Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Το Παιχνίδι Ξεκίνησε ...

~ ΕΠΟΜΕΝΟ ΠΡΩΙ ~ ΣΑΒΒΑΤΟ 20 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2010. ~ ΚΑΣΤΕΛΑ ~

~ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΑΡΗ ~ ΚΟΥΖΙΝΑ ~

Ο Ορέστης στέκεται μπροστά στον πάγκο και βάζει καφέ σ' ένα φλιτζάνι όταν ο Άρης, σέρνοντας τα βήματα του και με τα μάτια μισόκλειστα, μπαίνει στο δωμάτιο, πηγαίνει μέχρι το ψυγείο και βγάζει το κουτί με το γάλα, χωρίς να μιλήσει. Μετά, ανοίγει το καπάκι και πίνει κατευθείαν απ' αυτό, αφήνοντας το γάλα να τρέξει στο γυμνό του στήθος μέχρι κάτω το στρίφωμα της πιτζάμας του. Ο Ορέστης γυρίζει τα μάτια του και αναστενάζει, τραβώντας την προσοχή του φίλου του.

«Τι;»

«Σου έχει πει κανείς ότι είσαι σέξι όταν είσαι τόσο αηδιαστικός;»

«Ναι, η μάνα σου»

«Θα 'θελες, μαλάκα. Η μάνα μου έχει καλύτερο γούστο»

Ο Άρης αρπάζει ένα μπολ και τα δημητριακά απ' το ντουλάπι, κάθεται σε ένα σκαμπό και αρχίζει να τρώει.

«Η Χλόη;»

«Κοιμάται ακόμα. Δεν ήθελα να την ξυπνήσω. Η Σελήνη;»

«Το ίδιο»

Ο Ορέστης αρπάζει ένα cupcake κι αρχίζει να το τρώει.

«Θέλω να πάρω ένα δώρο στην Χλόη, αλλά δεν έχω ιδέα τι»

«Να της πάρεις κάτι χρήσιμο»

«Χρήσιμο; Σαν τι; Μια ηλεκτρική σκούπα, ας πούμε;»

Ο Άρης ρίχνει μια φάπα στο μέτωπο του Ορέστη.

«Γι' αυτό δεν είχες σταυρώσει γκόμενα πριν την Χλόη»

«Γιατί ρε; Τι είπα; Εσύ μου είπες να πάρω κάτι χρήσιμο»

«Εννοούσα κάτι σαν εσώρουχα ή ένα σέξι νυχτικό ή κάποιο sex toy»

«Ωραία όλα αυτά, αλλά γιατί είναι χρήσιμα;»

«Γιατί τον ανέχομαι ακόμα, ρε πούστη;»

Αλλά πριν ο Ορέστης προλάβει ν' απαντήσει στο σχόλιο του Άρη, μια κραυγή τους κάνει και τους δύο να πεταχτούν όρθιοι.

«Τι στο διάολο;»

«Αυτή ήταν η Σελήνη μου! Γαμώτο!»

Αυτοί τρέχουν πανικόβλητοι στην κρεβατοκάμαρα και μπουκάρουν μέσα, σχεδόν σπάζοντας την πόρτα. Αυτό που βλέπουν όμως, δεν έχει καμία σχέση μ' αυτό που περίμεναν. Αυτοί νόμιζαν ότι θα βρουν τη Σελήνη σε κίνδυνο, αλλά όπως φαίνεται το μόνο που κινδυνεύει είναι η γκαρνταρόμπα της! Αυτή στέκεται μπροστά στην ντουλάπα σε έξαλλη κατάσταση και πετάει ένα-ένα όλα της τα ρούχα πάνω απ' τον ώμο της, βρίζοντας.

«Τι στο διάολο έπαθες, βρε μωρό μου; Γιατί ούρλιαξες; Μας κατατρόμαξες»

Αυτή γυρίζει να τους κοιτάξει, ασθμαίνοντας από θυμό.

«Τι;»

«Ήμασταν στην κουζίνα και σ' ακούσαμε να ουρλιάζεις, βρε κούκλα. Νομίζαμε ότι κάποιος σου έκανε κακό»

«Το μόνο πράγμα που μπορεί να μου κάνει κακό αυτή τη στιγμή είναι αυτή η καταραμένη ντουλάπα»

Εκείνη τη στιγμή, μπαίνει στο δωμάτιο μια νυσταγμένη Χλόη, τρίβοντας τα μάτια της.

«Τι στο διάολο, ρε παιδιά; Γιατί φωνάζετε; Είστε τρελοί;»

«Όχι εμείς. Η ξαδέρφη σου»

«Τι έπαθες, μωρή, πρωί-πρωί;»

«Δεν έχω τίποτα να φορέσω απόψε στο δείπνο»

«Αυτό είναι όλο;»

«Δεν νομίζεις ότι είναι σοβαρό; Έχεις δει τη Μαίρη; Είναι ντυμένη με την τελευταία λέξη της μόδας, ακόμα και όταν βγάζει βόλτα τα σκυλιά»

«Και λοιπόν;»

«Και λοιπόν; Πώς θα εμφανιστώ στο σπίτι της; Σαν κλόουν του τσίρκου;»

Η Χλόη γυρίζει τα μάτια της, απιυδησμένη.

«Είσαι απίστευτη! Ορέστη, μωρό μου, πάμε να ταΐσεις το κορίτσι σου και άσε τον ξάδερφο Λύκο να βγάλει τα κάστανα απ' τη φωτιά»

«Ναι, ομορφιά μου, πάμε! Αρούλη, καλή επιτυχία!»

«Με υποχρέωσες, μαλάκα!»

Καθώς ο Ορέστης βγαίνει απ' το δωμάτιο με την Χλόη, χτυπάει με κατανόηση την πλάτη του Άρη και του ρίχνει ένα βλέμμα συμπόνιας. Αυτός πλησιάζει τη Σελήνη με αργά βήματα και τα χέρια ψηλά.

«Τι κάνεις τώρα;»

«Μην πυροβολήσεις, εντάξει; Είμαι άοπλος»

«Πουφ! Σκατά!»

Αυτή πέφτει στο, γεμάτο με ρούχα, κρεβάτι μ' ανοιχτά τα χέρια.

«Είμαι λίγο υπερβολική, ε;»

Αυτός ξαπλώνει πάνω της, χαμογελώντας, και στηρίζει το βάρος του στους αγκώνες του.

«Λίγο; Θα μπορούσαμε να πούμε ότι κάνεις σαν μαινάδα σε μια αρχαία τραγωδία»

«Ποιος είναι ο υπερβολικός τώρα;»

«Γιατί είναι τόσο σημαντικό αυτό το δείπνο για σένα, ψυχή μου;»

«Γιατί θέλω να κάνω καλή εντύπωση στη Μαίρη. Την θαυμάζω αυτή τη γυναίκα»

«Αν ξαναπείς για τη σφαίρα, θα θυμώσω»

«Όχι. Δεν τη θαυμάζω γι' αυτό. Θέλω να πω, όχι μόνο γι' αυτό. Γκούγκλαρα τη ζωή της. Αυτή δεν είχε τίποτα και κατάφερε να κατακτήσει τα πάντα. Ήταν απλώς μια υπηρέτρια και έγινε διάσημη ζωγράφος με μία υπέροχη οικογένεια. Θέλω να γίνω σαν αυτήν»

«Το μόνο πράγμα που σ' εμποδίζει να γίνεις σαν αυτή, είναι ο εαυτός σου. Αν συνειδητοποιήσεις τι πραγματικά αξίζεις, θα τα καταφέρεις όλα αυτά και πολλά άλλα»

«Το πιστεύεις αυτό;»

«Ναι. Πιστεύω σε σένα, Γατούλα. Όταν πιστέψεις κι εσύ στον εαυτό σου, θα το δεις»

«Σου είπα σήμερα πόσο πολύ σ' αγαπάω;»

«Όχι ακόμα»

«Σ' αγαπάω, Άρη Λυκουρόπουλε. Περισσότερο απ' οποιονδήποτε άλλον στον κόσμο»

«Κι εγώ σ' αγαπάω, Σελήνη Νουβάκη»

«Μην λες αυτό το όνομα. Το μισώ»

«Αν είναι έτσι, πως σου φαίνεται το Σελήνη Λυκουροπούλου;»

«Τέλειο»

«Τότε, κι εγώ σ' αγαπάω, Σελήνη Λυκουροπούλου»

Αυτή τυλίγει τα πόδια της γύρω απ' τη μέση του και βάζει τα χέρια της στους ώμους του.

«Είσαι υπέροχος!»

«Το ξέρω! Αλλά για πες μου ... Είσαι ακόμα τσιτωμένη;»

«Ναι»

«Ξέρεις τι μπορεί ν' ανακουφίσει την ένταση;»

«Τι;»

«Ένας οργασμός»

«Ναι, καλά»

«Αλήθεια σου λέω. Έχει αποδειχθεί μετά από έρευνες. Θέλεις να στ' αποδείξω;»

«Έτσι απλά; Είναι τόσο εύκολο για σένα;»

«Πανεύκολο. Το μόνο που χρειάζομαι είναι δύο δάχτυλα»

«Έλα τώρα!»

«Άνοιξε τα πόδια σου»

Αυτός γονατίζει δίπλα της, τραβάει την κιλότα της στην άκρη και με δύο μόνο δάχτυλα αρχίζει να τρίβει το πολύ ευαίσθητο δέρμα γύρω απ' τα μεγάλα χείλη του αιδοίου της.

«Σ' αρέσει αυτό, Γατούλα;»

«Μμμμ ... Πολύ»

Τα δάχτυλά του ανεβαίνουν λίγο πιο ψηλά και, σηκώνοντας την κλειτοριδική κουκούλα, πιέζει ελαφρά.

«Αυτό;»

«Ω! Αυτό είναι καλύτερο!»

Πάλι κάτω. Τα δάχτυλά του διαγράφουν κύκλους στην είσοδο του κόλπου της, κάτω απ' τα εσωτερικά μικρά χείλη.

«Είσαι τόσο απαλή και ζεστή. Αυτή η αίσθηση στα δάχτυλά μου με τρελαίνει»

«Μμμμ ...!»

«Ξέρεις πού είναι το σημείο G σου, Γατούλα;»

«Όχι»

«Εδώ!»

Με μία μικρή ώθηση, αυτός βάζει τα δάχτυλά του στον κόλπο της και τα λυγίζει προς τα πάνω, κάνοντας την να φωνάξει.

«Ναι, μωρό μου! Ακριβώς εδώ!»

«Μη σταματάς! Είμαι έτοιμη!»

«Το ξέρω, Γατούλα. Το μυρίζω!»

Αυτή αψιδώνει την πλάτη της καθώς τα δάχτυλά του κινούνται γρήγορα και περιστρέφονται μέσα της. Όλο της το σώμα σπαρταράει σαν ψάρι έξω απ' το νερό.

«Μη σταματάς! Μη σταματάς!»

«Δεν σταματάω, μωρό μου! Όχι μέχρι να χύσεις. Έλα, Γατούλα μου ... Χύσε για μένα!»

Το σώμα της κατακλύζεται από έναν τόσο έντονο οργασμό που την αφήνει με κομμένη την ανάσα στα χέρια του. Αυτός βγάζει αργά τα δάχτυλά του.

«Σ' άρεσε, Γατούλα;»

«Δεν φάνηκε;»

«Αν κρίνω απ' το χάος στα δάχτυλα μου ...!»

«Είχες δίκιο τελικά. Το μόνο που χρειάζεσαι είναι δύο δάχτυλα»

Αυτός σκύβει πάνω της και της δίνει ένα απαλό φιλί στο μέτωπο ενώ βάζει τα δάχτυλα του στο στόμα της.

«Μάθημα νούμερο πέντε, Γατούλα. Ο Αφέντης έχει πάντα δίκιο»

Αυτή γλύφει τα δάχτυλα του πριν φιλήσει την παλάμη του.

«Μάθημα νούμερο πέντε απομνημονεύτηκε, Αφέντη»

«Μπράβο το κορίτσι μου!»

Αυτός ξαπλώνει δίπλα της κι εκείνη περνάει τα χέρια της μέσα απ' τα μαλλιά της.

«Χρειάζομαι ένα ντους»

«Και λίγα λες! Τρέξε στο μπάνιο, Γατούλα, και κάνε γρήγορα, γιατί μετά θα πάμε για ψώνια»

«Θα έρθεις μαζί μου;»

«Εννοείται. Μ' αρέσει πολύ να σε βλέπω να δοκιμάζεις ρούχα»

Αυτή χαμογελάει πλατιά και του δίνει ένα φιλί.

«Είσαι ο καλύτερος!»

«Το ξέρω, μωρό μου»

«Φιγουρατζή!»

*

~ ΛΙΓΟ ΑΡΓΟΤΕΡΑ ~ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ ~

Τα δύο ζευγάρια βρίσκονται στην πιο ακριβή μπουτίκ της πόλης, που διαθέτει casual ρούχα γνωστών ευρωπαίων σχεδιαστών όπως ο Gianni Versace και ο Giorgio Armani. Τ' αγόρια κάθονται αναπαυτικά σ' έναν απ' τους πολλούς δερμάτινους καναπέδες, πίνουν τον καφέ που τους πρόσφεραν και χαζεύουν τα κορίτσια τους που κάνουν πασαρέλα μπροστά τους, δοκιμάζοντας το ένα ρούχο μετά το άλλο, και ο χρόνος κυλάει. Βγαίνουν απ' το μαγαζί αργά το μεσημέρι, κουβαλώντας πολλές τσάντες, και τρομερά πεινασμένοι.

«Λοιπόν, τι λέτε, δεσποινίδες μου; Πάμε να τσιμπήσουμε κάτι;»

«Υπέροχη ιδέα!»

«Συμφωνώ»

«Τι τραβάει η όρεξη σας;»

Τα δύο κορίτσια μιλάνε με μία φωνή.

«Κινέζικο»

Τ' αγόρια γελούν καθώς μπαίνουν στο Volvo C30 του Ορέστη και ξεκινούν για το Κινέζικο εστιατόριο Noodle Bar στο Πασαλιμάνι. Εκεί, κατά τη διάρκεια του γεύματος, ένα μήνυμα απ' τον Μάρκο στο κινητό του Άρη τους ενημερώνει ότι τελείωσαν τα διαδικαστικά και έτσι, αυτό που η Σελήνη περίμενε τόσο καιρό, μπορεί να ξεκινήσει.

«Παιδιά, το παιχνίδι ξεκίνησε»

«Τι έγινε;»

«Δευτέρα πρωί υπογράφουμε το συμβόλαιο για το σπίτι»

«Επιτέλους!»

Η Χλόη τσιμπάει ένα spring roll.

«Ανυπομονώ να δω τις φάτσες τους όταν τους δώσεις το τελεσίγραφο»

«Πώς ακριβώς θα γίνει αυτό, κούκλα;»

«Βασικά, έχω σκεφτεί κάτι και θέλω να το συζητήσουμε»

«Είμαστε όλο αυτιά, Γατούλα»

«Λοιπόν ...»

Αλλά, ενώ η Σελήνη εξηγεί το σχέδιό της, εμείς θα πεταχτούμε ξανά μέχρι την Βουλιαγμένη για να ρίξουμε μια ματιά στο πως πάνε οι προετοιμασίες του αποψινού δείπνου.

~ ΔΑΣΟΣ ΦΑΣΚΟΜΗΛΙΑΣ ~ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗ ~

~ ΚΤΗΜΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ~ ΚΗΠΟΣ ~

Ο Οδυσσέας και η Μαίρη είναι στο Παλάτι. Αυτή μαγειρεύει στην κουζίνα κι εκείνος στρώνει το μεγάλο τραπέζι στην τραπεζαρία. Ο Τζάκος και ο Αλέκος επιστρέφουν απ' την κάβα όπου είχαν πάει για ν' αγοράσουν τα ποτά για το βράδυ και βρίσκουν τον Βίκο και την Θαλασσινή να προσέχουν τα παιδιά που παίζουν με τα σκυλιά στην παιδική χαρά.

«Πως πάει, παιδιά;»

«Καλά. Φέραμε τα ποτά»

«Τζάκο, θυμήθηκες το κρασί μου;»

«Φυσικά, Βασίλισσα Θαλασσινή. Πώς θα μπορούσα να το ξεχάσω; Ο άντρας σου θα μ' έκαιγε ζωντανό με την καυτή του ανάσα»

Ο Τζάκος και ο Αλέκος γελάνε ενώ ο Βίκος γυρίζει τα μάτια του.

«Έχουν περάσει δώδεκα γαμημένα χρόνια. Δεν έχεις βαρεθεί το ίδιο αστείο;»

«Δεν θα βαρεθώ ποτέ, Δράκε»

«Τέλος πάντων! Αλέκο, πες μου τουλάχιστον ότι πήρατε το ουίσκι που σας είπα. Ο Νέγρος μου είχε πει τότε ότι μόνο αυτό πίνει ο Λύκος»

«Ο προστατευόμενος σου έχει πολύ ακριβό γούστο. Τριακόσια πενήντα ευρώ το μπουκάλι»

«Ανυπομονώ να τον γνωρίσω, μετά απ' όλα όσα μου είπες γι' αυτόν»

«Το ίδιο και η Μαίρη. Αλήθεια, πού είναι το Αγγελούδι μου;»

«Στην κουζίνα και μαγειρεύει»

«Και ο αξιολάτρευτος σύντροφος μου;»

«Στρώνει το τραπέζι. Αυτοί ανέλαβαν το φαγητό και τη διακόσμηση, και εμείς πήραμε την φύλαξη των παιδιών»

«Τζάκο, ξέχασα να σου πω ότι ο Οδυσσέας κάπως θυμωμένος μαζί σου»

«Συγκλονιστικό! Και ο λόγος;»

«Ο λόγος είναι ότι από χθες που τον πέταξες στην πισίνα, φταρνίζεται non stop»

«Δεν φταίω εγώ. Ο σκύλος σας κατέστρεψε τη σεζλόνγκ για τρίτη φορά. Τον είχα προειδοποιήσει»

«Και εγώ αυτό κάνω. Σε προειδοποιώ. Αυτός θα πάρει την εκδίκησή του και το ξέρεις»

«Γι' αυτό ζω!»

Ο Τζάκος και ο Αλέκος μπαίνουν στο σπίτι, γελώντας και το πρώτο πράγμα που ακούνε είναι το φτάρνισμα του Οδυσσέα, και όχι μόνο.

«Αψού! Να πάρει η ευχή! Ηλίθιε Διεστραμμένε!»

Ο Τζάκος βγάζει το κεφάλι του απ' την πόρτα της τραπεζαρίας.

«Πάλι για μένα μιλάς, Αγαπούλη μου;»

Ο Αλέκος μπαίνει στο δωμάτιο, περνώντας από δίπλα του.

«Πας γυρεύοντας να φας το κεφάλι σου, αδερφέ»

Ο Οδυσσέας αγριοκοιτάζει τον Τζάκο.

«Εσύ ... Έχω φταρνιστεί εκατοντάδες φορές από χθες. Αν αρρωστήσω ...»

«Μην ανησυχείς, Αγαπούλη μου. Αν αρρωστήσεις θα σου τρίψω την πλατούλα και θα γίνεις περδίκι»

Ο Αλέκος μπαίνει στη μέση και στέκεται μπροστά στον Οδυσσέα.

«Εντάξει, αρκετά! Τζάκο, πάρε τα μπουκάλια και πήγαινε στην κουζίνα»

Ο Οδυσσέας σκύβει για να πει κάτι τελευταίο.

«Ή αν θες, μπορείς να πας να γαμηθείς, Σάτυρε!»

«Μόνο αν μου δώσεις κι εσύ ένα χεράκι»

Ο Οδυσσέας σηκώνει το μεσαίο του δάχτυλο.

«Ορίστε!»

Ο Τζάκος πηγαίνει στην κουζίνα, γελώντας, αφήνοντας τον Αλέκο μόνο με τον σύντροφο του. Αυτός τον πλησιάζει και σκύβει για να τον φιλήσει, αλλά ο Οδυσσέας, βάζοντας το χέρι του στο στήθος του, τον σπρώχνει πίσω και φταρνίζεται ξανά.

«Αψού! Γαμώτο!»

Ο Αλέκος γελάει ενώ ο Οδυσσέας σκουπίζει την μύτη του, γκρινιάζοντας.

«Γιατί γελάς;»

«Γιατί είσαι τόσο αξιολάτρευτος όταν φταρνίζεσαι»

«Τι ωραίο κομπλιμέντο»

«Έλα, δώσε μου ένα φιλί»

«Και αν σε κολλήσω;»

«Δεν με νοιάζει. Θα με φροντίσεις εσύ αν αρρωστήσω»

Ο Οδυσσέας τυλίγει τα χέρια του γύρω απ' το λαιμό του Αλέκου.

«Και αν μπουν τα παιδιά;»

«Παίζουν στην παιδική χαρά. Άλλωστε, θ' ακούσουμε την πόρτα»

«Αφού το λες εσύ»

Αυτοί φιλιούνται για κάμποση ώρα και μετά, ο Οδυσσέας αγγαρεύει τον Αλέκο να τον βοηθήσει στο στρώσιμο του τραπεζιού.

~ ΕΝΤΩΜΕΤΑΞΥ ~ ΣΤΗΝ ΚΟΥΖΙΝΑ ~

Ο Τζάκος μπαίνει στο δωμάτιο και βάζει τα μπουκάλια στον πάγκο χωρίς να πάρει το βλέμμα του απ' τη Μαίρη, η οποία στέκεται μπροστά στην ηλεκτρική κουζίνα και ανακατεύει κάτι σε μια κατσαρόλα, τραγουδώντας φάλτσα και κουνώντας το σώμα της στο ρυθμό του τραγουδιού.

* Καμιά φορά όταν στα μάτια σε κοιτώ ... Μέσα τους χάνομαι και νιώθω πως μεθώ ... Κι αναρωτιέμαι, λέωπώςγίνεται αυτό ... Να υπάρχειτόση ομορφιά στον κόσμο αυτό τονάσχημο. ... Όταν σ' έπλασε ο θεός, πρέπει να είχε προφανώς ... Έμπνευση, μεγάλη έμπνευση! ... Πρέπειναείχεέμπνευση! ... Μεγάλη έμπνευση *

Το θέαμα του κόβει την ανάσα. Παρόλο που έχουν περάσει τόσα χρόνια, αυτή η γυναίκα εξακολουθεί να έχει την ίδια επίδραση πάνω του όπως την πρώτη φορά. Αυτός δεν μπορεί να συγκρατηθεί. Η δύναμη που τον τραβάει κοντά της είναι σαν μαγνήτης που έλκει το σίδερο. Την πλησιάζει από πίσω, τυλίγοντας τα χέρια του κάτω απ' το στήθος της και κρύβοντας το πρόσωπό του στα μαλλιά της, καθώς αναπνέει το άρωμα του κορμιού της. Νυχτολούλουδο!

«Κανονικά εγώ πρέπει να στο τραγουδάω αυτό, όχι εσύ!»

Η Μαίρη, νιώθοντας το ίδιο ηλεκτρικό ρεύμα στο σώμα της, βάζει το χέρι της στα μαλλιά του και πιέζει το σώμα της πάνω στο δικό του.

«Όχι. Εσύ πρέπει να μου τραγουδάς το 'Μωρό μου φάλτσο'»

Αυτός αρχίζει να τη φιλάει στο λαιμό, γελώντας.

«Τι μαγειρεύεις;»

«Την αγαπημένη σου σάλτσα. Θέλεις να δοκιμάσεις;»

«Εννοείται»

Αυτή κρατά την κουτάλα στο στόμα του και αυτός παίρνει μια μικρή γεύση.

«Μμμμ ...»

«Για να μουγκρίζεις πάει να πει ότι είναι καλή»

«Είναι τέλεια. Το δεύτερο πιο νόστιμο πράγμα που έχω δοκιμάσει ποτέ»

«Και ποιο ήταν το πρώτο;»

«Εσύ, φυσικά. Η γεύση σου είναι το νέκταρ μου»

Αυτός σηκώνει το φόρεμά της, με απαλές κινήσεις, και χώνει το χέρι του στο κιλοτάκι της.

«Τι κάνεις εκεί, Ηλιόπουλε;»

«Τίποτα, Αυγέρη. Ακόμα τουλάχιστον!»

«Τζάκο, τα παιδιά ... Η σάλτσα»

«Μην ανησυχείς για τα παιδιά. Έχω κλειδώσει την πόρτα»

Με το άλλο του χέρι, ανοίγει το φερμουάρ του παντελονιού του, τραβάει στην άκρη το εσώρουχό της και μπαίνει μέσα της.

«Και όσο για τη σάλτσα, εσύ συνέχισε ν' ανακατεύεις και άσε τα υπόλοιπα σε μένα»

«Είσαι τρελός!»

«Είμαι τρελός για σένα, Αγγελούδι μου»

«Πρίγκιπα μου ...»

Δεν ξέρω για σας, αλλά πραγματικά αναρωτιέμαι τι θα φάνε οι καλεσμένοι απόψε! Αλλά, όπως και να 'χει, όπου υπάρχει πάθος, πόθος κι αγάπη, όλα τ' άλλα μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα. Τέλος πάντων! Τώρα θ' αφήσουμε την αγαπημένη μας οικογένεια, ελπίζοντας ότι όλα θα είναι έτοιμα γι' απόψε, και θα επιστρέψουμε στους άλλους.

~ ΠΙΣΩ ΣΤΟ ΚΙΝΕΖΙΚΟ ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟ ~ ΠΑΣΑΛΙΜΑΝΙ ~ ΠΕΙΡΑΙΑΣ ~

Η Σελήνη έχει μόλις τελειώσει να εξηγεί το σχέδιό της και όλοι την κοιτάζουν σιωπηλοί.

«Λοιπόν; Πως σας φαίνεται;»

Τα μάτια της Σελήνης κινούνται απ' τον έναν στον άλλον και τελικά σταματούν στον Άρη. Εντάξει. Φυσικά εκτιμά την γνώμη του Ορέστη και της Χλόης, αλλά αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία για εκείνη είναι η άποψη του Άρη. Χρειάζεται την έγκρισή του.

«Κούκλα, αυτό είναι κακό και απολύτως τέλειο. Συμφωνώ!»

«Κι εγώ! Μπράβο, Φεγγαράκι! Αυτό ακριβώς τους αξίζει»

Η Σελήνη χαμογελάει και στους δύο και μετά στρέφει το βλέμμα της στον Άρη, κρεμάμενη κυριολεκτικά απ' την κάθε λέξη του. Αυτός τρίβει το σαγόνι του, μια κίνηση που κάνει όταν σκέφτεται. Η Σελήνη την ξέρει καλά αυτή την κίνηση και ξέρει ότι πρέπει να περιμένει. Λίγα λεπτά αργότερα, αυτός κατεβάζει το χέρι.

«Είναι πράγματι τέλειο, εκτός από μια λεπτομέρεια»

«Τι;»

«Η συνάντηση δεν πρέπει να γίνει σε δημόσιο χώρο. Τα πράγματα μπορεί να ξεφύγουν και δεν θέλουμε να γίνουμε θέαμα και να μαζευτεί η αστυνομία»

Ο Ορέστης έχει μια ιδέα.

«Ας γίνει στο σπίτι τότε»

«Όχι. Δεν θέλω κανένας απ' αυτούς να πατήσει το πόδι του σπίτι μας. Θα γίνει στο κλαμπ. Θα το κρατήσουμε κλειστό για τον κόσμο και θα τους πούμε να έρθουν εκεί»

Η Σελήνη συμφωνεί μαζί του.

«Έχεις δίκιο. Είναι το τέλειο μέρος»

«Αφού συμφωνεί και η Γατούλα μου, το θέμα θεωρείτε λήξαν! Τρίτη βράδυ θα τελειώσουν όλα»

Ο Ορέστης κοιτάζει το ρολόι του.

«Ωραία, αλλά ήρθε η ώρα να πάμε σπίτι. Έχουμε να παρευρεθούμε κι σ' ένα δείπνο απόψε»

Αυτοί πληρώνουν τον λογαριασμό και επιστρέφουν σπίτι. Εκεί, το κάθε ζευγάρι πηγαίνει στο δωμάτιό του για να ξεκουραστεί λίγο πριν ετοιμαστεί για το δείπνο.

~ ΔΩΜΑΤΙΟ ΤΟΥ ΟΡΕΣΤΗ & ΤΗΣ ΧΛΟΗΣ ~

Το ζευγάρι είναι ξαπλωμένο στο κρεβάτι. Η Χλόη έχει το κεφάλι της στο στήθος του Ορέστη και κρατάει τα μάτια της κλειστά καθώς αυτός της χαϊδεύει τα μαλλιά.

«Πώς σου φαίνεται το σχέδιο της Σελήνης, Ομορφιά μου;»

«Είναι τέλειο. Είναι ακριβώς αυτό που τους αξίζει»

«Αυτό το ξανάπες και πριν και ήθελα να σε ρωτήσω. Εσύ γιατί μισείς τους γονείς της; Η Σελήνη εντάξει, είναι κατανοητό. Εσύ γιατί;»

«Δεν μισώ μονάχα τους γονείς της Σελήνης. Μισώ και τους δικούς μου. Και φυσικά την αδερφή μου»

«Τι σου έκαναν αυτοί;»

«Δεν θες να ξέρεις»

«Φυσικά και θέλω. Θέλω να μάθω τα πάντα για σένα»

«Σου είπε η Σελήνη ότι έφυγα απ' το σπίτι στα δεκαπέντε;»

«Ναι, αλλά δεν είπε γιατί»

«Έφυγα εξαιτίας της αδερφής μου. Έτρεξα μακριά για να ξεφύγω»

«Από τι;»

«Απ' το να χάσω την παρθενιά μου έναντι χρηματικού ποσού»

Το σώμα του Ορέστη σφίγγεται καθώς ακούει αυτά τα λόγια.

«Περίμενε! Εννοείς ότι οι γονείς σου πούλησαν την παρθενιά σου;»

«Όχι οι γονείς μου. Αν και δεν έκαναν τίποτα για να το σταματήσουν. Η Θάλεια το έκανε»

«Η γαμημένη σκύλα!»

«Είχε έναν αγαπητικό τότε. Ήταν μεγαλύτερος, γύρω στα τριάντα, και πολύ πλούσιος. Ένα βράδυ που την έφερε στο σπίτι, με είδε και του άρεσα πολύ. Από τότε άρχισε να προσπαθεί να με πλησιάσει, αλλά εγώ τον απέφευγα. Φυσικά, το είπα στη Θάλεια και αυτή με διαβεβαίωσε ότι θα το κανόνιζε»

«Και τι έκανε;»

«Του είπε να μ' αφήσει ήσυχη, αλλά εκείνος την απείλησε ότι θα την παρατούσε αν δεν τον βοηθούσε να με ρίξει στο κρεβάτι του. Της υποσχέθηκε επίσης ένα μεγάλο χρηματικό ποσό γιατί ήμουν ακόμα παρθένα»

«Και αυτή συμφώνησε;»

«Ναι, και είχε το θράσος να μου το πει κατάμουτρα»

«Κι εσύ τι έκανες;»

«Το είπα στους γονείς μου, αλλά οι μπάσταρδοι δεν ήθελαν η μεγάλη τους κόρη να χάσει τον πλούσιο γαμπρό και προσπάθησαν να με πείσουν. Η μάνα μου μου είπε συγκεκριμένα ... Έλα, βρε Χλόη! Κάποιος θα σου πάρει την παρθενιά μια μέρα. Ας είναι αυτός»

«Απίστευτο!»

«Έφυγα αμέσως και πήγα στους μοναδικούς μου συγγενείς, στους γονείς της Σελήνης»

«Και;»

«Μ' έδιωξαν. Η Σελήνη προσπάθησε να με βοηθήσει. Η καημένη προσπάθησε ακόμη και ν' έρθει μαζί μου, αλλά ο μαλάκας ο πατέρας της την χτύπησε και την κλείδωσε στο υπόγειο»

«Δεν μπορώ να το πιστέψω!»

«Εκείνο το βράδυ, κοιμήθηκα στο πάρκο. Την επόμενη μέρα, πήγα σε μια συμμαθήτρια μου, της οποίας η μαμά ήταν δικηγόρος και αυτή με βοήθησε»

«Πώς;»

«Έκανα αίτηση για ν' ανεξαρτητοποιηθώ σαν ανήλικη. Ευτυχώς είχα τα χρήματα απ' την κληρονομιά της γιαγιάς μου»

«Όπως η Σελήνη;»

«Ναι. Η γιαγιά Μαριάνθη μας άφησε το ίδιο χρηματικό ποσό. Ενάμιση εκατομμύριο ευρώ στην κάθε μια»

«Πού βρήκε τόσα χρήματα η γιαγιά σου;»

«Στο Τζόκερ. Ήταν μια υπέροχη και λαμπρή γυναίκα. Ήξερε τι καθάρματα ήταν οι γιοι της, οπότε δεν τους είπε τίποτα για τα χρήματα. Το έμαθαν μόνο αφού πέθανε, στην ανάγνωση της διαθήκης. Σ' αυτούς δεν άφησε τίποτα. Μόνο σε μένα και στην Σελήνη. Ούτε καν στη Θάλεια»

«Αυτό ήταν έξυπνο και σωτήριο»

«Ακριβώς. Αν δεν είχα αυτά τα λεφτά ... Τέλος πάντων! Το δικαστήριο έκανε δεκτή την αίτηση μου και όρισε την δικηγόρο ως κηδεμόνα μου. Όταν έκλεισα τα δεκαοχτώ, πήρα τη διαχείριση και έφυγα για το Παρίσι. Ήθελα να πάρω και την Σελήνη μαζί μου, αλλά αυτή είχε ήδη βρει τον μαλακοπίτουρα τον Πέτρο. Εκεί σπούδασα χορό και εργάστηκα ως χορογράφος για μερικά χρόνια. Κατάλαβες τώρα γιατί μισώ τους πάντες και ειδικά τη Θάλεια;»

«Ναι, και λυπάμαι»

«Γιατί λυπάσαι;»

«Για όλα όσα πέρασες»

«Αν τα πέρασα όλα αυτά για να καταλήξω εδώ μαζί σου, χαλάλι σου! Τ' αξίζεις και με το παραπάνω!»

Αυτός την σφίγγει δυνατά στην αγκαλιά του.

«Γλυκό μου κορίτσι»

«Είσαι η όαση στη μέση της ερήμου, Ορέστη. Το καλύτερο πράγμα που μου έχει συμβεί ποτέ»

«Το ίδιο ισχύει και για μένα. Βασικά, νομίζω ότι ...»

Όμως αυτή δεν τον αφήνει να τελειώσει, πνίγοντας τα λόγια του μ' ένα φιλί.

«Γιατί δεν μ' αφήνεις να το πω;»

Αυτή τον σωπαίνει ξανά με τα δάχτυλά της στα χείλη του.

«Όχι τώρα. Όχι έτσι. Όχι μετά από κάτι τόσο άσχημο. Έχουμε χρόνο. Θα υπάρξει καλύτερη στιγμή για να το πεις. Τώρα θέλω να μου κάνεις έρωτα. Κάνε έρωτα μαζί μου, Ορέστη, και σβήσε το παρελθόν μου»

«Όπως θέλεις»

Είναι όμως τόσο απλό; Μπορείς να σβήσεις ένα τέτοιο παρελθόν χωρίς ν' αφήσεις κάποιο υπόλειμμα; Αν έρθει ο κατάλληλος άνθρωπος, ίσως και να είναι δυνατό. Ποιος ξέρει;

*

~ ΔΩΜΑΤΙΟ ΤΟΥ ΑΡΗ & ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ ~

Η Σελήνη είναι ξαπλωμένη στο κρεβάτι ενώ ο Άρης, που μόλις βγήκε απ' το ντους, στέκεται μπροστά στον τοίχο και κοιτάζει ένα καινούργιο κολλάζ, μία δική του ημίγυμνη φωτογραφία κομμένη σε άνισα κομμάτια, τα οποία είναι τοποθετημένα έτσι που μοιάζουν με ψηφιδωτό.

«Τι είναι αυτό, Γατούλα;»

«Σαν τι σου μοιάζει;»

«Σαν εμένα, σε κομμάτια»

Αυτή γελάει.

«Κάπως τετριμμένη άποψη, αλλά κατά βάθος, έχεις δίκιο»

«Εσύ το έφτιαξες;»

«Όχι. Ο Ορέστης. Εγώ ήμουν απλά ο εμπνευστής. Του το ζήτησα κι αυτός το έκανε για μένα. Σ' αρέσει;»

«Πολύ. Θα του πω να φτιάξει και ένα δικό σου»

«Τέλεια. Ανυπομονώ να του ποζάρω γυμνή»

Αυτός συνοφρυώνεται κι αυτή γελάει.

«Κάτσε φρόνημα, ξεδιάντροπη Γατούλα»

«Ότι πεις, ζηλιάρη Λύκε»

Αυτός πηγαίνει προς το μέρος της και ξαπλώνει δίπλα της, γυρίζοντας στο πλάι.

«Άσε με να σου πω κάτι, Γατούλα. Δεν είμαι ζηλιάρης. Είμαι εδαφικός»

«Τι υποτίθεται ότι σημαίνει αυτό;»

«Το να ζηλεύεις σημαίνει να θέλεις κάτι που δεν έχεις. Το να είσαι εδαφικός σημαίνει να προστατεύεις αυτό που σου ανήκει. Και εσύ μου ανήκεις. Μην το ξεχνάς ποτέ αυτό»

«Δεν το ξεχνάω»

«Να σε ρωτήσω κάτι τώρα;»

Γυρίζει κι εκείνη στο πλάι για να τον βλέπει καλύτερα.

«Μα φυσικά»

«Είσαι ευτυχισμένη μαζί μου;»

«Τι ερώτηση είναι αυτή τώρα; Και βέβαια είμαι. Βασικά, νομίζω ότι είμαι η πιο ευτυχισμένη γυναίκα στον κόσμο»

«Μην αστειεύεσαι, σε παρακαλώ»

«Δεν αστειεύομαι, Άρη. Το εννοώ. Εξάλλου, γιατί να μην είμαι ευτυχισμένη; Έχω τα πάντα. Είμαι νέα, όμορφη, όπως μου λες συνέχεια, υγιής και πλούσια. Οι άνθρωποι που με πλήγωσαν σύντομα θα πληρώσουν για όλα, και το πιο σημαντικό, έχω εσένα, τον πιο υπέροχο άντρα του γαλαξία»

«Μόνο του γαλαξία;»

«Του σύμπαντος. Του άπειρου. Ένα επίπεδο κάτω απ' τον Θεό!»

«Εντάξει, φτάνει. Το παραξεφτίλησες!»

«Εσύ;»

«Τι εγώ;»

«Είσαι ευτυχισμένος μαζί μου;»

«Εσύ τι λες; Και βέβαια είμαι. Εσύ είσαι η αιτία που πίστεψα ξανά στον Θεό»

«Τι εννοείς;»

«Θυμάστε τι σου είπα όταν είμασταν στο δωμάτιο του μοτέλ για τη σχέση μου με τον Θεό αφού έχασα τους γονείς μου;»

«Μου είπες ότι έπαψες να πιστεύεις σ' Αυτόν»

«Σωστά. Και συνέχισα να μην πιστεύω μέχρι που ήρθες εσύ»

«Αχ, βρε Άρη!»

«Προσευχήθηκα να έρθεις, Σελήνη, και ο Θεός μ' άκουσε, κι ας έχω αμαρτήσει. Αν και απομακρύνθηκα απ' Αυτόν, Αυτός μ' άκουσε. Είσαι η απάντηση του Θεού στις προσευχές μου, Γατούλα. Πώς να μην είμαι ευτυχισμένος;»

«Πραγματικά δεν ξέρω τι να πω»

«Πες απλά ότι μ' αγαπάς και δεν θα μ' αφήσεις ποτέ. Αυτό είναι το μόνο που χρειάζομαι»

«Σ' αγαπάω, Άρη, και δεν θα σ' αφήσω ποτέ. Ποτέ. Ποτέ. Ποτέ!»

«Σ' ευχαριστώ που ήρθες στη ζωή μου»

«Κάνε μου έρωτα. Ξέρω ότι δεν είναι το στυλ σου και δεν σ' αρέσει πολύ, αλλά σε παρακαλώ, Άρη. Μόνο μία φορά. Πάρε με στην αγκαλιά σου και κάνε μου έρωτα. Δείξε μου την αγάπη σου. Μου έχεις μάθει ήδη τόσα πολλά. Μάθε μου κι αυτό. Σε παρακαλώ!»

«Πώς μπορώ να σου πω όχι;»

Τελικά αποδεικνύεται ότι η Σελήνη και η Χλόη έχουν πολλά περισσότερα κοινά εκτός απ' το αίμα στις φλέβες τους!


Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro