
Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται
~ ΑΡΚΕΤΗ ΩΡΑ ΑΡΓΟΤΕΡΑ ~
~ ΑΚΟΜΑ ΣΤΗΝ ΚΡΕΒΑΤΟΚΑΜΑΡΑ ΤΟΥ ΑΡΗ & ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ ~
Ο Άρης βγαίνει απ' το μπάνιο σφυρίζοντας και επιστρέφει στο κρεβάτι, όπου η Σελήνη κάθεται αναπαυτικά στα μαξιλάρια κάπως σκεπτική. Καθώς αυτός ξαπλώνει δίπλα της, εκείνη ανακάθεται.
«Τι σκέφτεσαι αυτή τη στιγμή, μωρό μου;»
«Πώς ξέρεις ότι σκέφτομαι;»
«Ευκολάκι. Σμίγεις τα φρύδια σου όταν σκέφτεσαι. Έλα, πες μου»
«Σκέφτομαι τη Μαργιάννα»
Αυτός γέρνει πίσω αγκομαχώντας.
«Τι σκέφτεσαι γι' αυτήν;»
«Πώς να την ξεφορτωθώ και ...»
«Και τι άλλο;»
«Ότι τη λυπάμαι. Πρέπει να είμαι πολύ προσεκτική μαζί της. Αυτή η γυναίκα ζει σε μια ουτοπία εδώ και δεκαεπτά χρόνια. Απ' όλα όσα μου είπες, ζει και αναπνέει περιμένοντας την μέρα που θα σε δει, και τώρα πρέπει να σε κρατήσω μακριά της. Θα της κοστίσει ακριβά. Μπορεί να πάθει νευρικό κλονισμό ή ποιος ξέρει τι άλλο. Πες μου κάτι. Της έχεις πει ποτέ ότι την αγαπάς ή κάτι παρόμοιο;»
«Πραγματικά δεν μπορώ να πιστέψω τη συζήτηση που κάνουμε αυτή τη στιγμή. Πώς μπορείς και με ρωτάς αυτό το πράγμα;»
«Πρέπει να ξέρω, Άρη. Πρέπει να ξέρω ακριβώς τι της έχεις πει για να μπορέσω να βρω τον καλύτερο τρόπο να την αντιμετωπίσω. Αν όλα αυτά τα χρόνια της έλεγες ότι την αγαπάς, αλλά δεν μπορείς να εγκαταλείψεις τη ζωή σου εδώ, τότε πρέπει να είμαι συμπονετική μαζί της. Πώς να στο πω; Πρέπει να την αντιμετωπίσω σαν θύμα και όχι σαν θύτη. Καταλαβαίνεις τι εννοώ;»
Αυτός καλύπτει το πρόσωπο του με τα χέρια του.
«Ναι, και μισώ τον εαυτό μου που σε βάζω ξανά σε μια τόσο άθλια θέση. Συγγνώμη, Γατούλα!»
Αυτή τον καβαλάει και του βγάζει τα χέρια απ' το πρόσωπο.
«Έη! Έη! Τι κάνεις τώρα; Δεν τα είπαμε αυτά; Δεν έχεις ν' απολογηθείς για τίποτα, καταλαβαίνεις; Ό,τι έχω κάνει μέχρι τώρα, αυτό που κάνω τώρα και ό,τι χρειαστεί να κάνω στο μέλλον, το κάνω με χαρά γιατί το κάνω για σένα. Μόνο για σένα. Θα έκανα τα πάντα για σένα»
«Δεν μου αξίζεις, ρε γαμώτο!»
«Μην λες βλακείες. Μου αξίζεις και σου αξίζω. Είμαστε φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον. Χώνεψε το και σταμάτα να κατηγορείς τον εαυτό σου γιατί αν συνεχίσεις να μιλάς άσχημα για τον άντρα που αγαπάω, θα σε κλωτσήσω. Το κατάλαβες, Λύκε, ή θέλεις να στο ζωγραφίσω;»
«Εεεε ... Νομίζω ότι ήσουν αρκετά σαφής»
«Τέλεια! Και τώρα που το ξεκαθαρίσαμε, απλά απαντήστε στην ερώτηση μου»
«Όχι, μωρό μου. Δεν της είπα ποτέ ότι την αγαπάω. Δεν θα έλεγα ποτέ τέτοιο ψέμα σε μια γυναίκα. Μόνο σε δύο γυναίκες έχω πει αυτά τα λόγια»
«Δύο;»
«Ναι. Σ' εσένα και στη μάνα μου»
«Α! Εντάξει. Τώρα πες μου πώς ήταν οι συναντήσεις σας. Τι κάνατε εσείς οι δύο; Πού πηγαίνατε;»
«Δεν μιλάς σοβαρά τώρα; Δεν πρόκειται να στο πω αυτό»
«Μην τρελαίνεσαι. Δεν εννοώ με λεπτομέρειες. Ακόμα κι εγώ έχω τα όρια μου»
«Κάτι είναι κι αυτό, υποθέτω. Τέλος πάντων! Τις περισσότερες φορές την άφηνα να περιμένει για ώρες στο κλαμπ και βρισκόμουν μαζί της μόνο για λίγα λεπτά. Ένα στα γρήγορα και μετά την έστελνα στο αεροδρόμιο. Άλλες φορές, όταν είχα όρεξη, περνούσαμε την ώρα μας στο δωμάτιο του ξενοδοχείου»
«Ναι. Μχμμμ ... Φτάνει! Νομίζω ότι κατάλαβα»
«Τελειώσαμε επιτέλους μαζί της;»
«Όχι. Υπάρχει κάτι ακόμα»
Αυτός αναστενάζει.
«Πες το»
«Είπες ότι κάθε φορά έρχεται και σε βρίσκει στο κλαμπ τα μεσάνυχτα»
«Ναι»
«Ωραία. Πάρε τηλέφωνο τον Νέγρο και πες του όταν εμφανιστεί απόψε, να της πεις ότι την περιμένεις στο καινούργιο σου σπίτι. Πες του να την βάλει στ' αμάξι και να την φέρει εδώ»
«Εδώ; Τι έχεις στο μυαλό σου, Γατούλα;»
«Μ' εμπιστεύεσαι, Λύκε;»
«Με τη ζωή μου και το ξέρεις»
«Τότε κάνε αυτό που σου λέω και μη ρωτάς. Θα τα μάθεις όλα απόψε τα μεσάνυχτα»
«Εντάξει, Γατούλα. Ό,τι πεις!»
«Υπέροχα! Τώρα σήκω και ντύσου. Πρέπει να πάμε κάτω. Χρειάζομαι να μιλήσω με τα κορίτσια»
Αυτή σηκώνεται κι αρχίζει να ντύνεται, πετώντας του το παντελόνι του. Αυτός το πιάνει, αλλά απ' ότι φαίνεται, έχει κάτι άλλο στο μυαλό του.
«Όχι τόσο γρήγορα, Γατούλα»
«Γιατί όχι;»
«Επειδή έχουμε πολλές ώρες μέχρι τα μεσάνυχτα και θέλω να χαϊδέψω λίγο την κοιλίτσα σου»
«Έη! Δεν είμαι σκύλα, ξέρεις»
«Είσαι λύκαινα, και είναι το ίδιο. Έλα αμέσως πίσω στο κρεβάτι»
«Αυτό είναι εντολή ή παράκληση;»
«Εσύ τι θέλεις να είναι;
Αυτή αναστενάζει.
«Εντολή. Μου έχει λείψει τόσο πολύ»
«Το ξέρω, μωρό μου. Κι εμένα, αλλά υπάρχει ένας πολύ καλός λόγος γι' αυτό, έτσι δεν είναι;»
Αυτή ξαπλώνει δίπλα του στο κρεβάτι, αγγίζοντας τη κοιλιά της που έχει φουσκώσει ελάχιστα, αλλά ορατά.
«Ναι. Το κουταβάκι μας εδώ μέσα. Αυτός είναι ο πιο σημαντικός λόγος απ' όλους. Αλλά σε άκουσε και τώρα θέλει ένα φιλί απ' τον μπαμπά του»
«Έτσι, ε; Ας μη τ' αφήσουμε να περιμένει τότε»
«Μμμμ ...»
Αυτός ξαπλώνει πάνω της κι αρχίζει να της αφήνει μικρά, απαλά φιλιά στην κοιλιά της, εκεί όπου της αρέσει πολύ να τη φιλάει, κάτω απ' τον αφαλό της. Μετά, αυτός ανεβαίνει πιο ψηλά και επεκτείνει τα φιλιά του στο στήθος και το λαιμό της, μέχρι το στόμα της. Τα χέρια του θωπεύουν το κορμί της, που δονείται κάτω απ' το άγγιγμα του.
«Άρη μου ...;»
«Τι; Δεν είναι ικανοποιημένο το κουτάβι μας; Θέλει κι άλλο;»
«Όχι. Αυτό ικανοποιήθηκε. Τώρα όμως θέλει κάτι άλλο»
«Τι άλλο;»
«Να φροντίσεις τη μαμά του»
«Πολλά δεν ζητάει;»
«Είναι κάτι που κληρονόμησε απ' τον μπαμπά του»
«Μχμμμ ... Άρα, ο μπαμπάς πρέπει να πληρώσει το τίμημα, ε;»
«Με ιδρώτα και άλλα είδη σωματικών υγρών»
Αυτός ξεσπάει σε γέλια και την τραβάει μαζί του πριν πέσει πάνω της κι αρχίσει να πληρώνει το πολύ, πολύ ευχάριστο τίμημα.
Αρκετή ώρα αργότερα, μετά το δείπνο, η οικογένεια είναι μαζεμένη στο σαλόνι, όπως κάθε βράδυ, μαζί με δύο μπουκάλια. Ένα Johhny Blue και ένα Μπέρμπον Τριάντα ετών. Τα παιδιά μόλις καληνύχτισαν και πήγαν για ύπνο στο σπίτι του Βίκου. Η Μαίρη τα έστειλε εκεί γιατί, αφού μίλησε με τη Σελήνη και τις άλλες γυναίκες αποφάσισαν να υποδεχτούν τη Μαργιάννα εκεί, και δεν ήθελε να ακούσουν κάτι σε περίπτωση που τα πράγματα βγουν εκτός ελέγχου. Ο Άρης, μετά την διαβεβαίωση της Σελήνης, φαίνεται ότι έχει ξεπεράσει τις ενοχές του για την καινούργια αναστάτωση που προκαλεί το αμαρτωλό παρελθόν του στην οικογένεια. Όμως, όπως θα δούμε παρακάτω, τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. Ο Οδυσσέας πίνει μια γουλιά απ' το ποτό του και απευθύνει μια ερώτηση στη Σελήνη.
«Λοιπόν, τώρα που έφυγαν τα παιδιά, Καρπουζάκι, τι θα κάνεις μ' αυτό το καινούργιο πρόβλημα που λέγεται Μαργιάννα; Πώς θα σώσεις τον Λύκο σου αυτή τη φορά;»
Η Μαίρη του πετάει ένα μαξιλάρι.
«Κλείσε το στόμα σου επιτέλους!»
«Γιατί, Μπισκοτάκι; Αν κλείσω το στόμα μου θ' αλλάξει κάτι;»
Η Σελήνη νεύει.
«Μην τον μαλώνεις, Μαίρη. Έχει δίκιο. Δεν θ' αλλάξει τίποτα»
Ο Άρης ρουθουνίζει.
«Ευχαριστώ, Οδυσσέα. Μόλις μου έδωσες πίσω τις ενοχές μου»
Ο Τζάκος παίρνει το ποτήρι του.
«Έλα τώρα, ρε φίλε. Γιατί νιώθεις ένοχος; Δεν φταις εσύ»
Ο Ορέστης συμφωνεί.
«Αυτό του λέω κι εγώ, αλλά δεν μ' ακούει»
Ο Άρης κουνάει το χέρι του.
«Μην προσπαθείτε να με κάνετε να νιώσω καλύτερα. Εγώ φταίω. Θα μπορούσα να το είχα σταματήσει όλο αυτό. Προσπάθησα, αλλά ίσως όχι αρκετά»
Η Μαίρη, πάντα συμπονετική, αλλά και διορατική, προσπαθεί να τον πείσει.
«Μην το λες αυτό, Άρη. Τα πράγματα μπορεί να μην είναι όπως φαίνονται»
«Τι υποτίθεται ότι σημαίνει αυτό;»
«Σημαίνει ότι ίσως η κυρία Μαργιάννα Λαζαρίδου δεν είναι το θύμα εδώ και εσύ δεν είσαι το άκαρδο κάθαρμα που την κρατάει αιχμάλωτη όλα αυτά τα χρόνια»
«Δεν ξέρω τι προσπαθείς να πεις. Αυτό που ξέρω είναι ότι γι' άλλη μια φορά βάζω τη Σελήνη σε μια άθλια θέση και την αναγκάζω να καθαρίσει το χάλι που δημιούργησα»
Η Σελήνη γυρίζει τα μάτια της.
«Πάλι τα ίδια; Δεν το ξεκαθαρίσαμε αυτό, Λύκε;»
«Ναι, εντάξει!»
Η Θαλασσινή προσπαθεί ν' αλλάξει την κουβέντα.
«Είναι πραγματικά απίστευτο. Για δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια, αυτή η γυναίκα κάνει ένα τόσο μεγάλο ταξίδι μόνο και μόνο για να περάσει είκοσι τέσσερις ώρες μ' έναν άντρα. Δεν ξέρω αν θα μπορούσα να το κάνω αυτό»
Ο Βίκος την κοιτάζει.
«Ούτε καν για μένα;»
«Όχι, Βασιλιά μου. Ούτε καν για σένα και ξέρεις γιατί; Γιατί όλα αυτά είναι μόνο αλάτι στην πληγή»
Η Χλόη συμφωνεί.
«Συμφωνώ μαζί σου. Αν συνεχίζεις μια τόσο περίεργη κατάσταση, το μόνο που κάνεις είναι κακό στον εαυτό σου. Αν αυτή έμενε μακριά, θα τον ξεχνούσε κάποια στιγμή. Μάτια που δεν βλέπονται ... Κ.λπ.»
Ο Ορέστης διαφωνεί.
«Αυτό συμβαίνει όταν υπάρχει αγάπη, Ομορφιά μου. Αλλά η Μαργιάννα δεν αγαπάει τον Άρη. Έχει εμμονή μαζί του. Δεν είναι το ίδιο πράγμα. Όταν τη γνωρίσεις, θα καταλάβεις τι εννοώ»
Ο Αλέκος γεμίζει ξανά το ποτήρι του.
«Ξέρετε τι ή καλύτερα ποια μου θυμίζουν όλα αυτά; Την Λίζα»
Ακούγοντας αυτό το όνομα, ο Τζάκος ανατριχιάζει.
«Μη συγκρίνεις ανόμοια πράγματα, αδερφέ. Εκείνη η σκύλα ήταν μια ψυχρή δολοφόνος που κατέστρεφε ό,τι δεν μπορούσε να έχει, και γι' αυτό κατέληξε εκεί που ανήκει, να σαπίζει σ' ένα κελί φυλακής και μακάρι να ψοφήσει εκεί μέσα»
Η Μαίρη του πιάνει το χέρι.
«Πρίγκιπα, σε παρακαλώ!»
Ο Άρης αδειάζει μονορούφι το ποτήρι του και το ξαναγεμίζει.
«Πρόσεχε τι εύχεσαι, φιλαράκο. Ίσως όλο αυτό το μίσος επιστρέψει σε σένα και χρειαστεί να κάνεις πράγματα που ούτε τα φαντάζεσαι. Πίστεψε με! Μιλάω εκ πείρας»
Ο Τζάκος όμως έχει ένα καλό επιχείρημα.
«Πες μου κάτι, Άρη. Αν η Αλίκη δεν σκότωνε τη μητέρα μου, πώς θα ένιωθες γι' αυτήν; Θα ήθελες να τη σκοτώσεις με τα ίδια σου τα χέρια, ναι ή όχι;»
«Ναι»
«Καταλαβαίνεις τώρα ότι ο μόνος τρόπος που μπορώ να σκοτώσω το μίσος που νιώθω για εκείνη είναι να σταματήσει ν' αναπνέει;»
«Έτσι όπως το λες, έχεις δίκιο»
Ο Βίκος χτυπάει τα δάχτυλα του.
«Έη! Έη! Φτάνει τώρα! Αλλάξτε θέμα»
Οι άλλοι εγκρίνουν και επαυξάνουν, αλλά πριν πουν οτιδήποτε, ο ήχος του τηλεφώνου του Άρη τους διακόπτει και τους κάνει όλους να κοιτούν επίμονα τη συσκευή στο τραπέζι. Ο Ορέστης καγχάζει.
«Και αυτή είναι εδώ, κυρίες και κύριοι. Ακριβώς στην ώρα της»
Ο Άρης αρπάζει το τηλέφωνο και κοιτάζει την οθόνη.
«Δεν είναι η Μαργιάννα. Ο Νέγρος είναι»
Ο Ορέστης τον κοιτάζει.
«Το ίδιο είναι. Είμαι σίγουρος ότι σου τηλεφωνεί για να σου πει ότι αυτή εμφανίστηκε στο κλαμπ. Έλα, σήκωσε το»
Ο Άρης σέρνει το δάχτυλο του στην οθόνη και βάζει το τηλέφωνο στ' αυτί.
«Πες μου, Νέγρο. ... Εντάξει. Την ψάξατε; ... Και τη βαλίτσα; ... Εντάξει. Φερ' την εδω. ... Όχι. Μην απαντήσετε σε καμία ερώτηση. Βαλ' την στη θέση της αν χρειαστεί. ... Ναι. ... Εντάξει. Τα λέμε σε λίγο»
Αυτός τερματίζει την κλήση και πετάει το τηλέφωνο στο τραπεζάκι του καφέ. Ο Ορέστης τον κοιτάζει ακόμα.
«Λοιπόν; Είχα δίκιο, έτσι δεν είναι;»
«Ναι. Πήγε στο κλαμπ και απ' αυτά που τους είπε, ο Νέγρος δεν πιστεύει ότι ξέρει τίποτα για τη Σελήνη. Τα νέα δεν έφτασαν ποτέ στην Αυστραλία»
Η Σελήνη τρίβει τα χέρια της.
«Καλύτερα. Αν δεν ξέρει ποια είμαι, θα μπορέσω να την εκθέσω πιο εύκολα»
Ο Οδυσσέας την στραβοκοιτάζει.
«Τι λες, Καρπουζάκι;»
«Θα δεις. Τι σου είπε ο Νέγρος, Άρη μου;»
«Την φέρνει εδώ μαζί με τον Φράνκο, όπως ακριβώς διέταξες, αφεντικό. Θα είναι εδώ σε σαράντα πέντε λεπτά»
«Θα προσποιηθώ ότι δεν κατάλαβα τον σαρκασμό σου και θα σου πω αυτό. Όταν φτάσει, εσύ θ' ανέβεις πάνω και θα περιμένεις στην κρεβατοκάμαρα. Δεν θα εμφανιστείς καθόλου»
«Κι αν ξεφύγει ο έλεγχος;»
Η Μαίρη εξανίσταται.
«Μας προσβάλλεις Λύκε. Νομίζεις ότι θ' αφήσουμε αυτή τη σκύλα ν' αγγίξει τη Σελήνη; Θα πρέπει πρώτα να περάσει από εμάς τις τρεις»
Ο Οδυσσέας συνοφρυώνεται.
«Δεν ξέρω για σας, παιδιά, αλλά εγώ δεν θα ήθελα με τίποτα να είμαι στη θέση της Μαργιάννας»
Όλοι οι άλλοι συμφωνούν και η Μαίρη χαμογελάει. Τότε, ο Τζάκος απευθύνεται στον Άρη.
«Λοιπόν, Άρη; Τι θα γίνει;»
Αυτός κοιτάζει τη Σελήνη κι εκείνη χαμογελάει.
«Είσαι σίγουρη γι' αυτό;»
«Ναι»
«Εντάξει λοιπόν. Ας γίνει αυτό που θέλεις»
Σαράντα πέντε λεπτά αργότερα, ο Μιχάλης, ο επικεφαλής της ασφάλειας, ενημερώνει για την άφιξη των καλεσμένων και οι άνδρες σηκώνονται και ετοιμάζονται ν' ανέβουν πάνω. Ο Τζάκος δίνει ένα φιλί στην Μαίρη.
«Αγγελούδι μου, πάρε με, βάλε το τηλέφωνο στο τραπέζι και κράτα τη γραμμή ανοιχτή»
«Γιατί όλα αυτά;»
«Για να μπορούμε ν' ακούμε τη συζήτηση, για παν ενδεχόμενο»
«Εντάξει, Πρίγκιπα»
Οι άλλοι ανεβαίνουν τις σκάλες, αλλά ο Άρης μένει πίσω και σκύβει στ' αυτί της Σελήνης.
«Συγγνώμη ξανά για όλα αυτά, Γατούλα»
Εκείνη, χαμογελώντας, του δίνει ένα μπατσάκι στον πισινό.
«Δώσε μου ένα φιλί, Λύκε, και φύγε από δω πριν σε χτυπήσω κι άλλο»
Αυτός της δίνει ένα πεταχτό φιλί στα χείλη.
«Ποιος είναι ο αφέντης είπαμε;»
«Εσύ. Ξουτ τώρα!»
Αυτός φεύγει και η Σελήνη τρίβει ξανά τα χέρια της.
«Και τώρα, κορίτσια μου, είναι ώρα για δράση!»
Η Μαίρη χτυπάει παλαμάκια.
«Ω, Θεέ μου! Ανυπομονώ να τη γνωρίσω»
Όταν συνειδητοποιεί την γκάφα της, χαμογελάει αμήχανα.
«Συγγνώμη, Σελήνη»
«Μην απολογείσαι. Το ίδιο ισχύει και για μένα»
Η Χλόη κουνάει το κεφάλι της.
«Θαυμάζω την ψυχραιμία σου, φεγγαράκι»
Η Θαλασσινή χαμογελάει.
«Καημένη Μαργιάννα! Η Γατούλα μας μόλις έβγαλε νύχια»
Η Σελήνη κάνει την γατίσια κίνηση με τα χέρια της και όλες γελούν. Λίγα λεπτά αργότερα, ο Νέγρος περνάει το κατώφλι μαζί με μια πολύ όμορφη και εντυπωσιακή ξανθιά γυναίκα γύρω στα τριάντα πέντε. Τα παγωμένα γκρίζα μάτια της κοιτούν τριγύρω αναζητώντας το αντικείμενο του πόθου της. Τα κόκκινα, σαρκώδη χείλη της είναι ανοιχτά και ψιθυρίζουν στον εαυτό της. Το υπέροχο σώμα της είναι σφιγμένο, φανερώνοντας την αμηχανία και την προσμονή της. Η Σελήνη, κοιτάζοντας τις άλλες γυναίκες, τους ψιθυρίζει.
«Πλάκα μου κάνεις! Αυτή είναι υπέροχη!»
Η Μαίρη την σκουντάει ελαφρά.
«Έλα, Σελήνη! Δεν έχεις λόγο να τη ζηλεύεις. Είσαι πολύ καλύτερη»
Η Χλόη συμφωνεί.
«Έχει δίκιο η Μαίρη, αλλά για να είμαστε δίκαιοι, αυτή μοιάζει με μοντέλο»
Η Θαλασσινή έχει ένα προαίσθημα.
«Δεν μπορεί να είναι τέλεια. Ας περιμένουμε λίγο»
Η Σελήνη στενεύει τα μάτια της και σκύβει λίγο προς το τηλέφωνο.
«Λύκε, όταν τελειώσω μ' αυτό, θύμισε μου να σε πυροβολήσω ανάμεσα στα μάτια!»
Ο Νέγρος, ακολουθώντας την εντολή της Σελήνης, απευθύνεται στη Μαίρη.
«Κυρά μου, η κυρία Μαργιάννα Λαζαρίδου»
Η Μαίρη σηκώνεται απ' τη θέση της.
«Ευχαριστώ, Νέγρο. Μπορείς να πηγαίνεις, αλλά μην απομακρυνθείς»
Ο Νέγρος υποκλίνεται λίγο, γυρίζει και φεύγει. Η Μαίρη, χαμογελώντας, προσφέρει το χέρι της στη Μαργιάννα, η οποία δέχεται τη χειραψία.
«Καλησπέρα, κυρία Λαζαρίδου. Είμαι η Μαίρη Αυγέρη. Καλώς ήρθατε στο σπίτι μου»
Η Μαργιάννα χαμογελάει.
«Ξέρω ποια είστε, κυρία Αυγέρη, και είναι τιμή μου που σας γνωρίζω. Είμαι μεγάλη θαυμάστρια της τέχνης σας. Είστε πολύ ταλαντούχα»
«Δεν ήξερα ότι η φήμη μου έχει φτάσει στην Αυστραλία. Όπως και να 'χει, ευχαριστώ. Παρακαλώ, καθίστε»
«Με συγχωρείτε, αλλά είμαι εδώ για να δω τον Άρη ... Εεεε ... Τον κύριο Λυκουρόπουλο»
«Ξέρω, κυρία Λαζαρίδου. Παρακαλώ, καθίστε. Ο κύριος Λυκουρόπουλος θα είναι εδώ σε λίγο»
Η Μαργιάννα χαμογελάει αμήχανα και λίγο μπερδεμένα και κάθεται δίπλα στη Σελήνη, που της χαρίζει ένα σαρδόνιο χαμόγελο. Η Μαίρη αναλαμβάνει τις συστάσεις.
«Επιτρέψτε μου να σας συστήσω τις άλλες κυρίες της οικογένειας. Από δω η κυρία Θαλασσινή Δρακογιάννη»
Η Μαργιάννα κοιτάζει την Θαλασσινή σκεπτική.
«Δρακογιάννη; Αυτό το όνομα μου είναι οικείο. Μα, φυσικά! Ο μέντορας του Άρη, ο Βικέντιος. Έχετε κάποια σχέση μαζί του;»
«Αρκετά στενή θα έλεγα. Είμαι παντρεμένη μαζί του»
«Αλήθεια;»
«Τον γνωρίζετε;»
«Δυστυχώς όχι προσωπικά. Έχω δει το πορτρέτο του στο γραφείο του Άρη στο κλαμπ και τον ρώτησα σχετικά»
Η Σελήνη γρυλίζει υπόκωφα, αλλά κρατάει το στόμα της κλειστό. Η Μαίρη συνεχίζει.
«Από δω είναι η δεσποινίς Χλόη Νουβάκη, η σύντροφος του κυρίου Ριζόπουλου»
«Του Ορέστη; Ω, Θεέ μου. Ο γλυκός μου ο Ορέστης»
«Συγγνώμη;»
Η Χλόη παίρνει θέση επίθεσης, αλλά η Σελήνη την κλωτσάει κάτω απ' το τραπέζι για να τη συγκρατήσει, ενώ η Μαργιάννα, συνειδητοποιώντας το ολίσθημα της, προσπαθεί να ζητήσει συγγνώμη, αλλά κάνει τα πράγματα χειρότερα.
«Όχι! Όχι! Όχι! Μην με παρεξηγήσετε, δεσποινίς. Δεν εννοούσα τίποτα πονηρό. Ο Ορέστης είναι απλώς ένας γλυκός και καλός φίλος για μένα. Βλέπετε, δεν υπάρχει άλλος άντρας για μένα εκτός απ' τον Άρη»
Η Μαίρη, βλέποντας ότι η Σελήνη δεν θ' αντέξει για πολύ, παρεμβαίνει και διακόπτει τη Μαργιάννα για να σώσει ότι μπορεί.
«Θέλετε να πιείτε κάτι; Έναν καφέ ή ένα ποτό, ίσως;»
Η καημένη η Μαίρη προσπαθεί, αλλά η Μαργιάννα δεν το κάνει καθόλου εύκολο. Αυτή η γυναίκα είναι ένας πειρασμός για τον θάνατο.
«Είναι αργά για καφέ, οπότε θα προτιμούσα ένα ποτό. Ένα Johnny Blue, αν υπάρχει, με πάγο. Ο Άρης μου το έδωσε να το δοκιμάσω μια φορά και από τότε δεν μπορώ να πιώ άλλο ουίσκι»
«Ναι, φυσικά»
Καθώς η Μαίρη πηγαίνει να ετοιμάσει το ποτό, η Σελήνη ξεκινάει στην επίθεση.
«Αγαπητή μου Μαίρη, εμένα δεν με σύστησες»
«Το ξέρω. Απλώς σκέφτηκα ότι μπορεί να θέλεις να συστηθείς μόνη σου στην καλεσμένη μας»
«Έχεις δίκιο»
Αυτή γυρίζει και κοιτάζει την Μαργιάννα, με το ίδιο σαρδόνιο χαμόγελο στα χείλη.
«Λοιπόν, κυρία Λαζαρίδου, θέλετε να μάθετε ποια είμαι;»
Η Μαργιάννα την κοιτάζει μπερδεμένη.
«Εεεε ... Φυσικά»
Η Σελήνη τινάζει τα μαλλιά της πάνω απ' τον ώμο της.
«Με λένε Σελήνη Ηλιοπούλου και είμαι η αδερφή του συζύγου της κυρίας Αυγέρη, αλλά όχι για πολύ»
«Τι εννοείτε; Θ' αλλάξετε όνομα;»
«Περίπου. Θα παντρευτώ»
«Αλήθεια; Συγχαρητήρια»
«Ευχαριστώ. Θέλετε τώρα να μάθετε το όνομα του άντρα που πρόκειται να παντρευτώ;»
«Νομίζετε ότι αυτό έχει κάποια σχέση με μένα;»
«Ναι»
«Τότε γιατί όχι;»
«Άρης Λυκουρόπουλος»
Αν κάποιος έμπηγε ένα μαχαίρι στην καρδιά της Μαργιάννας αυτή τη στιγμή, αυτή θα πονούσε λιγότερο. Το πρόσωπο της παραμορφώνεται απ' τον πόνο και δάκρυα αρχίζουν να κυλούν στα μάγουλα της. Παραδόξως, η Σελήνη την νιώθει. Ξέρει πώς είναι να χάνεις έναν άντρα σαν τον Άρη και γι' αυτό συμπάσχει. Της απλώνει το χέρι, αλλά η Μαργιάννα το σπρώχνει απότομα, σηκώνεται κι αρχίζει να φωνάζει.
«Τι άρρωστο αστείο είναι αυτό; Ποια είσαι; Γιατί με φέρατε εδώ; Πού είναι ο Άρης μου; Απαιτώ να τον δω τώρα!»
Τελικά η Σελήνη έκανε λάθος. Η Μαργιάννα δεν αξίζει καμία παρηγοριά. Αυτή σίγουρα δεν είναι το θύμα. Το αντίθετο μάλιστα. Αυτή είναι ένα αρπακτικό, μία ύαινα, και γι' αυτό αυτή πρέπει ν' αντιμετωπίσει τη λύκαινα. Έτσι, αυτή γέρνει πίσω, μπλέκοντας τα δάχτυλά της κάτω απ' το πηγούνι της, όπως κάνει ο Άρης, και στενεύει τα μάτια της. Το πρόσωπο της είναι ανέκφραστο και η φωνή της παγωμένη, κοφτερή σαν ξυράφι. Δεν είναι πια η γλυκιά γατούλα. Είναι η λύκαινα και είναι έτοιμη να υπερασπιστεί τον λύκο της μέχρι θανάτου.
«Άκου να σου πω, κυρά μου. Μαζέψου, γιατί θα πάψω να είμαι ευγενική. Είσαι στο σπίτι μου, μην το ξεχνάς. Γι' αυτό, βάλε τον κώλο σου κάτω και άνοιξε τ' αυτιά σου»
Το πρόσωπο της είναι τρομακτικό και δεν σηκώνει αντίρρηση, οπότε η Μαργιάννα, καταπίνοντας με δυσκολία, κάθεται και την κοιτάζει κατευθείαν στα μάτια.
«Λοιπόν, για να ξεκαθαρίσουμε κάτι. Αν τολμήσεις ξανά να χρησιμοποιήσεις την προσωπική αντωνυμία μου δίπλα απ' το όνομα του Άρη, θα σου ξεριζώσω τη γλώσσα και θα την πετάξω στα σκυλιά! Είναι δικός μου ο Άρης, δικός σου δεν ήταν ποτέ»
Η Μαργιάννα χτυπάει το χέρι της στο μπράτσο του καναπέ.
«Άκου να σου πω ...»
Η φωνή της Σελήνης ανεβαίνει μερικές οκτάβες για πρώτη φορά.
«Βούλωστο! Τώρα μιλάω εγώ!»
Η Μαργιάννα καλύπτει το στόμα της και συρρικνώνει το σώμα της όσο περισσότερο γίνεται στην γωνία του καναπέ. Η Σελήνη κουνάει επιδοκιμαστικά το κεφάλι της.
«Μαθαίνεις γρήγορα, βλέπω. Μπράβο! Λοιπόν, τι έλεγα; Ναι! Ρώτησες τι είδους άρρωστο αστείο είναι αυτό. Δεν είναι καθόλου αστείο. Σε λίγους μήνες, ο Άρης κι εγώ θα παντρευτούμε, και, όπως καταλαβαίνεις, η συμφωνία σας δεν ισχύει πια»
Τα μάτια της Μαργιάννας ανοίγουν διάπλατα.
«Ξέρεις για τη συμφωνία;»
«Ξέρω τα πάντα»
«Όχι! Όχι! Δεν μπορώ να το δεχτώ. Εσύ μπορεί να μου λες ψέματα. Θέλω να τ' ακούσω απ' τον ίδιο. Είναι ο μόνος που μπορεί ν' αποφασίσει αν η συμφωνία ισχύει ή όχι. Μόνο αυτός, και όχι κάποια τυχαία γκόμενα»
«Τυχαία γκόμενα, ε; Σου φαίνεται τυχαίο αυτό;»
Η Σελήνη στέκεται όρθια και σηκώνει το μπλουζάκι της, αποκαλύπτοντας το μικρό πρήξιμο στην κοιλιά της. Τα μάτια της Μαργιάννας ανοίγουν ακόμα περισσότερο.
«Είσαι ... Όχι! Όχι!»
«Ναι, είμαι. Είμαι έγκυος στο παιδί του Άρη»
Ένα νέο κύμα λυγμών ταράζει το σώμα της Μαργιάννας καθώς βυθίζει το πρόσωπο της στα χέρια της.
«Όχι! Δεν μπορεί να μου το κάνει αυτό! Χρόνια τον παρακαλάω να μου κάνει ένα παιδί και συνέχεια αρνιόταν. Γιατί;»
«Είμαι σίγουρη ότι είχε τους λόγους του»
«Όχι. Δεν το δέχομαι. Χρειάζομαι μια εξήγηση. Γιατί εσύ και όχι εγώ; Μου αξίζει μια εξήγηση. Θέλω να τον δω. Πού είναι;»
«Ξέχνα το! Δεν πρόκειται να συμβεί. Δεν είναι καν διαπραγματεύσιμο. Δεν θα τον ξαναδείς ποτέ»
«Δεν αποφασίζεις εσύ. Ο Άρης δεν θα το έκανε ποτέ αυτό. Δεν θ' άφηνε ποτέ κανέναν άλλο ν' αποφασίζει γι' αυτόν»
Αυτή σηκώνεται κι αρχίζει να φωνάζει το όνομα του Άρη. Η Χλόη και η Θαλασσινή πηγαίνουν κοντά της μετά από νόημα της Σελήνης, της πιάνουν τα χέρια και την αναγκάζουν να καθίσει. Εκείνη αντιστέκεται, αλλά την κρατούν καλά.
«Κάτσε κάτω, το διάολο μου! Μη μ' αναγκάσεις να σε χτυπήσω»
Αυτή συνεχίζει να παλεύει και η Σελήνη βάζει τις φωνές.
«Έη! Καταλαβαίνεις ότι ξεπερνάς τα όρια, έτσι δεν είναι; Πρόσεχε καλά! Η υπομονή μου δεν είναι ανεξάντλητη»
Η Μαργιάννα σταματάει να παλεύει και πέφτει πίσω στον καναπέ, καλύπτοντας το πρόσωπο της με τα χέρια της.
«Τι άλλο μπορείς να μου κάνεις; Μου έχεις πάρει ήδη τα πάντα»
«Μπορώ να τηλεφωνήσω στον άντρα σου και να του πω πού είσαι και τι κάνεις»
Μ' αυτή την απειλή, η Σελήνη παίζει το τελευταίο της χαρτί και, απ' ότι φαίνεται, κερδίζει το παιχνίδι. Η Μαργιάννα αποκαλύπτει τον πραγματικό της εαυτό.
«Κάντο! Δεν με νοιάζει πια. Δεν τον χρειάζομαι αν δεν έχω τον Άρη. Στην πραγματικότητα, χάρη θα μου έκανες. Τον μισώ. Η ζωή μου μαζί του είναι χάλια. Είναι ένας μίζερος, ασεξουαλικός, εργασιομανής άντρας που δεν νοιάζεται για κανέναν εκτός απ' τον εαυτό του»
«Γιατί τον παντρεύτηκες τότε;»
«Για τα λεφτά του, φυσικά. Για να μπορώ να ταξιδεύω κάθε χρόνο και να βλέπω τον άντρα που αγαπάω. Ο γάμος μας ήταν μια συμφωνία. Αυτός μου δίνει τα λεφτά του και εγώ του δίνω τα νιάτα μου και την ομορφιά μου»
Οι τέσσερις γυναίκες κοιτούν την επισκέπτρια τους με μια έκφραση αηδίας. Τελικά, η Μαίρη είχε δίκιο. Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. Προφανώς, η Μαργιάννα δεν είναι το θύμα εδώ. Αυτή είναι μια αδίστακτη σκύλα που εκμεταλλεύεται τους ανθρώπους. Η Σελήνη μιλάει φτύνοντας τις λέξεις.
«Θεέ μου! Είσαι μια βρώμικη τσούλα! Μ' αηδιάζεις»
«Έλα, σε παρακαλώ! Είμαι απλώς ειλικρινής. Χρησιμοποιώ έναν άντρα για να έχω έναν άλλο άντρα. Δεν έγινε και κάτι!»
Η Μαίρη της μιλάει με τον ίδιο τρόπο.
«Ο Άρης τα ξέρει όλα αυτά;»
Η Μαργιάννα κοιτάζει τη Μαίρη με φρίκη, συνειδητοποιώντας το λάθος που έκανε όταν αποκάλυψε το μυστικό της σ' αυτές τις γυναίκες.
«Όχι βέβαια! Του είπα ότι ο άντρας μου είναι κακοποιητικός. Ο Άρης μισεί τις γυναίκες που εκμεταλλεύονται τους άνδρες. Σας παρακαλώ! Σας ικετεύω! Μην του πείτε τίποτα. Θα με μισήσει!»
Η Θαλασσινή κουνάει το κεφάλι της.
«Φοβάμαι ότι είναι πολύ αργά γι' αυτό»
«Τι υποτίθεται ότι σημαίνει αυτό;»
Η Μαίρη απευθύνεται στην Σελήνη.
«Νομίζω ότι ήρθε η ώρα να βάλουμε και κάποιον άλλο στη συζήτηση. Τι λες, Σελήνη;»
«Ναι, έχεις δίκιο. Νομίζω ότι ήρθε η ώρα να τελειώσει πια αυτή η παρωδία»
Η Μαργιάννα κοιτάζει γύρω της έκπληκτη.
«Τι λέτε; Τι κάνατε;»
Η Μαίρη μετακινεί το κινητό της στη μέση του τραπεζιού και το βάζει σ' ανοιχτή ακρόαση. Η Σελήνη αλλάζει τόνο και η φωνή της γλυκαίνει.
«Άρη, μωρό μου, είσαι ακόμα εκεί;»
Κρύος ιδρώτας τρέχει στο μέτωπο της Μαργιάννας ενώ καλύπτει το στόμα της όταν η φωνή του Άρη βγαίνει απ' το ηχείο.
«Εδώ είμαι, Γατούλα»
Τα μάτια της Μαργιάννας καρφώνονται με τρόμο στη συσκευή στο τραπέζι, καθώς η Σελήνη συνεχίζει την κουβέντα.
«Άκουσες;»
«Τα πάντα»
«Και πώς είσαι;»
«Αηδιασμένος. Θυμωμένος. Μετανοιωμένος»
Η Μαργιάννα ψιθυρίζει απελπισμένη.
«Άρη ...»
Τότε, η φωνή του Ορέστη αντηχεί, γεμάτη οργή.
«Γαμημένη σκύλα! Πώς τολμάς και του μιλάς μετά απ' όλα αυτά;»
«Ορέστη, σε παρακαλώ! Αν μ' αφήσεις να σου εξηγήσω ...»
«Τι να εξηγήσεις, μωρή;»
Ο Άρης παρεμβαίνει και ζητάει κάτι.
«Ορέστη, σταμάτα. Δεν αξίζει. Γατούλα, σε παρακαλώ, ξεφορτώσου τα σκουπίδια και έλα εδώ. Σε χρειάζομαι»
«Έρχομαι, Λύκε μου»
Μετά, ακούγεται η φωνή του Τζάκου που απευθύνεται στην Μαίρη.
«Αγγελούδι μου, χρειάζεσαι βοήθεια;»
«Όχι, Πρίγκιπα μου. Το 'χω!»
«Κλείνω τότε»
Ο Τζάκος τερματίζει την κλήση και η Μαίρη φωνάζει τον Νέγρο, ο οποίος μπαίνει στο σαλόνι λίγα δευτερόλεπτα μετά.
«Με φώναξες, Κυρά μου;»
«Νέγρο, πέταξε αυτή τη γυναίκα έξω και διέταξε τους φρουρούς ότι αν ξαναπλησιάσει το σπίτι να την πυροβολήσουν!»
Η Μαργιάννα κάνει μια ύστατη προσπάθεια.
«Όχι! Σας παρακαλώ! Πρέπει να του μιλήσω. Να του εξηγήσω! Δεν μπορώ να φύγω έτσι. Δεν μπορώ να ξέρω ότι με μισεί! Σας παρακαλώ!»
Η Σελήνη όμως είναι ανένδοτη.
«Όχι. Δεν έχεις πια το δικαίωμα. Έκανες τον Άρη μου να νιώσει άσχημα και αυτό, για μένα, είναι η μεγαλύτερη αμαρτία. Μετά βίας μπορώ ν' αντισταθώ στην παρόρμηση να σε συνθλίψω σαν έντομο αυτή τη στιγμή. Επομένως, αν θέλεις το καλό σου, φύγε απ' το σπίτι μας και μην επιστρέψεις ποτέ. Μαίρη, σε παρακαλώ, φρόντισε γι' αυτό. Εγώ πάω στον άντρα μου»
Η Μαίρη την χτυπάει στην πλάτη.
«Πήγαινε, Σελήνη, και μην ανησυχείς για τίποτα»
Η Σελήνη γυρίζει, μαστιγώνοντας τον αέρα με τα μαλλιά της σαν ντίβα και τρέχει προς τα σκαλιά. Η Μαργιάννα συνεχίζει τα παρακάλια, αλλά η Μαίρη δίνει την τελική εντολή στον Νέγρο, ο οποίος την αρπάζει απ' το μπράτσο και τη σέρνει έξω απ' το σπίτι. Αυτή ουρλιάζει και κλαίει, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Η λαβή του είναι σαν μέγγενη γύρω απ' το χέρι της και εξάλλου, κανείς δεν συγκινείται απ' το θρήνο της. Η Χλόη και η Θαλασσινή πετούν μερικά καθόλου κόσμια επίθετα, ενώ η Μαίρη σκυθρωπιάζει.
«Εγώ σκέφτομαι τον Άρη. Κατηγορούσε τον εαυτό του για όλα αυτά και τελικά αποδείχτηκε ότι ισχύει το εντελώς αντίθετο. Καημένε Λύκε!»
Η Χλόη λέει μια αλήθεια.
«Έχει τη Γατούλα του τώρα. Θα το ξεπεράσει. Είναι δυνατός»
Και η Θαλασσινή προσθέτει κάτι ακόμα.
«Εξάλλου, μην ξεχνάς ότι τον περιμένει ένα πάρτι αύριο. Είμαι σίγουρη ότι μόλις δει τη Σελήνη με το κοστούμι της, θα τα ξεχάσει όλα»
Η Μαίρη ξεφυσάει.
«Μακάρι. Θα ήταν κρίμα να χάσει τα γενέθλια του»
Εντωμεταξύ, η Σελήνη φτάνει στην κρεβατοκάμαρα τη στιγμή που βγαίνουν οι άλλοι άντρες. Αυτή τους κοιτάζει με αγωνία.
«Πού είναι ο Άρης μου;»
Ο Ορέστης περνάει το χέρι του μέσα απ' τα μαλλιά του.
«Μέσα. Σε περιμένει»
«Πώς είναι;»
«Χάλια»
«Δοκίμασες να του μιλήσεις;»
«Όλοι δοκιμάσαμε, αλλά θέλει μόνο εσένα. Άντε, πήγαινε!»
Η Σελήνη γρυλίζει.
«Αν αυτή η σκύλα του χαλάσει τα γενέθλια, θα την κόψω φέτες και θα τις ψήσω στο μπάρμπεκιου»
Ο Τζάκος είναι κι εκείνος εκνευρισμένος.
«Κι εμείς όλοι θα σου δώσουμε ένα χεράκι»
Ο Οδυσσέας βάζει το χέρι του στον ώμο της.
«Πήγαινε, Καρπουζάκι, και κάνε τα μαγικά σου. Είναι τα γενέθλια του, τον διάολο μου! Κανείς δεν πρέπει να είναι λυπημένος στα γενέθλια του»
Αυτή μπαίνει στο δωμάτιο και τα μάτια της αναζητούν το μόνο άτομο που έχει σημασία, αλλά αυτός δεν φαίνεται πουθενά. Τότε, ακούει το νερό να τρέχει στο μπάνιο και ορμάει μέσα. Το θέαμα που αντικρίζει της κόβει την ανάσα και την κάνει να καταραστεί τη Μαργιάννα γι' άλλη μια φορά. Ο Άρης είναι στο ντους και το νερό πέφτει με δύναμη πάνω του. Αυτή είναι σίγουρη ότι αυτό το νερό περιέχει και δάκρυα, και αυτό είναι σαν ένα στιλέτο στην καρδιά της. Με δύο βήματα, πλησιάζει τη ντουζιέρα και διαπιστώνει ότι αυτός έχει ανοίξει μονάχα το κρύο νερό, οπότε το σώμα του τρέμει και τα δόντια του χτυπούν.
«Παναγιά Παρθένα μου! Τι κάνεις; Τρελάθηκες; Προσπαθείς να μετατραπείς σε παγάκι; Βγες έξω, ηλίθιε Λύκε!»
Αυτή του πιάνει το χέρι και τον τραβάει έξω. Ευτυχώς, αυτός δεν αντιστέκεται καθόλου. Στην πραγματικότητα, μετά βίας μπορεί να σταθεί στα πόδια του. Αυτή πιάνει αμέσως δουλειά βρίζοντας.
«Ανάθεμα σε, ρε Άρη! Σκατά!»
Αυτός προσπαθεί να μιλήσει, αλλά τα δόντια του που χτυπούν και τα ρίγη σ' όλο του το κορμί δεν τον αφήνουν. Τα πόδια του δεν αντέχουν το βάρος του και καταρρέει πάνω της, μουσκεύοντας τα ρούχα της.
«Όχι! Όχι! Όχι! Μην το κάνεις αυτό! Δεν μπορώ να σε σηκώσω μόνη μου»
Πέφτουν και οι δύο στα γόνατα κι αυτός τυλίγει τα χέρια του γύρω απ' τον κορμό του για να ζεσταθεί. Αυτή, σε απίθανη εγρήγορση, δεν χάνει χρόνο. Ανοίγει στο ζεστό τις βρύσες του νιπτήρα και του ντους και σε λίγα δευτερόλεπτα το μικρό δωμάτιο μετατρέπεται σε σάουνα. Μετά, πιάνει δύο πετσέτες και χρησιμοποιεί την μία, την μεγάλη, για να καλύψει το σώμα του και την άλλη, την μικρή, για να σκουπίσει τα μαλλιά του.
«Όταν σταματήσεις να τρέμεις, ορκίζομαι ότι θα σε σκοτώσω!»
Όσο ανεβαίνει η θερμοκρασία του δωματίου, το τρέμουλο του υποχωρεί. Λίγα λεπτά αργότερα, αυτός μπορεί επιτέλους να μιλήσει.
«Γατούλα ...»
«Τι στο διάολο, Λύκε; Τι σ' έπιασε κι έκανες αυτή τη βλακεία; Τι θα κέρδιζες αν γινόσουν παγωτό;»
«Είχα πάρει φωτιά. Ένιωθα το αίμα μου να βράζει. Το μόνο που σκεφτόμουν ήταν το κρύο νερό»
«Μπορείς να μου πεις γιατί αντέδρασες έτσι;»
«Ειλικρινά; Δεν ξέρω. Στην αρχή γελούσα. Σ' άκουγα να της μιλάς με τον δικό σου μοναδικό τρόπο και ήμουν τόσο περήφανος για σένα. Ειδικά όταν της είπες να μην χρησιμοποιεί την προσωπική αντωνυμία μου δίπλα στ' όνομα μου. Αλλά ξαφνικά συνειδητοποίησα την κατάσταση στην οποία σ' έβαλα ξανά»
«Εμένα;»
«Ναι. Υποτίθεται ότι πρέπει να σε προστατεύω, και το μόνο που κάνω είναι να σ' αναγκάζω να καθαρίζεις τα χάλια μου ξανά και ξανά»
«Σοβαρά τώρα; Πάλι τα ίδια; Τι θα κάνω μαζί σου, ρε Άρη;»
Αυτή κάθεται στο πάτωμα δίπλα του και περνάει τα χέρια της μέσα απ' τα μαλλιά της. Αυτός χαμηλώνει το κεφάλι.
«Συγγνώμη! Εγώ δεν ... Εγώ ...»
Αυτή τον κοιτάζει και ξεσπάει σε ασυγκράτητα γέλια. Εκείνος την κοιτάζει χωρίς να ξέρει τι να υποθέσει.
«Γελάς;»
«Τι άλλο να κάνω, μωρέ, με σένα που έμπλεξα; Είσαι τόσο ανόητος. Τόσο ανόητος και απίστευτα χαριτωμένος. Σ' αγαπάω τόσο πολύ!»
«Γατούλα, σταμάτα να με κοροϊδεύεις και εξήγησε μου. Δεν καταλαβαίνω τίποτα»
Αυτή σταματάει να γελάει και τον κοιτάζει με μάτια που λάμπουν στο σκοτάδι.
«Τι είναι αυτό τώρα; Γιατί με κοιτάς έτσι;»
«Θα σου εξηγήσω αργότερα»
Αυτή πηδάει πάνω του.
«Έη!»
«Άσε τα έη, Λύκε, και φίλα με!»
«Αντιστροφή ρόλων;»
«Αυτό χρειάζεσαι. Να σου τραβήξω λίγο το λουρί»
«Ναι, μωρό μου. Αυτό χρειάζομαι»
Τη στιγμή που τα χείλη του αγγίζουν τα δικά της, ο υπόλοιπος κόσμος εξαφανίζεται. Τίποτα δεν έχει σημασία για εκείνη εκτός απ' τα χέρια του στο σώμα της. Τίποτα δεν έχει σημασία γι' αυτόν εκτός απ' τα χέρια της στο σώμα του. Το στόμα του φεύγει απ' το δικό της και ταξιδεύει μέχρι το λαιμό της. Αυτή γέρνει το κεφάλι της πίσω κι απολαμβάνει την αίσθηση των χειλιών του στο τρυφερό δέρμα της.
«Γατούλα, συγγνώμη! Συγγνώμη για όλα!»
«Μην ζητάς συγγνώμη. Δεν έχεις κανένα λόγο»
Αυτός περνάει τη γλώσσα του κατά μήκος της κλείδας της.
«Αν ήξερες πόσο σ' αγαπώ»
Αυτή αναστενάζει.
«Μπορείς να μου δείξεις. Πήγαινε με στο κρεβάτι»
«Αμέσως, Κυρά μου»
Αυτός σηκώνεται απ' το πάτωμα και τη σηκώνει μαζί του για να την κουβαλήσει στο κρεβάτι. Την ξαπλώνει κάτω και της βγάζει την μπλούζα. Το γυμνό της στήθος εμφανίζεται μπροστά στα μάτια του. Το ένα του χέρι πηγαίνει στο λαιμό της.
«Με τρελαίνεις όταν δεν φοράς σουτιέν»
Ένα μουγκρητό βγαίνει απ' το στόμα της όταν χουφτώνει ένα απ' τα βυζιά της με την παλάμη του και παίρνει το άλλο στο στόμα του, ρουφώντας δυνατά τη ρόγα της.
«Μίλα μου, Λύκε! Πες μου τι θέλεις να μου κάνεις»
Αυτή τεντώνει το λαιμό της προς τα πίσω και κλείνει τα μάτια της καθώς αυτός σχηματίζει μια διαδρομή φιλιών με τα χείλη του, που ξεκινάει απ' το ντεκολτέ της και πηγαίνει όλο και πιο κάτω, ενώ μιλάει πάνω στο δέρμα της καθώς της βγάζει το εσώρουχο.
«Θέλω να βάλω το πρόσωπο μου ανάμεσα στα πόδια σου και να σε γλείψω μέχρι να νιώσω την κλειτορίδα σου να πρήζεται κάτω απ' τη γλώσσα μου. Όταν αποφασίσω ότι είναι αρκετά πρησμένη για τα γούστα μου, θα κατέβω πιο κάτω και σιγά-σιγά θ' αρχίσω να τρώω το νόστιμο μουνί σου. Λίγο-λίγο. Θα σε ρουφήξω δυνατά και στο τέλος θα σε γαμήσω με τη γλώσσα μου μέχρι να χύσεις στο στόμα μου και να σβήσεις την δίψα μου με τους υπέροχους χυμούς σου»
Αυτή είναι έτοιμη να εκραγεί. Σηκώνει τα χέρια και σφίγγει το κεφαλάρι του κρεβατιού τόσο δυνατά που οι αρθρώσεις της ασπρίζουν ενώ την ίδια στιγμή αψιδώνει την πλάτη της.
«Ναι! Ναι! Κάντο!»
«Άνοιξε τα πόδια σου για μένα, Κυρά μου»
Αυτή ανοίγει τα πόδια της κι εκείνος κατεβαίνει και κάνει ακριβώς αυτό που της είπε.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro