Κεφάλαιο 13
"Τι κάνεις εσύ εδώ;;" ρώτησα απαιτητικά, ψιθυρίζοντας, μη με ακούσει η μάνα μου.
Ο Κωστής στεκόταν στα σκαλιά του σπιτιού μου με τα ανακατεμένα του μαλλιά και φορούσε το ίδιο μαύρο τζιν που φόραγε και το προηγούμενο βράδυ. Κοιτώντας τη μπλούζα του, χάρηκα που άνοιξα εγώ την πόρτα. Απεικόνιζε κάποια γυναικεία στήθη, και με έκανε να ντρέπομαι που την φόραγε.
Ευτυχώς που δεν του άνοιξε η μάνα μου.
"Ήρθα για να σε δω"
Τα λόγια του έκαναν την καρδιά μου να φτερουγίσει, αλλά προσπάθησα να το καταπιέσω. Μου χρώσταγε μία συγγνώμη από το προηγούμενο βράδυ, και είχα σκοπό να την αποκτήσω.
Προσεκτικά, έκανα ένα βήμα μπροστά και έκλεισα την πόρτα πίσω μου. Δεν είχα καμία πρόθεση να καταλάβει κανείς ότι ο Κωστής είχε έρθει. Η μητέρα μου δεν εγκρίνει την Ηρώ, ούτε την παρέα και τον τρόπο ζωής τους. Και δεν είχα καμία όρεξη να γίνει χαμός στο σπίτι απόψε.
Κατεβαίνοντας κάτω τα σκαλάκια, στάθηκα λίγα εκατοστά μακριά του. Για πολλοστή φορά, θυμήθηκα πόσο κοντή είμαι σε σχέση με αυτόν. Παλιότερα ήταν το ανάποδο, αλλά φτάσαμε στην εφηβεία, και ήταν σαν να ψήλωσε μονάχα σε μία μέρα. Με άφηνε στο έδαφος, όσο εκείνος ακουμπούσε τον ουρανό.
Κοιτώντας πάνω, τον είδα να μου χαμογελάει αμήχανα.
"Ξέρω ξέρω, μου έχεις πει να μην έρχομαι ποτέ εδώ, αλλά ήθελα να σου μιλήσω.. Για χθες το βράδυ"
"Για τι πράγμα ήθελες να μου μιλήσεις; Για το ότι είμαι παρθένα; Ή το ότι θα πεθάνω μόνη;" ξεστόμισα, πολεμώντας για να κρατήσω τα δάκρυα μου.
Δεν ξέρω γιατί έκλαιγα. Ήμουν νευριασμένη, πληγωμένη, και ήθελα να το ξέρει. Δεν ήθελα όμως να δείχνω αδύναμη. Πάντα ήμουν αυτή η Έλλη, η δειλή, εκείνη που ποτέ δεν έλεγε όχι. Δεν ήθελα να είμαι εκείνη η Έλλη τώρα, αλλά το έκανα χειρότερο όσο προσπαθούσα να το αποφύγω.
"Έι, η Εύα σε έλεγε έτσι. Εγώ απλά είπα ότι είσαι παρθένα" είπε, λες και αυτό θα τα έκανε όλα καλύτερα.
"Στα αγόρια αρέσουν οι παρθένες"
Τα μάγουλά μου κοκκίνησαν και έσφιξα τις γροθιές μου. "Δεν είναι κανενός δουλειά, αλλά δική μου. Και αφού είναι τόσο σπουδαίο να είναι κανείς παρθένος, γιατί δεν λες σε όλους ότι είσαι και εσύ;;"
Ήταν η σειρά του να κοκκίνηει, και πρόσεξα το πώς τα μάγουλά του άρχισαν να λάμπουν. Χάιδεψε τον αυχένα του ντροπαλά, και κοίταξε κάτω.
"Βασικά.." ξεκίνησε αργά, "Η Εύα και εγώ.. εε.."
Σταμάτησε, αφήνοντας ησυχία ανάμεσά μας να μεγαλώνει. Ήταν σκληρή και βαριά στον αέρα, τόσο βαριά, που που έγινε βάρος στην καρδιά μου. Την ένιωθα να σπάει κάτω από την πίεση.
Δάκρυα κύλησαν στα μάγουλα μου, και τον κοίταξα από πάνω μέχρι κάτω. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι δεν μου είχε πει τίποτα. Ακόμα κι αν δεν ήταν κάτι που ήθελα να ακούσω, είμασταν κολλητοί. Λέγαμε ο ένας στον άλλο τα πάντα. Ήμουν η μόνη που εμπιστευόταν. Όσο κι αν πονούσε, έπρεπε να κατανοήσω το γεγονός ότι είχα αντικατασταθεί. Η Εύα πλησίασε τον Κωστή με έναν τρόπο που εγώ δεν μπόρεσα ποτέ.
Οι ίδιες σκέψεις του χθες ήρθαν στο μυαλό μου και άρχισαν να με στοιχειώνουν. Ήμουν η τέλεια κοπέλα. Τέλειοι βαθμοί, ήξερα πάντα τι να πω...η τέλεια, γλυκιά παρθένα. Αλλά δεν θα'μουν ποτέ η τέλεια για τον Κωστή.
"Αλήθεια; Αυτό.. αυτό είναι υπέροχο!" τραύλισα, σκουπίζοντας τα δάκρυα από τα μάτια μου.
"Έλλη-"
"Αλήθεια ρε Κωστή. Χαίρομαι για σένα." είπα ψέματα, κοιτώντας κάτω. Πονούσα στο στήθος όταν απομακρύνθηκα από εκείνον, στέκοντας στην πόρτα με την πλάτη. "Πρέπει να μπω μέσα, η μάνα μου με περιμένει για καφέ"
Τα μάτια του με παρακολουθούσαν προσεκτικά, και απο την έντασή τους, κατάλαβα ότι προσπαθούσε να διαβάσει τις σκέψεις μου. Του έδωσα ένα κενό βλέμμα, κρύβοντας έτσι το τι ένιωθα. Ευτυχώς για μένα, ήμουν ανοιχτό βιβλίο αλλά εκείνος ήταν ένας απαίσιος αναγνώστης. Έτσι κι αλλιώς, ήταν ο μόνος που δεν ήξερε πως ένιωθα για αυτόν.
"Σε πειράζει να έρθω κι εγώ;" Ρώτησε.
Όταν άνοιξα το στόμα του για να απαντήσω στην ανόητη ερώτηση του, με διέκοψε γελώντας και κλείνοντας το μάτι.
"Για σπάσιμο σε ρώτησα, Ελλάκι. Ξέρω καλά πως η μάνα σου δεν με γουστάρει καθόλου" γέλασε
"Δεν είναι ότι.. δεν σε γουστάρει" είπα, δίνοντας του ένα βλέμμα.
"Καλά λες. Απλώς είναι έξυπνη. Δεν θέλει να χαλάσω το τέλειο κοριτσάκι της.."
Συνειδητοποίησα αμέσως το πώς η φωνή του ακουγόταν όλο και πιο χαμηλή όσο μιλούσε. Έριξε το βλέμμα του στο πάτωμα ξανά.
"Κι αυτή δίκιο έχει. Ήσουν πάντα υπερβολικά καλή για μένα"
Τα μάτια μου άνοιξαν διάπλατα και αναρωτήθηκα αν άκουσα καλά. Άνοιξα το στόμα μου να μιλήσω, αλλά γύρισε από την άλλη και κατέβηκε τις σκάλες.
"Θα σε δω ξανά ε; Όταν είμαστε όλοι μαζί". Ξαφνικά βιαζόταν να φύγει.
Ήθελα να του φωνάξω, αλλά η φωνή εμποδίστηκε κάπου μέσα μου. Ήθελα να τρέξω από πίσω του, αλλά τα πόδια μου ήταν κυριολεκτικά κολλημένα στο έδαφος. Τον κοιτούσα με απελπισία, όσο έφευγε, ώσπου έστριψε σε μία γωνιά και χάθηκε.
"Έλλη;"
Γύρισα αμέσως όταν μίλησε η μητέρα μου κι άνοιξε την πόρτα. Ήλπιζα να μην είχε καταλάβει ή ακούσει την παρουσία του Κωστή εδώ.
"Τι κάνεις έξω; Μπες μέσα, μην κρυώσεις" είπε με έναν τρόπο που έδειχνε μεν αυστηρότητα, αλλά και αγάπη.
"Τώρα, μαμά" είπα μαλακά. "Έρχομαι"
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro