Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Το Φάντασμα Της Όπερας

~ ΚΤΗΜΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ~ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗ ~

~ ΠΑΛΑΤΙ ~

Η ώρα είναι σχεδόν πέντε το πρωί. Εκείνη η παράξενη ώρα ανάμεσα στη νύχτα που φεύγει και τη νέα μέρα που έρχεται. Το σπίτι είναι ήσυχο. Όλοι κοιμούνται. Όλοι; Όχι. Κάποιοι δεν μπορούν να κοιμηθούν ...

~ ΚΡΕΒΑΤΟΚΑΜΑΡΑ ΤΟΥ ΤΖΑΚΟΥ & ΤΗΣ ΜΑΙΡΗΣ ~

Η Μαίρη κοιμάται μακάρια στην αγκαλιά του Τζάκου, αλλά αυτός έχει τα μάτια του ανοιχτά. Διάφορες σκέψεις δεν αφήνουν το μυαλό του να ξεκουραστεί. Σκέφτεται τον πατέρα του. Δεν του μοιάζει καθόλου εμφανισιακά, αλλά όλοι λένε ότι έχει πάρει πολλά απ' τον υπέροχο χαρακτήρα του.

Πόσο άτυχος ήταν που πέθανε τόσο νέος. Έχασε τη ζωή του επειδή παντρεύτηκε τη λάθος γυναίκα. Κοιτάζει τη Μαίρη. Τον δικό του άνθρωπο. Πόσο όμορφη είναι όταν κοιμάται. Το χέρι του αγγίζει την γυμνή πλάτη της. Χαϊδεύει την ουλή απ' τη σφαίρα. Την σφαίρα που δέχτηκε για να τον σώσει.

Ακόμα και μετά από τόσα χρόνια, αυτός δεν μπορεί να ξεχάσει αυτές τις στιγμές τρόμου και απόγνωσης. Τις στιγμές του μαρτυρίου. Τα δάχτυλά του τσιμπούν τη κορυφή της μύτης του. Χρειάζεται ένα ποτό. Φιλάει απαλά τη Μαίρη στο μέτωπο, σηκώνεται απ' το κρεβάτι και όσο πιο ήσυχα μπορεί, ανοίγει την πόρτα και βγαίνει στο διάδρομο ...

~ ΚΡΕΒΑΤΟΚΑΜΑΡΑ ΤΟΥ ΑΡΗ & ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ ~

Ο Άρης κοιμάται ως συνήθως, σαν μωρό, και η Σελήνη είναι ξαπλωμένη δίπλα του και του χαϊδεύει το χέρι. Αυτή δεν μπορεί να κοιμηθεί. Προσπαθεί να φανταστεί το πρόσωπο του πατέρα της, του αληθινού της πατέρα. Όλοι όσοι τον γνώριζαν λένε ότι του μοιάζει πολύ. Ίδια μαλλιά, ίδια μύτη, ίδια μάτια.

Τι κρίμα που πέθανε τόσο νέος. Έχασε τη ζωή του επειδή παντρεύτηκε τη λάθος γυναίκα. Κοιτάζει τον Άρη. Τον δικό της άνθρωπο. Πόσο όμορφος είναι όταν κοιμάται. Αγγίζει το πρόσωπό του. Του χαϊδεύει την ίσια μύτη, τα έντονα ζυγωματικά του, τα απαλά του χείλη.

Αυτές οι μέρες έρχονται στο μυαλό της. Εκείνες οι μαύρες μέρες του χωρισμού. Πόσο υπέφερε αυτή χωρίς αυτόν. Πόσο υπέφερε αυτός χωρίς αυτήν. Τα δάχτυλά της τσιμπούν τη κορυφή της μύτης της. Χρειάζεται ένα ποτό. Φιλάει απαλά τον Άρη στο μάγουλο, σηκώνεται απ' το κρεβάτι και όσο πιο ήσυχα μπορεί, ανοίγει την πόρτα και βγαίνει στο διάδρομο ...

*

Ο Τζάκος και η Σελήνη βγαίνουν στον διάδρομο ακριβώς την ίδια στιγμή, σχεδόν πέφτοντας ο ένας πάνω στον άλλο, καθώς τα δωμάτια τους είναι απέναντι. Το ίδιο χαμόγελο φαίνεται στα χείλη τους. Το χαμόγελο του Στέφανου Ηλιόπουλου. Ένα απ' τα πολλά χαρακτηριστικά που έχει η Σελήνη και το μόνο που έχει ο Τζάκος απ' τον πατέρα τους.

«Αϋπνία ή δίψα;»

«Και τα δύο. Εσύ;»

«Το ίδιο»

«Η Μαίρη κοιμάται;»

«Σαν μωρό. Ο Άρης;»

«Το ίδιο. Θεέ μου, πόσο τον ζηλεύω!»

«Εμένα μου λες!»

«Σκεφτόμουν τον πατέρα μας»

«Κι εγώ»

«Τον θυμάσαι καθόλου;»

«Πολύ καλά»

«Θέλεις να μου μιλήσεις γι' αυτόν;»

«Με χαρά. Έλα μαζί μου. Έχω κάτι να σου δείξω»

Της προσφέρει το χέρι του, αλλά εκείνη έχει κάτι άλλο στο μυαλό της.

«Μπορείς να με κουβαλήσεις;»

«Ε;»

«Όπως κάνει ο Στέφανος με τα κορίτσια. Πάρε με στην πλάτη σου. Όλα οι μεγάλοι αδερφοί κουβαλούν τις αδερφές τους»

«Αν αυτό κάνουν όλοι οι μεγάλοι αδερφοί, πήδα!»

Αυτός σκύβει λίγο κι αυτή πηδάει στην πλάτη του και τον φιλάει στο μάγουλο. Γελάνε κι οι δύο.

«Είσαι ο καλύτερος αδερφός του κόσμου»

«Και έχω την καλύτερη αδερφή του κόσμου»

Αυτός κατεβαίνει τις σκάλες κουβαλώντας την στην πλάτη του και μπαίνει στο γραφείο του. Την πετάει κάτω στον μικρό δερμάτινο καναπέ, βγάζει ένα μεγάλο δερμάτινο άλμπουμ φωτογραφιών απ' το συρτάρι και κάθεται δίπλα της. Περνάει το χέρι του γύρω απ' τους ώμους της και βάζει το άλμπουμ στην αγκαλιά της.

«Άνοιξε το. Ήρθε η ώρα να γνωρίσεις τον πατέρα μας»

Αυτή ανοίγει το μεγάλο, δερμάτινο άλμπουμ με χέρια που τρέμουν κι αυτός ανοίγει το στόμα του. Αυτή ρωτάει κι εκείνος απαντά. Κάθε φωτογραφία έχει την ιστορία της. Η γλυκιά φωνή του την πάει πίσω. Πίσω στο χρόνο. Αυτή γνωρίζει τον πατέρα της μέσα απ' τις αναμνήσεις του αδερφού της, και οι ώρες περνούν χωρίς να το καταλάβουν.

Ο ήλιος κυριαρχεί στο γαλάζιο του ουρανού όταν η Μαίρη, μισοξύπνια, τους βρίσκει να κοιμούνται στον καναπέ. Το άλμπουμ είναι στα πόδια τους, ανοιχτό σε μια φωτογραφία του Τζάκου και του πατέρα του να παίζουν ποδόσφαιρο σε μια παραλία.

«Έη, υπναράδες, ξυπνήστε! Είναι ώρα για πρωινό!»

Ο Τζάκος και η Σελήνη ανοίγουν τα μάτια τους ταυτόχρονα.

«Τι; Πού είμαι; Πού είναι η Μαίρη;»

«Τι; Πού είμαι; Πού είναι ο Άρης;»

Αυτοί μιλούν μαζί, με μια φωνή, και η Μαίρη ξεσπά σε γέλια.

«Είστε τόσο αστείοι. Τόσο αστείοι και τόσο όμοιοι. Ούτε αδέρφια να ήσασταν!»

Ο Τζάκος τρίβει τα μάτια του και η Σελήνη τεντώνει την πλάτη της.

«Πολύ αστείο, Αγγελούδι!»

«Η πλάτη μου με πεθαίνει. Πώς μας πήρε ο ύπνος;»

Η Μαίρη σηκώνει το άλμπουμ απ' το πάτωμα.

«Αυτό συμβαίνει όταν κάνεις ένα ταξίδι στη λεωφόρο της μνήμης»

«Βρήκα τη Σελήνη στο διάδρομο. Δεν μπορούσαμε να κοιμηθούμε και καταλήξαμε εδώ»

«Ο Τζάκος με βοήθησε να γνωρίσω λίγο τον πατέρα μου. Ήταν τόσο ωραία»

«Πρέπει να κάνεις υπομονή. Δεν μπορείς να τον γνωρίσεις απ' τη μια μέρα στην άλλη. Κάτι τέτοιο παίρνει χρόνο»

«Χρειάζομαι έναν καφέ ή ένα φιλί»

«Πήρα το μήνυμα, μεγάλε αδερφέ και ξεκουμπίζομαι. Εξάλλου, πρέπει ν' ανέβω πάνω. Αν ο Λύκος μου ξυπνήσει και δεν με δει, θ' αρχίσει να δαγκώνει»

«Και δεν θέλουμε να συμβεί αυτό. Τρέξε!»

Η Σελήνη βγαίνει απ' το δωμάτιο, στέλνοντας ένα φιλί και ανεβαίνει τρέχοντας τις σκάλες. Ο Τζάκος τραβάει τη Μαίρη απ' την μπλούζα της.

«Έη! Είσαι τρελός;»

«Για σένα, εντελώς!»

«Μην τολμήσεις να μ' αγγίξεις. Έχω δουλειά. Πρέπει να φτιάξω πρωινό για τα παιδιά»

«Χρειάζομαι μονάχα πέντε λεπτά ανάμεσα στα πόδια σου»

«Μονάχα πέντε λεπτά;»

«Όταν θέλω μπορώ να είμαι πολύ γρήγορος»

«Πολύ καλά, παίδαρε, αλλά φρόντισε να είναι πραγματικά πέντε λεπτά. Είμαι μητέρα και πρέπει να ταΐσω τα παιδιά μου»

«Θα τα ταΐσεις, σέξι μαμά. Έλα εδώ τώρα!»

~ ΚΡΕΒΑΤΟΚΑΜΑΡΑ ΤΟΥ ΑΡΗ & ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ ~

Η Σελήνη μπαίνει στο δωμάτιο, αλλά δεν προλαβαίνει να κάνει ούτε δύο βήματα. Δύο δυνατά χέρια της αρπάζουν τη μέση, τη σηκώνουν και πιέζουν το σώμα της στον τοίχο. Μία πολύ οικεία, ζωώδη μυρωδιά εισβάλει στη μύτη της και ένα γλυκό στόμα σκεπάζει το δικό της. Η γλώσσα του αγκαλιάζει τη δική της καθώς το απαιτητικό του φιλί της κόβει την ανάσα.

«Πού ήσουν; Γιατί μ' άφησες μόνο; Ξέρεις ότι είσαι η μόνη που θέλω να βλέπω όταν ανοίγω τα μάτια μου»

«Συγγνώμη! Ήμουν κάτω με τον Τζάκο, αλλά ... Άρη μου, το πόδι σου!»

«Το πόδι μου είναι μια χαρά. Δεν μπορώ να τρέξω ακόμα, αλλά μπορώ να σηκώσω και να γαμήσω τη γυναίκα μου»

«Σοβαρά;»

«Πώς τολμάς ν' αμφισβητείς τον αφέντη σου, άτακτη Γατούλα; Τώρα θα σου δείξω εγώ!»

«Ω, σκατά!»

Αυτή γελάει καθώς αυτός, κουτσαίνοντας λιγότερο από πριν, την πηγαίνει στο κρεβάτι, αλλά το γέλιο της κόβεται απότομα καθώς εκείνος καρφώνει τα μάτια του στα δικά της.

«Δεν μ' άρεσε καθόλου αυτό που έκανες. Δεν με νοιάζει γιατί ή με ποιον ήσουν. Είσαι δικιά μου και απαιτώ να είσαι ξαπλωμένη δίπλα μου όταν ξυπνάω»

«Δεν θα το ξανακάνω. Συγγνώμη»

«Συγγνώμη τι;»

«Συγγνώμη, Αφέντη»

«Το δέχομαι για πρώτη και τελευταία φορά, αλλά θα το πληρώσεις»

«Όπως διατάξετε, Αφέντη μου»

*

~ ΤΟ ΙΔΙΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ~ ΑΚΟΜΑ ΣΤΟ ΠΑΛΑΤΙ ~

Είναι όλοι μαζεμένοι στο σαλόνι. Οι μεγάλοι είναι απλωμένοι στους καναπέδες, τα παιδιά παίζουν στο χαλί και τα σκυλιά είναι ξαπλωμένα μπροστά στο αναμμένο τζάκι και απολαμβάνουν την θαλπωρή της φωτιάς. Κάποια στιγμή, η Σελήνη μουτρώνει.

«Να σας πω κάτι; Επειδή εγώ είμαι αναγκασμένη να μείνω κλειδωμένη μέσα δεν σημαίνει ότι πρέπει να το κάνετε κι εσείς. Δεν θέλω να αλλάξετε το πρόγραμμά σας για μένα»

«Μην είσαι ανόητη, Καρπουζάκι. Δεν κάνουμε τίποτα χωρίς τη θέλησή μας»

«Ο Οδυσσέας έχει δίκιο. Μας αρέσει να μαζευόμαστε εδώ»

«Βασικά, αυτή είναι η καθημερινότητα μας»

«Μην ανησυχείς γι' αυτό. Δεν μας αναγκάζεις να μείνουμε μέσα»

Η Σελήνη χαμογελάει ευχαριστημένη, αλλά ο Άρης όχι και τόσο.

«Οδυσσέα, να σε ρωτήσω κάτι;»

«Φυσικά, Λυκόπαιδο»

Ο Άρης σμίγει τα φρύδια του.

«Σοβαρά τώρα; Λυκόπαιδο;»

Ο Οδυσσέας σηκώνει τους ώμους του.

«Τέλος πάντων! Γιατί αποκαλείς την Σελήνη μου Καρπουζάκι;»

Η Σελήνη αγριοκοιτάζει τον Οδυσσέα.

«Για το καλό σου εύχομαι να μην είναι λόγω του βάρους μου»

Ο Οδυσσέας γελάει.

«Όχι, καλή μου. Καμία σχέση»

«Τότε γιατί;»

«Είναι πολύ απλό, Λυκόπαιδο. Γιατί αυτή είναι σκληρή εξωτερικά και γλυκιά εσωτερικά. Ακριβώς όπως ένα καρπούζι, που είναι το αγαπημένο μου φρούτο, παρεμπιπτόντως»

Όλοι ξεσπούν σε γέλια και ο Άρης σουφρώνει τα χείλη του.

«Δεν θα το σκεφτόμουν ποτέ αυτό»

Ο Τζάκος, που κάθετε κοντά στον Οδυσσέα, όπως πάντα, του τσιμπάει το μάγουλο.

«Κανείς δεν μπορεί να σκεφτεί όπως ο Αγαπούλης μου»

Ο Οδυσσέας του σπρώχνει το χέρι.

«Κάτω το κουλό σου, Διεστραμμένε!»

Λίγη ώρα αργότερα, ο Στέφανος σηκώνεται και πλησιάζει τον Τζάκο.

«Μπαμπά, να σου πω κάτι;»

«Πες μου, Τίγρη»

«Όχι εδώ»

«Πάμε στην κουζίνα»

Η Μαίρη τον κοιτάζει και αυτός σηκώνει τους ώμους καθώς παίρνει τον γιο του απ' το χέρι και πηγαίνουν στην κουζίνα.

«Λοιπόν;»

«Πρόκειται για τη Σελήνη»

«Τι συμβαίνει με τη Σελήνη;»

«Αυτή γελάει και κάνει πλάκα, αλλά κατά βάθος είναι λυπημένη γιατί δεν μπορεί να βγει έξω»

«Ναι, το ξέρω, αλλά τι μπορούμε να κάνουμε;»

«Μπορούμε να της φτιάξουμε λίγο το κέφι με κάποιο τρόπο»

«Πώς; Έχεις καμιά ιδέα;»

«Κάτι έχω»

«Είμαι όλος αυτιά»

«Θα χρειαστούμε τη βοήθεια του Άρη και της Πανδώρας»

«Τι έχεις στο μυαλό σου, Τίγρη;»

«Το Φάντασμα της Όπερας. Εσύ κι εγώ στο πιάνο. Ο Άρης και το Πραγματάκι στο τραγούδι. Η Σελήνη λατρεύει αυτό το τραγούδι. Θα ξετρελαθεί»

«Ναι, αλλά εδώ μιλάμε για όπερα. Είναι κάπως δύσκολο. Θα τα καταφέρουμε;»

«Έλα τώρα, Ντάντα! Είμαστε Ηλιόπουλοι. Είμαστε φτιαγμένοι για τα δύσκολα. Έτσι δεν λες;»

Ο Τζάκος χαμογελάει.

«Ξέρεις κάτι, Τίγρη; Έχεις δίκιο. Περίμενε!»

Ο Τζάκος πηγαίνει στην πόρτα και φωνάζει την Πανδώρα και τον Άρη, που έρχεται κουτσαίνοντας ελαφρά. Το κορίτσι αγκαλιάζει τον αδερφό της.

«Τι συμβαίνει, Ομορφόπαιδο;»

«Κάτι που θα σ' αρέσει πολύ, Πραγματάκι. Εμπιστέψου με!»

Ο Άρης κοιτάζει τον Τζάκο.

«Τι τρέχει, Τζάκο;»

«Ο Τίγρης έχει μια ιδέα για το πώς να φτιάξουμε το κέφι της Σελήνης»

«Ό,τι κι αν είναι, είμαι μέσα!»

Η Πανδώρα χαμογελάει.

«Κι εγώ»

«Μήπως τυχαίνει να ξέρετε τους στίχους του ομώνυμου τραγουδιού απ' την ταινία Το Φάντασμα της Όπερας;»

«Απέξω κι ανακατωτά. Έχω δει την ταινία αμέτρητες φορές χωρίς υπότιτλους με τον Μπαμπά Οδυσσέα»

«Κι εγώ. Η θεία σου τ' ακούει ασταμάτητα. Έχει εντυπωθεί στον εγκέφαλο μου»

Ο Στέφανος τρίβει τα χέρια του μ' ευχαρίστηση.

«Τέλεια»

Τα μάτια της Πανδώρας, όμοια με του Στέφανου, ανοίγουν διάπλατα.

«Περίμενε! Θέλεις να τραγουδήσω ντουέτο με τον θείο Άρη;»

«Αν μπορείς να βγάλεις την τελευταία κορώνα»

«Το ξέρεις ότι μπορώ»

«Γι' αυτό σε διάλεξα και επίσης, ξέρω για την αδυναμία σου στον θείο Άρη»

Η Πανδώρα αγκωνιάζει τον Στέφανο στα πλευρά και κοκκινίζει.

«Σκάσε, ηλίθιε. Με ντροπιάζεις! Θείε Άρη, μην τον ακούς»

Ο Άρης σουφρώνει τα χείλη.

«Έτσι, ε; Κρίμα! Θα μ' άρεσε να ισχύει αυτό, γιατί, μεταξύ μας, κι εσύ είσαι η αδυναμία μου»

«Ω! Θεούλη μου!»

Η Πανδώρα κοκκινίζει ακόμα περισσότερο κι ο Στέφανος γυρίζει τα μάτια του ενώ ο Τζάκος και ο Άρης χαμογελούν.

«Λοιπόν, πριν η αδερφή μου κατουρηθεί απ' την χαρά της, τι θα γίνει τελικά; Θα το κάνουμε;»

«Εγώ είμαι μέσα και μπορώ να σε σκοτώσω αργότερα»

«Κι εγώ είμαι μέσα»

«Κι εγώ»

Οι τέσσερις τους ενώνουν τα χέρια και μιλούν με μια φωνή.

«Για την Σελήνη!»

Μετά επιστρέφουν στο σαλόνι για να ετοιμάσουν την έκπληξη. Ο Τζάκος ενημερώνει τη Μαίρη, η οποία αναλαμβάνει ν' απασχολήσει την Σελήνη ενώ οι άλλοι προετοιμάζονται. Έτσι λοιπόν, την ανεβάζει επάνω, δήθεν για να της δείξει κάτι. Ο Αλέκος και ο Βίκος μετακινούν όσα έπιπλα χρειάζεται για να κάνουν χώρο.

«Θα μπορούσαμε να φέρουμε και τον Κεραυνό, όπως στην ταινία»

Ο Τζάκος μορφάζει.

«Δεν νομίζω ότι στο Αγγελούδι μου θ' αρέσει να έχει ένα γιγάντιο άλογο να περπατάει στο σαλόνι της. Θα μας φάει ζωντανούς»

«Ναι. Ξέχνα ότι το είπα»

Ο Τζάκος και ο Στέφανος κάθονται στο πιάνο και ρίχνουν μια ματιά στις παρτιτούρες του τραγουδιού που βρήκαν στο ίντερνετ.

«Λοιπόν, Τίγρη. Θα ξεκινήσω εγώ και εσύ θα μπεις ακριβώς εδώ και πρόσεχε τις συγχορδίες»

«Μην ανησυχείς, Μπαμπά. Το 'χω!»

«Το ξέρω. Εσύ δεν κληρονόμησες μόνο την εκπληκτική ομορφιά μου, αλλά και το μεγάλο μου ταλέντο»

Ο Οδυσσέας προσποιείται ότι κάνει εμετό.

«Θα ξεράσω την καρμπονάρα που έφαγα το μεσημέρι, και είναι κρίμα γιατί ήταν νόστιμη»

«Εσύ, Αγαπούλη μου, ρούφα το!»

«Προτιμώ να σε κλωτσήσω, σεμνέ Διεστραμμένε!»

Η Θαλασσινή τους βάζει τις φωνές.

«Για όνομα του Θεού! Ακόμα και τώρα;»

Αυτοί μιλούν μαζί.

«Και τώρα και πάντα!»

«Είστε και οι δύο ηλίθιοι!»

Η Θαλασσινή, που έχει αναλάβει να ντύσει το αστέρι του σόου, σταματάει ν' ασχολείται με τους άλλους και συγκεντρώνεται στην Πανδώρα, δίνοντας της να φορέσει ένα λευκό νυχτικό.

«Θεία, αυτό είναι πολύ μακρύ και σεμνό. Στην ταινία, η Κριστίν φοράει ένα πιο κοντό με ντεκολτέ»

Ο Οδυσσέας ξεροβήχει.

«Στην ταινία, η Κριστίν είναι πάνω από δεκαοκτώ, Αστέρι μου. Αυτό που φοράς είναι ήδη υπερβολικό. Τώρα σταμάτα να μιλάς και άρχισε να ζεσταίνεις τη φωνή σου. Η τελευταία κορώνα δεν είναι εύκολη υπόθεση. Θυμάσαι πώς ν' αναπνέεις, έτσι δεν είναι;»

«Μην ανησυχείς, Μπαμπά. Το 'χω!»

Εντωμεταξύ, ο Άρης φοράει μια μαύρη κάπα που του δίνει ο Βίκος, απομεινάρι από τότε που είχε ντυθεί Ζορό κάποιες Απόκριες.

«Άντε να δούμε τι άλλο θα κάνω γι' αυτή τη γυναίκα. Αισθάνομαι γελοίος μ' αυτή την κάπα»

Ο Ορέστης που ετοιμάζει την κάμερα του για να βιντεοσκοπήσει το τραγούδι, σηκώνει το κεφάλι και τον κοιτάζει.

«Πώς αισθάνεσαι είπες;»

«Γελοίος»

«Ε, καλά αισθάνεσαι. Είσαι γελοίος»

Ο Άρης δείχνει τα δόντια του και οι άλλοι γελούν.

«Σταμάτα να τον πειράζεις, μωρό μου. Είναι πολύ ρομαντικό αυτό που κάνει για εκείνη, αλλά πού είναι η μάσκα σου, ξάδερφε Λύκε;»

«Έχει δίκιο η Χλόη, Άρη. Είσαι το φάντασμα και πρέπει να φοράς μάσκα. Έχεις καμία;»

Ο Οδυσσέας που ξέρει πολλά, σπεύδει ν' απαντήσει.

«Έχει μία, αλλά δεν είναι αυτό που χρειαζόμαστε. Θα μπορούσαμε να την χρησιμοποιήσουμε αν παίζαμε την Κοκκινοσκουφίτσα και τον Μεγάλο Κακό Λύκο, αλλά όχι τώρα»

Ο Άρης τον κοιτάζει με απορία.

«Και πώς το ξέρεις εσύ αυτό;»

«Ξέρω κι άλλα πολλά, Λυκόπαιδο. Βασικά, ξέρω τα πάντα. Είδα το μωβ κουτί»

«Κι εσύ; Νόμιζα ότι μόνο η Μαίρη ... Τέλεια! Απλώς τέλεια!»

Ο Τζάκος σηκώνει το κεφάλι απ' τις παρτιτούρες.

«Θέλω να μάθω για ποιο πράγμα μιλάτε εσείς οι δύο;»

Ο Άρης και ο Οδυσσέας απαντούν με μια φωνή.

«Όχι, δεν θέλεις!»

«Το φαντάστηκα. Μχμμμ ...»

Τελικά, το πρόβλημα της μάσκας λύνεται με την πολύτιμη βοήθεια του Οδυσσέα, ο οποίος δανείζει στον Άρη μια όμορφη μάσκα σε σχήμα πεταλούδας φτιαγμένη από λεπτή μαύρη δαντέλα και στολισμένη με αστραφτερά στρας. Την είχε αγοράσει στην Ιταλία στο τελευταίο του ταξίδι στην Ευρώπη με τον Αλέκο.

«Να είσαι προσεκτικός μαζί της. Είναι ένα από τ' αγαπημένα μου αναμνηστικά»

«Μην ανησυχείς. Θα την προσέχω σαν τα μάτια μου»

«Φόρεσε την για να δούμε πώς είσαι»

Ο Άρης φοράει τη μάσκα, η οποία κάνει τα υπέροχα μπλε μάτια του να φαίνονται ακόμα πιο μπλε.

«Λοιπόν; Πώς σας φαίνομαι;»

Όλοι τον κοιτούν με το στόμα ανοιχτό.

«Τι; Γιατί δεν μιλάτε;»

Ο Ορέστης αφήνει την κάμερα και αρπάζει την φωτογραφική του μηχανή.

«Μην τολμήσεις ούτε καν να βλεφαρίσεις!»

«Ω, Θεέ μου! Όχι πάλι!»

«Σκάσε και πάρε πόζα»

Ο Άρης αρχίζει να ποζάρει, παίζοντας με την κάπα του και ο Ορέστης τον βγάζει αμέτρητες φωτογραφίες. Λίγα λεπτά αργότερα, αφού τελείωσε η φωτογράφηση, όλα είναι έτοιμα. Η Αναΐς πηγαίνει τρέχοντας επάνω και βοηθάει τη Μαίρη να κατεβάσει απ' τις σκάλες τη Σελήνη, της οποίας τα μάτια είναι δεμένα.

«Ήμουν σίγουρη ότι με κρατούσες απασχολημένη γιατί κάτι μου ετοιμάζεται»

«Πώς ήσουν τόσο σίγουρη;»

«Μεταξύ μας, αδερφή, η δικαιολογία σου με τα σουτιέν ήταν πολύ χαζή»

«Δεν είχα πολύ χρόνο να προετοιμαστώ, εντάξει; Τώρα κλείστε το στόμα σου και προχώρα. Ανυπομονώ να δω τι έχουν ετοιμάσει»

«Δεν ξέρεις;»

«Όχι»

Η Μαίρη βάζει τη Σελήνη να κάτσει στον καναπέ ανάμεσα στον Οδυσσέα και τον Αλέκο. Μετά παίρνει την Αναΐς και κάθονται στη μεγάλη πολυθρόνα. Ο Βίκος παίρνει τον άλλο καναπέ με την Θαλασσινή και τα δίδυμα, ενώ ο Ορέστης, η Χλόη και η Εύα κάθονται στο πάτωμα μπροστά στο τζάκι. Τα φώτα σβήνουν και ο Οδυσσέας βγάζει το μαντήλι απ' τα μάτια της Σελήνης.

«Ακόμα δεν μπορώ να δω τίποτα»

«Θα δεις. Πάμε, παιδιά!»

Υπό την καθοδήγηση του Οδυσσέα, τα φώτα ανάβουν ξανά και η Σελήνη βγάζει μια κραυγή ενθουσιασμού καθώς βλέπει τη σκηνή που εκτυλίσσεται μπροστά της. Ο Τζάκος και ο Στέφανος κάθονται στο πιάνο, έτοιμοι ν' αρχίσουν να παίζουν, ενώ η Πανδώρα, με το άσπρο της το νυχτικό, κάθεται σ' ένα σκαμπό μπροστά σ' έναν μεγάλο καθρέφτη και χτενίζει τα μαλλιά της.

Η Σελήνη αναζητά το ένα άτομο που λείπει, αλλά αυτός δεν φαίνεται πουθενά. Πού στο καλό κρύβεται; Φυσικά, αυτή κατάλαβε αμέσως περί τίνος πρόκειται, αλλά, και πάλι, όταν τα δάχτυλα του Τζάκου ακουμπούν τα πλήκτρα και η πολύ γνώριμη βαριά μουσική, κάτι σαν εκκλησιαστικό όργανο, γεμίζει το δωμάτιο, αυτή καλύπτει το στόμα της για να μην ουρλιάξει ξανά και χαλάσει αυτή την υπέροχη ατμόσφαιρα. Τότε, η Πανδώρα σηκώνεται, κοιτάζει την αντανάκλασή της στον καθρέφτη κι αρχίζει να τραγουδά με μία μαγευτική φωνή που μοιάζει να βγαίνει απ' το στόμα ενός αγγέλου και με προφορά μιας βέρας Αγγλίδας.

* In sleep he sang to me, in dreams he came ... That voice which calls to me and speaks my name ... And do I dream again? For now, I find ... The Phantom of the Opera is there ... Inside my mind *

Η Σελήνη νιώθει το χέρι του Οδυσσέα να σφίγγει το χέρι του Αλέκου πίσω απ' την πλάτη της. Μα φυσικά! Αυτοί έχουν κάθε λόγο να είναι περήφανοι για την κόρη τους. Είναι πραγματική σταρ. Εκείνη τη στιγμή, ένα χέρι εμφανίζεται πίσω απ' τον καθρέφτη και η βαθιά, μαγική φωνή του Άρη απλώνεται στο δωμάτιο, κάνοντας την καρδιά της Σελήνης ν' αγαλλιάσει.

* Sing once again with me our strange duet ... My power over you grows stronger yet ... And though you turn from me to glance behind ... Τhe Phantom of the Opera is there ... Inside your mind *

Η Σελήνη τρέμει απ' την προσμονή. Ανυπομονεί να τον δει. Να δει το πρόσωπο του. Να δει τα μάτια του. Τα υπέροχα μπλε του μάτια. Η Πανδώρα, σαν να αισθάνεται την αδημονία της, πιάνει το χέρι του Άρη και τον τραβάει έξω τραγουδώντας.

* Those who have seen your face draw back in fear ... I am the mask you wear ... *

Ο Άρης κρατάει καλυμμένο με την κάπα το κομμάτι του προσώπου του που δεν κρύβει η μάσκα.

* It's me they hear ...*

Δεν έχει μείνει τίποτα άλλο να δει εδώ η Σελήνη. Ούτε οι άνθρωποι, ούτε τα φώτα, ούτε η μουσική. Υπάρχει μόνο αυτός, πανέμορφος πίσω απ' τη μάσκα του, που ρίχνει την κάπα πάνω απ' τον ώμο του και πέφτει στο ένα γόνατο, του ποδιού με τον νάρθηκα. Η Πανδώρα κάθεται στο άλλο του πόδι κι αρχίζουν να τραγουδούν μαζί.

* Your/my spirit and your/my voice, in one combined ... Τhe Phantom of the Opera is there ... Inside your/my mind ...*

Η μουσική συνεχίζει να παίζει καθώς αυτοί σηκώνονται, μ' εκείνη να τραγουδάει λίγο ακόμα.

* He's there ... Τhe Phantom of the Opera ... *

Τότε, της πιάνει τη μέση, την βάζει να σταθεί όρθια πάνω στο πιάνο κι αυτός στέκεται μπροστά της με ανοιχτά τα χέρια. Αυτή κλείνει τα μάτια της κι ανοίγει το στόμα της σε μια υποτονική αργή άρια καθώς αυτός την ενθαρρύνει.

* Sing, my Angel of Music! ... Sing, my Angel! ... Sing for me! *

Η φωνή της δυναμώνει, ενώ η φωνή του γίνεται πιο βαθιά.

* Sing, my Angel! ... Sing for me! *

Όλοι κρατούν την ανάσα τους και καρφώνουν τα μάτια τους στην Πανδώρα, η οποία παίρνει μια βαθιά ανάσα χωρίς να διακόψει την άρια, όπως στην ταινία, και βγάζει την τελευταία κορώνα του τραγουδιού σαν επαγγελματίας σοπράνο σε μια άψογη και τέλεια ερμηνεία. Όλοι πετάγονται και ξεσπούν σε χειροκροτήματα. Ο Οδυσσέας και ο Αλέκος αγκαλιάζουν τη κόρη τους, η οποία προσπαθεί να πάρει ανάσα.

«Αστέρι μου, ήσουν υπέροχη!»

«Μπράβο, Αστέρι μου!»

«Ευχαριστώ. Αν και νομίζω ότι έχασα έναν πνεύμονα, ευχαριστώ»

Αυτοί γελούν. Εντωμεταξύ, η Σελήνη τρέχει και αγκαλιάζει τον Άρη.

«Ευχαριστώ, Άρη. Αυτό ήταν ονειρεμένο. Πόσο σ' ευχαριστώ!»

Αυτός βγάζει την μάσκα κι εκείνη χαϊδεύει τα σημάδια που έχει αφήσει ψηλά στα μάγουλα του.

«Δεν πρέπει να ευχαριστείς εμένα, Γατούλα, αλλά τον ανιψιό σου. Ήταν δική του ιδέα»

«Του Στέφανου; Πως; Γιατί;»

Ο Τζάκος και ο Στέφανος την πλησιάζουν.

«Αυτός πρόσεξε πόσο λυπημένη είσαι κατά βάθος για τον εγκλεισμό σου και ήθελε να σου φτιάξει λίγο το κέφι»

Αυτή γυρίζει στον ανιψιό της.

«Γλυκέ μου Στέφανε!»

«Τα καταφέραμε, έτσι δεν είναι; Είσαι λίγο πιο χαρούμενη τώρα, ε;»

«Όχι, αγάπη μου. Δεν είμαι απλά χαρούμενη. Νιώθω ευλογημένη. Σ' ευχαριστώ τόσο πολύ! Έλα εδώ!»

Αυτή τον αγκαλιάζει κι εκείνος την αγκαλιάζει πίσω, ικανοποιημένος που πέτυχε τον στόχο του. Στη συνέχεια, αυτή αγκαλιάζει τη Πανδώρα και την ευχαριστεί για τη συνεισφορά της. Στο τέλος απευθύνεται προς όλους με δάκρυα στα μάτια.

«Ευχαριστώ. Σας ευχαριστώ όλους. Είστε η καλύτερη οικογένεια που θα μπορούσα να έχω. Πραγματικά δεν ξέρω τι θα έκανα χωρίς εσάς. Είμαι τόσο τυχερή που σας έχω»

*

Και έτσι περνούν πολλές μέρες. Έχουμε φτάσει ήδη στα μέσα του Μάρτη. Η Σελήνη είναι συνήθως ήσυχη. Το να είναι κλειδωμένη δεν την έχει πειράξει καθόλου, και έχει όλους τους άλλους να ευχαριστεί γι' αυτό. Αυτοί κάνουν ό,τι μπορούν για να μην βαρεθεί κι εκείνη το ξέρει. Ένα βράδυ λοιπόν, τα παιδιά έχουν ήδη πάει για ύπνο και οι μεγάλοι είναι μαζεμένοι στο σαλόνι του παλατιού όπως κάθε βράδυ.

«Είστε όλοι καταπληκτικοί. Αν δεν ήσασταν εσείς, θα είχα τρελαθεί μέσα σ' αυτούς τους τοίχους όλες αυτές τις μέρες»

«Βασικά, το κάνουμε για εμάς. Δεν έχουμε την πολυτέλεια να τρέχει μια τρελή γυναίκα εδώ μέσα ουρλιάζοντας!»

«Βρε Οδυσσέα πια! Τι είναι αυτά που λες;»

«Γιατί, Μαιρούλα; Ξεχνάς μου φαίνεται ότι είναι κι αυτή μια Ηλιοπούλου»

«Ναι, έχεις δίκιο. Αυτό το είχα ξεχάσει»

Ο Τζάκος στενεύει τα μάτια του.

«Υπονοείται κάτι εσείς οι δύο;»

«Δεν υπονοούμε τίποτα, Διεστραμμένε. Στο λέμε ευθέως. Όλοι οι Ηλιόπουλοι είναι τρελοί»

Παραδόξως, ο Τζάκος δεν απαντάει στο σχόλιο του Οδυσσέα.

«Έη; Γιατί δεν μου απαντάς, ρε;»

«Θα το κάνω, Αγαπούλη μου, αμέσως μετά»

«Αμέσως μετά από τι;»

Για άλλη μια φορά, ο Τζάκος δεν απαντάει. Αντ' αυτού απευθύνεται στην Σελήνη.

«Σελήνη, αύριο σου έχω μια έκπληξη»

«Έκπληξη; Για μένα; Τι; Λατρεύω τις εκπλήξεις! Πες μου! Πες μου! Πες μου!»

Ο Άρης δίνει ένα χέρι βοηθείας στον μέλλοντα γαμπρό του.

«Μα αν στο πει από τώρα, δεν θα είναι πια έκπληξη»

«Σωστά. Έχει δίκιο ο Άρης»

«Όχι! Έλα, Τζάκο, πες μου, σε παρακαλώ! Πες μου! Πες μου!»

«Τζάκο, πες της, γιατί δεν θα μας αφήσει να ησυχάσουμε»

Η Σελήνη κοιτάζει τον Άρη έκπληκτη.

«Εσύ ξέρεις τι είναι;»

«Ναι. Ο Τζάκος μ' ενημέρωσε το πρωί»

«Και γιατί δεν μου είπες τίποτα;»

«Γιατί είναι έκπληξη, φυσικά»

Η Σελήνη γρυλίζει.

«Με ποιανού το μέρος είσαι, Λύκε;»

Ο Οδυσσέας φαίνεται ότι το διασκεδάζει.

«Μμμμ ...! Η μικρή γατούλα βγάζει νύχια. Καημένο Λυκόπαιδο!»

Όλοι, εκτός απ' την Σελήνη, γελάνε.

«Ξέρεις κάτι; Μη μου πεις. Δεν με νοιάζει»

«Είσαι σίγουρη;»

«Εντάξει. Όχι. Με νοιάζει. Πες μου, σε παρακαλώ!»

«Εντάξει. Θα σου πω. Αύριο θα σου φέρω να υπογράψεις κάτι χαρτιά»

«Τι είδους χαρτιά;»

«Αλλαγής επωνύμου»

«Είναι αυτό που νομίζω;»

«Ναι, κορίτσι μου. Από αύριο, το όνομα σου θα είναι και επίσημα Σελήνη Ηλιοπούλου. Όπως ακριβώς το ήθελε ο πατέρας μας»

Αυτή πέφτει πάνω στον αδερφό της, ουρλιάζοντας.

«Δεν το πιστεύω! Τζάκο, ευχαριστώ! Ευχαριστώ! Ευχαριστώ!»

«Κάτσε, βρε τρελοκόριτσο! Θα με ρίξεις κάτω»

Αλλά, απ' ότι φαίνεται, εκτός απ' τον Τζάκο, έχει και ο Άρης μια έκπληξη.

«Και όταν λυθεί το πρόβλημα, εσύ θα γίνεις Σελήνη Ηλιοπούλου- Λυκουροπούλου»

Τώρα είναι η σειρά του Άρη να δεχτεί το χτύπημα του τυφώνα Σελήνη.

«Ω, Θεέ μου! Τι χαρά είναι αυτή! Θα τρελαθώ!»

«Ήρεμα, τρελή Γατούλα! Το πόδι μου μόλις καλυτέρευσε. Μη με στείλεις πίσω στο κρεβάτι»

«Βασικά, αυτό ακριβώς θα κάνω. Εντάξει, δεν έχουμε εύκαιρο κρεβάτι, αλλά έχουμε καναπέ. Το ίδιο είναι!»

«Όχι, περίμενε!»

Αλλά ο Άρης δεν έχει καμία ελπίδα. Αυτή λαχταράει το στόμα του και αυτός δεν μπορεί παρά να ενδώσει. Όχι ότι παραπονιέται βέβαια. Φυσικά, αυτός μπορεί να μην παραπονιέται, αλλά κάποιος άλλος το κάνει.

«Για όνομα του Θεού! Πάρε τα χέρια σου απ' την αδερφή μου, ρε διεστραμμένε!»

«Είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα!»

«Σκάσε, Αγαπούλη!»

«Βασικά, αδερφέ, αυτή του επιτέθηκε»

«Σωστά. Το είδαμε όλοι»

«Δεν με νοιάζει, ρε! Σελήνη, κατέβα αμέσως από πάνω του! Δείξε λίγο σεβασμό στον αδερφό σου!»

«Όχι!»

«Αυτό ήταν! Θα σε κλείσω σε μοναστήρι μαζί με την Πριγκίπισσα»

«Έλα, Πρίγκιπα μου! Ξέχασες τα δικά μας; Έτσι ήμασταν κι εμείς στην αρχή»

Ο Οδυσσέας έχει μια ένσταση που όμως θ' ανάψει φωτιές.

«Στην αρχή; Ακόμα έτσι είστε. Κάθε φορά που γυρίζω το κεφάλι μου, σας βλέπω καβάλα»

«Μιας που τ' αναφέρεις. Πέσε πίσω, Πρίγκιπα»

«Όχι, περίμενε!»

Και φυσικά, ούτε ο Τζάκος έχει ελπίδα, και έτσι παραδίνεται άνευ όρων στις ορέξεις τις γυναίκας του, αναστατώνοντας τον Οδυσσέα.

«Για όνομα του Θεού! Κάποιος να μαζέψει αυτές τις δύο μαινάδες. Θα τους φάνε ζωντανούς!»

«Μπα! Νομίζω ότι μπορούν να τις διαχειριστούν. Έτσι δεν είναι, Βίκο;»

Ο Αλέκος ρωτάει, αλλά ο Βίκος δεν απαντά, και έτσι αυτοί γυρίζουν το κεφάλι τους για να τον κοιτάξουν. Ο Αλέκος γελάει και ο Οδυσσέας γουρλώνει τα μάτια του καθώς τον βλέπουν να κάνει με την Θαλασσινή ακριβώς τα ίδια.

«Δεν το πιστεύω!»

«Τι στο διάολο συμβαίνει εδώ; Μόνο ο Ορέστης κρατάει τα προσχήματα»

«Δεν νομίζω, μωρό μου»

Ο Οδυσσέας κοιτάζει εκεί που κοιτάζει και ο Αλέκος και βλέπει τον Ορέστη και την Χλόη να έχουν κι αυτοί ενδώσει στο πάθος.

«Εντάξει. Αυτό ήταν! Μετακομίζουμε απ' αυτό το διεφθαρμένο σπίτι αυτή τη στιγμή»

«Βασικά, επειδή είναι λίγο αργά για μετακόμιση, γιατί δεν έρχεσαι εδώ;»

«Ξέρεις κάτι; Έχεις δίκιο!»

«Πάντα έχω δίκιο, μωρό μου!»

Έτσι λοιπόν, ο Οδυσσέας καβαλάει τον Αλέκο και κάπως έτσι το σαλόνι του παλατιού γεμίζει αγάπη, πάθος και ... πόθο!


Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro