Κεφάλαιο 6
Βλέπω τον καθηγητή μου της Φιλοσοφίας να εξηγεί κάτι για τον Πλάτωνα και την αρχαία σκέψη, αλλά το κεφάλι μου είναι τόσο χαμένο που βγαίνω από την ονειροπόληση μου μόνο όταν βλέπω τον τύπο να έρχεται στο θρανίο μου και να χτυπάει παλαμάκια μπροστά μου. Τρομάζω με τον ήχο, πριν μου μιλήσει.
«Σας μιλάω εδώ και πέντε λεπτά, δεσποινίς Σιμόνε. Αν έχετε κάτι πιο ενδιαφέρον να κάνετε, παρακαλώ βγείτε απ' την τάξη μου».
«Δεν θα ξαναγίνει, λυπάμαι», τα μάγουλά μου κοκκινίζουν και εκείνος απομακρύνεται.
«Για το επόμενο μάθημα θέλω να κάνετε μια τρισέλιδη αναφορά για τη σχέση του μύθου του σπηλαίου με την κοινωνική κυριαρχία».
Κάθαρμα. Μου δίνει επιπλέον άσκηση επειδή χάθηκα για λίγο στις σκέψειςμου κατά την διάρκεια του μαθήματος του; Όχι ότι ήταν ενδιαφέρον. Αυτός ο τύπος με μισεί. Δεν είναι η πρώτη φορά που το κάνει και αυτή τη φορά δεν θα αφήσω να περάσει το δικό του. Μου έδωσε ήδη επιπλέον εργασίες πριν από μερικές εβδομάδες, μόνο και μόνο επειδή άργησα λίγα λεπτά.
«Δεν είναι δίκαιο, ούτε…»
«Σωπάστε αλλιώς θα σας διώξω από την τάξη», δεν μου αφήνει περιθώριο να απαντήσω και συνεχίζει με το μάθημα.
Τον κοιτάω θυμωμένη και δαγκώνω τη γλώσσα μου. Λοιπόν, θα περιμένω να τελειώσει η μέρα.
«Θες τις σημειώσεις μου;» το ίδιο αγόρι από τις προάλλες, με καστανά μαλλιά και ευχάριστο χαμόγελο, γέρνει μπροστά, αφού η θέση του και η δική μου είναι κοντά. Αρνούμαι, ακόμα σκεφτόμενη την ανοησία που έχει αποφασίσει ο καθηγητής, και μου κάνει έναν μορφασμό πριν στρέψει την προσοχή του ξανά στην τάξη.
Προσπαθώ να κάνω το ίδιο.
«Ο Πλάτωνας προσπαθούσε να δείξει ότι υπάρχουν δύο πραγματικότητες», συνεχίζει ο Γκάμπριελ Έμερστ. «Γράψτε αυτό, δεσποινίς Σιμόνε, επειδή θα πρέπει να το βάλετε στην εργασία σας».
Όταν φεύγουν όλοι οι συμφοιτητές μου, παίρνω τον χρόνο μου φυλάγοντας σιγά σιγά τα πράγματά μου και όταν δεν μένει κανείς, πηγαίνω στην έδρα του. Έχει την πλάτη του γυρισμένη σε μένα.
«Καθηγητή Έμερστ».
Είμαι ένα μέτρο μακριά του, όταν γυρίζει και με κοιτάζει. Είναι στα τριάντα του, με κοστούμι. Αρκετά αλαζονικός ηλίθιος.
«Δεσποινίς Σιμόνε, πώς μπορώ να σας βοηθήσω;» Ακουμπάει στο γραφείο και τον παρακολουθώ. Έχει ένα αποκρουστικό αυτάρεσκο χαμόγελο στο πρόσωπό του και κάτι μου λέει ότι πρέπει να φύγω από εδώ, ότι κινδυνεύω να είμαι μόνη μαζί του, αλλά το αγνοώ και μιλάω.
«Η επιπλέον εργασία που μου δώσατε είναι εντελώς αδικαιολόγητη».
«Αυτό πιστεύετε;» απομακρύνεται από το γραφείο και κάνει ένα βήμα προς την κατεύθυνση μου. Μια περίεργη αίσθηση έχει εγκατασταθεί στο σώμα μου. «Και τι σκοπεύετε να κάνετε γι' αυτό;»
«Δεν είναι δίκαιο, απλώς αποσπάστηκα λίγο», δικαιολογούμαι. «Έχω ένα από τους καλύτερους γενικούς βαθμούς και να το κάνετε αυτό είναι κάτι απερίσκεπτο».
«Αλήθεια;» Το σώμα του πλησιάζει περισσότερο στο δικό μου και νιώθω άρρωστη. «Τότε μπορούμε να τακτοποιήσουμε τα πράγματα διαφορετικά, δεσποινίς Σιμόνε».
«Τι εννοείτε;» Νιώθω την καρδιά μου να επιταχύνει με επικίνδυνο τρόπο και κάνω ένα βήμα πίσω.
«Μπορούμε να το επιλύσουμε, μεταξύ μας», το χέρι του ακουμπάει στον ώμο μου. «Απλά πρέπει να καθίσεις στο γραφείο μου και εγώ θα κάνω τα υπόλοιπα».
Τον βλέπω να γέρνει από πάνω μου, σα να ήταν σε αργή κίνηση, και όταν είμαι έτοιμη να αντιδράσω, με φιλάει. Το στόμα του είναι αηδιαστικό στο δικό μου και τα χέρια του πιάνουν τα μπράτσα μου σφιχτά για να μην μπορώ να ξεφύγω.
Καταφέρνω να αντιδράσω, αν και χρειάζομαι λίγα δευτερόλεπτα και τον απωθώ τσιρίζοντας.
«Απομακρύνσου από μένα, καταραμένε ανώμαλε!»
«Λες και δεν είχες ήδη γαμήσει τη μισή πόλη, πόρνη», λέει κοροϊδευτικά και πλησιάζει ξανά. Προσπαθεί να με πιάσει από τα μαλλιά και του στρίβω το χέρι, όπως με έμαθε ο Τσάρλι, ο αδερφός μου. Τον σπρώχνω, αλλά ορμάει ξανά.
«Σκύλα!» Όταν ορμάει πάνω μου, καταφέρνω να τον κλωτσήσω στα γεννητικά του όργανα και τρέχω έξω από το δωμάτιο.
Ένα χέρι με σταματά αρκετά βήματα μακριά, γιατί συγκρούομαι δυνατά με ένα σώμα.
«Ίσλα, είσαι καλά; Ετοιμαζόμουν να μπω, άκουσα μια κραυγή», είναι ο τύπος της άλλης μέρας, στον οποίο έδωσα τον αριθμό μου.
«Ναι, είναι που...» Τρίβω το πρόσωπό μου και ξανακοιτάζω το δωμάτιο. Αυτός ο ηλίθιος, Γκάμπριελ Έμερστ κρατάει ακόμα τα απόκρυφα του και είμαι περήφανη για τον εαυτό μου, αλλά το σχόλιό του αντηχεί ακόμα στο μυαλό μου και με κάνει να τρομάζω ότι ίσως να γνωρίζει για τη δουλειά μου.
«Πάμε στο γραφείο του κοσμήτορα, πρέπει να το μάθει», μουρμουρίζει, βλέποντας τον καθηγητή. «Σε έχει πληγώσει;»
Αρνούμαι.
«Έχεις δίκιο, πάμε», λέω στο αγόρι και απομακρύνομαι από την πόρτα. «Λυπάμαι, εγώ... δεν χρειάζεται να έρθεις μαζί μου αν έχεις κάτι να κάνεις».
«Σε περίμενα, ήθελα να σου μιλήσω».
«Ω», ενώ έχει μειωθεί λίγο η κακή μου διάθεση, τον κοιτάζω με περιέργεια. «Αλήθεια;»
«Ναι, αλλά πρώτα ας πάμε στον κοσμήτορα. Είναι πιο σημαντικό».
Περπατάμε στο γραφείο του κοσμήτορα Τζάμιλσον και το αγόρι χτυπά την πόρτας. Προσπαθώ να θυμηθώ το όνομά του, αλλά τίποτα δεν μου έρχεται στο μυαλό. Ξέρω ότι το είπε, αλλά δεν θυμάμαι.
«Κύριε, είμαι ο Λίαμ Γουέστ», λέει το αγόρι.
Λίαμ, αυτό είναι το όνομά του.
«Γουέστ, τι συμβαίνει;»
Με κοιτάζει και καθαρίζω τον λαιμό μου πριν μιλήσω.
«Εγώ... ο καθηγητής Γκάμπριελ Έμερστ με παρενόχλησε και με φίλησε με το ζόρι», λέω αργά.
Ο άντρας γίνεται ακόμα πιο σοβαρός αν είναι αυτό δυνατόν.
«Πως είπες;» Μιλάω αργά, του λέω τα πάντα. «Ήσασταν εκεί, κύριε Γουέστ;»
«Ήμουν έξω από το δωμάτιο, κύριε, αλλά τα άκουσα όλα», λέει. Η φωνή του Λίαμ είναι τραχιά. «Θέλω να γράψετε μία αναφορά και να την δώσετε στην επιτροπή του πανεπιστημίου. Είναι βίαιος».
«Μου φαίνεται περιττό», λέει εκείνος, «απλώς τοποθέτησε ένα χέρι στον ώμο της».
Πάω να μιλήσω, αλλά ο Λίαμ με προλαβαίνει.
«Τη φίλησε με το ζόρι», φτύνει. «Θα αφήσετε έναν καθηγητή με αυτό το ιστορικό να συνεχίσει να διδάσκει;» λέει κοφτά. «Θέλετε να είστε συνένοχος σε κακοποίηση;»
«Λιάμ...» Προσπαθώ να τον ηρεμήσω, γιατί φοβάμαι ότι ο Τζάμιλσον θα μας βάλει σε μαύρη λίστα γι' αυτό. «Δεν είναι...»
«Θέλω να γράψετε μια αναφορά», επαναλαμβάνει ο Λίαμ, αγνοώντας με. «Θυμηθείτε ότι ο πατέρας μου είναι ένας από τους καλύτερους δικηγόρους στη χώρα, δεν θέλετε μία μήνυση, έτσι δεν είναι;» τον απειλεί.
Ο κοσμήτορας χλωμιάζει.
«Φυσικά, φυσικά...» η φωνή του φανερώνει νευρικότητα.
Γράφει ένα χαρτί στο οποίο λέει τι συνέβη και μου ζητά να υπογράψω, να διευκρινίσω και ο Λίαμ υπογράφει ως μάρτυρας. Ο άντρας μας δίνει ένα αντίγραφο, υπογεγραμμένο από τον ίδιο.
«Θα συνεχίσει ο Έμερστ να διδάσκει;» ρωτάω, ανακτώντας τη φωνή μου.
«Μέχρι να αναθεωρήσουμε την κατάσταση, θα τον απομακρύνουμε από τη θέση του», απαντά, αν και δεν φαίνεται πεπεισμένος για τα δικά του λόγια.
«Ωραία», μουρμουρίζω. Ξαφνικά θέλω να τελειώσουν όλα. Αν είχα ήδη μια πολύ κακή μέρα, όλο αυτό το έκανε χειρότερο. Δεν είναι ότι ήμουν στα καλύτερά μου από τότε που εμφανίστηκε ο Κίλιαν στο σπίτι μου και το αίσθημα της διπλής παρενόχλησης με κάνει να νιώθω λίγο ευάλωτη. Τουλάχιστον ο τύπος με τατουάζ δεν με ανάγκασε να κάνω κάτι, ούτε με κακοποίησε, όπως ο καθηγητής, αλλά, σε κάθε περίπτωση, δεν είναι ότι η σκέψη με ηρεμεί.
Όταν βγαίνουμε από το γραφείο, ο Λίαμ και εγώ περπατούμε σιωπηλοί.
«Πώς είσαι;» ρώταει. «Δεν σε έχει χτυπήσει;»
«Λοιπόν, όχι, απλώς με... φίλησε», απαντώ επιφυλακτικά. «Ευχαριστώ για όλα όσα έκανες, δεν έπρεπε να μπείς σε τόσο κόπο».
«Αυτός ο τύπος σε παρενόχλησε, Ίσλα, καμία γυναίκα δεν πρέπει να το περάσει».
«Ευχαριστώ», επαναλαμβάνω και είμαι ευγνώμων, πραγματικά. «Έι, νωρίτερα είπες ότι ήθελες να μου μιλήσεις...» Προσπαθώ να αλλάξω θέμα. Θέλω να ξεχάσω τη χάλια στιγμή.
«Α, ναι», χαμογελάει ελαφρά, «νομίζω ότι ήταν αρκετά για σήμερα, καλύτερα να το αφήσουμε για άλλη μια μέρα».
«Είσαι σίγουρος;» Τον κοιτάζω προσπαθώντας να βάλω ένα χαμόγελο στα χείλη μου. «Θα με βοηθούσε να αποσπάσω την προσοχή μου, για τι ήθελες να μιλήσουμε;»
«Τις προάλλες που έγραψα τον αριθμό σου, δεν ξέρω τι έγινε και το τηλέφωνό μου δεν το αποθήκευσε», μου λέει. «Ήθελα να σε ξαναρωτήσω, ξέρεις, να σε βοηθήσω στα μαθήματα Ιστορίας. Έχω συνειδητοποιήσει ότι η μελέτη με άλλους ανθρώπους με βοηθάει, οπότε σκέφτηκα ότι θα ήταν καλή ιδέα».
«Καταλαμβαίνω», κρατάω την τσάντα μου καλύτερα. «Φυσικά, θέλεις να το γράψεις;»
Του δίνω ξανά τον αριθμό μου και αυτή τη φορά φροντίζει να το γράψει σωστά. Επίσης μου στέλνει μήνυμα για να το αποθηκεύσω κι εγώ.
«Θες να σε πάω σπίτι σου;»
«Δεν θέλω να συνεχίσω να ενοχλώ, πραγματικά. Έχεις κάνει αρκετά για μένα».
«Είσαι σίγουρη; Δεν με ενοχλεί, αλήθεια. Θα βγω από την πόλη», λέει. «Δεν θέλεις να σε πάω; Νομίζω ότι πάμε προς την ίδια κατεύθυνση».
«Είναι καθ’ οδόν», υποχωρώ. «Ευχαριστώ».
«Πάμε, λοιπόν», προχωρά προς έναν ανοιχτό γκρι volkswagen bora σταθμευμένο λίγα μέτρα από την έξοδο. «Ανέβα».
Μπαίνω στη θέση του συνοδηγού και βάζω την τσάντα επάνω στα πόδια μου.
Μου ζητάει τη διεύθυνση του σπιτιού μου και οδηγώντας, μιλάμε λίγο για όλα. Ο Λίαμ φαίνεται καλό παιδί, το είδος που θα μπορούσες να συστήσεις στον πατέρα σου και που θα αγαπούσε η μητέρα σου.
«...Και ο πατέρας μου θέλει να τελειώσω τις σπουδές μου για να δουλέψω στο γραφείο του», μου λέει. «Είναι δικηγόρος, από τους καλύτερους... Συγγνώμη αν φάνηκα αλαζονικός, αλλά είναι», μου χαμογελάει. «Τι γίνεται με εσένα;»
«Ακόμα δεν είμαι σίγουρη ποια κατεύθυνση να πάρω. Ξέρω ότι θέλω να σπουδάσω νομικά, γι' αυτό το κάνω, αλλά δεν ξέρω σε ποιον κλάδο θα μπορούσα να ειδικευτώ».
«Και με τα υπόλοιπα τι γίνεται;»
«Δουλεύω σε μια εταιρεία», μουρμουρίζω. Δεν λέω ψέματα, τεχνικά. Το Φετίχ είναι μια εταιρεία... στον κλάδο του πορνό. «Μένω μόνη και προσπαθώ να περνάω τον ελεύθερο χρόνο μου παρακολουθώντας σειρές».
«Το φαντάστηκα», χλευάζει. «Τι γίνεται με την οικογένειά σου;»
«Ζουν αρκετά μακριά από εδώ. Όταν επέλεξα αυτό το πανεπιστήμιο έπρεπε να μετακομίσω. Πέρασα μερικούς μήνες στη φοιτητική εστία και μετά μπόρεσα να νοικιάσω, όταν σταθεροποιήθηκα με τη δουλειά».
«Η αδερφή μου μετακόμισε πριν από τρεις μήνες και είναι πραγματικά περίεργο να μην την έχω εδώ κάθε μέρα, να με ενοχλεί».
«Πήγε να σπουδάσει;»
Το βλέμμα του σκληραίνει λίγο.
«Η αδερφή μου είναι στην αστυνομία. Την έστειλαν σε άλλη πόλη», μου λέει καθώς στρίβει. «Εκείνη διάλεξε αυτή τη ζωή, οπότε υποθέτω ότι είναι ευτυχισμένη».
«Δεν σου αρέσει η ιδέα;»
«Πιστεύω ότι είναι ένα πολύ εχθρικό περιβάλλον για τις γυναίκες. Δεν τις σέβονται και πρέπει να κάνει διπλή προσπάθεια μόνο και μόνο επειδή είναι γυναίκα», αναστενάζει, «και νομίζω ότι είναι πολύ μικρή για να εκτεθεί σε αυτή τη σκληρότητα».
«Καταλαβαίνω. Πόσο χρονών είναι άλλωστε;»
«Σίμαστε και οι δύο είκοσι τεσσάρων, είμαστε δίδυμοι».
«Δίδυμοι, ε;» Του χαμογελάω. «Μπορείτε να κάνετε εκείνο το πράγμα της επικοινωνίας με το μυαλό;»
Ο Λίαμ γελάει.
«Όχι απ' όσο ξέρω. Δεν το έχουμε δοκιμάσει ποτέ», σταματάει το αυτοκίνητο στην είσοδο του κτιρίου μου και με κοιτάζει. «Φτάσαμε στον προορισμό μας, δεσποινίς».
«Σε ευχαριστώ για όλα, Λίαμ. Πραγματικά βοήθησες πολύ».
«Δεν πρέπει να με ευχαριστείς, Ίσλα, αυτό που έκανε αυτός ο τύπος ήταν λάθος και δεν μπορούσα να μείνω σιωπηλός γνωρίζοντας το».
«Αλήθεια ευχαριστώ».
Ο Λίαμ ήταν πραγματικά κάτι παραπάνω από καλός μαζί μου και νομίζω ότι θα μπορούσαμε να είμαστε καλοί φίλοι. Τον τελευταίο καιρό ξανασκέφτομαι πώς να ζήσω τη ζωή μου. Το να δουλεύω ως ηθοποιός πορνό με έχει περιορίσει πολύ γιατί είναι ταμπού σε μεγάλο μέρος της κοινωνίας και σε αποκαλούν αυτόματα πόρνη. Δεν είμαι. Είναι αλήθεια ότι με πληρώνουν για να γαμήσω, αλλά δεν είμαι ιερόδουλη. Ντρέπομαι να παραδεχτώ ότι δεν πήγα με άντρα τον τελευταίο καιρό, εκτός πορνό. Είναι για λύπηση.
Αν και κατά κάποιο τρόπο, είναι δύσκολο. Φανταστείτε έναν άντρα να βρίσκεται στη θέση της Κέντρα, να βλέπει τη κοπέλα του να γαμάει άλλα αγόρια, για δουλειά.
«Κανένα πρόβλημα».
«Ε...» διστάζω λίγο, περιμένοντας. «Θέλεις να ανέβεις για έναν καφέ;»
«Δεν θέλω να σε ενοχλήσω».
«Είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω». Βγαίνω από το αυτοκίνητο και τον ακούω να βγάζει τα κλειδιά και να βάζει το χειρόφρενο. «Έρχεσαι;» Ανοίγω την πόρτα του κτιρίου και περιμένω να μπει. Πλησιάζουμε στο ασανσέρ και καθώς ανεβαίνουμε, του μιλάω. «Πρέπει να σου πω ότι το διαμέρισμά μου είναι ένα χάος, γι' αυτό ζητώ συγγνώμη εκ των προτέρων για όσα μπορεί να δεις εκεί μέσα».
«Εντάξει», ο Λίαμ με κοιτάζει διασκεδαστικά και μπαίνουμε στο διαμέρισμά μου, γελάει. «Είσαι πραγματικά μια καταστροφή».
«Μου αρέσει να αφήνω τα πράγματά μου εδώ κι εκεί», ανασηκώνω τους ώμους μου.
Τουλάχιστον τα πιάτα έχουν πλυθεί, αλλά ναι, το σπίτι μου είναι χάλια.
«Έγινε έκρηξη εδώ;» σαρκάζει και κοιτάζει το βουνό με τα ρούχα απρόσεκτα αφημένα στον καναπέ.
«Γιατί δεν βγαίνεις ένα λεπτό στο μπαλκόνι ενώ εγώ κρύβω λίγο αυτό το χάλι;»
Φαίνεται να διασκεδάζει με όλα αυτά και βγαίνει στο μπαλκόνι αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή. Πιάνω τα ρούχα και τρέχω να τα αφήσω στο δωμάτιό μου, επάνω στο κρεβάτι συγκεκριμένα. Μετά θα τα τακτοποιήσω. Ελέγχω το μέρος, αρκετά γρήγορα. Υπάρχουν εσώρουχα στο πάτωμα της κουζίνας; Πώς στο διάολο έφτασαν εκεί; Ντρέπομαι για τον εαυτό μου.
«Έχεις τελειώσει;» Ο Λίαμ με παρακολουθεί να τρέχω στο σπίτι και σταματάω λίγα δευτερόλεπτα αργότερα. «Τώρα μοιάζει με σπίτι και όχι με καταστροφή», χλευάζει.
«Αλήθεια;» Σταυρώνω τα χέρια μου διασκεδάζοντας. «Θα έπρεπε να νιώθεις ένοχος, με ανάγκασες να τακτοποιήσω».
«Η καλή μου πράξη της ημέρας», κολακεύει τον εαυτό του.
«Θα πάω να φτιάξω καφέ», γουρλώνω τα μάτια και μπαίνω στην κουζίνα. Βγάζω δύο φλιτζάνια, ενώ ζεσταίνω νερό και ανακατεύω με τη σκόνη καφέ. «Βάζεις ζάχαρη;»
«Χωρίς ζάχαρη για μένα». Ο Λίαμ ακουμπάει στο πλαίσιο της πόρτας της κουζίνας και με παρακολουθεί. Περιέργως, μου δίνει αυτοπεποίθηση. Ο Λίαμ φαίνεται καλός. «Μπορούμε να το πιούμε στο μπαλκόνι;»
«Σίγουρα», κουβαλάω τα δύο φλιτζάνια και του δίνω το ένα όταν βγαίνουμε έξω. Έχω δύο καρέκλες, οπότε καθόμαστε.
«Είναι πολύ καλός». Ο Λίαμ δοκιμάζει τον καφέ και μου χαρίζει ένα σύντομο χαμόγελο. «Λοιπόν, Ίσλα...»
«Πες μου», κρύβω το πρόσωπό μου πίσω από το φλιτζάνι του καφέ.
«Είδα το χτύπημα που έδωσες στον Έμερστ, λίγο πριν προλάβω να μπω».
Χαμογελώ.
«Ο αδερφός μου έκανε καράτε ή τζούντο... Δεν θυμάμαι ποτέ ποιο απ' τα δύο είναι», του λέω, «και όταν μεγαλώσαμε, μου έμαθε κάποια βασικά πράγματα άμυνας».
«Μένει με τους γονείς σου;»
«Ναι κάτι τέτοιο. Ο Τσάρλι παρεκτράπηκε λίγο», μορφάζω. «Δεν έχει τους καλύτερους φίλους και μερικές φορές εξαφανίζεται για μέρες».
«Είναι έφηβος;»
Γελώ.
«Μοιάζει με έφηβο, αλλά είναι είκοσι εννέα χρονών», πίνω άλλη μια γουλιά καφέ.
«Εσύ πόσο είσαι; Προσπάθησα να το καταλάβω, αλλά δεν είμαι σίγουρος».
«Πόσο νομίζεις ότι είμαι;» Τον κοιτάζω διασκεδαστικά.
«Είκοσι, όχι, περίμενε! Είκοσι ένα;»
«Είκοσι», κάνει μια χειρονομία ικανοποίησης. «Πώς κατάληξες στη Νομική; Σε πίεσε η οικογένειά σου;»
«Ο πατέρας μου, θέλει να είμαι στην εταιρεία του και να ακολουθήσω τα βήματά του».
«Και είναι πραγματικά αυτό που θέλεις ή το κάνεις απλώς για να τον ευχαριστήσεις;»
«Δεν είμαι σίγουρος, πάντα μου άρεσε η νομική, δεν πρόκειται να το αρνηθώ, αν και θα ήθελα να δοκιμάσω τον εαυτό μου και σε άλλα πράγματα. Δεν θέλω να είμαι ο γιος του Λέοναρντ Γουέστ σε όλη μου τη ζωή».
«Σε καταλαβαίνω».
«Δεν μπορούμε πάντα να κάνουμε αυτό που θέλουμε», ανασηκώνει τους ώμους και αναστενάζει. «Είπες ότι δούλευες σε εταιρεία;»
Τεντώνομαι και προσπαθώ να αλλάξω γρήγορα θέμα.
«Ναι, ναι», πίνω μια γουλιά καφέ. «Έι, θα μπορούσες πραγματικά να με βοηθήσεις με την Ιστορία;»
Δεν φαίνεται να παρατηρεί τη νευρικότητά μου και περνάμε τουλάχιστον μια ώρα συζητώντας μέχρι να κοιτάξει το τηλέφωνό του. Μου αρέσει πολύ ο Λίαμ και με όλη τη μυστικότητα που συνοδεύει τη δουλειά μου, θα ήθελα πολύ να έχω έναν φίλο έξω από τον κόσμο του πορνό και αυτός φαίνεται μια καλή επιλογή.
«Διάολε, πρέπει να φύγω», σταματάει. «Θέλεις να...;»
«Απλά πήγαινε», αρνούμαι όταν προσφέρεται να πλύνει τα φλιτζάνια. «Έκανες αρκετά για μένα σήμερα».
«Τα λέμε αύριο στην τάξη». Με αγκαλιάζει γρήγορα στην είσοδο του κτιρίου μου και τον βλέπω να τρέχει προς το αυτοκίνητό του. Κορνάρει χαιρετίζοντας και κουνώ το χέρι μου. Στη γωνία υπάρχει ένα μαύρο αυτοκίνητο, με φιμέ τζάμια που μοιάζει αρκετά αταίριαστο με την περιοχή και το κοιτάζω για λίγα δευτερόλεπτα, αναρωτιέμαι ποιος μπορεί να είναι, αν και δεν με νοιάζει και πολύ. Ξέρω ότι δεν είναι ο Κίλιαν, ή το ελπίζω. Το αμάξι του είναι σκούρο μπλε, από ότι έχω δει.
Ανεβαίνω στο διαμέρισμά μου και πλένω γρήγορα τα φλιτζάνια. Δίνω προτεραιότητα στα ψώνια παρά στη τακτοποίηση, γιατί... λοιπόν, το φαγητό έχει μεγαλύτερη σημασία για μένα και δεν υπάρχει σχεδόν τίποτα. Το σούπερ μάρκετ είναι λίγα τετράγωνα μακριά και περπατάω αργά στους διαδρόμους, παίρνοντας το χρόνο μου.
Όταν επιστρέφω στο σπίτι μου, το αυτοκίνητο που ήταν προηγουμένως στη γωνία είναι ακόμα εκεί, αλλά ένα μπλε Volkswagen Vento που μου φαίνεται οικείο σχεδόν βρίσκεται στην είσοδο του κτιρίου μου. Συνοφρυώνομαι και σκέφτομαι να συνεχίσω να περπατάω και να περιμένω να φύγει. Κάτι σε αυτό το αυτοκίνητο μου προκαλεί καχυποψία και όταν ανοίγει η πόρτα του οδηγού, σφίγγομαι.
Τι κάνει αυτός εδώ;
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro