
Ο Χασάπης
Κεφάλαιο 18 – Ο Χασάπης
~ ΔΥΟ ΜΕΡΕΣ ΜΕΤΑ ~ ΓΥΡΩ ΣΤΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ ~ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΑΡΗ ~ ΚΑΣΤΕΛΑ ~
Ο Άρης είναι στην αντιπροσωπεία του και ο Ορέστης στο φωτογραφικό του στούντιο. Ο Μάρκος έχει πάει να μαζέψει τις τελευταίες πληροφορίες για το σπίτι και η Τζένη είναι για ψώνια. Όσο για την Σελήνη, αυτή είναι στο σπίτι και μαγειρεύει, χορεύοντας και τραγουδώντας γλυκά, αλλά εντελώς παράφωνα.
* Παιδί μου παράξενο, παιδί μου περίεργο, παιδί μου ωραίο. ... Τυχαία σε γνώρισα, τυχαία σ' αγάπησα, γιατί ήταν μοιραίο. ... Παιδί μου αλλιώτικο, παιδί μου απίθανο, καρδιά μου μεγάλη. ... Τα πάντα χαλάλι σου, χαλάλι τα δάκρυα, κι οι πίκρες χαλάλι. ... Δεν ξέρω που πάω, δεν ξέρω τι κάνω, και τι θ' απογίνω. ... Η σκλάβα σου ήμουν, η σκλάβα σου είμαι, και σκλάβα θα μείνω *
Ο ήχος που βγαίνει απ' το στόμα της πονάει τ' αυτιά της. Είναι εντελώς παράφωνη και αυτό είναι το μόνο πράγμα για το οποίο είχαν δίκιο οι γονείς της. Οι γονείς της. Οι άνθρωποι που της έδωσαν ζωή. Οι άνθρωποι που κανονικά θα έπρεπε να την αγαπούν άνευ όρων. Οι άνθρωποι που θα έπρεπε να δίνουν ακόμη και τη ζωή τους γι' αυτήν. Αλλά όχι. Αυτοί έκαναν ακριβώς το αντίθετο. Όλα αυτά τα χρόνια, την μείωναν, της πατούσαν τον εγωισμό και την αυτοεκτίμησή της. Την βασάνιζαν ψυχικά και σωματικά. Αυτή δεν θυμάται ούτε καν ένα χάδι, μια ωραία κουβέντα ή μια ανταμοιβή. Γιατί απέκτησαν παιδί εξαρχής; Αυτή πάντα αναρωτιόταν. Μετά απ' αυτούς ήρθε ο Πέτρος και η ιστορία επαναλήφθηκε. Ταπείνωση, απόρριψη, αρνητική κριτική, εξαπάτηση, και το μεγάλο φινάλε, ξυλοδαρμός και βιασμός.
Εκείνη τη στιγμή, το βλέμμα της πέφτει στο ψυγείο που είναι γεμάτο φωτογραφίες. Ο Ορέστης έχει την αξιαγάπητη συνήθεια να κολλάει φωτογραφίες στα πιο απίθανα μέρη. Ακόμα και στα πλακάκια του μπάνιου ή στο καπάκι της λεκάνης. Είναι ένας χαριτωμένος τρελός. Είναι ο αδερφός που αυτή πάντα ήθελε. Ο προστάτης της. Ένας άντρας που μπορεί να την κάνει να γελάσει με μια μόνο λέξη, όσο λυπημένη κι αν είναι. Και μετά είναι εκείνος. Ο Άρης. Ο ιππότης με την λαμπερή πανοπλία. Ο δικός της Γοητευτικός Πρίγκιπας του παραμυθιού. Ο καλός λύκος που ήρθε και την έσωσε απ' την κακιά μάγισσα. Και δεν έμεινε μόνο εκεί. Στα χέρια του αυτή μεταμορφώθηκε. Έγινε άλλος άνθρωπος. Ξαναγεννήθηκε. Και μόνο η παρουσία του της δίνει δύναμη. Μαζί του μπορεί να κάνει τα πάντα. Μόνο μια ματιά του χρειάζεται. Ένα άγγιγμα του. Μια μόνο λέξη. Ένα χαμόγελο ή ακόμα και μια εντολή.
Είναι τόσο απορροφημένη στις σκέψεις της που το κουδούνι της πόρτας την ξαφνιάζει. Ποιος μπορεί να είναι; Ο Άρης και ο Ορέστης δεν χρειάζεται να χτυπήσουν το κουδούνι. Προφανώς, είναι ή ο Μάρκος ή η Τζένη.
Αυτή πηγαίνει στην πόρτα και κοιτάζει απ' το ματάκι. Σκατά! Είναι ο Πέτρος. Τι στο διάολο κάνει εδώ; Αυτή ρίχνει άλλη μια ματιά. Αυτός φαίνεται να φοβάται. Ακόμη και μέσα απ' τη μικρή τρυπούλα, αυτή μπορεί να δει τον ιδρώτα να τρέχει στο μέτωπό του και τα χέρια του να τρέμουν. Μμμμ! Ο φόβος του την κάνει να νιώθει καλά. Να πάρει η ευχή! Έπρεπε να είναι εδώ ο Άρης!
Αυτός χτυπά ξανά το κουδούνι. Κοίτα πόσο επίμονος είναι! Εντάξει! Κι εκείνη θα ήταν για τόσα λεφτά. Όμως για περίμενε! Τι κάνει τώρα; Βγάζει ένα χαρτί απ' την τσέπη του και γράφει κάτι πάνω του. Σκύβει, το σπρώχνει κάτω απ' την πόρτα, και φεύγει σκουπίζοντας το μέτωπό του. Αυτή σκύβει και παίρνει το σημείωμα. Το γνωστά ορνιθοσκαλίσματα του εμφανίζονται μπροστά στα μάτια της.
"Λύκε, πρέπει να μιλήσουμε το συντομότερο δυνατόν! Είναι επείγον! Το πρόβατο βρήκε άλλον βοσκό! Τηλεφώνησε μου!"
Τι διάολο; Τι εννοεί ότι το πρόβατο βρήκε άλλον βοσκό; Δεν ξέρει γι' αυτήν και τον Άρη; Πώς γίνεται αυτό; Είναι πολύ περίεργο! Το κουδούνι χτυπάει ξανά και αυτή κοιτάζει πάλι απ' το ματάκι. Ουφ! Αυτή τη φορά είναι ο Μάρκος. Αυτή ξεκλειδώνει, ανοίγει την πόρτα, τον αρπάζει απ' το χέρι και τον τραβάει μέσα.
«Έλα μέσα γρήγορα!»
«Τι έγινε;»
«Θα σου πω»
Αυτός μπαίνει μέσα και αυτή κλείνει την πόρτα και την κλειδώνει. Μετά, του κάνει σήμα να την ακολουθήσει στο σαλόνι. Όταν πια αυτοί κάθονται στον καναπέ, αυτός είναι πολύ περίεργος.
«Τι έγινε, Σελήνη; Αναστατωμένη μου φαίνεσαι»
«Αυτός ήταν εδώ και χτυπούσε το κουδούνι»
«Ποιος;»
«Ο μαλακοπίτουρας ο Πέτρος. Δεν άνοιξα φυσικά και αυτός πέταξε αυτό κάτω απ' την πόρτα»
Αυτή του δίνει το σημείωμα και αυτός έχει την ίδια απορία μ' εκείνη.
«Τι στο διάολο; Δεν ξέρει για σένα και τον Άρη; Αυτό δεν ήταν το ζητούμενο; Θέλω να πω, έπρεπε να γίνεται ζευγάρι»
«Έλα ντε!»
«Και είναι και το άλλο. Γιατί ήρθε εδώ; Δεν καταλαβαίνει ότι αν τον δεις θα υποψιαστείς τι συμβαίνει και η συμφωνία θα χαλάσει; Γιατί το ρίσκαρε;»
«Δεν ξέρω»
«Πρέπει να είναι πολύ απελπισμένος για να το κάνει αυτό. Κάτι συνέβη. Κάτι που τον φόβισε πάρα πολύ ώστε να κάνει αυτή την σπασμωδική κίνηση»
«Πρέπει να πάρω τον Άρη να του το πω»
«Δεν χρειάζεται. Μίλησα μαζί του πριν δέκα λεπτά και μου είπε ότι έρχεται»
«Εντάξει. Πες μου τώρα τι έκανες; Έμαθες τίποτα για τον ιδιοκτήτη;»
«Έμαθα τα πάντα και είμαστε τυχεροί. Το σπίτι είναι καθαρό και ο ιδιοκτήτης θέλει να το πουλήσει»
«Τέλεια. Θα πούμε λεπτομέρειες αργότερα, όταν θα είναι και οι άλλοι εδώ»
Αυτός ξεροβήχει κάπως αμήχανα.
«Μχμμμ ... Σελήνη;»
«Ναι;»
«Θέλω να σ' ευχαριστήσω και να σου ζητήσω ξανά συγγνώμη για όλα»
«Δεν χρειάζεται πια κάτι τέτοιο. Τα 'χω αφήσει όλα πίσω μου»
«Πώς μπορείς; Εννοώ, πώς μπορείς να το κάνεις τόσο γρήγορα; Άλλες γυναίκες χρειάζονται χρόνια και χρόνια»
«Είχα ισχυρό κίνητρο»
«Την εκδίκηση;»
«Όχι»
«Τότε τι;»
«Όχι τι. Ποιον»
«Α, μάλιστα! Ο Άρης, ε;»
«Ναι»
«Είναι ένα τυχερό κάθαρμα. Είσαι απίστευτη γυναίκα»
«Να του το πεις αυτό όταν έρθει»
«Αστειεύεσαι; Θα μου κόψει τη γλώσσα!»
Αυτή γελάει.
«Έχεις δίκιο, υποθέτω»
Αργότερα, όταν μαζεύτηκαν όλοι, έφαγαν το χοιρινό με σέλινο που μαγείρεψε η Σελήνη, η οποία τους λέει τώρα τι συνέβη νωρίτερα με τον Πέτρο. Αυτή δίνει το σημείωμα στον Άρη, ο οποίος, μόλις το διαβάζει, χτυπάει το χέρι του στο τραπέζι, κάνοντας τα πιατικά επάνω του να τρέμουν.
«Το κάθαρμα τόλμησε να 'ρθει στο σπίτι μου. Θα τον φάω ζωντανό!»
«Ποιος του έδωσε τη διεύθυνση;»
«Μάλλον κάποιος απ' το κλαμπ»
«Θα τους απολύσω όλους!»
«Άρη μου, νομίζω ότι πρέπει να του τηλεφωνήσεις για να μάθουμε τι συμβαίνει»
«Έχει δίκιο, κολλητέ»
«Για να δούμε. Γατούλα, πιάσε το κινητό μου. Είναι στην τσέπη του μπουφάν»
Η Σελήνη σηκώνεται για να φέρει το τηλέφωνο και η Τζένη αρχίζει να καθαρίζει το τραπέζι.
«Τζένη, δεν χρειάζεται να το κάνεις αυτό. Θα το κάνω εγώ»
«Όχι, Σελήνη μου. Εσείς μας φιλοξενείτε. Κάτι πρέπει να κάνουμε κι εμείς. Και στο κάτω-κάτω, εσύ μαγείρεψες»
«Παρεμπιπτόντως, κούκλα, το φαγητό σου ήταν υπέροχο»
«Σ' ευχαριστώ, παίδαρε!»
Η Σελήνη δίνει στον Άρη το τηλέφωνο καθώς κάθεται δίπλα του.
«Βάλτο ανοιχτή ακρόαση»
Ο Άρης καλεί τον αριθμό του Πέτρου, ο οποίος το σηκώνει αμέσως. Η φωνή του ακούγεται απελπισμένη.
«Επιτέλους, Λύκε! Γιατί μ' αποφεύγεις;»
«Για στάσου, ρε μαλάκα! Δεν είσαι η γκόμενα μου για να μου κάνεις σκηνή. Έχω πιο σημαντικά πράγματα να κάνω. Πες μου τι στο διάολο θέλεις»
«Η Σελήνη. Κάποιος μου είπε ότι την σπίτωσε ένας άντρας»
«Ναι, ρε ηλίθιε. Εγώ»
«Την πήρες στο σπίτι σου; Γιατί;»
«Πώς αλλιώς θα μπορούσε να γίνει; Αυτή άφησε το σπίτι σας. Κάπου έπρεπε να μείνει. Και εσύ παραλίγο να τα καταστρέψεις όλα. Τι στο διάολο σκεφτόσουν και ήρθες σπίτι μου; Τι θα γινόταν αν ήταν αυτή εδώ και σ' έβλεπε ή αν έβρισκε το σημείωμά σου;»
«Εγώ, εεεε ... Δηλαδή, δεν το σκέφτηκα. Συγγνώμη»
«Τέλος πάντων! Πες μου τι θέλεις»
«Τα λεφτά. Τα χρειάζομαι. Χρωστάω σε κάποιον με τον οποίο δεν πρέπει να τα βάζεις. Αν δεν τον πληρώσω, θα με σκοτώσει. Βοήθα με, σε παρακαλώ!»
Η Σελήνη κάνει νόημα στον Άρη και του ψιθυρίζει στ' αυτί.
«Ρώτα τον σε ποιον χρωστάει. Έχω μια ιδέα»
Αυτός της κλείνει το μάτι και επιστρέφει στο τηλέφωνο.
«Πες μου σε ποιον χρωστάς. Ίσως μπορώ να σου κανονίσω μια παράταση»
«Τον λένε Ανδρέα»
«Ο Χασάπης; Γαμημένε ηλίθιε, έμπλεξες με τον τζόγο;»
«Παρασύρθηκα. Κέρδιζα στην αρχή, αλλά μετά γαμήθηκαν όλα. Σε παρακαλώ, Λύκε. Βοήθα με! Απειλεί τη ζωή μου»
«Δεν τον φωνάζουν Χασάπη για πλάκα, ρε γελοίε. Τέλος πάντων! Θα δω τι μπορώ να κάνω»
«Ευχαριστώ! Εσύ τι γίνεται, κοντεύεις;»
«Ναι. Είναι θέμα ημερών να μου δώσει τα λεφτά. Μ' εμπιστεύεται απόλυτα»
«Δόξα τω Θεώ!»
«Άσε τον Θεό έξω απ' τις βρωμιές σου και μην με ξαναενοχλήσεις. Θα σε πάρω εγώ. Και, το καλό που σου θέλω, να ξεχάσεις τη διεύθυνσή μου. Αν ξανάρθεις εδώ, θα σου κόψω τα πόδια»
«Συγγν...»
Ο Άρης τερματίζει την κλήση, κόβοντας τον Πέτρο στη μέση της πρότασης.
«Άστο διάολο! Σιχάθηκα με τον μαλάκα!»
Ο Μάρκος τρίβει το σαγόνι του.
«Είναι απελπισμένος. Δεν τον έχω ξανακούσει έτσι»
«Πρέπει να είναι. Ο Ανδρέας ο Χασάπης είναι αδίστακτος»
«Τον ξέρεις;»
«Και πολύ καλά μάλιστα»
Η Σελήνη χτυπάει τα δάχτυλα της στο τραπέζι.
«Αυτό είναι πολύ καλό»
«Τι έχεις στο μυαλό σου, διαβολική Γατούλα;»
«Θ' αγοράσουμε το χρέος απ' αυτόν τον Χασάπη και μετά θα 'χούμε τον Πέτρο του χεριού μας. Θα χρησιμοποιήσουμε ψυχολογικό εκβιασμό. Σήμερα θέλουμε τα λεφτά, αύριο θέλουμε τα λεφτά. Θα τον εκφοβίσουμε τόσο πολύ που θα φοβάται να βγει απ' το σπίτι του»
«Κούκλα, έχω αρχίσει να σε φοβάμαι, αλλά το διασκεδάζω κιόλας πάρα πολύ!»
«Γατούλα, είσαι σίγουρη;»
«Απόλυτα. Αυτή είναι μια εξαιρετική ευκαιρία. Θα κάνουμε τον Πέτρο υποχείριο μας!»
«Όπως θέλεις. Θα τηλεφωνήσω στον Ανδρέα και θα κανονίσω μια συνάντηση για σήμερα τ' απόγευμα. Αλλά μέχρι τότε, έλα εδώ!»
Ο Άρης χτυπάει τον μηρό του με το χέρι του και η Σελήνη κάθεται στα πόδια του. Αυτός φέρνει το στόμα του στ' αυτί της.
«Ξέρεις πόσο με καυλώνεις όταν είσαι τόσο κακιά;»
«Και τι μπορώ να κάνω εγώ γι' αυτό;»
«Άσε με να σε γαμήσω»
«Δεν χρειάζεται να σ' αφήσω εγώ. Είσαι ο αφέντης μου. Είμαι δικιά σου και αυτό σου δίνει ελεύθερη πρόσβαση όποτε θέλεις»
Αυτός γέρνει το κεφάλι του πίσω και γελάει δυνατά.
«Είσαι απίθανη! Φίλα με τώρα!»
«Ναι, Αφέντη»
Αυτή σηκώνει το πόδι της, το περνάει πάνω απ' το κεφάλι του, τον καβαλάει και του επιτίθεται σαν αρπακτικό στην λεία του, κάνοντας τον Ορέστη να χτυπήσει αρκετές φορές το χέρι του στο τραπέζι.
«Έη! Έη! Έλεος! Υπάρχει δωμάτιο γι' αυτά τα πράγματα και λέγεται κρεβατοκάμαρα. Δεν είστε μόνοι σας, για όνομα του Θεού!»
Ο Άρης σηκώνεται απ' την καρέκλα χωρίς να διακόψει το φιλί, και κρατώντας την Σελήνη στην αγκαλιά του με το ένα του χέρι, παίρνει το δρόμο για την κρεβατοκάμαρα, αποχαιρετώντας τον Ορέστη με το μεσαίο δάχτυλο του ελεύθερου χεριού του σηκωμένο. Εκείνη τη στιγμή ακριβώς, η Τζένη επιστρέφει απ' την κουζίνα.
«Τι τρέχει μ' αυτούς τους δύο;»
«Μην ασχολείσαι, ξαδέρφη. Η περίπτωσή τους είναι ανίατη!»
Η Τζένη αναστενάζει.
«Δεν πειράζει. Ας είναι μια γυναίκα ικανοποιημένη σ' αυτό το σπίτι!»
«Για όνομα του Θεού, βρε Τζένη! Τι είναι αυτά που λες;»
«Αυτά που λέω είναι ότι πρέπει να πάρεις παράδειγμα τον Άρη»
Ο Ορέστης αρχίζει να γελάει.
«Τι ακούω, ξαδέρφη; Προβλήματα στον παράδεισο;»
«Δεν μπορείς καν να φανταστείς. Έχεις ακούσει για την έρημο Σαχάρα; Κάτι τέτοιο. Αν συνεχιστεί αυτό, θα πιάσω αράχνες»
Ο Ορέστης γελάει τόσο πολύ που κινδυνεύει να πέσει απ' την καρέκλα.
«Καημένη μου ξαδέρφη! Θα πω στον Άρη να οργανώσει ένα σεμινάριο σεξουαλικής αγωγής»
«Ότι είναι να κάνεις, κάνε το γρήγορα!»
Ο Μάρκος, εντελώς κόκκινος, βυθίζει το πρόσωπό του στα χέρια του.
«Ντρέπομαι πολύ τώρα!»
«Και καλά κάνεις, αγάπη μου!»
Ο Ορέστης σκουπίζει τα δάκρυα απ' τα μάτια του.
«Σε τι οικογένεια έχω γεννηθεί, Θεέ μου;»
~ ΑΡΓΟΤΕΡΑ ~ ΝΩΡΙΣ ΤΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ~
~ ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΤΟ ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΧΑΣΑΠΗ ~
Η παρέα είναι στο σαλόνι και πίνουν καφέ. Ο Άρης και η Σελήνη είναι ξαπλωμένοι στο χαλί. Ο Ορέστης είναι αραγμένος στον καναπέ με τα πόδια ψηλά και ασχολείται με το κινητό του. Ο Μάρκος και η Τζένη κάθονται μακριά ο ένας απ' τον άλλον και ούτε που κοιτάζονται. Στην πραγματικότητα, η Τζένη δεν κοιτάζει τον Μάρκο ενώ εκείνος προσπαθεί μάταια να της τραβήξει την προσοχή. Η Σελήνη τους κοιτάζει με απορία.
«Τζένη; Μάρκο; Τι συμβαίνει με σας τους δύο; Τσακωθήκατε;»
Ο Μάρκος σκύβει το κεφάλι του, ο Ορέστης αρχίζει να γελάει και ο Άρης μπαίνει στην συζήτηση.
«Εσύ γιατί γελάς τώρα; Ξέρεις τι έγινε;»
«Ναι και ... Ω, Θεέ μου! Είναι ξεκαρδιστικό!»
«Ορέστη, σε παρακαλώ. Δεν είναι αστείο. Είναι ταπεινωτικό»
«Και τι κάνεις εσύ γι' αυτό; Τίποτα! Κυριολεκτικά τίποτα!»
«Τζένη, μωρό μου, όχι τώρα. Θα το συζητήσουμε οι δυο μας αργότερα»
«Όχι. Εδώ και τώρα. Εμπρός, πες τους»
«Δεν μπορώ. Ντρέπομαι»
Η Σελήνη προσπαθεί να εμψυχώσει τον Μάρκο.
«Έλα, Μάρκο. Είμαστε φίλοι και μεταξύ φίλων δεν υπάρχει ντροπή»
«Ορέστη, πες τους εσύ. Εγώ δεν μπορώ»
Ο Άρης ανακάθεται.
«Εντάξει, τώρα είμαι πολύ περίεργος»
Η Σελήνη κάνει το ίδιο.
«Κι εγώ. Έλα, Ορέστη, πες μας»
Ο Ορέστης κατεβάζει τα πόδια του και κάθεται σωστά στον καναπέ.
«Εντάξει. Εντάξει. Ακούστε! Το πρόβλημα της ξαδέρφης μου με τον αγαπητό μας Μάρκο, είναι σεξουαλικής φύσεως»
Ο Άρης κρύβει το πρόσωπό του στα μαλλιά της Σελήνης και προσπαθεί να καταπνίξει το γέλιο του. Αυτή τον επιπλήττει, αλλά είναι αρκετά δύσκολο και για 'κείνη, αλλά και για τον Ορέστη, φυσικά.
«Έλα, Λύκε, σταμάτα! Μην το κάνεις αυτό. Ο Μάρκος έχει ένα πρόβλημα και ακούγεται πολύ σοβαρό»
«Ναι. Ναι. Συγγνώμη! Συνέχισε, Ορέστη»
«Ναι»
Οι τρεις τους κοιτάζονται και ξεσπούν σε ανεξέλεγκτα γέλια. Ο Μάρκος είναι κόκκινος σαν παντζάρι και η Τζένη τον αγριοκοιτάζει.
«Βλέπεις τι έκανες; Όλοι γελάνε μαζί μου. Είσαι χαρούμενη τώρα;»
«Θα χαρώ όταν λυθεί το πρόβλημα»
Η Σελήνη παίρνει μερικές ανάσες για να σταματήσει να γελάει, αλλά ο Άρης δεν την βοηθάει.
«Εντάξει! Σταματήστε να γελάτε. Δεν είναι σωστό. Ω, Θεέ μου! Υπάρχει ένα πρόβλημα, όπως είπα, και πρέπει να βοηθήσουμε. Άρη, σταμάτα να με γαργαλάς!»
«Θα σταμάταγα έτσι κι αλλιώς, Γατούλα, γιατί πέρασε η ώρα και εμείς πρέπει να φύγουμε. Ο Χασάπης μας περιμένει. Θα μιλήσουμε αργότερα»
«Ωραία! Τότε καλύτερα να πάω να ντυθώ»
«Α, όχι! Εσύ δεν πρόκειται να 'ρθεις. Θα πάω με τον Ορέστη και τον Μάρκο»
«Μα ...»
«Ούτε λέξη! Είπα ότι θα μείνεις εδώ με την Τζένη»
Η Σελήνη κατεβάζει το κεφάλι και ο Άρης, βρίζοντας από μέσα του, γονατίζει μπροστά της και βγάζει τα μαλλιά που πέφτουν στα μάτια της.
«Μη με κάνεις να σου φωνάζω και προσπάθησε να με καταλάβεις. Ο τύπος είναι δολοφόνος. Δεν θέλω ούτε τα μάτια του να ρίξει πάνω σου. Με καταλαβαίνεις, έτσι δεν είναι;»
«Ναι, αλλά ... Αυτό μου έκανε συνέχεια κι ο Πέτρος. Με άφηνε πίσω»
Τα μάτια του Άρη ανοίγουν διάπλατα και κοιτάζει τη Σελήνη έκπληκτος.
«Με συγκρίνεις μαζί του;»
«Τι; Όχι! Συγγνώμη! Δεν ξέρω τι μ' έπιασε»
«Ξέρω εγώ, αλλά τώρα δεν είναι η ώρα να μιλήσουμε γι' αυτό. Πρέπει να φύγουμε γιατί στον Χασάπη δεν αρέσει να περιμένει. Πάμε, παιδιά»
Ο Άρης σηκώνεται και κατευθύνεται προς την πόρτα, αλλά οι άλλοι δύο δεν κουνιούνται. Αυτοί κοιτάζουν την Σελήνη επικριτικά.
«Τι περιμένεις; Τρέξε πίσω του»
«Μπορεί να είναι δυνατός, κούκλα, αλλά δεν είναι άθραυστος, και εσύ τον πλήγωσες»
«Ω, Θεέ μου! Τι έκανα;»
Αυτή σηκώνεται και τρέχει πίσω του.
«Άρη, περίμενε!»
Αυτός σταματάει στην πόρτα, αλλά δεν γυρίζει να την κοιτάξει.
«Τι θέλεις, Σελήνη; Βιάζομαι»
Η φωνή του δείχνει καθαρά πόσο πληγωμένος είναι. Αυτή τον πλησιάζει, στέκεται πίσω του, και αγγίζει την πλάτη του με το χέρι της.
«Δεν με φίλησες»
«Ο Πέτρος σε φιλούσε κάθε φορά που έφευγε;»
«Άουτς! Αυτό πόνεσε, αλλά μου αξίζει. Όχι, δεν με φιλούσε ποτέ, αλλά εσύ δεν είσαι εκείνος. Είσαι καλύτερος απ' αυτόν. Είσαι καλύτερος απ' τον καθένα. Είσαι ο καλύτερος»
«Πρέπει να φύγω, Σελήνη. Θα μιλήσουμε όταν γυρίσω. Πες στους άλλους ότι θα περιμένω στ' αμάξι»
Και χωρίς καν να την κοιτάξει, αρπάζει το μπουφάν του, ανοίγει την πόρτα και βγαίνει έξω. Αυτή στέκεται ακίνητη και κοιτάζει την κλειστή πόρτα. Σκέφτεται πόσο ανόητη είναι. Ανόητη! Τόσο ανόητη! Αυτός κάνει τα πάντα για εκείνη και αυτή τι κάνει; Τον συγκρίνει με το χειρότερο είδος άντρα. Ανόητη! Ανόητη! Τόσο ανόητη! Ξέρει ότι πρέπει να τρέξει πίσω του να τον προλάβει. Δεν πρέπει να τον αφήσει να φύγει έτσι.
Ξυπνώντας απ' τον λήθαργο, αυτή ανοίγει την πόρτα και τρέχει έξω στο διάδρομο. Βλέπει το ασανσέρ να κατεβαίνει, καταπίνοντας τους ορόφους, τον έναν μετά τον άλλον. Όχι, αυτή δεν μπορεί να περιμένει. Πρέπει να τον προλάβει και έτσι παίρνει τις σκάλες. Τρέχει σαν τον άνεμο. Κατεβαίνει τη σπειροειδή σκάλα τόσο γρήγορα σαν να την κυνηγούν όλοι οι δαίμονες της κόλασης και, τη στιγμή που ανοίγει η πόρτα του ασανσέρ στο ισόγειο, αυτή πατάει στο τελευταίο σκαλοπάτι, παίρνει φόρα και πηδάει στην αγκαλιά του.
Αυτός, παρά την έκπληξη του, την αρπάζει και την κρατάει να μην πέσει. Εκείνη προσπαθεί να μιλήσει, αλλά τα πνευμόνια της καίγονται και κάθε ανάσα εντείνει τη φωτιά. Ο λαιμός της πονάει σαν να τον τρίβουν με γυαλόχαρτο.
«Άρη ... Μη φύγεις ... Περίμενε ... ένα ... λεπτό»
Αυτός, παρά τη λύπη του, χαμογελάει.
«Τι κάνεις, Γατούλα;»
Αυτή χαμογελάει όταν ακούει το παρατσούκλι της και όχι τ' όνομα της.
«Σε κυνηγάω»
«Γιατί με κυνηγάς;»
«Γιατί δεν μπορώ να σ' αφήσω να φύγεις έτσι. Θέλω να απολογηθώ. Είμαι ηλίθια. Συγχώρεσε με. Σε παρακαλώ. Δεν θα το ξανακάνω»
Αυτός χαμογελάει ακόμη περισσότερο, την σφίγγει επάνω του και φιλάει το μέτωπο της.
«Αχ, βρε Σελήνη!»
«Μη με λες Σελήνη. Να με λες Γατούλα. Όταν χρησιμοποιείς τ' όνομά μου, σημαίνει πάντα κάτι κακό»
«Γατούλα, δεν έχω τίποτα να σου συγχωρήσω. Δεν είμαι θυμωμένος, ψυχή μου. Είμαι απλώς λυπημένος. Ένιωσα ότι με μείωσες συγκρίνοντάς με, με εκείνο το κάθαρμα»
«Ωωωω, έλα τώρα! Εσύ είσαι ένα σπάνιο, καθαρό διαμάντι, και αυτός είναι ένας κουβάς με σκατά. Εσύ είσαι μια γυαλιστερή Aston Martin και αυτός είναι ένα σακατεμένο σαράβαλο. Εσύ είσαι ένα Άλφα αρσενικό και αυτός είναι ένας γαμημένος γυμνοσάλιαγκας»
Αυτός, ρίχνοντας το κεφάλι του πίσω, γελάει δυνατά.
«Ω, Θεέ μου! Φιλάς τον γκόμενο σου μ' αυτό το βρώμικο στόμα;»
«Ναι, και δεν ντρέπομαι καθόλου για αυτό!»
«Τι θα κάνω μαζί σου;»
«Θα μου πεις ότι με συγχωρείς και μετά θα με φιλήσεις. Διαφορετικά, δεν θα σ' αφήσω να πας πουθενά»
«Αλήθεια, ε; Και πώς θα το κάνεις αυτό;»
«Εύκολα! Μην ξεχνάς ότι σε κρατάω με λουρί, Λύκε»
«Με κρατάς, διάολε! Με κρατάς και θα με κρατάς για πάντα!»
«Φίλησέ με»
Το στόμα του προσγειώνεται στο δικό της και η γλώσσα του διαπερνά τις μαργαριταρένιες πύλες σαν πολιορκητικός κριός που χτυπάει, προκαλώντας την ν' αναστενάξει. Το φιλί θα είχε εξελιχθεί σε πολλά περισσότερα, ακόμα κι εκεί, στην είσοδο της πολυκατοικίας, αν δεν επενέβαινε ο Ορέστης, ξεροβήχοντας.
«Μχμμμ ... Συγγνώμη που διακόπτω, αλλά πρέπει να φύγουμε. Σωστά, Αρούλη;»
Ο Άρης, που παλεύει να ξεμπερδευτεί απ' τη Σελήνη, ισιώνει τα ρούχα του.
«Ναι. Ναι. Πρέπει πραγματικά να φύγουμε. Έχουμε αργήσει. Γατούλα, τρέξε γρήγορα πάνω και περίμενε μας. Δεν θ' αργήσουμε»
«Εντάξει»
«Σελήνη, μίλα στην Τζένη. Ξέρεις ... Για το πρόβλημα»
«Ναι, κούκλα. Μίλα της»
«Εντάξει, θα το κάνω. Άντε τώρα, ξουτ!»
«Γεια σου, Γατούλα»
«Να προσέχεις, Λύκε μου»
~ ΜΙΣΗ ΩΡΑ ΑΡΓΟΤΕΡΑ ~ ΣΤΗΝ ΛΕΣΧΗ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ~
~ ΚΑΠΟΥ ΣΤΗΝ ΚΟΚΚΙΝΙΑ ~
Οι τρεις άντρες κάθονται σ' ένα τραπέζι και περιμένουν τον Ανδρέα. Η χαρτοπαιχτική λέσχη είναι υπόγεια. Ένα μικρό, βρώμικο δωμάτιο, γεμάτο καπνό και αλκοόλ. Στη γωνία, δύο τεράστιοι σωματοφύλακες με όπλα φρουρούν ένα χρηματοκιβώτιο. Οι ημίγυμνες σερβιτόρες πηγαίνουν από τραπέζι σε τραπέζι, αδειάζοντας τασάκια και ξαναγεμίζοντας ποτήρια. Τα υπόλοιπα τραπέζια είναι γεμάτα με άρρωστους, εθισμένους ανθρώπους πρόθυμους να ποντάρουν τα πάντα πάνω στο πράσινο τραπέζι. Ο Άρης σκύβει μπροστά και απευθύνεται στους άλλους δύο.
«Λοιπόν, όπως είπαμε. Δεν μιλάτε καθόλου. Θ' αφήσετε εμένα να κάνω τη συμφωνία. Σύμφωνοι;»
Οι δύο άντρες νεύουν καταφατικά και ο Άρης περνάει το χέρι του μέσα απ' τα μαλλιά του.
«Για να δούμε τι θα δούμε»
Λίγα λεπτά μετά, μία βαριά φωνή ακούγεται πίσω απ' την πλάτη τους.
«Λύκε! Πόσο χαίρομαι που σε βλέπω!»
Οι τρεις άντρες γυρίζουν το κεφάλι τους. Ο Ανδρέας ο Χασάπης είναι ένας άντρας κοντά στα εξήντα, με γκρίζα μαλλιά και μάτια και μακριά γενειάδα. Δεν μοιάζει μ' αυτό που λέει το παρατσούκλι του. Από μια άποψη, θα μπορούσες να τον πεις και γοητευτικό, αλλά μόνο εξωτερικά. Γιατί κατά βάθος είναι ένας ψυχρός δολοφόνος. Και το πιο αστείο στην υπόθεση είναι ότι δεν έχει αγγίξει ποτέ τράπουλα σ' όλη του τη ζωή.
Ο Άρης σηκώνεται και οι άλλοι δύο ακολουθούν το παράδειγμά του. Ο Ανδρέας του σφίγγει το χέρι.
«Καλώς σε βρήκα, Ανδρέα»
«Βλέπω έφερες παρέα»
«Ναι. Αυτός είναι ο Ορέστης, ο Βήτα μου, και αυτός είναι ο Μάρκος, ένας Ωμέγα μου, τουλάχιστον για τώρα. Παιδιά, αυτός είναι ο Ανδρέας»
Ο Ορέστης και ο Μάρκος σφίγγουν εναλλάξ το χέρι του Ανδρέα.
«Ο Λύκος και η αγέλη του. Αλλά δεν βλέπω θηλυκό. Με εκπλήσσεις, Άρη. Συνήθως, έχεις τέσσερις γκόμενες να τρέχουν πίσω σου»
«Μεγάλη ιστορία»
«Αν θέλεις κάποια απ' τις δικές μου, μπορείς να την πάρεις. Βασικά, έχω ένα καταπληκτικό εικοσάχρονο μπιζουδάκι. Ολοκαίνουργιο και για ιδιαίτερα γούστα. Φαντάσου ότι εγώ δεν την έχω πάρει ακόμα. Την θέλεις;»
«Όχι, ευχαριστώ. Είμαι καλυμμένος»
Ο Ανδρέας σηκώνει τους ώμους.
«Ας καθίσουμε τότε»
Καθώς οι τέσσερις άντρες κάθονται, ο Ανδρέας γνέφει με το κεφάλι σε μια σερβιτόρα που τρέχει αμέσως κοντά του.
«Φέρε μας ένα μπουκάλι Johnny Blue, απ' το καλό»
Η σερβιτόρα φεύγει και ο Άρης κοιτάζει τον Ανδρέα με απορία.
«Θυμάσαι τι πίνω;»
«Δεν ξεχνάω ποτέ τις προτιμήσεις των φίλων μου και τα πρόσωπα των εχθρών μου. Και εσύ είσαι καλός φίλος»
Η σερβιτόρα επιστρέφει με το μπουκάλι και τέσσερα ποτήρια. Σερβίρει πρώτα τ' αφεντικό της και μετά τους άλλους. Ο Ανδρέας σηκώνει το ποτήρι του και ο Άρης τον μιμείται.
«Στην υγειά σου, Λύκε»
«Σε μια καλή συμφωνία»
«Πάντα ο ίδιος»
Ο Ανδρέας γελάει καθώς πίνει μια γουλιά απ' το ακριβό ουίσκι.
«Λοιπόν; Είμαι όλος αυτιά! Τι μπορώ να κάνω για σένα;»
«Ένα απόβρασμα μου δημιουργεί προβλήματα»
«Θέλεις να τον κανονίσω;»
«Όχι. Θα το κάνω εγώ όταν έρθει η ώρα. Για τώρα, αυτός σου χρωστάει και εγώ θέλω ν' αγοράσω το χρέος του»
«Για ποιον μιλάς;»
«Πέτρος Αναγνώστου»
«Ο ξανθός μαλάκας;»
«Ναι, αυτός είναι. Πόσα σου χρωστάει;»
«Σαράντα πέντε χιλιάρικα. Έπαιξε σκληρά»
«Σου έδωσε επιταγές;»
«Ναι, αλλά είναι ακάλυπτες. Ετοιμαζόμουν να του κάνω μια επίσκεψη, μάλιστα»
«Αν σου δώσω τριάντα πέντε χιλιάρικα μετρητά, είσαι μέσα;»
«Σαράντα»
«Τριάντα οχτώ»
«Σύμφωνοι. Πότε θα τα πάρω;»
«Στείλτε κάποιον στο Λημέρι αύριο τα μεσάνυχτα και πες του να ζητήσει τον Νέγρο»
«Τι σου έκανε και τον θέλεις του χεριού σου;»
«Έκανε κακό σε κάποια που αγαπάω»
«Όλα αυτά για μια γκόμενα;»
«Δεν είναι απλά μια γκόμενα, Ανδρέα. Αυτή είναι η Λύκαινα μου»
«Την βρήκες τελικά, ε;»
«Ναι»
«Εντάξει, Λύκε! Συμφωνούμε. Αύριο τα μεσάνυχτα, τριάντα πέντε χιλιάρικα μετρητά»
«Μα είπες ...»
«Σου κάνω έκπτωση, γιε μου. Για το κορίτσι σου. Πάρτης ένα δώρο από μένα με την διαφορά. Είναι όμορφη;»
«Η πιο όμορφη απ' όλες»
«Σε υπακούει;»
«Τυφλά»
«Σαν τη Μαργαρίτα μου. Προστάτεψε την με τη ζωή σου, μ' ακούς; Μην κάνεις το ίδιο λάθος με μένα»
«Πονάει ακόμα, ε;»
«Δεν σταμάτησε ποτέ να πονάει και, ούτε θα σταματήσει»
Ο Άρης σηκώνει το ποτήρι του και ζητάει κι απ' τους άλλους να κάνουν το ίδιο.
«Στην μνήμη της Μαργαρίτας λοιπόν»
«Και στου γιου μου που δεν πρόλαβε να γεννηθεί»
Οι τέσσερις άντρες αδειάζουν τα ποτήρια τους. Ο Ανδρέας βάζει το χέρι του στον ώμο του Άρη.
«Σ' ευχαριστώ, Άρη»
«Εγώ σ' ευχαριστώ, Ανδρέα»
Αυτοί σηκώνονται και ο Ανδρέας σφίγγει το χέρι του Άρη.
«Καλό κατευόδιο στην ζωή σου μαζί της, Άρη και, δώστης ένα φιλί από μένα»
«Εις το επανιδείν, Ανδρέα»
Οι τρεις άντρες φεύγουν από την λέσχη, αφήνοντας πίσω τον Ανδρέα να μετανιώνει για όσα έκανε, αλλά κυρίως για όσα δεν έκανε. Αυτός στέκεται εκεί, με τα χέρια στις τσέπες, και κοιτάζει ψηλά στον ουρανό.
«Συγγνώμη, αγάπη μου. Συγχώρεσε με που δεν ήμουν εκεί για σένα και το μωρό. Μου λείπεις»
~ ΕΝΤΩΜΕΤΑΞΥ ~ ΠΙΣΩ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΑΡΗ ~ ΚΑΣΤΕΛΑ ~
Η Σελήνη μπαίνει στο σαλόνι και βρίσκει την Τζένη να κάνει ζάπινγκ στην τηλεόραση. Αυτή κάθεται δίπλα της στον καναπέ και ξεφυσάει με ανακούφιση. Η άλλη κοπέλα την κοιτάζει χαμογελώντας.
«Όλα καλά;»
«Ναι, δόξα τω Θεώ! Τον πρόλαβα στο ασανσέρ»
«Και να φανταστώ ότι έφυγαν;»
«Ναι, αλλά δεν θ' αργήσουν»
«Τέλεια»
«Τζένη ...;»
«Ορίστε»
«Δεν γνωριζόμαστε πολύ καλά, αλλά θέλω να ξέρεις ότι μπορείς να μου μιλήσεις»
«Άσε με να μαντέψω. Ο Μάρκος σου ζήτησε να μου μιλήσεις, έτσι;»
«Ναι, αλλά όχι μόνο αυτός. Το ίδιο μου ζήτησε και ο Ορέστης, αλλά, μεταξύ μας, θα το έκανα έτσι κι αλλιώς»
«Δεν χρειάζεται, Σελήνη μου. Εσύ έχεις ήδη πολλά στο κεφάλι σου, δεν θέλω να σ' επιβαρύνω και με τα δικά μου»
«Μην λες κουταμάρες και μίλησέ μου. Ο Ορέστης είπε ότι το πρόβλημά σας είναι σεξουαλικής φύσεως. Τι ακριβώς σημαίνει αυτό;»
«Ότι δεν κάνουμε σεξ»
«Καθόλου;»
«Είμαστε μαζί περίπου έξι μήνες και έχουμε κάνει έρωτα μόνο επτά φορές»
«Μχμμμ ...»
«Δεν είναι ότι δεν με θέλει. Το ξέρω ότι με θέλει. Το καταλαβαίνω. Το βλέπω στα μάτια του. Απλώς το όργανό του δεν συνεργάζεται»
«Ίσως υπάρχει κάποιο ιατρικό πρόβλημα»
«Πήγαμε ήδη σε γιατρό. Δεν υπάρχει τίποτα οργανικό. Όλα λειτουργούν μια χαρά. Το πρόβλημα του είναι ψυχολογικό»
«Για εξήγησέ μου τι ακριβώς συμβαίνει»
«Ενώ ξεκινάμε κανονικά, με τα πάντα σκληρά και όρθια, λίγο πριν μπει το κλειδί στην κλειδαριά, Πουφ! Ζελεδάκι. Πέφτει και δεν μπορεί να ξανασηκωθεί, ούτε με τη βοήθεια γερανού»
«Γιατί δεν πάει σε ψυχολόγο;»
«Δεν θέλει. Ντρέπεται να πει αυτά τα πράγματα σ' έναν ξένο άντρα. Ο ουρολόγος ήταν ήδη πάρα πολύ γι' αυτόν»
«Λοιπόν, ίσως αν μιλούσε στα αγόρια, ξέρεις, μόνος του, χωρίς εμάς. Ίσως αυτοί μπορούν να τον βοηθήσουν. Και αν έχει πρόβλημα με τον Ορέστη, επειδή είναι ξάδερφός σου, μπορεί να μιλήσει στον Άρη»
«Πιστεύεις ότι ο Άρης θα θέλει να του μιλήσει;»
«Γιατί όχι; Θα τον ρωτήσω απόψε»
«Σ' ευχαριστώ, Σελήνη. Σ' ευχαριστώ για όλα και κυρίως που δέχτηκες τον Μάρκο μετά απ' όλα όσα έγιναν»
«Σταμάτα. Δεν χρειάζεται να μ' ευχαριστείς. Αυτό που θέλω είναι να μου πεις αν τον αγαπάς»
«Πολύ. Είναι ο άντρας της ζωής μου. Και μην ακούς αυτά που λέω. Θα μείνω μαζί του ό,τι κι αν γίνει. Απλά χρειάζομαι ...»
«Σεξ. Μην ντρέπεσαι. Εσύ χρειάζεσαι σεξ. Είναι απολύτως φυσιολογικό»
«Ναι»
«Μην ανησυχείς. Ο Άρης μου θα βρει τη λύση. Είναι καθήκον του άλλωστε. Ο αρχηγός πρέπει να φροντίζει τα μέλη της αγέλης, έτσι δεν είναι;»
Τα δύο κορίτσια γελούν. Μετά, η Σελήνη αλλάζει θέμα συζήτησης.
«Ας αλλάξουμε θέμα τώρα. Σου είπε ο Ορέστης για την έκθεση;»
«Ναι. Απίστευτο, ε; Θα εκθέσει τη δουλειά του μαζί με την Μαίρη Αυγέρη»
«Το Σάββατο θα πάμε σπίτι της για φαγητό. Θέλει να βρεθούμε για να γνωριστούμε»
«Σοβαρά; Θα είναι όλη η οικογένειά της στο δείπνο;»
«Δεν ξέρω. Μάλλον. Γιατί;»
«Κοριτσάκι μου, έχεις δει τον άντρα της;»
«Ναι, ξέρω τι εννοείς. Την γκούγκλαρα και τον είδα. Είναι πολύ όμορφος, αλλά ...»
«Δεν υπάρχει αλλά όταν πρόκειται για τον Τζάκο Ηλιόπουλο»
«Δεν το αρνούμαι, αλλά δεν ξέρω πώς να στο πω ... Ο άντρας που είδα στις φωτογραφίες μ' έκανε να νιώσω κάπως περίεργα. Υπάρχει κάτι πολύ οικείο πάνω του. Το χαμόγελό του. Δεν ξέρω. Ίσως λέω βλακείες, αλλά παρόλο που τον είδα πρώτη φορά, ένιωσα ότι τον ήξερα. Σαν να ήταν συγγενής ή κάτι τέτοιο. Σου ακούγεται τρελό, έτσι δεν είναι;»
«Δεν ξέρω τι να σου πω. Μερικές φορές κάποιοι άνθρωποι το βγάζουν αυτό. Ίσως καταλάβεις όταν τον συναντήσεις από κοντά»
«Τέλος πάντων! Ξέρεις ποιος άλλος θα είναι σ' αυτό το δείπνο;»
«Ποιος;»
«Ο Οδυσσέας»
«Ποιος Οδυσσέας;»
«Ένας είναι ο Οδυσσέας. Η μυρωδιά του άντρα!»
«Πλάκα κάνεις!»
«Όχι. Είναι ζευγάρι με τον θετό αδερφό του άντρα της Μαίρης. Κάτι τέτοιο»
«Είναι γκέι;»
«Δεν το ήξερες;»
«Όχι. Τι κρίμα!»
«Κρίμα για ποιον;»
«Για τις γυναίκες, κοριτσάκι. Για μας τις γυναίκες»
Αυτές γελούν ξανά πριν η Τζένη αναφέρει κάτι άλλο.
«Το ξέρεις ότι η Μαίρη ήταν υπηρέτρια του Τζάκου, ε;»
«Ναι. Και όταν την είδε, την ερωτεύτηκε αμέσως. Υπέροχο δεν είναι; Και τόσο ρομαντικό. Είχα δει κάποιες δηλώσεις της και μου έμεινε μια φράση. Αυτή είπε κάτι του τύπου ότι ήταν ένα τίποτα μέχρι που τον γνώρισε και μεταμορφώθηκε στα χέρια του»
«Ταυτίζεσαι μαζί της, έτσι δεν είναι;»
«Απολύτως»
«Εντάξει, να το δεχτώ, αλλά κι αυτό που έκανε αυτή για κείνον ήταν μεγάλη υπόθεση»
«Πλάκα μου κάνεις; Ποιος κάνει κάτι τέτοιο; Η γυναίκα είναι απλά καταπληκτική»
«Όπως και τα παιδιά της. Ειδικά το αγόρι»
«Πόσο χρονών είναι;»
«Αυτοί πρέπει να είναι γύρω στα σαράντα, το αγόρι περίπου δεκατέσσερα και τα κορίτσια δώδεκα και έξι, νομίζω»
«Και μένουν όλοι μαζί, σ' ένα τεράστιο κτήμα κάπου ανάμεσα στην Βούλα και την Βουλιαγμένη. Το φαντάζεσαι;»
«Ναι. Και έχουν και ζώα. Τέσσερα σκυλιά και μαντέψτε τι άλλο»
«Τι;»
«Άλογα. Ένα ζευγάρι πανέμορφα αραβικά άλογα. Πρέπει να δεις τον Τζάκο να καβαλάει τον μαύρο επιβήτορα. Ουάου!»
«Για όνομα του Θεού πια!»
«Ναι, καλά. Δες τον πρώτα και μετά έλα πες μου»
Αυτές γελούν δυνατά τη στιγμή που τ' αγόρια μπαίνουν στο σαλόνι, φέρνοντας μαζί τους όχι μόνο τα καλά νέα για το χρέος, αλλά και μια φρικτή μυρωδιά καπνού και αλκοόλ. Τα κορίτσια κλείνουν τις μύτες τους.
«Μπλιαχ! Εσείς οι τρεις βρωμάτε σαν ασβοί»
«Τι κάνατε και βρωμάτε έτσι;»
«Δεν φταίμε εμείς, κορίτσια. Η λέσχη ήταν ένας πολύ μικρός χώρος»
«Χρειαζόμαστε έναν επείγον καθαρισμό σε κλίβανο»
«Όντως. Πάρτε σειρά τότε. Ορέστη, εσύ πρώτος. Μετά εσύ, Μάρκο και τελευταίος εγώ. Κάντε γρήγορα όμως γιατί είναι αργά. Θα μιλήσουμε το πρωί»
Μισή ώρα αργότερα, ο Ορέστης, μετά το ντους, κοιμάται ήδη στον καναπέ και ο Μάρκος, αφού πλύθηκε κι αυτός, αποσύρεται στο δωμάτιο με την Τζένη. Σειρά τώρα έχει ο Άρης, που μπαίνει στο ντους, ανοίγει το νερό και αρχίζει να πλένεται. Η Σελήνη ακουμπάει στο πλαίσιο της πόρτας, με την πετσέτα στο χέρι, όπως κάνει κάθε βράδυ, περιμένοντας τον να τελειώσει και απολαμβάνοντας τη θέα παράλληλα. Κάθε βράδυ αυτή βλέπει το ίδιο πράγμα και κάθε φορά την κατακλύζει ξανά και ξανά. Ο Άρης είναι απλά χάρμα οφθαλμών και ειδικά με σαπουνάδες στο κορμί! Γι' αυτό, αυτή γέρνει το κεφάλι της και δαγκώνει τα χείλη της. Εκείνος την κοιτάζει, ξεπλένοντας τα μαλλιά του.
«Τι κοιτάς, Γατούλα;»
«Εσένα. Τι άλλο;»
«Και τι σκέφτεσαι;»
«Μέγας είσαι, Κύριε και θαυμαστά τα έργα Σου!»
Αυτός, με τον γνωστό και απόλυτα σέξι τρόπο του, αρχίζει να γελάει καθώς βγαίνει απ' το ντους και στέκεται ολόγυμνος και βρεγμένος μπροστά στον καθρέφτη.
«Σειρά σου, Γατούλα».
Αυτή τον πλησιάζει και αρχίζει να τον σκουπίζει με την πετσέτα. Πρώτα τα μαλλιά του και μετά το σώμα του. Όταν αυτός είναι πια στεγνός, αυτή γονατίζει και τον βοηθάει να φορέσει το σλιπ του, πριν ασχοληθεί με το τατουάζ του. Καθώς απλώνει την ειδική για τατουάζ ενυδατική κρέμα στο στήθος του, αυτή βρίσκει την ευκαιρία να του ζητήσει κάτι.
«Άρη μου, θέλω να σου ζητήσω μια χάρη»
«Αν θέλεις σεξ, Γατούλα, δεν είναι χάρη. Είναι υποχρέωση μου»
«Έλα, μωρέ. Μη με πειράζεις»
«Εντάξει. Πες μου τι θες»
«Θέλω να μιλήσεις με τον Μάρκο μόνοι σας»
«Για το πρόβλημα του, ε;»
«Ναι»
«Πάμε να μου κάνεις λίγο μασάζ και να μου πεις τις λεπτομέρειες»
Την παίρνει απ' το χέρι και την οδηγεί στην κρεβατοκάμαρα. Εκεί, ενώ αυτή αρχίζει να του εξηγεί, αυτός ξαπλώνει μπρούμητα στο κρεβάτι, και αυτή κάθεται στον πισινό του και αρχίζει να του κάνει μασάζ στην πλάτη, μιλώντας ακόμα.
«Κατάλαβες ποιο είναι το πρόβλημα;»
«Μμμμ ...;»
«Άρη, μ' ακούς ή μιλάω μόνη μου;»
«Σ' ακούω, Γατούλα, και ναι, κατάλαβα, και ναι, αυτό είναι αρκετά σοβαρό, και ναι, θα του μιλήσω αύριο. Έχω μια υποψία περί τίνος πρόκειται»
«Τι υποψιάζεσαι;»
«Ότι έχει να κάνει μ' αυτό που σου συνέβη. Δεν είμαι σίγουρος βέβαια. Πρέπει πρώτα να μάθω πόσο καιρό συμβαίνει αυτό και μετά βλέπουμε»
«Εσύ ξέρεις. Είμαι σίγουρη ότι θα βρεις την λύση. Πες μου τώρα πώς πήγε η συνάντηση με τον Χασάπη. Μου είπες ότι αγόρασες το χρέος, αλλά χρειάζομαι λεπτομέρειες»
Αυτός γυρίζει ανάσκελα και την βάζει να κάτσει καβάλα στο στομάχι του.
«Θα σου πω, αλλά σκύψε λίγο πρώτα. Έχω να σου δώσω κάτι απ' αυτόν»
Αυτή σκύβει κι εκείνος της δίνει ένα φιλί στο μάγουλο.
«Όχι ότι παραπονιέμαι για το φιλί, αλλά θα περίμενα κάτι διαφορετικό από έναν ψυχρό δολοφόνο»
«Σαν τι;»
«Δεν ξέρω. Ένα σουβενίρ απ' τον τελευταίο του φόνο, ίσως»
Αυτός γελάει.
«Είσαι μια αφάνταστα αιμοδιψής Γατούλα. Μ' αρέσει αυτό»
«Δεν έχεις δει τίποτα ακόμα, Λύκε. Άντε, πες μου για τη συνάντηση»
Αυτή, ξαπλωμένη πάνω του, στηρίζει το σαγόνι της στα χέρια της και τον κοιτάζει στα μάτια καθώς αυτός της εξηγεί τι ακριβώς συνέβη στη λέσχη. Αυτό φυσικά της δημιουργεί κάποιες απορίες.
«Ποιο είναι το λάθος που δεν πρέπει να κάνεις;»
«Να επιτρέψω σε κάποιον να σου κάνει κακό»
«Αν και ξέρω ότι θ' ακούσω κάτι κακό, θα ρωτήσω. Τι συνέβη;»
«Πριν από περίπου είκοσι χρόνια, ένας ανταγωνιστής του ήθελε να τον βγάλει απ' τη μέση και έστειλε άντρες στο σπίτι του, όμως αυτός δεν ήταν εκεί. Αυτοί βρήκαν μόνο τη γυναίκα του, η οποία ήταν εννέα μηνών έγκυος στον γιο του»
«Μη μου πεις ότι ...»
«Δυστυχώς, ναι. Σκότωσαν τη γυναίκα και μαζί της το αγέννητο παιδί. Όταν ο Ανδρέας γύρισε σπίτι ... Τέλος πάντων! Δεν χρειάζεται να μάθεις τις λεπτομέρειες. Το χειρότερο όμως ήταν ότι τον πήραν τηλέφωνο εκείνη την ώρα και αυτός άκουσε τα πάντα. Τις κραυγές της γυναίκας του, τα παρακάλια της για το μωρό, τα πάντα. Την άκουγε να ουρλιάζει τ' όνομα του χωρίς να μπορεί να τη βοηθήσει»
«Για όνομα του Θεού!»
«Πριν συνεχίσω, μιας που τ' αναφέραμε ... Μπορεί να είναι αρκετά δύσκολο για κάποιον να μπει στο σπίτι, αλλά αν συμβεί ποτέ και δεν είμαι εδώ, τι είπαμε ότι θα κάνεις;»
«Θα τρέξω κατευθείαν στο τραπεζάκι κάτω απ' την τηλεόραση, θ' ανοίξω την Βίβλο, θα πάρω το όπλο και θα τ' αδειάσω πάνω του, χωρίς να ρωτήσω τίποτα»
«Και αν σου επιτεθούν στο αυτοκίνητο;»
«Θα κάνω το ίδιο με το όπλο στην μυστική κρυψώνα κάτω απ' το κάθισμα»
«Γι' αυτό εσύ ...»
«Κάθομαι πάντα πίσω απ' τον οδηγό»
«Μπράβο, Γατούλα μου»
«Έλα τώρα, συνέχισε»
«Μετά απ' αυτό, όπως φαντάζεσαι, του πήρε χρόνια να συνέλθει»
«Και όταν συνήλθε;»
«Εν ολίγοις, έψαξε και βρήκε όλους αυτούς που ήταν στο σπίτι του και τους έσφαξε έναν-έναν, αφήνοντας για το τέλος τον αρχηγό. Αυτόν που έδωσε την εντολή να σκοτώσουν τη Μαργαρίτα. Και το καλύτερο απ' όλα; Κάθε φορά που σκότωνε κάποιον, έστελνε στον αρχηγό την καρδιά του νεκρού σ' ένα κουτί με τη φωτογραφία της γυναίκας του, μαζί με ένα σημείωμα, το ίδιο κάθε φορά ... 'Έρχεται η σειρά σου'»
«Και όταν τελείωσε με τη συμμορία; Τι έκανε με τον αρχηγό;»
«Κανείς δεν ξέρει. Το μόνο που ξέρουμε είναι ότι ο Ανδρέας έμεινε κλεισμένος μαζί του στο σπίτι του για τρεις μέρες»
«Καλά και πως δεν τον συνέλαβε η αστυνομία;»
«Για να στηριχτεί η κατηγορία για φόνο, πρέπει να υπάρχει πτώμα και κανένας απ' αυτούς δεν βρέθηκε ποτέ. Τυπικά, αυτοί θεωρούνται ακόμα αγνοούμενοι»
«Καλά τους έκανε. Ακόμη και ο πιο αποτρόπαιος δολοφόνος δεν θα έκανε ποτέ κακό σε μια έγκυο γυναίκα και ένα αγέννητο μωρό. Αλλά περίμενε ένα λεπτό! Αυτοί οι άντρες, οι νεκροί, δεν είχαν γυναίκες και παιδιά; Τι απέγιναν όλοι αυτοί;»
«Τους πήρε ο Χασάπης. Έβαλε τις γυναίκες να δουλέψουν γι' αυτόν και μεγάλωσε τα παιδιά σαν να ήταν δικά του. Αυτά τα παιδιά εξακολουθούν να δουλεύουν γι' αυτόν και του είναι πιστά σαν σκυλιά»
«Ίσως πήρε τα παιδιά για να εξιλεωθεί κάπως για τους φόνους, ε;»
«Ναι. Κάτι τέτοιο»
«Πιστεύεις ότι ήταν η δίψα του για εκδίκηση που τον κράτησε στη ζωή μετά τον χαμό της γυναίκας του;»
«Σίγουρα, Γατούλα»
«Απίστευτη ιστορία. Εσύ πώς τον γνώρισες;»
«Όταν ανέλαβα τη συμμορία, συναντήθηκα μαζί του. Στην αρχή δεν με δέχτηκε, αλλά λίγο πριν φύγω, κάποιος φώναξε ότι υπήρχε βόμβα στη λέσχη και άρχισαν να ψάχνουν, αλλά χωρίς αποτέλεσμα»
«Άσε με να μαντέψω. Βρήκες τη βόμβα χρησιμοποιώντας τη μύτη σου»
«Ήταν εύκολο. Οι ηλίθιοι είχαν βάλει τη βόμβα στο ψυγείο, οπότε ήταν παιχνιδάκι για μένα να μυρίσω τον δυναμίτη ανάμεσα στα κρέατα και τα λαχανικά. Έμαθα επίσης ποιος φύτεψε τη βόμβα. Ήταν ένας απ' τους άντρες του Ανδρέα. Πληρώθηκε για να το κάνει, αλλά ήταν τόσο μαλάκας και δεν έπλυνε τα χέρια του μετά»
Αυτή αρχίζει να γελάει.
«Σοβαρά! Τι μαλάκας!»
«Ναι»
«Και μετά απ' αυτό, φαντάζομαι, σε συμπάθησε»
«Όχι μόνο. Αυτός έγινε δάσκαλος μου, κατά κάποιο τρόπο»
«Τι σου έμαθε; Το πως δουλεύει η νύχτα;»
«Όχι. Αυτός με μύησε στον σαδομαζοχισμό. Μου έμαθε όλα όσα ξέρω»
«Θύμισε μου αύριο να του στείλω μια ανθοδέσμη μαζί με μία ευχαριστήριο επιστολή»
Το γέλιο του κάνει το κρεβάτι να τρέμει. Αυτός γελάει τόσο πολύ που τα μάτια του αρχίζουν να τρέχουν δάκρυα. Γελάει δυνατά και για πολλή ώρα. Τόσο πολύ που το στομάχι του αρχίζει να πονάει.
«Ωχ, Χριστέ μου! Τι ήταν αυτό; Δεν έχω γελάσει ποτέ τόσο πολύ στη ζωή μου. Να 'σαι καλά, Γατούλα μου»
Όμως, δεν ευχαριστήθηκε μονάχα αυτός. Όση ώρα εκείνος γελούσε, η δική της καρδιά αγαλλίαζε, όπως κάθε φορά που τον βλέπει να γελάει. Έτσι, αυτή σέρνεται πάνω του και σκουπίζει τα μάτια του με τα δάχτυλα της.
«Ότι κι αν συμβεί, μην πάψεις ποτέ να γελάς. Το γέλιο σου ομορφαίνει αυτόν τον άσχημο κόσμο. Υποσχέσου μου ότι θα μου γελάς σ' όλη μας την ζωή»
«Το υπόσχομαι, ψυχή μου»
Αυτή ακουμπάει το κεφάλι της στο στήθος του και εκείνος μπλέκει τα δάχτυλα του μέσα στα μαλλιά της.
«Οπότε, αύριο θα πάμε στην τράπεζα, σωστά;»
«Εσύ γιατί να 'ρθεις, Γατούλα;»
«Για να σου δώσω τα λεφτά για το χρέος»
«Όχι εσύ. Εγώ θα τα δώσω»
«Μα ...»
«Δεν έχει μα, Γατούλα. Εσύ θα πληρώσεις μονάχα για το σπίτι. Τίποτε άλλο. Τα λεφτά σου δεν θα τα πειράξουμε ποτέ ξανά. Βγάζω αρκετά για να ζήσουμε και οι δύο πολύ άνετα. Αν θέλεις, μπορείς να δουλέψεις. Αν δεν θέλεις, δεν πειράζει. Θα σου ανοίξω έναν δικό σου λογαριασμό για τα προσωπικά σου έξοδα, για να μην χρειάζεται να μου ζητάς»
«Και τα λεφτά μου τι θα τα κάνουμε;»
«Θα τα δώσουμε στα παιδιά μας»
«Τα παιδιά μας; Πληθυντικός;»
«Ναι, Γατούλα. Τα παιδιά μας. Σκοπεύω να σου κάνω πολλά κουτάβια, αρχίζοντας από τώρα»
«Τώρα;»
«Ναι, τώρα»
«Λοιπόν ... Όταν ο αφέντης μου λέει τώρα ... Σημαίνει τώρα!»
«Μπράβο το κορίτσι μου!»
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro