
Το στοίχημα
Αυτός είναι ψηλός, τουλάχιστον ένα κεφάλι ψηλότερος από το δικό μου ένα εβδομήντα τρία, έχει πυκνά, κατάμαυρα μαλλιά, κουρεμένα κοντά, έντονα ζυγωματικά και γωνιώδες σαγόνι. Τα χείλη του είναι σαν δύο ζουμερές φράουλες και τα μάτια του μοιάζουν με θάλασσες. Μεγάλα και μπλε, με μακριές βλεφαρίδες δύο τόνους πιο ανοιχτές από τα μαλλιά του και τα καλοσχηματισμένα φρύδια του. Το σώμα του είναι αγαλματένιο, με γραμμωμένους κοιλιακούς, σκληρούς δικέφαλους και ευρύ στέρνο. Και όσο για το άλλο μισό, από την μέση και κάτω ... Θεούλη μου!
Ο ήχος του ανοίγματος της πόρτας τον κάνει να γυρίσει το κεφάλι του και να με κοιτάξει, ενώ παράλληλα, τεντώνει το λαιμό του μπροστά και μυρίζει τον αέρα. Τι στο καλό; Εγώ ανοίγω το στόμα μου να μιλήσω, αλλά δεν μπορώ. Ρίχνω μια ματιά στην πόρτα πίσω μου για να ελέγξω τον αριθμό του δωματίου. Νούμερο τρία. Μπήκα στο σωστό δωμάτιο. Δεν έκανα λάθος. Αλλά αν είναι έτσι, ποιος είναι αυτός ο άντρας;
Με την πετσέτα που κρατάει καλύπτει τη γύμνια του και περνάει το χέρι του μέσα απ' τα βρεγμένα του μαλλιά.
«Μπορώ να σε βοηθήσω σε κάτι;»
Ναι, φυσικά. Βγάλε αυτή την καταραμένη πετσέτα ... Ιησούς Χριστός, Σελήνη! Τι είναι αυτά που σκέφτεσαι; Ευτυχώς για μένα και την αξιοπρέπειά μου, δεν είπα δυνατά αυτό που σκέφτηκα. Εγώ ήδη τον κοιτάζω σαν ηλίθια. Αν το έλεγα κι αυτό, θα ήταν ολοκληρωτική η καταστροφή. Φυσικά, αυτό που αποφάσισα να πω δεν ήταν και πολύ καλύτερο.
«Είσαι αληθινός, έτσι δεν είναι; Δηλαδή, είσαι πραγματικά εδώ. Δεν έχω παραισθήσεις ή κάτι τέτοιο, σωστά;»
Μπράβο, Σελήνη! Γελοιοποιήσου ακόμα λίγο! Εκείνος, όταν ακούει τι λέω, ρίχνει το κεφάλι του πίσω και ξεσπάει σε γέλια. Θεέ μου! Πόσο όμορφο είναι το γέλιο του!
«Σε διαβεβαιώνω ότι είμαι πολύ αληθινός. Μπορείς να μ' αγγίξεις, φυσικά, αν θέλεις»
Αν θέλω; Φυσικά και θέλω. Πεθαίνω να σ 'αγγίξω, αλλά ... Θεέ! Σελήνη, συγκεντρώσου επιτέλους και πες αυτό που πρέπει.
«Ξέχνα ότι σου είπα και πες μου ποιος είσαι και τι κάνεις στο δωμάτιό μου»
«Νομίζω ότι εγώ είμαι αυτός που πρέπει να το ρωτήσω αυτό. Εσύ εισέβαλες στο δωμάτιό μου»
«Σωστά, αλλά δεν έχει σημασία. Αυτό είναι το δωμάτιό μου»
«Όχι. Αυτό είναι το δωμάτιό μου. Το νοίκιασα πριν μια ώρα»
«Και εγώ το νοίκιασα πριν από δεκαπέντε λεπτά. Ο νεαρός στη ρεσεψιόν ...»
«Ουάου! Ποιος νεαρός; Γυναίκα είναι στη ρεσεψιόν»
«Όχι! Άντρας είναι και τον λένε Γιάννη»
«Είναι γυναίκα και τη λένε Δέσποινα»
«Όχι! Είναι άντρας»
«Βάζεις στοίχημα;»
«Με τι έπαθλο;»
«Είναι πολύ απλό. Αν κερδίσεις εσύ, και αυτό είναι ένα μεγάλο αν, εγώ θα φύγω και θα συνεχίσω το ταξίδι μου, και εσύ θα κρατήσεις το δωμάτιο»
«Και αν κερδίσεις εσύ;»
«Αν κερδίσω εγώ, κάτι που είναι απολύτως σίγουρο, θα μοιραστούμε το δωμάτιο και το κρεβάτι, φυσικά»
«Γιατί τέτοιες διακρίσεις;»
«Είσαι γυναίκα και εγώ άντρας. Δεν μπορώ να σ' αφήσω να τριγυρνάς μόνη σου μέσα στη νύχτα»
«Πολύ ευγενικό εκ μέρους σου. Σ' ευχαριστώ πάρα πολύ»
«Παρακαλώ, δεν κάνει τίποτα»
Γυρίζω τα μάτια μου και αυτός μου χαμογελάει. Σφίγγω τα δόντια μου, προσπαθώντας να κρύψω την επίδραση που έχει πάνω μου. Δεν θέλω να ξέρει ότι κάθε κίνηση που κάνει, κάθε έκφραση στο πρόσωπό του, κάθε λέξη που βγαίνει από το στόμα του με κάνει και ανατριχιάζω. Και μετά υπάρχει αυτή η μυρωδιά. Η μυρωδιά που αναδύεται από το σώμα του και μου θολώνει το μυαλό. Η μυρωδιά του δάσους τη νύχτα. Γη, φύλλα, άγρια ζώα.
Τι μου συμβαίνει; Ποιος είναι αυτός ο άντρας; Γιατί νιώθω έτσι κοντά του; Και τι είναι αυτή η ακατανίκητη ανάγκη να πέσω στα πόδια του και να τον προσκυνήσω; Ω, Θεέ μου! Χάνω το μυαλό μου. Όσο εγώ σκέφτομαι, αυτός σταυρώνει τα δυνατά του χέρια πάνω στο φαρδύ, σμιλεμένο στήθος του και σηκώνει το ένα του φρύδι. Ω, έλα τώρα! Θα λιώσω σαν κερί αν συνεχίσει να το κάνει αυτό!
«Λοιπόν, τι θα γίνει, Γατούλα; Πάει το στοίχημα ή όχι;»
Τη στιγμή που άκουσα τη λέξη 'γατούλα' να βγαίνει από τα γλυκά, φραουλένια χείλη του, ένιωσα ένα δυνατό γαργαλητό ανάμεσα στα πόδια μου. Κάτι που δεν έχω ξανανιώσει ποτέ. Τί είναι αυτό τώρα;
«Γιατί με λες έτσι;»
«Γιατί δεν ξέρω τ' όνομά σου»
«Σελήνη. Με λένε Σελήνη και μην τολμήσεις να με κοροϊδέψεις γι' αυτό»
«Δεν θα το έκανα ποτέ αυτό, Γατούλα. Το όνομα σου είναι υπέροχο. Υπερβολικά υπέροχο!»
«Σ' ευχαριστώ! Το δικό σου;»
«Άρης»
«Άρης από το Αριστείδης;»
«Όχι. Άρης από τον Θεό του Πολέμου»
«Λοιπόν, σ' αυτή την περίπτωση, χαίρομαι που σε γνωρίζω, Άρη»
«Κι εγώ χαίρομαι που σε γνωρίζω, Σελήνη. Δεν έχεις ιδέα πόσο!»
Καθώς το λέει αυτό, αυτός παίρνει το χέρι μου, το φέρνει στα χείλη του και αφήνει ένα απαλό φιλί στις αρθρώσεις μου, στέλνοντας ένα κύμα ηλεκτρισμού στο σώμα μου. Πάντα πίστευα ότι το χειροφίλημα ήταν μια παλιομοδίτικη χειρονομία και πίστευα ότι αν κάποιος μου το έκανε, θα γελούσα, αλλά όχι με τον Άρη.
«Πάει το στοίχημα. Βάλε κάτι πάνω σου για να πάμε στη ρεσεψιόν»
«Όπως επιθυμείς, Γατούλα»
«Σταμάτα να με λες έτσι. Τώρα ξέρεις τ' όνομά μου»
«Ναι, αλλά νομίζω ότι θα κρατήσω το παρατσούκλι. Σου ταιριάζει καλύτερα ... Γατούλα»
Μου κλείνει το μάτι και εγώ του δείχνω τα δόντια μου, γρυλίζοντας.
«Η Γατούλα γρυλίζει. Μ' αρέσει αυτό»
«Μη με προκαλείς, Άρη, γιατί θα σου δείξω και τα νύχια μου»
«Αυτό θα το απολαύσω πολύ περισσότερο»
«Ο, τι να 'ναι! Άντε, βιάσου!»
«Φυσικά»
Χωρίς ίχνος ντροπής, αυτός πετάει την πετσέτα στο πάτωμα.
«Έη! Θα μου χρησίμευε μια προειδοποίηση. Ξέρεις, να γυρίσω απ' την άλλη ίσως;»
«Ποιος ο λόγος, Γατούλα; Ότι υπήρχε να δεις, το είδες ήδη»
Αν το είδα λέει! Όχι μόνο το είδα, αλλά το θαύμασα κιόλας. Είσαι κάτι ξεχωριστό, Άρη, κάτι μοναδικό, αλλά δεν μπορώ να σου το πω αυτό. Τουλάχιστον όχι ακόμα. Εντωμεταξύ, για να κρατήσω τα προσχήματα, του γυρνάω την πλάτη, αλλά αφού σήμερα είναι σίγουρα η τυχερή μου μέρα, ο μεγάλος καθρέφτης στον τοίχο μου επιτρέπει να συνεχίσω να τον κοιτάζω. Σ' ευχαριστώ για αυτό, Θεέ μου!
«Εντάξει, Γατούλα. Είμαι έτοιμος. Μπορείς να γυρίσεις τώρα»
Γυρίζω και δείχνω την πόρτα.
«Πάμε ...;»
«Προηγούνται οι κυρίες»
«Η καλοσύνη σου με σκλαβώνει»
«Αυτός είναι ο στόχος μου, Γατούλα»
Ο Άρης λέει τις τελευταίες του λέξεις μέσα από τα δόντια του και δεν μπορώ να τις ακούσω, αλλά δεν δίνω σημασία. Βγαίνουμε απ' το δωμάτιο και πηγαίνουμε προς στη ρεσεψιόν, αλλά πριν μπούμε μέσα, με σταματάει.
«Γατούλα, περίμενε ένα λεπτό!»
«Τι;»
«Δεν μπορούμε να μπούμε έτσι μέσα και να ζητήσουμε εξηγήσεις για το μπέρδεμα»
«Τι εννοείς;»
«Κοίτα ... Ο νεαρός που σου έδωσε το δωμάτιο και η γυναίκα που το έδωσε σε μένα είναι μάλλον υπάλληλοι. Αν μπούμε εκεί μέσα και πούμε ότι ένας απ' αυτούς έκανε ένα τόσο σοβαρό λάθος, θα χάσουν τη δουλειά τους και αυτό είναι κρίμα, δεν νομίζεις;»
«Ναι είναι, αλλά τι άλλο μπορούμε να κάνουμε;»
«Να ξεχάσουμε το ανόητο στοίχημα και απλά να μοιραστούμε το δωμάτιο»
«Και τι γίνεται με το κρεβάτι; Θα το μοιραστούμε και αυτό;»
«Όχι αν δεν θέλεις. Μπορώ να κοιμηθώ στο πάτωμα ή στην μπανιέρα»
«Τι συμβαίνει, κύριε είμαι σίγουρος για τον εαυτό μου; Φοβάσαι να χάσεις;»
«Όχι. Δεν είναι αυτό»
«Τι είναι τότε;»
«Απλώς δεν θέλω να κάνεις κάτι που δεν θέλεις μόνο και μόνο επειδή κέρδισα ένα ηλίθιο στοίχημα»
Έτσι είναι λοιπόν! Έτσι νιώθεις όταν κάποιος σου δίνει την ευκαιρία να αποφασίσεις μόνος σου τι θέλεις να κάνεις και δεν σε αναγκάζει να το κάνεις ούτως ή άλλως. Για πρώτη φορά στη ζωή μου, κάποιος μου δίνει την ευκαιρία της επιλογής. Κάποιος με ρωτάει. Κάποιος μ' αφήνει να διαλέξω. Και αυτός ο κάποιος είναι ο Άρης. Ο παράξενος και υπέροχος άντρας που μόλις γνώρισα.
Ξαφνικά η καρδιά μου αρχίζει χτυπάει γρήγορα, ενώ αμέτρητα σφυριά χτυπούν μέσα στο κρανίο μου. Ο λαιμός μου συσπάτε και δεν μπορώ ν' αναπνεύσω. Προφανώς, δεν μπορώ ν' αντέξω τόση ελευθερία. Δεν ξέρω τι έγινε μετά. Το τελευταίο πράγμα που άκουσα ήταν η ανήσυχη φωνή του Άρη.
«Γατούλα ...;»
Όταν ανοίγω τα μάτια μου, είμαι πίσω στο δωμάτιο, ξαπλωμένη στο κρεβάτι, και ο Άρης κάθεται δίπλα μου, κρατώντας το χέρι μου, με το όμορφο πρόσωπό του γεμάτο ανησυχία.
«Δόξα τω Θεώ, συνήλθες. Με κατατρόμαξες, Γατούλα, το ξέρεις; Μην μου το ξανακάνεις αυτό»
«Τι ... Τι συνέβη;»
«Δεν θυμάσαι;»
«Θυμάμαι ότι είμασταν έξω από τη ρεσεψιόν και μιλούσαμε»
«Ακριβώς. Και ξαφνικά σωριάστηκες στην αγκαλιά μου. Σε κουβάλησα εδώ και, εδώ και μισή ώρα, προσπαθώ να σε συνεφέρω. Τι έπαθες, Γατούλα; Γιατί λιποθύμησες; Είσαι άρρωστή;»
«Όχι. Όχι. Δεν είμαι άρρωστη. Απλώς ... Έκανες κάτι που δεν μπόρεσα να το αντέξω»
«Τι έκανα;»
«Με άφησες να διαλέξω»
«Ορίστε;»
Ο Άρης με κοιτάζει με απόλυτη σύγχυση και μετανιώνω που είπα τόσα πολλά. Δεν πρέπει να πω περισσότερα. Δεν πρέπει να ξέρει. Δεν θέλω να ξέρει πόσο χάλια είμαι. Θα με βαρεθεί, ή ακόμα χειρότερα, θα με λυπηθεί. Θα σκεφτεί ότι είμαι μια κακόμοιρη γυναίκα που κακοποιήθηκε και ταπεινώθηκε και τώρα ψάχνει κάποιον να τη σώσει.
«Θα ήθελες να μου το εξηγήσεις αυτό με περισσότερες λεπτομέρειες, γιατί δεν καταλαβαίνω τίποτα;»
«Δεν μπορώ»
«Δεν μπορείς ή δεν θες;»
«Δεν θέλω»
«Γιατί;»
«Γιατί δεν θέλω τον οίκτο σου»
Έη! Τι στο διάολο μου συμβαίνει και δεν μπορώ να του κρύψω τίποτα;
«Πίστεψε με, Γατούλα. Το μόνο που δεν μπορώ να νιώσω για σένα είναι οίκτος»
Τώρα είναι η σειρά μου να τον κοιτάξω εντελώς μπερδεμένη. Τι υποτίθεται ότι σημαίνει αυτό τώρα; Ότι μπορεί να νιώσει οτιδήποτε άλλο για μένα; Έλα τώρα! Δεν μπορεί να είναι έτσι. Όχι με έναν άντρα σαν αυτόν. Αδύνατο!
«Εντάξει! Φαίνεται ότι το παράκανα και δεν είσαι ακόμα έτοιμη ν' ακούσεις. Έλα, σήκω και ρίξε λίγο νερό στο πρόσωπό σου. Πάω να παραγγείλω λίγο φαγητό και μετά εσύ και εγώ θα κάνουμε μια πολύ σοβαρή συζήτηση»
Τώρα μιλάμε! Να η διαταγή που έψαχνα, γιατί ποιον κοροϊδεύω; Δεν ξέρω άλλο τρόπο. Αυτός είναι ο τρόπος που λειτουργώ. Αυτή τη φορά όμως είναι διαφορετικά. Όλη μου τη ζωή ακολουθούσα εντολές γιατί φοβόμουν την τιμωρία. Αυτή τη διαταγή, την διαταγή του Άρη, θα την εκτελέσω ευχαρίστως επειδή το θέλω και όχι επειδή δεν έχω άλλη επιλογή. Ναι! Ναι! Είμαι τόσο τρελή!
Λίγη ώρα αργότερα, κάθομαι απέναντι από τον Άρη στο μικρό, στρογγυλό τραπέζι που υπάρχει στο δωμάτιο και τρώμε. Στην πραγματικότητα, αυτός τρώει και εγώ τον κοιτάζω με τα σάλια μου να στάζουν στο πιάτο μου. Είναι τόσο απόλυτα τέλειος. Τα πάντα επάνω του. Ο τρόπος που κρατάει το μαχαίρι και κόβει τη μπριζόλα. Ο τρόπος που φέρνει το πιρούνι στο στόμα του και τα χείλη του το αγκαλιάζουν. Ο τρόπος που κινείται το σαγόνι του καθώς μασάει και ο τρόπος που το μήλο του Αδάμ στο λαιμό του κινείται πάνω-κάτω καθώς καταπίνει. Είναι τόσο σέξι. Η βαθιά φωνή του με επαναφέρει στην πραγματικότητα.
«Γιατί δεν τρως, Γατούλα; Δεν σ' αρέσει το φαγητό;»
«Μ' αρέσει. Βασικά, η μπριζόλα και ο πουρές πατάτας είναι ένα από τα αγαπημένα μου. Πώς το ήξερες;»
«Δεν το ήξερα, Γατούλα. Εγώ απλά παρήγγειλα ένα από τα δικά μου αγαπημένα»
«Μπορώ να έχω λίγο κρασί;»
«Με ρωτάς αν μπορώ να σου βάλω ή αν σου επιτρέπω να πιεις;»
Χαμηλώνω το κεφάλι μου. Αυτός παίρνει το μπουκάλι και γεμίζει τα ποτήρια μας. Απλώνει το χέρι και μου σηκώνει το κεφάλι με το δάχτυλό του κάτω από το σαγόνι μου.
«Τι σου έχουν κάνει, Σελήνη;»
«Θέλεις πραγματικά να μάθεις;»
«Ναι»
«Υποσχέσου ότι δεν θα με λυπηθείς»
«Στο είπα ήδη, Γατούλα. Δεν μπορώ να νιώσω έτσι για σένα»
«Εντάξει»
Παίρνω το ποτήρι μου και σηκώνομαι όρθια. Ο Άρης παίρνει το δικό του και γέρνει πίσω στην καρέκλα του. Εγώ πίνω μια μεγάλη γουλιά και αρχίζω να αφηγούμαι την ιστορία της ζωής μου, από την αρχή. Του λέω τα πάντα χωρίς να κρύψω τίποτα. Έτσι απλά, ανοίγω την καρδιά μου σε έναν άγνωστο και νιώθω καλά. Εκείνος μ' ακούει χωρίς να με διακόπτει. Το μόνο που κάνει είναι να γεμίζει τα ποτήρια μας ξανά και ξανά.
Μέχρι να τελειώσω, το μπουκάλι είναι άδειο και το ίδιο είμαι κι εγώ. Κάθομαι οκλαδόν στο κρεβάτι και νιώθω εντελώς στραγγισμένη. Ο Άρης κοιτάζει το κενό με μια ανεξιχνίαστη έκφραση στο πρόσωπό του. Για να είμαι ειλικρινής, δεν είναι η αντίδραση που περίμενα. Αυτός συμπεριφέρεται σαν να άκουσε κάτι που δεν περίμενε.
«Άρη ...;»
«Δώσε μου ένα λεπτό, Γατούλα»
Σηκώνεται και πηγαίνει προς το παράθυρο. Κοιτάζει το φεγγάρι και τα χείλη του αρχίζουν να κινούνται. Είναι σαν να του μιλάει, αλλά χωρίς ήχο. Αν και το θέαμα είναι λαμπρό και με μαγεύει, δεν μπορώ να συγκρατήσω τα δάκρυα και αρχίζω να κλαίω. Δεν ξέρω γιατί το έκανα αυτό. Δεν είχα σκοπό να κλάψω. Δεν ήθελα να κλάψω και τώρα δεν μπορώ να σταματήσω. Δεν ξέρω τι μου συμβαίνει. Απλώς δεν μπορώ να σταματήσω να κλαίω.
Ο Άρης τρέχει κοντά μου. Κάθεται δίπλα μου και με παίρνει στην αγκαλιά του. Η μυρωδιά του με περιβάλλει και για πρώτη φορά νιώθω ασφάλεια. Νιώθω σαν να είμαι επιτέλους σπίτι. Κολλάω απελπισμένα πάνω του και αυτός με κρατάει κοντά του. Κανείς από τους δύο μας δεν λέει τίποτα. Εγώ κλαίω και αυτός με κρατάει σφιχτά. Όταν στερεύουν τα δάκρυα μου, με σηκώνει και με πηγαίνει στο κρεβάτι. Με ξαπλώνει και μου βγάζει τα παπούτσια. Τον κοιτάζω με τα πρησμένα, κόκκινα μάτια μου.
«Γιατί τα κάνεις όλα αυτά;»
Μου χαμογελάει και μου βγάζει τα μαλλιά από τα μάτια με τα λεπτά, μακριά δάχτυλά του.
«Πρέπει να κοιμηθείς, Γατούλα. Είναι αργά και έχεις εξαντληθεί με όλο αυτό το κλάμα. Θα μιλήσουμε περισσότερο αύριο»
«Είσαι πολύ καλός»
«Είμαι κάθε άλλο παρά καλός, Γατούλα, αλλά δεν έχει σημασία»
Με σκεπάζει με το πάπλωμα και σβήνει το φως.
«Όνειρα γλυκά, Γατούλα»
Αρχίζει να απομακρύνεται.
«Πού πας;»
«Να βρω κάτι να στρώσω κάτω για να κοιμηθώ»
«Δεν χρειάζεται. Μπορείς να κοιμηθείς εδώ μαζί μου»
«Το θέλεις;»
«Το χρειάζομαι»
Χωρίς άλλη λέξη, βγάζει το βρεγμένο, από τα δάκρυά μου, πουκάμισο του και κλωτσάει τα παπούτσια του. Σηκώνει το πάπλωμα και ξαπλώνει απαλά δίπλα μου.
«Μπορώ ...;»
Πριν καν προλάβω να το πω, με αγκαλιάζει και με τραβάει πάνω του. Χώνομαι στην αγκαλιά του και με φιλάει στο μέτωπο. Είναι τόσο ζεστά εδώ. Αυτός είναι τόσο ζεστός.
«Ευχαριστώ, Άρη»
«Μη μ' ευχαριστείς, Γατούλα, και κοιμήσου. Κοιμήσου και αύριο θα είναι όλα καλύτερα»
Κλείνω τα μάτια μου και σιγά σιγά βυθίζομαι σε βαθύ ύπνο. Ο καλύτερος ύπνος που είχα ποτέ. Ο Άρης λέει και κάτι άλλο, αλλά είμαι πολύ κουρασμένη για να τ' ακούσω.
«Κοιμήσου, Γατούλα. Θα σε προστατεύσω εγώ. Ο μόνος κίνδυνος που πρέπει να φοβάσαι είναι η επιθυμία μου να σε κατασπαράξω»
~ ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΠΡΩΙ ~
Δυνατές φωνές διαταράσσουν τον ύπνο μου. Ανοίγω τα μάτια μου. Ο Άρης δεν είναι δίπλα μου. Πού έχει πάει; Για μια στιγμή πανικοβάλλομαι, αλλά όταν βλέπω το σακίδιο του στο πάτωμα δίπλα στο κρεβάτι, ηρεμώ ξανά. Εκείνη τη στιγμή η φωνή του, έξαλλη από θυμό, ακούγεται από το μπάνιο.
«Γαμημένο κάθαρμα! Μου είπες ψέματα! ... Φυσικά πιστεύω εκείνη και όχι εσένα. Αυτή δεν έχει λόγο να μου πει ψέματα! ... Δεν ξέρω. Χρειάζομαι περισσότερο χρόνο. ... Στ' αρχίδια μου τι χρειάζεσαι. ... Πρόσεξε, μαλάκα. Μην παίζεις μαζί μου. Ξέρεις ποιος είμαι και τι μπορώ να κάνω. ... Σκάσε, ρε. Με αηδιάζεις. ... Άντε γαμήσου!»
Πρέπει να μιλάει στο τηλέφωνο, λαμβάνοντας υπόψη τις παύσεις ανάμεσα στα λόγια του, αλλά σε ποιον; Και το πιο σημαντικό, για ποιον μιλάει; Για μένα; Αδύνατον! Μόλις χθες με γνώρισε. Όταν καταλαβαίνω ότι είναι έτοιμος να βγει από το μπάνιο, κλείνω τα μάτια μου και προσποιούμαι ότι κοιμάμαι, αλλά φαίνεται ότι είναι δύσκολο να τον ξεγελάσω. Πλησιάζει το κρεβάτι και ψιθυρίζει στο αυτί μου.
«Μην προσποιείσαι ότι κοιμάσαι, Γατούλα. Ξέρω ότι σε ξύπνησαν οι φωνές μου. Έλα, άνοιξε τα μάτια σου»
Ανοίγω τα μάτια μου και μου χαμογελάει, κάνοντας τη μέρα μου ακόμα καλύτερη.
«Καλημέρα, Γατούλα και λυπάμαι που σε ξύπνησα τόσο απότομα. Μερικές φορές χάνω την ψυχραιμία μου και ουρλιάζω σαν μανιακός»
«Δεν πειράζει. Η φωνή σου είναι υπέροχη, ακόμα και όταν ουρλιάζεις»
Τι λες ηλίθια γυναίκα; Συγκρατήσου επιτέλους! Αλλά πώς να μπορέσω όταν με κοιτάζει με αυτά τα υπέροχα μπλε μάτια του;
«Σ' αρέσει η φωνή μου;»
«Χθες το βράδυ, πριν εισβάλω στο δωμάτιο, τραγουδούσες και σε άκουσα. Ακούμπησα στην πόρτα για ν' ακούσω περισσότερο. Βλέπεις, στην αρχή δεν κατάλαβα από πού ερχόταν η φωνή, αλλά όταν το συνειδητοποίησα, μπήκα αμέσως μέσα γιατί ήθελα να δω τον άνθρωπο πίσω από αυτή την καταπληκτική φωνή»
Ωχ! Για όνομα του Θεού! Κάποιος να με χαστουκίσει!
«Και;»
«Και ο άντρας με γοήτευσε περισσότερο από τη φωνή»
Υπέροχα! Τώρα τα σκάτωσα εντελώς. Είμαι σίγουρη ότι θα τρέξει μακριά μου όσο πιο γρήγορα μπορεί. Μακριά απ' την τρελή σκύλα που μόλις του εξομολογήθηκε τα αισθήματά της. Μπράβο, Σελήνη. Μπράβο!
Ο Άρης όντως σηκώνεται και απομακρύνεται, αλλά τουλάχιστον δεν τρέχει μακριά. Κάτι είναι κι αυτό, έτσι δεν είναι; Αυτός περπατάει στο κέντρο του δωματίου και περνάει και τα δύο του χέρια μέσα απ' τα μαλλιά του. Τα λόγια που βγαίνουν από το στόμα του τρυπούν την καρδιά μου σαν πυρωμένο σίδερο.
«Σελήνη, άκουσέ με πολύ προσεκτικά. Δεν μπορείς να με ερωτευτείς ...»
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro