
Στρατηγική
Η Σελήνη δεν πιστεύει στ' αυτιά της.
«Πλάκα μου κάνεις, έτσι;»
«Όχι, κούκλα. Μιλάω σοβαρά. Θα συνεργαστώ με την Μαίρη Αυγέρη, που, με βάση την αντίδραση σου, ξέρεις ποια είναι, έτσι δεν είναι;»
«Φυσικά! Είχα πάει στην τελευταία της έκθεση πριν δύο ή τρία χρόνια νομίζω. Ήταν υπέροχα! Οι πίνακές της είναι τόσο ζωντανοί. Ειδικά τα πορτρέτα. Η γυναίκα έχει απίστευτο ταλέντο. Αλλά, όλο αυτό είναι και μια τεράστια σύμπτωση»
«Ποια είναι η σύμπτωση, Γατούλα;»
«Την σκεφτόμουν νωρίτερα. Κάτι που διάβασα για κείνη μου ήρθε στο μυαλό, ένα ρεπορτάζ σ' ένα περιοδικό, και τώρα θα συνεργαστώ μαζί της. Ο κόσμος είναι πολύ μικρός τελικά»
«Τι ακριβώς σκεφτόσουν γι' αυτήν;»
«Την περιπέτεια της υγείας της»
Ο Άρης, που όπως φαίνεται, δεν γνωρίζει λεπτομέρειες, ρωτάει για να μάθει.
«Ήταν άρρωστη;»
«Όχι. Αυτή τραυματίστηκε από σφαίρα»
«Στην πραγματικότητα, Ορέστη, αυτή πήδηξε μπροστά απ' τη σφαίρα για να σώσει τον άντρα της. Είναι τόσο γενναία γυναίκα. Εκείνη την εποχή, νόμιζα ότι ήταν ανόητη που έβαλε σε κίνδυνο τη ζωή της για έναν άντρα. Τώρα όμως μπορώ να την καταλάβω απόλυτα. Θα έκανα κι εγώ το ίδιο»
Ο Άρης συνοφρυώνεται.
«Δεν μ' αρέσει καθόλου αυτό που λες. Με τρομάζεις, Γατούλα. Μην τολμήσεις να σου συμβεί κάτι κακό πριν από μένα. Άσε με να φύγω πρώτος και μετά κάνε ότι θέλεις. Αλλά μην μ' αφήσεις να ζήσω σ' έναν κόσμο που εσύ δεν θα υπάρχεις. Δεν θα τα καταφέρω!»
Ο Ορέστης χτυπάει το χέρι του στον πάγκο.
«Έλεος! Τι είναι αυτά που λέτε; Κανείς δεν πρόκειται να πάει πουθενά. Τουλάχιστον όχι σύντομα. Άλλαξε θέμα τώρα!»
«Έχεις δίκιο. Πότε είπες ότι είναι η έκθεση;»
«Σε περίπου ένα μήνα. Θα συναντηθούμε μαζί της το Σάββατο για να μιλήσουμε για τις λεπτομέρειες»
«Τέλεια! Ανυπομονώ πραγματικά να τη γνωρίσω, αλλά, πώς ήρθες σ' επαφή μαζί της;»
«Φωτογράφησα την ανιψιά της. Είναι μοντέλο παιδικών ρούχων. Ο μπαμπάς της είδε τη δουλειά μου και έριξε την ιδέα. Είναι απίθανος τύπος. Ήταν σούπερ μόντελ. Το πρόσωπό του ήταν παντού. Νομίζω ότι ήταν μία διαφήμιση αρώματος. Κάτσε να δεις ποιο ήταν το σλόγκαν; Το άρωμα του άντρα; Η μυρωδιά του άντρα; Κάτι τέτοιο»
«Δεν το πιστεύω! Η μυρωδιά του άντρα! Μη μου πεις ότι μιλάς για τον Οδυσσέα;»
«Ναι, ναι, αυτός είναι»
«Μπα που να με πάρει! Θα συναντήσω τον Οδυσσέα! Ουάου!»
«Γιατί τόση χαρά, Γατούλα; Πρέπει ν' ανησυχώ;»
«Μην είσαι ανόητος. Ξέρεις ότι δεν υπάρχει κανένας άλλος εκεί έξω για μένα. Απλά ... Πώς να στο πω; Ο Οδυσσέας ήταν μια απ' τις εφηβικές μου φαντασιώσεις παρόλο που ήξερα ότι είναι γκέι»
«Α! Ώστε είναι γκέι, ε; Μχμμμ ... Υπέροχα!»
Ο Ορέστης γυρίζει τα μάτια του.
«Δύο λέξεις. Με λουρί!»
«Εσύ, μαλάκα, σκάσε και εξήγησε μας το θέμα της έκθεσης»
«Πώς μπορώ να το κάνω αυτό, ρε; Αν σκάσω, πώς στο διάολο θα σας εξηγήσω;»
«Ηλίθιε! Ξέρεις τι εννοώ»
«Τέλος πάντων! Η έκθεση θα είναι αφιερωμένη στις διαφορετικές μορφές αγάπης. Μητρική αγάπη, αγάπη του πατέρα, αγάπη του συντρόφου, ρομαντική αγάπη, αγάπη εφήβων, ομοφυλοφιλική αγάπη, σεξουαλική αγάπη, αγάπη για τα ζώα κ.λπ. Η Μαίρη θα ζωγραφίσει αυτές τις μορφές και εγώ θα τις φωτογραφίσω»
«Μην ξεχάσεις να βγάλεις μερικές φωτογραφίες τους γονείς μου. Είναι τα τέλεια παραδείγματα γονικής αγάπης»
«Έλα, μωρέ κούκλα μου. Μην στεναχωριέσαι. Δεν τους χρειάζεσαι»
«Ο Ορέστης έχει δίκιο, μωρό μου. Τώρα έχεις εμάς. Έναν σύντροφο και έναν αδερφό που σε λατρεύουν»
«Το ξέρω και σας ευχαριστώ και τους δύο. Δεν είμαι στεναχωρημένη. Ακριβώς το αντίθετο. Είμαι νευριασμένη. Είμαι έξαλλη και θέλω να υποφέρουν πολύ. Όπως ακριβώς υπέφερα εγώ μαζί τους όλα αυτά τα χρόνια»
«Και έτσι θα γίνει, Γατούλα. Αυτοί θα υποφέρουν. Και γι' αυτό, Ορέστη, νομίζω ότι ήρθε η ώρα να πάρεις τηλέφωνο τους άλλους και να τους πεις να έρθουν. Πρέπει να μιλήσουμε»
«Είναι πρόθυμοι να βοηθήσουν;»
«Εννοείται, κούκλα. Άρη, πρέπει να δεις την Τζένη. Δεν θα την αναγνωρίσεις. Ένας εντελώς νέος άνθρωπος»
«Την είδα, αλλά είχα άλλα πράγματα στο μυαλό μου εκείνη τη στιγμή και δεν της μίλησα καλά. Ίσως θα έπρεπε να ζητήσω συγγνώμη»
«Δεν χρειάζεται. Είμαι σίγουρος ότι κατάλαβε την κατάστασή σου. Το ίδιο και ο Μάρκος»
«Ο Μάρκος τι;»
«Έχει μετανιώσει πραγματικά για όσα έκανε ή δεν έκανε στη Σελήνη»
«Στ' αρχίδια μου. Όταν τελειώσει όλο αυτό, θα τον τσιμεντώσω και θα τον πετάξω στο Πόρτο Λεόνε»
«Ήρεμα, Λύκε! Δεν θα τον αγγίξεις. Τον χρειαζόμαστε»
«Θα προσπαθήσω, αλλά δεν μπορώ να υποσχεθώ τίποτα»
Ο Ορέστης σηκώνεται όρθιος.
«Εγώ θα πω μονάχα δύο λέξεις και μετά θα πάω να πάρω τηλέφωνο. Με λουρί!»
«Μαλάκα!»
Η Σελήνη γελάει και ο Ορέστης, αφού πρώτα υποκλίνεται θεατρικά, βγαίνει απ' την κουζίνα για να κάνει το τηλεφώνημα, γελώντας επίσης.
Λίγο αργότερα, ο Άρης και η Σελήνη είναι ξαπλωμένοι, αγκαλιά στον καναπέ, όταν ξαφνικά μια λάμψη φωτίζει το δωμάτιο. Αυτοί σηκώνουν τα κεφάλια τους και βλέπουν τον Ορέστη με την φωτογραφική μηχανή του στο χέρι.
«Τι στο διάολο κάνεις;»
«Μαζεύω υλικό. Ήταν φοβερή αυτή η πόζα!»
«Συγγνώμη, Ορέστη, αλλά, έτσι θα είναι από δω και πέρα; Θα μας βγάζεις φωτογραφίες όλη την ώρα;»
«Ναι»
«Τουλάχιστον είναι ειλικρινής. Κάτι είναι κι αυτό!»
«Και για να σας ενημερώσω ... Σκοπεύω να σας επισκεφτώ το βράδυ ενώ κοιμάστε. Εσείς οι δύο κοιμάστε μ' έναν πολύ περίεργο και αστείο τρόπο»
«Κάνε κάνα αστείο και θα σε πάρει ο διάολος»
Η Σελήνη γελάει.
«Δεν ξέρω για σάς, αλλά εγώ νοιώθω ότι θα διασκεδάσουμε πάρα πολύ μέχρι την έκθεση»
«Μόνο η Σελήνη με καταλαβαίνει εδώ μέσα»
Η κουβέντα τους διακόπτεται όταν χτυπάει το κουδούνι.
«Ήρθαν τα παιδιά. Εσύ, μαλάκα, συμπεριφέρσου σωστά!»
«Άντε και γαμήσου, ρε. Θα κάνω ότι γουστάρω! Τράβα ν' ανοίξεις την πόρτα»
Ο Ορέστης πηγαίνει προς την πόρτα.
«Μην το κάνεις αυτό, Άρη μου. Είναι πολύ χαρούμενος γι' αυτή τη δουλειά. Μη του το χαλάς»
«Μην ανησυχείς γι' αυτό, Γατούλα. Απλώς διασκεδάζω λίγο μαζί του. Όταν έρθει η ώρα, θα κάνω αυτό που πρέπει για να τον βοηθήσω»
«Είσαι τόσο υπέροχος. Σ' αγαπάω!»
«Κι εγώ σ' αγαπάω, μωρό μου! Έλα, δώσε μου ένα φιλί»
Όταν η Σελήνη αγγίζει τα χείλη της στα χείλη του Άρη, τους τυφλώνει ακόμα ένα φλας!
«Ω, Θεέ μου! Αυτές οι φωτογραφίες θα σκίσουν. Διάλεξα τα τέλεια μοντέλα! Είμαι ιδιοφυΐα!»
«Έη, ιδιοφυία! Αν συνεχίσεις έτσι, θα γίνεις διάσημος μετά θάνατον. Σε προειδοποιώ!»
Αφού άφησαν τα μπουφάν τους στο χολ, ο Μάρκος και η Τζένη μπαίνουν στο σαλόνι. Η Σελήνη σηκώνεται απ' την αγκαλιά του Άρη και βαδίζει προς τον Μάρκο, ο οποίος κατεβάζει αμέσως το κεφάλι του.
«Ξέρεις κάτι, Μάρκο; Έπρεπε να το ξέρω. Δεν είσαι ικανός για κάτι τέτοιο. Είσαι πολύ δειλός»
«Δεν ξέρω τι να σου πω, βρε Σελήνη. Έχεις δίκιο, ό,τι και να πεις. Είμαι πρόθυμος να κάνω ό,τι θέλεις για να κερδίσω τη συγχώρεσή σου»
«Ό,τι κι αν είναι; Ακόμα κι αν σου πω να αντιμετωπίσεις τον Πέτρο;»
«Ακόμα κι αυτό»
«Αν είναι έτσι, σε συγχωρώ. Άλλωστε, απ' ό,τι έμαθα, κατά κάποιον τρόπο, σου χρωστάω τη ζωή μου»
«Δεν μου χρωστάς τίποτα. Έκανα αυτό που έπρεπε, αν και λίγο αργότερα απ' όσο έπρεπε»
«Κάλλιο αργά παρά ποτέ δεν λένε;»
«Ευχαριστώ, Σελήνη. Είσαι μεγάλη καρδιά. Μπορώ να σε πάρω μια αγκαλιά;»
«Τόλμησε και θα σου ξεριζώσω τα χέρια απ' τους ώμους»
Ο Άρης μιλάει χωρίς να πάρει τα μάτια του απ' το κινητό του, και η Σελήνη σηκώνει τους ώμους.
«Τον άκουσες τον μεγάλο!»
«Συγγνώμη!»
Η Σελήνη στρέφει την προσοχή της στην Τζένη.
«Κι εσύ πρέπει να είσαι η Τζένη. Χαίρομαι που σε γνωρίζω»
«Κι εγώ, Σελήνη, και λυπάμαι γι' αυτά που πέρασες»
«Μην λυπάσαι. Όλα ανήκουν στο παρελθόν. Όλα, εκτός απ' την εκδίκηση»
«Έχεις το δικαίωμα να κάνεις ό,τι θέλεις, και εμείς θα σε βοηθήσουμε όπως μπορούμε»
«Ευχαριστώ»
Ο Ορέστης χτυπάει τα χέρια του.
«Ωραία! Τώρα που όλα τακτοποιήθηκαν, ήρθε η ώρα να μιλήσουμε σοβαρά. Καθίστε εσείς και εγώ θα φέρω κάτι να πιούμε»
«Άσε με να το κάνω εγώ αυτό. Αν μου το επιτρέπει ο οικοδεσπότης μας, φυσικά»
Ο Άρης σηκώνει το κεφάλι και κοιτάζει την Τζένη, χαμογελώντας.
«Σαν το σπίτι σου, Τζένη. Ίσως έτσι εξιλεωθώ για τον τρόπο που σου μίλησα νωρίτερα»
«Δεν χρειάζεται κάτι τέτοιο, Άρη. Είχες πολλά στο κεφάλι σου»
«Ευχαριστώ»
Λίγα λεπτά αργότερα, οι πέντε τους κάθονται στους καναπέδες, έτοιμοι να σχεδιάσουν την εκδίκησή τους. Ο πρώτος που μιλάει είναι ο Άρης.
«Λοιπόν, Γατούλα, μίλα! Με τι ξεκινάμε;»
«Με τους γονείς μου»
Ο Μάρκος σηκώνει το χέρι σαν να είναι μαθητής μέσα σε τάξη.
«Μπορώ να ρωτήσω κάτι τον Άρη πρώτα;»
Ο Ορέστης στραβοκοιτάζει τον Άρη.
«Βλέπεις τι έκανες; Τέλος πάντων! Ρώτα αυτό που θέλεις, Μάρκο»
«Τι θα κάνεις με τη συμφωνία του Πέτρου;»
«Εσύ, ρε, πώς ξέρεις για τη συμφωνία; Υποτίθεται ότι έχεις τέσσερα χρόνια να μιλήσεις με τον μαλάκα»
«Ήξερα τι ήθελε να κάνει αυτός και γι' αυτό ρώτησα τον Ορέστη»
Η Σελήνη μπαίνει στην μέση.
«Για περίμενε, ρε Μάρκο. Ο μαλακοπίτουρας ήθελε να προχωρήσει με τη συμφωνία από τότε; Γιατί; Αφού υποτίθεται θα έπαιρνε τα λεφτά μετά το γάμο»
«Ήθελε να έχει μια εναλλακτική. Φοβόταν μην στραβώσει κάτι με σένα και ήθελε να καλυφθεί με κάποιο τρόπο»
«Και τότε γιατί δεν έκανε τη συμφωνία εξαρχής για να γλιτώσει τον γάμο; Γιατί περίμενε τόσο πολύ;»
«Φοβόταν τον Άρη. Είμαι σίγουρος ότι τον φοβάται ακόμα. Μου είχε πει ότι δεν ήθελε να τον χρησιμοποιήσει γιατί δεν ήθελε να μπλέξει μαζί του. Αλλά όταν τον άφησες, προφανώς δεν είχε άλλη επιλογή, οπότε έκανε τη συμφωνία. Δεν υπολογίζει τίποτα μπροστά στα φράγκα. Ούτε καν τον φόβο του»
«Το ξέρω αυτό, αλλά το γεγονός ότι φοβάται μπορεί να μας φανεί χρήσιμο. Ο φόβος του θα γίνει σύμμαχός μας. Και τώρα που το σκέφτομαι, ίσως, όταν τελειώσω μαζί του, να τον αφήσω στον Άρη»
«Αχ, ναι! Κάντο. Ανυπομονώ να βάλω τα χέρια μου πάνω του! Δεν μπορείτε να φανταστείτε τα ψέματα που μου είπε ο καριόλης»
Εκτός όμως απ' τον Άρη, την ίδια επιθυμία έχουν και τ' άλλα δύο αρσενικά της παρέας.
«Και εγώ θα σου δώσω ένα χεράκι»
«Υπολογίστε και μένα. Θέλω τόσο πολύ να πάρω το αίμα μου πίσω. Το κάθαρμα με βασάνιζε τόσα χρόνια. Τώρα είναι η σειρά μου»
Η Σελήνη απευθύνεται στην Τζένη.
«Το νιώθεις, Τζένη;»
«Ποιο;»
«Το σύννεφο της τεστοστερόνης που μας περιβάλλει»
«Τώρα που το λες! Έλεος, αγόρια! Περιορίστε την όρεξή σας για πόλεμο»
«Γιατί αν δεν το κάνετε, θα αναγκαστώ να πάρω τον χάρακα»
«Να τον κάνεις τι, κούκλα;»
«Να μετρήσετε τα εργαλεία σας για να δούμε ποιος έχει το μεγαλύτερο. Αυτό δεν κάνετε εσείς τ' αγοράκια;»
Ο Μάρκος κοκκινίζει, ο Ορέστης γυρίζει τα μάτια του ενώ ο Άρης, μαζί με τα κορίτσια, ξεσπάει σε ασυγκράτητα γέλια.
«Γαμώ το κέρατο μου! Αυτό ήταν ξεκαρδιστικό! Μπράβο, Γατούλα! Είμαι τόσο περήφανος για σένα»
«Ευχαριστώ, Λύκε μου»
«Ξέρεις κάτι, κούκλα; Ήμουν σίγουρος ότι αυτή η νέα έκδοση σου θα ήταν διεστραμμένη. Είχες καλό δάσκαλο»
«Εγώ δεν ξέρω πώς ήσουν πριν, Σελήνη, αλλά μ' αρέσεις πολύ όπως είσαι τώρα»
«Κι εγώ, Σελήνη. Δεν λέω ότι δεν ήσουν καλή πριν, αλλά τώρα είσαι πραγματικά υπέροχη»
«Έη, εσύ, μαζέψου! Η Σελήνη σε συγχώρεσε, όχι εγώ!»
«Συγγνώμη, Άρη»
«Οκέι! Πριν ξεφύγουν τα πράγματα, ας επιστρέψουμε στους γονείς μου. Έχω μια ιδέα. Μάρκο, εσύ που είσαι αρχιτέκτονας, μήπως έχεις κάποιο κονέ στην αγοραπωλησία ακινήτων;»
«Ναι, ξέρω αρκετούς μεσίτες. Τι ακριβώς θέλεις;»
«Θέλω να βρω τον ιδιοκτήτη του σπιτιού που μένουν οι γονείς μου και να του κάνω μια προσφορά»
«Θέλεις ν' αγοράσεις το σπίτι τους; Γιατί;»
«Ο πατέρας μου αγαπάει πολύ αυτό το σπίτι. Περισσότερο απ' ότι αγαπάει εμένα. Αν μ' αγαπάει καθόλου, δηλαδή. Το ενοίκιο που πληρώνουν τώρα είναι πολύ χαμηλό. Όταν αγοράσω το σπίτι, θα το ανεβάσω στο τριπλάσιο. Επίσης, θα ακυρώσω τον διακανονισμό με την τράπεζα και θα σταματήσω να πληρώνω τους λογαριασμούς απ' τα λεφτά μου»
«Απ' ότι ξέρω, η μητέρα σου δεν δουλεύει και ο πατέρας σου παίρνει σύνταξη. Αν το κάνεις αυτό, αυτοί θα καταστραφούν οικονομικά»
«Αυτός είναι ο στόχος μου. Να τους στερήσω αυτό που αγαπούν περισσότερο, τα λεφτά»
Ο Άρης θέλει να καλύψει κάθε ενδεχόμενο και έτσι προσπαθεί να σιγουρευτεί.
«Μωρό μου, είσαι σίγουρη ότι θέλεις να το κάνεις αυτό; Δεν θέλω να κάνεις κάτι για το οποίο θα μετανιώσεις αργότερα»
«Δεν πρόκειται να μετανιώσω, Άρη. Τους μισώ και θέλω να υποφέρουν. Θέλω να πληρώσουν για όλα τα βασανιστήρια που πέρασα στα χέρια τους. Παραλίγο να μου καταστρέψουν τη ζωή. Βίωσα μια κόλαση μαζί τους. Τώρα είναι η σειρά τους»
«Ναι, μωρό μου, έχεις δίκιο. Προχώρα!»
«Κι εγώ θα ψάξω να βρω τον ιδιοκτήτη και θα κανονίσω την αγορά»
Η Σελήνη σφίγγει το χέρι του Άρη και χαμογελάει στον Μάρκο, απόλυτα ευχαριστημένη που το σχέδιο της εκδίκησης της μπήκε επιτέλους σ' εφαρμογή. Αλλά δεν είναι μόνο αυτή, ευχαριστημένος είναι και ο Ορέστης που επιτέλους ήρθε η ώρα του φαγητού. Ο Άρης πάλι έχει άλλη γνώμη.
«Τέλεια! Και τώρα που τελειώσαμε, τι θα λέγατε να παραγγείλουμε κάτι να φάμε;»
«Αμάν δηλαδή! Πώς μπορείς να σκέφτεσαι συνέχεια το φαγητό;»
«Εσύ πώς μπορείς να σκέφτεσαι συνέχεια το σεξ;»
«Εσύ πώς μπορείς να είσαι τόσο μαλάκας;»
«Επειδή είμαι ο καλύτερός σου φίλος»
Όλοι ξεσπούν σε γέλια, και κάπως έτσι κύλησε και το υπόλοιπο βράδυ. Αυτοί παρήγγειλαν σουβλάκια και μπύρες. Έφαγαν και ήπιαν μέσα σε γέλια και πειράγματα. Όπως σας είπα και πριν, η Σελήνη είναι πολύ χαρούμενη που το σχέδιό της μπήκε σ' εφαρμογή. Ήρθε επιτέλους η ώρα να πάρει την εκδίκησή της. Άργησε λίγο, αλλά όπως λένε, η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται καλύτερα κρύο.
Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Η κύρια πηγή της ευτυχίας της κάθεται δίπλα της με το χέρι του στον μηρό της. Ο Άρης. Τον κοιτάζει όταν γελάει με τ' αστεία του Ορέστη ή όταν γρυλίζει στον Μάρκο αν της κάνει ένα κομπλιμέντο. Δεν χορταίνει να τον κοιτάζει και κυρίως δεν μπορεί να πιστέψει ότι ένας άντρας σαν αυτόν είναι δικός της.
~ ΜΙΣΗ ΩΡΑ ΜΕΤΑ ΤΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ ~ ΣΤΗΝ ΚΡΕΒΑΤΟΚΑΜΑΡΑ ~
Η Σελήνη είναι ξαπλωμένη στο κρεβάτι, φορώντας μονάχα ένα μπλουζάκι του Άρη, ο οποίος στέκεται μπροστά στην ντουλάπα και τακτοποιεί τα ρούχα τους.
«Γατούλα, είσαι κουρασμένη;»
«Εξαρτάται»
Αυτός καγχάζει.
«Από τι;»
«Απ' το τι θέλεις να κάνω. Αν θέλεις, ας πούμε, να πάμε για τζόκινγκ, τότε ναι, είμαι κουρασμένη. Αλλά αν θέλεις τις υπηρεσίες μου, τότε είμαι πιο ξεκούραστη από ποτέ»
Αυτός αρχίζει να γελάει με τον πολύ σέξι τρόπο του.
«Αυτό περίμενα ν' ακούσω»
Βγάζει το πουκάμισό του και, γυρίζοντας την πλάτη του, ψάχνει στην ντουλάπα.
«Πάρε τη θέση σου, Γατούλα, και δέσε τα μάτια του»
«Θέλεις να βγάλω αυτό που φοράω, Αφέντη μου;»
«Όχι. Θα το κάνω εγώ»
Αυτή κατεβαίνει από το κρεβάτι παίρνοντας μαζί της ένα μεταξωτό μαντήλι απ' το κομοδίνο. Πέφτει στα τέσσερα και δένει το μαντήλι γύρω απ' τα μάτια της, μπλοκάροντας την όραση της. Αυτός περπατάει στην άλλη άκρη του δωματίου, κρατώντας τις χειροπέδες που πήρε απ' την ντουλάπα, και ακουμπάει στον τοίχο, χωρίς να μιλάει. Εκείνη, με δεμένα τα μάτια, περιμένει υπομονετικά, αλλά όχι για πολύ.
«Που είσαι, Αφέντη;»
«Κοντά σου είμαι, αλλά πρέπει να με βρεις»
«Πώς; Δεν βλέπω»
«Ναι, αλλά ακούς και κυρίως, εσύ μπορείς να μυρίσεις. Αν με θέλεις, χρησιμοποίησε τη μύτη σου και βρες με. Σου έμαθα πως να το κάνεις. Άντε!»
Όλο αυτό το διάστημα, ο Άρης μαθαίνει στη Σελήνη πως να χρησιμοποιεί σωστά την όσφρησή της, χρησιμοποιώντας διάφορα τεστ. Και αυτή έχει κάνει μεγάλη πρόοδο. Τώρα μπορεί να ξεχωρίσει τις μυρωδιές ή ν' αναγνωρίσει μια συγκεκριμένη ανάμεσα σε πολλές. Όταν όμως πρόκειται για την μυρωδιά του, είναι παιχνιδάκι γι' αυτήν. Μπορεί να τον ξεχωρίσει ανάμεσα σε εκατοντάδες μυρωδιές ή να καταλάβει πού ακριβώς βρίσκεται μέσα σ' ένα δωμάτιο. Όπως τώρα. Αυτός χαμογελάει περήφανα όταν αυτή τεντώνει το λαιμό της και αρχίζει να μυρίζει τον αέρα. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, μπουσουλάει νωχελικά μέχρι που τον βρίσκει και τρίβεται στα πόδια του σαν γάτα. Αυτός τεντώνει το χέρι και της χαϊδεύει το κεφάλι.
«Με βρήκες, Γατούλα»
«Πάντα θα σε βρίσκω. Όπου κι αν είσαι. Όπου κι αν πας»
«Σήκω πάνω»
Αυτή σηκώνεται και εκείνος, αγγίζοντας το πρόσωπό της με τα δάχτυλά του, πλησιάζει το στόμα του επικίνδυνα κοντά στο δικό της και μιλάει πάνω στα χείλη της.
«Το ξέρω ότι πάντα θα με βρίσκεις και γι' αυτό θα ανταμειφθείς»
Ένας βαθύς αναστεναγμός λαχτάρας και αδημονίας ξεφεύγει απ' τα χείλη της.
«Ευχαριστώ, Αφέντη μου»
«Σήκωσε τα χέρια σου ψηλά»
Υπακούοντας τυφλά την εντολή του, αυτή σηκώνει τα χέρια και εκείνος της φοράει τις χειροπέδες και την κρεμάει στον τοίχο μ' αυτές, στον ειδικό γάντζο στο ύψος των χεριών της. Το πρόσωπο της κοιτάζει τον τοίχο και τα ξυπόλητα πόδια της πατούν στο αφράτο χαλί. Αυτός πηγαίνει πίσω της και με μία κίνηση σκίζει το μπλουζάκι της και την αφήνει μονάχα με την κιλότα της. Πλησιάζει ακόμα πιο κοντά της και αρχίζει να φιλάει με μικρές δαγκωματιές το δέρμα στην πλάτη της ενώ τα χέρια του παίζουν με τα βυζιά της, σφίγγοντας τα με τις παλάμες του, που έχουν ακριβώς το ίδιο μέγεθος.
«Τα βυζιά σου είναι τόσο τέλεια»
Με τα χέρια του στην μέση της, γυρίζει το σώμα της έτσι ώστε η πλάτη της να ακουμπάει στον τοίχο. Παρότι τα χέρια της είναι δεμένα πάνω απ' το κεφάλι της, αυτή δυσκολεύεται πολύ να μείνει ακίνητη. Ειδικά όταν εκείνος παίρνει το ένα της βυζί στο στόμα του. Το σώμα της τρέμει καθώς αυτός γλείφει μικρούς κύκλους γύρω απ' την σκληρή ρόγα της και μουγκρίζει όταν την δαγκώνει.
Αργότερα, χωρίς να σταματήσει ν' αφήνει απαλά φιλιά και μικρές δαγκωματιές σ' όλο της το σώμα, αυτός γονατίζει και της βγάζει την κιλότα. Το σώμα της δονείται και αρχίζει να γουργουρίζει σαν γάτα όταν αυτός, ξεκινώντας απ 'τα γόνατα, περνάει τα χείλη του πάνω στο δέρμα της στο εσωτερικό των μηρών της ενώ το χέρι του ανεβαίνει πιο ψηλά και πειράζει την ήδη πρησμένη κλειτορίδα της, απολαμβάνοντας την υγρασία της στα δάχτυλά του, τα οποία γλιστράει στον κόλπο της, φέρνοντας την στο σημείο χωρίς επιστροφή.
«Γατούλα, ο αφέντης σου διψάει. Τι μπορείς να κάνεις για αυτόν;»
«Να του δώσω να πιει»
«Για να σε δω»
Έτσι κρεμασμένη στον τοίχο, αυτή ανοίγει τα πόδια της.
«Πιες, Αφέντη μου»
Βγάζει τα δάχτυλά του και γονατίζει μπροστά της. Αυτή φωνάζει όταν αυτός βυθίζει το πρόσωπό του ανάμεσα στα πόδια της και παίρνει την κλειτορίδα της στο στόμα του πριν γλιστρήσει μέσα της την γλώσσα του και ρουφήξει τους χυμούς της. Το γρύλισμα του αντηχεί στο δωμάτιο. Είναι διψασμένος. Ένας διψασμένος λύκος που σβήνει την δίψα του στους καταρράκτες του κορμιού της και το απολαμβάνει τόσο πολύ. Αλλά κι εκείνη απολαμβάνει επίσης την εξαιρετική φροντίδα του αφέντη της. Η ανάσα της βγαίνει βαριά απ' τους πνεύμονές της. Το σώμα της γυαλίζει απ' τον ιδρώτα και τα νύχια της γδέρνουν τον τοίχο καθώς έχει άλλον έναν έντονο οργασμό.
Στη συνέχεια, και πριν το σώμα της σταματήσει να δονείται απ' τους σπασμούς της κορύφωσης, αυτός σηκώνεται όρθιος, χουφτώνει τον κώλο της, την σηκώνει και τυλίγει τα πόδια της γύρω απ' την μέση του. Κατεβάζει το φερμουάρ του, ελευθερώνει την ατσάλινη στύση του που απειλεί να σκίσει το παντελόνι του, και βυθίζεται βίαια μέσα της. Αρχίζει να κινείται και εκείνη κινείται μαζί του. Είναι απόλυτα συγχρονισμένοι. Εκείνος κατακτά και εκείνη παραδίνεται. Συνεχίζουν με το ίδιο ρυθμό, μέχρι που εκείνος τραβιέται έξω την τελευταία στιγμή και τελειώνει επάνω της.
Αλλά όπως αρμόζει σ' έναν καλό αφέντη, αυτός επιτρέπει στην αγαπημένη του υποτακτική μια ακόμα τελευταία απόλαυση. Έναν τελευταίο οργασμό, για την ακρίβεια, καθώς μπαίνει ξανά μέσα της για μερικές ακόμη ωθήσεις. Το όλο πράγμα τελειώνει μ' εκείνον να βγάζει το μαντήλι απ' τα μάτια της, να την φιλάει παθιασμένα και να ψιθυρίζει ένα σ 'αγαπώ στα χείλη της.
Μετά από ένα γρήγορο ντους, και αφού αυτός φρόντισε τα σημάδια απ' τις χειροπέδες στους καρπούς της, αυτοί έπεσαν στο κρεβάτι. Αυτός έχει σχεδόν αποκοιμηθεί, αλλά εκείνη, ξαπλωμένη δίπλα του, είναι λίγο ανήσυχη. Δεν κουνιέται για να μην τον ενοχλήσει, αλλά δεν είναι και τόσο εύκολο να ξεφύγει απ' την προσοχή του Λύκου, ακόμα κι όταν αυτός είναι μισοκοιμισμένος.
«Γιατί δεν κοιμάσαι, κορίτσι μου; Είναι αργά»
«Δεν μπορώ»
«Γιατί, καρδιά μου;»
«Δεν ξέρω. Κοιμήσου εσύ να ξεκουραστείς. Μην ανησυχείς για μένα»
«Δεν μπορώ να το κάνω αυτό, μωρό μου. Άντε, έλα αγκαλίτσα»
Αυτός ανοίγει το χέρι του και εκείνη τρυπώνει στην αγκαλιά του.
«Καλύτερα;»
«Τέλεια»
«Κοιμήσου τότε»
Κλείνουν και οι δύο τα μάτια τους, αλλά αυτή τα ανοίγει ξανά ένα λεπτό αργότερα.
«Άρη ...;»
«Μμμμ ...»
«Είμαι πολύ κακιά;»
«Γιατί το λες αυτό;»
«Λόγω αυτού που θέλω να κάνω στους γονείς μου»
«Θέλεις την αλήθεια;»
«Πάντα»
«Είσαι πολύ καλή, μωρό μου. Πολύ ήπια. Εγώ θα έκανα χειρότερα»
«Δεν χρειάζεται να νιώθω τύψεις, ε;»
«Όχι τύψεις, Γατούλα. Αλλά αν έχεις έστω και τον παραμικρό δισταγμό, μπορούμε να τα σταματήσουμε όλα. Μπορούμε να τα ξεχάσουμε και να συνεχίσουμε τη ζωή μας μαζί»
«Όχι. Θα προχωρήσουμε. Και μετά, όταν όλα τελειώσουν, θ' αφήσουμε πίσω μας το παρελθόν και θα συνεχίσουμε τη ζωή μας»
«Μαζί, ε;»
«Πάντα μαζί»
«Ωραία. Αλλά, μιας και με ξαγρύπνησες, μπορώ να σου εξομολογηθώ κάτι;»
«Φυσικά»
«Πριν γίνουν όλα αυτά, είχα αποφασίσει να σταματήσω τη δουλειά. Τα είχα βαρεθεί όλα. Εκείνο το βράδυ, καθόμουν στο σεπαρέ μου, περιτριγυρισμένος από γυναίκες ...»
Αυτή συνοφρυώνεται.
«Μχμμμ ...»
«Έλα, μωρέ τώρα!»
«Καλά! Άντε, συνέχισε»
«Όπως σου είπα, καθόμουν εκεί, έπινα και σκεφτόμουν πώς δεν είναι μόνο η δουλειά που με κάνει να βαριέμαι. Ήταν και όλα τ' άλλα. Είχα βαρεθεί κάθε βράδυ να επιστρέφω σ' ένα άδειο κρεβάτι και κάθε πρωί να ξυπνάω μόνος. Ήθελα να βρω μια γυναίκα που θα έκανε την καρδιά μου να χτυπήσει δυνατά και τα χέρια μου να τρέμουν, αλλά φοβόμουν ότι δεν θα την έβρισκα ποτέ εξαιτίας της ζωής που ζούσα. Λίγη ώρα αργότερα, ένας σερβιτόρος μου είπε ότι κάποιος ζητούσε τον Λύκο και τότε, σαν να μην ήμουν εγώ, ενώ είχα αποφασίσει διαφορετικά, τον διέταξα να μου φέρει αυτόν τον άνθρωπο, ο οποίος ήταν ο Πέτρος»
«Και;»
«Και μου έδωσε τη φωτογραφία σου. Αυτό ήταν! Κλικ! Όταν είδα τα μάτια σου, έχασα τον κόσμο. Αν ήμουν καρτούν, η καρδιά μου θα εκσφενδονιζόταν απ' το στήθος μου. Τα χέρια μου έτρεμαν τόσο πολύ που δεν μπορούσα να κρατήσω ούτε το ποτήρι μου»
«Αλήθεια;»
«Γιατί πιστεύεις ότι δέχτηκα τη συμφωνία, βρε κουτό; Για τα λεφτά; Όχι, Γατούλα. Για σένα. Ήθελα να σε γνωρίσω»
«Να σου εξομολογηθώ κάτι κι εγώ;»
«Τι;»
«Τα ήξερα όλα αυτά»
«Πώς; Ποιος στα είπε;»
«Ο Ορέστης, όταν ήρθε να με βρει»
«Και τότε γιατί μ' αφήνεις και μιλάω;»
«Γιατί ήθελα να τ' ακούσω απ' το στόμα σου»
«Είσαι απίστευτη!»
«Αλλά υπάρχει και κάτι που δεν ξέρω»
«Τι;»
«Το μπέρδεμα με το δωμάτιο. Πως το έκανες;»
«Εγώ δεν έκανα τίποτα. Αυτό ήταν απλώς καθαρή τύχη»
«Τύχη ή μοίρα;»
«Και τα δύο. Απ' ότι φαίνεται, καρδιά μου, είναι γραφτό να είμαστε μαζί»
«Το πιστεύεις αυτό;»
«Ναι. Είσαι η μοίρα μου, Γατούλα, και εγώ είμαι η δική σου»
«Σ' αυτή την περίπτωση, παραδίνομαι στη μοίρα μου με μεγάλη χαρά»
«Κι εγώ, μωρό μου. Κι εγώ»
Αυτή χασμουριέται, παρασύροντας κι εκείνον, ο οποίος κάνει το ίδιο.
«Ώρα για ύπνο, ε;»
«Νομίζεις;»
Αυτή γελάει.
«Φίλησέ με για καληνύχτα και μετά θα κοιμηθούμε»
«Το υπόσχεσαι;»
«Το υπόσχομαι»
«Πρόσεχε, Γατούλα! Αν δεν κρατήσεις την υπόσχεσή σου, θα χρησιμοποιήσω βία»
«Αλήθεια;»
«Γατούλα!»
«Εντάξει. Εντάξει. Παραδίνομαι. Φίλα με τώρα»
Αυτός γελάει πριν τη φιλήσει.
«Καληνύχτα, Γατούλα»
«Καληνύχτα, Λύκε»
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro