
Το Όνειρο
~ ΠΙΣΩ ΣΤΟ ΠΑΡΟΝ ~
Εντάξει, όχι ακριβώς στο παρόν. Θα πάμε λίγες ώρες πίσω για να δούμε τι έκανε η Σελήνη αφού τελείωσε με το DVD.
Αυτή κλείνει την κάμερα, νιώθοντας εξαντλημένη. Τα δάκρυα την έχουν στεγνώσει. Και όλη αυτή η προσπάθεια για την εγγραφή του βίντεο. Αλήθεια, γιατί το έκανε αυτό; Θα μπορούσε απλώς να του είχε γράψει ένα γράμμα ή να φύγει χωρίς καμία εξήγηση. Γιατί υπέβαλε τον εαυτό της σ' αυτή τη δοκιμασία;
Τέλος πάντων! Αυτή δεν έχει χρόνο για χαζές ερωτήσεις. Θα πρέπει να τελειώσει αυτό που ξεκίνησε και να φύγει από 'δω πριν επιστρέψει ένας απ' αυτούς. Αυτή έχει όλο τον χρόνο του κόσμου για να θρηνήσει αργότερα. Έτσι, σκουπίζει τα δάκρυά της και παίρνει μια βαθιά ανάσα.
«Άντε, κορίτσι μου. Κάνε αυτό που πρέπει να κάνεις»
Αυτή βγάζει τον δίσκο από την κάμερα, τον βάζει στη θήκη και γράψει πάνω του κάποιες απαραίτητες οδηγίες. Πηγαίνει την κάμερα πίσω στο δωμάτιο του Ορέστη και μετά ανοίγει το χρηματοκιβώτιο στον τοίχο. Παίρνει τα κοσμήματά της, αλλά αφήνει το πλατινένιο κολιέ με την γάτα που κάθεται στο φεγγάρι.
Αυτό της το χάρισε ο Άρης, πριν από δύο βδομάδες, έτσι ξαφνικά, όταν δειπνούσαν σ' ένα εστιατόριο. Όταν τον ρώτησε γιατί, ανασήκωσε τους ώμους και της είπε ότι δεν υπήρχε ιδιαίτερος λόγος. Απλά το είδε σε μια βιτρίνα και επειδή του θύμιζε εκείνη, απλώς της το αγόρασε.
Έκανε πολλά τέτοια πράγματα. Της αγόραζε λουλούδια σχεδόν κάθε μέρα. Οδηγούσε στην άλλη άκρη της πόλης για να αγοράσει τις αγαπημένες της σοκολάτες. Μαγείρευε στη μέση της νύχτας όταν εκείνη είχε λιγούρες. Για να μην αναφέρουμε το πρωινό στο κρεβάτι κάθε πρωί. Γιατί στο διάολο τα έκανε όλα αυτά;
Το αγγελούδι στον δεξιό της ώμο ξεπροβάλλει και της ψιθυρίζει στο αυτί.
«Ίσως επειδή σ' αγαπάει πραγματικά; Μην φύγεις, Σελήνη. Μείνε εδώ και μάθε»
Το διαβολάκι στον αριστερό της ώμο ξεπροβάλλει επίσης και αρχίζει να ουρλιάζει.
«Μην ακούς αυτές τις ανοησίες, Σελήνη. Όλα αυτά ήταν μέρος της δουλειάς. Ήσουν απλώς μια δουλειά για εκείνον. Τίποτα περισσότερο»
Αυτή σκεπάζει τα αυτιά της για να σταματήσει τις φωνές και ξεσπά ξανά σε κλάματα.
«Σας παρακαλώ! Σας παρακαλώ! Όχι άλλο! Δεν αντέχω άλλο!»
Αυτές οι καταραμένες φωνές στο κεφάλι της την τρελαίνουν. Παλεύει μέσα της. Το μυαλό της της φωνάζει να φύγει ενώ η καρδιά της αιμορραγεί και μόνο που σκέφτεται να ζήσει χωριστά απ' αυτόν. Κλείνει το χρηματοκιβώτιο και τρέχει στην κρεβατοκάμαρα. Πετάει τα κοσμήματα στο σακίδιό της, το ίδιο σακίδιο που πήρε μαζί της όταν άφησε τον Πέτρο. Τι γαμημένη ειρωνεία! Μαζεύει μερικά ακόμα πράγματα και βάζει το DVD στο κουτί με τα δώρα που ετοίμασε νωρίτερα.
Καθώς είναι έτοιμη να φύγει, τα μάτια της πέφτουν σ' ένα απ' τα πουκάμισα του Άρη. Το σηκώνει και το φέρνει στη μύτη της, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα. Ένα νέο κύμα δακρύων απελευθερώνεται καθώς το εκπληκτικό, ανδρικό άρωμά του μπαίνει στα ρουθούνια της.
«Θεέ μου! Πώς θα ζήσω χωρίς αυτόν;»
Αυθόρμητα, βάζει το πουκάμισο στο σακίδιό της και επιστρέφει στο σαλόνι. Γέρνει στην κολόνα για να ανακτήσει την ψυχραιμία της. Ποτέ της δεν πίστευε ότι αυτό θα μπορούσε να συμβεί. Όταν ο Άρης την έφερε σ' αυτό το σπίτι, νόμιζε ότι θα ζούσε εδώ για πάντα. Τουλάχιστον, αυτό της είχε πει. Και τον πίστεψε, γιατί αυτό την έκανε πολύ χαρούμενη. Αλλά αλίμονο, αυτή έχτισε ένα κάστρο στην άμμο και το κύμα της αλήθειας το γκρέμισε χωρίς έλεος. Και τώρα είναι πάλι πίσω στην αρχή.
«Έλα, κορίτσι μου. Το έχεις ξανακάνει. Μπορείς και τώρα»
Πετάει το σακίδιό στον ώμο της και πηγαίνει προς την πόρτα. Την ανοίγει και μετά από μια τελευταία ματιά, φεύγει απ' το σπίτι, αφήνοντας πίσω όλα τα όνειρα, τις ελπίδες και τις προσδοκίες της, μαζί μ' ένα κομμάτι απ' τη ραγισμένη της καρδιά.
Λίγο αργότερα, αυτή είναι σ' ένα τρένο του ηλεκτρικού για τη Κηφισιά. Δεν ξέρει γιατί διάλεξε αυτόν τον προορισμό. Κάτι μέσα της την τράβηξε εκεί. Κάτι στο αίμα της. Καθώς στεκόταν στο ταμείο των εισιτηρίων και ο υπάλληλος τη ρώτησε πού πηγαίνει, εκείνη απάντησε ...
«Όσο πιο κοντά στο δάσος γίνεται. Στο καταφύγιο μου, με τους λύκους»
Ο υπάλληλος την κοίταξε σαν να ήταν τρελή, αλλά όταν είδε τα κόκκινα μάτια της, δεν είπε τίποτα άλλο. Ίσως μάντεψε ότι δεν υπάρχει περίπτωση οι λύκοι να την βλάψουν περισσότερο απ' όσο οι άνθρωποι.
Είναι ήδη σκοτεινά όταν φτάνει στο σταθμό της Κηφισιάς και βρέχει εδώ και λίγη ώρα. Αυτή ρίχνει μια ματιά στο ρολόι της. Ο Άρης πρέπει να έχει επιστρέψει μέχρι τώρα και θα πρέπει να έχει δει ήδη το DVD. Αυτή είναι σίγουρη ότι αυτή τη στιγμή, αυτός κάθεται στον καναπέ, πίνει το αγαπημένο του ουίσκι και γελάει, κρατώντας το τσεκ ανάμεσα στα δάχτυλά του, ανακουφισμένος που την ξεφορτώθηκε τόσο εύκολα.
Το μόνο που την παρηγορεί λίγο είναι το βλέμμα στο πρόσωπο του Πέτρου όταν ο Άρης τον ενημερώσει ότι η συμφωνία χάλασε και δεν θα πάρει δεκάρα τσακιστή. Η Σελήνη πεθαίνει να δει το αποκρουστικό του πρόσωπο τόσο απεγνωσμένο, αλλά αυτό δεν πρόκειται να συμβεί και ξέρετε γιατί; Γιατί αυτή δεν είναι πια με τον Άρη. Αυτοί χώρισαν. Τον άφησε. Δεν θα την κρατήσει ποτέ ξανά. Δεν θα τη φιλήσει ποτέ ξανά. Δεν θα περάσει ποτέ ξανά τα χέρια του μέσα απ' τα μαλλιά της. Δεν θα την πει ποτέ ξανά "Γατούλα μου". Ποτέ ξανά.
Τα μάτια της υγραίνονται ξανά, αλλά κουνάει το κεφάλι της για να σταματήσει τα δάκρυα. Μπαίνει σ' ένα ταξί και λέει στον οδηγό να την πάει σ' ένα απομονωμένο ξενοδοχείο, κατά προτίμηση, κοντά στο δάσος. Ο ταξιτζής της πρότεινε ένα πολύ κοντά στον Εθνικό Δρυμό της Πάρνηθας, και εκείνη δέχτηκε, παρόλο που είναι αρκετά μακριά από την Κηφισιά που αυτή βρίσκεται τώρα.
«Συγγνώμη που ρωτάω, αλλά γιατί ένα κορίτσι σαν εσένα θέλει ν' απομονωθεί στο δάσος;»
«Όπου κι αν πάω, θα με βρει και δεν θέλω να με βρει. Αυτός δεν θα σκεφτεί ποτέ να με ψάξει στο δάσος»
«Είσαι σίγουρη, κοπέλα μου, ότι δεν θέλεις να σε βρει;»
«Όχι, δεν είμαι, αλλά κατά βάθος ξέρω ότι δεν θα με ψάξει. Δεν με θέλει. Ποτέ δεν με ήθελε. Ήμουν απλά μια δουλειά γι' αυτόν. Αλλά πρέπει να κρατηθώ από κάτι. Χρειάζομαι τουλάχιστον την ψευδαίσθηση ότι με θέλει πίσω και ότι με ψάχνει παντού αλλά δεν μπορεί να με βρει»
Ο συμπαθητικός ταξιτζής, προσπαθώντας να της φτιάξει λίγο το κέφι, βάζει μουσική, αλλά η φωνή του Γιάννη Κότσιρα να τραγουδάει ένα παλιό τραγούδι του Μπάμπη Τσετίνη, κάνει τα πράγματα χειρότερα.
*Ό, τι αρχίζει ωραίο τελειώνει με πόνο, οι πικραμένες καρδιές το ξέρουνε μόνο. ... Είναι κακό στην άμμο να χτίζεις παλάτια, Ο βοριάς θα στα κάνει συντρίμμια, κομμάτια *
Η Σελήνη αρχίζει ξανά να κλαίει με λυγμούς.
«Κλείστε το! Σας παρακαλώ, κλείστε το!»
Ο ταξιτζής κλείνει τη μουσική και την κοιτάζει με συμπόνια μέσα απ' τον καθρέφτη.
«Τι σου έκανε, κορίτσι μου;»
«Μου χάρισε το κλειδί του παραδείσου και μετά άλλαξε την κλειδαριά»
Μία ώρα αργότερα, η Σελήνη έφτασε στο πολυτελές ξενοδοχείο 'Όνειρο' στη μέση ενός γοητευτικού δάσους, αρκετά ψηλά στην Πάρνηθα. Νοίκιασε ένα δωμάτιο, δίνοντας ψεύτικο όνομα. Όταν ο υπάλληλος στην ρεσεψιόν της ζήτησε ταυτότητα, του έδωσε ένα αρκετά μεγάλο ποσό και του είπε να κλείσει το δωμάτιο στο όνομα Ελένη, σκέτο, χωρίς επώνυμο. Διάλεξε αυτό το όνομα γιατί είναι σίγουρη ότι δεν θα περάσει απ' το μυαλό του Άρη ότι αυτή θα χρησιμοποιούσε το όνομα της εκλιπούσας μητέρας του ή το όνομα της μελλοντικής κόρης που ήθελαν και οι δύο να κάνουν.
Αυτή του ζήτησε επίσης να μην πει σε κανέναν γι' αυτήν, όποιος και αν τον ρωτήσει, και ο ρεσεψιονίστ δέχτηκε χωρίς αντίρρηση και άρχισε να της λέει για τις παροχές του ξενοδοχείου, αλλά εκείνη τον διέκοψε λέγοντας ότι ήθελε απλώς να μάθει αν μπορούσε ν' ακούσει τους λύκους τη νύχτα. Κι εκείνος την κοίταξε σαν να ήταν τρελή, όπως και ο υπάλληλος στο σταθμό, αλλά δεν την ένοιαζε. Του χαμογέλασε όταν της είπε ότι όντως υπήρχαν λύκοι στο δάσος και ακούγονταν τη νύχτα. Πήρε το κλειδί και πήγε στο δωμάτιό της, το οποίο είναι αρκετά μεγάλο και αρκετά πολυτελές, αλλά αυτή δεν χάνει χρόνο να κοιτάξει τριγύρω. Αμέσως αρχίζει να σπρώχνει τα έπιπλα στην άκρη. Δεν ξέρει γιατί το κάνει αυτό. Γενικά φαίνεται να της συμβαίνει πολύ από τότε που έμαθε την αλήθεια. Τι στο διάολο έχει πάθει;
Όταν τελειώνει με τα έπιπλα, βγάζει όλα της τα ρούχα και φοράει μόνο το πουκάμισο του Άρη. Το άρωμά του την τυλίγει αμέσως και για λίγα λεπτά νομίζει ότι είναι ξανά στην αγκαλιά του. Η βροχή συνεχίζει να πέφτει και ο άνεμος σφυρίζει μέσα απ' τα δέντρα. Αυτή ανοίγει τα παράθυρα και οι κουρτίνες αρχίζουν να χορεύουν. Η θερμοκρασία στο δωμάτιο πέφτει, αλλά δεν τη νοιάζει. Δεν νιώθει το κρύο μέσα στο πουκάμισό του, όπως δεν το ένιωθε όταν ήταν στην αγκαλιά του. Ένιωθε προστατευμένη εκεί, ένιωθε ασφαλής. Πίστευε ότι τίποτα δεν θα μπορούσε να την αγγίξει. Ποτέ δεν πίστευε ότι αυτός που θα της έκανε κακό θα ήταν αυτός ο ίδιος. Άλλο ένα σκληρό και απάνθρωπο παιχνίδι της μοίρας.
Αυτή κάθεται στη μέση, μπροστά απ' τα ανοιχτά παράθυρα, τυλίγει τα χέρια της γύρω από τα πόδια της και για πρώτη φορά αφήνει τον πόνο να την κόψει στα δύο, φωνάζοντας το όνομά του.
«Άρηηηηηηηηηηη!»
***
~ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΠΑΡΟΝ ~ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΑΥΤΗ ΤΗ ΦΟΡΑ ~
~ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΑΡΗ ~ ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΞΗΜΕΡΩΣΕΙ ~
Ο Ορέστης έχει επιστρέψει κι, εδώ και ώρα, προσπαθεί να βάλει τάξη στο χάος που επικρατεί στο σαλόνι. Ο Άρης κάθεται στην μπερζέρα, κρατώντας ένα ποτήρι ουίσκι, το οποίο συνεχίζει να γεμίζει. Φοράει ακόμα τα ίδια ρούχα που φορούσε όταν βγήκε στο μπαλκόνι, τα οποία έχουν στεγνώσει πάνω του απ' τη ζέστη μέσα στο σπίτι. Η βαθιά φωνή του Παύλου Σιδηρόπουλου βγαίνει μελαγχολική απ' τα ηχεία ...
https://youtu.be/jdKr9noUM44
* Σου γράφω πάλι από ανάγκη. ... Η ώρα πέντε το πρωί. ... Το μόνο πράγμα που 'χει μείνει όρθιο στον κόσμο είσαι εσύ. ... Τι να τις κάνω τις τιμές τους, τα λόγια τα θεατρικά. ... Μες στην οθόνη του μυαλού μου χάρτινα είδωλα νεκρά. ... Να μ' αγαπάς ... Όσο μπορείς να μ' αγαπάς *
«Άρη, δεν μ' αρέσει αυτό που ακούς. Άλλαξε το»
«Τι θα ήθελες να ακούσεις; Νικόλα Άσιμο; Ή μήπως κάτι σε ξένο; Έχω Τζιμ Μόρρισον, Έιμι Γουάινχαους και Γουίτνει Χιούστον»
«Κάποιον που δεν αυτοκτόνησε ή τουλάχιστον, κάποιον που πέθανε από φυσικά αίτια. Από γηρατειά, ας πούμε»
«Τα γηρατειά είναι υπερεκτιμημένα»
«Άρη!»
«Τι;»
«Δεν πιστεύω ν' αρχίσεις πάλι τα ίδια;»
«Ποια ίδια; Τι εννοείς;»
«Ξέρεις πολύ καλά τι εννοώ»
«Αν εννοείς την πρέζα, μην ανησυχείς. Για τώρα τουλάχιστον»
«Άρη, σε παρακαλώ!»
«Άσε με ήσυχο! Θέλω να μείνω μόνος»
Αυτός σηκώνεται και περπατάει με αργά και βαριά βήματα προς την κρεβατοκάμαρα, παίρνοντας μαζί του ένα μπουκάλι ουίσκι.
«Μην πας εκεί μέσα, ρε Άρη. Η μυρωδιά της είναι ακόμα πολύ δυνατή. Οι αναμνήσεις θα σε φάνε ζωντανό»
«Η μυρωδιά της είναι το μόνο που μου έχει απομείνει, ρε Ορέστη»
«Έχεις εμένα»
«Ναι, και είμαι ευγνώμων γι' αυτό, αλλά είναι επίσης και αυτό που με πονάει περισσότερο»
«Δεν καταλαβαίνω»
«Εγώ έχω εσένα, αλλά εκείνη δεν έχει κανέναν. Είμαι σίγουρος ότι είναι κάπου εκεί έξω, μόνη και φοβισμένη. Το μωρό μου δεν έχει κανέναν να μιλήσει, κανέναν να την παρηγορήσει, και αυτό με σκοτώνει»
«Αυτή μπορεί να το χειριστεί. Είναι δυνατή»
«Ναι, αλλά όχι αρκετά δυνατή. Αν είχα λίγο περισσότερο χρόνο ...»
Ο Άρης αρχίζει να βήχει και ο Ορέστης τρέχει κοντά του.
«Γαμώ τον διάολό σου, ρε Άρη! Στο είπα! Έπρεπε ν' αλλάξεις ρούχα. Έλα εδώ»
Ο Ορέστης σέρνει τον Άρη και τον βάζει να ξαπλώσει στον καναπέ. Τρέχει και παίρνει μια κουβέρτα για να σκεπάσει το σώμα του που τρέμει. Αγγίζει το μέτωπό του και μετά του χαϊδεύει το μάγουλο.
«Καίγεσαι, γαμώτο! Στ' ορκίζομαι, ρε ηλίθιε Λύκε! Αν αφήσεις να σου συμβεί κάτι κακό, θα σε σκοτώσω»
«Πώς θα το κάνεις αυτό; Δεν γίνεται»
«Θα βρω έναν τρόπο. Τώρα σκάσε και κάνε αυτό που σου λέω. Θα σου φέρω να πιεις ένα αντιπυρετικό και μετά θα κοιμηθείς. Σύμφωνοι;»
«Θα μείνεις μαζί μου;»
«Πού αλλού να πάω; Ένας Βήτα δεν φεύγει ποτέ απ' το πλευρό του Άλφα του»
Ο Ορέστης τρέχει στο μπάνιο και επιστρέφει με δύο δισκία παρακεταμόλης και ένα ποτήρι νερό. Κάθεται δίπλα στον φίλο του και τον βοηθά σηκώνοντας το κεφάλι του. Ο Άρης καταπίνει τα χάπια και πέφτει ξανά πίσω.
«Σ' ευχαριστώ»
«Να ευχαριστείς τον Θεό που μ' έκανε υπομονετικό και ψυχοπονιάρη. Πέσε για ύπνο τώρα»
Ο Άρης κλείνει τα μάτια του.
«Μου λείπει»
«Το ξέρω. Τώρα, σε παρακαλώ, κοιμήσου. Πρέπει να ξεκουραστείς»
«Ναι. Και ποιος ξέρει; Ίσως μπορέσω να τη δω στα όνειρά μου»
Ο Άρης γυρίζει στο πλάι και βυθίζεται σε έναν βαθύ, αλλά αρκετά ανήσυχο ύπνο. Ο Ορέστης σηκώνεται, πηγαίνει προς το παράθυρο και ρίχνει μια ματιά έξω.
«Πού είσαι, βρε κούκλα μου; Γύρνα πίσω σύντομα, γιατί δεν θ' αντέξει πολύ ακόμα»
~ ΜΙΑ ΒΔΟΜΑΔΑ ΑΡΓΟΤΕΡΑ ~ ΞΑΝΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΑΡΗ ~ ΑΡΓΑ ΤΗ ΝΥΧΤΑ ~
Όπως είπα, έχει περάσει μια ολόκληρη βδομάδα και ακόμα ούτε φωνή ούτε ακρόαση από την Σελήνη. Η συμμορία έχει ψάξει ολόκληρη την Αθήνα και τον Πειραιά και ακόμα τίποτα. Αυτοί ρώτησαν παντού, αλλά κανείς δεν άκουσε ή είδε τίποτα. Ο Νέγρος έστειλε άντρες και πιο έξω απ' την Αττική, αλλά τίποτα.
Ο Άρης εξακολουθεί να υποφέρει από πυρετό, αλλά αρνείται πεισματικά να δει γιατρό. Ο Νέγρος σκέφτηκε να τηλεφωνήσει ακόμη και στον Γιατρό στην Αφρική και να του ζητήσει να επιστρέψει επειγόντως, αλλά ο Άρης του το απαγόρευσε.
Άλλωστε, όλοι γνωρίζουν ακριβώς από τι πάσχει ο αρχηγός τους. Η ψυχή του είναι άρρωστη, όχι το σώμα του, και υπάρχει μόνο ένα φάρμακο γι' αυτή την ασθένεια. Η Σελήνη. Αλλά, αυτή δεν είναι πουθενά. Ίσως αν ήξερε πόσο υποφέρει ο Άρης να εμφανιζόταν.
Ο Ορέστης είναι απελπισμένος. Κάθεται στο σαλόνι με τον Νέγρο ενώ ο Άρης είναι στην κρεβατοκάμαρα.
«Δεν ξέρω, Νέγρο. Δεν ξέρω τι άλλο να κάνω. Είναι κουρέλι. Δεν μου μιλάει πια. Δεν τρώει. Δεν πίνει τίποτα άλλο εκτός από ουίσκι και κλαίει συνέχεια. Κλαίει ακόμα και στον ύπνο του. Όταν δηλαδή καταφέρνει να κοιμηθεί και δεν ξυπνάει ουρλιάζοντας τ' όνομά της. Και μετά είναι κι αυτός ο καταραμένος πυρετός που δεν λέει να πέσει. Ανησυχώ, Νέγρο. Ανησυχώ ότι αυτός θα ...»
«Σταμάτα! Μην τολμήσεις καν να το πεις!»
«Δεν ξέρω, Νέγρο. Αν δεν βρούμε τη Σελήνη σύντομα, κατά προτίμηση τώρα, θα χειροτερέψει επικίνδυνα»
«Δεν καταλαβαίνω πού στο διάολο κρύβεται. Την ψάξαμε παντού. Αυτή πρέπει να πλήρωσε κάποιον για να την κρύψει. Δεν εξηγείτε αλλιώς»
«Της έστειλα μήνυμα στο κινητό, αλλά δεν έχει παραδοθεί. Το έχει ακόμα κλειστό. Αν το ανοίξει και διαβάσει αυτά που της γράφω, είμαι σίγουρος ότι θα φανερωθεί. Ότι κι αν έχει συμβεί, τον αγαπάει πολύ για να τον αφήσει να πεθάνει»
Ο ήχος παράδοσης του μηνύματος στο τηλεφώνου του Ορέστη κάνει και τους δύο άντρες να καρφώσουν τα μάτια τους στη συσκευή.
«Πες μου ότι είναι αυτό που νομίζω»
Ο Ορέστης ελέγχει το τηλέφωνο, αλλά πριν προλάβει ν' απαντήσει στον Νέγρο, αυτό αρχίζει να χτυπάει.
«Αυτή είναι! Σ' ευχαριστώ, Θεέ μου!»
Αλλά προτού δούμε πώς θα πάει η συνομιλία μεταξύ του Ορέστη και της Σελήνης, εμείς θα πάμε πίσω στην ιστορία για να δούμε τι την ώθησε ν' ανοίξει το τηλέφωνό της και τελικά να διαβάσει το μήνυμα του.
~ ΔΩΜΑΤΙΟ ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ ~ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ "ΟΝΕΙΡΟ" ~ ΠΑΡΝΗΘΑ ~
~ ΛΙΓΕΣ ΩΡΕΣ ΠΡΙΝ ~
Όλες αυτές τις μέρες, η Σελήνη είναι σαν ζόμπι. Έχει χάσει κάθε αίσθηση του χρόνου. Δεν ξέρει αν είναι μέρα ή νύχτα. Το μόνο που ξέρει και περιμένει νευρικά είναι το ουρλιαχτό των λύκων. Αυτή τρώει μερικές μπουκιές και πίνει λίγες σταγόνες νερό κάθε μέρα για να μπορεί να σταθεί στα πόδια της. Περνάει τις ώρες της ακούγοντας μουσική και βλέποντας τηλεόραση χωρίς ν' ακούει ή να βλέπει πραγματικά.
Αποφεύγει να κοιμηθεί γιατί κάθε φορά που το κάνει, τον ονειρεύεται. Ξανά και ξανά. Ονειρεύεται ότι είναι ξανά στην αγκαλιά του και τη φιλάει, της χαϊδεύει τα μαλλιά και της λέει πόσο την αγαπάει. Ο πόνος είναι τόσο μεγάλος και η αγωνία τόσο έντονη που κάθε φορά ξυπνάει φωνάζοντας τ' όνομά του. Επίσης, δεν έχει τολμήσει ν' ανοίξει το κινητό της, φοβούμενη ότι δεν θα βρει καμία κλήση ή μήνυμα απ' εκείνον και αυτό θα είναι άλλο ένα σκληρό χτύπημα.
Αλλά μετά τόσες άυπνες νύχτες, αυτή δεν αντέχει άλλο. Πρέπει να κοιμηθεί. Πρέπει να ξεκουραστεί, γιατί αν δεν το κάνει, δεν θ' αντέξει πολύ. Όμως, ο μόνος τρόπος για να γίνει αυτό είναι με υπνωτικά χάπια. Αυτή δεν έχει ξαναπάρει τέτοιου είδους χάπια και ελπίζει ότι θα έχουν αρκετό αποτέλεσμα ώστε να μπορέσει να κοιμηθεί χωρίς όνειρα αυτή τη φορά. Έτσι, λίγα λεπτά και δύο υπνωτικά χάπια αργότερα, αυτή τελικά αποκοιμήθηκε.
Όμως τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως τα είχε σχεδιάσει. Το όνειρο ήρθε ξανά, αλλά αυτή τη φορά είναι διαφορετικό. Είναι πιο ζωντανό και πολύχρωμο. Το μόνο που είναι συνεπές είναι ότι κι αυτό το όνειρο είναι γεμάτο απ' αυτόν.
Αυτή είναι στο δάσος. Είναι μεσημέρι και έχει χιόνι παντού. Φοράει ένα μακρύ, κόκκινο χιτώνα με κουκούλα και κρατά ένα ψάθινο καλάθι γεμάτο φαγητό. Τι στο διάολο είναι αυτό; Θεούλη μου! Αυτή είναι η Κοκκινοσκουφίτσα!
Ξαφνικά ακούγεται μια φωνή από κάπου μακριά. Μια φωνή που αυτή θα αναγνώριζε ανάμεσα σε χιλιάδες. Η φωνή του. Η φωνή του Άρη που φωνάζει τ' όνομά της.
«Σελήνη! Έλα σε μένα, Γατούλα! Έλα κοντά μου!»
Αυτή δεν έχει άλλη επιλογή απ' το να υπακούσει. Δεν μπορεί ν' αντισταθεί. Δεν μπορούσε ποτέ πριν. Δεν μπορεί ούτε και τώρα. Έτσι, αρχίζει να τρέχει μέσα απ' τα δέντρα, ακολουθώντας τη φωνή του, η οποία την οδηγεί σ' ένα ξύλινο σπίτι. Ανεβαίνει τρέχοντας τα σκαλιά της βεράντας. Είναι λίγο φοβισμένη, αλλά δεν σταματάει. Όχι τώρα. Όχι τώρα που είναι τόσο κοντά του. Δεν τον έχει δει εδώ και μέρες. Της λείπει τόσο πολύ.
«Άρη; Είσαι εκεί μέσα; Μίλησέ μου, αγάπη μου. Φοβάμαι»
Η φωνή του ακούγεται πίσω απ' την πόρτα.
«Ναι, Γατούλα, μέσα είμαι. Έλα, μωρό μου. Σε περιμένω!»
Χωρίς άλλο δισταγμό, πιάνει το πόμολο και ανοίγει την πόρτα. Μπαίνει στο σπίτι και είναι όντως εκεί. Στέκεται μπροστά στο τζάκι και όταν τη βλέπει ανοίγει την αγκαλιά του.
«Γλυκιά μου Κοκκινοσκουφίτσα!»
Αυτή τρέχει και ρίχνεται στην αγκαλιά του.
«Άρη μου! Αγάπη μου! Αφέντη μου! Πόσο μου έλειψες!»
«Κι εμένα μου έλειψες, Γατούλα»
«Κράτα με, Άρη. Κράτα με και μην μ' αφήσεις ποτέ ξανά να φύγω»
«Ποτέ, καρδιά μου. Ποτέ ξανά»
Της ρίχνει την κουκούλα πίσω, λύνει το κορδόνι που κρατά τον χιτώνα και τον αφήνει να πέσει στο πάτωμα. Την ξαπλώνει κάτω και πέφτει πάνω της. Όταν αυτή νιώθει ξανά το βάρος του κορμιού του, αναστενάζει. Και οι δύο απλώνουν τα χέρια τους στα πλάγια και μπλέκουν τα δάχτυλά τους.
«Γιατί με άφησες, ψυχή μου;»
«Εσύ γιατί δεν κράτησες την υπόσχεσή σου;»
«Εσύ την κράτησες;»
«Όχι. Όχι. Έπρεπε να σ' αφήσω να μου εξηγήσεις. Συγγνώμη!»
«Κι εγώ δεν έπρεπε να σου πω ψέματα. Συγγνώμη!»
«Άρα, είμαστε πάτσι»
«Ναι, μωρό μου. Είμαστε πάτσι»
«Φίλησέ με»
Όταν τα χείλη του αγγίζουν τα δικά της, το σκηνικό αλλάζει. Αυτοί βρίσκονται έξω στο χιόνι. Είναι νύχτα και υπάρχει ένα τεράστιο ασημένιο φεγγάρι στον ουρανό. Ο Άρης και η Σελήνη στέκονται πρόσωπο με πρόσωπο. Κάνει κρύο και οι ανάσες τους είναι ορατές καθώς μιλάνε.
«Τι συμβαίνει, Άρη μου; Πώς βρεθήκαμε εδώ;»
«Μας τελειώνει ο χρόνος, Γατούλα. Το φεγγάρι ...»
Πριν προλάβει να πει οτιδήποτε άλλο, το σώμα του Άρη αρχίζει ν' αλλάζει. Η μορφή του αλλάζει σχήμα τυλιγμένη μέσα σε μια μαύρη σκιά. Πέφτει στα γόνατά του, ασθμαίνοντας. Η Σελήνη θέλει να τρέξει κοντά του, αλλά τη σταματάει με μια κίνηση του χεριού του.
«Όχι, Σελήνη! Μείνε πίσω! Μην πλησιάζεις!»
«Τι σου συμβαίνει;»
«Η φυγή σου με αλλάζει. Πεθαίνω μακριά σου»
Αυτός ουρλιάζει απ' τον πόνο καθώς τα κόκκαλά του αρχίζουν να σπάνε το ένα μετά το άλλο και ν' αλλάζουν σχήμα. Τα μάτια του την κοιτάζουν παρακλητικά.
«Βοήθησέ με, Σελήνη!»
«Πώς; Πες μου τι να κάνω!»
«Πες μου πού είσαι. Σε ψάχνω, αλλά δεν σε βρίσκω. Πες μου, Σελήνη. Σε παρακαλώ! Είναι ο μόνος τρόπος να με σώσεις!»
«Ναι, θα σου πω! Θα σε σώσω, αγάπη μου!»
Όμως, παρόλο που αυτή θέλει να του αποκαλύψει που είναι, στην πραγματικότητα, είναι πλέον αργά. Αυτός δεν είναι πια ο Άρης. Όχι ο Άρης που όλοι γνωρίζουμε τουλάχιστον. Μπροστά της δεν υπάρχει πια ένας άντρας, αλλά ένας πανέμορφος, τεράστιος, κατάμαυρος λύκος με δύο μεγάλα και πολύ γνώριμα μπλε μάτια, που αναπνέει βαριά και σκάβει το χιόνι με το πόδι του. Αυτή τον κοιτάζει μαγεμένη, αλλά και συντετριμμένη.
«Τι σου έκανα, ψυχή μου;»
Προσπαθεί να τον αγγίξει και απλώνει το χέρι της, αλλά αυτός δεν την αφήνει. Σε κάθε βήμα που κάνει αυτή μπροστά, εκείνος κάνει ένα πίσω.
«Γιατί δεν μ' αφήνεις να σ' αγγίξω;»
Ο λύκος είναι ανένδοτος. Υποχωρεί, αλλά δεν φεύγει. Αυτή θέλει να τον αγγίξει τόσο πολύ. Δεν αντέχει άλλο. Πέφτει στα γόνατα και ξεσπά σε κλάματα.
«Σε παρακαλώ! Γιατί μου το κάνεις αυτό; Άσε με να σ' αγγίξω. Μόνο μία φορά. Μη με τιμωρείς άλλο! Σε ικετεύω!»
Ο λύκος γρυλίζει και προσπαθεί να την τρομάξει, αλλά εκείνη δεν φοβήθηκε ποτέ τους λύκους και αντί να το σκάσει, στέκεται μπροστά του και αρχίζει να ουρλιάζει στο πρόσωπό του.
«Όχι! Όχι! Όχι! Ό,τι και να κάνεις, δεν σε φοβάμαι! Και ξέρεις γιατί; Γιατί είμαι σαν εσένα! Είμαι κι εγώ μια λύκαινα! Μ' ακούς, πεισματάρικο ζώο; Μια λύκαινα!»
Και τότε συμβαίνει κάτι ακόμα πιο περίεργο. Ο λύκος κάθεται στα πίσω του πόδια και αρχίζει να μιλάει με ανθρώπινη φωνή, και μάλιστα, μια συγκεκριμένη και πολύ ιδιαίτερη φωνή, την φωνή του Άρη.
«Το ήξερα, μωρό μου. Ήμουν σίγουρος ότι το είχες μέσα σου. Είσαι σαν εμένα, και γι' αυτό δεν μπορείς να μείνεις μακριά μου. Είσαι μια λύκαινα και χρειάζεσαι τον λύκο σου»
«Άρη...;»
«Ναι, μωρό μου, εγώ είμαι, αλλά δεν έχουμε πολύ χρόνο. Κινδυνεύω και μόνο εσύ μπορείς να με σώσεις»
«Πώς; Πες μου πώς»
«Ξύπνα, Γατούλα, και άνοιξε το τηλέφωνό σου. Τώρα!»
Η Σελήνη πετάγεται απ' τον ύπνο της ουρλιάζοντας. Περνάει τα χέρια της μέσα απ' τα μαλλιά της, προσπαθώντας να πάρει ανάσα μετά το έντονο όνειρο.
«Τι στο διάολο ήταν αυτό; Τώρα μιλάω με λύκους; Θεέ μου! Χάνω το μυαλό μου. Δεν υπάρχει άλλη εξήγηση. Όμως ... Τι μου είπε; Το τηλέφωνο! Πού είναι το τηλέφωνό μου;»
Αυτή πηδάει απ' το κρεβάτι και τρέχει στο μπάνιο όπου είχε αφήσει την τσάντα της. Ψάχνει και βρίσκει το τηλέφωνο και το ενεργοποιεί με χέρια που τρέμουν. Όταν πιάνει σήμα, υπάρχει μια πλημμύρα μηνυμάτων.
«Ω, Θεέ μου! Άρη μου ...»
Πενήντα τρία μηνύματα και εξήντα δύο κλήσεις απ' τον Άρη και ένα μονάχα μήνυμα απ' τον Ορέστη. Το ένστικτο της την οδηγεί να διαβάσει πρώτα το μήνυμα του Ορέστη, αλλά όταν το κάνει, ο κόσμος καταρρέει κάτω από τα πόδια της.
"Σελήνη, σε παρακαλώ! Τηλεφώνησέ μου το συντομότερο. Είναι ζήτημα ζωής και θανάτου. Του θανάτου του Άρη. Σε ικετεύω! Δεν έχω την πολυτέλεια να χάσω τον φίλο μου"
Χωρίς να χάσει άλλο χρόνο, αυτή τηλεφωνεί στον Ορέστη ...
***
~ ΠΙΣΩ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΑΡΗ ~
Ο Ορέστης δέχεται αμέσως την κλήση.
«Σελήνη; Δόξα τω θεώ!»
«Ορέστη ...»
«Πού είσαι, βρε κούκλα μου; Σε ψάχνουμε παντού. Γιατί το έκανες αυτό στον Άρη;»
«Πώς είναι, Ορέστη;»
«Δεν είναι καλά, κούκλα. Υποφέρει μακριά σου»
«Μα πώς; Πώς γίνεται αυτό; Νόμιζα ...»
«Πες μου πού είσαι. Θα 'ρθω να στα εξηγήσω όλα»
«Γιατί δεν έρχεται εκείνος;»
«Δεν μπορεί, γλυκιά μου. Αυτός δεν μπορεί ούτε καν να σηκωθεί απ' το κρεβάτι»
«Χριστέ μου!»
«Γι' αυτό πρέπει να μου πεις πού είσαι. Σε παρακαλώ, Σελήνη!»
Το αγγελούδι και το διαβολάκι επανεμφανίζονται στους ώμους της Σελήνης και αρχίζουν να τσακώνονται.
«Τι περιμένεις, Σελήνη; Δεν άκουσες τι είπε ο Ορέστης; Ο Άρης υποφέρει. Πιστεύεις ότι του αξίζει κάτι τέτοιο; Είναι πραγματικά ασυγχώρητο αυτό που έκανε; Δεν του αξίζει μια ευκαιρία να εξηγηθεί;»
«Όχι! Μας τελείωσαν οι ευκαιρίες. Δεν του αξίζει τίποτα άλλο παρά μόνο η τιμωρία. Μην το κάνεις, Σελήνη. Αυτοί δεν μπορούν να σε βρουν. Χρησιμοποιήστε αυτό και άστον να υποφέρει! Άφησε τον να πεθάνει!»
Σοβαρά όμως τώρα, υπάρχει κάποιο δίλημμα εδώ; Θα μπορούσε ποτέ η Σελήνη να κάνει κάτι τέτοιο στον Άρη; Όχι, δεν θα μπορούσε ποτέ να το κάνει αυτό. Γι' αυτό σφαλιαρίζει το διαβολάκι απ' τον ώμο της και ...
«Είμαι στην Πάρνηθα. Ξενοδοχείο "Όνειρο". Δωμάτιο εξήντα πέντε»
«Μα ψάξαμε εκεί. Πως ...;»
«Δωροδόκησα τον ρεσεψιονίστ»
«Είσαι απίστευτη! Τέλος πάντων! Θα είμαι εκεί όσο πιο γρήγορα μπορώ. Σ' ευχαριστώ, Σελήνη. Απ' τα βάθη της καρδιάς μου»
Ο Ορέστης τερματίζει την κλήση και τρέχει στην κρεβατοκάμαρα. Ο Άρης κοιμάται, αν μπορείς να αποκαλέσεις ύπνο αυτό που κάνει. Ο Ορέστης πηγαίνει κοντά του και αγγίζει το καυτό του μέτωπο.
«Την βρήκα, Λύκε. Την βρήκα και πάω να στη φέρω. Κάνε λίγο ακόμα υπομονή!»
Επιστρέφει στο σαλόνι και απευθύνεται στον Νέγρο, ο οποίος έχει ήδη ενημερώσει τους άλλους για τις εξελίξεις.
«Νέγρο, μείνε μαζί του. Θα ξυπνήσει σύντομα, ουρλιάζοντας προφανώς. Δώστου ότι σου ζητήσει, αλλά όχι ουίσκι. Αν ρωτήσει για μένα, μην του πεις την αλήθεια. Ας μην του δώσουμε ψεύτικες ελπίδες. Δεν ξέρουμε ακόμα τι θα αποφασίσει η Σελήνη. Πες του ότι πάω στη μητέρα μου. Έτσι κι αλλιώς δεν ξέρει αν είναι μέρα ή νύχτα και δεν θα καταλάβει τη διαφορά. Εντάξει;»
«Εντάξει. Μην ανησυχείς. Μπορώ να χειριστώ τον Λύκο»
«Μπορεί, αλλά όχι όταν είναι πληγωμένος. Τέλος πάντων! Καλή τύχη»
«Και σε σένα»
Ο Ορέστης αρπάζει το μπουφάν του και φεύγει ενώ ο Νέγρος κάθεται στον καναπέ και ανοίγει την τηλεόραση.
«Ήξερα ότι η αρκούδα είναι επικίνδυνη όταν είναι πληγωμένη, όχι ο λύκος. Γηράσκω αεί διδασκόμενος όπως είπε και ο σοφός Σόλων. Όσο ζω μαθαίνω»
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro