
Τίγρης ... Κυκλοφορεί κι Οπλοφορεί!
~ ΛΙΓΕΣ ΜΕΡΕΣ ΑΡΓΟΤΕΡΑ ~ ΣΑΒΒΑΤΟ, 8 ΜΑΪΟΥ 2010 ~
~ ΜΕΡΑ ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ~ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ~
Όλη η οικογένεια κάθεται στο σαλόνι και περιμένει τον Στέφανο να κατέβει απ' το δωμάτιο του. Υπάρχει μια ποικιλία διαφορετικών συναισθημάτων. Φόβος, περηφάνια, αγωνία, ευτυχία και λύπη. Όσο για τον Τζάκο, είναι αδύνατο να μείνει στη θέση του και έτσι βηματίζει πέρα δώθε, σφίγγοντας και περνώντας το χέρι του μέσα απ' τα μαλλιά του. Ο Άρης ξεφυσάει.
«Έλεος, ρε φίλε. Κάτσε κάτω επιτέλους!»
«Πλάκα μου κάνεις τώρα;»
Ο Οδυσσέας, που όλοι αγαπάμε όταν γίνεται σαρκαστικός και ειδικά με τον Τζάκο, δεν μπορεί ν' αντισταθεί και σχολιάζει.
«Γιατί; Έχεις τίποτα στον κώλο σου που σ' εμποδίζει να κάτσεις;»
«Όχι, ρε ηλίθιε. Απλώς είμαι νευρικός για τον Τίγρη»
Ο Αλέκος, λογικός όπως πάντα, προσπαθεί να κατεβάσει την ένταση.
«Τζάκο, σοβαρά τώρα. Αν συνεχίσεις έτσι, θα μεταδόσεις νευρικότητα στον Στέφανο κι αυτός είναι αρκετά νευρικός ήδη. Πρόσεχε!»
Ο Βίκος συμφωνεί.
«Έχει δίκιο ο Αλέκος. Κάτσε κάτω!»
Ο Τζάκος σηκώνει τα χέρια ψηλά.
«Ουφ! Εντάξει! Θα κάτσω. Τι ώρα είναι;»
Ο Οδυσσέας, που μετά από απαίτηση του Τζάκου δέχτηκε να πάει μαζί του, ρωτάει να μάθει.
«Ώρα να μου πεις, πρώτον, γιατί με σέρνεις μαζί σου, και δεύτερον, τι θα κάνουμε όσο τα παιδιά βλέπουν την ταινία»
«Πρώτον, θέλω να είμαι κοντά σε περίπτωση που συμβεί κάτι και θέλω παρέα, και δεύτερον, θα περιμένουμε στο γραφείο μου ή θα πάμε να πιούμε καφέ κάπου εκεί κοντά ή ότι άλλο θες. Όπως ξέρεις, υπάρχει ένας σούπερ άνετος καναπές στο γραφείο μου»
Ο Τζάκος κλείνει το μάτι στον Οδυσσέα κι εκείνος γυρίζει τα μάτια του.
«Είσαι γελοίος!»
Όλοι μιλάνε μεταξύ τους. Όλοι εκτός απ' τη Μαίρη, που κάθεται στην πολυθρόνα και κοιτάει τον τοίχο. Η Σελήνη προσπαθεί να της τραβήξει την προσοχή.
«Μαίρη; Γιατί δεν μιλάς;»
Αυτή γυρίζει το κεφάλι της κι ο Τζάκος τρέχει αμέσως κοντά της.
«Αγγελούδι μου, κλαις; Γιατί, μωρό μου; Πονάς κάπου; Τι έχεις; Πες μου!»
Αυτή ρίχνεται στην αγκαλιά του.
«Είμαι μια χαρά. Μην ανησυχείς, Πρίγκιπα μου. Αυτά είναι δάκρυα χαράς. Το αγοράκι μου ...»
Αυτός βγάζει έναν αναστεναγμό ανακούφισης και της τρίβει την πλάτη.
«Αυτό είναι όλο; Με τρόμαξες»
«Συγγνώμη, αλλά δεν μπορώ να συγκρατήσω τα δάκρυα μου»
«Πρέπει να το συνηθίσεις, μωρό μου. Ο Τίγρης μεγάλωσε. Δεν είναι πια το αγοράκι σου»
«Αυτός θα είναι πάντα το αγοράκι μου. Ακόμα κι όταν παντρευτεί και κάνει παιδιά. Με κατάλαβες; Πάντα»
Ο Οδυσσέας χαμογελάει.
«Τυπική αγορομάνα»
Η Θαλασσινή κοιτάζει τις Σταγόνες της, που παίζουν ανέμελοι ένα βιντεοπαιχνίδι, και μετά γυρίζει στον Βίκο.
«Έτσι θα κάνω και εγώ;»
«Εσύ, Βασίλισσα μου, θα πρέπει να το πολλαπλασιάσεις επί δύο»
Η Σελήνη χαϊδεύει την κοιλιά της.
«Σταματήστε να μας πειράζετε. Είστε άντρες και δεν μπορείτε να καταλάβετε πώς νιώθει μια μητέρα όταν το αγοράκι της ...»
Η φράση της Σελήνης διακόπτεται όταν ο Στέφανος, που έχει μεγαλώσει και ανδρωθεί θεαματικά τους τελευταίους μήνες, εμφανίζεται στην κορυφή της σκάλας. Η Θαλασσινή και ο Αλέκος, οι μόνοι που έζησαν τον Τζάκο στην ηλικία του Στέφανου, τον κοιτάζουν με το στόμα ανοιχτό.
«Τώρα νομίζω ότι έχω ένα déjà vu»
«Κι εγώ το ίδιο»
«Είναι σαν να ταξιδεύω είκοσι πέντε χρόνια πίσω. Αλέκο, θυμάσαι;»
«Θυμάμαι»
Η Σελήνη κοιτάζει κι εκείνη αποσβολωμένη.
«Καταπληκτικό! Είναι ... Είναι ... Δεν βρίσκω τις κατάλληλες λέξεις. Αυτός είναι ...»
Η Μαίρη κάθεται πάλι πίσω στην πολυθρόνα, χωρίς να παίρνει τα μάτια της απ' τον γιο της.
«Ένας Θεός. Όπως ακριβώς κι ο πατέρας του»
Ο Στέφανος κατεβαίνει τις σκάλες με το κεφάλι του χαμηλά και τα μάγουλα του κατακόκκινα.
«Σας παρακαλώ, σταματήστε. Με κάνετε ν' αισθάνομαι άβολα. G-Man, βοήθα με λίγο!»
Ο Οδυσσέας σηκώνεται όρθιος.
«Το Ζελεδάκι μου έχει δίκιο. Σκασμός όλοι!»
Ο Στέφανος συνοφρυώνεται.
«Δεν εννοούσα αυτό, αλλά σ' ευχαριστώ»
«Πάντα στη διάθεση σου»
Ο Τζάκος, σκασμένος από περηφάνια για τον γιο του, τον πλησιάζει και βάζει το χέρι του στον ώμο του.
«Λοιπόν, Τίγρη μου; Είσαι έτοιμος; Τ' αμάξι σε περιμένει»
«Σ' ένα λεπτό, Ντάντα. Πρέπει να κάνω κάτι πρώτα»
Αυτός πλησιάζει τη μητέρα του, η οποία συνεχίζει να κλαίει, γονατίζει μπροστά της και σκουπίζει τα δάκρυα της.
«Μην κλαις, Μαμά»
«Συγγνώμη, μωρό μου, αλλά δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι μεγάλωσες αρκετά για να βγαίνεις ραντεβού. Θυμάμαι σαν να ήταν χθες όταν ήσουν μωράκι και παίζαμε στο πάτωμα»
«Τα μωρά μεγαλώνουν, Μαμά»
«Το ξέρω, μωρό μου. Μην σε νοιάζει που κλαίω. Είμαι χαρούμενη και πολύ περήφανη για σένα. Ελπίζω μόνο ν' αξίζει το κορίτσι»
«Έλα βρε, Μαμά. Δεν πρόκειται να την παντρευτώ»
«Το ξέρω. Ειδικά αν μοιάσεις και σ' αυτό στον πατέρα σου, θα υπάρξουν πάρα πολλές γυναίκες στη ζωή σου μέχρι να βρεις εκείνη που θα σε τιθασεύει»
«Δεν μπορώ να προβλέψω το μέλλον. Το μόνο που ξέρω σίγουρα είναι ότι όσες γυναίκες κι αν συναντήσω, καμία δεν θα πάρει ποτέ τη θέση σου. Θα είσαι πάντα το νούμερο ένα μου. Η γυναίκα της ζωής μου»
Αυτή αγκαλιάζει τον γιο της κι εκείνος κρύβει το πρόσωπο του στα μαλλιά της, όπως έκανε όταν ήταν μωρό.
«Έλα τώρα! Πώς είναι δυνατόν να μην κλάψω;»
Ο Οδυσσέας χαμογελάει.
«Ζελεδάκι, σήκω και φύγε, γιατί αν μείνεις λίγο ακόμα, η μητέρα σου θ' αφυδατωθεί εντελώς»
Λίγα λεπτά μετά, ενώ αυτοί ήθελαν να πάνε μόνοι τους, μετά από απαίτηση του Στέφανου, ο Τζάκος και ο Οδυσσέας μπαίνουν στην αλεξίσφαιρη BMW και όλοι μαζί, με τον Φράνκο στο τιμόνι, φεύγουν για το σπίτι της κοπέλας κοντά στα σύνορα με την Βούλα. Οι δύο άντρες είναι σε πολύ καλή διάθεση, σ' αντίθεση με τ' αγόρι που είναι αρκετά νευρικός.
«Λοιπόν, ο λόγος που επέμεινα να έρθετε μαζί μου είναι ότι χρειάζομαι τις γνώσεις σας, σοφοί μου άντρες»
Ο Τζάκος σταυρώνει τα πόδια του.
«Τι θέλεις να μάθεις, Τίγρη;»
«Καταρχήν, τι πρέπει να κάνω»
«Τι εννοείς, Ζελεδάκι μου;»
«Πώς πρέπει να φερθώ; Τι πρέπει να πω;»
Ο Τζάκος κοιτάζει τον Οδυσσέα, κι αρχίζουν και οι δύο να μιλούν εναλλάξ.
«Πρώτα απ' όλα, πρέπει να της πεις ότι είναι όμορφη. Στις γυναίκες αρέσουν τα κομπλιμέντα»
«Μπορείς να της πεις κάτι όμορφο για τα ρούχα ή το άρωμα της»
«Να χαμογελάς συνέχεια, αλλά όχι σαν ηλίθιος. Σου έχω δείξει πώς. Το στραβό χαμόγελο κάνει τις γυναίκες να λιώνουν»
«Επίσης, όταν η σκηνή στην ταινία είναι αδιάφορη, τάισε την με το χέρι σου»
«Αυτό είναι πολύ καλό. Μπράβο, Αγαπούλη!»
Ο Στέφανος προσπαθεί ν' αφομοιώσει όλα όσα άκουσε.
«Μπορώ ν' αγγίξω το χέρι της ή κάτι τέτοιο;»
«Όχι όσο είσαστε στην αίθουσα. Κατά τη διάρκεια της ταινίας δεν θα την αγγίξεις καθόλου. Δεν θέλουμε να σε περάσει για κανέναν λιγούρη»
«Αργότερα, όταν είστε στην πλατεία, θα της πιάσεις το χέρι, αλλά όχι σαν χειραψία»
«Τότε πώς;»
«Θα της πιάσεις το χέρι και θα μπλέξεις τα δάχτυλα σου με τα δικά της»
«Όπως κάνεις εσύ με τη μαμά;»
«Ακριβώς»
Ο Στέφανος παίρνει μια βαθιά ανάσα.
«Και τώρα η ερώτηση του εκατομμυρίου. Να τη φιλήσω ή όχι;»
Οι δύο άντρες απαντούν αμέσως με μια φωνή.
«Για όνομα του Θεού, όχι!»
Τ' αγόρι βλεφαρίζει έκπληκτος.
«Καθόλου; Θα νομίζει ότι είμαι σπασίκλας. Αν δεν κάνω έστω μια κίνηση, γιατί βγήκαμε;»
«Ένα δίκιο το 'χει»
«Εντάξει, Τίγρη. Στο τέλος του ραντεβού, σκύψε λίγο προς τα εμπρός και έλεγξε την αντίδραση της»
«Αν κάνει ένα βήμα πίσω, κάνε το ίδιο και συμπεριφέρσου σαν να μην συνέβη τίποτα. Μπορεί να μην είναι ακόμα έτοιμη»
«Αν δεν κουνηθεί, απλώς άγγιξε τα χείλη της με τα δικά σου. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο»
«Έτσι θα γλυκαθεί και θ' ανυπομονεί για το δεύτερο ραντεβού σας»
«Και μια τελευταία συμβουλή. Μετά το φιλί, γλείψε τα χείλη σου και πάρε μια έκφρασης απόλαυσης. Αυτό θα την τρελάνει εντελώς»
«Ω, Θεέ μου! Εσείς οι δύο είστε κακοί»
Αυτοί γελάνε.
«Όχι, Τίγρη. Εμείς απλά ξέρουμε καλά τις γυναίκες»
«Μην ανησυχείς, Ζελεδάκι. Θα μάθεις κι εσύ»
«G-Man, συγγνώμη, αλλά, εντάξει για τον μπαμπά, αλλά τι γίνεται με σένα; Εννοώ, πώς ξέρεις εσύ τι θέλει μια γυναίκα;»
«Γλυκό μου Ζελεδάκι. Δεν χρειάζεται να είσαι Στρέιτ για να το ξέρεις αυτό. Περιστοιχίζομαι από γυναίκες όλη μου τη ζωή. Και με ξέρεις. Μ' αρέσει να μαθαίνω»
Εντωμεταξύ, αυτοί φτάνουν στο σπίτι της κοπέλας. Ο Φράνκο σταματάει ακριβώς έξω απ' την πόρτα του κήπου του διώροφου σπιτιού με τα κόκκινα τούβλα και τα καφέ κεραμίδια.
«Άντε, Τίγρη μου»
«Τρέμουν τα πόδια μου»
«Έη! Είσαι Ηλιόπουλος, νεαρέ. Οι γυναίκες τρέμουν μπροστά μας, όχι το αντίστροφο»
«Μπράβο, Διεστραμμένε! Πραγματικά μπράβο! Τι λες στο παιδί;»
«Δεν θα μπορούσα να συμφωνήσω περισσότερο με τον νονό μου. Όλοι μπορούμε να δούμε τι παθαίνεις μπροστά στη μαμά»
«Αυτό είναι άσχετο. Η μαμά είναι ... η μαμά»
«Σοβαρά, ε; Συγκλονιστικό!»
«Βγες απ' το αυτοκίνητο, Τίγρη»
«Καλή τύχη, Ζελεδάκι μου»
«Ευχαριστώ, G-Man»
Ο Στέφανος ανοίγει την πόρτα και βγαίνει απ' το αυτοκίνητο. Ισιώνει το παντελόνι του και, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, πηγαίνει προς την εξώπορτα και χτυπάει το κουδούνι. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, η πόρτα ανοίγει και βγαίνει μια όμορφη μελαχρινή κοπέλα, μαζί μ' έναν άντρα, που προφανώς είναι ο πατέρας της. Ο Στέφανος σφίγγει το χέρι του άντρα, μιλούν για λίγο και μετά, η κοπέλα, δίνοντας ένα φιλί στον άντρα, ακολουθεί τον Στέφανο πίσω στο αυτοκίνητο. Τα γκρίζα μάτια της ανοίγουν διάπλατα καθώς βλέπει τη αστραφτερή BMW, αλλά μόνο για μια στιγμή. Αμέσως μετά, το βλέμμα της επιστρέφει σ' αυτό που την ενδιαφέρει. Στον Στέφανο, ο οποίος, σαν αληθινός κύριος, ανοίγει την πόρτα και αυτή μπαίνει μέσα, και αμέσως μετά μπαίνει κι αυτός. Το κορίτσι ξαφνιάζεται αρχικά με την παρουσία των δύο αντρών, αλλά ανακτά γρήγορα την ψυχραιμία της και χαμογελάει. Ο Στέφανος ξεκινάει τις συστάσεις.
«Αυτός είναι ο πατέρας μου, ο Τζάκος Ηλιόπουλος»
Το κορίτσι δίνει το χέρι της.
«Έτσι εξηγείτε»
«Ποιο;»
«Η ομορφιά σου. Έχεις καλά γονίδια. Χαίρομαι που σας γνωρίζω, κύριε»
«Κι εγώ χαίρομαι, γλυκιά μου, και σ' ευχαριστώ για το κομπλιμέντο. Και για τους δυο μας»
«Απλώς λέω αυτό που βλέπω»
Ο Στέφανος δείχνει τον Οδυσσέα.
«Κι αυτός είναι ο νονός μου, ο ...»
Η Αφροδίτη τον διακόπτει.
«Δεν χρειάζονται συστάσεις όταν πρόκειται για τον Οδυσσέα»
Ο Οδυσσέας απορεί.
«Με ξέρεις, κοριτσάκι; Πώς γίνεται αυτό; Είσαι πολύ νέα»
«Σας βλέπω από τότε που ήμουν έξι χρονών. Η μεγάλη μου αδερφή είχε μια αφίσα με σας πάνω απ' το κρεβάτι της. Ήταν μεγάλη θαυμάστρια σας και στεναχωρήθηκε πολύ όταν σταματήσατε το μόντελινγκ. Θα φρικάρει όταν της πω ότι σας γνώρισα»
Ο Στέφανος, που νόμιζε ότι η αδερφή της δεν ζει πια, αναστατώνεται κάπως.
«Συγγνώμη, Αφροδίτη, αλλά πόσες αδερφές έχεις;»
«Μία. Γιατί ρωτάς;»
«Γιατί μου είπες ότι έχει πεθάνει. Θυμάσαι;»
Η Αφροδίτη τα χάνει για λίγο, αλλά συνέρχεται αμέσως.
«Ναι, έχεις δίκιο. Έτσι σου είπα, αλλά δεν φταίω εγώ. Ο πατέρας μου αναγκάζει εμένα και την μητέρα μου να λέμε ψέματα ότι αυτή πέθανε, για να μην πούμε την αλήθεια που είναι ότι έφυγε απ' το σπίτι για να ζήσει με κάποιον που δεν τον ήθελαν οι γονείς μου. Συγγνώμη για το ψέμα μου»
Ο Στέφανος χαμογελάει.
«Δεν πειράζει. Δεν φταις εσύ. Εξάλλου, τώρα μου είπες την αλήθεια»
«Ευχαριστώ»
Οι δύο άντρες κοιτάζονται μεταξύ τους, αλλά δεν λένε τίποτα. Τότε, ο Οδυσσέας προσπαθεί ν' αλλάξει την κουβέντα.
«Λοιπόν, Αφροδίτη ...»
Αυτή, εκτός απ' τον Στέφανο, διακόπτει και τον Οδυσσέα, κάτι που δεν αρέσει καθόλου στον Τζάκο, ο οποίος όμως ούτε τώρα λέει κάτι.
«Ξέρετε τ' όνομα μου;»
«Ξέρουμε πολλά για σένα. Το Ζελεδάκι μιλάει για σένα όλη την ώρα»
Ο Στέφανος γουρλώνει τα μάτια.
«G-Man!»
Ο Οδυσσέας χαμογελάει όταν η Αφροδίτη ζητάει εξηγήσεις.
«Το Ζελεδάκι;»
Ο Στέφανος χαμηλώνει το κεφάλι και κρύβει το πρόσωπο του πίσω απ' το χέρι του όταν ο Οδυσσέας σπεύδει να εξηγήσει.
«Ο Στέφανος. Αυτό είναι το παρατσούκλι του»
Ο Τζάκος εξηγεί πιο αναλυτικά.
«Ξέρεις, Αφροδίτη, ο Οδυσσέας έχει τη συνήθεια ν' αποκαλεί τους ανθρώπους με παρατσούκλια»
Και ο Οδυσσέας κάνει φινάλε.
«Και επειδή ο Στέφανος ήταν απίστευτα χαριτωμένος και γλυκός όταν γεννήθηκε, τον αποκαλώ Ζελεδάκι»
Ο Στέφανος καγχάζει.
«Ευχαριστώ πολύ, G-Man. Με υποχρέωσες!»
Η Αφροδίτη χαχανίζει.
«Γιατί, Στέφανε; Αυτό είναι το πιο χαριτωμένο πράγμα που έχω ακούσει ποτέ. Μ' αρέσει πολύ»
«Αλήθεια;»
«Ναι, και μάλιστα, αν θέλει φυσικά, θα ήθελα ο νονός σου να μου βρει και μένα ένα»
Η πρώτη λέξη που έρχεται στο μυαλό του Οδυσσέα είναι καταστροφή, αλλά αυτός το κρατάει μέσα του.
«Δεν σε ξέρω ακόμα καλά. Όταν σε γνωρίσω καλύτερα, να είσαι σίγουρη ότι θα αποκτήσεις ένα»
«Ευχαριστώ»
Ο Στέφανος κάνει ότι μπορεί για να τελειώσει ο εξευτελισμός του.
«Ωραία! Μπορούμε τώρα ν' ακούσουμε λίγη μουσική πριν ο αξιαγάπητος νονός μου πει κι άλλα χαριτωμένα πράγματα και με ταπεινώσει ακόμα περισσότερο;»
Ο Τζάκος γελάει.
«Ότι πεις, Τίγρη»
Ο Στέφανος πέφτει πίσω στο κάθισμα και γυρίζει τα μάτια του ενώ οι άλλοι γελούν. Τότε, ο Τζάκος πατάει το κουμπί της ενδοσυνεννόησης και ζητάει απ' τον Φράνκο να βάλει λίγη μουσική. Αμέσως μετά, συμβαίνει κάτι σαν οιωνός που όμως κανείς δεν παίρνει στα σοβαρά. Ο χώρος του αυτοκίνητο γεμίζει απ' την γλυκιά φωνή του Θάνου Καλλίρη.
* Όσο το αναβάλλω, όσο το καθυστερώ ... Το πρόβλημα όλο και πιο μεγάλο και το μυαλό μου όλο πιο θολό ... Τέρμα πια τα αστεία, σου μιλάω σοβαρά ... Είσαι η κύρια αιτία, που μου παν' όλα στραβά.
Φύγε απ' τη ζωή μου, είσαι η καταστροφή μου, βαρέθηκα να χάνω κι υπομονή να κάνω ... Φύγε απ' τη ζωή μου, είσαι η καταστροφή μου, απ' την καρδιά το βέλος μας έσπασε και τέλος.
Σπασμένα γύρω μου μπουκάλια, κι όλων των ειδών τα πιατικά ... Το σπίτι μου στα μαύρα του τα χάλια, τα νεύρα μου θα σπάσουν σαν σχοινιά ... Μα πίσω πια δε θα κάνω, κουράστηκα να υποχωρώ, στο κρασί νερό δεν βάζω, άλλο πια δε συγχωρώ.
Φύγε απ' τη ζωή μου, είσαι η καταστροφή μου, βαρέθηκα να χάνω κι υπομονή να κάνω ... Φύγε απ' τη ζωή μου, είσαι η καταστροφή μου, απ' την καρδιά το βέλος μας έσπασε και τέλος *
Ο Τζάκος και ο Οδυσσέας σιγομουρμουρίζουν τους στοίχους του τραγουδιού καθώς παρακολουθούν διακριτικά τον Στέφανο και την Αφροδίτη να κοιτάζονται στο απέναντι κάθισμα. Αυτοί μπορούν να δουν την αγάπη να γεννιέται στα μάτια των δύο παιδιών. Αυτό που δεν μπορούν να δουν είναι το αντικείμενο αυτής της αγάπης, που για τον Στέφανο είναι το όμορφο κορίτσι που έχει μπροστά του, αλλά για την Αφροδίτη όχι και τόσο. Αλλά γι' αυτό θα μιλήσουμε στο επόμενο βιβλίο.
~ ΠΥΡΓΟΣ ΤΗΣ SUN CORPORATION ~ ΚΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ~
Πολύ αργότερα, τα δύο παιδιά βρίσκονται στην αίθουσα προβολών και οι δύο άντρες είναι στο γραφείο του προέδρου στον τελευταίο όροφο του ουρανοξύστη και πίνουν μπέρμπον. Ο Οδυσσέας χτυπάει τα δάχτυλα του στο ξύλο του γραφείου.
«Δεν το πιστεύω αυτό που συμβαίνει»
Ο Τζάκος πίνει μια γουλιά.
«Το πρόσεξες κι εσύ, ε; Δεν είμαι μόνο εγώ τελικά»
«Πώς θα μπορούσα να μην το προσέξω; Η ομοιότητα είναι εξωπραγματική»
«Η Μαίρη δεν θα το πιστεύει»
«Κοίτα. Κατά κάποιο τρόπο, είναι λογικό. Εσύ είσαι το πρότυπο του και για σένα η Μαίρη είναι η ιδανική γυναίκα, οπότε το ίδιο ισχύει κι για εκείνον»
«Έχεις δει μια φωτογραφία της Μαίρης όταν ήταν έφηβη;»
«Αν εννοείς αυτή μπροστά στο άγαλμα του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες, ναι»
«Είναι ίδιες, εκτός απ' τα μάτια φυσικά. Το ερώτημα είναι αν μοιάζουν και εσωτερικά»
«Το πιο πιθανό. Δεν είδες πως τον κοιτάζει;»
«Ναι, το είδα»
«Τότε γιατί νιώθω ότι φοβάσαι;»
«Γιατί όντως φοβάμαι»
«Τι φοβάσαι;»
«Μην του ραγίσει την καρδιά. Μπορώ να δω ότι το κορίτσι έχει αισθήματα γι' αυτόν, αλλά δεν μπορώ να ξέρω για ποιον είναι αυτά τα συναισθήματα. Για τον ίδιο τον Στέφανο ή για τον κληρονόμο μιας αυτοκρατορίας;»
«Ναι, το σκέφτηκα κι εγώ αυτό, αλλά τι μπορούμε να κάνουμε; Δεν μπορούμε να τον κλείσουμε σε μια φούσκα για να τον προστατεύσουμε»
«Είναι η πρώτη του φορά, ρε Οδυσσέα. Αν κάτι πάει στραβά, μπορεί να μην μπορέσει να συνέλθει»
«Αυτό δεν ισχύει. Τίποτα δεν είναι ανίατο όταν έχεις γύρω σου ανθρώπους που σ' αγαπούν, και ευτυχώς ο Στέφανος έχει πολλούς απ' αυτούς»
«Δεν ξέρω. Η συμπεριφορά αυτού του κοριτσιού δεν μ' άρεσε πολύ. Κι αν η Πανδώρα έχει δίκιο γι' αυτήν; Είναι κόρη σου. Μην το ξεχνάς αυτό»
«Ναι. Είναι κόρη μου και παρόλο που έχει πάντα δίκιο, αυτή τη φορά είναι διαφορετικά»
«Γιατί είναι διαφορετικά;»
«Γιατί πρόκειται για τον Στέφανο κι αυτή δεν σκέφτεται λογικά. Ξέρεις πολύ καλά τι είδους δεσμό έχουν»
«Τον ίδιο που έχουμε εσύ κι εγώ, αλλά λίγο πιο δυνατό»
«Ακριβώς. Και γι' αυτό δεν μπορεί να είναι αντικειμενική. Φοβάται ότι αν αυτός μπλέξει με κοπέλα, αυτή θα χάσει την αγάπη του και την πρώτη θέση στη καρδιά του»
«Ας ελπίσουμε ότι έχεις δίκιο»
«Έχω»
«Τότε ό,τι βρέξει ας κατεβάσει, ε;»
«Ακριβώς»
«Ας πιούμε σ' αυτό»
«Στον Στέφανο και την Αφροδίτη, το πιο καυτό νέο ζευγάρι της πόλης»
«Στον Στέφανο»
Αυτοί τσουγκρίζουν τα ποτήρια τους και πίνουν το δυνατό μείγμα με μια γουλιά. Τότε, ο Οδυσσέας σκέφτεται κάτι.
«Έχω μια ιδέα»
«Θέλεις να βγάλω τα ρούχα μου;»
«Σκάσε κι άκου! Ίσως ο Στέφανος να μην αισθάνεται άνετα μ' εμάς στο αμάξι. Τι λες να φεύγαμε για να τους αφήσουμε να πάνε μόνοι τους στην πλατεία μ' ένα ταξί;»
«Και μετά;»
«Μετά, ο Στέφανος θα τη συνοδεύσει στο σπίτι της, πάλι με ταξί, και θα γυρίσει»
«Καλή ιδέα, αλλά όχι με ταξί. Είναι επικίνδυνο. Έχω κάτι καλύτερο»
Αυτός πατάει το κουμπί ενδοεπικοινωνίας και η Κλαίρη, η γραμματέας του, που ήρθε Σάββατο απόγευμα για να φροντίσει τα σχετικά με το ραντεβού, απαντάει μέσα σ' ένα δευτερόλεπτο.
«Κύριε Τζάκο; Είστε εδώ;»
«Προφανώς, Κλαίρη. Έλα μέσα αμέσως»
«Ω, Θεέ μου! Έρχομαι!»
Ο Οδυσσέας γυρίζει τα μάτια του και ο Τζάκος τον κοιτάζει μ' απορία.
«Γιατί αυτό;»
«Γιατί αυτή δεν είναι η γραμματέας σου, είναι το κατοικίδιο σου. Μου φαίνεται ότι το Μπισκοτάκι έχει δίκιο»
«Ούτε καν. Δεν δίνω δεκάρα και το ξέρεις»
«Εγώ το ξέρω. Εσύ το ξέρεις. Αυτή το ξέρει;»
«Μετά από τόσα χρόνια, πρέπει να το έχει καταλάβει»
«Για να δούμε»
Η Κλαίρη, ακόμα λίγο άχρωμη παρά τα κόκκινα μαλλιά και τα πράσινα μάτια της, μπαίνει στο γραφείο.
«Κύριε Τζάκο, συγγνώμη, αλλά νόμιζα ότι θα φέρνατε τα παιδιά και μετά θα φεύγατε αμέσως. Από πού ανεβήκατε και δεν σας είδα; Γιατί μου το κάνετε αυτό;»
Ο Τζάκος στενεύει τα μάτια του.
«Δεν κατάλαβα, Κλαίρη. Πήρα το προσωπικό μου ασανσέρ. Υπάρχει κάποιο πρόβλημα; Χρειάζομαι την άδεια σου;»
«Ναι. Εννοώ, όχι! Φυσικά όχι! Εσείς είστε τ' αφεντικό και μπορείτε να κάνετε μαζί μου ... Εεεε ... Μπορείτε να κάνετε ό,τι θέλετε»
«Καλησπέρα, Κλαίρη»
Αυτή, έχοντας μάτια μόνο για τ' αφεντικό της, δεν έχει προσέξει καν τον Οδυσσέα, και έτσι τρομάζει τόσο πολύ που ουρλιάζει. Ο Οδυσσέας παλεύει να μην γελάσει.
«Σε τρόμαξα; Συγγνώμη, αλλά νόμιζα ότι με είδες»
«Όχι, κύριε Οδυσσέα. Δεν σας είδα και ζητώ συγγνώμη. Ήλπιζα ... Εεεε ... Νόμιζα ότι ο κύριος Τζάκος είναι μόνος»
«Ναι, το πρόσεξα. Είναι λογικό άλλωστε. Δίπλα στον ήλιο, όλοι οι άλλοι επισκιαζόμαστε»
«Αχ, ναι!»
Η Κλαίρη αναστενάζει και ο Οδυσσέας καγχάζει, ενώ ο Τζάκος γυρίζει τα μάτια του.
«Κλαίρη, πως πάνε τα πράγματα κάτω;»
«Όλα πάνε καλά, κύριε. Η ταινία τελειώνει σε περίπου δεκαπέντε λεπτά. Τώρα έρχεται η σκηνή όπου ο Τζόνι λέει την υπέροχη ατάκα Nobody puts Baby in the corner και μετά πηγαίνει το κορίτσι στη σκηνή για να χορέψουν»
Η Κλαίρη αρχίζει να ονειροπολεί και ο Τζάκος αναγκάζεται να χτυπήσει τα χέρια του για να την επαναφέρει στην πραγματικότητα.
«Κλαίρη, συγκεντρώσου!»
Αυτή κουνάει το κεφάλι της.
«Ναι! Ναι! Συγγνώμη! Πείτε μου»
«Εγώ θα φύγω τώρα. Κανόνισε τη λιμουζίνα να πάρει τον γιο μου και το κορίτσι, να τους πάει στην πλατεία Νυμφών και να περιμένει να τελειώσουν. Μετά να πάει το κορίτσι στο σπίτι του και να φέρει τον γιο μου στο κτήμα»
«Μάλιστα, κύριε»
«Και φρόντισε ο σοφέρ να πάρει ένα μπόνους για τις υπερωρίες απόψε»
«Φυσικά»
«Κι εσύ το ίδιο»
«Αυτό δεν είναι απαραίτητο, κύριε»
«Ναι, είναι. Έκανες πολλά για τον γιο μου και πρέπει να πληρωθείς»
«Ευχαριστώ, κύριε. Είστε τόσο καλός»
«Τελειώσαμε»
«Θα έρθετε τη Δευτέρα;»
«Όχι. Η έκθεση της Μαίρης είναι σε λίγες μέρες και έχει πολλά να κάνει. Δεν μπορώ να την αφήσω μόνη»
Αυτή στραβομουτσουνιάζει.
«Μα έχει τόσους πολλούς άλλους ανθρώπους να τη βοηθήσουν. Χρειάζεται κι εσάς;»
Αυτός την αγριοκοιτάζει.
«Όρια, Κλαίρη. Όρια!»
Αυτή χαμηλώνει το κεφάλι.
«Ζητώ συγγνώμη, κύριε»
«Φύγε»
Αυτοί φεύγει απ' το γραφείο και ο Οδυσσέας κουνάει το κεφάλι του.
«Και γι' άλλη μια φορά, κυρίες και κύριοι, ο Οδυσσέας έχει δίκιο»
«Σκάσε και κούνα τον κώλο σου. Φεύγουμε»
«Εντάξει, αλλά σοβαρά τώρα, δεν πρέπει να την αφήσεις έτσι. Είναι κρίμα. Κάτι πρέπει να κάνεις»
«Το ξέρω, ιδιοφυΐα μου, και έχω ήδη κάτι στο μυαλό μου. Πώς θα μπορούσα να την αφήσω έτσι; Μου είναι πιστή όλα αυτά τα χρόνια. Θα τη φροντίσω όπως πρέπει»
Ο Τζάκος παίρνει το δρόμο προς το ασανσέρ και ο Οδυσσέας τον ακολουθεί χαμογελώντας. Μέσα στο κουτί του ανελκυστήρα, αυτός στέλνει μήνυμα στον Στέφανο για να τον ενημερώσει για τη μικρή αλλαγή στα σχέδια και η απάντηση έρχεται σχεδόν αμέσως.
«Ευχαριστώ, Ντάντα. Είσαι φοβερός. Σ' αγαπάω»
~ ΚΤΗΜΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ~ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗ ~
~ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΤΖΑΚΟΥ & ΤΗΣ ΜΑΙΡΗΣ ~
Αργότερα, λίγο μετά τις δέκα, τα άλλα παιδιά έχουν πάει για ύπνο και οι μεγάλοι κάθονται στο σαλόνι και περιμένουν τον Στέφανο. Όλοι είναι χαρούμενοι εκτός απ' τη Μαίρη που είναι λίγο τσιτωμένη.
«Τζάκο μου, άργησε λίγο, ε;»
«Όχι, Αγγελούδι. Ο σοφέρ μου έστειλε μήνυμα. Θα είναι εδώ ανά πάσα στιγμή»
Πριν καν αυτός τελειώσει τη φράση του, η πόρτα ανοίγει και ο Στέφανος μπαίνει με φόρα στο σαλόνι, με τα μάγουλα του κόκκινα και το χαμόγελα του διάπλατο. Αυτός τρέχει στον πατέρα του, του πιάνει το χέρι κι αρχίζει να τον τραβάει.
«Μπαμπά, πάμε μέσα! Θέλω να σου πω! Έλα! Έλα!»
«Ήρεμα, Τίγρη. Πες καλησπέρα πρώτα»
«Καλησπέρα πρώτα. Ορίστε, το είπα. Έλα τώρα!»
«Έρχομαι. Ηρέμησε. Θα μου βγάλεις το χέρι»
Ο Τζάκος σηκώνεται κι αφήνει τον Στέφανο να τον τραβήξει στην κουζίνα. Αυτός κάθεται σ' ένα σκαμνί και το αγόρι κάνει το ίδιο αφού πρώτα γεμίζει ένα ποτήρι με νερό και το πίνει μονορούφι, κάτι που κάνει τον πατέρα του να γελάσει.
«Τι τρέχει, Τίγρη μου; Ήσουν στην έρημο;»
«Δεν μπορείς να φανταστείς»
«Πες μου τότε»
«Πριν απ' αυτό, θέλω να σ' ευχαριστήσω για όλα όσα έκανες για μένα απόψε»
«Δεν χρειάζεται. Προχώρα»
«Η Αφροδίτη τρελάθηκε με την ταινία. Ο Άρης είχε τόσο δίκιο»
Εκείνη τη στιγμή, ένα μήνυμα έρχεται στο κινητό του Στέφανου. Αυτός το διαβάζει, χαμογελάει και μετά το δείχνει στον πατέρα του.
«Όλα ήταν υπέροχα απόψε. Τόσο υπέροχα όσο εσύ. Σ' ευχαριστώ για το υπέροχο ραντεβού και ανυπομονώ για το επόμενο. Αφροδίτη»
«Λοιπόν, Μπαμπά; Τι νομίζεις;»
«Είναι δική σου, Τίγρη. Έκανες καλή δουλειά, αλλά χρειάζομαι λεπτομέρειες»
«Τι θέλεις να μάθεις;»
«Τα πάντα, αρχίζοντας με το φαγητό. Ήταν όλα εντάξει;»
«Άψογα. Η Κλαίρη παρήγγειλε Κινέζικο. Ήταν τόσο αστείο. Η Αφροδίτη είχε πρόβλημα με τα ξυλάκια και τη βοήθησα»
«Έκανες αυτό που σου είπε ο νονός σου;»
«Ναι. Σε μια αδιάφορη σκηνή, πήρα ένα Σπρινγκ Ρολ, το έκοψα στη μέση και της έδωσα το μισό και μετά σκούπισα τα χείλη της όπως κάνεις εσύ με τη μαμά»
«Με τον αντίχειρα;»
«Ναι»
«Κόλλα το, ρε μεγάλε!»
Ο Τζάκος σηκώνει το χέρι του και ο Στέφανος χτυπάει την παλάμη του πάνω του πριν συνεχίσει την αφήγηση.
«Όταν τελείωσε η ταινία, βγήκαμε έξω και μας περίμενε η λιμουζίνα. Αυτή μπορεί να τρελάθηκε με την BMW, αλλά η λιμουζίνα την σόκαρε. Δεν είχε ξαναμπεί σε τέτοιο αμάξι, βλέπεις»
«Δεν πιστεύω να καυχήθηκες γι' αυτό;»
«Όχι βέβαια. Με ξέρεις»
«Ναι, σε ξέρω, αγορίνα μου και είμαι πολύ περήφανος για σένα. Προχώρα»
«Στην πλατεία, πήγαμε να πάρουμε παγωτό. Θέλησε να πληρώσει, αλλά δεν την άφησα»
«Καλά έκανες. Σ' ένα ραντεβού, η γυναίκα δεν πρέπει ν' αγγίζει πόμολο πόρτας, πορτοφόλι και αναπτήρα»
«Αυτό της είπα και της άρεσε πολύ»
«Μήπως συναντήσατε κανέναν παπαράτσι;»
«Ευτυχώς, όχι. Αλλά δεν έχω ιδέα αν ήταν κάποιος κρυμμένος. Αυτά τα όρνια εμφανίζονται απ' το πουθενά»
«Θα το μάθουμε σύντομα, υποθέτω. Τέλος πάντων! Τι έγινε μετά;»
«Μόλις φάγαμε το παγωτό κι αρχίσαμε να περπατάμε, έκανα αυτό που μου είπες με τα δάχτυλα»
«Και; Τι έκανε αυτή;»
«Μου χαμογέλασε και έγειρε το κεφάλι της στον ώμο μου»
Ο Τζάκος χτυπάει το χέρι του στον πάγκο.
«Ναι, διάολε! Ναι! Ναι! Ναι! Μπράβο, Τίγρη»
«Γιατί κάνεις έτσι; Είναι καλό αυτό;»
«Είναι τέλειο. Συνέχισε»
«Όταν ήρθε η ώρα να φύγουμε, στάθηκα μπροστά της κι έσκυψα λίγο»
«Κι αυτή; Έκανε πίσω;»
«Το ακριβώς αντίθετο. Σηκώθηκε στις μύτες»
«Την φίλησες;»
«Ναι, όπως είπες, αλλά ...»
«Αλλά τι; Έλα, Τίγρη, πες μου! Μη με βασανίζεις»
Ο Στέφανος κοκκινίζει ακόμα περισσότερο.
«Μετά το φιλί, έκανα ένα βήμα πίσω, δάγκωσα και έγλειψα τα χείλη μου κι εκείνη ...»
«Τι; Τι έκανε;»
«Μου επιτέθηκε. Έπεσε πάνω μου, τύλιξε τα χέρια της γύρω απ' το λαιμό μου και ...»
«Και;»
«Και με φίλησε»
«Περίμενε! Περίμενε! Σε φίλησε κανονικά;»
«Αν το κανονικά σημαίνει γλώσσα, σάλια και βαθιοί αναστεναγμοί ... Ω, ναι!»
Ο Τζάκος σηκώνεται όρθιος και γυρίζει την πλάτη στον γιο του, ο οποίος βάζει ένα χέρι στον ώμο του.
«Τι έπαθες, ρε Μπαμπά;»
Αυτός προσπαθεί να σταματήσει τα δάκρυα απ' το να κυλήσουν στα μάγουλα του καθώς γυρίζει ξανά και κοιτάζει τον γιο του.
«Τίποτα. Απλώς ... Το πρώτο σου φιλί. Ονειρευόμουν αυτή τη στιγμή. Τέλος πάντων! Πες τα μου όλα. Πως ήταν; Πώς σου φάνηκε;»
«Ένιωσα καλά. Ήταν υγρό, νόστιμο και είχε γεύση παγωτό. Φράουλα και σοκολάτα. Ήταν τέλειο»
Ο Τζάκος τραβάει τον Στέφανο στην αγκαλιά του και τ' αγόρι τυλίγει τα χέρια του γύρω απ' την μέση του πατέρα του.
«Γαμώτο, Τίγρη! Είμαι τόσο χαρούμενος για σένα. Και περήφανος. Τόσο τρελά περήφανος»
«Κι εγώ είμαι τυχερός»
«Ναι. Το κορίτσι φαίνεται καλό»
«Δεν μιλάω γι' αυτήν, αλλά για σένα»
«Για μένα; Τι είναι αυτά που λες;»
«Λέω ότι είμαι τυχερός που σ' έχω πατέρα. Σ' αγαπάω, Ντάντα, και εύχομαι μια μέρα να μπορέσω να γίνω έστω και το μισό απ' το πόσο σπουδαίος άντρας είσαι»
Μετά απ' αυτό, ο Τζάκος δεν μπορεί να συγκρατηθεί άλλο και τα μάτια του αρχίζουν να βουρκώνουν.
«Γαμώτο, ρε Τίγρη. Μ' έκανες να κλάψω τελικά και ντρέπομαι. Δεν ήθελα να με δεις έτσι»
«Δεν έχεις να ντραπείς για τίποτα. Δεν υπάρχει ντροπή ανάμεσα σε πατέρα και γιο. Εξάλλου, τίποτα δεν μπορεί ν' αλλάξει τον τρόπο που σε βλέπω. Για μένα, θα είσαι πάντα ο πιο σπουδαίος άνθρωπος σ' όλο τον κόσμο. Ο Μεγάλος Τζανέτος Ηλιόπουλος. Ο υπέροχος πατέρας μου»
«Αχ, Τίγρη μου ...»
«Έλα, πάμε μέσα. Θέλω να ζητήσω κάτι απ' τη μαμά»
«Προχώρα κι έρχομαι»
Ο Στέφανος επιστρέφει στο σαλόνι ενώ ο Τζάκος πηγαίνει στο νεροχύτη για να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπο του ώστε να κρύψει τα κόκκινα μάτια του. Όταν σηκώνει το κεφάλι του και βλέπει την αντανάκλαση του στο τζάμι του παραθύρου της κουζίνας, τον κυριεύει ένα άσχημο συναίσθημα.
«Όχι, διάολε. Σε παρακαλώ, μη. Μην τον αναγκάσεις να περάσει τον ίδιο πόνο που πέρασα εγώ. Όχι αυτόν. Όχι τον γιο μου»
Αυτός σκύβει ξανά και ρίχνει περισσότερο νερό στο πρόσωπο του. Κι άλλο. Κι άλλο ... Γιατί αυτός ξέρει, όπως κι όλοι μας, ότι κάθε άνθρωπος που μπαίνει στη ζωή μας, έρχεται για κάποιο λόγο. Για να μας μαλακώσει ή να μας κάνει σκληρούς σαν ατσάλι. Για να μας πληγώσει ή να μας κάνει ευτυχισμένους. Να μας σκοτώσει ή να μας κρατήσει στη ζωή.
Την ίδια στιγμή, στο σαλόνι, ο Στέφανος πάει και κάθεται δίπλα στη Μαίρη.
«Πού είναι ο μπαμπάς, Στέφο μου;»
«Έρχεται»
Ο Οδυσσέας ρωτάει αυτό που θέλουν να μάθουν όλοι.
«Λοιπόν, Ζελεδάκι; Θα μας πεις;»
«Όχι εγώ. Θα σας πει ο μπαμπάς. Εγώ θέλω να ζητήσω κάτι απ' τη μαμά και μετά θα πάω για ύπνο. Είμαι κουρασμένος»
Η Μαίρη του χαϊδεύει τα μαλλιά.
«Πες μου, μωρό μου. Τι θέλεις;»
«Μία πρόσκληση για τρεις για την έκθεση και την δεξίωση αργότερα»
«Φαντάζομαι ότι είναι για την Αφροδίτη και τους γονείς της, σωστά;»
«Ναι. Της το υποσχέθηκα»
«Εσύ τι θα μου δώσεις;»
«Ένα φιλί;»
«Όχι. Θέλω τρία. Ένα για τον καθένα»
«Και περισσότερα αν θέλεις. Όλα τα φιλιά του κόσμου για σένα. Ευχαριστώ, Μαμά»
«Τα πάντα για σένα, μωρό μου»
Και μετά από τα τρία φιλιά στη μητέρα του, ο Στέφανος καληνυχτίζει και αποσύρεται στο δωμάτιο του, κουρασμένος αλλά και ερωτευμένος. Ερωτευμένος μ' αυτό το είδος αγάπης, της πρώτης αγάπης. Αυτή την πρώτη αγάπη που μένει πάντα ανεξίτηλη στην καρδιά, όπως κι αν τελειώσει. Ή μήπως όχι;
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro