
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα ξανθό, όμορφο αγοράκι ...
Κανείς δεν μιλάει για λίγα λεπτά. Και τι μπορείς να πεις μετά από κάτι τέτοιο; Ο Νέγρος και ο Σκύλος κοιτάζονται μεταξύ τους, περιμένοντας την αντίδραση του αφεντικού τους. Η Θάλεια, έκπληκτη και καλύπτοντας το ανοιχτό της στόμα με το χέρι της, κοιτάζει την Αλίκη που είναι στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Ο Λέανδρος, τρέμοντας από οργή, κοιτάζει κι αυτός την Αλίκη. Και η Σελήνη, η καημένη η Σελήνη, κοιτάζει τον Άρη με ικετευτικά μάτια, και περιμένει να της πει ότι αυτό που μόλις άκουσε δεν είναι αλήθεια και ότι δεν βασανίστηκε σ' όλη της τη ζωή από έναν άντρα που δεν ήταν καν ο πατέρας της. Αλλά αυτός δεν μπορεί να το κάνει αυτό. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι ν' ανοίξει τα χέρια του και να την σφίξει δυνατά όταν αυτή ρίχνεται πάνω του.
«Άρη μου ...»
«Το ξέρω, κορίτσι μου. Σσσσ! Είμαι εδώ!»
Ο Άρης, κρατώντας την Σελήνη, στρέφεται στην Αλίκη.
«Τι ήταν αυτό που είπες;»
Η Αλίκη σωριάζεται στον καναπέ, εξαντλημένη, αναπνέοντας βαριά.
«Σας παρακαλώ, κύριε! Δώστε μου λίγο νερό και θα σας τα εξηγήσω όλα»
Όμως ο Λέανδρος δεν της το κάνει εύκολο.
«Άσε το νερό, γαμημένη σκύλα, και μίλα. Μίλα, πριν σε σκοτώσω. Ποιος σε γκάστρωσε και μου φόρτωσε το μούλικο του;»
Ο Άρης, νιώθοντας τη Σελήνη να τρέμει στην αγκαλιά του, κάνει νόημα στον Νέγρο και εκείνος, χωρίς να χάσει χρόνο, αρπάζει τον Λέανδρο και, με τη βοήθεια ενός απ' τους άντρες, τον δένει στην καρέκλα και τον φιμώνει, καθώς ο Άρης οδηγεί τη Σελήνη στον καναπέ.
«Έλα, ψυχή μου, κάτσε»
Αλλά εκείνη αντιδράει.
«Όχι! Σε παρακαλώ! Μη μ' αφήσεις!»
«Δεν σ' αφήνω, μωρό μου»
Αυτοί κάθονται στον καναπέ. Εκείνος την κρατάει κοντά του κι εκείνη κρύβει το πρόσωπό της στον λαιμού του. Τότε, αυτός διατάζει τον Σκύλο να φέρει στην Αλίκη ένα ποτήρι νερό, ενώ εκείνος ρίχνει λίγο ουίσκι στο ποτήρι του και το φέρνει στα χείλη της Σελήνης.
«Έλα, Γατούλα μου, πιες μια γουλιά. Θα σε κάνει να νιώσεις καλύτερα»
Αυτή πίνει μια μεγάλη γουλιά και του χαμογελάει.
«Σ' ευχαριστώ»
Αυτός της δίνει ένα φιλί στο μέτωπο και ξαναγεμίζει το ποτήρι, το οποίο αδειάζει με μια γουλιά. Ο Σκύλος επιστρέφει με το νερό και το δίνει στην Αλίκη, η οποία πίνει μερικές γουλιές. Ο Άρης βολεύει την Σελήνη στην αγκαλιά του και απευθύνεται στην Αλίκη.
«Και τώρα, Αλίκη Νουβάκη, μίλα πριν χάσω την γαμημένη την υπομονή μου»
Η Αλίκη παίρνει μια βαθιά ανάσα.
«Λίγα χρόνια αφότου παντρεύτηκα τον Λέανδρο, έπιασα δουλειά ως γραμματέας σε μια εταιρεία. Ήταν μια μικρή εταιρεία, αλλά είχε προοπτικές. Ήταν η καλύτερη δουλειά που είχα ποτέ, η καλύτερα αμειβόμενη. Δεν ήταν όμως μόνο αυτό. Εκεί γνώρισα τον έρωτα της ζωής μου. Ήταν πολύ όμορφος. Έμοιαζε με Θεό! Ήταν καλός μαζί μου. Ήταν ευγενικός και γενναίος. Ήταν ο τέλειος άντρας. Ήταν όμως και παντρεμένος. Τον αγάπησα και μ' αγάπησε. Η γυναίκα του ήταν σκύλα. Μια τρελή και κτητική σκύλα που τον βασάνιζε. Έτσι, όταν του ανακοίνωσα την εγκυμοσύνη μου, έκανε αμέσως αίτηση διαζυγίου. Ήμασταν στα πρόθυρα να τα παρατήσουμε όλα, να πάρουμε τον γιο του, που κυριολεκτικά τον λάτρευε, και να φύγουμε, αλλά αλίμονο! Μας πρόλαβε ο θάνατος. Αυτός είχε ένα τρομερό ατύχημα που του κόστισε τη ζωή»
«Περίμενε λίγο! Είπες ότι ήσουν παντρεμένη μ' αυτόν τον μαλάκα τον Λέανδρο όταν έκανες σχέση με τον άλλον, σωστά;»
«Ναι»
«Άρα, τους γαμούσες και τους δύο»
«Το θέτετε πολύ ωμά, αλλά έτσι ήταν»
«Και πώς ξέρεις ότι η Σελήνη δεν είναι του Λέανδρου;»
«Αν ήξερες αυτόν τον άνθρωπο, δεν θα το ρωτούσες αυτό. Αυτή είναι πιστό αντίγραφό του. Έχει τα ίδια μαλλιά, το ίδιο χρώμα δέρματος και τα ίδια μάτια. Αυτά τα μάτια ήταν η αιτία για όλα»
«Τι εννοείς;»
«Όταν τον έχασα, αρρώστησα. Ένας Θεός ξέρει πώς κατάφερα να ολοκληρώσω την εγκυμοσύνη. Όταν γέννησα, δεν άντεξα άλλο. Είχα έναν άντρα που τον μισούσα, ενώ ο άντρας που αγαπούσα ήταν νεκρός. Όταν είδα τη Σελήνη ... Όταν είδα τα μάτια της, τα δικά του μάτια, να με κοιτάζουν, διαλύθηκα. Έχασα το μυαλό μου. Ήμουν σίγουρη ότι αυτή ήταν υπεύθυνη για το θάνατο του πατέρα της. Μη με ρωτήσετε γιατί, γιατί δεν ξέρω»
Ο Άρης περνάει το χέρι του μέσα απ' τα μαλλιά του.
«Δεν ξέρω τι να πω. Πώς μπόρεσες να το κάνεις αυτό σ' ένα μωρό;»
«Σας το είπα. Ο πόνος της απώλειας του με τρέλανε. Δεν ήξερα τι έκανα»
«Μαλακίες! Εδώ μιλάμε για το δικό σου μωρό»
«Ναι, το ξέρω. Είμαι μια φρικτή κι ανάξια μητέρα. Μισούσα την κόρη μου επειδή έμοιαζε με τον νεκρό πατέρα της που αγαπούσα, και άφησα τον Λέανδρο να της συμπεριφέρεται άθλια γιατί νόμιζα ότι το άξιζε. Και το αστείο είναι ότι εξακολουθώ να σκέφτομαι έτσι, παρόλο που ξέρω ότι είναι λάθος. Ακόμα και τώρα που τη βλέπω, τόσο ίδια μ' εκείνον, τη μισώ. Και μισώ τον εαυτό μου γι' αυτό!»
Η Σελήνη είχε κρυμμένο το πρόσωπό της στο λαιμό του Άρη όσο μιλούσε η Αλίκη, αλλά όχι πια. Αυτή σηκώνεται όρθια κι αρχίζει να ουρλιάζει στο πρόσωπο της Αλίκης.
«Τα αισθήματα είναι αμοιβαία, μωρή σκύλα. Κι εγώ σε μισώ. Και μισώ αυτόν τον πούστη εκεί πέρα. Και μισώ εκείνη την πόρνη που κάθεται δίπλα σου. Σας μισώ όλους. Και μισώ και τον πατέρα μου που πέθανε και δεν μ' έσωσε από σένα»
«Σελήνη, όχι! Σε παρακαλώ! Έχεις κάθε δικαίωμα να μισείς εμάς, αλλά όχι εκείνον. Όχι τον πατέρα σου. Σ' αγαπούσε πριν καν σε γνωρίσει. Ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος. Μίσησε εμένα, αλλά όχι αυτόν. Δεν του αξίζει. Μόνο αυτό σου ζητάω!»
«Ποιος ήταν;»
«Έχει σημασία;»
«Έχει σημασία για μένα. Θέλω να μάθω το όνομα του πατέρα μου. Είπες ότι είχε έναν γιο. Έχω έναν αδερφό κάπου εκεί έξω. Θέλω να τον βρω. Έχω δικαίωμα να τον βρω»
«Όχι! Μην το κάνεις αυτό! Το αγόρι δεν ήξερε τίποτα. Η μητέρα του ήταν επικίνδυνη. Σελήνη, σε παρακαλώ!»
«Πες μου τ' όνομα του πατέρα μου, διάολε!»
«Στέφανος. Το όνομά του ήταν Στέφανος Ηλιόπουλος»
Αν κάποιος έριχνε μια πυρηνική βόμβα δίπλα στη Σελήνη, δεν θα ήταν τόσο έκπληκτη όσο τώρα που ακούει το όνομα του πραγματικού της πατέρα να βγαίνει απ' τα τρεμάμενα χείλη της Αλίκης. Όχι! Δεν γίνεται! Δεν είναι δυνατόν! Είναι σύμπτωση. Ο Στέφανος Ηλιόπουλος είναι ο πατέρας του Τζάκου. Όχι! Όχι! Όχι! Πρέπει να είναι απλά μια καταραμένη συνωνυμία. Δεν είναι δυνατόν η Σελήνη να είναι αδερφή του Τζάκου.
Του Τζάκου, απ' όλους τους ανθρώπους του κόσμου! Του Τζάκου που εκείνο το βράδυ στο δείπνο ... Μα φυσικά! Όλα βγάζουν νόημα τώρα! Η οικειότητα που ένιωσε μαζί του απ' την πρώτη στιγμή. Αυτή η παράξενη έλξη. Η έλξη του αίματος. Αλλά κι αυτός. Αυτή η πεποίθηση ότι την ήξερε από κάπου. Η σιγουριά του ότι την είχε ξαναδεί. Η ανάγκη του να την κάνει να νιώσει άνετα στο σπίτι του. Το γεγονός ότι ήξερε το όνομα της Αλίκης. Και επίσης, η τρυφερότητα που ένιωσε αυτή για τα παιδιά του. Μα, φυσικά! Αυτά τα τρία παιδιά, ο Στέφανος, η Αναΐς και η μικρή Εύα είναι τ' ανίψια της.
Και αυτή και ο Άρης στέκονται ακίνητοι και άφωνοι, σχεδόν ανίκανοι να κατανοήσουν αυτό που μόλις άκουσαν. Στην πραγματικότητα, όλοι νιώθουν το ίδιο. Ο Λέανδρος, η Θάλεια, ακόμα και ο Νέγρος. Η πρώτη που σπάει την σιωπή είναι, όλος περιέργως, η Σελήνη.
«Δούλευες στην Sun Corporation;»
«Δεν ήταν πολυεθνική τότε και είχε άλλο όνομα, αλλά ναι»
«Μυρίστηκες λεφτά και ξελόγιασες το μεγάλο αφεντικό, ε;»
«Δεν ήταν αυτό. Ο Στέφανος δεν ήταν πλούσιος. Η εταιρεία ήταν πολύ μικρή τότε. Ο γιος του την έκανε αυτό που είναι σήμερα. Τον αγάπησα, Σελήνη. Ακόμα τον αγαπάω και θα τον αγαπάω μέχρι την τελευταία μου πνοή»
«Μαλακίες! Δεν ξέρεις ν' αγαπάς. Ούτε το ίδιο σου το παιδί δεν μπόρεσες ν' αγαπήσεις, σιχαμένη πόρνη!»
«Έχεις δίκιο, ό,τι κι αν πεις»
«Το ξέρω ότι έχω δίκιο, και γι' αυτό σας πήρα το σπίτι σας και αύριο θα σας πάρω και τη σύνταξη σας. Θα σας αναγκάσω να ζήσετε στους δρόμους και να τρώτε απ' τα σκουπίδια»
«Σελήνη, σε ικετεύω! Μην το κάνεις αυτό»
«Δεν έχεις δικαίωμα να με ικετεύεις. Έζησα μια κόλαση μαζί σας, και τώρα θ' αφήσω αυτή την κόλαση να σας καταβροχθίσει. Και ξέρετε γιατί; Γιατί μπορώ!»
«Αχ, Σελήνη!»
«Σκάσε! Πάρε τον μαλάκα τον άντρα σου και την πόρνη την ανιψιά σου και ξεκουμπίσου από μπροστά μου. Και φρόντισε να μην βρεθείτε ποτέ ξανά στο δρόμο μου, γιατί δεν θα φταίω εγώ για ότι σας συμβεί»
Ο Άρης διατάζει τον Νέγρο και τον Σκύλο να τους πετάξουν όλους έξω, αλλά πριν αυτοί εκτελέσουν την εντολή, η Σελήνη έχει κάτι να πει στον έναν απ' αυτούς.
«Σκύλε, αν θέλεις, μπορείς να παίξεις μαζί τους»
«Ευχαριστώ, Κυρά μου.
Ο Νέγρος αρπάζει τον Λέανδρο και ο Σκύλος την Θάλεια και αρχίζουν να τους σέρνουν έξω, ενώ η Αλίκη τους ακολουθεί πρόθυμα, κρατώντας το κεφάλι της σκυμμένο. Οι άλλοι άνδρες αποχωρούν, αφήνοντας τον Άρη μόνο του με τη Σελήνη. Αυτός την πλησιάζει και της πλαισιώνει το πρόσωπό με τα χέρια του.
«Πώς είσαι, κορίτσι μου;»
«Αποσβολωμένη»
«Κι εγώ. Δεν περίμενα με τίποτα κάτι τέτοιο»
«Τι θα κάνουμε;»
«Τι λες για ένα ποτό; Πρέπει να ηρεμήσουμε λίγο»
«Έχεις δίκιο»
Αυτοί κάθονται στον καναπέ. Ο Άρης, κατ' εξαίρεση, γεμίζει δύο ποτήρια και δίνει το ένα στη Σελήνη. Χαμογελώντας, σηκώνει το ποτήρι του κι εκείνη, μη μπορώντας να του αντισταθεί, χαμογελάει και τσουγκρίζει με το δικό της.
«Μια και κάτω, Γατούλα»
«Μια και κάτω, Λύκε»
Αυτοί πίνουν μονορούφι τα ποτά τους.
«Άρη, φοβάμαι»
«Έλα εδώ»
Αυτός ανοίγει τα χέρια του κι εκείνη τον πλησιάζει, κάθεται ανάμεσα στα πόδια του και εκείνος τυλίγει τα χέρια του γύρω της, ακουμπώντας το πηγούνι του στον ώμο της.
«Μη φοβάσαι, Γατούλα μου. Δεν θ' αφήσω να σου συμβεί τίποτα κακό»
«Αυτό το ξέρω. Αυτό που δεν ξέρω είναι τι να κάνω»
«Σχετικά με τι;»
«Σχετικά με τον Τζάκο. Αυτός είναι ... Αν όλα αυτά είναι αλήθεια, είναι ... Πρέπει να είναι ...»
«Ετεροθαλής αδερφός σου»
«Ω, Θεέ μου!»
«Αυτός πρέπει να το μάθει. Έχει δικαίωμα να ξέρει»
«Το ξέρω. Αλλά πώς μπορείς να πεις κάτι τέτοιο; Τι ακριβώς να του πω; Γεια σου, Τζάκο, άκουσες τα νέα; Ο μπαμπάς σου γαμούσε τη μαμά μου και εσύ είσαι αδερφός μου»
Ο Άρης ρίχνει το κεφάλι του πίσω κι αρχίζει να γελάει.
«Όχι τόσο ωμά, βρε μωρό μου. Λίγο πιο ήπια. Μην του προκαλέσεις καμιά καρδιακή προσβολή»
«Μην αστειεύεσαι. Αυτό είναι σοβαρό!»
«Το ξέρω. Και επειδή είναι τόσο σοβαρό, ξέρω ποιος μπορεί να μας βοηθήσει»
«Ποιος;»
«Ο Δράκος»
«Μα, ναι! Φυσικά! Έχεις δίκιο. Πως δεν τον σκέφτηκα εγώ;»
«Έχεις πολλά στο μυαλό σου αυτή τη στιγμή. Αλλά γι' αυτό είμαι εγώ εδώ. Μόλις έρθει ο Νέγρος, θα του πω να τον πάρει τηλέφωνο»
Κατά φωνή κι ο γάιδαρος! Πριν καν τελειώσει τη φράση του ο Άρης, ο Νέγρος μπαίνει στην αίθουσα μαζί με τον Σκύλο.
«Αφεντικό, όλα καλά με τους καλεσμένους μας. Τους ξεπροβοδήσαμε όπως έπρεπε»
«Μπράβο»
«Χρειάζεσαι κάτι άλλο;»
«Ναι. Πάρε τον Δράκο. Πες του να μην πει τίποτα σε κανέναν και να έρθει εδώ το συντομότερο δυνατό. Πες του ότι έχουμε κόκκινο συναγερμό»
«Ναι, αφεντικό»
Καθώς ο Νέγρος βγαίνει έξω για να κάνει την κλήση, ο Σκύλος πλησιάζει λίγο το ζευγάρι.
«Αφεντικό;»
«Ναι;»
«Μπορώ;»
«Ναι. Έλα πιο κοντά»
Ο Σκύλος έρχεται πιο κοντά και γονατίζει μπροστά στη Σελήνη.
«Είσαι καλά, Κυρά μου;»
«Καλέ μου Σκύλε! Μην ανησυχείς για μένα. Μπορεί να ταράχτηκα λίγο, αλλά είμαι καλά»
«Η κυρά σου είναι πολύ δυνατή, Σκύλε»
«Το ξέρω. Εγώ απλά θέλω να πω ότι αν χρειαστείς κάτι, οτιδήποτε κι είναι, εγώ είμαι εδώ»
«Το ξέρω, Σκύλε»
Ο Σκύλος οπισθοχωρεί κι εκείνη τη στιγμή, ο Ορέστης και η Χλόη βγαίνουν απ' το γραφείο, κάπως αναψοκοκκινισμένοι.
«Τι έγινε, ρε παιδιά; Τι χάσαμε; Πού είναι τα καθίκια;»
«Τους διώξαμε. Τελειώσαμε μαζί τους, μια για πάντα»
«Και η αδερφή μου;»
Αυτός που απαντάει στην Χλόη είναι ο Σκύλος.
«Έφυγε κι αυτή, απλώς λίγο πιο βρεγμένη από πριν»
Όλοι γελάνε.
«Τι της έκανες, ρε Σκύλε;»
«Αυτό που μου είπε η κυρά μου. Έπαιξα λίγο μαζί της. Είχε πολύ πλάκα»
«Μπράβο, Σκύλε! Αξίζεις ένα μπόνους. Σωστά, ξάδερφε Λύκε;»
«Θα το φροντίσω»
«Ευχαριστώ, αφεντικό, αλλά δεν θέλω τίποτα. Μου αρκεί το χαμόγελο της κυράς μου. Άλλωστε το διασκέδασα πολύ!»
«Βρώμικο σκυλί!»
Εκείνη τη στιγμή, ο Νέγρος επιστρέφει στην αίθουσα.
«Όλα εντάξει, αφεντικό. Ο Δράκος θα είναι εδώ σύντομα. Δεν του είπα λεπτομέρειες. Απλώς του είπα να μην το πει σε κανέναν»
«Τέλεια. Τώρα το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να περιμένουμε»
«Τι συμβαίνει, Άρη; Θα έρθει ο Βίκος; Γιατί;»
«Ορέστη και Χλόη, καλύτερα να κάτσετε, γιατί έχω κάτι τρελό, αλλά και πολύ ευχάριστο να σας πω»
Ο Ορέστης και η Χλόη κάθονται στον καναπέ και ο Άρης τους λέει τι ακριβώς ομολόγησε η μητέρα της Σελήνης.
«Απίστευτο!»
«Άρα, αφού η Σελήνη και ο Τζάκος είναι αδέρφια, αυτό σημαίνει ότι εγώ κι αυτή δεν είμαστε ξαδέρφες»
«Όχι! Εσύ κι εγώ θα είμαστε πάντα ξαδέρφες. Όχι! Όχι ξαδέρφες. Αδερφές!»
«Αυτά συμβαίνουν μόνο στις ταινίες»
«Ναι, γιατί οι ταινίες αντιγράφουν τη ζωή»
«Γιατί είσαι τόσο κατηφής, Σελήνη; Πιστεύεις ότι ο Τζάκος θα έχει πρόβλημα μ' αυτό; Φοβάσαι ότι δεν θα σε δεχτεί;»
«Όχι! Όχι! Δεν το πιστεύω αυτό. Ο Τζάκος είναι καλός άνθρωπος και πιστεύει βαθιά στον θεσμό της οικογένειας»
Εκείνη τη στιγμή, μια γνώριμη ανδρική φωνή έρχεται απ' την πόρτα.
«Αχ, Σελήνη μου! Δεν φαντάζεσαι πόσο δίκιο έχεις!»
Όλοι γυρίζουν τα κεφάλια τους και τα πρόσωπά τους γεμίζουν χαμόγελα. Ο Βίκος στέκεται στην πόρτα της αίθουσας μαζί με τον Αλέκο. Ο Νέγρος και ο Σκύλος κοιτάζουν τον Άρη κι εκείνος γνέφει. Ο Βίκος γυρίζει τα μάτια του.
«Το είδα κι αυτό! Το κουτάβι μου να δίνει εντολές στους άντρες μου»
Ο Άρης γρυλίζει λίγο.
«Με όλο τον σεβασμό, Δράκε ... Χέσε με!»
Ο Βίκος γελάει και ο Άρης απευθύνεται στους άλλους.
«Κι εσείς οι δύο, δεν χρειάζεστε άδεια για να χαιρετήσετε τον Δράκο»
Ο Νέγρος και ο Σκύλος τρέχουν στον Βίκο και τον αγκαλιάζουν και ύστερα χαιρετάνε τον Αλέκο. Μετά τις χαιρετούρες, οι δύο άντρες κάθονται στον καναπέ και ο Άρης τους σερβίρει ουίσκι.
«Λοιπόν, Λύκε; Ήρθα όσο πιο γρήγορα μπορούσα, αλλά όπως όλοι μπορείτε να δείτε, δεν μπόρεσα να έρθω μόνος. Αυτό είναι το κακό όταν ζεις με την οικογένειά σου. Δεν μπορείς να κάνεις ούτε ένα βήμα μόνος σου»
«Πολύ αστείο, Δράκε! Είχα δίκιο όταν είπα ότι όλο αυτό το πράγμα είχε να κάνει με τον Τζάκο»
«Τέλος πάντων! Πες μου, Άρη, γιατί χτύπησες κόκκινο συναγερμό;»
«Βασικά, πρόκειται για τον Τζάκο και τη Σελήνη»
«Τι σχέση έχει ο Τζάκος με την Σελήνη;»
«Σύμφωνα με τις τελευταίες αποκαλύψεις, είναι ετεροθαλή αδέρφια. Αυτοί έχουν τον ίδιο πατέρα, τον Στέφανο Ηλιόπουλο»
Τη στιγμή που ο Άρης ξεστομίζει τα νέα, ο Βίκος και ο Αλέκος πνίγονται με το ουίσκι τους και το φτύνουν θεαματικά, πιτσιλίζοντας όλους τους παρευρισκόμενους, που σκουπίζουν τα πρόσωπά τους συνοφρυωμένοι.
«Τι ήταν αυτό που είπες;»
«Γαμημένη Κόλαση!»
Μετά το αρχικό σοκ και δύο ποτήρια ουίσκι που κύλησαν στον λαιμό των δύο αντρών αυτή τη φορά, ο Άρης τους εξηγεί τι ακριβώς συνέβη.
«Αυτά είναι όλα»
«Μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι λέει την αλήθεια;»
Αυτή που απαντάει είναι η Σελήνη.
«Δεν μπορείς ποτέ να είσαι σίγουρος μ' αυτή τη γυναίκα»
«Μπορούμε να το μάθουμε εύκολα αυτό. Ένα απλό τεστ DNA θα μας δώσει την απάντηση»
«Αν αυτό θέλει ο Τζάκος, θα το κάνω ευχαρίστως»
Όμως ο Αλέξανδρος έχει άλλη γνώμη.
«Δεν χρειάζεται να κάνεις τεστ, Σελήνη μου. Δώσε μου ένα λεπτό»
Αυτός βγάζει το τηλέφωνό του και ψάχνει λίγο στο Google. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, γυρίζει το τηλέφωνο και δείχνει την οθόνη στους υπόλοιπους.
«Βλέπετε τώρα πόσο περιττό είναι το τεστ; Ο Τζάκος είχε δίκιο. Η φυσιογνωμία σου, Σελήνη μου, του φάνηκε οικεία γιατί του θύμισε τον πατέρα του»
Η Σελήνη παίρνει το τηλέφωνο και αγγίζει την οθόνη με τα δάχτυλά της καθώς τα μάτια της γεμίζουν δάκρυα. Ο άντρας που την κοιτάζει μέσα απ' το γυαλί έχει μαύρα μαλλιά με λίγο γκρίζο στους κροτάφους, όμορφο αρρενωπό πρόσωπο σαν του Τζάκου και μάτια εντελώς ίδια με τα δικά της.
«Είναι ο πατέρας μου;»
«Ναι, γλυκιά μου. Αυτός είναι. Ο Στέφανος Ηλιόπουλος, ο πρεσβύτερος»
«Ήταν ... Διάολε!. Ήταν τόσο όμορφος και τόσο νέος. Πόσο χρονών ήταν όταν ...;»
«Σαράντα τέσσερα»
«Τόσο νέος!»
Αυτή αγκαλιάζει το κινητό με τη φωτογραφία του πατέρα της, τον οποίο δεν πρόλαβε να γνωρίσει, το σφίγγει στο στήθος της και ακουμπάει στον Άρη, ο οποίος την αγκαλιάζει, κρύβοντάς την απ' τους άλλους και δίνοντάς της την ευκαιρία να θρηνήσει, έστω και αργά.
«Το θέμα είναι πώς θα το πούμε στον Τζάκο. Τα υπόλοιπα τα βρίσκουμε αργότερα»
«Έχει δίκιο ο Άρης»
«Η Σελήνη φοβάται ότι ο Τζάκος δεν θα την δεχτεί»
«Όχι. Όχι. Τίποτα τέτοιο. Είμαι σίγουρος ότι θα πετάξει απ' την χαρά του όταν μάθει ότι έχει μια αδερφή. Άλλο είναι που μ' ανησυχεί»
«Ποιο;»
«Ο Τζάκος λάτρευε τον πατέρα του. Τον θαύμαζε. Ήταν το πρότυπό του. Φοβάμαι ότι θ' αντιδράσει άσχημα όταν μάθει ότι ο πατέρας του απάτησε τη μητέρα του και προσπάθησε να τη χωρίσει»
«Τι μπορεί να κάνει;»
«Για τον Τζάκο μιλάμε. Μόνο ο Θεός ξέρει»
Ο Αλέκος, που όπως φαίνεται ξέρει τον Τζάκο καλύτερα απ' όλους, έχει την λύση»
«Υπάρχει μόνο μία λύση εδώ. Η Μαίρη. Πρέπει να της το πούμε κι εκείνη θα το πει στον Τζάκο. Είναι η μόνη που ξέρει πώς να τον χειριστεί»
«Συμφωνώ. Η Μαίρη μπορεί να τον ελέγξει. Αν τ' ακούσει απ' το στόμα της, η ζημιά μπορεί να περιοριστεί»
Η Χλόη κοιτάζει το ρολόι της και βλέπει ότι είναι περασμένα μεσάνυχτα.
«Αλλά είναι λίγο αργά τώρα. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα σήμερα»
«Σωστά. Αύριο το πρωί, λοιπόν, εγώ και ο Βίκος θα το πούμε στη Μαίρη κι εκείνη θα αποφασίσει πώς και πότε θα το πει στον Τζάκο»
Η Σελήνη αφήνει την αγκαλιά του Άρη και δίνει πίσω στον Αλέκο το τηλέφωνο του, σκουπίζοντας τα μάτια της.
«Εγώ τι να κάνω;»
«Εσύ να περιμένεις τηλέφωνο»
«Εύκολο να το λες παρά να το κάνεις»
«Όλα θα πάνε καλά, κοριτσάκι. Μην ανησυχείς»
Τότε, ο Αλέκος λέει κάτι που αναστατώνει κάπως τον Βίκο.
«Ανυπομονώ να το πω στον Οδυσσέα. Θα ενθουσιαστεί!»
«Για όνομα του Θεού, όχι!»
«Γιατί όχι;»
«Τολμάς να ρωτάς; Αν το μάθει, είναι ικανός να εισβάλει στην κρεβατοκάμαρα του Τζάκου και να ουρλιάξει στα μούτρα του Ξύπνα, Διεστραμμένε, η Σελήνη είναι αδερφή σου!»
«Μχμμμ ... Το είχα ξεχάσει αυτό»
«Πως μπόρεσες; Αυτή είναι η εκνευριστική συνήθεια του»
Η Σελήνη, και όχι μόνο, τους κοιτάζει με απορία.
«Ποια είναι αυτή η συνήθεια;»
«Κοίτα, ο Οδυσσέας έχει μια περίεργη σχέση με τη Μαίρη. Λένε ο ένας στον άλλο τα πάντα. Έτσι, όταν συμβαίνει κάτι, αυτός εισβάλλει στην κρεβατοκάμαρά τους σαν τυφώνας και τους ξυπνάει κάπως απότομα με αποτέλεσμα ο Τζάκος να τον κυνηγάει να τον σκοτώσει. Όλα αυτά τα χρόνια, έχουμε σώσει τον Οδυσσέα απ' τα χέρια του Τζάκου πολλές φορές»
Όλοι γελούν.
«Ο Οδυσσέας είναι απλά καταπληκτικός. Ένας απ' τους πιο αξιαγάπητους ανθρώπους που έχω γνωρίσει»
«Αλλά το στόμα του είναι ένα γαμημένο ανοιχτό κλουβί. Αλέκο, παραδέξου το!»
«Εντάξει, ρε Βίκο, το παραδέχομαι, αλλά τι μπορώ να κάνω; Να του ράψω τα χείλη;»
«Καλό ακούγεται αυτό»
«Έη, Δράκε! Θα του πω ότι το είπες αυτό. Προετοιμάσου!»
«Ο Θεός να με φυλάει!»
Αυτοί γελάνε ακόμα πιο δυνατά.
«Λοιπόν, όπως είπε πριν η Χλόη, είναι αργά. Καλύτερα να πάμε για ύπνο, γιατί αύριο μας περιμένει μεγάλη μέρα»
«Βίκο, σ' ευχαριστώ που ήρθες. Κι εσύ, Αλέκο. Εκτιμώ πολύ αυτό που κάνετε για τη Σελήνη μου»
«Άρη, σταμάτα. Δεν υπάρχει λόγος να λες κάτι τέτοιο. Πάντα σε σκεφτόμουν σαν οικογένεια και τώρα γίνεται επιτέλους πραγματικότητα. Κι εσύ, Σελήνη, μην ανησυχείς. Όλα θα πάνε καλά!»
«Και στο κάτω-κάτω, υπάρχει αρκετός χώρος ακόμα στη γη μας. Μπορούμε εύκολα να χτίσουμε άλλα δύο σπίτια»
«Σας ευχαριστώ και του δύο. Για όλα!»
Κι έτσι, ο Βίκος και ο Αλέκος έφυγαν για το σπίτι τους. Ο Ορέστης, εμφανώς κουρασμένος, αγκαλιάζει την Χλόη.
«Κι εμείς τι κάνουμε τώρα;»
Η Σελήνη είναι επίσης εξαντλημένη.
«Πάμε σπίτι»
Ό Άρης δίνει μερικές τελευταίες εντολές.
«Νέγρο, εμείς φεύγουμε. Εσύ κι ο Σκύλος κλείστε και πηγαίνετε να ξεκουραστείτε. Θα τα πούμε αύριο»
«Ναι, αφεντικό»
Η Σελήνη έχει κι εκείνη κάτι τελευταίο να πει.
«Νέγρο, κι εσύ Σκύλε, σας ευχαριστώ γι' απόψε. Ήσασταν υπέροχοι. Και πείτε το και στους άλλους»
«Μην μας ευχαριστείς, Κυρά μου. Κάναμε απλά το καθήκον μας»
«Θα πέφταμε και στη φωτιά για σένα και τ' αφεντικό. Όλοι μας»
Και έτσι, οι τέσσερις τους παίρνουν το δρόμο για το σπίτι, αφήνοντας τον Νέγρο και τον Σκύλο να κάνουν τη δουλειά τους.
~ ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΠΡΩΙ ~ ΤΕΤΑΡΤΗ, 24 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2010 ~
~ ΚΑΣΤΕΛΑ ~ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΑΡΗ ~ ΚΡΕΒΑΤΟΚΑΜΑΡΑ ~
Ο ήλιος έχει βγει για τα καλά, αλλά η Σελήνη είναι ακόμα ξύπνια. Αυτή δεν κοιμήθηκε καθόλου. Πέρασε την νύχτα χαμένη στις σκέψεις της. Και τώρα, έτσι όπως είναι ξαπλωμένη στην αγκαλιά του Άρη, ο οποίος κοιμάται σαν μωρό, έχει εστιάσει στον σταθερό χτύπο της καρδιάς του για να ηρεμήσει λίγο το μυαλό της, που όλο το βράδυ έτρεχε μαραθώνιο.
Ένας αδερφός. Ένας πραγματικός αδερφός. Ο αδερφός που αυτή ήθελε σ' όλη της τη ζωή. Θέλει πολύ να χαρεί, αλλά ο φόβος της απόρριψης δεν την αφήνει. Κι αν ο Τζάκος δεν την δεχτεί; Κι αν την απορρίψει επειδή είναι η ζωντανή απόδειξη της απάτης του πατέρα του; Κι αν την κατηγορήσει, όπως η μητέρα της, για τον θάνατό του;
Τα λόγια του Τζάκου εκείνη τη μέρα στο δείπνο της έρχονται στο μυαλό. Κι εγώ θέλω να ξέρεις ότι αν ποτέ χρειαστείς κάτι, να μην διστάσεις να χτυπήσεις την πόρτα μου. Ορίστε, Τζάκο, εγώ χρειάζομαι κάτι. Χρειάζομαι έναν αδερφό και σου χτυπάω την πόρτα. Θα μου δώσεις αυτό που ζητάω;
Η νυσταγμένη φωνή του Άρη τη βγάζει απ' τις σκέψεις της.
«Μμμμ ... Καλημέρα, Γατούλα»
Αυτή σηκώνει το κεφάλι της και τον κοιτάζει να τεντώνεται, να χασμουριέται και να τρίβει τα μάτια του για να διώξει τον ύπνο. Θεέ μου! Αυτός είναι σέξι ακόμα και τώρα.
«Καλημέρα, Λύκε! Κοιμήθηκες καλά;»
«Πάντα κοιμάμαι καλά όταν σ' έχω στην αγκαλιά μου»
«Μ' αυτό που μόλις είπες , κέρδισες ένα πολύ σπέσιαλ πρωινό στο κρεβάτι»
«Τι τυχερός που είμαι!»
Γελώντας, αυτή πετάει τα σκεπάσματα και πηγαίνει προς το μέρος του. Ξεκινώντας απ' το λαιμό, φιλάει όλο του το σώμα. Αυτός κρατάει τα μάτια του κλειστά, απολαμβάνοντας τις περιποιήσεις της. Όταν αυτή φτάνει κάτω απ' τον αφαλό του, σηκώνει το κεφάλι της και τον κοιτάζει.
«Τι τραβάει η όρεξη σου, Αφέντη μου;»
Αυτός ανασηκώνει τον κορμό του, στηρίζεται στους αγκώνες του, ανοίγει τα πόδια και λυγίζει τα γόνατά του.
«Θέλω να θαυμάσω τον υπέροχο κώλο σου»
«Αμέσως, Αφέντη»
Αυτή βγάζει τη ρόμπα της, γυρίζει και βάζει τα πόδια της κάτω απ' τα δικά του. Κρατώντας τους αστραγάλους του, χαμηλώνει τη λεκάνη της και γλιστράει μέχρι κάτω, αναστενάζοντας. Καθώς αυτή αρχίζει να κινείται πάνω-κάτω, εκείνος ρίχνει το κεφάλι του πίσω, βογκώντας.
«Αυτό δεν ήθελες, Αφέντη μου;»
«Ναι! Αυτό ακριβώς! Μπράβο, κορίτσι μου!»
Όμως, ας αφήσουμε λίγο τον Άρη και τη Σελήνη κι ας πάμε κάπου αλλού. Άλλωστε, όπως βλέπετε, είναι αρκετά απασχολημένοι!
~ ΔΑΣΟΣ ΤΗΣ ΦΑΣΚΟΜΗΛΙΑΣ ~ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗ ~
~ ΚΤΗΜΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ~ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΑΛΕΚΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ~
Ο Οδυσσέας κοιμάται και ο Αλέκος είναι στην κουζίνα μαζί με τον Βίκο, πίνουν καφέ και περιμένουν τη Μαίρη.
«Δεν μπορείς να φανταστείς τι πέρασα χθες το βράδυ όταν γύρισα»
«Κανονική ανάκριση;»
«Μπροστά στον αγαπημένου μου, η Ιερά Εξέταση είναι απλώς ένα ερωτηματολόγιο»
Ο Βίκος γελάει.
«Μην γελάς. Δεν είναι αστείο. Θα μου κοστίσει ακριβά»
«Δεν νομίζω. Μόλις μάθει τα νέα, θα τα ξεχάσει όλα»
«Σ' αυτό ποντάρω»
Εκείνη τη στιγμή, η Μαίρη μπαίνει στην κουζίνα, χασμουριέται και τρίβει τα μάτια της, τα οποία με δυσκολία μπορεί να κρατήσει ανοιχτά.
«Καλημέρα, σκύλες. Ελπίζω να υπάρχει ένας πολύ σοβαρός λόγος που μ' αναγκάσατε ν' αφήσω το ζεστό μου κρεβάτι και την ακόμα πιο ζεστή αγκαλιά του συζύγου μου τόσο νωρίς. Φέρτε μου καφέ»
Ο Αλέκος σηκώνεται, χαμογελώντας, να της βάλει καφέ και η Μαίρη κάθεται στο σκαμπό και ακουμπά το κεφάλι της στον πάγκο.
«Είμαι τόσο κουρασμένη»
«Μην ανησυχείς γι' αυτό, κοριτσάκι. Μ' αυτό που θ' ακούσεις, θα ξυπνήσεις αμέσως»
Ο Αλέκος αφήνει το φλιτζάνι του καφέ μπροστά στη Μαίρη και κάθεται στο σκαμπό του.
«Πιες μια γουλιά και άνοιξε τ' αυτιά σου»
Αυτή πίνει μια μεγάλη γουλιά.
«Εντάξει, αγορίνες μου. Είμαι έτοιμη. Ρίχτε το!»
Ο Αλέκος κοιτάζει τον Βίκο, ο οποίος ανοίγει το στόμα του.
«Ο πατέρας του Τζάκου είχε σχέση με τη μητέρα της Σελήνης, η οποία ήταν δικό του παιδί και συνεπώς ετεροθαλής αδερφή του Τζάκου»
Τότε, ακούγεται ένα μεγάλο Μπαμ και η Μαίρη εξαφανίζεται απ' τα μάτια τους καθώς πέφτει απ' το σκαμπό. Οι δυο άντρες τρέχουν κοντά της.
«Για όνομα του Θεού, ρε Μαίρη! Πως έπεσες;»
«Είσαι καλά; Χτύπησες;»
Αυτή βάζει τα χέρια της στους ώμους τους και σηκώνεται απ' το πάτωμα.
«Όχι, είμαι καλά. Τουλάχιστον νομίζω ότι είμαι»
«Πονάς πουθενά;»
«Στ' αυτιά μου! Τι ήταν αυτό που είπες;»
«Η αλήθεια, φοβάμαι»
«Όχι! Όχι! Όχι! Πώς θα το πω στον Τζάκο; Έχει τόσο ψηλά τον πατέρα του»
«Ακριβώς γι' αυτό το είπαμε σε σένα. Είσαι η μόνη που μπορείς να του το πεις»
«Σιχαμερές, δειλές κότες! Θα βάλετε εμένα να κάνω τη βρώμικη δουλειά; Πρέπει να ντρέπεστε για τον εαυτό σας!»
«Θα προτιμούσες να βάλουμε τον Οδυσσέα να το κάνει με τον γνωστό του τρόπο;»
«Θεέ μου, όχι!»
«Τότε σταμάτα να γκρινιάζεις»
«Μα πώς; Πως έγινε αυτό; Πως το μάθατε;»
«Πάμε να κάτσουμε στο σαλόνι και θα σου τα εξηγήσουμε όλα»
Με τα φλιτζάνια του καφέ στα χέρια, οι τρεις τους μπαίνουν στο σαλόνι και κάθονται στους καναπέδες. Εκεί, ο Βίκος και ο Αλέκος μιλούν εναλλάξ και εξηγούν στη Μαίρη τι συνέβη χθες το βράδυ.
«Δεν μπορώ να το πιστέψω! Καημενούλα Σελήνη! Όλα αυτά τα χρόνια ... Αν είχε τον Τζάκο, θα την προστάτευε. Θα την έσωζε!»
«Το πιστεύεις αλήθεια αυτό; Πιστεύεις ότι ο Τζάκος θα τη δεχτεί;»
«Φυσικά και θα το κάνει. Για τον Τζάκο μιλάμε. Αυτός μπορεί να μισήσει τον πατέρα του, αλλά θ' αγαπήσει την αδερφή του, όπως αγαπάει όλους εσάς. Άλλωστε, η Σελήνη είναι η μόνη που δεν φταίει. Αυτή είναι το θύμα»
«Για να το λες εσύ, κάτι θα ξέρεις»
«Πολύ καλά λοιπόν! Ας μην χάνουμε άλλο χρόνο. Μόλις ξυπνήσουν τα παιδιά, θα τα στείλω εδώ και εγώ θα μιλήσω στον Τζάκο. Εσείς φροντίστε να μην μας ενοχλήσει κανείς»
«Μην ανησυχείς. Αν χρειαστεί, θα κλειδώσω τον Οδυσσέα στο μπάνιο»
«Καλή ιδέα!»
~ ΛΙΓΟ ΑΡΓΟΤΕΡΑ ~ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΤΖΑΚΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΜΑΙΡΗΣ ~
Η Μαίρη είναι υπ' ατμόν. Μόλις έστειλε τα παιδιά δίπλα και κλείδωσε την πόρτα. Έφτιαξε πρωινό στον Τζάκο, με ό,τι του αρέσει, και τώρα το πηγαίνει στην κρεβατοκάμαρα, φορώντας το νυχτικό που λατρεύει να βλέπει πάνω της. Όταν μπαίνει στο δωμάτιο, αυτός κοιμάται ακόμα μπρούμητα, με τα χέρια κάτω απ' το μαξιλάρι του. Αυτή ακουμπάει το δίσκο στο κομοδίνο και στέκεται λίγο να τον κοιτάξει.
Κοιτάζει το όμορφο πρόσωπό του. Πόσο ήρεμος φαίνεται. Ακόμα και η μικρή ρυτίδα ανάμεσα στα φρύδια του έχει φύγει. Τα μαλλιά του είναι ανάκατα και πέφτουν στο μέτωπό του και τα μισάνοιχτα χείλη του δείχνουν τα λευκά του δόντια. Το βλέμμα της κινείται πιο κάτω, στο σώμα του. Στους φαρδιούς ώμους του, που αυτή ξέρει πολύ καλά ότι μπορούν να τη στηρίξουν. Στη μυώδη πλάτη και τη λεπτή του μέση με τα δύο αξιολάτρευτα και σέξι λακκάκια. Στον τέλεια σχηματισμένο πισινό του. Στα δυνατά του πόδια.
Αυτή χτυπάει τα δάχτυλά της μπροστά στα μάτια της. Συγκεντρώσου, Μαίρη! Έχεις δουλειά να κάνεις! Παίρνει μια βαθιά ανάσα και ξαπλώνει δίπλα του για να τον ξυπνήσει όπως του αρέσει. Περνάει το χέρι της μέσα απ' τα μαλλιά του και του ψιθυρίζει στ' αυτί.
«Ξύπνα, Πρίγκιπα μου. Σου έφερα πρωινό»
Και όπως ήταν αναμενόμενο, αυτός ανταποκρίνεται αμέσως. Χωρίς ν' ανοίξει τα μάτια του, γυρίζει ανάσκελα και την τραβάει επάνω του, χουφτώνοντας τον κώλο της. Η φωνή του είναι βραχνή απ' τον ύπνο.
«Μ' αρέσει το πρωινό στο κρεβάτι, αλλά μόνο αν είσαι εσύ αυτό»
«Αυτό ακριβώς λέω!»
«Πάρε με μέσα σου»
Αυτή χαμηλώνει αργά και αυτός, μιας που είναι ήδη γυμνός, όπως συνηθίζει να κοιμάται, βογκάει όταν την γεμίζει με κάθε υπέροχο εκατοστό του μέχρι να γίνουν ένα. Αυτός ανοίγει τα μάτια του κι εκείνη, δαγκώνοντας τα χείλη της, του ψιθυρίζει.
«Καλημέρα, Πρίγκιπα μου»
Αυτός σπρώχνει δυνατά, γρυλίζοντας.
«Καλημέρα, Αγγελούδι μου»
Αρκετή ώρα αργότερα, μιας και ο Τζάκος δεν είναι καθόλου γρήγορος όταν το θέλει, η Μαίρη σηκώνεται απ' το κρεβάτι, παίρνει το δίσκο και τον τοποθετεί στην αγκαλιά του.
«Και τώρα ήρθε η ώρα για το πραγματικό σου πρωινό. Έχω ετοιμάσει το αγαπημένο σου. Αυγά ομελέτα με μπέικον και ντομάτα. Υπάρχει επίσης καφές και φρέσκος χυμός μήλου. Και για επιδόρπιο, μια μπανάνα με σοκολάτα»
Αυτός περνάει το χέρι του μέσα απ' τα μαλλιά του και σηκώνει το ένα του φρύδι, αυτό με την ουλή.
«Έχει γίνει κάτι;»
«Γιατί το λες αυτό;»
«Φοράς τ' αγαπημένο μου νυχτικό, με ξυπνάς όπως μου αρέσει, μου προσφέρεις υπέροχο σεξ, μου ετοιμάζεις τ' αγαπημένο μου πρωινό. Θέλεις κι άλλα;»
«Υπερβάλλεις ως συνήθως. Είσαι ο άντρας μου, σ' αγαπάω, και μ' αρέσει να σε κακομαθαίνω. Είναι κακό αυτό;»
«Φυσικά όχι. Μ' αρέσει όταν με κακομαθαίνεις. Δεν παραπονιέμαι»
«Καλά! Φάε τώρα το πρωινό σου, εκτός αν θέλεις να σε ταΐσω»
«Δεν θα έλεγα όχι σ' αυτό»
«Είσαι ένα μεγάλο μωρό. Ο γιος σου σταμάτησε να το κάνει αυτό όταν ήταν δύο χρονών»
«Εγώ δεν πρόκειται να σταματήσω ποτέ»
«Τι θα κάνω με σένα; Άντε, έλα!»
Αυτή γελάει, κάθεται δίπλα του κι αρχίζει να τον ταΐζει, ενώ εκείνος της χαϊδεύει τα μαλλιά, και όχι μόνο. Μετά το φαγητό, αυτή τον κάνει ένα γρήγορο μπάνιο και όταν σιγουρεύεται ότι αυτός έχει την κατάλληλη διάθεση για ν' ακούσει τα νέα, τον οδηγεί στο σαλόνι.
«Πού είναι τα παιδιά, Αγγελούδι;»
«Τα έστειλα δίπλα»
«Και οι άλλοι; Πώς δεν είναι κανείς εδώ;»
«Εγώ τους είπα να μην έρθουν»
«Γιατί;»
«Γιατί πρέπει να είμαστε μόνοι όταν μάθεις τα νέα»
Αυτός χτυπάει τη γροθιά του στο τραπεζάκι του σαλονιού και σηκώνεται απ' τον καναπέ.
«Το ήξερα, γαμώτο! Κάτι κακό συνέβη. Τι είναι αυτή τη φορά;»
«Σε παρακαλώ, μωρό μου. Ηρέμησε κι άκουσέ με. Αυτό που θα σου πω είναι πολύ σοβαρό, αλλά και πολύ ευχάριστο»
«Σοβαρό, αλλά ευχάριστο. Για να δούμε. Λέγε»
«Έχει σχέση με τον πατέρα σου»
«Τον πατέρα μου;»
«Ναι»
«Αγγελούδι, ο πατέρας μου πέθανε πριν είκοσι έξι χρόνια. Τι μπορεί να έχει σχέση μαζί του;»
«Έλα εδώ. Θέλω να σου πω μια ιστορία»
«Έλα, ρε Μαιρούλα! Μπορεί να γουστάρω να με ταΐζεις και να με κάνεις μπάνιο, αλλά δεν είμαι μωρό. Πες αυτό που έχεις να πεις»
«Τζάκο μου, σε παρακαλώ! Κάνε μου αυτή τη χάρη»
«Όπως επιθυμείς»
Αυτός ξαπλώνει στον καναπέ, γελώντας, και ακουμπά το κεφάλι του στα πόδια της. Αυτή πιάνει το χέρι του και μπλέκει τα δάχτυλά της με τα δικά του ενώ του χαϊδεύει τα μαλλιά με τ' άλλο της χέρι. Αυτός κλείνει τα μάτια του και φέρνει το χέρι της στα χείλη του, παραδομένος στα χάδια της, κι εκείνη αρχίζει να μιλάει.
«Μια φορά κι έναν καιρό,ήταν ένα ξανθό, όμορφο αγοράκι ...»
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro