Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Προαισθήματα

Μεταξύ μας τώρα, πώς μπορείς να πεις σε κάποιον ότι ο πατέρας του, ο άνθρωπος που θαύμαζε και λάτρευε, ήταν ένας μοιχός που απάτησε τη γυναίκα του και είπε ψέματα στον γιο του; Πώς μπορείς να πεις ότι όλα αυτά που ήξερε για τον θάνατο του πατέρα του ήταν ψέματα; Πώς μπορείς να του καταστρέψεις όλη την παιδική του ηλικία; Είναι δύσκολο και πάρα πολύ σκληρό! Αλλά ας αφήσουμε τη Μαίρη να πει την ιστορία στον Τζάκο και να δούμε τι κάνει η Σελήνη, το πραγματικό θύμα αυτής της ιστορίας.

~ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΑΡΗ ~ ΚΑΣΤΕΛΑ ~ ΑΡΓΑ ΤΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ ~

Η Σελήνη κάθεται στα καρφιά, περιμένοντας το τηλεφώνημα που θα της αλλάξει τη ζωή. Έχει το κινητό της και το κινητό του Άρη στο τραπεζάκι του καφέ, ενώ κρατάει αγκαλιά το σταθερό τηλέφωνο του σπιτιού, το οποίο ενίοτε ισορροπεί στο κεφάλι της και κάνει πασαρέλα για να περάσει η ώρα. Η καημενούλα προσπαθεί να φερθεί σαν ενήλικας, αλλά δεν τα καταφέρνει και πολύ καλά. Ο Άρης είναι στην κουζίνα και της ετοιμάζει ένα ελαφρύ γεύμα. Με το δίσκο στο χέρι, αυτός μπαίνει στο σαλόνι και μόλις τη βλέπει με το τηλέφωνο στο κεφάλι, δαγκώνει τα χείλη του για να μη γελάσει.

«Γατούλα, αυτή η συσκευή τηλεφώνου που φοράς στο κεφάλι σου είναι μία συλλεκτική και αρκετά ακριβή αντίκα. Δεν θέλουμε να τη σπάσουμε. Ναι;»

«Γι' αυτό λες να μην χτυπάει; Επειδή είναι μια παλαιολιθική παλιατζούρα με καντράν;»

Αυτός συνοφρυώνεται.

«Ντροπή σου, Γατούλα! Αυτό η παλαιολιθική παλιατζούρα είναι πλήρως λειτουργική. Μην προσβάλλεις τα εργαλεία μου!»

Αυτή βάζει τη συσκευή στο τραπεζάκι και κουλουριάζεται στον καναπέ, ξεφυσώντας.

«Συγγνώμη, Λύκε μου. Δεν ξέρω τι λέω. Αυτή η αναμονή με σκοτώνει»

Αυτός πλησιάζει, κάθεται δίπλα της και βάζει το δίσκο στο τραπεζάκι.

«Δεν πειράζει, μωρό μου. Καταλαβαίνω πώς αισθάνεσαι»

«Είσαι πάντα τόσο καλός. Τι έχεις εκεί;»

«Δεσποινίς μου, ο προσωπικός σας σεφ ετοίμασε ένα φανταστικό γεύμα για σας. Θα του κάνετε την τιμή να το απολαύσετε;»

«Είμαι σίγουρη ότι είναι πεντανόστιμο, αλλά δεν θέλω να φάω. Θέλω μόνο να χτυπήσει ένα απ' αυτά τα καταραμένα τηλέφωνα»

«Θα χτυπήσει κάποιο, αργά ή γρήγορα»

«Μα είναι περασμένο μεσημέρι. Γιατί δεν τηλεφωνεί; Να δεις που ο Τζάκος είναι έξαλλος και αρνείται να με δει»

«Είμαι σίγουρος ότι δεν ισχύει κάτι τέτοιο»

«Τότε τι συμβαίνει;»

«Το πιο πιθανό είναι η Μαίρη να ψάχνει τον σωστό τρόπο να του το πει. Δεν είναι εύκολο. Χρειάζεται χρόνος»

«Πόσος χρόνος; Ουγκ! Δεν αντέχω άλλο. Χρειάζομαι κάτι να μου αποσπάσει την προσοχή»

Και πριν αυτός προλάβει να πει οτιδήποτε, αυτή τον καβαλάει και πιέζει τα χείλη της στα δικά του.

«Να τα μας πάλι! Ήρεμα, τρελή Γατούλα! Είμαστε στο σαλόνι. Ο Ορέστης και η Χλόη μπορεί να έρθουν ανά πάσα στιγμή»

«Δεν με νοιάζει! Είσαι ο μόνος που μπορεί να μου αποσπάσει την προσοχή. Απόσπασε μου λοιπόν την προσοχή!»

Αυτός, μη μπορώντας ν' αντισταθεί, αρχίζει να γδύνεται.

«Καλά. Ένα στα γρήγορα, αλλά μετά θα φας, εντάξει;»

«Εντάξει. Εντάξει. Σταμάτα να μιλάς τώρα!»

Λίγα λεπτά αργότερα, είναι και οι δύο γυμνοί και αυτός είναι πάνω της. Τα σώματά τους ενώνονται όπου μπορούν να ενωθούν. Δύο ψυχές σ' ένα σώμα. Τέσσερα χείλη σε ένα στόμα. Και τα τηλέφωνα, αφημένα στο τραπέζι, παρακολουθούν την ένωσή τους και παραμένουν σιωπηλά, αρνούμενα να διακόψουν αυτό το ιντερλούδιο.

«Άρη, πες μου ότι όλα θα πάνε καλά»

«Όλα θα πάνε καλά, Σελήνη. Όλα θα πάνε καλά»

Για να δούμε λοιπόν, έχει δίκιο ο Άρης; Θα πάνε όλα καλά, ή τα λόγια, που με τόση αυτοπεποίθηση ξεστόμισε, θα αποδειχθούν ένα μάτσο αερολογίες; Θα χτυπήσει κάποιο τηλέφωνο; Και αν ναι, θα είναι για καλό ή όχι;

~ ΒΟΥΛΙΑΣΜΕΝΗ ~ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΤΖΑΚΟΥ & ΤΗΣ ΜΑΙΡΗΣ ~

Η Μαίρη μόλις τελείωσε την ιστορία και ο Τζάκος βρίσκεται στην αγκαλιά της. Αυτός μόλις έμαθε ότι όλα όσα ήξερε μέχρι τώρα ήταν ψέματα και ότι ο πατέρας του δεν ήταν ο αξιοπρεπής και τέλειος οικογενειάρχης που νόμιζε ότι ήταν. Αυτός έχει μάθει επίσης ότι η μητέρα του πέθανε για κάποιον που δεν την αγαπούσε όσο εκείνη. Πέθανε για κάποιον που δεν άξιζε τη θυσία της. Αυτή άφησε τον μονάκριβο γιο της στην πιο κρίσιμη ηλικία για κάποιον που ήταν έτοιμος να την αφήσει και να φτιάξει μια καινούργια οικογένεια. Και το πιο σημαντικό, έχει μάθει ότι έχει μια αδερφή με το ίδιο αίμα που είχε μια απαίσια ζωή επειδή ο πατέρας τους πέθανε και την άφησε να μεγαλώσει με δύο τέρατα. Αυτός κλαίει και προσκολλάται στη Μαίρη για παρηγοριά. Αυτή του χαϊδεύει τα μαλλιά και του φιλάει το κεφάλι για να τον κάνει να νιώσει καλύτερα. Όταν αυτός ανοίγει το στόμα του, η φωνή του βγαίνει σπασμένη και αδύναμη, σχεδόν σαν ψίθυρος.

«Ο πατέρας μου με άλλη γυναίκα; Όχι! Όχι! Όχι! Ποτέ! Αγαπούσε τη μητέρα μου. Δεν τσακώθηκαν ποτέ. Ήθελε διαζύγιο; Πώς γίνεται αυτό; Και τι θα γινόταν με μένα; Πώς θα μπορούσε να μ' αφήσει; Και η αδερφή μου; Έχω μια αδελφή! Δεν είμαι μόνος. Δεν ήμουν ποτέ μόνος!»

Η Μαίρη μένει σιωπηλή. Αυτή δεν μιλάει, γιατί ξέρει πολύ καλά τι ακολουθεί τα δάκρυα. Η έκρηξη! Ανά πάσα στιγμή, ο Τζάκος θα εκραγεί. Ο Θεός Δίας θα εξαπολύσει την οργή του, και όταν συμβαίνει αυτό, πρέπει να μένουμε μακριά του! Και ... Να το! Αυτός πετάγεται απ' τον καναπέ.

«Ο μπάσταρδος! Αν δεν ήταν ήδη νεκρός, θα τον σκότωνα με τα ίδια μου τα χέρια!»

Η Μαίρη σηκώνεται επίσης και του δίνει το κλειδί που κρατούσε στην τσέπη της.

«Πήγαινε!»

Αυτός παίρνει το κλειδί, κοιτάζοντας την μ' ευγνωμοσύνη και τρέχει εκεί που πηγαίνει πάντα όταν είναι θυμωμένος. Στο υπόγειο. Όταν φτάνει εκεί, εντελώς εκτός εαυτού, τα μάτια του κοιτάζουν τριγύρω σαν τρελά. Κάτι ψάχνει. Αυτό που χρειάζεται περισσότερο αυτή τη στιγμή. Την βαριοπούλα.

Να τη, εκεί, ακουμπισμένη στον τοίχο, απομεινάρι της τελευταίας φοράς που την χρησιμοποίησε. Πότε ήταν αυτό; Ω, ναι! Πριν από τρία χρόνια περίπου. Όταν εκείνο το κάθαρμα, ο δάσκαλος της Πανδώρας, την έδιωξε απ' το σχολείο εξαιτίας της «ανίερης» οικογένειά της. Ο Οδυσσέας ήταν συντετριμμένος και ο Τζάκος ήταν πολύ θυμωμένος. Πριν ξεκαθαρίσει τα πράγματα με τον δάσκαλο, έπρεπε να ξεσπάσει κάπως το θυμό του, και γι' αυτό επισκέφτηκε το υπόγειο.

Αλλά, όλα αυτά έχουν τελειώσει πλέον. Τώρα τον βασανίζει κάτι άλλο. Αυτός σηκώνει τη βαριοπούλα και πλησιάζει το σωρό με τα παλιοσίδερα. Ξαφνικά, η στεντόρεια φωνή του πατέρα του ηχεί καθαρά στ' αυτιά του, σαν να βγαίνει μέσα απ' το σωρό.

"Γιε μου, τη γυναίκα που θα επιλέξεις να γίνει μητέρα των παιδιών σου, να την τιμάς και να την αγαπάς. Μην την απατήσεις ποτέ. Κάθε χάδι, κάθε φιλί που δίνεις σε μια άλλη γυναίκα είναι ένα μαχαίρι στην καρδιά της γυναίκας σου"

Τα χέρια του Τζάκου τρέμουν από θυμό καθώς έρχονται στο μυαλό του τα τελευταία λόγια της μητέρας του. Εκεί, στο νεκροκρέβατό της, καθώς τον αποχαιρετούσε, περίπου ένα μήνα μετά τον θάνατο του πατέρα του.

"Φεύγω, Τζανέτο μου. Συγχώρεσε με, γιε μου, αλλά δεν μπορώ να ζήσω χωρίς τον πατέρα σου. Πάω να τον βρω. Σ' αγαπάω!"

Ο Τζάκος σηκώνει τη βαριοπούλα και χτυπά με όλη του τη δύναμη τα σίδερα.

«Γαμημένο κάθαρμα! Η μητέρα μου πέθανε για σένα ενώ εσύ ...»

Ξανά!

«Πουτάνας γιε! Μου έλεγες να τιμώ τη γυναίκα μου ενώ εσύ ...»

Ξανά!

«Μπάσταρδε! Πέθανες κι άφησες δύο παιδιά μόνα τους»

Ξανά!

«Καθίκι του κερατά! Εγώ ήμουν τυχερός, αλλά η κόρη σου όχι! Η αδερφή μου μεγάλωσε με δύο τέρατα!»

Ξανά!

«Ήσουν ο ήρωας μου, ρε μαλάκα! Το πρότυπό μου. Τώρα όμως σε μισώ! Σε μισώ! Σε μισώ! Σκότωσες τη μάνα μου και μου στέρησες την αδερφή μου!»

Ξανά!

«Ελπίζω να καίγεσαι στην κόλαση! Σε μισώ! Σε μισώ! Σε μισώ!»

Ξανά και ξανά και ξανά και ξανά! Τα μπράτσα του πονάνε. Οι μύες του καίνε. Τα γόνατά του λυγίζουν. Η βαριοπούλα γλιστράει απ' τα χέρια του και αυτός γονατίζει, αγκαλιάζοντας τα πόδια του. Η οργή σβήνει, αφήνοντάς τον με κομμένη την ανάσα. Αυτός δεν είναι πλέον ο ισχυρός άνδρας και ο επιτυχημένος επιχειρηματίας. Είναι ένα δεκατετράχρονο αγόρι που μόλις έμεινε ξανά ορφανό. Ανοίγει το στόμα του και φωνάζει το μόνο άτομο που μπορεί να τον παρηγορήσει αυτή τη στιγμή, την γυναίκα του, που στεκόταν όλη αυτή την ώρα έξω απ' την πόρτα περιμένοντας να την καλέσει. Μόλις ακούει το κάλεσμα του, αυτή κατεβαίνει τρέχοντας τις σκάλες, πηγαίνει κοντά του, γονατίζει δίπλα του και τον παίρνει στην αγκαλιά της.

«Εδώ είμαι, Τζάκο μου! Μη φοβάσαι, μωρό μου. Δεν θ' αφήσω κανέναν να σε πληγώσει!»

«Με πρόδωσε, Μαίρη. Ο πατέρας μου με πρόδωσε»

«Σώπα! Όλα θα πάνε καλά! Έχεις εμένα που σε λατρεύω. Έχεις τα παιδιά σου που σ' αγαπούν και σε θαυμάζουν. Έχεις και την αδερφή σου που σε περιμένει. Αυτή σε χρειάζεται, Τζάκο. Χρειάζεται τον αδερφό της»

«Η αδερφή μου. Η γλυκιά Σελήνη. Θέλει να με δει;»

«Είμαι σίγουρη ότι αυτή τη στιγμή είναι πάνω απ' το τηλέφωνο και περιμένει με αγωνία»

«Εγώ ... Δεν μπορώ ... Δεν ξέρω τι να της πω»

«Δεν χρειάζονται λόγια, Πρίγκιπα μου. Μόνο αγάπη. Αυτή χρειάζεται την αγκαλιά σου, όχι τις λέξεις σου»

«Θα της τηλεφωνήσεις;»

«Ναι, φυσικά, όσο εσύ θα κάνεις μπάνιο. Ένας θεός δεν μπορεί να είναι σ' αυτή την κατάσταση. Βρωμάς σαν ασβός»

«Σιγά τον Θεό! Ένας Θεός δεν έχει ένα κάθαρμα για πατέρα»

«Έη! Κόφτο! Είσαι Θεός. Για μένα και τα παιδιά σου! Τελεία και παύλα!»

«Μα ...»

«Σιωπή! Ούτε λέξη, Ηλιόπουλε! Γρήγορα στο μπάνιο γιατί θα σε δείρω!»

«Ευχαριστώ, Αγγελούδι μου»

Και έτσι, αυτός της δίνει ένα φιλί και τρέχει στο μπάνιο. Αυτή, κοιτάζοντας γύρω της όλο το χάος, χαμογελά.

«Αχ, ρε Τζάκο!»

Αυτή φεύγει απ' το υπόγειο, κλειδώνει την πόρτα πίσω της και πηγαίνει στο τηλέφωνο για να καλέσει τον αριθμό της Σελήνης. *  Αυτό συμβαίνει όταν ένας άντρας έχει τόσο μεγάλη καρδιά και ξέρει ν' αγαπά. Ξέρει ακριβώς ποιον να μισήσει και ποιον να προστατέψει. Ξέρει πώς να ξεχωρίσει το καλό απ' το κακό. Αυτός είναι ο Τζάκος, ο Γοητευτικός μας Πρίγκιπας! Τώρα όμως, πριν επιστρέψουμε στον Άρη και τη Σελήνη, εμείς θα ρίξουμε μια ματιά στο τι συμβαίνει στο διπλανό σπίτι.

~ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΑΛΕΚΟΥ & ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ~

Ο Αλέκος και ο Βίκος είναι στο σαλόνι, ξαπλωμένοι στο πάτωμα και παίζουν ένα επιτραπέζιο παιχνίδι με τα παιδιά, ενώ ο Οδυσσέας είναι στην κουζίνα και κοπανάει κατσαρόλες και τηγάνια. Ο Στέφανος κοιτάζει τον θείο του με απορία.

«Τι συμβαίνει με τον G-Man, θείο; Γιατί κάνει τόση φασαρία στην κουζίνα;»

«Ο νονός σου, φιλαράκο, προσπαθεί να μου σπάσει τα νεύρα»

«Σοκαριστικό, αλλά γιατί;»

«Γιατί πήγα κάπου με τον θείο Βίκο χθες το βράδυ και δεν του λέω πού»

«Γιατί δεν του λες; Ο μπαμπάς μου λέει στη μαμά μου τα πάντα»

Εκείνη τη στιγμή, ο Οδυσσέας βγαίνει απ' την κουζίνα.

«Γιατί ο μπαμπάς σου, Ζελεδάκι μου, αγαπάει τη μαμά σου περισσότερο από ό,τι εμένα ο θείος σου»

«Δεν νομίζω. Ο θείος σ' αγαπάει πολύ»

«Βλέπεις, Οδυσσέα μου; Ακόμα και το παιδί το λέει»

«Ναι, καλά!»

Η Πανδώρα σηκώνεται και πλησιάζει τον Οδυσσέα.

«Θα παίξεις μαζί μας, Μπαμπά;»

«Όχι, Αστέρι μου. Είμαι εκνευρισμένος!»

«Όταν η μαμά μας είναι εκνευρισμένη, ο μπαμπάς μπαίνει στο δωμάτιο μαζί της και μετά από λίγο όλα είναι καλά. Πες τους, Γιώργο!»

Ο Αδάμ σκουντάει τον αδερφό του.

«Ναι, έτσι είναι»

Ο Αλέκος καγχάζει.

«Αυτό συμβαίνει γιατί η μαμά σας, Σταγόνες μου, είναι πιο λογική απ' τον θείο Οδυσσέα»

Ο Βίκος μπαίνει στην κουβέντα.

«Συμφωνώ!»

Αλλά το μετανιώνει όταν ο Οδυσσέας τον δείχνει με το δάχτυλο απειλητικά.

«Εσύ καλύτερα να μη μιλάς, γιατί όλο αυτό είναι δικό σου φταίξιμο!»

«Τι λες, μωρέ; Από που κι ως που είναι δικό μου το φταίξιμο;»

«Εσύ ήρθες και τον ξεσήκωσες χθες βράδυ»

Ο Αλέκος γυρίζει τα μάτια του.

«Οδυσσέα, σε παρακαλώ, σταμάτα!»

«Μην ανησυχείς, Αλέκο μου. Αυτό σκοπεύω να κάνω τώρα αμέσως. Στην πραγματικότητα, θα σταματήσω τα πάντα!»

Ο Οδυσσέας γυρίζει την πλάτη του και ανεβαίνει τρέχοντας τις σκάλες. Η Πανδώρα κοιτάζει τον Αλέκο με τα χέρια στην μέση της.

«Τι κάνεις, Μπαμπά; Τρέξε πίσω του»

«Ίσως είναι καλύτερα να τον αφήσουμε να ηρεμήσει πρώτα, Αστέρι μου»

«Θεέ! Κάνετε και οι δύο σαν μωρά! Στην οικογένειά μας εγώ είμαι ο μόνος ενήλικας»

Ο Βίκος σηκώνει το χέρι, γελώντας.

«Συμφωνώ και πάλι!»

Η Αναΐς σπεύδει σε βοήθεια της ξαδέρφης της.

«Η Πανδώρα έχει δίκιο, θείε Αλέκο. Πήγαινε να του μιλήσεις. Όπως ακριβώς κάνει ο μπαμπάς μου. Και ο μπαμπάς μου τα ξέρει όλα!»

Ο Αλέκος σηκώνεται, ρουθουνίζοντας.

«Ω! Σταματήστε εσείς οι δύο! Πηγαίνω. Για όνομα πια!»

Τα κορίτσια του χαμογελάνε.

«Σ' αγαπάω, Μπαμπά Αλέκο»

«Κι εγώ σ' αγαπάω, θείε Αλέκο»

Όταν ο Αλέκος ακολουθεί τον Οδυσσέα στον επάνω όροφο, η Αναΐς τραβάει την Πανδώρα και κάθονται ξανά κάτω δίπλα στους άλλους.

«Πανδώρα, ώρα για στοίχημα. Πόση ώρα θα μείνουν οι μπαμπάδες σου επάνω;»

«Είκοσι λεπτά. Ο μπαμπάς Οδυσσέας δεν ήταν πολύ θυμωμένος»

«Εγώ λέω μισή ώρα»

«Χαζά κορίτσια. Ο G-Man ήταν έξαλλος. Ο θείος Αλέκος πρέπει να δουλέψει σκληρά. Εγώ λέω τουλάχιστον μια ώρα»

Ο Βίκος προσπαθεί να το παίξει αυστηρός γονιός, αλλά οι γιοι του δεν τον αφήνουν.

«Έη! Σταματήστε εσείς οι τρεις! Ντροπή σας!»

«Εμείς δεν θα πάρουμε μέρος στο στοίχημα, Μπαμπά;»

«Εννοείται ότι θα πάρουμε. Εμείς λέμε μιάμιση ώρα. Πάει το στοίχημα. Όποιος κερδίσει μπορεί να φάει ένα ολόκληρο κέικ σοκολάτας»

Τότε, η μικρή Εύα, που τους κοιτούσε όλους με ορθάνοιχτα μάτια, πετάγεται ξαφνικά.

«Δεν ξέρω τι λέτε εσείς, αλλά θέλω κι εγώ να φάω κέικ σοκολάτα. Θα μου δώσετε, ε;»

Αυτοί γελάνε και κοιτάζουν την ώρα για να δουν ποιος θα κερδίσει το στοίχημα. Εσείς τι λέτε; Ποιος απ' όλους είναι πιο πιθανόν να κερδίσει; Μχμμμ ... Για να το μάθουμε αυτό, λέω ν' ανέβουμε πάνω και να ρίξουμε μια ματιά απ την κλειδαρότρυπα. Για να δούμε!

Όταν ο Αλέκος μπαίνει στο δωμάτιο, βρίσκει τον Οδυσσέα στο πάτωμα να κάνει κοιλιακούς. Αυτός γέρνει στην κάσα της πόρτας και τον κοιτάζει με το κεφάλι γερμένο στο πλάι.

«Χρειάζεσαι κάποιον να σου κρατάει τα πόδια;»

Ο Οδυσσέας, χωρίς να σταματήσει την άσκηση, του γρυλίζει.

«Μην τολμήσεις να με πλησιάσεις γιατί θα σου χώσω μπουνιά»

Ο Αλέκος σταυρώνει τα χέρια μπροστά στο στήθος του.

«Αν θέλεις να με χτυπήσεις, κάντο. Εδώ είμαι!»

Ο Οδυσσέας σηκώνεται μ' ένα άλμα, πλησιάζει τον Αλέκο και τον σκουντάει στο στήθος με το δάχτυλό του.

«Μη με βάζεις σε πειρασμό, Αλέκο. Φύγε από δω!»

«Δεν πάω πουθενά. Άντε, χτύπα με. Αν αυτό σε ηρεμήσει, χτύπα με!»

Ο Οδυσσέας σφίγγει τη γροθιά του, σηκώνει το χέρι του, αλλά αντί να προσγειωθεί στο πρόσωπο του Αλέκου, η μπουνιά χτυπάει τον τοίχο και αμέσως μετά, το ίδιο συμβαίνει και με το σώμα του. Ο Αλέκος τον πιάνει απ' τους ώμους, παγιδεύοντας το σώμα του ανάμεσα στο δικό του και τον τοίχο, και πιέζει το στόμα του στο δικό του. Ο Οδυσσέας αντιστέκεται, αλλά όχι για πολύ. Τα χέρια του αγκαλιάζουν το λαιμό του Αλέκου και το στόμα του ανοίγει για ένα παθιασμένο φιλί, το οποίο, μόλις τελειώνει, ο Οδυσσέας σπρώχνει τον Αλέκο.

«Καθίκι του κερατά!»

Ο Αλέκος γελάει ενώ αρχίζει να γδύνεται. Ο Οδυσσέας τον στραβοκοιτάζει.

«Γιατί γδύνεσαι;»

«Δεν είναι προφανές;»

«Ναι, καλά! Αυτό δεν πρόκειται να συμβεί»

«Βάζεις στοίχημα;»

«Σκάσε!»

Ο Αλέκος τον πλησιάζει ξανά και αρχίζει να τρίβεται πάνω του.

«Αλέκο, σταμάτα! Μην το κάνεις αυτό!»

«Ανάγκασε με!»

Αλλά ο Οδυσσέας δεν κάνει καμία κίνηση.

«Πες μου πού πήγες χθες βράδυ»

Ο Αλέκος, με τα χείλη του στον λαιμό του Οδυσσέα, μιλάει πάνω στο δέρμα του.

«Όχι»

«Γιατί μου το κάνεις αυτό;»

«Δεν σου έχω κάνει τίποτα ακόμα»

«Ξέρεις τι εννοώ»

«Μ' αρέσει να σε κάνω να ζηλεύεις»

«Δεν ζηλεύω»

«Δεν ζηλεύεις;»

«Εντάξει, ζηλεύω»

«Είναι γελοίο. Ξέρεις ότι έχω μάτια μόνο για σένα»

«Τότε γιατί δεν μου λες;»

«Γιατί το όμορφο στόμα σου είναι ένα ανοιχτό κλουβί»

«Τι;»

«Κάνε μου μια χάρη, μωρό μου. Σκάσε και φίλα με. Θα στα πω όλα αργότερα»

«Το υπόσχεσαι;»

«Το υπόσχομαι»

«Είναι τόσο εκνευριστικό που δεν μπορώ να μείνω θυμωμένος μαζί σου»

«Εμένα πάντως, αυτό με βολεύει αφάνταστα»

«Είσαι ηλίθιος»

«Ναι, αλλά σ' αγαπάω»

Και πιάνοντας το χέρι του, ο Αλέκος οδηγεί τον Οδυσσέα στο κρεβάτι.

«Αλέκο μου, πιστεύεις ότι τα παιδιά έβαλαν στοίχημα;»

«Είμαι σίγουρος»

«Ποιος θα κερδίσει αυτή τη φορά;»

«Αυτός που είπε πάνω από μία ώρα. Τόσο σκοπεύω να σε κρατήσω σ' αυτό το κρεβάτι»

«Είσαι τρελός!»

*

~ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΑΡΗ ~ ΚΑΣΤΕΛΑ ~

Ο Ορέστης και η Χλόη δεν έχουν επιστρέψει ακόμα, οπότε ο Άρης και η Σελήνη, ολόγυμνοι, κάθονται στον καναπέ και μαλώνουν μετά την απόσπαση της προσοχής. Στην πραγματικότητα, ο Άρης παλεύει να ταΐσει τη Σελήνη, η οποία αρνείται πεισματικά ν' ανοίξει το στόμα της παρόλο που του το υποσχέθηκε.

«Έλα, πεισματάρα Γατούλα! Άνοιξε το στόμα σου! Μου το υποσχέθηκες!»

Αυτή, κρατώντας το στόμα της κλειστό, κουνάει το κεφάλι της.

«Σελήνη, μιλάω σοβαρά. Αν δεν φας τουλάχιστον μια μπουκιά, σου ορκίζομαι ότι θα σε ξαπλώσω κάτω, θ' ανοίξω το στόμα σου και θα σε ταΐσω με το ζόρι»

«Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό»

«Μπορώ και θα το κάνω»

«Όχι! Όχι! Και ξέρεις τι; Όχι!»

«Εντάξει, Γατούλα. Θυμήσου ότι εσύ το ζήτησες!»

Και πριν αυτή καταλάβει τι και πώς, αυτός την αρπάζει και την ξαπλώνει στον καναπέ. Μετά, την καβαλάει, κρατώντας τα πόδια της με τα δικά του και, με το ένα του χέρι, κρατάει τα δικά της πάνω απ' το κεφάλι της. Με το ελεύθερο χέρι του, αρπάζει λίγο φαγητό.

«Άνοιξε το στόμα σου!»

«Μμμμ!!!»

«Είπα άνοιξε το!»

«Μμμμ!!!»

«Δεν τα παρατάς, ε; Δεν πειράζει. Υπάρχει κι άλλος τρόπος»

Αυτός βάζει το φαγητό στο στόμα του και την φιλάει. Όπως ήταν αναμενόμενο, αυτή δεν μπορεί ν' αντισταθεί στα χείλη του και ανοίγει το στόμα της, με αποτέλεσμα να πάρει το φαγητό. Αυτός τραβιέται πίσω και βάζει το χέρι του στο στόμα της για να το κρατήσει κλειστό.

«Μάσα και κατάπιε το. Και μην τολμήσεις να με δαγκώσεις!»

Αυτή κάνει ότι της λέει, και μετά του γρυλίζει απειλητικά.

«Αυτό ήταν ύπουλο! Είσαι ένας ύπουλος λύκος!»

«Δεν μου έδωσες και πολλές επιλογές»

«Δεν πειράζει. Ήταν καλό! Δώσε μου κι άλλο. Τον ίδιο τρόπο»

Αυτός γυρίζει τα μάτια του.

«Δεν σε πιστεύω! Πραγματικά είσαι απίστευτη!»

«Ίσως, αλλά σ' αγαπάω»

«Τι θα κάνω μαζί σου;»

«Θα με ταΐσεις»

Αλλά καθώς αυτός την ταΐζει, κυριολεκτικά με το στόμα του, ο ήχος του κινητού της κάνει και τους δύο να γυρίσουν το κεφάλι τους.

«Αυτό είναι το κινητό μου»

«Ναι, Γατούλα. Είναι αυτό που περιμένεις. Άντε, σήκωσε το»

Αυτός, σκουπίζοντας το στόμα του, σηκώνεται και ελευθερώνει το σώμα της, αλλά εκείνη δεν κουνιέται.

«Σελήνη, τι κάνεις;»

«Άρη, δεν μπορώ. Αν αυτός ... Όχι! Σήκωσε το εσύ»

«Αλλά ...»

«Σε παρακαλώ! Θα είναι πιο εύκολο για μένα ν' ακούσω τα άσχημα νέα απ' το στόμα σου»

Αυτός παίρνει το κινητό και πατάει το κουμπί της απάντησης.

«Εμπρός;»

«Ω! Άρη; Γεια. Συγγνώμη, αλλά περίμενα ν' ακούσω τη Σελήνη»

«Απ' ότι φαίνεται, αυτή μ' έβαλε να κάνω τη βρώμικη δουλειά της, όπως ακριβώς και ο Τζάκος με σένα»

«Αυτό ξαναπές το! Αυτοί οι δύο μοιάζουν πολύ. Σαν να είναι αδέρφια»

«Αυτό σημαίνει αυτό που νομίζω ότι σημαίνει;»

Η Σελήνη, χωρίς ν' ακούει τι λέει η Μαίρη, κρέμεται απ' τα χείλη του Άρη. Σηκώνεται όρθια και τον κοιτάζει κυριολεκτικά στο στόμα, καθώς αυτός συνεχίζει την συνομιλία στο τηλέφωνο.

«Με προσβάλλεις, Λύκε. Αμφέβαλλες για μένα;»

«Για όνομα, όχι!»

«Μπράβο τ' αγόρι μου!»

Αυτοί γελούν.

«Και τώρα τι;»

«Γιατί είστε ακόμα εκεί;»

«Αλήθεια;»

«Ναι, αλήθεια. Άντε, ξεκινήστε. Σας περιμένουμε»

«Ερχόμαστε και ... Μαίρη;»

«Τι;»

«Ευχαριστώ»

«Μην το ξαναπείς! Γεια σου, Άρη. Μην αργήσετε!»

«Τα λέμε σε λίγο, Μαίρη»

Ο Άρης πετάει το τηλέφωνο στον καναπέ και κοιτάζει την Σελήνης που τον κοιτάζει με αγωνία.

«Λοιπόν;»

«Τρέχα να ντυθείς, Γατούλα. Ο αδερφός σου σε περιμένει»

«Αλήθεια;»

«Ναι, μωρό μου, αλήθεια»

Αυτή αρχίζει να ουρλιάζει από χαρά και να χορεύει σαν τρελή γύρω-γύρω.

«Δεν το πιστεύω! Ναι! Ναι! Ναι!»

Αυτός την κοιτάζει και χαμογελάει χαρούμενος.

«Ο αδερφός μου! Το πιστεύεις; Έχω αδερφό. Έχω κουνιάδα και ανίψια. Έχω ολόκληρη οικογένεια. Έχω εσένα! Έχω τον Ορέστη και την Χλόη. Έχω τα πάντα τώρα. Ο κόσμος είναι δικός μου! Γιου-Χου!»

Αυτή πέφτει πάνω του και τον φιλάει δυνατά.

«Είμαι τόσο χαρούμενη!»

«Κι εγώ είμαι χαρούμενος γιατί είσαι εσύ χαρούμενη»

«Είμαστε και οι δύο χαρούμενοι, αλλά πρέπει να ντυθώ τώρα, σωστά;»

«Σωστά»

«Τι να φορέσω;»

«Ό,τι κι αν φορέσεις, θα είσαι μια κούκλα»

«Καλό είναι αυτό. Κράτα το!»

«Εντάξει. Πήγαινε μέσα και εγώ θα τηλεφωνήσω στον Νέγρο να στείλει τ' αυτοκίνητο»

Αυτή τρέχει προς την κρεβατοκάμαρα, αλλά επιστρέφει.

«Μην τηλεφωνήσεις για τ' αυτοκίνητο. Θα μας πάρει αιώνες να φτάσουμε εκεί. Καλύτερα να πάμε με την μηχανή για να μην αργήσουμε πολύ»

«Εντάξει, Γατούλα. Θα πάρουμε τη μηχανή»

Αυτή τρέχει ξανά αλλά γυρίζει ακόμα μια φορά.

«Στείλε μήνυμα στον Ορέστη να έρθει εκεί»

«Θα το κάνω, τρελή Γατούλα. Άντε να ντυθείς»

«Ναι! Ναι! Πάω τώρα»

Άλλη μια φορά προς τα εκεί και άλλη μια φορά πίσω.

«Τι είναι πάλι;»

«Σου είπα ότι σ' αγαπάω τρελά;»

Αυτός γελάει.

«Κι εγώ σ' αγαπάω τρελά»

Η Σελήνη τελικά τρέχει στην κρεβατοκάμαρα και ο Άρης, γελώντας ακόμα, παίρνει το κινητό του για να ενημερώσει τον Ορέστη, αλλά το γέλιο του διακόπτεται όταν ξαφνικά σηκώνονται οι τριχούλες στο σβέρκο του και ένα ρίγος διατρέχει την σπονδυλική του στήλη.

«Όχι, διάολε! Όχι ξανά!»

Ο Άρης ξέρει ακριβώς τι του συμβαίνει. Το ένστικτο του, το δυνατό ένστικτο του λύκου, τον προειδοποιεί. Αυτά τα συμπτώματα είναι προειδοποιήσεις ότι κάτι κακό πρόκειται να συμβεί. Το ίδιο έχει συμβεί δύο φορές στο παρελθόν. Η πρώτη φορά ήταν λίγες ώρες πριν το θανατηφόρο ατύχημα των γονιών του και η δεύτερη ήταν μια μέρα πριν ο πατέρας του Ορέστη πεθάνει από καρδιακή προσβολή. Τώρα τι; Τι θα γίνει τώρα; Σε ποιον; Ποιος κινδυνεύει αυτή τη φορά; Το βλέμμα του πηγαίνει στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας όπου βρίσκεται η Σελήνη.

«Όχι! Όχι! Σε παρακαλώ, Θεέ! Όχι αυτή! Όχι αυτή!»

~ ΕΝΤΩΜΕΤΑΞΥ ~ ΣΤΟ ΚΤΗΜΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ~

~ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΤΖΑΚΟΥ & ΤΗΣ ΜΑΙΡΗΣ ~ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗ ~

Όλοι είναι μαζεμένοι στο σαλόνι. Ο Τζάκος έχει μόλις ανακοινώσει τα νέα και όλοι είναι ενθουσιασμένοι και πολύ, πολύ χαρούμενοι. Ειδικά τα παιδιά.

«Τώρα δηλαδή πρέπει να φωνάξω τη Σελήνη θεία;»

«Αυτό θα το αποφασίσει εκείνη, Τίγρη μου. Να τη ρωτήσεις όταν έρθει»

«Και τι γίνεται με τον Άρη; Είναι κι αυτός θείος μας;»

«Ναι, Αναΐς μου. Όπως ακριβώς είναι ο Οδυσσέας και ο Βίκος»

«Ο Ορέστης; Είναι κι αυτός θείος;»

«Ναι, Εύακι»

Η μικρή Εύα συνοφρυώνεται, και ο Οδυσσέας, που υποψιάζεται τι συμβαίνει, σπεύδει να ρίξει λάδι στη φωτιά.

«Τι συμβαίνει, Καραμελίτσα;»

«Δεν μ' αρέσει αυτό. Δεν θέλω να είναι θείος μου. Είναι φίλος μου. Ο φίλος μου ο Ορέστης»

Ο Τζάκος κοιτάζει την κόρη του συνοφρυωμένος.

«Εσύ, Πριγκίπισσα, μαζέψου, γιατί θα σε στείλω να μείνεις με τις καλόγριες»

«Τι είναι καλόγριες;»

«Είναι κορίτσια που δεν μιλούν ποτέ σε αγόρια»

«Μα μ' αρέσουν τα αγόρια. Δεν πάω εκεί!»

Όλοι γελούν. Όλοι; Όχι ακριβώς. Ο Τζάκος βάζει το χέρι του στην καρδιά του.

«Ωχ! Η καρδιά μου! Νομίζω ότι παθαίνω καρδιακή προσβολή! Ακούσατε τι είπε η Πριγκίπισσα μου; Της αρέσουν τ' αγόρια»

«Πρίγκιπα, σοβαρέψου!»

«Πάντα ήσουν ένας Drama King και μάλιστα πολύ κακής ποιότητας, Διεστραμμένε»

«Κανείς δεν με καταλαβαίνει σ' αυτή την οικογένεια»

«Αφού είσαι τόσο μελοδραματικός»

«Et tu, Brute; Πρέπει να ντρέπεσαι για τον εαυτό σου, Τίγρη»

«Συγγνώμη, Ντάντα, αλλά δεν φταίω εγώ. Μην ξεχνάς ποιος με βάφτισε»

«Πώς μπορώ να το ξεχάσω; Ακόμα το μετανιώνω»

«Άντε παράτα με, Διεστραμμένε»

«Κι εγώ σ' αγαπάω, Αγαπούλη μου»

Το κουδούνι της πόρτας διακόπτει την πολιτισμένη και ώριμη συζήτηση τους. Όλοι αναστατώνονται, με αρχηγό τον Τζάκο.

«Ήρθαν! Αγγελούδι, σε παρακαλώ, πήγαινε ν' ανοίξεις την πόρτα. Τα πόδια μου τρέμουν»

Η Μαίρη χαμογελάει ενώ ο Οδυσσέας γυρίζει τα μάτια του.

«Θεέ μου!»

«Σιωπή!»

«Στην πραγματικότητα, και οι δύο πρέπει να σιωπήσετε»

«Εσύ, κύριε Φραγκόπουλε, καλύτερα να κρατήσεις χαμηλό προφίλ, γιατί δεν έχεις ξεμπλέξει ακόμα»

«Μα, νόμιζα ...»

«Τι νόμιζες; Ότι θα ξέφευγες έτσι εύκολα επειδή η Σελήνη είναι η αδερφή του Διεστραμμένου;»

«Όχι;»

«Όχι. Θα πληρώσεις ακριβά που δεν μου είπες τα σπουδαία νέα νωρίτερα»

«Θεέ μου, βόηθα με!»

«Το λιγότερο!»

Αυτοί γελάνε ξανά. Η Μαίρη πάει ν' ανοίξει την πόρτα, όμως δεν είναι ο Άρης και η Σελήνη, αλλά ο Ορέστης και η Χλόη.

«Καλησπέρα σε όλους!»

Τα δίδυμα τρέχουν πάνω της, φωνάζοντας κι εκείνη τ' αγκαλιάζει.

«Τ' αγαπημένα μου δίδυμα. Πόσο μου λείψατε, παιδιά!»

«Κι εσύ μας έλειψες, Χλόη»

Αμέσως μετά, είναι σειρά του Ορέστη.

«Έη! Είμαι κι εγώ εδώ. Καλησπέρα σε όλους!»

Μια μικρή ξανθιά τορπίλη πέφτει πάνω του.

«Ορέστη, φίλε μου! Μπορώ να σε φιλήσω;»

«Εννοείται, γλυκιά μου Εύα»

Όταν η Εύα φιλάει το μάγουλο του Ορέστη, ο Τζάκος κάνει μία έκκληση.

«Κάποιος να μου βρει το τηλέφωνο του μοναστηριού. Τώρα!»

Μετά τα γέλια, τις χειραψίες και τις αγκαλιές, ο Ορέστης και η Χλόη κάθονται μαζί με τους άλλους.

«Είναι κάπως περίεργο που φτάσαμε εδώ πριν απ' τους άλλους, έτσι δεν είναι;»

«Έχεις δίκιο. Πραγματικά έχουν αργήσει»

«Ορέστη, μήπως να τηλεφωνήσεις στον Άρη;»

«Αν έρχονται με την μηχανή, δεν θα μπορεί ν' απαντήσει»

«Κι όμως μπορεί. Το κράνος του έχει ασύρματο ακουστικό»

Όταν όμως ο Ορέστης βγάζει το τηλέφωνό απ' την τσέπη του, ένας άγνωστος αριθμός εμφανίζεται στην οθόνη.

«Ποιος είναι, Ορέστη;»

«Δεν ξέρω. Είναι άγνωστος αριθμός»

«Απάντησε. Μπορεί να είναι για δουλειά»

Ο Ορέστης πατάει το κουμπί.

«Εμπρός;»

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro