
Παραμύθι ν' αρχινήσει ...
~ ΔΕΥΤΕΡΑ, 3 ΜΑΪΟΥ 2010 ~ ΗΜΕΡΑ ΓΕΝΕΘΛΙΩΝ ΤΟΥ ΑΡΗ ~
~ ΚΤΗΜΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ~ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗ ~
~ ΚΡΕΒΑΤΟΚΑΜΑΡΑ ΤΟΥ ΤΖΑΚΟΥ & ΤΗΣ ΜΑΙΡΗΣ ~
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα μελαχρινό αγγελούδι που το έλεγαν Μαίρη και ήταν μια απλή υπηρέτρια. Μια μέρα συνάντησε έναν ξανθό Θεό που τον έλεγαν Τζάκο. Ήταν όμορφος και πλούσιος. Ένας πραγματικός πρίγκιπας. Αυτοί οι δύο ερωτεύτηκαν με την πρώτη ματιά και έγιναν ένα. Μια σφαίρα προσπάθησε να τους χωρίσει, αλλά η μεγάλη τους αγάπη δεν φοβάται ούτε τον θάνατο. Αυτοί παντρεύτηκαν κι απέκτησαν παιδιά. Όλα αυτά τα χρόνια κοιμούνται στο ίδιο μαξιλάρι και ξυπνούν μαζί κάθε πρωί. Όπως και σήμερα ...
Η Μαίρη σηκώνεται και φοράει την ρόμπα της.
«Καλημέρα, Πρίγκιπα μου»
Ο Τζάκος τεντώνεται και τρίβει το πρόσωπο του στο μαξιλάρι.
«Μμμμ ... Καλημέρα, Αγγελούδι μου. Γιατί σηκώθηκες; Δεν θα κάνουμε αγκαλίτσες σήμερα;»
«Όχι αγκαλίτσες, τεμπελάκο μου, γιατί έχω εκατό πράγματα να κάνω σήμερα»
«Τώρα που το λες, το ίδιο κι εγώ. Πρέπει να πάω στο γραφείο για μια-δυο ώρες»
Αυτή συνοφρυώνεται.
«Σήμερα; Είναι απαραίτητο;»
«Ναι, δυστυχώς. Υπάρχουν θέματα που απαιτούν την παρουσία μου»
«Μαλακίες! Είμαι σίγουρη ότι η Κλαίρη τα δημιουργεί όλα αυτά μόνο και μόνο για να σ' έχει στο γραφείο να σε βλέπει και να τις τρέχουν τα σάλια»
Αυτός αρχίζει να γελάει.
«Κάποιος σηκώθηκε απ' τη λάθος πλευρά του κρεβατιού σήμερα;»
«Σταμάτα να γελάς. Απλώς με θυμώνεις περισσότερο»
«Είσαι σκέτη καύλα όταν ζηλεύεις»
«Θέλω ν' απολύσεις την Κλαίρη»
«Αγγελούδι μου, ξέρεις ότι δεν μπορώ να το κάνω αυτό»
«Φυσικά και μπορείς. Είσαι το μεγάλο αφεντικό»
«Δεν είναι τόσο απλό, μωρό μου. Για ν' απολύσεις κάποιον, πρέπει να υπάρχει σοβαρός λόγος, και η Κλαίρη είναι άψογη στη δουλειά της»
«Αυτή προσπαθεί να σε πηδήξει όλα αυτά τα χρόνια. Δεν είναι αυτό σοβαρός λόγος;»
Αυτός στηρίζεται στον αγκώνα του.
«Για περίμενε ένα λεπτό. Τι σ' έπιασε σήμερα με την Κλαίρη; Όλα αυτά τα χρόνια δεν της έχεις δώσει ποτέ σημασία»
«Δεν ξέρω. Σήμερα θέλω να της ρίξω μπουνιά στη μούρη. Σε παρακαλώ, Τζάκο μου, πάρε με μαζί σου στο γραφείο. Πραγματικά δεν θέλω να μείνεις μόνος μαζί της σήμερα»
Αυτή κάθεται στην άκρη του κρεβατιού με δάκρυα να κυλούν στα μάγουλα της. Αυτός την πλησιάζει και την αγκαλιάζει.
«Εντάξει τώρα, εξήγησε μου γιατί κλαις»
«Δεν ξέρω τι μου συμβαίνει σήμερα. Απλώς δεν μπορώ να συγκρατήσω τα δάκρυα και ταυτόχρονα θέλω να χτυπήσω το πρόσωπο της Κλαίρης σ' έναν τοίχο»
Αυτός σκουπίζει τα δάκρυα της με τον αντίχειρα του.
«Παράξενο. Εσύ δεν είσαι κυκλοθυμική, εκτός αν ...»
«Εκτός αν τι;»
Αυτός την σπρώχνει πίσω και τη γυρίζει μπρούμητα. Μετά, καβαλάει τα πόδια της και, με κλειστά μάτια, αρχίζει να της θωπεύει τους γοφούς. Εκείνη τον κοιτάζει μέσα απ' τον καθρέφτη στον απέναντι τοίχο.
«Τι κάνεις εκεί; Σου είπα δεν έχω χρόνο»
«Σσσσ! Δώσε μου ένα λεπτό. Ελέγχω»
«Ελέγχεις; Θεέ μου! Τζάκο, νομίζεις ...;»
«Ναι, νομίζω. Αυτό ψάχνω. Και ... Είναι ακριβώς εδώ! Ναι! Ναι! Ναι!»
«Τι; Είναι πραγματικά εκεί; Τα καταφέραμε; Σε παρακαλώ, πες μου ότι τα καταφέραμε!»
«Ίσως πρέπει να περιμένουμε να δούμε αν θα σου έρθει περίοδος, αλλά ναι, μωρό μου. Είμαι σχεδόν σίγουρος ότι τα καταφέραμε»
Αυτή γυρίζει το σώμα της και τον τραβάει πάνω της.
«Ω, Θεέ μου! Ω, Θεέ μου! Θέλω να ουρλιάξω!»
«Μπορώ να σε κάνω, ξέρεις»
Αυτός αρχίζει να τη φιλάει στο λαιμό και εκείνη αναστενάζει.
«Δεν εννοούσα αυτό, αλλά εντάξει»
«Και τι γίνεται με τα εκατό πράγματα που έχεις να κάνεις σήμερα;»
«Να πάνε να γαμηθούν! Θ' ασχοληθώ αργότερα μαζί τους. Προς το παρόν, θα απολαύσω τον υπέροχο άντρα μου»
«Όπως επιθυμείτε, κυρία μου. Ο υπέροχος άντρας σας είναι ήδη έτοιμος»
«Τόσο γρήγορα;»
«Πήρες άντρα ταχείας ανάφλεξης, όχι αστεία!»
Αυτός της βγάζει τη ρόμπα και μπαίνει μέσα της. Αυτή τεντώνει τα χέρια πάνω απ' το κεφάλι της κι αρπάζει τα κάγκελα του κρεβατιού.
«Πήρα έναν Θεό, όχι αστεία!»
~ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ~ ΣΤΗΝ ΚΡΕΒΑΤΟΚΑΜΑΡΑ ΤΟΥ ΑΡΗ & ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ ~
Ο Άρης κοιμάται ακόμα ενώ η Σελήνη βγαίνει απ' το μπάνιο, βρεγμένη, τυλιγμένη με μια πετσέτα. Είναι λίγο περίεργο που ξύπνησε πριν απ' αυτόν, αλλά ένιωσε μια μικρή ναυτία κι έκανε εμετό μερικές φορές. Γι' αυτό έκανε ντους τόσο νωρίς. Συνήθως, αυτός ξυπνάει όταν εκείνη δεν αισθάνεται καλά και σηκώνεται απ' το κρεβάτι, αλλά όχι αυτή τη φορά. Ήταν κουρασμένος χθες και χρειάζεται απεγνωσμένα λίγη ξεκούραση.
Αυτή κάθεται στην άκρη του κρεβατιού και τον κοιτάζει. Είναι τόσο όμορφος όταν κοιμάται. Παίρνει το πόδι του στην αγκαλιά της κι αρχίζει να κάνει μασάζ στο πέλμα και τα δάχτυλα, αλλά εκείνος δεν ανταποκρίνεται. Μχμμμ ... Πρέπει να κοιμάται πολύ βαθιά γιατί δεν κούνησε ούτε βλέφαρο. Αφήνει το πόδι του κι ανεβαίνει στο κρεβάτι. Ενώ δαγκώνει το κάτω χείλος της, τρίβει την κοιλιά της.
«Τι λες, Κουτάβι; Δεν θα ήταν ωραίο να κάνω στον μπαμπά ένα δώρο γενεθλίων;»
Αυτή τον καβαλάει κι αρχίζει να φιλάει τον ακάλυπτο λαιμό του και το σμιλεμένο στήθος του, κατεβαίνοντας μέχρι το επίπεδο στομάχι του. Απολαμβάνει την πικάντικη γεύση της απαλής επιδερμίδας του και το ανδρικό άρωμα που αναδύεται απ' τους πόρους του. Είναι σίγουρη ότι αυτός, όσο βαθιά κι αν κοιμάται, θα ανταποκριθεί σ' ένα τέτοιο άγγιγμα και φυσικά, έχει δίκιο. Αυτός αρχίζει να κινείται, με τα μάτια του ακόμα κλειστά και μιλάει με βραχνή φωνή που δεν είναι μόνο απ' τον ύπνο.
«Τι κάνεις, Γατούλα;»
«Σε ξυπνάω με τον τρόπο που σου αξίζει, Αφέντη ... Θέλεις να σταματήσω;»
«Μην τολμήσεις!»
«Όπως επιθυμείς»
Αυτή συνεχίζει ακόμα πιο κάτω κι αρχίζει να παίζει με τον αφαλό του, ενώ ταυτόχρονα τρίβει το ήδη σκληρό καβλί του πάνω απ' το σεντόνι. Αυτός τεντώνει το κεφάλι του πίσω ανάμεσα στα μαξιλάρια, κρατώντας το κεφαλάρι του κρεβατιού και βογκάει. Αυτή πετάει το σεντόνι και όταν αυτός ανοίγει τα πόδια του, γονατίζει ανάμεσα τους, προσέχοντας να μην ρίξει καθόλου βάρος στην κοιλιά της. Ένα γρύλισμα ξεφεύγει απ' τα χείλη του καθώς αυτή παίρνει τ' αρχίδια του στο ένα χέρι και τρίβει το περίνεό του με το άλλο, κάνοντας το καβλί του ακόμα πιο σκληρό και πολύ μεγαλύτερο.
Το πρόσωπο του τα λέει όλα. Αναπνέει βαριά και κρατάει τα μάτια του κλειστά όταν αυτή εκθέτει το κεφάλι, κατεβάζοντας το πετσάκι και τον παίρνει στο στόμα της, ρουφώντας δυνατά και αντλώντας με το χέρι της, ενώ μουγκανίζει καθώς απολαμβάνει την αλμυρή γεύση των προσπερματικών υγρών του. Όταν νιώθει τα πόδια του να τρέμουν, γνωρίζοντας ότι ο οργασμός του είναι προ των πυλών, αυξάνει τον ρυθμό και την πίεση. Καθώς εισπνέει βαθιά απ' τη μύτη της, παίρνει ολόκληρο το μέλος του στο στόμα της και ρουφάει ακόμα πιο δυνατά, κάνοντας τον να φωνάξει. Αυτός συρίζει, αρπάζοντας το σεντόνι καθώς εκρήγνυται στο στόμα της. Λίγα λεπτά αργότερα, αφού και οι δύο έχουν βρει την ανάσα τους, αυτή σέρνει το σώμα της πάνω στο δικό του και ξαπλώνει πάνω του.
«Καλημέρα, Αφέντη μου»
«Καλημέρα, Γατούλα μου»
«Είσαι θυμωμένος που σε ξύπνησα;»
«Πάρα πολύ. Είμαι έξαλλος μαζί σου και γι' αυτό θα σε τιμωρήσω. Αλλά πρώτα, έλα, δώσε μου μια γεύση»
Γελώντας, αυτή βγάζει τη γλώσσα της κι εκείνος την παίρνει στο στόμα του.
«Με τρελαίνει όταν γεύομαι τον εαυτό μου στη γλώσσα σου»
«Η ψυχή μου αγαλλιάζει όταν σε ικανοποιώ, αλλά είπες κάτι για τιμωρία»
Με ένα δυνατό γέλιο, την αρπάζει, πάντα με την επιπλέον φροντίδα που χρειάζεται, και την βάζει να κάτσει στο ακόμα σκληρό καβλί του. Εκείνη κλαψουρίζει»
«Και τώρα τι, Αφέντη μου;»
«Τώρα, Γατούλα μου, θα χορέψεις»
«Όπως επιθυμείς, Αφέντη!»
~ ΑΡΓΟΤΕΡΑ ~ ΚΑΤΩ ΣΤΗΝ ΚΟΥΖΙΝΑ ~
Η Μαίρη και ο Οδυσσέας είναι ήδη εκεί και πίνουν καφέ όταν μπαίνει η Σελήνη. Αυτή έχει το ίδιο ηλίθιο χαμόγελο μετά το σεξ στο πρόσωπο της που έχει και η Μαίρη.
«Καλημέρα, Ηλιαχτίδες μου! Η ζωή είναι ωραία, έτσι δεν είναι;»
«Ναι, γαμώτο, είναι! Καλημέρα, κοριτσάκι!»
Η Μαίρη χαμογελάει ακόμα περισσότερο στη Σελήνη, ενώ ο Οδυσσέας γυρίζει τα μάτια του.
«Γιατί γυρίζεις τα όμορφα μάτια σου, Οδυσσέα μου; Δεν σε ικανοποίησε ο Αλέκος σου σήμερα το πρωί;»
«Φυσικά και το έκανε, γκαστρωμένο Καρπουζάκι, και μάλιστα, με απολαυστικό τρόπο»
«Με συγχωρείς, Οδυσσέα, αλλά δεν σου φαίνεται»
«Ναι, διεστραμμένο Μπισκοτάκι, γιατί εγώ δεν χαμογελάω σαν ηλίθιος όπως εσείς οι δύο»
«Γιατί εσένα δεν σε γάμησε ένας Θεός»
«Ή ένας άγριος Λύκος»
Τα κορίτσια γελούν όταν ο Οδυσσέας γυρίζει ξανά τα μάτια του. Μετά, η Μαίρη βάζει λίγο ντεκαφεϊνέ στην Σελήνη.
«Υποθέτω ότι ο Άρης είναι καλά μετά το χθεσινοβραδινό φιάσκο»
«Ναι. Είχε μια μικρή κρίση, αλλά του τράβηξα λίγο το λουρί και όλα επανήλθαν στο φυσιολογικό»
«Τέλεια! Μπράβο, κοριτσάκι μου! Αλλά αυτό δεν είναι αρκετό για μένα. Θέλω λεπτομέρειες»
«Με χαρά, αλλά τι γίνεται με τα παιδιά;»
«Μην ανησυχείς. Είναι ακόμα στη Φωλιά του Δράκου και η Θαλασσινή τους ετοιμάζει πρωινό. Μίλα ελεύθερα»
«Δεν ξέρω από πού ν' αρχίσω. Αυτός είναι ... Δεν μπορώ να βρω τη σωστή λέξη. Είναι μάγος! Ξέρει πώς να χρησιμοποιεί το ...»
Εκείνη τη στιγμή, ο Οδυσσέας πίνει μια γουλιά απ' τον καφέ του και πνίγεται, αρχίζοντας να βήχει. Τα κορίτσια τον χτυπούν στην πλάτη.
«Τι έπαθες, ρε Οδυσσέα;»
«Έλεος, Καρπουζάκι. Όλοι ξέρουμε τι χρησιμοποιεί. Δεν χρειάζεται να τ' ακούσουμε»
«Δεν εννοούσα τον πούτσο του, ηλίθιε, που παρεμπιπτόντως είναι υπέροχος. Μιλούσα για τη γλώσσα του, εντάξει;»
Αυτός ακουμπάει το σαγόνι του στο χέρι του.
«Αν είναι έτσι, αλλάζει το πράγμα και γίνεται ενδιαφέρον. Προχώρα. Πες μας τα πάντα γι' αυτό»
Η Μαίρη του πετάει μια χαρτοπετσέτα.
«Είσαι τυχερός που ο Πρίγκιπας μου δεν είναι εδώ. Αυτό μόνο, ηλίθιε!»
«Ναι. Ναι. Καλά! Λοιπόν, Μπισκοτάκι, εσύ σκάσε και εσύ, Καρπουζάκι, μίλα. Θέλω να μάθω τα πάντα για τη γλώσσα του Λύκου σου»
~ ΤΡΑΠΕΖΑΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑΛΑΤΙΟΥ ~ ΑΡΓΑ ΤΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ ~
Τα παιδιά μόλις άφησαν το τραπέζι για να πάρουν έναν υπνάκο. Αυτά συμφώνησαν αμέσως, γιατί θέλουν να μείνουν όσο το δυνατόν πιο αργά απόψε στο πάρτι, για το οποίο ο Άρης φυσικά δεν έχει ιδέα. Ω, ναι! Κανείς δεν του έχει ευχηθεί Χρόνια Πολλά και ο καημένος μας ο Λύκος είναι αρκετά ήρεμος. Αλλά δεν είναι μόνο τα παιδιά. Όλοι ανυπομονούν γι' αυτό το πάρτι, και ειδικά ο Οδυσσέας, ο οποίος αποφασίζει να τον πειράξει λίγο, μετά τις εξομολογήσεις της Σελήνης σήμερα το πρωί. Για να δούμε πώς θα πάει αυτό.
«Και τώρα που έφυγαν τα παιδιά, Λυκόπαιδο, κάνε Ααααα και δείξε μου τη γλώσσα σου»
Η Σελήνη πνίγεται κι αρχίζει να βήχει, ενώ οι άλλοι κοιτάζουν με το στόμα ανοιχτό τον Οδυσσέα, εκτός απ' τη Μαίρη φυσικά, που γελάει γιατί ξέρει. Ο Άρης καγχάζει.
«Και γιατί να το κάνω αυτό;»
«Έμαθα κάτι και θέλω να ελέγξω αν είναι αλήθεια»
Η Σελήνη του φωνάζει.
«Οδυσσέα!»
«Σιωπή, Καρπουζάκι»
Ο Άρης, που έχει καταλάβει τι συμβαίνει, αποφασίζει να παίξει.
«Τι έμαθες για τη γλώσσα μου;»
«Ότι ξέρεις να την χρησιμοποιείς πολύ καλά. Έλα, δείξε μου!»
Ο Βίκος ξεφυσάει.
«Κάντο, Άρη, γιατί αλλιώς δεν θα μας αφήσει ήσυχους»
Η Σελήνη αγριοκοιτάζει τον Οδυσσέα, ο οποίος έχει ένα σαρδόνιο χαμόγελο στα χείλη του, αλλά ο Άρης δεν έχει πει ακόμα την τελευταία του λέξη.
«Θα το κάνω, Οδυσσέα. Θα σου δείξω τη γλώσσα μου και στην πράξη αν θέλεις, αλλά πρώτα θέλω εσύ να μου δείξεις το διάσημο σπαγκάτο σου. Φήμες λένε ότι το σπαγκάτο του Jean-Claude Van Damme ανάμεσα στα Volvo φορτηγά δεν συγκρίνεται με το δικό σου»
Εκείνη τη στιγμή, ο Τζάκος, ο Βίκος και ο Ορέστης ξεσπούν σε ασυγκράτητα γέλια. Οι γυναίκες κοιτάζουν εναλλάξ τον Άρη, που χαμογελά πονηρά, και τον Οδυσσέα, που έχει μείνει άφωνος. Ο Αλέκος σπρώχνει πίσω την καρέκλα του κι ετοιμάζεται να σηκωθεί.
«Εμένα με συγχωρείτε, αλλά πάω ν' αυτοκτονήσω»
Ο Οδυσσέας τον αρπάζει απ' το μπράτσο.
«Αλέξανδρε Φραγκόπουλε, μην μπαίνεις στον κόπο! Θα σε σκοτώσω εγώ αργότερα με αργό και βασανιστικό τρόπο»
«Εεεε ... Ναι. Εννοώ, όχι! Ω, Θεέ μου! Την γάμησα! Ευχαριστώ πολύ, Λύκε!»
Ο Άρης σηκώνει τους ώμους καθώς ο Οδυσσέας χτυπά το χέρι του στο τραπέζι.
«Γαμώτο! Δεν το πιστεύω ότι την πάτησα έτσι!»
Ο Άρης χαμογελάει.
«Έτσι είναι, κούκλε μου! Όποιος σκάβει τον λάκκο τ' αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα»
Ο Οδυσσέας κατσουφιάζει, ο Άρης βγάζει τη γλώσσα του, ενώ ο Τζάκος και οι άλλοι ξεκαρδίζονται στα γέλια.
~ ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΤΙΣ ΠΕΝΤΕ ΤΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ~
~ ΚΡΕΒΑΤΟΚΑΜΑΡΑ ΤΟΥ ΑΡΗ & ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ ~
Ο Ορέστης χτυπάει την πόρτα και η γλυκιά φωνή της Σελήνης απαντάει αμέσως.
«Ποιος είναι;»
«Εγώ, κούκλα μου»
«Έλα μέσα»
Αυτός ανοίγει την πόρτα και μπαίνει μέσα. Η Σελήνη είναι ξαπλωμένη στο κρεβάτι ενώ ο Άρης απουσιάζει.
«Πού είναι αυτός;»
«Στο μπάνιο»
«Δεν το έχει καταλάβει ακόμα, ε;»
«Όχι. Νομίζει ότι δεν ξέρουμε τίποτα»
«Τι βλάκας!»
Αυτός πηγαίνει στην πόρτα του μπάνιου και χτυπάει δυνατά.
«Κούνα τον κώλο σου, Άλφα! Έχουμε αργήσει!»
Η φωνή του Άρη ακούγεται πίσω απ' την πόρτα.
«Άντε γαμήσου, Βήτα!»
«Ευγενικός όπως πάντα»
«Ευγενικός είναι το δεύτερο όνομα μου, μωρό μου»
«Ευρυμέδων είναι το δεύτερο όνομα σου, ηλίθιε!»
«Αυτό ήταν! Μόλις βγω από δω, θα σε σκοτώσω, μαλάκα!»
Ο Ορέστης πηγαίνει στο κρεβάτι, ευχαριστημένος και ξαπλώνει δίπλα στη Σελήνη, η οποία προσπαθεί με κάθε δυνατή προσπάθεια να καταπνίξει ένα γέλιο.
«Μχμμμ ... Ευρυμέδων, ε; Χμμμ ... Δεν ήξερα ότι είχε και δεύτερο όνομα. Ω, Θεέ μου!»
«Απαίτηση του παππού του, του πατέρα του πατέρα του. Ο Ερμής, ο πατέρας του Άρη, δεν ήθελε να τον βγάλει έτσι, αλλά επειδή ο Ευρυμέδων Λυκουρόπουλος τους βοήθησε στην αρχή, του είχαν υποχρέωση, και η λύση βρέθηκε με το διπλό όνομα. Όπως καταλαβαίνεις το αγόρι μας το μισεί θανάσιμα»
«Μπορώ να καταλάβω γιατί. Είναι λίγο γελοίο, αλλά πως δεν το είδα στην ταυτότητα;»
«Λάδωσε τον αξιωματικό που του την έβγαλε και δεν το έβαλε»
«Μμμμ ... Ακούγεται σαν αυτόν!»
Αυτός της χαϊδεύει την κοιλιά.
«Τι κάνει ο υπέροχος βαφτισιμιός μου;»
«Μια χαρά, σε χαιρετάει και ανυπομονεί να σε γνωρίσει, υπέροχε νονέ»
Εκείνη τη στιγμή, ο Άρης βγαίνει απ' το μπάνιο έξαλλος.
«Τι στο διάολο κάνεις στο κρεβάτι μου δίπλα στη γυναίκα μου, ρε;»
«Προσπαθώ να την αποπλανήσω, αλλά αντιστέκεται σθεναρά. Είπε ότι σ' αγαπάει πολύ, Ευρυμέδων»
Ο Ορέστης αγκαλιάζει τη Σελήνη γελώντας, κι εκείνη κρύβει το πρόσωπο της στη μασχάλη του, προσπαθώντας να μη γελάσει. Ο Άρης γρυλίζει, δείχνοντας τα δόντια του.
«Είσαι νεκρός!»
«Ήρεμα, Λύκε! Έπρεπε να το μάθει τώρα. Τι θέλεις δηλαδή; Να τ' ακούσει για πρώτη φορά στο γάμο και ν' αρχίσει να γελάει μπροστά στο Ιερό;»
Η Σελήνη χαχανίζει.
«Ακόμα δεν ξέρω αν θα μπορέσω να συγκρατηθώ. Είναι πολύ γελοίο»
Οι δυο τους γελούν δυνατά και ο Άρης γυρίζει τα μάτια του.
«Σήκω πάνω, ηλίθιε. Θα σε βασανίσω αργότερα γι' αυτό που έκανες. Τώρα έχουμε δουλειά»
Ο Ορέστης τον χαιρετάει στρατιωτικά, δίνει στη Σελήνη ένα φιλί στο μέτωπο και σηκώνεται. Ο Άρης στέκεται μπροστά στο κρεβάτι.
«Έλα εδώ, Γατούλα»
Αυτή πέφτει στα γόνατα και τον πλησιάζει, τυλίγοντας τα χέρια της γύρω απ' το λαιμό του.
«Ξέρεις κάτι; Τώρα που το σκέφτομαι, θα μπορούσες να το χρησιμοποιήσεις και εγώ θα σε φώναζα Εύρω ή ακόμα και Μέδων»
Το πείραγμα της κοστίζει ένα μπάτσο στον πισινό της.
«Άουτς!»
«Σταμάτα! Το μισώ αυτό το όνομα!»
«Μα γιατί; Εμένα μ' αρέσει. Μπορεί να είναι χάλια σαν όνομα, αλλά σε σένα, γίνεται αυτόματα σέξι»
«Αλήθεια;»
«Ναι. Τα πάντα πάνω σου είναι σέξι. Ακόμα κι αυτό το γελοίο όνομα»
«Αν συνεχίσεις έτσι, Γατούλα, θα πετάξω έξω τον Ορέστη και θα σε γαμήσω χωρίς έλεος»
Ο Ορέστης γουρλώνει τα μάτια.
«Όχι, δεν θα το κάνεις αυτό! Δεν υπάρχει τίποτα σχετικό με γαμήσι στον ορίζοντα για τις επόμενες ώρες. Σωστά, κούκλα;»
Αν και τα λόγια του Άρη την κάνουν ν' ανατριχιάσει σύγκορμη, η Σελήνη ξέρει ότι ο Ορέστης έχει δίκιο. Αυτό δεν μπορεί να συμβεί, δυστυχώς! Έτσι, τον σπρώχνει και σηκώνεται απ' το κρεβάτι.
«Όσο κι αν το θέλω αυτό, και το θέλω πολύ, πρέπει ν' αρνηθώ. Συγγνώμη, Αφέντη, αλλά ο Ορεστάκος έχει δίκιο. Εσύ πρέπει να φύγεις»
Ο Ορέστης εγκρίνει και επαυξάνει.
«Σωστά! Και πρέπει να φύγουμε τώρα! Η δουλειά που έχουμε είναι πολύ σημαντική»
Ο Άρης απλώνει το χέρι στην Σελήνη.
«Δώσε μου ένα φιλί πρώτα»
«Αυτό μπορώ να το κάνω»
Καθώς τα στόματα τους συναντιούνται, ο Ορέστης γυρίζει τα μάτια του.
«Έλα τώρα! Κάντε μου τη χάρη και ξεκολλήστε!»
Η Σελήνη γουργουρίζει στην αγκαλιά του Άρη κι εκείνος μιλάει πάνω στα χείλη της.
«Δώσε μας ένα δευτερόλεπτο, Βήτα»
«Όχι! Ούτε μισό! Κουνήσου, βρώμικε Λύκε!»
Ο Ορέστης αρπάζει τον Άρη και οι δύο άντρες βγαίνουν απ' το δωμάτιο, ο ένας βρίζοντας κι ο άλλος γελώντας. Όταν αυτοί φεύγουν, όλοι οι άλλοι μαζεύονται στο σαλόνι. Η Σελήνη, κοιτάζοντας τις τσάντες με τα διακοσμητικά, χτυπάει παλαμάκια.
«Γιούπι! Γιούπι! Είμαι τόσο ενθουσιασμένη!»
Η Μαίρη ενστερνίζεται τον ενθουσιασμό της.
«Κι εγώ! Θα διασκεδάσουμε τόσο πολύ!»
Η μικρή Εύα πλησιάζει την Χλόη και της τραβάει το μανίκι.
«Πού είναι ο Ορέστης;»
«Είναι με τον Άρη, γλυκιά μου. Θα γυρίσει σύντομα»
«Γιατί δεν με πήρε μαζί του; Δεν μ' αγαπάει;»
«Φυσικά και σ' αγαπάει»
«Ναι, αλλά εσένα σ' αγαπάει περισσότερο. Γιατί;»
Η Εύα μπήγει τα κλάματα, φέρνοντας την Χλόη σε αμηχανία.
«Εεεε ... Γιατί ... Εεεε ... Συγγνώμη! Κάποιος να με βοηθήσει λίγο;»
Και όπως έλεγαν και οι Ghostbusters, αν συμβεί κάτι περίεργο στη γειτονιά, ποιον φωνάζεις; Μα φυσικά, τον πυροσβέστη της οικογένειας.
«Καραμελίτσα μου, έλα εδώ, σε παρακαλώ»
Η μικρή Εύα σκαρφαλώνει στην αγκαλιά του Οδυσσέα κι εκείνος της σκουπίζει τα δάκρυα.
«Τι σου έχω πει για την αγάπη;»
«Ότι δεν μπορείς να την μετρήσεις»
«Ακριβώς! Ο Ορέστης δεν αγαπάει την Χλόη περισσότερο απ' εσένα. Σας αγαπάει και τις δύο, αλλά διαφορετικά»
Η μικρή ρουφάει την μύτη της.
«Τι σημαίνει αυτό;»
«Λοιπόν ... Ο μπαμπάς σου σ' αγαπάει;»
Η Εύα κοιτάζει τον Τζάκο, ο οποίος της χαμογελάει.
«Ναι. Είμαι η μικρή του Πριγκίπισσα»
«Ακριβώς! Αλλά αγαπάει και τη μαμά σου, έτσι δεν είναι;»
«Ναι. Η μαμά είναι το Αγγελούδι του»
«Βλέπεις; Το ίδιο ισχύει και για τον Ορέστη. Η Χλόη είναι η Ομορφιά του κι εσύ είσαι ...»
«Η γλυκιά του Εύα»
«Κατάλαβες τώρα;»
«Ναι, θείε Οδυσσέα»
«Άντε τώρα, δώσε μου ένα φιλί και πήγαινε να βοηθήσεις την Χλόη να διακοσμήσετε την πίσω αυλή»
Η μικρή Εύα δίνει ένα φιλί στον Οδυσσέα και πηδάει απ' την αγκαλιά του.
«Έλα, Χλόη»
«Έρχομαι, Εύα»
Η Χλόη ψιθυρίζει ένα ευχαριστώ στον Οδυσσέα, παίρνει το χέρι της Εύας, αρπάζει μια τσάντα και οι δυο τους βγαίνουν έξω κι αρχίζουν να στολίζουν. Ο Οδυσσέας σηκώνεται όρθιος.
«Πάει κι αυτό!»
Η Πανδώρα σφυρά με θαυμασμό.
«Μπαμπά Οδυσσέα, είσαι καταπληκτικός!»
«Το ξέρω, Αστέρι μου, αλλά τώρα πρέπει να τρέξουμε! Έχουμε δύο ώρες για να στολίσουμε και μόνο μία για να ντυθούμε»
Όμως κανείς δεν κουνιέται. Όλοι κοιτάζουν τον Οδυσσέα, που γυρίζει τα μάτια του.
«Καλέ μου Θεέ! Περιβάλλομαι από ηλίθιους! Είπα, τρέχουμε τώρα!»
Σαν κάποιος να τους έβαλε νέφτι στους πισινούς, αυτοί αρχίζουν να δουλεύουν πυρετωδώς. Δύο ώρες αργότερα, η πίσω αυλή έχει μετατραπεί σε κάτι μαγικό. Σε μια πραγματική παραμυθοχώρα. Τα πολύχρωμα, χάρτινα φαναράκια στα κλαδιά των δέντρων, το μεγάλο τραπέζι με το λευκό τραπεζομάντηλο, στρωμένο με νόστιμα φαγητά και πολύχρωμα γλυκά, τα διακοσμητικά, οι νάνοι της Χιονάτης, η κολοκύθα και τα ποντίκια της Σταχτοπούτας, ο Λουμιέρ και ο Τικιτάκας της Πεντάμορφης, το πλοίο του Κάπτεν Χουκ, το μπαλόνι του Πίτερ Παν, το ζαχαρόσπιτο του Χάνσεν και της Γκρέτελ, το καλάθι της Κοκκινοσκουφίτσας και ο θρόνος για τον βασιλιά του πάρτι, τον Λύκο μας! Ο Οδυσσέας κουνάει το κεφάλι του.
«Λοιπόν ... Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι είμαστε καταπληκτικοί!»
Η Σελήνη χτυπάει παλαμάκια.
«Ω, Θεέ μου! Δεν έχω λόγια! Ο Άρης μου θα το λατρέψει!»
Η Μαίρη κοιτάζει τριγύρω με ανοιχτό το στόμα.
«Ουάου!»
Ο Τζάκος γελάει.
«Πολύ εμπεριστατωμένη άποψη, Αγγελούδι»
Η Χλόη κοιτάζει το κινητό της.
«Δεν θέλω να σας το χαλάσω, αλλά ο Ορέστης μόλις μου έστειλε μήνυμα. Θα είναι εδώ σε λιγότερο από μια ώρα. Δεν μπορεί να καθυστερήσει άλλο τον Άρη χωρίς να προδοθεί»
Η Σελήνη ανασκουμπώνεται.
«Λοιπόν, οικογένεια! Τα θηλυκά στο δωμάτιο της Μαίρης και τ' αρσενικά στο δικό μου. Θα φορέσουμε τα κοστούμια μας και θα βρεθούμε εδώ σε μια ώρα»
Η Πανδώρα, που είναι και η εμπνεύστρια της βραδιάς, ρωτάει να μάθει την τελική απόφαση.
«Σελήνη, θα το κάνουμε έτσι όπως είπαμε;»
«Ναι. Εγώ θα περιμένω στην κουζίνα. Οι άλλοι θα πάρουν τις θέσεις τους στην πίσω αυλή κι εσύ θα τον οδηγήσεις έξω. Μετά το αρχικό σοκ, ο Στέφανος και ο Ιάσονας θα παίξουν το τραγούδι κι εγώ θα εμφανιστώ με την τούρτα»
Ο Οδυσσέας δίνει το έναυσμα για αναχώρηση.
«Και τώρα τρέχουμε πάλι!»
~ ΕΝΤΩΜΕΤΑΞΥ ~ ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ~
Οι δύο φίλοι περπατούν σ' έναν απ' τους κεντρικότερους δρόμους, την οδό Βουκουρεστίου, εκεί που είναι μαζεμένα τα καλύτερα κοσμηματοπωλεία της πόλης. Όπως προέβλεψε ο Ορέστης, αυτοί σταματούν σε κάθε βιτρίνα και κοιτάζουν τα δαχτυλίδια, αλλά στον Άρη δεν αρέσει τίποτα.
«Ξέρεις τουλάχιστον τι ακριβώς ψάχνεις;»
«Σχεδόν»
«Τι εννοείς μ' αυτό;»
«Θέλω κάτι μοναδικό, όπως η Σελήνη μου. Κάτι που καμιά άλλη δεν θα έχει ποτέ. Κάτι εντυπωσιακό»
«Κάτι ακριβό»
«Δεν με νοιάζουν τα λεφτά και το ξέρεις»
«Ναι, το ξέρω. Αστειεύομαι. Δεν της αξίζει τίποτα λιγότερο απ' το καλύτερο»
Λίγες βιτρίνες μετά, ο Ορέστης αρχίζει την γκρίνια.
«Αρούλη, κουράστηκα. Θ' αποφασίσεις επιτέλους, σε παρακαλώ;»
«Δεν με βοηθάς και καθόλου»
«Θα με τρελάνεις, ρε; Σου έχω δείξει τουλάχιστον τριακόσια δαχτυλίδια και δεν σ' αρέσει τίποτα. Τι άλλο να κάνω;»
«Σταμάτα να παραπονιέσαι για αρχή»
Ξαφνικά, τα μάτια του Ορέστη πέφτουν σε μία σκούρα μπλε ταμπέλα με κεφαλαία χρυσά γράμματα.
«Αρούλη, σταμάτα. Το βρήκα! Ξέρω πού θα βρεις αυτό που ψάχνεις»
«Πού;»
«Στου Καίσαρη, φυσικά. Ό,τι κι αν πάρεις από εκεί, η Σελήνη θα το λατρέψει»
Ο Άρης πλαισιώνει τα μάγουλα του Ορέστη και του δίνει ένα φιλί στο μέτωπο.
«Ήξερα ότι θα μου φανείς χρήσιμος τελικά. Γι' αυτό σε πήρα μαζί»
Ο Ορέστης τον σπρώχνει, κοιτώντας γύρω του αμήχανα.
«Κόψε τις διαχύσεις, ρε μαλάκα. Μας κοιτάζει ο κόσμος»
«Άσε τις ντροπές, παρθενοπιπίτσα και τρέχα!»
Οι δύο άνδρες, χωρίς καν να ρίξουν μια ματιά στη βιτρίνα, μπαίνουν στο μαγαζί. Η πωλήτρια τους υποδέχεται μ' ένα πλατύ χαμόγελο.
«Καλησπέρα σας, κύριοι. Καλώς ήρθατε στον Καίσαρη. Ονομάζομαι Χαρά Λυμπέρη. Πώς μπορώ να σας βοηθήσω;»
«Καλησπέρα. Ψάχνω ένα μοναδικό δαχτυλίδι αρραβώνων για μια μοναδική γυναίκα»
Η Χαρά χαχανίζει.
«Πολύ χαριτωμένο! Ήρθατε στο σωστό μέρος. Ακολουθήστε με, παρακαλώ»
Αυτή περπατάει προς το τμήμα των δαχτυλιδιών και αυτοί την ακολουθούν.
«Για πόσα χρήματα μιλάμε;»
«Δεν μ' απασχολεί»
«Αυτή είναι η σωστή απάντηση, κύριε. Πώς θα πληρώσετε;»
«Με χρεωστική κάρτα»
«Τέλεια! Για να δούμε λοιπόν!»
Αυτή βγάζει μερικές βελούδινες κασετίνες γεμάτες με δαχτυλίδια όλων των ειδών, φτιαγμένα από πλατίνα, κίτρινο, λευκό και ροζ χρυσό, και με διαφόρων χρωμάτων και μεγεθών διαμάντια.
«Ρίξτε μια ματιά σ' αυτά. Είναι τα καλύτερα μας κομμάτια»
«Είναι μοναδικά; Δεν θέλω καμία άλλη γυναίκα να έχει το ίδιο δαχτυλίδι»
«Μην ανησυχείτε γι' αυτό. Κάθε ένα απ' αυτά είναι μοναδικό. Δεν θα βρείτε ίδιο πουθενά στον κόσμο. Είναι ένας όρος μέσα στην εγγύηση γνησιότητας»
«Αυτή είναι η σωστή απάντηση, δεσποινίς»
Και ενώ αυτοί κοιτάζουν ένα-ένα τα δαχτυλίδια και μιλούν μεταξύ τους, μια άλλη πωλήτρια πλησιάζει και ψιθυρίζει κάτι στ' αυτί της Χαράς. Τότε, αυτή απευθύνεται στον Άρη.
«Με συγχωρείτε, κύριε, αλλά χρειάζομαι το όνομα στο οποίο θα πραγματοποιηθεί η αγορά για να ξεκινήσω να ετοιμάζω τα χαρτιά της εγγύησης»
«Άρης Λυκουρόπουλος»
«Ω, Θεέ μου! Είστε στ' αλήθεια εσείς. Δεν το πιστεύω!»
Ο Άρης την κοιτάζει μπερδεμένος και ο Ορέστης γυρίζει τα μάτια του.
«Συγγνώμη, δεσποινίς, αλλά ποιος υποτίθεται ότι είμαι;»
«Ο μελλοντικός γαμπρός του κυρίου Τζάκου Ηλιόπουλου. Θα παντρευτείτε την αδερφή του. Το δαχτυλίδι είναι για εκείνη, σωστά;»
«Ναι, αλλά τι σημασία έχει;»
«Εγώ απλώς ... Η μητέρα μου δούλευε εδώ πριν συνταξιοδοτηθεί, και εξυπηρέτησε τον κύριο Ηλιόπουλο όταν αγόρασε το δαχτυλίδι με το μωβ διαμάντι για τη γυναίκα του, και τώρα εγώ εξυπηρετώ εσάς. Με συγχωρείτε, αλλά συγκινήθηκα λίγο»
«Σ' αυτή την περίπτωση, να πείτε στη μητέρα σας ότι αυτό το δαχτυλίδι ήταν η αρχή ενός πολύ ευτυχισμένου γάμου»
«Θα της το πω. Σας ευχαριστώ πολύ. Πείτε μου όμως τώρα, βρήκατε κάτι που να σας αρέσει;»
«Νομίζω πως ναι»
«Δείξτε μου»
«Αυτό»
Το δαχτυλίδι που διάλεξε ο Άρης είναι ένα πραγματικό έργο τέχνης. Το σώμα του είναι φτιαγμένο από πλατίνα και στολισμένο με μικρά, αστραφτερά λευκά διαμάντια και η πέτρα στην μέση είναι ένα τεράστιο, στρογγυλό διαμάντι χρώματος Aqua Marina, ίδιο ακριβώς με τα μάτια της Σελήνης.
«Εξαιρετική επιλογή. Έχετε υπέροχο γούστο, κύριε Λυκουρόπουλε, και δεν το λέω γιατί πρέπει να το πω. Το εννοώ πραγματικά»
«Ευχαριστώ»
«Η δεσποινίς Ηλιοπούλου είναι πολύ τυχερή»
«Αν την ξέρατε, θα καταλαβαίνατε ότι εγώ είμαι ο τυχερός, όχι εκείνη»
Ο Ορέστης χτυπάει την πλάτη του Άρη.
«Μπορώ να το εγγυηθώ κι εγώ αυτό»
Η Χαρά γελάει.
«Αφήστε με να μαντέψω. Είστε ο κουμπάρος, σωστά;»
«Σωστά»
Ο Άρης τον αγριοκοιτάζει.
«Μέχρι στιγμής ναι, αλλά σκέφτομαι πολύ σοβαρά να τον αλλάξω»
«Μην το κάνετε αυτό. Παίζει πολύ σωστά τον ρόλο του»
Ο Ορέστης κάνει μια μικρή υπόκλιση.
«Ευχαριστώ, δεσποινίς»
Μετά απ' αυτό, η πωλήτρια δίνει στον Άρη το μπλε βελούδινο κουτί κι αυτός πληρώνει τις πολλές χιλιάδες ευρώ που κοστίζει.
«Ορίστε το δαχτυλίδι σας, κύριε Λυκουρόπουλε, και περιμένουμε εσάς και τη μέλλουσα σύζυγο σας να έρθετε για τις βέρες σας»
«Να είστε σίγουρη. Ευχαριστώ πολύ»
«Σας εύχομαι μια παραμυθένια ζωή»
Οι δύο φίλοι φεύγουν απ' το μαγαζί, καβαλάνε την μηχανή και παίρνουν τον δρόμο για το σπίτι.
~ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ~ ΠΙΣΩ ΣΤΗ ΒΟΥΛΙΑΣΜΕΝΗ ~
~ ΚΤΗΜΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ~ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΤΖΑΚΟΥ & ΤΗΣ ΜΑΙΡΗΣ ~
~ ΣΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΝΤΡΕΣ ~
Ο Στέφανος, ο Ιάσονας και τα δίδυμα έχουν ήδη ντυθεί και κάθονται στο κρεβάτι, περιμένοντας υπομονετικά να ετοιμαστούν και οι άλλοι. Ο Βίκος στριφογυρίζει μπροστά στους γιους του.
«Πώς σας φαίνομαι, αγόρια;»
«Είσαι φανταστικός, Μπαμπά»
«Αλλά γιατί δεν πήρες στολή δράκου;»
Ο Βίκος γελάει.
«Αυτό είχα σκοπό, αλλά μετά εσείς οι δύο διαλέξατε το παραμύθι του θείου Οδυσσέα και κάποιος έπρεπε να συνοδέψει τη μαμά»
Τ' αγόρια μιλούν μαζί.
«Αφού είναι το αγαπημένο μας παραμύθι»
«Το ξέρω, Σταγόνες μου. Εγώ είμαι αυτός που σας το διάβαζα όταν ήσασταν μωρά»
Ο Τζάκος απευθύνεται στα δικά του αγόρια.
«Τίγρη, τι νομίζεις;»
«Κοίτα, Μπαμπά. Φυσικά και είσαι απίθανος, αφού εσύ κι εγώ είμαστε ίδιοι»
«Με υποχρέωσες, Τίγρη. Εσύ τι νομίζεις, Νάκο;»
«Είσαι καταπληκτικός, κύριε Τζάκο, και θέλω να σ' ευχαριστήσω που μ' αφήνεις να λάβω μέρος στην γιορτή»
«Μην λες βλακείες, Νάκο. Είτε μ' αρέσει, είτε όχι, είσαι οικογένεια»
Ο Στέφανος γουρλώνει τα μάτια.
«Ρε Μπαμπά πια!»
«Πλάκα κάνω, Τίγρη, και ο Νάκος το ξέρει. Έτσι δεν είναι, αγορίνα μου;»
Ο Ιάσονας χαμογελάει αμήχανα.
«Εεεε ... Ναι ... Νομίζω τουλάχιστον»
Όση ώρα ο Τζάκος μιλάει με τ' αγόρια, τραβάει το κολάν που φοράει στο σημείο του καβάλου. Ο Αλέκος απορεί και γι' αυτό τον ρωτάει.
«Τι κάνεις τόση ώρα; Γιατί παλεύεις με τον καβάλο σου;»
«Προσπαθώ να βολέψω τον κύριο εκεί μέσα. Αυτό το καταραμένο παντελόνι είναι λίγο στενό και νιώθω ότι ασφυκτιά»
Ο Στέφανος μορφάζει.
«Αυτό θα είσαι μια χαρά εκεί μέσα, Μπαμπά. Εκτός φυσικά αν μεγαλώσει για κάποιο λόγο»
Ο Τζάκος κοιτάζει τον γιο του μ' ανοιχτό το στόμα.
«Ουάου! Πότε μεγάλωσες τόσο πολύ ώστε να λες βρώμικα αστεία;»
Ο Αλέκος σουφρώνει τα χείλια του.
«Όχι, δεν είναι αυτό. Το παιδί είναι ακριβώς όπως εσύ και λέει τα ίδια κρύα αστεία. Είχες κι εσύ την ίδια χυδαία αίσθηση του χιούμορ όταν ήσουν στην ηλικία του»
«Το ξέρεις ότι είσαι γελοίος, έτσι;»
«Είσαι ο πρώτος που μου το λέει αυτό»
Όλοι γελούν, αλλά το γέλιο τους διακόπτεται όταν τα δίδυμα κάνουν μια καυτή ερώτηση.
«Για ποιο πράγμα μιλάτε;»
«Ποιος είναι ο λόγος που μπορεί να μεγαλώσει το πέος του θείου Τζάκου;»
«Τα δικά μας έχουν πάντα το ίδιο μέγεθος»
«Το δικό σου, Μπαμπά; Εσύ, Στέφο; Νάκο;»
Ο Βίκος τα έχει λίγο χαμένα και δεν μιλάει καθόλου. Όσο για τ' αγόρια, αυτά προσπαθούν, αλλά δεν τα καταφέρνουν και τόσο καλά.
«Λοιπόν ... Το δικό μου ... Εννοώ ... Εγώ δεν ... Νάκο, βοήθα!»
«Ναι ... Δηλαδή, όχι ... Εεεε ...»
Ο Τζάκος καγχάζει.
«Θαυμάζω την ευγλωττία σας, παιδιά»
«Απάντησε τους εσύ τότε»
Τα δίδυμα συνεχίζουν ακάθεκτα.
«Θα μας απαντήσει κάποιος;
«Ναι ή όχι;»
Ο Βίκος βρίζει από μέσα του.
«Είδατε τι κάνατε, ηλίθιοι! Τι κάνουμε τώρα;»
Ο Τζάκος κοιτάζει τον Αλέκο.
«Χρειαζόμαστε τον Οδυσσέα. Πού είναι;»
«Στο μπάνιο»
Τα δίδυμα σηκώνονται όρθια και σταυρώνουν τα χέρια στο στήθος.
«Περιμένουμε!»
Ο Βίκος προσπαθεί να κερδίσει χρόνο.
«Σ' ένα λεπτό, αγόρια. Θα σας εξηγήσει τα πάντα ο θείος Οδυσσέας»
Ο Αλέκος πηγαίνει και χτυπάει την πόρτα του μπάνιου.
«Οδυσσέα, βγες έξω αμέσως! Σε χρειαζόμαστε εδώ!»
Η φωνή του Οδυσσέα ακούγεται κάπως θυμωμένη πίσω απ' τη πόρτα.
«Όχι, ρε, δεν βγαίνω! Με τίποτα! Θα μείνω εδώ για πάντα!»
«Τι λες, μωρέ; Γιατί;»
«Γιατί αν βγω έξω, θα σκοτώσω το Μπισκοτάκι!»
Ο Τζάκος απορεί.
«Την Μαίρη μου; Γιατί, ρε; Τι σου έκανε;»
«Μου άλλαξε τη στολή χωρίς να μου το πει. Εγώ είχα διαλέξει μια άλλη»
«Βγες έξω, ρε τρελέ! Δεν έχουμε χρόνο για τις λοξάρες σου!»
«Εντάξει, βγαίνω, αλλά όποιος τολμήσει να γελάσει μαζί μου, θα το μετανιώσει πικρά!»
Ο Οδυσσέας βγαίνει απ' το μπάνιο.
«Βλέπετε τώρα τι εννοώ;»
Οι άλλοι τον κοιτούν και φυσικά ξεσπούν σε γέλια.
«Αυτό ήταν! Πάω ν' αλλάξω!»
Αυτός κάνει να γυρίσει στο μπάνιο, αλλά οι άλλοι δεν τον αφήνουν, λούζοντας τον με κομπλιμέντα. Ο Αλέκος τον πλησιάζει και του ψιθυρίζει κάτι στ' αυτί.
«Δεν ξέρω τι λένε οι άλλοι, αλλά εγώ με το ζόρι κρατιέμαι να μην σε γαμήσω εδώ και τώρα. Είσαι τόσο γαμημένα σέξι μ' αυτό το κοστούμι»
«Λες αλήθεια;»
«Πάντα σου λέω την αλήθεια. Ήξερα ήδη ότι έχεις υπέροχο κώλο, αλλά αυτό το κοστούμι τον κάνει ακόμα πιο θεϊκό»
«Υπερβολές»
«Απλώς λέω αυτό που βλέπω»
«Αφού σ' αρέσει τόσο πολύ, εντάξει»
Ο Οδυσσέας μπορεί να πείστηκε να φορέσει την σέξι στολή του, αλλά τα δίδυμα δεν έχουν ξεχάσει.
«Θείε Οδυσσέα, πες μας κάτι. Γιατί ο Στέφος είπε ...»
«... ότι το πέος του θείου Τζάκου μπορεί να μεγαλώσει;»
Ο Οδυσσέας αγριοκοιτάζει τους άλλους.
«Τι κάνατε, ηλίθιοι; Ζελεδάκι, γιατί δεν κρατάς το στόμα σου κλειστό;»
Ο Στέφανος σηκώνει τους ώμους και ο Οδυσσέας σκύβει μπροστά στ' αγόρια.
«Γλυκιές μου Σταγονίτσες, αυτή είναι μια πολύ μεγάλη συζήτηση κι αυτή τη στιγμή δεν έχουμε χρόνο. Σας υπόσχομαι ότι αύριο θα σας τα εξηγήσω όλα μαζί με τον Στέφανο»
«Έη! Εγώ τι φταίω;»
Ο Στέφανος επαναστατεί, αλλά η επανάσταση του καταστέλλεται αυθωρεί και παραχρήμα.
«Σκασμός, Ζελεδάκι. Κι όσο για σας, αγόρια, είμαστε σύμφωνοι;»
Τ' αγόρια μιλούν μαζί.
«Ναι, θείε Οδυσσέα»
Ο Βίκος ξεφυσάει με ανακούφιση και ο Οδυσσέας ανασκουμπώνεται.
«Εντάξει! Εντάξει! Είμαστε όλοι έτοιμοι; Πολύ καλά! Πάμε κάτω. Ο εορτάζων θα είναι εδώ από λεπτό σε λεπτό»
Λίγο μετά, όλοι είναι στην θέση τους. Η Σελήνη είναι στην κουζίνα και ετοιμάζει την γενέθλια τούρτα. Η Πανδώρα περιμένει στο χολ και οι άλλοι είναι στην πίσω αυλή. Όταν η μηχανή με τον Άρη και τον Ορέστη περνάει την πύλη και φτάνει στο κλειστό γκαράζ που φιλοξενεί τις μοτοσυκλέτες, ο Μιχάλης, ο υπεύθυνος ασφαλείας, μετά από εντολή φυσικά, τους πλησιάζει.
«Κύριε Λυκουρόπουλε, μπορείτε, σας παρακαλώ, να ρίξετε μια ματιά στη μοτοσυκλέτα του κυρίου Ηλιόπουλου. Μου είπε ότι κάνει έναν περίεργο θόρυβο και εγώ δεν έχω ιδέα από μηχανές»
«Εντάξει, Μιχάλη. Θα το κοιτάξω»
Ο Ορέστης συνεχίζει το παιχνίδι.
«Αρούλη, με χρειάζεσαι; Κατουριέμαι από την στιγμή που φύγαμε απ' του Καίσαρη»
«Γιατί δεν μου το είπες, ρε ηλίθιε; Τέλος πάντων! Πήγαινε μέσα κι έρχομαι κι εγώ»
Και ενώ ο Άρης ελέγχει το υποτιθέμενο πρόβλημα στη μοτοσυκλέτα του Τζάκου, ο Ορέστης, που φυσικά δεν κατουριόταν, τρέχει μέσα, φοράει τη στολή του, που τον περιμένει στο χολ, με ταχύτητα φωτός και, λαχανιασμένος, βγαίνει στην πίσω αυλή και παίρνει τη θέση του δίπλα στην Χλόη.
«Όλα εντάξει, μωρό μου;»
«Ναι. Όλα υπό έλεγχο. Ούτε που υποψιάζεται τίποτα»
Η Μαίρη και η Θαλασσινή ρωτούν αυτό που τους καίει.
«Πήρατε δαχτυλίδι;»
«Ναι»
«Είναι όμορφο;»
«Πανέμορφο και πολύ ακριβό»
Ο Τζάκος ρωτάει καθαρά από περιέργεια.
«Από πού το πήρατε;»
«Από κάπου που σε θυμούνται πολύ καλά»
«Απ' τον Καίσαρη;»
«Ναι»
Τότε, ο Αλέκος κουνάει τα χέρια του.
«Σιωπή! Είναι ακριβώς έξω απ' την πόρτα»
Ο Οδυσσέας φυσάει μια λευκή πικραλίδα που κρατάει στην παλάμη του.
«Κόκκινη κλωστή δεμένη, στην ανέμη τυλιγμένη, δως της κλώτσο να γυρίσει, παραμύθι ν' αρχινήσει»
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro