Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Ο Κακός Λύκος του παραμυθιού μου

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα θηλυκό πρόβατο. Ένα όμορφο, υπέροχο, αλλά κάπως αφελές πρόβατο. Τα άλλα μέλη του κοπαδιού την εκμεταλλεύονταν συνεχώς και τη χειραγωγούσαν, ενώ μερικές φορές ασκούσαν και βία εναντίον της.

Το φτωχό πρόβατο ήταν δειλό και δεν ανταπέδωσε ποτέ. Υπέμενε όλες τις κακουχίες με στωικότητα, γιατί αυτό είχε μάθει να κάνει. Μέχρι που μια μέρα το ποτήρι ξεχείλισε και αυτή επαναστάτησε. Άφησε τα πάντα πίσω της και άρχισε να τρέχει. Έτρεχε, χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει.

Στο δρόμο της συνάντησε ένα άλλο ζώο. Ένα ζώο που αυτή δεν είχε ξαναδεί. Ήταν μεγάλο, μαύρο και όμορφο. Τόσο όμορφο! Το πρόβατο μαγεύτηκε απ' αυτό το άγνωστο ζώο.

«Τι είσαι;»

«Είμαι λύκος»

«Εγώ είμαι πρόβατο»

«Το ξέρω»

«Είμαι μόνη. Θα με πάρεις μαζί σου;»

«Δεν με φοβάσαι, προβατάκι;»

«Όχι»

«Θα 'πρεπε!»

«Γιατί;»

«Γιατί είμαι ο κακός λύκος του παραμυθιού σου»

***

~ ΣΧΕΔΟΝ ΕΝΑ ΜΗΝΑ ΑΡΓΟΤΕΡΑ ~ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2010 ~

~ ΛΙΓΕΣ ΜΕΡΕΣ ΠΡΙΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΒΑΛΕΝΤΙΝΟΥ ~

Η Σελήνη έχει μόλις ξυπνήσει και πίνει καφέ στο σαλόνι. Ο Άρης έφυγε πριν από λίγο για την αντιπροσωπεία του. Έχει παραλαβή σήμερα και πρέπει να είναι εκεί. Ο Ορέστης είναι στο μπάνιο, αλλά δυστυχώς θα φύγει κι αυτός. Κυνηγάει ένα νέο project, αλλά αρνείται να αποκαλύψει λεπτομέρειες για να μην το γρουσουζέψει.

Έτσι, αυτή θα μείνει μόνη, κάτι που δεν έχει συμβεί πολλές φορές τον τελευταίο μήνα που μένει σ' αυτό το σπίτι. Οι συγκάτοικοί της το έχουν φροντίσει. Φυσικά, πέρασε τον περισσότερο χρόνο της με τον Άρη, αλλά όταν αυτός έπρεπε να λείψει για κάποιο λόγο, ο Ορέστης έπαιρνε τη θέση του και της έκανε παρέα.

Ο Ορέστης μπαίνει στο σαλόνι κρατώντας τον φωτογραφικό του εξοπλισμό.

«Καλημέρα, κούκλα»

«Καλημέρα, Ορεστάκο»

«Τι πίνεις;»

«Καπουτσίνο»

«Δώσε μου μια γουλιά. Δεν έχω χρόνο να φτιάξω δικό μου»

«Χρόνο έχεις, αλλά είσαι πολύ τεμπέλης»

«Τέλος πάντων!»

Αυτή σηκώνεται, πηγαίνει προς το μέρος του, βάζει το φλιτζάνι της στα χείλη του και εκείνος πίνει μερικές γουλιές.

«Ευχαριστώ, κούκλα. Είσαι μια γλύκα»

Αυτή σκουπίζει τα χείλη του και του τσιμπάει το μάγουλο.

«Απορώ τι κάνατε εσείς οι δύο πριν από μένα»

«Δεν θέλεις να ξέρεις»

Ο Ορέστης γελάει και η Σελήνη γυρίζει τα μάτια της.

«Λοιπόν, εγώ φεύγω. Εσύ τι θα κάνεις;»

«Δεν ξέρω ακόμα. Ίσως πάω για ψώνια»

«Μην πας μόνη σου. Πάρε τον Νέγρο και πες του να στείλει κάποιον να σε συνοδέψει»

«Δεν είμαι μωρό, ξέρεις. Δεν χρειάζομαι κηδεμόνα»

«Ναι, αλλά χρειάζεσαι σωματοφύλακα. Μην τα ξαναλέμε»

«Καλά, εντάξει, θα του τηλεφωνήσω»

«Μπράβο το κορίτσι μου! Τώρα δώσε μου ένα φιλί για καλή τύχη γιατί πρέπει να τρέξω γιατί άργησα»

Αυτή του δίνει ένα φιλί στο μάγουλο.

«Τα λέμε αργότερα, παίδαρε»

«Γεια σου, κούκλα»

Ο Ορέστης φεύγει και η Σελήνη πηγαίνει στο τηλέφωνο, πατάει το κουμπί τρία της ταχείας κλήσης και μετά από δύο χτυπήματα, η βαριά φωνή του Νέγρου ακούγεται από την άλλη άκρη της γραμμής.

«Καλημέρα, Κυρά μου. Τι μπορώ να κάνω για σένα;»

«Πώς ήξερες ότι ήμουν εγώ και όχι ο Άρης;»

«Παίρνεις απ' το σπίτι και εγώ ξέρω ότι αυτός είναι στο μαγαζί»

«Ξέρεις πάντα πού είναι αυτός;»

«Αυτή είναι η δουλειά μου, Κυρά μου»

«Μχμμμ ... Τέλος πάντων! Θα χρειαστώ τ' αυτοκίνητο. Κανόνισε να είναι εδώ σε μισή ώρα»

«Μάλιστα, Κυρά μου»

Αυτή κλείνει το τηλέφωνο χωρίς αντίο, τελειώνει τον καφέ της και πηγαίνει στην κρεβατοκάμαρα να ετοιμαστεί. Καθώς μπαίνει στο δωμάτιο, χαμογελάει βλέποντας τα απομεινάρια της χθεσινής νύχτας σκορπισμένα τριγύρω. Οι χειροπέδες στον ειδικό κρίκο στον τοίχο. Τα μαντήλι στο μαξιλάρι της. Τα μισολιωμένα κεριά και η παγοθήκη στο κομοδίνο. Το κολάρο της και το δερμάτινο μαστίγιο. Ο Άρης είχε αστείρευτη όρεξη χθες βράδυ.

Πηγαίνει στον μεγάλο ολόσωμο καθρέφτη και βγάζει την μπλούζα της. Τα αποδεικτικά στοιχεία της όρεξής του είναι εμφανή σ' όλο της το σώμα. Αυτή κοιτάζει τις πιπιλιές στον λαιμό, τις κοκκινίλες στο στήθος και τις μελανιές στους γοφούς της, ενώ τα λόγια του έρχονται στο μυαλό της. Τα λόγια που της είπε πριν από λίγες μέρες όταν αποφάσισε να τη μυήσει στον κόσμο του, στον κόσμο του πόνου και της ηδονής σε απόλυτη ισορροπία.

«Το σεξ δεν θέλει χαλινάρι, Γατούλα. Μην χάνεις αυτή την ένδοξη ώρα με επιφυλάξεις και ντροπές. Δώσε τον εαυτό σου στον Αφέντη σου και άφησε τον να σε πάρει με όλη του τη δύναμη. Άνοιξε το μυαλό σου και νιώσε μαζί του τον πόθο που σας τρελαίνει»

Εκείνη τη στιγμή, έμαθε το μάθημα νούμερο τέσσερα. Ο πόνος και η ευχαρίστηση είναι δύο άκρα αντίθετα, αλλά αν τα βάλεις μαζί γίνονται και τα δύο θεϊκά.

Εκείνο το βράδυ, αυτή ούρλιαξε πιο δυνατά απ' όσο είχε ουρλιάξει ποτέ στη ζωή της.

Αναστενάζοντας, αρχίζει να ντύνεται καθώς σκέφτεται πώς άλλαξε η ζωή της τον τελευταίο μήνα από τότε που γνώρισε τον Άρη. Χωρίς πλάκα! Είναι το απόλυτο αρσενικό. Το είδος του άντρα που κάθε γυναίκα ονειρεύεται στις πιο βαθιές και μυστικές γωνιές του μυαλού της. Ένας τέλειος κύριος στο σαλόνι και ένας καθαρόαιμος επιβήτορας στην κρεβατοκάμαρα. Συχνά αυτή τον κοιτάζει και αναρωτιέται αν υπάρχει στ' αλήθεια.

Σ' αυτές τις λίγες εβδομάδες, αυτή έζησε όλα όσα ονειρευόταν. Όλα όσα είχε δει στις ταινίες ή είχε διαβάσει στα βιβλία. Κάθε της επιθυμία ήταν διαταγή γι' αυτόν. Την πήγε παντού. Σε κυριλέ εστιατόρια και βρώμικες μικρές καντίνες. Στην όπερα και στο θέατρο για να δει διάσημες παραστάσεις, αλλά και στο σινεμά για ανόητες ρομαντικές ταινίες και ταινίες δράσης. Στο παγοδρόμιο για πατινάζ. Αυτοί πήγαν για μπόουλινγκ. Πήγαν στο Λούνα Παρκ. Έπαιξαν χρωματοσφαίριση, το γνωστό paintball και μπιλιάρδο. Πήγαν ακόμη και για σκοποβολή.

Σε μόλις ένα μήνα, αυτή έζησε τη ζωή που δεν είχε ζήσει μέχρι τότε. Την ημέρα, γινόταν παιδί. Ένα ξέγνοιαστο, χαρούμενο παιδί. Και το βράδυ, μεταμορφωνόταν σε γυναίκα. Μια γυναίκα που ξέρει τι θέλει και πώς να απολαμβάνει την αγάπη και το σεξ. Και όλα αυτά εξαιτίας του Άρη. Του άντρας της ζωής της. Του αφέντη, αλλά και υπηρέτη της. Του καλύτερού της φίλου, συμπαίκτη και συντρόφου στο έγκλημα. Το καταφύγιό της. Το ασφαλές της μέρος. Το σπίτι της.

Αλλά επειδή ακόμη και ο πιο καθαρός ουρανός έχει μικρά συννεφάκια, υπήρχαν σκιές και στη νέα ονειρική ζωή της Σελήνης. Όχι πολλές, αλλά ήταν εκεί. Μερικές φορές ο Άρης ήταν στα πρόθυρα να της πει κάτι, αλλά κάθε φορά άλλαζε γνώμη την τελευταία στιγμή και κρατούσε το στόμα του κλειστό. Όσο κι αν επέμενε αυτή, δεν του πήρε ούτε λέξη. Και μετά υπήρχαν εκείνα τα περίεργα τηλεφωνήματα όλες τις ώρες της νύχτας από εκείνον τον Πέτρο, αυτόν που είχε τηλεφωνήσει όταν αυτοί ήταν ακόμα στο μοτέλ. Αυτός τηλεφωνούσε σχεδόν κάθε δεύτερη μέρα, και κάθε φορά ο Άρης του έλεγε το ίδιο πράγμα. Ότι η δουλειά ήταν δύσκολη και χρειαζόταν κι άλλο χρόνο.

Αυτή τον ρώτησε πολλές φορές τι ήταν αυτή η δουλειά, αλλά εκείνος άλλαζε πάντα θέμα. Αρνιόταν πεισματικά να της πει οτιδήποτε για τη συγκεκριμένη δουλειά, ενώ της έλεγε τα πάντα για όλες τις άλλες και, μερικές φορές μάλιστα, ζητούσε ακόμα και τη γνώμη της. Αυτός μάλωνε άγρια με τον Ορέστη γι' αυτό το θέμα, αλλά αυτή, μη θέλοντας να στεναχωρήσει κανέναν απ' τους δύο, έμπαινε γρήγορα στη μέση και ηρεμούσε τα πνεύματα. Και αυτό ήταν το μεγαλύτερο λάθος της. Αν είχε επιμείνει λίγο περισσότερο, το σοκ απ' την αποκάλυψη της αλήθειας θα ήταν πολύ μικρότερο.

Καθώς φοράει το σακάκι της, χτυπάει το κουδούνι και αυτή τρέχει στο θυροτηλέφωνο.

«Ναι;»

«Κυρά μου, ήρθα»

«Κατεβαίνω αμέσως, Φράνκο»

Η αλλαγή του ονόματος του Φραγκίσκου ήταν ιδέα της Σελήνης, την οποία υιοθέτησαν αμέσως και όλοι οι άλλοι. Και όσο για τον ίδιο τον Φραγκίσκο, αυτός είναι περισσότερος ενθουσιασμένος απ' όλους.

Αυτή αρπάζει την τσάντα της, τσεκάρει το μακιγιάζ της στον καθρέφτη δίπλα στην πόρτα και βγαίνει, αφού πρώτα ενεργοποιεί τον συναγερμό εισάγοντας τον καινούργιο κωδικό πρόσβασης. Ο Άρης άλλαξε τον προηγούμενο, την ημερομηνία θανάτου των γονιών του, όταν πρόσθεσε το δακτυλικό αποτύπωμα της στην κλειδαριά. Αυτή ενθουσιάστηκε όταν αυτός διάλεξε για καινούργιο κωδικό την ημερομηνία που γνωρίστηκαν, 15012010. Αυτός γίνεται τόσο συναισθηματικός μερικές φορές.

Αυτή παίρνει το ασανσέρ και λίγα λεπτά αργότερα βγαίνει από το κτίριο. Ο Φράνκο την περιμένει στα μπροστινά σκαλοπάτια και όταν τη βλέπει της προσφέρει το μπράτσο του.

«Καλημέρα, Κυρά μου»

«Καλημέρα, Φράνκο. Είσαι έτοιμος για μία μικρή επιδρομή στα μαγαζιά;»

«Απόλυτα έτοιμος, Κυρά μου»

Αυτός την οδηγεί στο αυτοκίνητο, ανοίγει την πόρτα και τη βοηθάει να μπει μέσα. Μετά, παίρνει τη θέση του πίσω απ' το τιμόνι.

«Από πού ξεκινάμε, Κυρά μου;»

«Βασικά, χρειάζομαι τη βοήθειά σου σ' αυτό. Θέλω ν' αγοράσω στο αφεντικό σου ένα ιδιαίτερο δώρο, αλλά δεν έχω ιδέα τι. Έχεις να μου προτείνεις κάτι;»

«Λοιπόν ... Τ' αφεντικό λατρεύει τα ρολόγια»

«Το γνωρίζω αυτό. Αυτός έχει ένα ολόκληρο συρτάρι γεμάτο»

«Όπως λέει, αυτά δεν είναι ποτέ αρκετά»

«Ναι, αλλά αυτός έχει πάρα πολλά»

«Μπορεί, αλλά ένα από σένα θα ήταν υπέροχο. Ειδικά αν έχει ένα μήνυμα χαραγμένο, ένα δικό σου μήνυμα»

«Ακούγεται ενδιαφέρον. Πες μου κι άλλα»

«Ξέρω ένα μαγαζί όπου μπορείς να χαράξεις ότι θέλεις πάνω σε οτιδήποτε. Μπορείς ν' αγοράσεις ένα καλό ρολόι και να γράψεις ένα σπέσιαλ μήνυμα γι' αυτόν στο κάτω μέρος. Θα το λατρέψει»

«Μ' αρέσει αυτό, αλλά από που να πάρω το ρολόι;»

«Απ' τον Τραμπακόπουλο, το καλύτερο κοσμηματοπωλείο στον Πειραιά»

«Υπέροχα! Πάμε εκεί»

Γύρω στις τρεις ώρες αργότερα, η Σελήνη έχει τελειώσει τα ψώνια της και τώρα κάθεται σε μία από τις καλύτερες καφετέριες στον Πειραιά, στην Πισίνα στην Μαρίνα Ζέας και περιμένει να παραλάβει το ρολόι μετά την χάραξη του μηνύματος. Ο Φράνκο κάθεται όρθιος λίγο πιο πέρα και την προσέχει διακριτικά. Αυτή προσπάθησε να τον πείσει να καθίσει μαζί της, αλλά εκείνος ήταν ανένδοτος. Της είπε ότι αυτό θα ήταν ανάρμοστο μιας και αυτός μπορεί μονάχα να την συνοδεύει και όχι να συναναστρέφεται μαζί της. Ο Άρης έχει δώσει εντολή, μόνο ο Νέγρος και ο Μικρούλης να έχουν αυτό το προνόμιο. Ούτε καν ο Σκύλος και ο Γιάννης. Αυτή εκνευρίστηκε, αλλά στο τέλος συμβιβάστηκε γιατί όπως και να το κάνουμε, η ιεραρχία είναι πολύ σημαντική ώστε να λειτουργεί σωστά το σύστημα.

Έτσι λοιπόν, αυτή κάθεται μόνη της, πίνει Earl Grey, πράσινο τσάι με κομματάκια περγαμόντο, και παράλληλα ασχολείται με το καινούργιο της κινητό, δώρο του Άρη για την επέτειο της μιας βδομάδας γνωριμίας τους. Αυτή χαζεύει τις φωτογραφίες τους από προχθές το βράδυ που πήγαν για φαγητό στο, για κάποιους κακόφημο, εστιατόριο 'Κουκλάκι' στο Χαλάνδρι, με τις βρισιές στον κατάλογο και τα προκλητικά πιάτα, το οποίο αυτή λάτρεψε.

Ξαφνικά, κάποιος τραβάει την καρέκλα και κάθεται απέναντί της. Αυτή χαμογελάει, γιατί νομίζει ότι ο Φράνκο ειδοποίησε τον Άρη για το που βρίσκονται και αυτός ήρθε να της κάνει έκπληξη, αλλά το χαμόγελο σβήνει απ' τα χείλη της όταν αυτή σηκώνει το κεφάλι και βλέπει τον άνθρωπο, ή μάλλον την γυναίκα που κάθεται απέναντι της και της χαμογελάει προσποιητά.

«Γεια σου, ξαδέρφη. Μικρός που είναι ο κόσμος, ε;»

Η Σελήνη σμίγει τα φρύδια της.

«Μπα! Η ατυχία μου είναι μεγάλη»

Όπως καταλάβατε, η γυναίκα δεν είναι άλλη απ' την Θάλεια, την ξαδέρφη της Σελήνης, αυτή με την οποία την απάτησε ο Πέτρος και τώρα γελάει με θράσος, αλλά σωπαίνει όταν ο Φράνκο πλησιάζει το τραπέζι, με το χέρι του μέσα στο σακάκι, εκεί που φυλάει το όπλο του.

«Υπάρχει πρόβλημα, Κυρά μου;»

«Όχι, Φράνκο. Η κυρία είναι ξαδέρφη μου. Με είδε και ήρθε να με χαιρετήσει»

«Όπως νομίζεις. Αν με χρειαστείς ...»

«Ναι, Φράνκο. Πήγαινε»

Ο Φράνκο κάνει πίσω και η Θάλεια κοιτάζει τη Σελήνη εντυπωσιασμένη.

«Μάλιστα! Το πρόβατο απέκτησε τσοπανόσκυλο. Εντυπωσιάστηκα!»

Η Σελήνη δείχνει τα δόντια της.

«Πες με πρόβατο άλλη μια φορά και θα τον διατάξω να σε πυροβολήσει ανάμεσα στα γαμημένα τα μάτια σου»

Η Θάλεια γέρνει πίσω και τινάζει τα κόκκινα μαλλιά της πάνω απ' τον ώμο της.

«Έχεις αλλάξει, Σελήνη. Αυτός τα κατάφερε τελικά»

«Ποιος αυτός;»

«Ο Άρης, φυσικά»

Τι στο διάολο; Πώς είναι δυνατόν η Θάλεια να ξέρει για τον Άρη;

«Πώς ξέρεις για τον Άρη; Τον γνωρίζεις;»

«Δυστυχώς, όχι προσωπικά. Ο Πέτρος μου μίλησε γι' αυτόν. Μου τα λέει όλα, ξέρεις»

«Και αυτός πως τον ξέρει;»

Η Θάλεια σηκώνει το φρύδι της.

«Έλα τώρα, Σελήνη. Είσαι έξυπνη κοπέλα»

Η σκέψη που περνάει απ' το μυαλό της Σελήνης της κόβει την ανάσα. Όχι! Όχι! Δεν γίνεται! Ο Πέτρος δεν έχει καμία σχέση με τον Άρη. Αυτοί οι δύο δεν γνωρίζονται μεταξύ τους. Αυτή τον ρώτησε γι' αυτό και της είπε όχι. Δεν μπορεί να της είπε ψέματα. Αυτός υποσχέθηκε ότι δεν θα τις έλεγε ποτέ ψέματα. Δεν κράτησε την υπόσχεσή του;

Η Θάλεια ξεσπά σε γέλια.

«Αχ, καημενούλα μου! Πίστεψες πραγματικά ότι ένας άντρας σαν τον Άρη θα ερωτευόταν μια γυναίκα σαν εσένα; Σε παρακαλώ! Αυτός δεν θα γυρνούσε ούτε να σε κοιτάξει αν δεν υπήρχε απώτερος σκοπός»

«Δεν ξέρεις τι λες. Δεν τον ξέρεις τον Άρη. Δεν ξέρεις τίποτα. Αυτός δεν έχει να κερδίσει τίποτα από μένα»

«Αλήθεια; Είσαι σίγουρη γι' αυτό;»

Ναι! Αυτή είναι απολύτως σίγουρη. Δεν υπάρχει τίποτα. Ο Άρης την ερωτεύτηκε πραγματικά. Δεν της ζήτησε ποτέ τίποτα και άλλωστε, αυτή δεν έχει τίποτα να του δώσει παρά μόνο τον εαυτό της. Έτσι δεν είναι;

«Ναι ... Εννοώ ... Ναι, είμαι ... Είμαι σίγουρη»

Ο τρόπος που το λέει δεν μπορεί να πείσει κανέναν. Ούτε την Θάλεια, αλλά ούτε καν τον ίδιο της τον εαυτό. Εκείνη τη στιγμή, η μικρή φωνούλα στο κεφάλι της εμφανίζεται ξανά μετά από πολύ καιρό.

"Καημένη μου Σελήνη, ξέχασες τα λεφτά;"

«Όλα έγινα για τα λεφτά, έτσι δεν είναι;»

«Μπίνγκο!»

Αν κάποιος της έχωνε ένα μαχαίρι στην καρδιά αυτή τη στιγμή, αυτή θα πονούσε λιγότερο. Μα φυσικά. Τα λεφτά. Τα καταραμένα λεφτά. Αυτά ήθελε ο Πέτρος. Αυτά ήθελαν οι γονείς της. Αυτά ήθελε και ο Άρης. Γαμημένη κόλαση!

Αυτή είναι στα πρόθυρα των δακρύων, αλλά δεν θ' αφήσει κανέναν να τη δει. Ειδικά όχι αυτή την σκύλα την Θάλεια. Δεν θα της δώσει ποτέ αυτή την ικανοποίηση. Εξάλλου, πρέπει να μάθει περισσότερες λεπτομέρειες. Αυτή θα έχει χρόνο να κλάψει αργότερα. Έτσι, σφίγγει τα δόντια της και ρίχνει τα ζάρια.

«Πες μου τι ξέρεις»

«Θα τ' αντέξεις;»

«Άντεξα αυτό το αρχίδι τον Πέτρο και τους καταραμένους τους γονείς μου όλα αυτά τα χρόνια. Μπορώ ν' αντέξω τα πάντα»

«Αυτό δεν ήταν και πολύ ευγενικό»

«Μην παίζεις με την υπομονή μου, Θάλεια»

«Πολύ καλά. Ήταν όλα στημένα. Ο Πέτρος προσέλαβε τον Άρη για να πάρει τα χρήματα από σένα»

«Τι εννοείς τον προσέλαβε;»

«Αυτό που λέει η λέξη, Σελήνη. Αυτό κάνει ο Άρης. Στη πιάτσα, είναι γνωστός σαν 'Λύκος'. Είναι ένας ζιγκολό για ... Πώς να στο πω; Για δύσκολες περιπτώσεις»

Λύκος! Λύκος! Λύκος! Όλα βγάζουν νόημα πια. Τα τηλεφωνήματα στη μέση της νύχτας. Η άρνηση του να δώσει πληροφορίες για τη συγκεκριμένη δουλειά. Η αλλαγή θέματος κάθε φορά που αυτή ζητούσε λεπτομέρειες. Η αντίδρασή του όταν αυτή τον αποκάλεσε Λύκο τότε στο μοτέλ. Οι καβγάδες του με τον Ορέστη. Η μάσκα στο μωβ κουτί. Το τατουάζ του.

«Το σχέδιο ήταν να σε πλησιάσει, να σε κάνει να τον ερωτευτείς και να τον εμπιστευτείς και μετά θα προσποιούταν ένα οικονομικό πρόβλημα και θα ζητούσε την βοήθεια σου. Μόλις έπαιρνε τα λεφτά στα χέρια του, θα εξαφανιζόταν»

«Και αν τον ακολουθούσα;»

Η Θάλεια σηκώνει τους ώμους.

«Τι θα μπορούσες να κάνεις; Τίποτα, αφού μόνη σου θα τα έδινες»

«Και μετά τι;»

«Ο καθένας θα έπαιρνε τον δρόμο του. Εσύ στα τσακίδια, ο Πέτρος τα λεφτά και ο Άρης την αμοιβή του»

«Πόσα;»

«Τι πόσα;»

«Η γαμημένη η αμοιβή του, ρε Θάλεια. Μην παίζεις μαζί μου!»

«Α, σωστά. Διακόσιες χιλιάδες ευρώ. Ο Πέτρος μου είπε ότι του έκανε φιλική τιμή γιατί είσαι όμορφη και θα περνούσε καλά μαζί σου. Συνήθως χρεώνει μισό εκατομμύριο, ή ακόμα περισσότερο αν το εμπόρευμα είναι σκάρτο»

«Εγώ ήμουν ευκαιρία, ε;»

«Έτσι είπε ο Άρης»

Ναι, ίσως, αλλά δυστυχώς δεν είναι μόνο αυτό που είπε. Αυτός είπε περισσότερα. Πολλά περισσότερα. Πολλά περισσότερα και τόσο όμορφα. Πολλά και όμορφα. Πώς μπόρεσε να τα κάνει όλα αυτά; Πώς μπόρεσε να της υποσχεθεί το φεγγάρι; Πώς μπόρεσε να την κρατάει στην αγκαλιά του, να τη χαϊδεύει και να την φιλάει τόσο τρυφερά; Πως μπόρεσε;

Έλα τώρα, Σελήνη! Ήταν όλα μέρος του παιχνιδιού. Έπρεπε να το κάνει. Έπρεπε να προσποιηθεί. Αυτή είναι η δουλειά του άλλωστε. Πώς αλλιώς θα σ' έπειθε ότι είχες σημασία για 'κείνον; Πώς αλλιώς θα σε έκανε να τον εμπιστευτείς;

Στην πραγματικότητα όμως, δεν ήσουν και τόσο δύσκολη περίπτωση. Αυτά τα χρήματα πρέπει να είναι τα πιο εύκολα που έβγαλε ποτέ. Έπεσες στο στόμα του λύκου τόσο εύκολα. Ναι, το ξέρω. Αυτό θα έκανε ένα πρόβατο. Είναι ο νόμος της φύσης. Ο νόμος του ισχυρότερου. Η τροφική αλυσίδα. Ο λύκος τρώει το πρόβατο, δεν το ερωτεύεται!

Αυτή είναι στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Πονάει τρομερά στο κεφάλι της. Η καρδιά της χτυπάει δυνατά. Τα πόδια της τρέμουν. Είναι ζεστή και κρύα ταυτόχρονα. Αλλά δεν δείχνει τίποτα. Το πρόσωπό της είναι σκληρό. Αυτή κάθεται με πλάτη στητή και κοιτάζει τη Θάλεια με αδιάφορα μάτια.

«Πες μου κάτι, Θάλεια. Γιατί μου τα είπες όλα αυτά;»

«Γιατί δεν θέλω να πετύχει το σχέδιο του Πέτρου»

«Δεν θέλεις τα λεφτά;»

«Όχι, γιατί αν ο Πέτρος γίνει πλούσιος, θα μ' αφήσει. Τον άκουσα να το λέει στο τηλέφωνο. Και δεν θέλω να τον χάσω γιατί τον αγαπάω»

Απ' όσα έχει ακούσει μέχρι τώρα η Σελήνη, αυτό ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Δεν αντέχει άλλο και ξεσπάει σε γέλια. Γελάει υστερικά και τόσο δυνατά που όλοι οι παρευρισκόμενοι γυρίζουν το κεφάλι τους και την κοιτάζουν επίμονα. Η Θάλεια αναδεύεται αμήχανα στην καρέκλα της.

«Σελήνη, για όνομα του Θεού! Τι σ' έπιασε;»

«Ω, Θεέ μου! Γαμημένη σκύλα! Είσαι τόσο αηδιαστική! Ταιριάζεις τόσο πολύ μ' αυτόν τον μπάσταρδο!»

«Πρόσεχε πως μιλάς, Σελήνη. Ο Πέτρος θα γίνει έξαλλος όταν του πω ...»

Η Θάλεια καλύπτει το στόμα της και απομακρύνεται όταν η Σελήνη σταματάει να γελάει και χτυπάει το χέρι της στο τραπέζι.

«Όταν του πεις τι, σκύλα; Ότι τον πρόδωσες; Ότι ματαίωσες τα σχέδιά του; Ότι δεν πρόκειται να πάρει ούτε ένα ευρώ από μένα εξαιτίας σου; Άντε, σε προκαλώ! Τράβα και πες του τα όλα!»

«Σελήνη, σε παρακαλώ! Ό,τι κι αν κάνεις, μην πεις τίποτα για μένα. Ο Πέτρος θα με σκοτώσει»

«Ξεκουμπίσου από μπροστά μου, Θάλεια. Δεν μπορώ να σε βλέπω άλλο. Με αηδιάζεις!»

Η Θάλεια σηκώνεται.

«Τι θα κάνεις με τον Άρη;»

«Αυτό δεν είναι δική σου δουλειά»

«Λυπάμαι, Σελήνη»

«Άντε μου και στο διάολο!»

Η Θάλεια φεύγει και η Σελήνη κρύβει το πρόσωπό της στα χέρια της. Ο Φράνκο πλησιάζει το τραπέζι.

«Είσαι καλά, Κυρά μου;»

Αυτή σηκώνει το κεφάλι και κοιτάζει τον συμπονετικό άντρα που της χαμογελάει. Είναι άραγε αυτό ένα γνήσιο χαμόγελο ή αυτός απλώς ακολουθεί τις εντολές του αφεντικού του; Τι σημασία έχει πια;

«Είμαι καλά, Φράνκο. Όλα είναι καλά. Απλά ήρθε η ώρα να πάω σπίτι»

«Φυσικά, Κυρά μου»

Ο Φράνκο την συνοδεύει στο αυτοκίνητο και μετά από παράκληση της πηγαίνει να πάρει το ρολόι απ' το μαγαζί που το άφησαν για να χαράξουν το μήνυμα. Όταν αυτή μένει μόνη, πιάνει το τηλέφωνό της και καλεί τον αριθμό του Άρη. Δύο κουδουνίσματα μετά, η φωνή του, η φωνή που αυτή αγαπάει τόσο πολύ, ηχεί στ' αυτιά της από την άλλη άκρη της γραμμής. Αυτή παίρνει μια βαθιά ανάσα και προσπαθεί να εμποδίσει την καρδιά της να σπάσει σε κομμάτια.

«Τέλειος συγχρονισμός, Γατούλα μου. Μόλις ετοιμαζόμουν να σε πάρω. Μου έλειψες τόσο πολύ!»

Αυτή κλείνει τα μάτια της προσπαθώντας να συγκρατήσει τα δάκρυα της.

«Κι εμένα μου έλειψες»

Η φωνή της βγαίνει με δυσκολία και μόλις που ακούγεται, κάτι που δεν ξεφεύγει απ' τον Άρη.

«Τι συμβαίνει, μωρό μου; Γιατί είναι έτσι η φωνούλα σου;»

«Τίποτα. Έχω λίγο πονοκέφαλο. Κουράστηκα με τα ψώνια»

«Να πας σπίτι να ξεκουραστείς»

«Αυτό ακριβώς θα κάνω. Είμαι ήδη στο αυτοκίνητο. Εσύ θ' αργήσεις;»

«Δυστυχώς, μωρό μου, έχω τόσα πολλά να κάνω εδώ, αλλά αν με χρειάζεσαι, τα παρατάω όλα για σένα. Θες να 'ρθω;»

«Όχι, δεν πειράζει. Τελείωσε την δουλειά σου. Εγώ θα πάρω ένα παυσίπονο και θα κοιμηθώ. Ξύπνα με όταν έρθεις»

«Ή μπορώ να τρυπώσω στην αγκαλίτσα σου»

«Τότε σίγουρα θα ξυπνήσω»

Ο Άρης γελάει και αυτό είναι ένα σκληρό πλήγμα για τη Σελήνη. Αυτό θα της λείψει περισσότερο. Το όμορφο γέλιο του και ο τρόπος που ρίχνει το κεφάλι του πίσω.

«Άρη ...;»

«Ναι;»

«Τίποτα. Δεν θέλω να σ' ενοχλώ άλλο»

«Είσαι η μόνη που δεν μ' ενοχλεί, μωρό μου»

Αυτή δεν μπορεί να συγκρατηθεί άλλο και αναστενάζει.

«Γαμώτο, Γατούλα! Είσαι σίγουρη ότι είσαι καλά; Ξέρεις κάτι; Γάμησε τα όλα! Έρχομαι!»

«Όχι! Όχι! Άρη, σε παρακαλώ! Δεν είναι τίποτα. Ξέρεις πώς είμαι όταν έχω πονοκέφαλο»

«Τέλος πάντων! Θα έρθω όσο πιο γρήγορα μπορώ»

«Εντάξει. Τα λέμε τότε. Αντίο, Άρη»

«Ποτέ αντίο για μας, Γατούλα. Μόνο γεια»

«Γεια σου τότε»

Αυτή τερματίζει την κλήση πριν αυτός προλάβει να πει κάτι άλλο και την πληγώσει ακόμα περισσότερο. Πετάει το τηλέφωνο στην τσάντα της και βάζει τα μεγάλα της γυαλιά ηλίου για να κρύψει τα κόκκινα μάτια της απ' τον Φράνκο, ο οποίος επιστρέφει, μπαίνει στ' αυτοκίνητο και της δίνει το κουτί με το ρολόι.

«Ορίστε, Κυρά μου»

Αυτή παίρνει το κουτί και το βάζει στην τσάντα της χωρίς να το κοιτάξει.

«Δεν θα το δεις;»

«Αργότερα. Πήγαινε με σπίτι τώρα, αλλά πρώτα θέλω να περάσω απ' την τράπεζα και από μία κάβα»

«Μάλιστα, Κυρά μου»

Όταν τελείωσαν τις δουλειές και έφτασαν σπίτι, ο Φράνκο βοηθά τη Σελήνη να κουβαλήσει τις τσάντες επάνω.

«Χρειάζεσαι κάτι άλλο από μένα, Κυρά μου;»

«Όχι, Φράνκο. Μπορείς να φύγεις»

«Γεια σου, Κυρά μου»

Αυτός πηγαίνει προς την πόρτα.

«Φράνκο ...;»

«Ναι;»

«Να πεις σε όλους ότι χάρηκα πολύ που σας γνώρισα»

«Δεν καταλαβαίνω. Γιατί;»

«Δεν έχει σημασία. Εσύ απλά πες το»

«Όπως επιθυμείς»

Ο Φράνκο φεύγει και η Σελήνη αρχίζει να μαζεύει τα κομμάτια της ραγισμένης της καρδιάς.

~ ΠΕΡΙΠΟΥ ΤΡΕΙΣ ΩΡΕΣ ΑΡΓΟΤΕΡΑ ~

Ο Άρης και ο Ορέστης συναντιούνται τυχαία στην είσοδο και ανεβαίνουν μαζί, μιλώντας και γελώντας δυνατά, αλλά όταν μπαίνουν στο σπίτι, ο Άρης προειδοποιεί τον Ορέστη.

«Μη μιλάς τόσο δυνατά. Η Σελήνη μου είχε πονοκέφαλο και μπορεί να κοιμάται ακόμα»

«Ξέρεις κάτι; Μόλις αποφάσισα τι δώρο θα σου πάρω για τα γενέθλιά σου»

«Τι θα είναι αυτή τη φορά;»

«Ένα λουρί!»

Ο Ορέστης γελάει όταν ο Άρης δείχνει τα δόντια του.

«Είσαι τυχερός που κοιμάται το μωρό μου, αλλιώς θα σου κλωτσούσα τον ηλίθιο κώλο σου»

«Η κούκλα μου θα με προστάτευε»

«Αλήθεια; Και πώς ακριβώς θα το έκανε αυτό;»

«Θα σου τραβούσε το λουρί!»

Ο Ορέστης ξεκαρδίζεται και ο Άρης γυρίζει τα μάτια του.

«Είσαι τρισμέγιστος μαλάκας!»

«Ποιος φοβάται τον μεγάλο κακό λύκο; Λα, λα, λα. Λα, λα, λα!»

«Σκάσε, ρε ηλίθιε. Μπορεί να σ' ακούσει η Σελήνη»

«Αποκλείεται! Αυτή κοιμάται βαθιά»

«Πώς το ξέρεις;»

«Αν ήταν ξύπνια, θα είχε ήδη τρέξει να πηδήξει πάνω σου. Πάντα αυτό δεν κάνει όταν μπαίνεις στο σπίτι;»

«Έχεις δίκιο»

«Το ξέρω. Τέλος πάντων! Πάω να φτιάξω βραδινό. Εσύ πάρε το λουρί σου και πήγαινε να ξυπνήσεις την αφέντρα σου»

«Αυτό ήταν! Θα σε φάω ζωντανό, ρε μαλάκα!»

Αυτοί αρχίζουν να τσακώνονται σαν τα κοκόρια ή μάλλον σαν αρσενικοί λύκοι, κάνοντας απίστευτο θόρυβο. Φωνάζουν και γελάνε καθώς προσπαθούν να βάλουν κάτω ο ένας τον άλλον. Αλλά, τι στο καλό; Η Σελήνη θα έπρεπε να έχει ξυπνήσει με όλον αυτόν τον θόρυβο. Φυσικά, το ίδιο σκέφτεται και ο Άρης.

«Ορέστη, σταμάτα! Κάτι δεν πάει καλά!»

«Τι;»

«Πού στο καλό είναι η Σελήνη;»

Αυτοί τρέχουν αμέσως στην κρεβατοκάμαρα, την οποία βρίσκουν άδεια.

«Τι στο διάολο;»

«Άρη, εκεί!»

Ο Ορέστης δείχνει προς το κρεβάτι, πάνω στο οποίο υπάρχει ένα χάρτινο κουτί με ένα DVD κολλημένο επάνω του. Ο Άρης κάνει να το πλησιάσει, αλλά ο φίλος του τον αρπάζει απ' το μπράτσο και τον σταματά.

«Άρη, περίμενε! Μην το πλησιάσεις. Μύρισέ το πρώτα»

«Τι νομίζεις ότι είναι;»

«Ποτέ δεν ξέρεις. Σε παρακαλώ, κάντο. Εγώ δεν μπορώ. Υπάρχουν πολλές μυρωδιές εδώ μέσα και με μπερδεύουν»

Ο Άρης κλείνει τα μάτια του και εστιάζει στο κουτί. Μυρίζει τον αέρα, απομονώνοντας τις εξωτερικές μυρωδιές και τη μυρωδιά του κουτιού.

«Ουίσκι, δέρμα, πλατίνα, βελούδο, μετάξι και χαρτί»

«Όχι δυναμίτης ή κάποιο παρόμοιο εκρηκτικό, έτσι»

«Έτσι»

Ο Ορέστης εκπνέει ανακουφισμένος, αλλά το ένστικτο του Άρη δεν τον αφήνει να ανακουφιστεί.

«Ας δούμε τι έχει μέσα λοιπόν»

Πλησιάζουν το κρεβάτι, αλλά αντί να λύσουν τις απορίες τους, μπερδεύονται ακόμη περισσότερο. Το DVD στο κουτί έχει γραμμένες τις λέξεις "Σε παρακαλώ, παίξε αυτό πριν ανοίξεις το κουτί" με τα γυναικεία γράμματα της Σελήνης. Οι δύο άντρες κοιτάζονται μεταξύ τους.

«Αυτό σίγουρα δεν είναι καλό»

«Αυτό ακριβώς φοβάμαι»

«Τι πρέπει να κάνουμε τώρα;»

«Αυτό που λέει, αλλά πρώτα ...»

Ο Άρης βγάζει το κινητό του απ' την τσέπη του και τηλεφωνεί στον Φραγκίσκο, ο οποίος απαντάει αμέσως.

«Γεια σου, αφεντικό»

«Τι στο διάολο συνέβη με την γυναίκα μου σήμερα το πρωί;»

«Τι εννοείς, αφεντικό. Τίποτα δεν συνέβη»

«Πριν έρθω εκεί και σου σπάσω κάθε γαμημένο κόκαλο στο γαμημένο σου κορμί, πες μου τι ακριβώς κάνατε βήμα-βήμα»

«Την πήρα απ' το σπίτι και την πήγα για ψώνια»

«Πού;»

«Στο κέντρο του Πειραιά. Στον Τραμπακόπουλο, στη Victoria Secret και σ' ένα ακόμα μαγαζί χαρακτικής»

«Και μετά;»

«Ήπιε ένα πράσινο τσάι στην Πισίνα, στην Μαρίνα Ζέας»

«Μίλησε σε κανέναν; Την πλησίασε κανείς;»

«Ναι. Μια γυναίκα. Πήγα να ελέγξω, φυσικά, αλλά η κυρά μου με έδιωξε λέγοντας μου ότι ήταν η ξαδέρφη της»

Ο Άρης τσιμπάει την κορυφή της μύτης του για να συγκρατήσει τα νεύρα του.

«Πώς έμοιαζε αυτή η ξαδέρφη;»

«Καροτοκέφαλη, παχουλή και άσχημη»

«Γαμώ τον πούστη τον Δία! Άκουσες τι έλεγαν;»

«Όχι, αλλά κάποια στιγμή, η κυρά μου άρχισε να γελάει δυνατά και κάπως περίεργα»

«Σκατά! Γαμημένα Σκατά!»

«Τι τρέχει, αφεντικό; Έκανα κάτι λάθος»

«Όχι εσύ, Φράνκο. Εγώ το έκανα. Εγώ φταίω για όλα. Τέλος πάντων! Τι κάνατε μετά;»

«Αφού έφυγε η ξαδέρφη της, η κυρά έμεινε για λίγο μόνη στ' αυτοκίνητο μέχρι να πεταχτώ να πάρω κάτι που μου ζήτησε. Στην επιστροφή, σταματήσαμε στην τράπεζα και στην κάβα του Χάλαρη. Μετά την άφησα στο σπίτι»

«Εντάξει, Φράνκο»

«Αφεντικό;»

«Τι;»

«Πριν φύγω, η κυρά μου είπε κάτι πολύ περίεργο»

«Τι σου είπε;»

«Μου ζήτησε να πω σε όλους ότι χάρηκε πολύ που τους γνώρισε. Τι ήταν αυτό, αφεντικό;»

«Αυτό ήταν η θανατική μου καταδίκη, Φράνκο»

«Τι λες, αφεντικό;»

Ο Άρης τερματίζει την κλήση και κοιτάζει τον Ορέστη, που άκουσε όλη τη συνομιλία, με μάτια γεμάτα απελπισία.

«Ας μην βιαστούμε να βγάλουμε συμπεράσματα. Ένα βήμα τη φορά. Ας δούμε πρώτα το DVD»

Αυτοί επιστρέφουν στο σαλόνι, παίρνοντας μαζί τους το DVD και το κουτί. Ο Άρης αφήνει το κουτί στο γυάλινο τραπεζάκι και ο Ορέστης βάζει το δισκάκι στο DVD Player.

«Είσαι έτοιμος;»

Ο Άρης γνέφει καταφατικά και ο Ορέστης πατάει το play. Δευτερόλεπτα μετά, το γλυκό, αλλά πραγματικά συντετριμμένο πρόσωπο της Σελήνης εμφανίζεται στην οθόνη. Αυτή κάθεται στον καναπέ και η κάμερα είναι τοποθετημένη στο τραπεζάκι. Αυτή δεν μιλάει αμέσως. Κρατάει το κεφάλι της σκυμμένο, προσπαθώντας να κρύψει τα δάκρυα που κυλούν ασταμάτητα στα μάγουλά της. Στο βάθος ακούγεται ένα τραγούδι με την γλυκιά φωνή του Θάνου Καλλίρη, ο οποίος πονάει και υποφέρει μαζί της.

* Αφού μου πήρες την ψυχή και το μυαλό μου. ... Αφού με έμαθες στο ψέμα σου να ζω. ... Τώρα που φεύγεις και χάνω τ' όνειρό μου, βρες μου μονάχα κάτι να πιαστώ. ... Κράτα ένα ψέμα, ένα ψέμα για το τέλος. ... Να' ναι το τέλος σαν το θάνατο γλυκό. ... Κράτα ένα ψέμα, ένα ψέμα για το τέλος. ... Απ' την αλήθεια, θεέ μου, να κρυφτώ *

Ο Άρης πλησιάζει την τηλεόραση και αγγίζει το πρόσωπό της Σελήνης μέσα απ' το ψυχρό γυαλί της οθόνης.

«Τι σου έκανα, ψυχή μου;»


Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro