Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Μία νύχτα δίχως Μάσκες/ part 1

Ο Ξένος, ή αλλιώς Τζακ, όπως ήταν και το αληθινό του όνομα, στεκόταν τώρα ακριβώς μπροστά στην πόρτα της έπαυλης. Ήταν αποφασισμένος να σκοτώσει τον χρόνο του για λίγο, προτού φτάσει το ηλιοβασίλεμα και βγει επιτέλους από εκείνον τον τάφο. Όλοι γνώριζαν στην γη, πως οποιοδήποτε μέρος είχε αποτελέσει κομμάτι ή είχε γίνει μάρτυρας ενός άδικου θανάτου, κατέληγε να μπουκώνει με μία αρνητική ενέργεια, καθιστώντας το τελικά στοιχειωμένο. Το ίδιο ακριβώς είχε συμβεί και με την φρικτή έπαυλη. Ένα υπέροχο, γοτθικού τύπου οικοδόμημα, που άθελά του αποτέλεσε το περιβάλλον μίας πράξης εγκληματικής. Ο Τζακ έπιασε το στήθος του, μα έπειτα κάγχασε. Αφού δεν είχε καρδιά, δεν χτυπούσε πλέον, μία τέτοια κίνηση θα ήταν ολότελα άσκοπη. Το περιβάλλον όμως εκείνο τον έπνιγε και τη σκάλα δεν τολμούσε να την ανέβει πια. Δεν ήθελε. Σαν πέρασαν μονάχα τα λεπτά και οι ώρες, με το φως του ήλιου τώρα να φανερώνεται πιο απαλό, χρυσαφένιο και χειμωνιάτικο, εκείνος έκανε το μεγάλο βήμα και άνοιξε επιτέλους την πόρτα. Τις συνέπειες τις γνώριζε, μα δεν ήταν κάτι που τον απασχολούσε, καθώς το παγωμένο αεράκι ανακάτευε τα μαλλιά του και τα σκόρπια αγριολούλουδα πρόσφεραν απλόχερα μία μυρωδιά ιδιαίτερη.

Ο Τζακ χαμογέλασε. Τα μελή του μάτια, για λίγο απορρόφησαν το χρυσάφι του ουρανού και προσπερνώντας τον μαραμένο κήπο, με το εγκαταλελειμμένο σιντριβάνι, βγήκε στο ήσυχο στενό, με το απέραντο δάσος από την μία πλευρά και την έπαυλή του από την άλλη. Ο κόσμος φαινόταν να τον κοιτάζει, μα στα μάτια τους ήταν ένα απλό, όμορφο παλικάρι. Εξακολουθούσε να είναι ντυμένος στα μαύρα, όπως και τότε. Του άρεσε κάποτε το μαύρο. Δεν το είχε συνδέσει με τον θάνατο και την παρακμή. Τα βήματά του ήταν αβέβαια. Σχεδόν αδυνατούσε να πιστέψει πως για πρώτη και τελευταία φορά στη ζωή του, δεν είχε έρθει στον κόσμο, ντυμένος με το κοστούμι του Χάλογουιν, όπως όριζε εκείνη η βραδιά. Συνέχισε να βαδίζει, μέχρι που έφτασε στον δρόμο, όπου όλα τα σπίτια της γειτονιάς ήταν μαζεμένα. Το αληθινό Χάλογουιν δεν αργούσε. Για την ακρίβεια ήταν κοντά, πολύ κοντά και η γειτονιά δειλά είχε ξεκινήσει να στολίζεται. Τα μικρά σπίτια με τους περιποιημένους κήπους, ξεπρόβαλαν, όπως και τότε, μονάχα που συνήθως ο Τζακ είχε μαζί το ποδήλατό του. Τα πράγματα είχαν σαφώς αλλάξει σε αυτή τη γειτονιά, την οποία είχε χρόνια να δει, μιας που ακόμη και ως αρχηγός της ομάδας του Χάλογουιν, δεν πατούσε ποτέ εκεί. Τότε, υψώνοντας τα μάτια του ευθεία μπροστά, το είδε. Το σπίτι εκείνης, το σπίτι της Έσπερ, της κοπέλας με την οποία είχαν κάνει όνειρα και με την οποία είχε την επιθυμία μία μέρα να μοιραστεί ακόμη και το υπόλοιπο της ζωής του.

Δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια του, τα οποία πάλεψε αναποτελεσματικά να σκουπίσει. Συνέχισε να βαδίζει προς το φωτισμένο σπίτι της, όταν είδε μία κοπέλα σχεδόν στην ηλικία του, να εξέρχεται. Τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν για δευτερόλεπτα και ήταν σαν να διάβασε μέσα στα μάτια της, όλη τη θλίψη του κόσμου για τον δικό της χαμένο Τζακ. Έπειτα, η κοπέλα απομακρύνθηκε και ήταν η σειρά η δική του να σταθεί στο κατώφλι και με ένα χτύπημα στην πόρτα αβέβαιο, να καρτερά να του ανοίξουν. Από μέσα ακούστηκαν βήματα σιγανά. Τα χρόνια είχαν περάσει, η ηλικία πλέον δεν ήταν η ίδια, ίσως ούτε και τα χαρακτηριστικά του προσώπου. Τι γίνεται όμως με την καρδιά; Αυτή αλλάζει; Θυμάται ή ξεχνά; Νιώθει ακόμη;

«Ποιος είναι; Σόνια μου, μήπως ξέχασες τίποτε;» ρώτησε η γηραιά γυναίκα.

΄΄Έσπερ μου. Πάντοτε ευγενική, πάντοτε καλόψυχη΄΄ σκέφτηκε εκείνος, όταν η πόρτα άνοιξε και ήρθε αντιμέτωπος μαζί της.

Για λίγο έμεινε να τον κοιτάζει ξαφνιασμένη. Οι ρυτίδες γύρω από τα ελαφρώς θολά της μάτια, συσπάστηκαν από περιέργεια.

«Ποιος είσαι;» ρώτησε εκείνη συγκρατημένα.

«Εγώ είμαι Έσπερ. Ο Τζακ, ο δικός σου Τζακ» της είπε και το χέρι της τρέμοντας έφτασε για να καλύψει το στόμα της. Τα μάτια της γούρλωσαν, σαν σύρθηκε ο νεαρός λίγο πιο κοντά στο φως, αποκαλύπτοντας τα χαρακτηριστικά του και ωθώντας τα μάτια της να γουρλώσουν ακόμη περισσότερο από έκπληξη.

«Εσύ! Θεέ μου, είσαι εσύ! Πώς γίνεται; Δεν είναι καν η μέρα της παραμονής των Αγίων Πάντων. Τζακ, τι έκανες; Ποιο ήταν το αντάλλαγμα;» ξεκίνησε να τον ρωτά φρενιασμένα, μα το χέρι του τεντώθηκε, κάνοντάς της νόημα να σωπάσει.

«Πάμε μέσα; Έχει κρύο» της πρότεινε.

«Κάποτε θα αρπάζαμε τα ποδήλατα, ακόμη και αν χιόνιζε» πρόφερε θλιμμένα.

«Σημασία έχει πως είμαστε μαζί και πως είμαι εδώ τώρα, ακόμη και χωρίς ποδήλατο»

Το σπίτι της μέσα ήταν ζεστό. Μυρωδιές από φαγητό και γλυκά κουλουράκια του έσπασαν τη μύτη. Η διαφορά όμως ήταν πως πλέον δεν έτρωγε, δεν είχε καμία σημασία η τροφή για κάποιον που ουσιαστικά δεν βρισκόταν εν ζωή. Μαζί κάθισαν σε δύο κουνιστές πολυθρόνες, δίπλα από το αναμμένο τζάκι. Η Έσπερ κινήθηκε για λίγο προς το υπνοδωμάτιό της, φέρνοντας του μία φωτογραφία δική τους, η τελευταία που τραβήχτηκε πριν τη μοιραία νύχτα. Πλέον ήταν τσαλακωμένη, μα η εικόνα παρέμενε ευδιάκριτη, ακόμη και τόσα χρόνια μετά.

«Θέλω να μου μιλήσεις για εσένα» της είπε ο νεαρός και εκείνη τον κοίταξε με συγκίνηση.

«Δεν έχω τίποτε ιδιαίτερο να σου πω. Μονάχα πως μεγάλωσα στη σκιά της αναμονής και του χαμού σου, πάντοτε να αναρωτιέμαι τι συνέβη και δεν ήρθες μαζί μου εκείνο το βράδυ. Θυμάμαι, είχα ετοιμάσει το καλάθι μου, είχα βάλει τη στολή του σκελετού και είχα στηθεί στα σκαλοπάτια περιμένοντας, μέχρι που τα παιδιά και οι έφηβοι εξαφανίστηκαν από γύρω μου, το κρύο έγινε ακόμη πιο τσουχτερό, μα εσύ δεν φάνηκες πουθενά. Η μητέρα μου είδε κα έπαθε για να με πείσει να μπω στο σπίτι και εγώ απλώς αρνιόμουν πεισματικά. Όλο το βράδυ δεν κοιμήθηκα, μέχρι που το επόμενο πρωί, πληροφορηθήκαμε όλοι για την εξαφάνισή σου και για την μετακόμιση των γονιών σου. Αυτό που δεν μάθαμε, ήταν ο λόγος» έκανε μία παύση με τον Τζακ να παίρνει μία βαθιά ανάσα. Έπειτα από τόσα χρόνια, ήταν πλέον έτοιμος να μιλήσει για την θλιβερή του ιστορία.

«Καθώς γνωρίζεις, ήμασταν μία ιδιαίτερη οικογένεια. Στους γονείς μου και σε εμένα, άρεσε το μαύρο χρώμα, ντυνόμασταν συχνά με αυτό. Ωστόσο, ήμασταν ταυτόχρονα και μία κλειστή οικογένεια, δίχως φίλους. Ίσως τελικά ο λόγος να ήταν, πως δεν επιθυμούσαν κανείς να μάθει για την ενδοοικογενειακή βία, που καθημερινά ζούσα. Σχολείο όπως ξέρεις δεν πήγα ποτέ. Αυτό είχε βάλει τον κόσμο σε σκέψεις, πως οι δικοί μου ήταν μάγοι ή άνθρωποι σκοτεινοί. Λοιπόν, για την απόδοση του δεύτερου χαρακτηρισμού, δεν τους αδικώ. Ο πατέρας μου έπινε. Τα οικονομικά μας δεν πήγαιναν καλά και αυτό επιδείνωνε την κατάστασή του. Προσπαθούσα να ξεφεύγω από το κλίμα αυτό και να έρχομαι βόλτες στη γειτονιά, όπου και σε γνώρισα. Ήσουν κυριολεκτικά η ηλιαχτίδα, μέσα σε έναν σκοτεινό ορίζοντα» σταμάτησε για λίγο καθώς έπιασε το χέρι της και το χάδεψε τρυφερά.

«Σε αγαπούσα Έσπερ. Ήμουν ερωτευμένος μαζί σου και εκείνη τη βραδιά, είχα κανονίσει να έρθεις σπίτι μου, μιας που στην αρχή πίστευα πως θα έλειπαν οι δικοί μου. Όταν λοιπόν όλα ήταν έτοιμα και εγώ είχε φορέσει τη στολή και ετοιμάστηκα να σε συναντήσω, άκουσα την κεντρική πόρτα του σπιτιού να ανοίγει, για να με υποδεχτούν για ακόμη μία φορά οι φωνές και οι τσακωμοί. Ο πατέρας μου, έσπρωχνε με μανία την μητέρα μου, ανεβάζοντάς την στις σκάλες και προσπερνώντας με, σαν να μην υπήρχα. Ήταν τότε που συνειδητοποίησα, πως έχω μεγαλώσει και πως σωματικά μπορούσα να υπερασπιστώ την μητέρα μου. Εισήλθα στο δωμάτιό τους και σπρώχνοντάς τον, άρπαξα την μητέρα μου και προσπάθησα σιγανά να την κατεβάσω. Της φώναξα να πάρει το παλτό της και να φύγει. Ετοιμάστηκα να την ακολουθήσω, όταν αυτός βρέθηκε αθόρυβα πίσω μου και με έσπρωξε από τις σκάλες. Αποτέλεσμα, χτύπησα το κεφάλι μου και θαρρώ πως μετά ο θάνατος επήλθε ακαριαία. Καθώς όμως η κατάρα του Χάλογουιν υπήρχε, βρέθηκα παγιδευμένος στο ενδιάμεσο. Εκείνη την ημέρα όμως, και τη στιγμή, υπήρχε μία φλογίτσα που μας ακολουθούσε»

«Τη θυμάμαι» ψέλλισε εκείνη βραχνά.

«Ο Τζακ Ο Λάντερν ήταν παρών στο συμβάν. Κατάλαβα πως πάλεψε να τραβήξει την προσοχή του πατέρα μου, μα θολωμένος από το αλκοόλ, δεν συγκρατήθηκε. Λυπάμαι τόσο που όλα αυτά τα χρόνια ζούσες με τη σκιά μου, τα γιατί και την μοναξιά. Ο πατέρας μου έπρεπε να τιμωρηθεί, ήθελα να γνωρίζουν όλοι, αλλά δεν έχω αποδείξεις. Σήμερα ωστόσο, ήρθα για να σε δω και να σου πω, πως σ' αγαπώ. Το είχα ανάγκη, από το να ζω μία ζωή μίζερη στο πουθενά»

«Και εγώ σ' αγαπώ Τζακ» του ψιθύρισε με δάκρυα να κυλάνε, μονάχα που η ώρα είχε περάσει και το τίμημα της ανυπακοής στους κανόνες ήταν έτοιμο να εμφανιστεί.

Λάμψη αμυδρή ξεκίνησε να τυλίγει τον χώρο.

«Τι συμβαίνει;» τον ρώτησε.

«Δεν έχει σημασία, μονάχα πως σ' αγαπώ» της είπε και την κράτησε στην αγκαλιά του, όταν για λίγο την είδε να αλλάζει μορφή και να γίνεται ξανά εκείνο το όμορφο κορίτσι της γειτονιάς. Τα χείλη του πλησίασαν στα δικά της και έκλεψαν τη γεύση της σαν να μην υπήρχε αύριο. Αγκαλιασμένοι, αντάλλαζαν φιλιά και σιωπηρές υποσχέσεις. Εκείνος ακούμπησε το μέτωπό του στο δικό της, άφησε ένα φιλί τελευταίο και η γιορτή τον ρούφηξε για να τον παγιδεύσει για πάντα.








Καλημερα!!! Φτάνουμε προς το τελος μιας που ειναι μια ιστορικα μηκρου μήκους. Πώς σας φαίνεται; Ελπίζω να ηταν ικανοποιητικη και να μην σας έκανε να βαρεθείτε!!!

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro