Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Η φλογίτσα που τρεμόπαιζε/ part 2

Στην διαδρομή του για το σπίτι, το μυαλό του Τζακ γυρνούσε σε εκείνη την παράξενη, μικρή φλογίτσα. Ήταν βέβαιος πως την είχε δει, σαν φαναράκι αιωρούμενο, να γυρνά μονάχη της στο νεκροταφείο. Ταυτόχρονα όμως με εκείνη, μια ακόμη παρουσία παρακολουθούσε το κάθε του βήμα, παίζοντας με την λογική του. Το Χάλογουιν ήταν μονάχα μία ανάσα μακριά τους και το διάφανο πέπλο μεταξύ του κόσμου των ζωντανών και των νεκρών, ήταν έτοιμο να τραβηχτεί. Ο Τζακ γενικά πίστευε στο υπερφυσικό, μα ταυτόχρονα το σεβόταν. Θεωρούσε πως η ψυχή δεν χάνεται ποτέ, είναι σαν μία ενέργεια που γυρνά ίσως πίσω στο σύμπαν. Η γειτονιά του ετοιμαζόταν να το γιορτάσει, ωστόσο υπήρχαν και αρκετοί που έφερναν αντίρρηση, λέγοντας πως είναι πράγματα μυστικιστικά. Δεν ήταν εξάλλου λίγες οι φορές που είχαν συμβεί πράξεις εγκληματικές, υπό την κάλυψη αυτού του ανατριχιαστικού εθίμου.

Φτάνοντας σπίτι του, ο Τζακ διέκρινε με ενθουσιασμό τις πορτοκαλί κολοκύθες. Σε αυτή τη γιορτή εξάλλου, τα χρώματα που επικρατούσαν ήταν το πορτοκαλί της σοδειάς και το μαύρο του θανάτου. Το χέρι του κινήθηκε προς την μεριά της δεξιάς, όταν παρατήρησε άξαφνα εκείνη την αμυδρή λάμψη να τρεμοπαίζει και κατόπιν να χάνεται, για να εμφανιστεί σαν μία υπερμεγέθης πυγολαμπίδα, που κατευθυνόταν στο δάσος, ακριβώς απέναντί του. Το αγόρι ήταν έτοιμο να την ακολουθήσει, μονάχα που οι φωνές της μητέρας του, του τράβηξε την προσοχή.

«Τζακ! Φαγητό!» ακούστηκε η φωνή της και ο μικρός άφησε για λίγο την μακάβρια εικόνα της λαμπερής κολοκύθας.

Το αχνιστό φαγητό μπροστά του, του έμοιαζε ανούσιο. Το μυαλό του γυρνούσε στην Σόνια και στην αίσθηση του χεριού της στο δικό του. Ήθελε τόσο πολύ να της μιλήσει, τόσο πολύ να της εξομολογηθεί τα αισθήματα που κρατούσε καλά φυλαγμένα στην καρδιά του. Ίσως αύριο το βράδυ που θα έβγαιναν όλοι μαζί, να κατόρθωνε επιτέλους να βρει το κουράγιο και την κατάλληλη στιγμή και να της μιλήσει.

Αντίστοιχα όμως και εκείνη σκεφτόταν το ίδιο πράγμα. Πως αν και μικρή σε ηλικία, τον Τζακ τον αγαπούσε. Είχε φτάσει στο σημείο να παρακαλά να μεγαλώσει περισσότερο και τότε ίσως να κατάφερναν οι δυο τους να είναι μαζί. Είχαν ζήσει ο ένας πλάι στον άλλο, ώσπου εκείνη ξεκίνησε να συνειδητοποιεί πως ήθελε να βρίσκεται δίπλα του όσο περισσότερο μπορούσε. Πως εκείνες οι βραδιές που οι τρεις τους παρακολουθούσαν ταινίες, ήταν ίσως οι καλύτερες της ζωής της, μιας που φρόντιζε πάντοτε να βρίσκεται δίπλα στον Τζακ, ενώ τα χέρια τους ίσα που ακουμπούσαν το ένα το άλλο. Τις σκέψεις της, διέκοψε ο αδερφός της που μπήκε φουριόζος στην κουζίνα.

«Είσαι έτοιμη για αύριο; Δεν πιστεύω να φοβηθείς και να μας το χαλάσεις;» την πείραξε.

«Θα έχω τον Τζακ δίπλα μου» του απάντησε με στόμφο κάνοντάς τον να υψώσει για λίγο το φρύδι του.

«Η αλήθεια γνωρίζω πως εσείς οι δύο τα πηγαίνατε πάντοτε περίφημα ως δύο πολύ καλοί φίλοι. Λοιπόν, προετοιμάσου, καθώς η βραδιά θα περιλαμβάνει στα σίγουρα εκτός από γλυκά και ζαβολιές, ιστορίες τρόμου» τελείωσε ο Άντριου και η Σόνια θα ορκιζόταν πως δεν υπήρχε τίποτε που θα έπρεπε να φοβάται.

Έτσι σκέφτονται πολλές φορές τα παιδιά, θεωρώντας πιθανότατα πως είναι ήρωες γνωστού παραμυθιού, όπου οτιδήποτε και αν συμβεί, στο τέλος το καλό θα νικήσει. Τι γίνεται όμως με την πραγματικότητα και μάλιστα, εκείνη που κανένας δεν γνωρίζει; Μπορεί οι άνθρωποι πάντοτε να πίστευαν πως οι λαϊκές δοξασίες, καθώς και οι μύθοι και οι θρύλοι βασίζονται ίσως σε αρχαία ήθη και έθιμα πρωτόγονων λαών ή μυστικιστικών οργανώσεων που απλώς στο μέλλον παραποιήθηκαν, στην πραγματικότητα όμως, όπως θα τόνιζαν και μερικοί, δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά. Πράγματι λοιπόν, υπήρχε πιθανότητα, ο κατεργάρης Τζακ Ο Λάντερν, να συνέχιζε να αναζητά έναν τόπο όπου θα μπορούσε να αναπαύσει την καταραμένη του ψυχή ή ακόμη χειρότερα, έναν τρόπο. Ένας τρόπος δικός του ωστόσο, δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι τίμιος. Η Σόνια κοίταξε έξω από το παράθυρό της, για να βεβαιωθεί πως η μητέρα της είχε στολίσει τα φαναράκια που θα κρατούσαν μακριά το πνεύμα του. Εξάλλου, αν ο θρύλος του Χάλογουιν ήταν αληθινός, η αυριανή μέρα θα σηματοδοτούσε την έλευση στη γη, όλων των ψυχών που είχαν φύγει.

Το βράδυ κύλησε δύσκολα για όλους, μιας που καθένας ήταν βυθισμένος στις δικές του σκέψεις. Συγκεκριμένα, ο Τζακ ήταν έτοιμος να μιλήσει στην Σόνια, εκφράζοντάς της ανοιχτά τα συναισθήματά του. Οι πιο αργοί ρυθμοί ζωής που επικρατούσαν έξω από την γυάλινη πολιτεία της Φιλαδέλφειας με τους θεόρατους ουρανοξύστες, είχαν βοηθήσει στον εποικοδομητικό χρόνο των παιδιών μέσω του παιχνιδιού και της επαφής. Στρυμωγμένος στο παγωμένο παράθυρο, χάζευε το σπίτι της. Τα συναισθήματά του για εκείνη, ήταν τόσο αγνά, που θα έλεγε κανείς πως στα μάτια του, έμοιαζε με κούκλα πορσελάνινη, ευαίσθητη και πολύτιμη. Δεν της χαλούσε ποτέ χατίρι και ονειρευόταν πως η μαγεία που υπήρχε μεταξύ τους, δεν θα πέθαινε ποτέ. Γιατί τα παιδιά μπορούσαν να κάνουν μακροχρόνια όνειρα, δίχως αυτά να έχουν τσαλακωθεί από τις ανασφάλειες και την καθημερινότητα των μεγάλων. Στα παιδιά υπήρχε ειλικρίνεια και ο Τζακ ήταν έτοιμος να της την φανερώσει, κόντρα στην υπόσχεση που είχε δώσει στον αδερφικό του φίλο.

Τα χέρια του είχαν τώρα κολλήσει στην κυριολεξία επάνω στα τζάμια και η ανάσα του θόλωνε και εμπόδιζε την ορατότητα, μέχρι που ένα αμυδρό φως, θαρρείς και αιωρήθηκε μπροστά στα μάτια του. Ο Τζακ, άνοιξε ευθύς το παράθυρο, για να αντικρίσει ξανά εκείνη την λαμπερή φλογίτσα και να θεωρήσει ίσως, πως ήταν μία πινελιά μαγική στην πραγματικότητα που ζούσε. Έχοντας βεβαιωθεί πως οι δικοί του κοιμούνταν, αποφάσισε να κατέβει την σκάλα που οδηγούσε στο σαλόνι και από εκεί στην έξοδο. Είχε ντυθεί πρόχειρα, φορώντας στο τέλος και ένα αμάνικο μπουφάν και ανοίγοντας την πόρτα, παραδόθηκε στην αβεβαιότητα της νύχτας. Το κρύο ήταν τσουχτερό και τα περισσότερα σπίτια της γειτονιάς, φαίνονταν σκοτεινά. Για λίγο φοβήθηκε πως εκείνη η μικρή φλόγα θα είχε ίσως εξαφανιστεί, μα προς μεγάλη του τύχη, ήταν ακόμη εκεί σαν να τον καρτερούσε. Ο Τζακ την πλησίασε, μα εκείνη πέταξε μακριά του, μέχρι που κοντοστάθηκε λίγα μέτρα πιο μπροστά σαν να τον περίμενε να την ακολουθήσει. Ο νεαρός πήρε το ποδήλατό του και ξεκίνησε να την ακολουθεί σε μονοπάτια σκοτεινά και υγρά. Πέρασε σχεδόν δίπλα από το δάσος της περιοχής του, όταν την είδε να στρίβει σε έναν χωματόδρομο.

Το αγόρι για λίγο κοντοστάθηκε. Δεν ήταν βέβαιο πως ήθελε να συνεχίσει το ταξίδι του σε ένα σημείο, που δεν είχε ποτέ πριν πατήσει. Η φλογίτσα όμως έστεκε πάντοτε μπροστά του περιμένοντας, μέχρι που ο Τζακ κατέβηκε από το ποδήλατο και ξεκίνησε να το σέρνει μαζί του, αποφεύγοντας να γλιστρήσει στις λάσπες του εδάφους. Το μονοπάτι τον οδηγούσε όλο και βαθύτερα, μέχρι που αυτή η μικρή φλόγα, φώτισε στην ουσία ένα ζευγάρι παλαιών, ξύλινων σκαλιών που ο χρόνος τα είχε σχεδόν διαλύσει. Το οίκημα στο οποίο οδηγούσαν, φαινόταν να ανήκει ίσως σε άλλο αιώνα. Στην αυλή του, ανάμεσα από τα ξερά χόρτα και τα ζιζάνια, υπήρχαν πεταμένες, διαλυμένες και σαπισμένες κολοκύθες. Σαν να υπήρχε μία ιστορία που όμως είχε λήξει άδοξα. Η φλόγα κατευθύνθηκε στο απόκοσμο εσωτερικό του, μα ο Τζακ έκανε πίσω, με την υπόσχεση να επιστρέψει την επομένη το βράδυ, μαζί με την παρέα του.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro