
Συγχώρεση ή όχι;
Αρκετή ώρα αργότερα, και αφού αυτοί έφαγαν μεσημεριανό, ο Τζάκος και ο Οδυσσέας έφυγαν για το νοσοκομείο των φυλακών και οι άλλοι πήγαν στα δωμάτια τους για να ξεκουραστούν. Όλοι, εκτός απ' τη Μαίρη που είναι πολύ αναστατωμένη και δεν μπορεί να ησυχάσει. Αυτή ανησυχεί για τον Τζάκο, και όταν της συμβαίνει αυτό, αυτή δεν μπορεί να είναι μόνη. Χρειάζεται παρέα και, βασικά χρειάζεται τον Αλέκο, ο οποίος είναι ο μόνος άντρας, εκτός απ' τον Τζάκο, με τον οποίο μπορεί να νιώθει ασφάλεια. Αυτή μπορεί να λατρεύει τον Οδυσσέα και να εμπιστεύεται απόλυτα τον Βίκο. Μπορεί να βλέπει τον Άρη σαν αδερφό και ν' αγαπάει τον Ορέστη, αλλά κανείς απ' αυτούς δεν της προσφέρει την ασφάλεια που την κάνει να νιώθει ο Αλέκος. Έτσι λοιπόν ...
~ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΑΛΕΚΟΥ & ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ~ ΚΡΕΒΑΤΟΚΑΜΑΡΑ ~
Η Μαίρη χτυπάει την πόρτα και αμέσως μετά, η φωνή του Αλέκου ακούγεται από μέσα.
«Ποιος είναι;»
«Εγώ, η Μαίρη»
«Έλα μέσα, Ζαχαρένια»
Αυτή ανοίγει την πόρτα και μπαίνει στο δωμάτιο. Αυτός είναι ξαπλωμένος και διαβάζει ένα βιβλίο. Αυτή σκαρφαλώνει στο κρεβάτι και τρυπώνει στην αγκαλιά του.
«Άργησες»
«Ήξερες ότι θα ερχόμουν;»
«Εννοείται. Εσύ έρχεσαι πάντα σε μένα όταν λείπει ο Τζάκος. Ανησυχείς γι' αυτόν;»
«Φοβάμαι γι' αυτόν. Όλο αυτό είναι μία δύσκολη δοκιμασία»
«Μην ανησυχείς. Το ξέρεις ότι είναι δυνατός και μπορεί να το χειριστεί αυτό. Εξάλλου, ο Οδυσσέας είναι μαζί του και δεν θ' αφήσει να του συμβεί τίποτα κακό»
«Αυτό ακούγετε αρκετά καθησυχαστικό όταν το λες εσύ»
Αυτή χασμουριέται και τεντώνει το σώμα της. Αυτός της χαμογελάει.
«Είσαι κουρασμένη;»
«Πολύ. Ο αδερφός σου με ξεθέωσε χθες βράδυ»
Αυτός γελάει.
«Κοιμήσου λίγο. Εγώ θα μείνω εδώ δίπλα σου»
«Τι διαβάζεις;»
«Έντγκαρ Άλαν Πόε. Το κοράκι»
«Είναι λίγο μακάβριο, αλλά θα μου διαβάσεις λίγο;»
«Αμέ! Βολέψου και κλείσε τα μάτια σου»
Αυτή κουλουριάζεται στην αγκαλιά του και κλείνει τα μάτια της κι αυτός παίρνει πίσω το βιβλίο κι ανοίγει το στόμα του.
* Άνοιξα το παράθυρο κι ένα κοράκι μαύρο ... Με σχήμα μεγαλόπρεπο στη κάμαρα εμπήκε ... Και χωρίς διόλου να σταθεί ή ν' αμφιβάλει λίγο ... Επήγε και εκάθισε, στη πέτρινη Παλλάδα ... Απάνω από τη πόρτα μου, γιομάτο σοβαρότη ... Κουνήθηκε, εκάθισε, και όχι τίποτ' άλλο.
Το εβενόχρωμο πουλί που σοβαρό καθόταν ... Τη λυπημένη μου ψυχή έκανε να γελάσει ... 'Χωρίς λοφίο;', ρώτησα, 'κι αν είν' η κεφαλή σου ... Δεν είσαι κάνας άνανδρος, αρχαϊκό Κοράκι ... Που κατοικείς στις πένθιμες ακρογιαλιές της Νύχτας; ... Στ' όνομα της Πλουτωνικής της Νύχτας, τ' όνομά σου!' ... Και το κοράκι απάντησε: 'Ποτέ από 'δω και πια' *
~ ΕΝΤΩΜΕΤΑΞΥ ~ ΣΤΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΤΩΝ ΦΥΛΑΚΩΝ ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΥ ~
Ο Τζάκος, με τον Οδυσσέα στο πλευρό του, περνάει την είσοδο του νοσοκομείου και κατευθύνεται κατευθείαν στο γραφείο του γιατρού. Το κτίριο είναι παλιό, αλλά το εσωτερικό είναι αρκετά μοντέρνο. Στο διάδρομο, έξω από κάθε δωμάτιο, υπάρχουν γυναίκες φύλακες που, καθώς οι δύο άντρες περπατούν, τους κοιτούν επίμονα και ψιθυρίζουν μεταξύ τους.
«Γιατί μας κοιτάζουν όλες τόσο επίμονα, ρε Οδυσσέα;»
«Προφανώς μας αναγνώρισαν. Μην δίνεις σημασία»
Έξω απ' την πόρτα του γιατρού, ο Τζάκος σηκώνει το χέρι του για να χτυπήσει, αλλά μένει μετέωρο. Ο Οδυσσέας τον προτρέπει.
«Άντε, χτύπα»
«Οδυσσέα, δεν μπορώ. Πάμε να φύγουμε από δω. Σε παρακαλώ!»
«Ω, όχι! Όχι! Όχι! Όχι! Μην κωλώσεις τώρα. Κάντο να τελειώνουμε. Ήρθε η ώρα να κλείσουμε αυτό το φρικτό κεφάλαιο μια για πάντα»
«Το θέλω, αλλά δεν ξέρω. Μάλλον είμαι δειλός. Το μόνο που θέλω τώρα είναι να τρέξω όσο πιο μακριά μπορώ»
Ο Οδυσσέας πιάνει τον Τζάκο απ' τους ώμους και τον ταρακουνάει δυνατά.
«Έη! Άκουσε με καλά! Ο αδερφός μου ο Τζάκος δεν είναι κότα. Είναι ήρωας. Ένας ατρόμητος ήρωας που πολέμησε και νίκησε τον θάνατο. Έφερε τη γυναίκα του πίσω από ένα γαμημένο κώμα. Μπορεί να κάνει το αδύνατο. Μπορεί να κάνει τα πάντα. Με καταλαβαίνεις; Τα πάντα!»
«Τα πάντα. Μπορώ να κάνω τα πάντα!»
«Αυτό είναι! Τώρα χτύπα τη γαμημένη τη πόρτα»
Ο Τζάκος χτυπάει την πόρτα με αποφασιστικότητα και ο Οδυσσέας τον χτυπάει στην πλάτη.
«Μπράβο! Αυτός είναι ο Τζάκος που ξέρω»
Η φωνή του γιατρού ακούγεται ακριβώς πίσω απ' την πόρτα.
«Παρακαλώ, περάστε»
Ο Τζάκος ανοίγει την πόρτα και οι δύο άντρες μπαίνουν στο γραφείο. Ο γιατρός σηκώνεται κι απλώνει το χέρι του.
«Καλησπέρα σας. Είμαι ο Δόκτωρ Χατζόπουλος. Με ποιους έχω την τιμή να ομιλώ;»
Ο Τζάκος σφίγγει το χέρι του γιατρού.
«Είμαι ο Τζανέτος Ηλιόπουλος, κι αυτός είναι ο κουνιάδος μου, ο κύριος Οδυσσέας Φραγκόπουλος»
Ο γιατρός χαιρετάει και τον Οδυσσέα.
«Είμαι πολύ χαρούμενος που σας γνωρίζω, κύριοι, και χαίρομαι ακόμη περισσότερο που συμφωνήσατε να έρθετε»
Ο Τζάκος μορφάζει.
«Ελπίζω απλώς να μην το μετανιώσω»
«Δεν θα συμβεί κάτι τέτοιο. Σας το εγγυώμαι»
«Θέλετε να μας εξηγήσετε ακριβώς περί τίνος πρόκειται;»
«Ναι, φυσικά. Παρακαλώ, καθίστε.
Οι δύο άντρες κάθονται στις καρέκλες μπροστά απ' το γραφείο του γιατρού κι εκείνος κάθεται ξανά στην θέση του.
«Θέλετε να πιείτε κάτι; Έναν καφέ ίσως;»
«Όχι, ευχαριστούμε. Το μόνο που θέλουμε είναι να τελειώνουμε μια ώρα αρχύτερα»
«Καταλαβαίνω απόλυτα. Κι εγώ θα ένιωθα το ίδιο αν ήμουν στη θέση σας, αλλά η κατάσταση είναι πολύ σοβαρή. Η δεσποινίς Βούρβαχη έχει πολύ λίγο χρόνο ζωής. Το μόνο πράγμα που την κρατά ζωντανή είναι η επιθυμία της να σας δει για τελευταία φορά»
Ο Τζάκος σφίγγει τα δόντια και ο Οδυσσέας, για να του κερδίσει λίγο χρόνο ώστε να συνέλθει, απευθύνεται στον γιατρό.
«Πέστε μου κάτι, γιατρέ. Δεν υπάρχει τρόπος να τη σώσετε;»
«Όχι. Ήταν καταδικασμένη απ' την αρχή. Γι' αυτό την κρατήσαμε εδώ και δεν την στείλαμε σε κάποιο δημόσιο νοσοκομείο. Ο όγκος είναι πολύ βαθιά και αν προσπαθήσουμε να τον αφαιρέσουμε, δεν θα επιβιώσει απ' το χειρουργείο. Η εξέλιξη ήταν ταχεία και μέχρι να το ανακαλύψουμε, υπήρχαν ήδη μεταστάσεις στα οστά και στους λεμφαδένες. Φυσικά, δοκιμάσαμε χημειοθεραπεία, αλλά ήταν άχρηστη. Ο όγκος της είναι, όπως λέμε στη γλώσσα μας, ένας όγκος τέρας. Μέσα σε λιγότερο από μια βδομάδα επεκτάθηκε στο ήπαρ και στους πνεύμονες»
«Και πώς μπορεί να έχει ακόμα επαφή με το περιβάλλον;»
«Αυτό είναι το παράδοξο της υπόθεσης. Κανονικά θα έπρεπε να έχει πέσει σε κώμα πριν από αρκετές ημέρες, αλλά παρόλο που βυθίζεται σε λήθαργο για αρκετές ώρες, όταν ξυπνάει επικοινωνεί άψογα και λέει μονάχα μια φράση ... Φέρτε μου τον Τζάκο»
Ο Τζάκος παίρνει μια βαθιά ανάσα.
«Μπορείτε να με προετοιμάσετε κάπως σχετικά μ' αυτά που θέλει να μου πει;»
«Φοβάμαι πως όχι. Και εγώ και η μητέρα της την ρωτήσαμε επανειλημμένως, αλλά αρνείται πεισματικά να μας πει οτιδήποτε. Μόνο σε σας θέλει να μιλήσει»
«Πολύ καλά. Πάμε να τελειώνουμε μ' αυτό»
Οι τρεις άνδρες αλλάζουν θέση από καθιστοί σε όρθιοι.
«Ακολουθήστε με, παρακαλώ»
Αυτοί βγαίνουν στον διάδρομο, περπατούν μερικά μέτρα και φτάνουν έξω απ' το δωμάτιο με τον αριθμό τέσσερα στην πόρτα, μέσα στο οποίο είναι η Λίζα, και είναι το μόνο χωρίς φύλακες. Ο Οδυσσέας το παρατηρεί φυσικά.
«Γιατί δεν υπάρχουν φύλακες, γιατρέ;»
«Δεν χρειάζεται. Δεν μπορεί να πάει πουθενά πια. Είναι παράλυτη απ' την πρώτη μέρα της νοσηλείας της»
Ο Οδυσσέας κουνάει με κατανόηση το κεφάλι του και μετά γυρίζει στον Τζάκο.
«Λοιπόν, Τζάκο, εγώ θα σε περιμένω εδώ»
«Όχι! Έλα μέσα μαζί μου, σε παρακαλώ! Γιατρέ, μπορεί να έρθει μαζί μου μέσα;»
Ο γιατρός δεν έχει καμία αντίρρηση.
«Ναι, φυσικά. Το πιθανότερο είναι ότι η Λίζα δεν θα προσέξει καν την παρουσία του»
Ο Οδυσσέας νεύει.
«Αν είναι έτσι, πάμε»
Ο γιατρός ανοίγει την πόρτα και μπαίνουν στο δωμάτιο. Πρώτα αυτός, μετά ο Τζάκος και τελευταίος ο Οδυσσέας, με το χέρι του στον ώμο του.
Το δωμάτιο είναι μικρό και φωτεινό, με λευκούς τοίχους και πράσινο πάτωμα. Ένα μεγάλο παράθυρο με κάγκελα καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του αριστερού τοίχου. Στον δεξιό τοίχο υπάρχει μια πόρτα που προφανώς οδηγεί στο μπάνιο. Το μεγάλο κρεβάτι, που περιβάλλεται από οθόνες και μηχανήματα, βρίσκεται ακριβώς στη μέση και πάνω του είναι ξαπλωμένη μια γυναίκα. Η Λίζα, ή μάλλον κάποια που κάποτε ήταν η Λίζα.
Αυτή έχει μεγαλώσει πολύ. Τα κάποτε ξανθά μαλλιά της έχουν αντικατασταθεί από ένα μαντίλι στο κεφάλι της, που καλύπτει το γυμνό της κρανίο. Τα κλειστά μάτια της είναι βαθουλωμένα στις κόγχες τους και τα βλέφαρα της έχουν μια αρρωστημένη, γαλαζωπή απόχρωση. Τα μάγουλα της είναι ρουφηγμένα, με αποτέλεσμα τα ζυγωματικά της να φαίνονται απαίσια έντονα. Και όσο για το σώμα της, είναι ένας σκελετός, μονάχα κόκαλα και δέρμα. Αιχμηρά οστά που απειλούν να σχίσουν το λεπτό, ξηρό και σχεδόν μπλε δέρμα.
Το θέαμα είναι καθηλωτικό για τον Τζάκο. Αυτός ασθμαίνει και προσπαθεί να καταπιεί τον κόμπο στο λαιμό του. Όλα αυτά τα χρόνια, το μόνο που ήθελε ήταν να δει αυτή τη γυναίκα να υποφέρει. Όπως ακριβώς υπέφερε αυτός και η Μαίρη τότε, αλλά αυτό που βλέπουν τα μάτια του τώρα είναι υπερβολικό. Κανείς, όσο κακός κι αν είναι, δεν αξίζει κάτι τέτοιο. Αυτός στέκεται δίπλα στον Οδυσσέα, που κοιτάζει την Λίζα εξίσου λυπημένος, ενώ ο γιατρός πλησιάζει το κρεβάτι και βάζει το χέρι του στο μέτωπο της.
«Λίζα;»
Αυτή ανοίγει τα μάτια της και ένα αχνό, κουρασμένο χαμόγελο εμφανίζεται στα χείλη της.
«Ήρθε;»
Η φωνή της είναι αδύναμη, κουρασμένη και βγαίνει με δυσκολία. Ο γιατρός της χαμογελάει.
«Ναι, κορίτσι μου, ήρθε»
Αυτή προσπαθεί να ανακαθίσει, αλλά δεν μπορεί.
«Πού είναι; Δεν μπορώ να τον δω. Τζάκο ...;»
Μ' ένα παρακλητικό βλέμμα απ' τον γιατρό και μια μικρή ώθηση απ' τον Οδυσσέα, ο Τζάκος ξυπνάει απ' την νάρκη του, πλησιάζει το κρεβάτι και κρατιέται απ' το κάγκελο. Οι αρθρώσεις του ασπρίζουν απ' το σφίξιμο και ο λαιμός του γδέρνεται καθώς προσπαθεί να μιλήσει.
«Εδώ είμαι, Λίζα»
Αυτή γυρίζει το κεφάλι της προς την κατεύθυνση του και τα μάτια της στενεύουν καθώς προσπαθεί να τον δει.
«Ω, Τζάκο! Έλα πιο κοντά. Δεν μπορώ να σε δω αν στέκεσαι τόσο μακριά. Η όραση μου δεν είναι πια τόσο καλή»
Αυτός παίρνει μια βαθιά ανάσα, πηγαίνει πιο κοντά και κάθεται στην άκρη του κρεβατιού, διπλώνοντας τα χέρια του στην αγκαλιά του, προσέχοντας να μην την αγγίξει. Εκείνη κοιτάζει χαμηλά.
«Δεν θέλεις να μ' αγγίξεις, και δεν είναι λόγω του καρκίνου, έτσι;»
«Ναι, Λίζα. Δεν είναι λόγω του καρκίνου»
«Εντάξει. Μου αξίζει αυτό»
Ο γιατρός απομακρύνεται διακριτικά απ' το κρεβάτι και κάθεται, μαζί με τον Οδυσσέα, στον καναπέ στην άλλη γωνία του δωματίου. Η Λίζα παρακολουθεί τον Τζάκο με μεγάλη προσπάθεια.
«Δεν έχεις αλλάξει πολύ. Είσαι ακόμα όμορφος»
«Γι' αυτό ζήτησες να με δεις; Για να μου μιλήσεις για την εμφάνιση μου;»
«Όχι»
«Τότε γιατί;»
«Όλα αυτά τα χρόνια στο κελί μου, παρακολουθούσα τη ζωή σου μέσα απ' τα περιοδικά και τις εφημερίδες. Σε έβλεπα χαρούμενο και, όσο περίεργο κι αν ακούγεται, χαιρόμουν για την ευτυχία σου. Ήθελα να σε μισήσω, ήθελα να μισήσω τη γυναίκα σου και τα παιδιά σου, αλλά δεν μπόρεσα. Δεν αναγνώριζα τον ίδιο μου τον εαυτό, αλλά κάποια στιγμή, θυμήθηκα κάτι που μου είπε η γυναίκα σου λίγο πριν τον πυροβολισμό»
Αυτός κάνει μορφασμούς.
«Σε παρακαλώ, μη μιλάς γι' αυτό!»
«Λυπάμαι πολύ. Ξέρω ότι σε πονάει, αλλά πρέπει να στο πω. Δεν έχω πολύ χρόνο, Τζάκο. Σε παρακαλώ, άσε με να σου μιλήσω»
«Εντάξει»
«Η γυναίκα σου, εεεε ... Μαίρη, σωστά;»
«Ναι. Μαίρη»
«Η Μαίρη μου είπε ότι αγάπη σημαίνει να χαίρεσαι με την ευτυχία του ατόμου που αγαπάς, ακόμα και όταν είσαι μακριά του. Ακόμα κι αν δεν είσαι εσύ αυτή που του δίνει την ευτυχία. Τότε, μέσα στην τρελή μου αλαζονεία, δεν μπορούσα να το καταλάβω, αλλά στη μοναξιά του κελιού μου, όταν άρχισα να σκέφτομαι καθαρά, συνειδητοποίησα πόσο πολύ σ' αγαπούσα, και ότι αγαπούσα κι εκείνη γιατί σ' έκανε τόσο ευτυχισμένο»
«Λίζα ...»
«Συγγνώμη, Τζάκο! Λυπάμαι γι' αυτό που έκανα σε σένα και σ' εκείνη. Ήταν λάθος. Όλη μου η ζωή ήταν ένα λάθος. Ξέρω ότι είναι πολύ αργά και δεν μπορώ να πάρω τίποτα πίσω. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να ζητήσω συγγνώμη. Σε ικετεύω, Τζάκο. Δεν μπορώ να φύγω χωρίς τη συγχώρεση σου. Δώσε μου τη δύναμη να αντιμετωπίσω τον Θεό»
«Ζητάς πάρα πολλά»
«Το ξέρω. Τιμωρήθηκα όσο ήμουν ζωντανή και ξέρω ότι ο Θεός θα με τιμωρήσει ακόμη περισσότερο για τις αμαρτίες μου τώρα που θα βρεθώ απέναντί Του, αλλά ξέρω επίσης ότι μπορείς να μου δώσεις αυτό που θέλω γιατί είσαι ένας σπουδαίος άντρας. Σε παρακαλώ, Τζάκο! Αν το κάνεις εσύ, θα το κάνει και η Μαίρη»
«Η Μαίρη σ' έχει ήδη συγχωρέσει»
«Πες της ότι είμαι ευγνώμων γι' αυτό»
Ξαφνικά, αυτή αρχίζει να βήχει ανεξέλεγκτα. Το σώμα της τραντάζεται από σπασμούς. Τα μάτια της γυρίζουν προς τα μέσα κι αρχίζει να φτύνει αίμα. Τα μηχανήματα αρχίζουν να ουρλιάζουν. Ο γιατρός τρέχει κοντά της και ο Οδυσσέας πηγαίνει στον Τζάκο και τον τραβάει κοντά στο παράθυρο. Ο γιατρός βάζει τη μάσκα οξυγόνου στο πρόσωπο της.
«Έλα, Λίζα μου. Μείνε μαζί μου. Πάρε ανάσα, κορίτσι μου»
Καθώς η μάσκα παρέχει το οξυγόνο που χρειάζεται στους πνεύμονες της, το σώμα της ηρεμεί και ο βήχας σταματάει. Δάκρυα κυλούν απ' τα μάτια της καθώς η ζωή φεύγει από μέσα της. Η φωνή της είναι πιο σιγανή ακόμα κι από ψίθυρο.
«Πονάω»
Ο γιατρός πατάει το κουμπί για έγχυση μορφίνης, αλλά δεν γίνεται τίποτα. Ξεστομίζοντας λέξεις που δεν αρμόζουν σ' επιστήμονα, αυτός εξετάζει τα μπράτσα της και επιβεβαιώνει αυτό που φοβόταν. Τότε, απευθύνεται στον Τζάκο.
«Κύριε Ηλιόπουλε, σας παρακαλώ! Ήρθε το τέλος. Οι φλέβες της έκλεισαν. Τα όργανα της καταρρέουν. Της απομένουν μονάχα λίγα λεπτά. Δώστε της αυτό που σας ζήτησε. Μην την αφήσετε να φύγει έτσι»
Με όση δύναμη της έχει απομείνει, η Λίζα σηκώνει το χέρι της καθώς τα μάτια της, καρφωμένα στον Τζάκο, του λένε όλα όσα δεν μπορεί το στόμα της. Τότε, όλα γύρω του σβήνουν και το μόνο που ακούει είναι η φωνή της Μαίρης στο κεφάλι του.
'Κάντο, Πρίγκιπα μου. Είναι το σωστό. Δείξε μου για άλλη μια φορά πόσο ανώτερος είσαι. Δείξε μου ότι η πίστη μου σε σένα αξίζει τον κόπο. Δείξε μου τον Θεό μου!'
Χωρίς να χάσει άλλο χρόνο, αυτός πηγαίνει δίπλα στο κρεβάτι και παίρνει το χέρι της.
«Εντάξει, Λίζα. Σε συγχωρώ. Μπορείς να φύγεις τώρα και ποιος ξέρει; Ίσως μια μέρα βρεθούμε ξανά και όλα πάνε καλύτερα. Αντίο, Λίζα»
Αυτή χαμογελάει πίσω απ' τη μάσκα οξυγόνου, σφίγγει ελαφρά το χέρι του και κλείνει τα μάτια της για τελευταία φορά. Ο γιατρός σβήνει τα μηχανήματα, σκεπάζει το νεκρό της σώμα με το σεντόνι και κοιτάζει το ρολόι του.
«Ώρα θανάτου 4:23 μ.μ.»
Ο Οδυσσέας, λυπημένος για το τέλος της Λίζας, αλλά ταυτόχρονα περήφανος για την αντίδραση του Τζάκου, τον πλησιάζει, τον αρπάζει απ' τον ώμο και τον τραβάει έξω απ' το δωμάτιο ενώ χαιρετάει τον γιατρό μ' ένα νεύμα. Στον διάδρομο, ο Τζάκος ακουμπάει στον τοίχο και περνάει τα χέρια του μέσα απ' τα μαλλιά του. Ο Οδυσσέας στέκεται δίπλα του.
«Τελείωσε, Τζάκο»
«Ναι, Οδυσσέα, τελείωσε»
«Τι θα ήθελες να κάνεις τώρα;»
«Να σπάσω κάτι, ουρλιάζοντας. Πνίγομαι, Οδυσσέα και θέλω να ξεσπάσω»
«Έλα, πάμε. Ξέρω το τέλειο μέρος»
Αυτοί βγαίνουν σχεδόν τρέχοντας απ' το κτίριο και μπαίνουν στην Aston Martin. Ενώ όταν ήρθαν οδηγούσε ο Τζάκος, τώρα αυτός κάθεται στη θέση του συνοδηγού, γιατί δεν είναι σε θέση να οδηγήσει, και ο Οδυσσέας αναλαμβάνει χρέη σοφέρ. Μετά από δεκαπέντε λεπτά σιωπής, αυτός σταματάει μπροστά σε μια μάντρα αυτοκινήτων κάπου στον Βοτανικό. Ο Τζάκος τον κοιτάζει απορημένος.
«Τι ήρθαμε να κάνουμε εδώ;»
«Θα δεις. Έλα μαζί μου»
Οι δύο άντρες κατεβαίνουν απ' το αυτοκίνητο και μπαίνουν στη μάντρα. Ο Οδυσσέας πηγαίνει στο γραφείο κι αρχίζει να μιλάει με τον υπάλληλο. Λίγα λεπτά αργότερα, του δίνει ένα μάτσο χαρτονομίσματα και ο υπάλληλος δείχνει μια παλιά, σχεδόν κατεστραμμένη Mercedes και του δίνει κι έναν λοστό, τον οποίο εκείνος δίνει στον Τζάκο.
«Τι πρέπει να κάνω μ' αυτό;»
«Βλέπεις εκείνη την Mercedes;»
«Ναι»
«Είναι δικιά σου. Πάρε τον λοστό και σπάστη!»
Χωρίς άλλη λέξη και με μάτια που λάμπουν χρυσά, ο Τζάκος πλησιάζει τ' αυτοκίνητο, σηκώνει τον λοστό κι αρχίζει να το χτυπά με όλη του τη δύναμη, θρυμματίζοντας τα παράθυρα, παραμορφώνοντας το καπό και τα φτερά και σπάζοντας τα φανάρια. Αυτός προσπαθεί να ξορκίσει όλο το κακό που βίωσε πριν λίγη ώρα, ουρλιάζοντας σαν ζώο. Προσπαθεί να καθαρίσει την ψυχή του απ' όλο το μίσος που ένιωθε όλα αυτά τα χρόνια και να θάψει τις αναμνήσεις όσο πιο βαθιά μπορεί, ενώ ο Οδυσσέας κάθεται υπομονετικά στη γωνία, περιμένοντας. Αρκετή ώρα αργότερα, ο Τζάκος, καταϊδρωμένος κι εντελώς εξαντλημένος, πετάει τον λοστό και κάθεται δίπλα στον Οδυσσέα, έχοντας αφήσει πίσω του το κατεστραμμένο αυτοκίνητο.
«Πώς νιώθεις;»
«Ανάλαφρος και, το οφείλω σε σένα. Ευχαριστώ, Οδυσσέα. Το είχα πραγματικά ανάγκη»
«Λοιπόν ... Θα πούμε κάτι τελευταίο και μετά θα κλείσουμε το κεφάλαιο που λέγεται Λίζα στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Ήταν κακιά, αλλά δεν της άξιζε ένα τόσο φρικτό τέλος. Ήταν όμως θέλημα Θεού και δεν είμαστε σε θέση να κρίνουμε. Όσο γι' αυτό που έκανες εσύ, ήταν γενναίο και υπέροχο. Σ' αυτό είχε δίκιο αυτή. Είσαι σπουδαίος άντρας, Τζανέτο Ηλιόπουλε, αλλά αν πεις σε κανέναν ότι το είπα αυτό, θα σε σκοτώσω»
«Τα χείλη μου είναι σφραγισμένα»
«Μπράβο!»
«Οδυσσέα, σ' ευχαριστώ που είσαι πάντα εδώ για μένα»
«Παρακαλώ, αλλά τώρα πρέπει να πάμε σπίτι. Χρειάζεσαι επειγόντως ένα μπάνιο. Βρωμάς και ζέχνεις»
«Θα μου κάνεις παρέα;»
«Εσύ κι εγώ στο ντους, μόνο στα όνειρα σου, Διεστραμμένε. Σταμάτα να προσπαθείς να μ' αποπλανήσεις»
«Συγγνώμη, αλλά δεν τα παρατάω τόσο εύκολα, Αγαπούλη μου. Θα συνεχίσω να προσπαθώ μέχρι να σε καταφέρω να μου κάτσεις»
«Μην κρατήσεις την αναπνοή σου μέχρι τότε»
Οι δύο άνδρες, γελώντας, μπαίνουν στ' αμάξι και φεύγουν για το σπίτι, με οδηγό τον Τζάκο αυτή τη φορά.
~ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ~ ΣΤΟ ΚΤΗΜΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ~ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗ ~
~ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΤΖΑΚΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΜΑΙΡΗΣ ~
Μετά το μήνυμα του Οδυσσέα ότι όλα τελείωσαν και αυτοί επιστρέφουν σπίτι, οι υπόλοιποι μαζεύονται στο σαλόνι για να τους περιμένουν. Ξαφνικά, ο Αλέκος ρίχνει μια βόμβα.
«Λοιπόν, γυναίκες, όταν έρθουν οι άλλοι, εσείς θα μας κάνετε τη χάρη να φύγετε. Μπορείτε να πάτε για ψώνια ή όπου αλλού θέλετε»
Η Μαίρη τον στραβοκοιτάζει.
«Σοβαρά; Και γιατί θα το κάνουμε αυτό;»
Την απάντηση την δίνει ο Βίκος.
«Γιατί εμείς οι άντρες έχουμε να συζητήσουμε κάτι πολύ σοβαρό»
Αυτή η απάντηση όμως δεν αρέσει καθόλου στην Σελήνη.
«Και εμείς δεν πρέπει να μάθουμε τι είναι αυτό το σοβαρό;»
Ο Άρης της τραβάει απαλά την κοτσίδα.
«Όχι ακόμα, περίεργη Γατούλα»
Η Χλόη είναι το ίδιο περίεργη με την Σελήνη.
«Μπορείτε τουλάχιστον να μας πείτε περί τίνος πρόκειται;»
Ο Ορέστης λέει κάτι πολύ σωστό.
«Εμείς δεν μπορούμε. Αν θέλει ο ενδιαφερόμενος μπορεί να σας το πει»
Η Θαλασσινή παίρνει θέση.
«Τι μυστικοπάθεια είναι αυτή; Ποιος είναι ο ενδιαφερόμενος;»
Ο Στέφανος παίρνει μια βαθιά ανάσα.
«Εγώ»
Η Μαίρη ασθμαίνει.
«Τι; Πες μου αμέσως τι συμβαίνει!»
«Δεν είναι τίποτα, Μαμά»
«Στέφανε Ηλιόπουλε, μη μου λες εμένα ότι δεν είναι τίποτα. Ακόμα και το πιο μικρό πράγμα που αφορά εσένα και όλα μου τα παιδιά είναι ζωτικής σημασίας για μένα. Πες μου τώρα!»
Αυτός πλησιάζει τη μητέρα του, γονατίζει μπροστά της και ακουμπάει το κεφάλι του στους μηρούς της. Αυτή του χαϊδεύει τα ξανθά του μαλλιά.
«Στέφο, μωρό μου, τι σου συμβαίνει;»
Αυτός σηκώνει το κεφάλι του και την κοιτάζει κατευθείαν στα μάτια, όπως ακριβώς κάνει κι ο πατέρας του όταν θέλει κάτι απ' αυτήν.
«Γλυκιά μου Μανούλα, σ' αγαπάω άνευ όρων. Είσαι η γυναίκα της ζωής μου. Η δικιά μου Παναγία, αλλά υπάρχουν κάποια πράγματα που δεν μπορώ να συζητήσω μαζί σου. Δεν με πίεσες ποτέ να κάνω κάτι. Μην το κάνεις τώρα»
Αυτή, έτοιμη να λιώσει, σκύβει και φιλάει τον γιο της ανάμεσα στα βιολετί του μάτια του, που είναι ίδια με τα δικά της, το μόνο δικό της που έχει πάνω του.
«Το ξέρεις ότι δεν παίζεις τίμια, έτσι;»
«Το ξέρω. Ο σύζυγος σου και μπαμπάς μου με δίδαξε καλά»
Αυτή αναστενάζει.
«Είμαι καταδικασμένη. Άτιμοι Ηλιόπουλοι!»
Περίπου μία ώρα μετά, ο Οδυσσέας και ο Τζάκος επέστρεψαν και είπαν στους άλλους τι ακριβώς συνέβη στο νοσοκομείο. Τώρα κάνουν μπάνιο, όχι μαζί, ο καθένας στο δικό του. Οι γυναίκες και τα κορίτσια πήγαν στο εμπορικό κέντρο της Κηφισιάς για χάζεμα στις βιτρίνες και γιατί όχι μερικά πραγματικά ψώνια. Για ευνόητους λόγους, πήραν μαζί και τα δίδυμα. Οι άντρες είναι στην πισίνα μαζί μ' ένα μπουκάλι ουίσκι για τους μεγάλους και δύο γιγάντια μιλκσέικ, ένα μπανάνας για τον Στέφανο και ένα σοκολάτας για τον Ιάσονα. Αυτοί περιμένουν τον Τζάκο και τον Οδυσσέα να τελειώσουν το μπάνιο τους, το οποίο κάνουν χωριστά. Το ξανάπα αυτό, έ; Χα-Χα-Χα ... Τέλος πάντων! Όλοι είναι ενθουσιασμένοι με το επερχόμενο πρώτο ραντεβού του Στέφανου. Όλοι; Όχι ακριβώς. Κάποιος έχει κάτι άλλο στο μυαλό του που δεν τον αφήνει να χαρεί. Ποιος; Ο Ορέστης, ο οποίος πλησιάζει τον Άρη.
«Αρούλη, θέλω να σου μιλήσω ιδιαιτέρως»
Αυτός σηκώνεται αμέσως και οι δύο τους πηγαίνουν στην παιδική χαρά και ξαπλώνουν στο γρασίδι. Βάζουν τα χέρια τους κάτω απ' τα κεφάλια τους και κοιτάζουν το φεγγάρι και τα αστέρια. Ο Άρης αρχίζει ν' αναπολεί το παρελθόν.
«Το θυμάμαι σαν να ήταν χθες, που ήμασταν παιδιά και περνούσαμε τις νύχτες μας ξαπλωμένοι στο γρασίδι κοιτάζοντας τον ουρανό. Εσύ;»
«Φυσικά και θυμάμαι. Και θυμάμαι επίσης τον πατέρα σου να έρχεται και να μας αρπάζει απ' τις μπλούζες και να μας σέρνει μέσα σπίτι. Αξέχαστες εποχές!»
«Ναι, αλλά τώρα είναι ακόμα καλύτερα, έτσι δεν είναι;»
«Σίγουρα. Εσύ παντρεύεσαι μια υπέροχη γυναίκα που σε λίγους μήνες θα σε κάνει πατέρα. Τι καλύτερο απ' αυτό;»
«Κι εσύ έχεις την Χλόη»
«Ναι, την έχω, και είμαι ευγνώμων γι' αυτό, αλλά ...»
«Αλλά τι;»
«Δεν έχω μωρό»
«Γιατί; Δεν θέλει η Χλόη;»
«Όχι. Αυτή θέλει και μάλιστα πολύ. Μόνο γι' αυτό μιλάει»
«Τότε ποιο είναι το πρόβλημα; Σταμάτα να παίρνεις προφυλάξεις»
«Δεν πήρα ποτέ προφυλάξεις με την Χλόη»
Ο Άρης ανακάθεται και κοιτάζει μπερδεμένος τον φίλο του.
«Τελειώνεις μέσα της, έτσι δεν είναι;»
«Τις περισσότερες φορές, ναι»
«Τότε γιατί; Δεν καταλαβαίνω»
Ο Ορέστης ανακάθεται επίσης, παίρνει μια βαθιά ανάσα και ρίχνει τη βόμβα.
«Αρούλη, φοβάμαι ότι είμαι στείρος»
Ο Άρης γουρλώνει τα μάτια του.
«Τι μαλακίες είναι αυτές; Από πού στο διάολο προέκυψε αυτό; Φυσικά και δεν είσαι στείρος. Σταμάτα να κάνεις αυτές τις ηλίθιες σκέψεις»
«Τότε πώς το εξηγείς αυτό; Εσύ είσαι με τη Σελήνη για πέντε μήνες και είναι σχεδόν τεσσάρων μηνών έγκυος, άρα το μωρό συνελήφθη τον πρώτο μήνα. Εγώ είμαι με την Χλόη εδώ και τρεις μήνες κι ακόμα τίποτα»
«Περίμενε. Η Χλόη είναι καλά; Έχει εξεταστεί;»
Ο Ορέστης κρύβει το πρόσωπο του στα χέρια του.
«Ναι. Λίγο πριν έρθει απ' το Παρίσι έκανε όλες τις εξετάσεις. Είναι απόλυτα υγιής και μπορεί να συλλάβει. Άρα, το πρόβλημα το έχω εγώ»
«Αυτό δεν είναι απαραίτητο. Ίσως ... Ίσως απλώς να μην έχει συμβεί ακόμα»
«Πρέπει να μάθω, Άρη. Δεν αντέχω να ζω με την αμφιβολία. Πρέπει να μάθω για να προειδοποιήσω την Χλόη»
«Όπα! Όπα! Τι εννοείς;»
«Το αυτονόητο. Αν έχω πρόβλημα, πρέπει να το μάθει. Θέλει παιδιά και της αξίζει ένας άντρας που μπορεί να της δώσει αυτό που θέλει»
«Μαλακίες! Η Χλόη σ' αγαπάει πολύ και δεν πρόκειται να σ' αφήσει ακόμα κι αν δεν μπορείς να κάνεις παιδιά»
«Το ξέρω, και γι' αυτό θα πρέπει να την κάνω να φύγει. Δεν αντέχω τη σκέψη ότι μια μέρα θα με μισήσει που της στέρησα τη μητρότητα»
«Έη! Έη! Για κάνε λίγο κράτη!»
Ο Ορέστης σηκώνεται όρθιος.
«Άλφα, σε παρακαλώ! Σε ικετεύω! Πρέπει να ξέρω, αλλά δεν μπορώ να πάω μόνος στο διαγνωστικό. Θα έρθεις μαζί μου;»
Ο Άρης σηκώνεται επίσης κι αγκαλιάζει τον φίλο του.
«Φυσικά και θα έρθω μαζί σου. Δεν θα σ' άφηνα ποτέ μόνο σου σε κάτι τέτοιο, αλλά θέλω να μου υποσχεθείς κάτι»
«Τι;»
«Ότι δεν θα κάνεις καμία βλακεία με την Χλόη μέχρι να μάθουμε τι συμβαίνει»
«Δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Αυτή πρέπει να ξέρει. Θα της μιλήσω απόψε»
Ο Άρης γυρίζει το κεφάλι και κοιτάζει τον Ορέστη κατευθείαν στα μάτια. Τα δικά του μάτια αρχίζουν ν' αστράφτουν και ένα γρύλισμα βγαίνει απ' το λαιμό του, και δυστυχώς, ο Ορέστης ξέρει ακριβώς τι σημαίνει αυτό.
«Αρούλη, όχι! Σε παρακαλώ, μη μ' αναγκάσεις ...»
«Δεν μ' αφήνεις άλλη επιλογή. Δεν μπορώ να σ' αφήσω να διώξεις τη γυναίκα της ζωή σου μακριά επειδή είσαι ένας γαμημένος ηλίθιος»
Ο Άρης ορθώνει το ανάστημα του καθώς πραγματική δύναμη ξεχύνεται απ' το σώμα του. Αυτός τεντώνει τους μύες του και χρησιμοποιεί την άλλη του φωνή.
«Δεν θα το κάνεις, Βήτα. Δεν θα πεις τίποτα και σε κανέναν γι' αυτό. Θα μείνει αποκλειστικά μεταξύ μας. Αυτή είναι μια διαταγή απ' τον Άλφα σου»
Ο Ορέστης χαμηλώνει το κεφάλι και ο Άρης γρυλίζει ξανά.
«Πες το!»
«Δεν θα το κάνω. Δεν θα πω τίποτα και σε κανέναν γι' αυτό. Θα μείνει αποκλειστικά μεταξύ μας»
Ο Ορέστης πέφτει στα γόνατα και ο Άρης εκπνέει ανακουφισμένος, περνώντας τα χέρια του μέσα απ' τα μαλλιά του. Αυτός ξέρει ότι ο Βήτα του δεν θα τον παρακούσει»
«Ανάθεμα σε, ρε μαλάκα! Ξέρεις ότι μισώ να το κάνω αυτό σε σένα. Γιατί μ' αναγκάζεις;»
«Συγγνώμη, Αρούλη»
«Τέλος πάντων! Αύριο πρωί-πρωί, θα πάμε στο καλύτερο διαγνωστικό κέντρο. Θα στείλω μήνυμα στον Γιατρό για να μου πει σε ποιο. Εσύ σκέψου μια δικαιολογία να πεις στην Χλόη»
«Εντάξει»
«Και τώρα άλλαξε μούρη. Πρέπει να γυρίσουμε στους άλλους. Ο Στέφανος μας χρειάζεται»
Ο Ορέστης παίρνει μερικές ανάσες κι αναγκάζει τον εαυτό του να χαμογελάσει.
«Πώς είμαι;»
«Σαν να σε τρώει ο κώλος σου, αλλά δεν πειράζει. Δεν είναι πολύ διαφορετικό απ' τη συνηθισμένη σου μούρη»
Τώρα που η επιρροή του Άρη επάνω του μειώνεται, ο Ορέστης δείχνει τα δόντια του.
«Με όλο τον σεβασμό, Άλφα ... Είσαι μαλάκας!»
Ο Άρης χαϊδεύει το μάγουλο του Ορέστη και χαμογελάει.
«Αυτό είναι πολύ καλύτερο»
Αυτός καλύπτει το χέρι στο μάγουλο του.
«Αρούλη, σ' ευχαριστώ»
«Παρακαλώ. Άντε τώρα, πάμε πίσω»
~ COFFEE HOUSE ~ ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΚΗΦΙΣΙΑΣ ~
Μετά τα ψώνια τους, οι γυναίκες κάθονται για να ξεκουραστούν ενώ τα δίδυμα πηγαίνουν στην αίθουσα με τα ηλεκτρονικά παιχνίδια για να ξοδέψουν το χαρτζιλίκι τους. Η μικρή Εύα, εξουθενωμένη, ξαπλώνει στις δύο καρέκλες που ένωσε η Μαίρη και παραδίνεται στην αγκαλιά του Μορφέα. Η Σελήνη βγάζει τις γόβες της και τρίβει τα πόδια της.
«Τα πόδια μου με πεθαίνουν»
Η Θαλασσινή κοιτάζει τον κατάλογο.
«Εγώ διψάω. Τι θα πάρουμε; Είναι λίγο αργά για καφέ»
Η Χλόη ανοίγει τον δικό της κατάλογο στα φαγητά.
«Εγώ πεινάω»
Καθώς οι άλλες μιλάνε με τα κορίτσια για το τι θα παραγγείλουν, η Μαίρη μουτρώνει.
«Εγώ πεθαίνω από περιέργεια»
Η Σελήνη πίνει λίγο νερό απ' αυτό που τους έφερε ο σερβιτόρος που πήρε την παραγγελία τους.
«Για ποιο πράγμα;»
«Για το τι συμβαίνει με τον Στέφανο»
Η Χλόη τσεκάρει το κινητό της.
«Ανησυχείς;»
«Όχι. Αφού ξέρει ο Τζάκος, εγώ δεν ανησυχώ, αλλά θέλω να μάθω. Είναι ο γιος μου, για όνομα του Θεού!»
Η Αναΐς σουφρώνει τα χείλη της.
«Μαμά, νομίζω ότι ξέρω»
«Νομίζεις;»
«Εντάξει. Όντως ξέρω»
«Τι κάθεσαι τότε; Πες μας!»
«Ο αγαπημένος μου αδερφός έχει το πρώτο του ραντεβού»
«Με κορίτσι;»
«Όχι, με σκίουρο. Μαμά, συγκεντρώσου!»
Η Μαίρη βάζει το χέρι της στο στήθος της.
«Ω, Θεέ μου! Δεν το πιστεύω! Το μικρό μου τ' αγοράκι! Όμως, τι θέλει απ' τους άλλους;»
«Συμβουλές. Αν κατάλαβα καλά, του αρέσει πολύ αυτό το κορίτσι και θέλει να την εντυπωσιάσει»
Και επειδή η Μαίρη είναι σαν όλες τις μητέρες που έχουν γιο, εξανίσταται.
«Ο γιος μου δεν χρειάζεται τίποτα απ' αυτά. Είναι το απόλυτο κελεπούρι, κι αυτό το κορίτσι είναι τυχερό που απλά την κοίταξε»
Η Αναΐς γυρίζει τα μάτια της.
«Έλεος, βρε Μαμά. Το ξέρω το κορίτσι. Είναι καλή. Όμορφη, έξυπνη, ευγενική, πολύ καλή μαθήτρια και πολύ δημοφιλής»
Οι άλλες αρχίζουν την ανάκριση και πρώτη απ' όλες η Σελήνη.
«Πώς μοιάζει;»
«Βασικά, μοιάζει πολύ με τη μαμά. Έχει μαύρα μαλλιά και μπλε μάτια. Το μόνο της ελάττωμα είναι ότι είναι κοντούλα. Ο Στέφος είναι ένα κεφάλι ψηλότερος απ' αυτήν. Και επίσης είναι και πολύ αδύνατη, όπως ήταν η μαμά στην ηλικία της. Αλλά το πιο αστείο είναι ότι της αρέσει να ζωγραφίζει. Έτσι τον προσέγγισε»
Η Θαλασσινή καγχάζει.
«Αν μας πεις ότι τη λένε και Μαίρη, θα ουρλιάξω!»
«Όχι. Την λένε Αφροδίτη. Αφροδίτη Μαρκουλάκη»
Τότε, η Σελήνη παρατηρεί κάτι.
«Μαίρη, κλαις;»
Η Μαίρη σκουπίζει τα μάτια της.
«Όχι. Δηλαδή ναι. Άντε τώρα! Κάντε μου τη χάρη. Μιλάμε για τον γιο μου. Το αγοράκι μου. Τον μίνι Τζάκο μου»
Η Σελήνη γελάει.
«Ο μάξι Τζάκος θα είναι τρελά περήφανος»
Η Αναΐς ακουμπάει τους αγκώνες στο τραπέζι και στηρίζει το σαγόνι της στα χέρια της.
«Είμαι πολύ περίεργη για το τι θα κάνει ο μπαμπάς όταν εγώ ή η Εύα πάμε στο πρώτο μας ραντεβού»
Η απάντηση βγαίνει απ' το στόμα όλων των γυναικών ταυτόχρονα.
«Φόνο!»
Αυτές γελάνε. Όλες; Όχι ακριβώς. Η Πανδώρα γελάει μεν, αλλά αναγκαστικά, όχι με όλη της την καρδιά όπως κάνει πάντα. Η Μαίρη της χαϊδεύει τα μαλλιά.
«Τι συμβαίνει, Δώρα μου;»
«Δεν ξέρω, Μαμά. Έχω ένα κακό προαίσθημα»
«Σχετικά με τι;»
«Με το κορίτσι. Αυτή την Αφροδίτη. Ο Θεός να την κάνει δηλαδή»
«Τι εννοείς;»
«Δεν ξέρω. Σε παρακαλώ, μη με ρωτάς»
Η Μαίρη την αγκαλιάζει και η Θαλασσινή, που κάθεται απ' την άλλη της μεριά της πιάνει το χέρι.
«Πανδώρα μου, σκέφτεσαι έτσι επειδή φοβάσαι ότι ο Στέφανος θα σταματήσει να σ' αγαπάει αν τα φτιάξει μ' αυτό το κορίτσι;»
«Δεν ξέρω, Θεία. Ίσως»
Η Αναΐς προσπαθεί να την παρηγορήσει.
«Αυτό δεν πρόκειται να συμβεί ποτέ. Ο Στέφος μας αγαπάει πολύ. Είμαστε οι αδερφές του. Θα είναι όπως με τον μπαμπά μου και τη Σελήνη ή τον μπαμπά σου τον Αλέκο και την Θαλασσινή. Δεν χρειάζεται να ανησυχείς»
«Μπορεί να έχεις δίκιο, αλλά ... Τέλος πάντων! Ξεχάστε το, σας παρακαλώ! Και, προς Θεού, μην πείτε τίποτα στον Στέφο. Δεν θέλω να χαλάσω το πρώτο του ραντεβού»
~ ΚΤΗΜΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ~ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗ ~ ΔΙΠΛΑ ΣΤΗΝ ΠΙΣΙΝΑ ~
Η συζήτηση βρίσκεται ήδη σε πλήρη εξέλιξη και τα πνεύματα έχουν ανάψει. Οι άντρες συνεχίζουν να μαλώνουν μεταξύ τους, ενώ ο Στέφανος βηματίζει μπρος-πίσω, φυσώντας και ξεφυσώντας.
«Δεν με βοηθάτε καθόλου έτσι»
Ο Τζάκος γέρνει το κεφάλι του πίσω.
«Τίγρη, χαλάρωσε και κάτσε κάτω»
Ο Άρης τον ενθαρρύνει.
«Έχει δίκιο ο πατέρας σου. Δεν θα ωφελήσει σε τίποτα αν σκάψεις μια τάφρο στα πλακάκια»
Ο Στέφανος κάθεται δίπλα στον Ιάσονα και κρύβει το πρόσωπο του στα χέρια του.
«Το ραντεβού μου θα είναι σκέτη καταστροφή. Η Αφροδίτη θα γελάει μαζί μου για τα επόμενα δέκα χρόνια»
Ο Οδυσσέας γυρίζει τα μάτια του.
«Τι Drama King, Θεούλη μου!»
Ο Τζάκος σκύβει και παίρνει το ποτήρι του.
«Αυτό δεν θα συμβεί, Τίγρη. Τουλάχιστον όχι όσο υπάρχουμε εμείς»
Ο Αλέκος χτυπάει τα χέρια του.
«Έλα! Έλα! Συγκεντρωθείτε, ρε γαμώτο! Μιλάμε για ένα απλό εφηβικό ραντεβού. Πόσο δύσκολο μπορεί να είναι;»
Ξαφνικά, τα μάτια του Άρη φωτίζονται.
«Παιδιά, το βρήκα! Στέφανε, ποια είναι η αγαπημένη ταινία της Αφροδίτης;»
Ο Στέφανος δεν χρειάζεται να σκεφτεί καθόλου.
«Το Dirty Dancing»
Ο Τζάκος πίνει μια γουλιά απ' το ουίσκι του.
«Nobody Puts Baby in a Corner»
Όλα τα κεφάλια στρέφουν και τον κοιτάζουν.
«Τι; Η Μαίρη μου λατρεύει αυτή την ταινία. Την έχω δει άπειρες φορές»
Ο Οδυσσέας αφήνει ασχολίαστο αυτό που είπε ο Τζάκος και απευθύνεται στον Στέφανο.
«Δεν μου λες, Ζελεδάκι, πως είναι δυνατόν ένα κορίτσι που γεννήθηκε το 1996 να λατρεύει μια ταινία του 1987;»
«Είναι απλό, G-Man. Ήταν η αγαπημένη της μεγάλης της αδερφής που πέθανε και ... καταλαβαίνεις»
Ο Ιάσονας όμως έχει ακούσει κάτι άλλο.
«Όπα, κολλητέ! Αυτό δεν ισχύει. Η αδερφή της Αφροδίτης δεν πέθανε. Αυτή έφυγε απ' το σπίτι όταν ήταν δεκαεφτά. Κάτι έγινε με τον πατέρα τους»
Ο Ορέστης έχει μια ιδέα.
«Αν ισχύει αυτό, ίσως ο κύριος Μαρκουλάκης να μην είναι και ο καλύτερος πατέρας»
Ο Στέφανος σηκώνει τους ώμους.
«Δεν ξέρω και ούτε με νοιάζει. Αυτό που με νοιάζει είναι να εντυπωσιάσω την Αφροδίτη, όχι τον πατέρα της. Πες μου τι σκέφτηκες, Άρη. Μόνο μην μου πεις να την πάω σινεμά. Αυτό είναι τόσο κλισέ»
Ο Άρης γεμίζει το ποτήρι του.
«Το σινεμά ναι, αλλά μια ιδιωτική προβολή μόνο για εκείνη, όχι. Τζάκο, υπάρχει αίθουσα προβολών στον Πύργο της εταιρείας, σωστά;»
Ο Τζάκος νεύει καταφατικά και ο Άρης συνεχίζει.
«Εκεί θα την πας. Οι δυο σας μόνοι, με φαγητό και αναψυκτικά, και στην οθόνη η αγαπημένη της ταινία»
Ο Ορέστης συμπληρώνει την πρόταση του Άρη.
«Και μετά μπορείς να την πας στη Πλατεία Νυμφών για παγωτό»
Όλοι εγκρίνουν και επαυξάνουν, αλλά ο Στέφανος έχει κάποιες ενστάσεις.
«Ναι, είναι αρκετά καλό, αλλά πώς θα πάμε στον Πύργο; Είναι αρκετά μακριά για να πάμε με τα πόδια και δεν υπάρχει περίπτωση να την πάω με λεωφορείο»
Και σ' αυτό όμως, ο Άρης έχει την λύση.
«Μπορώ να πω στον Φράνκο να σας πάει»
Τα μάτια του Στέφανου ανοίγουν διάπλατα.
«Με την αλεξίσφαιρη BMW;»
«Ναι, φυσικά, εκτός αν προτιμάς κάτι άλλο, όπως την Aston Martin του πατέρα σου»
«Όχι! Όχι! Μια χαρά είναι η BMW. Σ' ευχαριστώ πολύ, Άρη»
«Μην το ξαναπείς, γιατί θα μαλώσουμε»
«Εντάξει»
Ο Τζάκος σηκώνεται, πηγαίνει πίσω απ΄ τον γιο του και βάζει τα χέρια του στους ώμους του.
«Είσαι ευχαριστημένος, Τίγρη μου;»
«Πολύ, Μπαμπά»
Όπως ο Στέφανος, είναι και οι υπόλοιποι ευχαριστημένοι που κατάφεραν να βοηθήσουν. Όλοι εκτός απ' τον Ιάσονα που έχει το ίδιο κακό προαίσθημα που έχει και η Πανδώρα, αλλά όπως εκείνη, έτσι κι αυτός κρατάει το στόμα του κλειστό.
Λίγο μετά, οι γυναίκες επιστρέφουν απ' την βόλτα τους, τρώνε όλοι μαζί, όπως κάνουν κάθε φορά, και μετά αποσύρονται στα ιδιαίτερα διαμερίσματα τους, εξαντλημένοι απ' τα γεγονότα της ημέρας. Ας πάρουμε μια μικρή γεύση ...
~ ΚΡΕΒΑΤΟΚΑΜΑΡΑ ΤΟΥ ΒΙΚΟΥ & ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΙΝΗΣ ~
Ο Βίκος είναι ξαπλωμένος στο κρεβάτι και η Θαλασσινή χτενίζει τα μαλλιά της μπροστά στον μεγάλο καθρέφτη.
«Αργείς, Βασίλισσα μου;»
«Γιατί, Βασιλιά μου; Βιάζεσαι;»
«Δεν σ' έχω δει πολύ σήμερα και μου έλειψες»
«Θα είμαι μαζί σου σε μισό λεπτό»
Αυτή αφήνει τη βούρτσα στην τουαλέτα της, τινάζει τα μαλλιά της και πηγαίνει στο κρεβάτι.
«Ορίστε, ήρθα και είμαι όλη δική σου»
Αυτός περνάει το χέρι του μέσα απ' τα απαλά σγουρά μαλλιά της.
«Τα μαλλιά σου είναι πολύ όμορφα και είναι πραγματικά κρίμα που θα χαλάσουν. Βγάλε όλα σου τα ρούχα κι ανέβα πάνω μου»
«Κι αν δεν το κάνω;»
«Τότε θ' αντιμετωπίσεις την οργή του Δράκου»
Αυτή γελάει.
«Είσαι τόσο αστείος»
Αυτός χαμογελάει πονηρά.
«Έτσι, ε; Για να δούμε!»
Αυτός κινείτε αστραπιαία, την πιάνει απ' τη μέση, την ρίχνει μπρούμητα στο κρεβάτι και ξαπλώνει πάνω της.
«Νομίζεις ακόμα ότι είμαι αστείος;»
«Εντελώς»
Αυτή συνεχίζει να γελάει κι εκείνος την αρπάζει απ' τα μαλλιά, βρυχώμενος και σκύβει πάνω απ' το αυτί της.
«Σου έχει πει ποτέ κανείς ότι δεν πρέπει να προκαλείς έναν δράκο;»
«Όχι, αλλά τι μπορεί να μου κάνει αυτός ο δράκος;»
«Μπορεί να σου κάνει αυτό»
Με μια απότομη κίνηση, της σκίζει το εσώρουχο, ξεφορτώνεται τις πιτζάμες του και μπαίνει μέσα της βίαια, κάνοντας την να ουρλιάξει.
«Λοιπόν, Βασίλισσα μου; Είμαι ακόμα αστείος;»
«Μμμμ ... Όχι! Όχι πια! Δεν είσαι. Ω, Βίκο μου!»
Αυτός αρχίζει να μπαινοβγαίνει μέσα της γρήγορα και δυνατά.
«Πες μου, Βασίλισσα. Τι είμαι τώρα;»
«Είσαι σκληρός ... και τεράστιος ... και υπέροχος! Συνέχισε, Βασιλιά μου. Μην σταματάς!»
«Ποτέ, Βασίλισσα μου. Ποτέ!»
~ ΚΡΕΒΑΤΟΚΑΜΑΡΑ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ & ΤΟΥ ΑΛΕΚΟΥ ~
Ο Αλέκος είναι στο μπάνιο ενώ ο Οδυσσέας ξαπλώνει στο κρεβάτι. Όταν όμως αγγίζει το πρόσωπο του στο μαξιλάρι του, βάζει τις φωνές.
«Αλέκο; Ήταν εδώ η Μαίρη;»
Ο Αλέκος απαντάει μέσα απ' το μπάνιο.
«Ναι. Ήρθε όταν ήσουν στο νοσοκομείο»
Ο Οδυσσέας κοπανάει το κεφάλι του στο μαξιλάρι.
«Θα τη σκοτώσω! Το μαξιλάρι μου μυρίζει νυχτολούλουδο. Νοιώθω σαν να κοιμάμαι σ' ένα γαμημένο παρτέρι»
Το γέλιο του Αλέκου ακούγεται καθάριο.
«Έλα, ρε μωρό μου. Η καημένη ανησυχούσε για τον Τζάκο και ήθελε λίγη παρέα. Το ξέρεις ότι αυτή έρχεται πάντα σε μένα όταν δεν είναι εκείνος κοντά»
«Μιλήσατε τα δυο σας;»
«Όχι πολύ. Ήταν κουρασμένη κι αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά μου αφού της διάβασα μερικούς στίχους του Πόε»
«Μχμμμ ...»
«Ξέρεις, μου φαίνεται αστείο κάθε φορά»
«Ποιο;»
«Το να κρατάω ένα μικροσκοπικό σώμα με βυζιά στην αγκαλιά μου. Δεν το έχω συνηθίσει»
«Ξέρω τι εννοείς, αλλά, άντε, τι κάνεις τόση ώρα εκεί μέσα;»
«Θα είμαι μαζί σου σε μισό λεπτό»
Αυτός βγαίνει απ' το μπάνιο, βγάζει τη ρόμπα του και ξαπλώνει ολόγυμνος στο κρεβάτι.
«Γιατί είσαι ακόμα ντυμένος;»
«Δεν έχω σκοπό να μείνω για πολύ»
«Για να σε δω!»
Ο Οδυσσέας ξεφορτώνεται τόσο γρήγορα τις πιτζάμες του που ο Αλέκος αρχίζει να γελάει.
«Είσαι γρήγορος»
«Μόνο όταν θέλω»
«Πονηρούλη!»
«Μπορείς να μου κάνεις λίγο μασάζ; Πονάει η πλάτη μου»
«Εννοείται, μωρό μου. Γύρνα»
Ο Οδυσσέας κυλάει το σώμα του και ο Αλέκος κάθεται στους μηρούς του κι αρχίζει να του τρίβει την πλάτη.
«Αχ, μωρό μου! Αυτό είναι τέλειο!»
«Μου έλειψες σήμερα»
«Κι εμένα μου έλειψες, αλλά δεν μπορούσα να τον αφήσω μόνο. Το καταλαβαίνεις, έτσι;»
«Το καταλαβαίνω, μωρό μου. Μην ανησυχείς. Έχω συμβιβαστεί μ' αυτόν τον περίεργο δεσμό που σας ενώνει»
«Σ' ευχαριστώ για την κατανόηση»
Ο Αλέκος σκύβει και δαγκώνει τον λοβό του αυτιού του Οδυσσέα.
«Ξέρεις τι θέλω να κάνουμε απόψε;»
«Τι;»
«Να χαμουρευτούμε λίγο πριν πηδηχτούμε. Θέλω να σε φιλήσω και να σε χαϊδέψω. Θέλω να νιώσω τ' απαλό σου δέρμα κάτω απ' τα δάχτυλα μου και να μυρίσω το άρωμα του κορμιού σου»
«Σαν την πρώτη μας φορά;»
«Μμμμ ...»
Ο Οδυσσέας γυρίζει ανάσκελα κι ανοίγει τα χέρια του και ο Αλέκος ξαπλώνει πάνω του.
«Σ' αγαπάω, Αλέκο μου»
«Κι εγώ σ' αγαπάω, Οδυσσέα μου»
«Ό,τι κι αν γίνει;»
«Ότι κι αν γίνει!»
~ ΚΡΕΒΑΤΟΚΑΜΑΡΑ ΤΟΥ ΟΡΕΣΤΗ & ΤΗΣ ΧΛΟΗΣ ~
Το ζευγάρι είναι ξαπλωμένο στο κρεβάτι. Ο Ορέστης κρατάει την Χλόη στην αγκαλιά του κι εκείνη απολαμβάνει τη ζεστασιά του.
«Ομορφιά μου, αν ξυπνήσεις αύριο το πρωί και δεν με βρεις, μην ανησυχήσεις. Θα φύγω νωρίς»
«Πού θα πας;»
«Στη μαμά μου. Θέλει να της φτιάξω το πλυντήριο που προσπάθησε να διορθώσει ο πατριός μου. Θα έρθει και ο Άρης μαζί μου»
«Δεν μπορώ να έρθω κι εγώ;»
«Φυσικά και μπορείς, αλλά δεν χρειάζεται να σηκωθείς τόσο νωρίς. Δεν θα μας πάρει πολύ. Μπορεί να γυρίσουμε πριν καν ξυπνήσεις»
«Μάλιστα! Άρα θέλεις να κοιμηθείς τώρα;»
«Ναι, θα το ήθελα. Είμαι λίγο κουρασμένος»
Η Χλόη συνοφρυώνεται κι ο Ορέστης προσπαθεί να κρύψει το χαμόγελο του.
«Εντάξει τότε. Θα σ' αφήσω να κοιμηθείς. Καληνύχτα!»
«Με μια δεύτερη σκέψη όμως ...»
Αυτή γυρίζει μέσα στην αγκαλιά του.
«Ναι;»
Αυτός αγγίζει το μάγουλο της με την παλάμη του.
«Θέλω να ξέρεις ότι δεν θα σ' αφήσω ποτέ ανικανοποίητη, ανεξάρτητα απ' το πόσο κουρασμένος είμαι ή πόσο νωρίς πρέπει να σηκωθώ το επόμενο πρωί»
«Αχ, Ορέστη μου!»
«Σ' αγαπάω, Χλόη. Περισσότερο απ' όσο μπορείς να φανταστείς»
«Κι εγώ σ' αγαπάω. Είσαι τα πάντα για μένα. Όταν έχω εσένα, δεν χρειάζομαι τίποτα άλλο»
«Πάρε με μέσα σου»
Αυτή ανοίγει το σώμα της κι εκείνος μπαίνει μέσα, ενώ ενδόμυχα προσεύχεται στον Θεό να μην του συμβαίνει αυτό που φοβάται.
~ ΚΡΕΒΑΤΟΚΑΜΑΡΑ ΤΟΥ ΤΖΑΚΟΥ & ΤΗΣ ΜΑΙΡΗΣ ~
Ο Τζάκος, μονάχα με μία πετσέτα τυλιγμένη γύρω απ' την μέση του, βγαίνει απ' το μπάνιο τη στιγμή που η Μαίρη μπαίνει στο δωμάτιο κι αρχίζει να γδύνεται.
«Πού ήσουν, Αγγελούδι μου;»
«Μιλούσα με την Αναΐς»
«Να ρωτήσω τι λέγατε;»
«Κοριτσίστικα πράγματα, Πρίγκιπα μου»
«Α! Εντάξει»
Αυτή κάθεται στο κρεβάτι κι αρχίζει να τρίβει το λαιμό της, γκρινιάζοντας.
«Μμμμ ... Είμαι τόσο κουρασμένη. Η πλάτη μου με πεθαίνει»
«Κι εγώ γιατί είμαι εδώ; Επίτρεψε μου να σε βοηθήσω μ' αυτό»
«Με χαρά»
Αυτή ξαπλώνει μπρούμητα κι αυτός κάθεται στους μηρούς της. Με τα έμπειρα δάχτυλα του, της τρίβει την πλάτη απ' τη μέση μέχρι το λαιμό, κάνοντας την ν' αναστενάξει.
«Αχ, Τζάκο μου!»
«Σ' αρέσει, ψυχή μου;»
«Ότι και να μου κάνεις μ' αρέσει. Έχεις μαγικά δάχτυλα»
«Μου έλειψες σήμερα. Δεν σ' έχω δει σχεδόν όλη μέρα»
«Είμαι εδώ τώρα»
«Ναι, είσαι και είσαι δικιά μου»
Αυτός σκύβει πάνω της κι αρχίζει να τη φιλάει ξεκινώντας απ' τον λαιμό και φτάνοντας μέχρι το αστέρι στη μέση της.
«Καινούργιο βρακάκι; Δεν το έχω ξαναδεί»
«Ναι. Το αγόρασα σήμερα. Σ' αρέσει;»
«Πάρα πολύ, και γι' αυτό, θα το βγάλω τώρα. Είναι κρίμα να το σκίσω»
«Το καλό που σου θέλω, Ηλιόπουλε!»
Αυτός της βγάζει αργά το δαντελένιο βιολετί κιλοτάκι.
«Ξέρεις κάτι, Αυγέρη; Απόψε, έχω διάθεση να φάω λίγο μουνάκι»
«Σ' αυτή την περίπτωση, έχω ένα καλό πράγμα για σένα»
«Για δείξε μου»
Αυτή γυρίζει ανάσκελα κι ανοίγει τα πόδια της μπροστά του.
«Να το, Ηλιόπουλε, και είναι όλο δικό σου. Φάτο!»
Αυτός βρυχάται, απελευθερώνοντας το άγριο ζώο μέσα του και πέφτει με μανία πάνω στο θήραμα του, γρυλίζοντας, γιατί, μεταξύ μας, οι αληθινοί άντρες τρώνε μουνί, τουλάχιστον για επιδόρπιο (!!)
~ ΚΡΕΒΑΤΟΚΑΜΑΡΑ ΤΟΥ ΑΡΗ & ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ ~
Ο Άρης είναι στο κρεβάτι και παίζει με την Λούνα ενώ η Σελήνη είναι στο μπαλκόνι, απ' όπου του φωνάζει.
«Άρη μου, έλα λίγο εδώ, σε παρακαλώ»
Αυτός παίρνει αμέσως τη γάτα και τη βάζει στο καλάθι της στο πλάι του κρεβατιού.
«Αυτό ήταν, γλυκιά μου Λούνα. Αρκετά παίξαμε σήμερα. Τώρα ο λύκος πρέπει να παίξει με την άλλη του γατούλα»
Η Λούνα, κάνοντας μερικούς κύκλους γύρω απ' τον εαυτό της, ξαπλώνει στο άνετο και μαλακό κρεβάτι της και αποκοιμιέται επί τόπου.
«Μπράβο το κορίτσι μου!»
Αυτός σηκώνεται και βγαίνει στο μπαλκόνι, όπου βρίσκει τη Σελήνη να μυρίζει τον αέρα.
«Τι κάνεις εκεί, Γατούλα;»
«Μπορείς να το μυρίσεις;»
«Ποιο;»
«Το σεξ. Είναι παντού γύρω μας. Βάζω στοίχημα ότι κάθε ενήλικας σ' αυτό το κτήμα πηδιέται αυτή τη στιγμή»
Αυτός ρίχνει το κεφάλι του πίσω και γελάει δυνατά.
«Ξέρεις, Γατούλα μου, αν είσαι καυλωμένη, δεν χρειάζεσαι δικαιολογία. Είμαι εδώ και πάντα διαθέσιμος. Το μόνο που πρέπει να κάνεις είναι να το ζητήσεις»
Αυτή συνοφρυώνεται.
«Σταμάτα! Μιλάω σοβαρά. Μύρισε τον αέρα και θα δεις»
Αυτός σνιφάρει μερικές φορές καθώς την πλησιάζει από πίσω.
«Το μόνο πράγμα που μπορώ να μυρίσω αυτή τη στιγμή είναι το ακαταμάχητο άρωμα του μουνιού σου»
Το ένα του χέρι την αγκαλιάζει καθώς το άλλο κινείται ανάμεσα στα πόδια της.
«Τι έχουμε εδώ;»
«Το επιδόρπιο σας, Αφέντη. Θέλετε να το φάτε τώρα ή θα τ' αφήσετε γι' αργότερα;»
«Δεν μ' αρέσει ν' αφήνω κάτι γι' αργότερα, όταν μπορώ να το φάω τώρα. Πόσο μάλλον όταν μιλάμε για ένα τόσο νόστιμο επιδόρπιο»
«Άρα;»
«Άρα, σκύψε, πιάσε τα κάγκελα κι άνοιξε τα ποδαράκια σου. Θα κάνω εγώ τα υπόλοιπα»
«Αμέσως, Αφέντη μου, αλλά πείτε μου ... Θα χρειαστείτε μαχαιροπίρουνα;»
«Όχι. Έχω τα δάχτυλα μου»
«Αυτό ακριβώς ήθελα ν' ακούσω, Αφέντη μου!»
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro