βρισκόταν θαμμένο σε ένα πολύ εύκολο σημείο, όπου σκύλοι ειδικοί ακόμη και τότε, ή και άνθρωποι, θα μπορούσαν εύκολα να το έχουν ανακαλύψει. Τους φαινόταν αδιανόητο που κανείς δεν κατόρθωσε να βγάλει άκρη ποτέ. Εξάλλου, ήταν ένα έγκλημα, όπου ο θύτης για κάποιον παράξενο λόγο, δεν είχε μπει καν στον κόπο να κρύψει καλά την πράξη του. Φυσικά, ήταν πλέον νεκρός μετά από τόσα χρόνια.

Όλη αυτή η αναστάτωση, με τους ιατροδικαστές να έρχονται, τους γείτονες και τους αστυνομικούς, είχε τρομοκρατήσει τη γειτονιά, Το χάραμα πλησίαζε και ο Τζακ αργά εξαφανίστηκε, σχεδόν μπροστά στα μάτια των αστυνομικών που τον αναζητούσαν μάταια για επιπλέον ερωτήσεις. Η είδηση της λύσης της εξαφάνισης, είχε κάνει πάταγο και όλες οι ειδήσεις, γραπτές και προφορικές, έπαιζαν ολημερίς στην τηλεόραση ή τις εφημερίδες. Ο Ο Λάντερν, έχοντας απολαύσει την ανθρώπινη εμφάνισή του, βρισκόταν τώρα στο σκωτσέζικο νεκροταφείο, βλέποντας την κουστωδία της φρίκης να επιστρέφει, με τον νέο Τζακ να ηγείται, βυθισμένος στην απελπισία. Η στρογγυλή κολοκύθα επέστρεψε στην εμφάνισή της και τώρα ετοιμαζόταν για πρώτη φορά να κλάψει. Τι είχε πάει λάθος; Βοήθησε την ψυχή του μικρού Τζακ να αναπαυτεί, να γίνει γνωστή η κατάληξή του και να τοποθετηθούν τα οστά ή ότι είχε απομείνει, σε έναν χώρο αγιασμένο. Γιατί όμως η κατάρα δεν είχε λυθεί; Ίσως γιατί η συμφωνία, είχε γίνει με τον Εωσφόρο. Έναν ψεύτη, ύπουλο και πονηρό. Δεν του έμενε άλλη επιλογή. Θα πήγαινε να απαιτήσει πια την ανάπαυσή του με το ζόρι.

Το ενδιάμεσο τον καλωσόριζε, με τον ανορθόδοξο ουρανό του και τη φρικτή πόλη του. Τίποτε δεν είχε αλλάξει, εκτός ίσως από τις ελπίδες των ψυχών για ανάπαυση. Προσπερνώντας την Τόμπταουν, γύρεψε τα σύνορα της Κολάσεως τα σκιερά. Μπροστά στα νεκρά της δάση, γονάτισε στη γη και έκλαψε με λυγμούς.

«Ακόμη και αν κανείς σας δεν με συγχωρέσει, αφήστε με τουλάχιστον να πάρω τη θέση της ψυχής του Τζακ στα Τάρταρα. Ας μείνω κλεισμένος αιωνίως εκεί κάτω, αλλά σε εκείνον δεν αξίζει. Δεν έκανε κανένα λάθος, δεν αφέθηκε σε καμία ματαιοδοξία. Όλα εγώ τα έκανα. Ζητώ συγγνώμη» πρόφερε με ταπεινότητα και για πρώτη φορά βγήκε από το στόμα του αυτή η κουβέντα.

Ήταν τότε που από μακριά είδε τον Εωσφόρο και τον Μιχαήλ να πλησιάζουν, ο ένας δίπλα στον άλλο.

«Σήκω πάνω, Τζακ» ακούστηκε η φωνή του Εωσφόρου που κοίταξε πλαγίως τον Μιχαήλ «Μίλα εσύ που τα λες και ωραία» πρόφερε κατσούφικα και ο Αρχάγγελος τον κοίταξε με τα κυματιστά, κυανά χρώματα των ματιών του να γυαλίζουν.

«Σε αυτή τη ζωή, αλλά και στην άλλη, Τζακ, το παν είναι η μετάνοια. Είναι η πολύτιμη συγγνώμη που θα βγει μέσα από την καρδιά σου. Νομίζω πως σήμερα κατάλαβες πραγματικά, τι σημαίνει αυτό. Δεν ήρθες με την μορφή του αμετανόητου ικέτη, να ζητήσεις άσυλο είτε στην Κόλαση, είτε στον Παράδεισο. Ήσουν πράγματι έτοιμος να λάβεις τη θέση του νεαρού Τζακ, του οποίου η ψυχή λοξοδρόμησε μεν, μα δεν χάθηκε δε. Και σε ρωτώ, είσαι έτοιμος να πας στα Τάρταρα;» τον ρώτησε, ωστόσο στο μυαλό του Ο Λάντερν, ακόμη και τα Τάρταρα, ήταν ένας τόπος ανάπαυσης.

«Ναι» τους απάντησε με σιγουριά.

«Καλώς» ήρθε η μονολεκτική απάντηση του Εωσφόρου, που του έκανε σήμα να τον ακολουθήσει.

Ο Τζακ πράγματι, μιμήθηκε την κίνηση και στάθηκε δίπλα στο γιγαντόσωμο πλάσμα. Από μακριά, ο Μιχαήλ χαμογέλασε, επιτρέποντας στα φτερά του να αγκαλιάσουν το κορμί του και να τον εξαφανίσουν. Ο Τζακ έκλεισε τα μάτια του και η πορεία του ξεκίνησε. Όταν όμως τα άνοιξε ξανά, είδε έναν ουρανό γαλάζιο σαν την θάλασσα του καλοκαιριού. Τα χέρια του, ακουμπούσαν σε χορτάρι τρυφερό και μία αίσθηση ευφορίας πλημμύρισε την ψυχή του. Σηκώθηκε με κόπο, ζαλισμένος ελαφρώς, όταν είδε μπροστά του δύο άνδρες, με λευκά κοστούμια, να βρίσκονται όρθιοι, ο ένας πλάι στον άλλο. Μόλις ένιωσαν την παρουσία του, ευθύς έστριψαν το πρόσωπό τους προς το μέρος του.

«Γεια σου Τζακ» του είπε ο ένας.

Ήταν ίσως ο πιο όμορφος άνδρας που είχε δει ποτέ. Οι αναλογίες επάνω του άγγιζαν την τελειότητα δίχως καμία αμφιβολία. Τα ξανθά μαλλιά του φιλούσε ο ήλιος και τα κυανά μάτια του ζωγράφιζε ο ουρανός. Δίπλα του, ο δεύτερος, εξίσου όμορφος, με βλέμμα πιο σκούρο και μαλλιά πιο καστανά, κοιτούσε τον διπλανό του με αγάπη.

«Δεν μπορεί να είσαι εσύ» ψέλλισε ο Ο Λάντερν.

«Η άλλη μου αμφίεση, είναι για τις βραδιές Χάλογουιν στην Κόλαση. Εκτός αν θεωρείς τον Πατέρα τόσο κακόγουστο για να δημιουργήσει ένα τέρας»

«Μα, είσαι ο Διάβολος» διαμαρτυρήθηκε ο Τζακ.

«Ο Εωσφόρος. Έχει διαφορά. Αυτός που φέρνει το φως...» του είπε περήφανα.

«Και ο διευθύνων σύμβουλος της αγγελικής χορωδίας, ξέρεις, αυτής με τη μελωδική φωνή» πρόφερε ο Μιχαήλ και του ψιθύρισε στο αφτί «Έχασες το στοίχημα» και ο Εωσφόρος γρύλισε.

«Καλωσήρθες στον Παράδεισο» τελείωσε και οι δυο τους αποχώρησαν αγκαλιασμένοι. Ήταν το φως και το σκοτάδι, μα πάνω από όλα ήταν αδέρφια, που παρά τις διαφορές τους, στο τέλος της αιωνιότητας, λάτρευε ο ένας τον άλλο.

Ο Ο Λάντερν, απαλλαγμένος από την κολοκύθα πια, απαλλαγμένος από την κατάρα, ήταν ελεύθερος να ακουμπήσει σε έναν τόπο. Σε έναν Παράδεισο, όπου όλες οι ψυχές του Χάλογουιν, έτρεχαν ανέμελες, πλημμυρισμένες από ανακούφιση. Στο βάθος, σε ένα παγκάκι που μονάχο του στεκόταν στη μέση του ανέμελου πουθενά, δύο ψυχές είχαν ενωθεί για πάντα. Ήταν ο Τζακ και η Έσπερ. Γιατί η αγάπη είχε δύναμη στην αιωνιότητα και τον τρόπο της να στέκεται πάνω από κάθε σκιά και κατάρα.

Αν υπήρχε ωστόσο, μία περίπτωση που ταλάνιζε τον Μιχαήλ, αυτή ήταν ο τελευταίος Τζακ της γιορτής. Η ψυχή του είχε φύγει, μα βρισκόταν εγκλωβισμένη στον Παράδεισο, όντας θλιμμένη και χαμένη. Οι κανόνες ήταν κανόνες, όμως ο  Μιχαήλ με την μεγάλη καρδιά, είχε τελικά δημιουργηθεί για να τους σπάει. Για πρώτη φορά στη ζωή του, θα έκανε επέμβαση στον ίδιο τον χρόνο, αλλάζοντας τα δεδομένα. Θα διέγραφε την επιρροή της κατάρας, άρα και την ύπαρξη της έπαυλης. Αυτό θα έκανε τη διαφορά. Το ταξίδι του θα ξεκινούσε και θα πετύχαινε εκείνο το φθινοπωρινό απόγευμα, την Παραμονή των Αγίων Πάντων.

Ένα αλλιώτικο σήμερα.....

Στην μικρή γειτονιά της Φιλαδέλφεια, ένα ακόμη γιορτινό απόγευμα, καρτερούσε τις δύο οικογένειες. Ο Τζακ που ήταν πλέον είκοσι ένα και η Σόνια που έκλεινε τα δεκαοκτώ, έλειπαν στην Νέα Υόρκη για σπουδές, μα είχαν υποσχεθεί πως θα επιβιβάζονταν στο λεωφορείο, για να περάσουν το έθιμο με τους δικούς τους. Εδώ και έναν χρόνο συγκατοικούσαν, μιας που η Σόνια είχε τελειώσει το σχολείο και βρισκόταν στο πρώτο έτος των σπουδών της. Στη διαδρομή, είχε γείρει στον ώμο του νεαρού, απολαμβάνοντας το ηλιοβασίλεμα. Ήταν μαζί του από τα δεκαπέντε της και τώρα, αγχωμένη, ετοιμαζόταν να κάνει μία τρομερή ανακοίνωση στη μητέρα της. Ήταν δύο μηνών έγκυος. Είχε ενηλικιωθεί μεν, αλλά ταυτόχρονα, ήταν αρκετά νέα για μία τέτοια ζωή. Αυτό που της έδινε κουράγιο, ήταν η στάση του Τζακ. Ήξερε πως μία μέρα, θα της ζητούσε επίσημα να γίνει η γυναίκα του και καθόλου δεν τον ενόχλησε, που θα αναλάμβανε τον ρόλο του πατέρα από τόσο νωρίς. Τα μάτια της καρδιάς του, είχαν ορίζοντα μονάχα την εικόνα της και το μωρό, ήρθε για να ολοκληρώσει και το τελευταίο κομμάτι παζλ της καρδιάς του.

Φτάνοντας έξω από το πατρικό τους, είδαν πως άπαντες ήταν μαζεμένοι στο σπίτι του Τζακ, για μαραθώνιο ταινιών και κερασμάτων. Η γειτονιά είχε στολιστεί, μα η μορφή της κολοκύθας δεν υπήρχε πια. Ο τσιγγούνης Τζακ, είχε συγχωρεθεί για πάντα και έτσι, το έθιμό του έσβησε αργά αργά, με τα χρόνια που περνούσαν, αφήνοντας άλλες, τρομακτικές μορφές στη θέση του.

«Κάποτε, θα συνοδεύουμε την κόρη ή τον γιο μας, με το δικό του καλάθι, που θα περιμένει να γεμίσει με καραμέλες» πρόφερε εκείνη και ο Τζακ φίλησε τρυφερά το μέτωπό της. Δεν θυμόταν τίποτε από την προηγούμενη ζωή. Η κατάρα και η επιρροή της, είχαν σβήσει για πάντα.

«Και ποια θα είναι η αιώνια ερώτηση;»

«Ζαβολιά ή Κέρασμα;» απάντησε η Σόνια χαχανίζοντας.





Η μικρή μου ιστορία τελείωσε. Παραξενη ιδέα, που ξεκίνησε από ένα παιχνιδάκι μίας κολοκύθας που ψώνισα γιατι μου άρεσε. Ελπίζω να άξιζε τον κόπο αν και μικρού μήκους. Σας ευχαριστω ολους που φτασατε ως το τέλος....Τα ταξιδια μας συνεχίζονται...


Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro