Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Μέγας Είσαι Κύριε και θαυμαστά τα έργα Σου!

Το θέαμα που αντικρίζει είναι κωμικοτραγικό, και πολύ, πολύ σουρεαλιστικό. Ειλικρινά, η Σελήνη δεν περίμενε ποτέ να δει κάτι τέτοιο.

Ο Πέτρος, ο αδιάφορος Πέτρος που νοιάζεται μόνο για τον εαυτό του, είναι στο πάτωμα, στα τέσσερα, και το πρόσωπό του είναι βαθιά χωμένο ανάμεσα σε δύο πόδια, τα πόδια της Θάλειας. Απ' όλες τις γυναίκες, αυτός διάλεξε την Θάλεια, η οποία δείχνει να το απολαμβάνει. Είναι εμφανές σε όλο της το χοντρό πρόσωπο.

Γι' αυτό ο Πέτρος την ήθελε συνέχεια τριγύρω. Γι' αυτό αυτή ήταν η μόνη φίλη που της επέτρεπε να έχει. Για μια στιγμή, η σκέψη του 'Γιατί αυτή και όχι εγώ' πέρασε από το μυαλό της Σελήνης, όμως την έδιωξε αμέσως. Δεν έχει σημασία το γιατί. Σημασία έχει ο καθένας να πάρει αυτό που πραγματικά του αξίζει.

Ο Πέτρος και η Θάλεια γυρίζουν το κεφάλι τους έκπληκτοι και κοιτούν τη Σελήνη, η οποία αρχίζει να γελάει ανεξέλεγκτα.

«Σοβαρά, Πέτρο; Εγώ νόμιζα ότι έχεις γούστο, αλλά εσύ είσαι απλά ένας σαβουρογάμης!»

Η Θάλεια, συνοφρυωμένη, σκεπάζει το σώμα της με το σεντόνι και ο Πέτρος, έξαλλος, σηκώνεται, σκουπίζει το στόμα του και αρχίζει να κινείται απειλητικά εναντίον της Σελήνης.

«Τι στο διάολο κάνεις εδώ, ανόητο πρόβατο; Δεν σου είπα να μην έρθεις αν δεν σου ...»

Η Σελήνη σηκώνει το χέρι της.

«Μείνε πίσω, Πέτρο. Μην πλησιάσεις, γιατί θ' αρπάξω την λάμπα και θα σου ανοίξω το κεφάλι»

«Αλήθεια;»

Ο Πίτερ αρχίζει να γελάει, αλλά σταματάει την προσέγγισή του, κάτι που φέρνει ένα περήφανο χαμόγελο στα χείλη της Σελήνης. Για πρώτη φορά, κάποιος παίρνει στα σοβαρά τα λόγια της και αυτό την κάνει να νιώθει πολύ καλά.

Δεν χρειάζεται να σας πω ότι υπάρχει μεγάλη ένταση στο δωμάτιο. Οι σπίθες του μίσους ανάμεσά τους είναι σχεδόν ορατές. Η Θάλεια είναι ακόμα ξαπλωμένη στο κρεβάτι, ο Πέτρος στέκεται εκεί γυμνός και βράζει από θυμό, ενώ η Σελήνη είναι ακουμπισμένη στον τοίχο με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά στο στήθος της. Κοιτάζονται εχθρικά, περιμένοντας να δουν ποιος από αυτούς θα κάνει την πρώτη κίνηση να μιλήσει. Τελικά, αυτή είναι η Θάλεια.

«Τι θα γίνει, λοιπόν; Θα συνεχίσουμε να κοιταζόμαστε έτσι; Πείτε κάτι για να τελειώνουμε»

«Σκάσε, Θάλεια!»

«Όχι, Πέτρο. Έχει δίκιο η σκύλα σου. Πρέπει να βάλουμε ένα τέλος σ' αυτή την κωμωδία»

«Το καλό που σου θέλω να μιλάς καλύτερα για μένα, Πρόβατο»

«Άντε γαμήσου, παλιοπουτάνα! Μόλις έπιασα τον αρραβωνιαστικό μου ανάμεσα στα χοντρά σου πόδια. Θα σου μιλάω όπως θέλω»

«Το έχεις παρατραβήξει, δεν νομίζεις; Πήγαινε να με περιμένεις κάτω. Όταν τελειώσω εδώ, θα έρθω να μιλήσουμε»

«Όχι, ρε μαλάκα. Δεν παίρνω άλλες εντολές από σένα»

«Άκου να σου πω ...»

«Σκάσε, Πέτρο! Τώρα μιλάω εγώ και εσύ θ' ακούσεις. Τελειώσαμε. Σε χωρίζω. Φεύγω και δεν θα γυρίσω ποτέ πίσω. Δεν θέλω να δω ξανά ούτε εσένα, ούτε αυτήν την πουτάνα»

Ο Πέτρος ξεσπάει σε ασυγκράτητα γέλια.

«Έλα τώρα, Σελήνη! Σταμάτα τις μαλακίες. Μην λες πράγματα που δεν μπορείς να κάνεις. Και που ακριβώς θα πας; Πίσω στους γονείς σου;»

«Γιατί όχι;»

«Γιατί το μόνο που χρειάζεται είναι ένα τηλεφώνημα από μένα και θα σε πετάξουν έξω σαν σκυλί»

«Όχι! Αυτοί ποτέ δεν ... Είμαι η κόρη τους ... Εσύ δεν είσαι τίποτα ...»

«Βάζεις στοίχημα;»

Ο Πέτρος κοιτάζει τη Σελήνη αλαζονικά και εκείνη αρχίζει να αμφιταλαντεύεται. Τι γίνεται αν ο Πέτρος έχει δίκιο και οι γονείς της αρνηθούν να τη βοηθήσουν; Τι θα κάνει τότε; Πού θα πάει; Πώς θα ζήσει;

Αυτή είναι έτοιμη να σταματήσει, να τα πάρει όλα πίσω, ακόμη και να ζητήσει συγγνώμη αν χρειαστεί, αλλά για άλλη μια φορά, την κατάλληλη στιγμή, η φωνή στο κεφάλι της μιλάει ξανά.

"Όχι, Σελήνη, μην το κάνεις αυτό! Μην τα παρατάς! Μόνο ένα πρόβατο θα το έκανε αυτό, μία λύκαινα ποτέ!"

Η Σελήνη κουνάει το κεφάλι της, διώχνοντας και τον τελευταίο δισταγμό της.

«Ξέρεις κάτι, Πέτρο; Δεν με νοιάζει, ούτε γι' αυτούς, ούτε για σένα»

Αυτή αρπάζει ένα σακίδιο και αρχίζει να μαζεύει τα πράγματά της.

«Τι κάνεις τώρα; Σελήνη, σταμάτα αμέσως! Πού θα πας; Πώς θα ζήσεις χωρίς εμάς; Είσαι άχρηστη»

«Είμαι απόλυτα ικανή να ζήσω μόνη μου, ρε μαλάκα. Δεν χρειάζομαι κανέναν από σας. Μπορείτε να πάτε όλοι στο διάολο!»

«Σελήνη, σου είπα σταμάτα!»

«Άφησε την, Πέτρο μου. Είναι καλύτερα για όλους μας»

«Θάλεια, μείνε έξω απ' αυτό. Δεν σε αφορά»

«Φυσικά και με αφορά. Όταν φύγει αυτή, εγώ ...»

Ο Πέτρος ρίχνει ένα θυμωμένο βλέμμα στην Θάλεια και εκείνη σιωπά. Η Σελήνη έχει σχεδόν τελειώσει το πακετάρισμα και τώρα μαζεύει μερικά τελευταία, αλλά πραγματικά σημαντικά πράγματα. Τα κοσμήματα της γιαγιάς της και τα βιβλιάρια της τράπεζας. Πάνω στην ένταση της στιγμής, αυτή δεν παρατηρεί το βλέμμα του Πέτρου όταν αυτή παίρνει μακριά το μόνο πράγμα που σήμαινε ποτέ κάτι για αυτόν. Τα χρήματα!

Η Σελήνη, με το σακίδιο στην πλάτη, κατευθύνεται προς την πόρτα, αλλά πριν βγει έξω, γυρίζει και βγάζει το δαχτυλίδι των αρραβώνων της. Το κρατάει ανάμεσα στα δάχτυλά της και το κοιτάζει απαξιωτικά.

«Αυτό το καταραμένο πράγμα ήταν η φυλακή μου. Με κράτησε παγιδευμένη σε μια ζωή που μισούσα. Αλλά όχι πια. Τώρα είμαι επιτέλους ελεύθερη»

Το πετάει στα πόδια του Πέτρου.

«Πάρ' το, Πέτρο. Πάρ' το και βάλτο στον χοντρό κώλο της πουτάνας σου. Αλλά μη νομίζεις ότι τελείωσα μαζί σου. Θα έχεις νέα μου πολύ σύντομα και θυμήσου τα λόγια μου. Θα πληρώσεις ακριβά για όλα όσα μου έκανες. Θα πληρώσετε όλοι σας!»

Και όπως έκανε ο Πέτρος όλα αυτά τα χρόνια, η Σελήνη περνάει την πόρτα, φτύνοντας στο πάτωμα. Η Θάλεια σηκώνεται και πλησιάζει τον Πέτρο.

«Τι θα κάνουμε τώρα, γλυκέ μου;»

«Θα περιμένουμε. Αυτή θα πάει στους γονείς της και αυτοί θα την διώξουν. Θα αναγκαστεί να επιστρέψει εδώ»

«Και αν δεν το κάνει;»

«Τότε θα πρέπει να κάνω αυτό που φοβάμαι»

«Να κάνεις τι;»

«Να στείλω τον Λύκο να την κυνηγήσει»

Η Σελήνη τρέχει έξω από το σπίτι, μπαίνει στο αυτοκίνητό της, ένα μικροσκοπικό, μπλε Smart, και ρίχνει το σακίδιό της στο κάθισμα του συνοδηγού. Κοιτάζει την αντανάκλασή της στον καθρέφτη και συνειδητοποιεί με χαρά ότι κάτι έχει αλλάξει επάνω της. Το χαμόγελο της.

Σε όλη της τη ζωή, αυτή συμπεριφερόταν σαν μια πλαστική κούκλα. Ντυνόταν, χαμογελούσε και προσποιούταν ότι όλα ήταν καλά. Από τότε που θυμάται τον εαυτό της, ποτέ δεν έχει χαμογελάσει πραγματικά. Μέχρι σήμερα. Αυτή τη λαμπρή και ευλογημένη νύχτα, αυτή χαμογελάει πραγματικά. Είναι ελεύθερη. Είναι ελεύθερη και έτοιμη να ζήσει τη ζωή της.

Αλλά όχι ακόμα. Αυτή έχει ακόμα ένα πράγμα να κάνει. Άλλη μια μάχη να δώσει. Αλλά αυτό δεν είναι πρόβλημα. Αυτή έχει πάρει φωτιά και τίποτα δεν μπορεί να την σταματήσει. Έτσι λοιπόν, ξεκινάει το αυτοκίνητο και κατευθύνεται προς το πεδίο της μάχης, το σπίτι των γονιών της.

Είκοσι λεπτά αργότερα, αυτή φτάνει στον προορισμό της και ... Τι έκπληξη! Και οι δύο γονείς της την περιμένουν έξαλλοι στην πόρτα του κήπου. Αυτή παρκάρει το αυτοκίνητο, σβήνει τη μηχανή και είναι έτοιμη να βγει, αλλά καθώς προσπαθεί να ανοίξει την πόρτα, βλέπει ότι το χέρι της τρέμει. Κλείνει τα μάτια της και ψιθυρίζει.

«Έλα, μικρή φωνούλα. Μην μ' αφήνεις μόνη τώρα»

Και η μικρή φωνούλα ακούει την ικεσία της.

"Μην ανησυχείς, Σελήνη. Δεν πάω πουθενά. Θα είμαι μαζί σου όσο με χρειάζεσαι. Τώρα πήγαινε να κάνεις αυτό που πρέπει, κορίτσι μου. Δείξε σ' αυτά τα καθάρματα τι πραγματικά είσαι. Μία λύκαινα!»

Αποφασισμένη, βγαίνει από το αυτοκίνητο και χτυπά την πόρτα πίσω της. Πλησιάζει την πύλη του κήπου και ακουμπάει στο γραμματοκιβώτιο, σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος της.

«Απ' ότι βλέπω, ο άθλιος, πρώην αρραβωνιαστικός μου σας τηλεφώνησε. Τι σας είπε; Σας κλάφτηκε ή άρχισε να απειλεί;»

«Σελήνη, καλύτερα να σταματήσεις, αλλιώς ...»

«Αλλιώς τι, μπαμπά; Θα με χτυπήσεις ή θα με κλειδώσεις ξανά στο υπόγειο;»

«Θέλεις πραγματικά να μάθεις, ανόητο πρόβατο;»

Ο Λέανδρος αρχίζει να κινείται προς την κατεύθυνση της.

«Κάνε ένα ακόμη βήμα, παλιοκάθαρμα, και θα ουρλιάξω τόσο δυνατά που θα μαζευτεί εδώ ολόκληρη η γειτονιά σε δευτερόλεπτα»

«Λέανδρε, σταμάτα. Δεν την βλέπεις; Έχει τρελαθεί εντελώς. Σελήνη, μπες στο αμάξι σου και γύρνα στο σπίτι. Πέσε στα πόδια του Πέτρου και ζήτησε του συγγνώμη. Θα σε δεχτεί πίσω. Μου το είπε»

«Αλήθεια, μητέρα; Θα είναι τόσο ευγενής και ανοιχτόκαρδος; Ω, Θεέ μου! Είμαι τόσο συγκινημένη!»

Ειρωνεία και σαρκασμός ξεχύνονται από κάθε πόρο του κορμιού της Σελήνης.

«Πώς τολμάς να κοροϊδεύεις, ανόητο πρόβατο! Αν σε διώξει ο Πέτρος, τι στο διάολο θα κάνεις;»

«Θα ζήσω τη ζωή μου»

«Μη λες πράγματα που δεν μπορείς να κάνεις, Σελήνη. Είσαι άχρηστη!»

«Και για να τελειώνουμε. Χωρίς τον Πέτρο, δεν έχεις θέση στο σπίτι μας. Δεν σε θέλουμε πια εδώ»

Ορίστε λοιπόν ... Τελικά ο Πέτρος είχε δίκιο. Αυτά τα δύο καθάρματα διάλεξαν έναν ξένο αντί για την κόρη τους. Μεταξύ μας, η Σελήνη ήξερε ότι έτσι θα γινόταν, αλλά δεν ήθελε να το παραδεχτεί. Αυτή ήλπιζε σε ένα θαύμα. Αλλά ποιον κοροϊδεύει; Δεν γίνονται θαύματα στην πραγματική ζωή»

«Αν είναι έτσι, κύριε Νουβάκη, μπορείτε ωραιότατα να πάτε να γαμηθείτε! Φεύγω και δεν θα γυρίζω ποτέ ξανά. Ούτε καν για την γαμημένη την κηδεία σου όταν ψοφήσεις. Σας βαρέθηκα όλους! Εσείς οι δύο μπορείτε να πάρετε τον αγαπημένο σας Πέτρο και την χοντρή την πουτάνα του και να τους χώσετε βαθιά στον άχρηστο κώλο σας»

Η Σελήνη είναι εκτός εαυτού. Οι κραυγές της κάνουν τους γείτονες να βγουν στα παράθυρα. Αυτή γυρίζει και πηγαίνει προς το αυτοκίνητο της, αλλά πριν μπει, έχει κάτι τελευταίο να πει.

«Και να το θυμάστε καλά αυτό. Θα εκδικηθώ! Δεν ξέρω πότε και πώς, αλλά θα σας κάνω να πληρώσετε για όλα όσα μου έχετε κάνει»

«Οι απειλές σου δεν μας τρομάζουν, Σελήνη. Όλοι ξέρουμε πόσο αξιολύπητη είσαι»

«Όπου κι αν πας, ό,τι κι αν κάνεις, θα επιστρέψεις σε εμάς, αργά ή γρήγορα»

«Μην κρατήσεις την αναπνοή σου μέχρι τότε, σκύλα»

Η Σελήνη μπαίνει στο αυτοκίνητο και χάνεται στο σκοτάδι της νύχτας, κρατώντας το μεσαίο της δάχτυλο σηκωμένο έξω από το παράθυρο. Ο Λέανδρος και η Αλίκη κοιτάζουν την κόρη τους σαν να την βλέπουν για πρώτη φορά. Δεν μπορούν να πιστέψουν ότι αυτή η γυναίκα είναι το υπάκουο πρόβατο που γνώριζαν μέχρι τώρα.

«Τι κάνουμε τώρα, Αλίκη;»

«Περιμένουμε. Αυτή δεν θα πάει πολύ μακριά. Δεν θυμάσαι όλες τις προηγούμενες φορές; Αυτή δεν είναι σαν την Χλόη. Αυτή πάντα επιστρέφει»

***

~ ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΜΕΤΑ ~ 15 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2010 ~ ΑΡΓΑ ΤΟ ΒΡΑΔΥ ~

~ ΚΑΠΟΥ ΕΞΩ ΑΠ' ΤΑ ΚΑΜΕΝΑ ΒΟΥΡΛΑ ~

~ ΑΠ' ΤΗΝ ΣΚΟΠΙΑ ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ ~

Να'μαι λοιπόν, τρεις μέρες και τρεις νύχτες μετά την επανάσταση μου. Είμαι ακόμα στο αυτοκίνητο. Οδηγώ χωρίς προορισμό. Απλώς οδηγώ. Έχω ήδη περάσει δύο ή τρεις ή τέσσερις πόλεις. Δεν ξέρω ακριβώς. Δεν έχω μετρήσει πραγματικά και ξέρετε γιατί; Γιατί για πρώτη φορά στη ζωή μου δεν έχω να δώσω λογαριασμό σε κανέναν. Είμαι ελεύθερη!

Αυτές οι τρεις μέρες ήταν οι καλύτερες της ζωής μου. Όχι, όχι, δεν κάνω πλάκα. Μπορεί να σας φαίνεται περίεργο ή ακόμα και αστείο, αλλά σοβαρολογώ. Όλη αυτή η ελευθερία είναι πρωτόγνωρη για μένα. Να τρώω και να πίνω ότι θέλω και όποτε θέλω, να κοιμάμαι όταν θέλω, να οδηγώ, να σταματώ, να κάνω ό,τι θέλω. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, πάντα κάποιος με διέταζε. 'Σελήνη, φάε', 'Σελήνη, πιες', 'Σελήνη, κοιμήσου', 'Σελήνη, χόρεψε'. Δεν είχα ποτέ την ευκαιρία να είμαι παιδί ή έφηβος, ήμουν πάντα ένα γαμημένο στρατιωτάκι που ...

Ξέρετε κάτι; Δεν πειράζει. Δεν έχει πια σημασία. Ό,τι έγινε, έγινε και ανήκει στο παρελθόν. Από δω και πέρα, όλα θ' αλλάξουν και θα ζήσω τη ζωή μου όπως μου αρέσει, στο έπακρο. Θα χτίσω έναν νέο κόσμο, τον δικό μου κόσμο, όπως τον θέλω, και αυτή τη φορά με γερά θεμέλια. Αλλά θα έχουμε την ευκαιρία να μιλήσουμε γι' αυτό αργότερα. Είναι λίγο αργά τώρα, και είμαι κουρασμένη. Θα ήθελα να βρω ένα μοτέλ για να φάω ένα ωραίο δείπνο και μετά να κοιμηθώ. Για να δούμε.

Σταματάω σε ένα πάρκινγκ της εθνικής και ανοίγω ένα χάρτη. Τώρα θα με ρωτήσετε γιατί δεν έχω ένα απ' αυτά τα έξυπνα τηλέφωνα. Γιατί αυτός ο μπάσταρδος ο Πέτρος μου το είχε απαγορεύσει. Τέλος πάντων! Καλύτερα να μην αρχίσω. Θα αγοράσω ένα με την πρώτη ευκαιρία, όμως τώρα θα πορευτώ με ότι έχω. Για να δούμε ... Το κοντινότερο μοτέλ είναι ... Μχμμμ ... 'Μοτέλ Κρυφές Επιθυμίες', έξι χιλιόμετρα πιο κάτω. Τέλεια!

Ξαναβάζω τον χάρτη στο ντουλαπάκι και ξεκινάω το αμάξι. Λίγα λεπτά αργότερα, έχω ήδη παρκάρει και μπαίνω στη ρεσεψιόν. Πίσω από τον γκισέ κάθεται ένας νεαρός άνδρας, γύρω στα δεκαοκτώ. Όταν με βλέπει, τα μάτια του ανοίγουν διάπλατα και το στυλό που κρατάει γλιστράει από το χέρι του.

Είναι καταπληκτικό, ξέρετε. Τις τελευταίες μέρες, έχω παρατηρήσει πώς αντιδρούν οι άντρες όταν με βλέπουν και είναι αρκετά αστείο. Όσο ήμουν με τον Πέτρο, κάθε φορά που βγαίναμε, κρατούσα το κεφάλι μου σκυμμένο. Το κάθαρμα μου φορούσε παρωπίδες και τώρα ξέρω γιατί. Γιατί δεν ήθελε να ξέρω ότι δεν περνούσα απαρατήρητη απ' τους άλλους άντρες. Μου έλεγε συνέχεια ότι δεν ήμουν όμορφη ή ελκυστική. Με κατηγορούσε ότι είμαι ακόμα και ανοργασμική. Κι εγώ, η υπέρτατη ηλίθια, τον πίστευα. Κοίταζα στον καθρέφτη και έβλεπα αυτό που εκείνος ήθελε να βλέπω. Ο μούλος με είχε τυφλώσει και δεν μπορούσα να δω την αλήθεια. Αλλά τώρα μπορώ, και ξέρω ποια πραγματικά είμαι. Νομίζω τουλάχιστον.

Έτσι λοιπόν, τινάζω τα μαλλιά μου πίσω απ' τον ώμο μου και χαμογελάω στο αγόρι. Αυτός σηκώνεται όρθιος και μου μιλάει τραυλίζοντας. Πόσο αξιολάτρευτο!

«Κα ...Καλησπέρα, δεσ ... δεσποινίς»

«Καλησπέρα»

«Πώς ... Πως μπορώ να ... να σας βοηθήσω;»

«Μπορείς να ξεκινήσεις δίνοντάς μου ένα δωμάτιο»

«Μο ... μονό ή ... ή διπλό;»

«Μονό, δυστυχώς»

«Μονό, ε; Ω ... Ωραία! Συγ ... Συγγνώμη! Εννοώ .... Τίποτα. Α ... Αφήστε με να ... να ελέγξω»

Το αγόρι ελέγχει το βιβλίο εισόδου και το πρόσωπο του σκοτεινιάζει ενώ το τραύλισμα του εξαφανίζεται.

«Λυπάμαι πραγματικά, δεσποινίς, αλλά δεν υπάρχουν διαθέσιμα μονόκλινα δωμάτια. Έχουμε μόνο ένα διαθέσιμο και αυτό είναι δίκλινο»

Ανασηκώνω τους ώμους αδιάφορα.

«Δίκλινο τότε»

«Το όνομά σας, παρακαλώ;»

«Σελήνη Νουβάκη»

«Σελήνη ... Τι όμορφο όνομα!»

«Ευχαριστώ ...;»

«Γιάννης, δεσποινίς. Το όνομα μου είναι Γιάννης»

«Ευχαριστώ, Γιάννη»

«Θα μείνετε πολλές μέρες;»

«Αυτό εξαρτάται»

«Ελπίζω να μείνετε. Ορίστε το κλειδί σας, δεσποινίς Νουβάκη. Δωμάτιο νούμερο τρία. Σας εύχομαι μια ευχάριστη διαμονή»

«Ευχαριστώ και πάλι, Γιάννη»

Κάνω να φύγω, αλλά τότε θυμάμαι τι ήθελα να ρωτήσω.

«Πες μου κάτι, Γιάννη. Υπάρχει τρόπος να βρω κάτι να φάω;»

«Φυσικά, δεσποινίς. Η κουζίνα μας είναι ανοιχτή όλη τη νύχτα. Οι ταξιδιώτες βλέπεται. Τακτοποιηθείτε στο δωμάτιο σας και καλέστε με για την παραγγελία σας»

«Θα το κάνω»

Βγαίνω έξω και παίρνω το δρόμο προς το δωμάτιό μου, σφυρίζοντας. Το μοτέλ είναι περιτριγυρισμένο από δέντρα, πεύκα νομίζω, και πίσω απ' αυτό, υπάρχει ένα δάσος. Το έδαφος είναι καλυμμένο με ψιλό χαλίκι και υπάρχουν αρκετές λάμπες φθορίου που φωτίζουν επαρκώς τον χώρο. Έξω από τα δωμάτια είναι παρκαρισμένα αυτοκίνητα, αλλά υπάρχει και μία μηχανή, από αυτές τις τεράστιες που μπορείς να κάνεις άνετα ακόμα και ταξίδι επάνω τους.

Αφού χαζεύω λίγο ακόμα την γυαλιστερή μηχανή, φτάνω έξω από το δωμάτιο με τον αριθμό τρία. Όμως, για περίμενε ένα λεπτό! Γιατί υπάρχει φως στο δωμάτιο; Ποιος ξέρει; Ίσως το άφησε η καθαρίστρια. Πηγαίνω και στέκομαι μπροστά στην πόρτα, αλλά καθώς ετοιμάζομαι να την ανοίξω, μια δυνατή, αρρενωπή και απίστευτα καταπληκτική φωνή αρχίζει να τραγουδάει ένα ευρέως γνωστό και πολύ αγαπημένο μου τραγούδι.

* Σ' ακολουθώ, στην τσέπη σου γλιστράω σαν διφραγκάκι τόσο δα μικρό. ... Σ' ακολουθώ και ξέρω πως χωράω μες στο λακκάκι που 'χεις στο λαιμό. ... Έλα κράτησέ με και περπάτησέ με μες στο μαγικό σου το βυθό. ... Πάρε με μαζί σου στο βαθύ φιλί σου, μη μ' αφήνεις μόνο θα χαθώ*

Ακουμπάω την πλάτη μου στην πόρτα και απολαμβάνω το ακουστικό ιντερμέδιο. Σας ορκίζομαι! Αυτή είναι η πιο εκπληκτική φωνή που έχω ακούσει ποτέ, και μιλάει κατευθείαν βαθιά στην ψυχή μου. Πάντα μου άρεσε η μουσική, αλλά ποτέ δεν με άγγιξε μια φωνή με αυτόν τον τρόπο. Το τραγούδι συνεχίζεται ...

* Σ' ακολουθώ και πάνω σου κολλάω σαν φανελάκι καλοκαιρινό. ... Σ' ακολουθώ, σ' αγγίζω και πονάω, κλείνω τα μάτια και σ' ακολουθώ. ... Έλα κράτησέ με και περπάτησέ με μες στο μαγικό σου το βυθό. ... Πάρε με μαζί σου στο βαθύ φιλί σου, μη μ' αφήνεις μόνο θα χαθώ*

Το τραγούδι έχει σχεδόν τελειώσει και είμαι ήδη άνευ όρων και αμετάκλητα ερωτευμένη με τον άγνωστο τραγουδιστή. Τι στο διάολο μου συμβαίνει; Όλα αυτά τα χρόνια δεν μπόρεσα ποτέ να νιώσω τίποτα εκτός από μίσος ή φόβο, και τώρα η καρδιά μου είναι γεμάτη αγάπη για κάποιον που δεν έχω δει καν. Σίγουρα κάτι δεν πάει καλά με μένα. Είμαι διαλυμένη. Τα καθάρματα με κατέστρεψαν. Θεέ μου, πόσο τους μισώ!

Μα τι στο καλό σκέφτομαι τώρα; Γαμώτο! Μάλλον με επηρέασε πολύ η φωνή πίσω από την πόρτα μου. Περίμενε! Τι είπα μόλις τώρα; Η φωνή πίσω από την πόρτα μου; Τι στο διάολο συμβαίνει εδώ;

Λίγο απότομα, ξυπνάω από τη νιρβάνα μου, βάζω το κλειδί στην κλειδαριά και ανοίγω την πόρτα. Μπαίνω στο δωμάτιο και το σαγόνι μου πέφτει στο πάτωμα σαν ξαφνιασμένο καρτούν. Με αυτό που βλέπω, είναι αδύνατον να συγκρατήσω τη γλώσσα μου.

«Μέγας είσαι, Κύριε και θαυμαστά τα έργα Σου!»

Αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα, βλέποντας να στέκεται μπροστά στα μάτια μου, στη μέση του δωματίου, σε όλο του το μεγαλείο, ολόγυμνος και λίγο βρεγμένος, ο πιο όμορφος, ελκυστικός, κολασμένα σέξι άντρας που έχω δει ποτέ. Ένα απίθανο έργο τέχνης! Ένας επίγειος θεός!


Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro