Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Μάχαιρα έδωσες, μάχαιρα θα λάβεις!

Η Σελήνη κάνει νόημα και ένας απ' τους άντρες τρέχει και της φέρνει ένα ψηλό σκαμπό. Της κρατάει το χέρι και τη βοηθά να καθίσει και μετά υποκλίνεται καθώς απομακρύνεται. Αυτή σταυρώνει τα πόδια της και βάζει τα χέρια της στο γόνατό της, μπλέκοντας τα δάχτυλά της. Ο Άρης την πλησιάζει και τυλίγει τα δάχτυλά του γύρω απ' τη γάμπα της, με ένα χαριτωμένο κτητικό τρόπο.

«Με ποιον θες να ξεκινήσεις. Γατούλα;»

«Με τον Πέτρο νομίζω. Εσύ τι λες;»

«Ό,τι πεις εσύ. Εσύ δίνεις τις εντολές και εγώ εκτελώ»

Η συζήτηση μεταξύ τους είναι αρκετά απλή σαν αυτοί να μιλούν για κάτι ασήμαντο, όπως τι θα φάνε για βράδυ ή τι θα δουν στην τηλεόραση.

«Πολύ καλά. Φέρε μου τον Πέτρο»

«Ευχαρίστως!»

Ο Άρης πλησιάζει τον Πέτρο και τον κοιτάζει με μάτια γεμάτα μίσος. Αυτός σηκώνει τα χέρια του τρομαγμένος.

«Τι κάνεις, Λύκε; Είχαμε μια συμφωνία»

«Ακόμα δεν το κατάλαβες, ηλίθιε; Η συμφωνία χάλασε!»

Ο Άρης αρπάζει τον Πέτρο απ' τον γιακά και τον σέρνει μπροστά στα πόδια της Σελήνης.

«Όλος δικός σου, Γατούλα»

Η Σελήνη γέρνει το κεφάλι της στο πλάι και κοιτάζει τον Πέτρο με στενά μάτια. Αυτός την κοιτάζει σαν να μην την αναγνωρίζει.

«Τι συμβαίνει, Πέτρο; Γιατί με κοιτάς έτσι; Δεν μ' αναγνωρίζεις; Εγώ είμαι, η Σελήνη»

«Όχι. Δεν είσαι εσύ. Είσαι κάποια άλλη. Δεν είσαι η Σελήνη μου»

«Η Σελήνη σου;»

Αυτή ξεσπάει σε ασυγκράτητα γέλια.

«Γιατί γελάς; Που είναι τ' αστείο; Κάποτε ήσουν η Σελήνη μου»

Αυτή σταματάει να γελάει και τον κοιτάζει με μίσος.

«Δεν ήμουν ποτέ η Σελήνη σου, ρε μαλάκα. Μ' ακούς; Ποτέ! Μ' ανάγκασες να είμαι μαζί σου! Ήμουν απλώς ένα πρόβατο που ακολουθούσε το κοπάδι. Ένας στρατιώτης που ακολουθούσε εντολές χωρίς τη θέληση του. Ποτέ σου δεν με είχες! Ποτέ δεν σου ανήκα! Ποτέ!»

«Μα ...»

«Σκάσε! Όλα αυτά τα χρόνια, εσύ μιλούσες κι εγώ άκουγα. Τώρα όμως τα πράγματα έχουν αλλάξει. Εγώ θα μιλάω και εσύ θ' ακούς. Θα μιλάς μόνο όταν σου απευθύνω τον λόγο. Συνεννοηθήκαμε;»

«Ναι»

«Πολύ καλά. Άρη μου, δώσε μου τις επιταγές, σε παρακαλώ»

Ο Άρης βάζει το χέρι στην εσωτερική τσέπη του σακακιού του, βγάζει ένα μάτσο χαρτιά και τα δίνει στη Σελήνη, η οποία τα δείχνει στον Πέτρο.

«Τις αναγνωρίζεις αυτές;»

Ο Πέτρος κοιτάζει τα χαρτιά και τα μάτια του ανοίγουν σοκαρισμένα.

«Είναι ...»

«Οι επιταγές που έδωσες στον Χασάπη για τα χρέη σου στον τζόγο»

«Μα πώς; Πώς έφτασαν στα χέρια σου;»

«Αγόρασα το χρέος σου. Γιατί νομίζεις ο Χασάπης σταμάτησε να σε κυνηγάει;»

«Σκέφτηκα ...

«Χέστηκα τι σκέφτηκες. Το γεγονός είναι ότι μου χρωστάς και θέλω τα λεφτά μου»

«Σελήνη, σε παρακαλώ! Εγώ δεν ...»

«Δεν τι; Δεν έχεις λεφτά; Και πως θα πλήρωνες τον Χασάπη; Με τα λεφτά μου, ε; Τα λεφτά που προσπάθησες να μου κλέψεις»

«Σελήνη, εγώ ... Εγώ ...»

«Εσύ τι; Δεν το έκανες; Σ' αυτό εδώ το κλαμπ δεν έκανες συμφωνία με τον Λύκο για μένα; Το ανόητο και ανοργασμικό πρόβατο;»

Ο Πέτρος κρεμάει το κεφάλι του ντροπιασμένος χωρίς να λέει τίποτα.

«Τίποτα, ε; Το περίμενα αυτό. Δεν έχεις τα κότσια να το παραδεχτείς. Πάντα ήσουν ένας γαμημένος δειλός. Βλέπεις, Θάλεια; Βλέπεις τον άντρα που αγαπάς; Βλέπεις πόσο δειλός είναι;»

Η Θάλεια κουνάει το κεφάλι της απογοητευμένη και η Σελήνη γυρίζει ξανά στον Πέτρο.

«Λοιπόν, για να τελειώνουμε. Όπως σου είπε ο Λύκος, η συμφωνία χάλασε, οπότε δεν θα πάρεις δεκάρα. Αυτό είναι ένα γεγονός. Ένα άλλο γεγονός είναι ότι εγώ θα πάρω τα λεφτά που μου χρωστάς. Επειδή όμως δεν είμαι παράλογη, θα σε διευκολύνω. Θα σου δώσω δώδεκα μήνες για να πληρώσεις τα σαράντα πέντε χιλιάρικα. Κάθε πρώτη του μήνα θα έρχεσαι εδώ και θα δίνεις τρεις χιλιάδες οχτακόσια ευρώ στον Νέγρο. Για να δεις πόσο καλή είμαι, σου έβαλα μονάχα εξακόσια ευρώ τόκο. Μην το πεις ούτε του παπά! Βέβαια, αν χάσεις μια δόση, θα πρέπει ν' αντιμετωπίσεις τις συνέπειες, οι οποίες θα είναι πολύ οδυνηρές. Συμφωνείς μ' αυτό;»

Ο Πέτρος απλώς γνέφει καταφατικά χωρίς να παράγει ήχο, κάτι που εξοργίζει τη Σελήνη.

«Μίλα, ρε μπάσταρδε! Πες μια γαμημένη λέξη! Υπερασπίσου τον εαυτό σου! Διαπραγματεύσου! Πες κάτι! Όλα αυτά τα χρόνια φώναζες και οδυρόσουν. Τι έπαθες τώρα; Η γάτα σου έφαγε τη γλώσσα; Μίλα!»

«Συγγνώμη, Σελήνη!»

«Συγγνώμη; Για τι απ' όλα αυτά που μου έκανες ζητάς συγγνώμη;»

«Για όλα»

«Γονάτισε»

«Τι είπες;»

«Είπα, γονάτισε μπροστά μου!»

Ο Πέτρος κουνάει το κεφάλι του.

«Όχι! Όχι αυτό! Όχι!»

«Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι έχεις επιλογή;»

«Τι ... Τι εννοείς;»

Η Σελήνη στρέφεται στον Άρη, χαμογελώντας.

«Άρη μου, εξήγησε σ' αυτόν τον ηλίθιο τι εννοώ»

Ο Άρης χτυπάει τα χέρια του με ανυπομονησία.

«Επιτέλους!»

Ο Άρης πηγαίνει πίσω απ' τον Πέτρο, βάζει τα χέρια του στους ώμους του και τον κλωτσάει δυνατά στο πίσω μέρος του γόνατου, πρώτα στο ένα και μετά στο άλλο.

«Σου είπε να γονατίσεις, ρε μαλάκα! Τι δεν κατάλαβες;»

Οι κλωτσιές του Άρη κάνουν τα γόνατα του Πέτρου να λυγίσουν και εκείνος πέφτει στο πάτωμα. Η Θάλεια κάνει να τρέξει κοντά του, αλλά ο Σκύλος την αρπάζει απ' το μπράτσο και την σπρώχνει πίσω στην καρέκλα.

«Μην κουνηθείς, σκύλα!»

Ο Άρης κρατάει τον Πέτρο κάτω στο πάτωμα. Η Σελήνη βγάζει τις πανάκριβες γόβες της, πηδάει απ' το σκαμπό και προχωράει προς το μέρος τους.

«Πες μου, ρε μαλάκα. Θυμάσαι τι συνέβη πριν τέσσερα χρόνια; Όταν ήμουν εγώ στο έδαφος και εσύ με χτυπούσες; Τώρα είναι η σειρά μου. Τώρα θα πληρώσεις για όλα!»

Αυτή κοιτάζει τον Άρη κι εκείνος γνέφει, σχηματίζοντας τις λέξεις με τα χείλη του.

«Κάντο!»

Τότε, με όλη της τη δύναμη, όπως της έμαθε ο Άρης, η Σελήνη κλωτσάει τον Πέτρο στο πρόσωπο με τη φτέρνα της, ουρλιάζοντας.

«Αυτό είναι για τη διάσειση μου, ρε αρχίδι!»

Στη συνέχεια, ο Άρης τεντώνει το χέρι του Πέτρου και η Σελήνη πατάει με δύναμη στην άρθρωση του αγκώνα και του σπάει το κόκκαλο.

«Αυτό είναι για το σπασμένο μου χέρι, ρε καριόλη!»

Ο Πέτρος ουρλιάζει απ' τον πόνο, αλλά η Σελήνη δεν έχει τελειώσει ακόμα μαζί του. Η τρίτη κλωτσιά στοχεύει τα πλευρά του.

«Αυτό είναι για τα σπασμένα πλευρά μου, ρε μπάσταρδε!»

Και τέλος, η πιο δυνατή, η πιο βίαιη κλωτσιά προσγειώνεται στα γεννητικά του όργανα.

«Κι αυτό είναι για τον βιασμό μου, ρε γαμημένο κάθαρμα!»

Ο Πέτρος συνεχίζει να ουρλιάζει απ' τον πόνο, ζητώντας βοήθεια, αλλά δεν υπάρχει κανείς να τον βοηθήσει. Όπως δεν υπήρχε κανείς να βοηθήσει τότε τη Σελήνη.

«Τώρα ξέρεις πώς είναι»

Φτύνοντας στο ματωμένο πρόσωπό του, η Σελήνη απομακρύνεται, παίρνει τα παπούτσια της και τα φοράει ξανά. Μετά, κοιτάζει τον Άρη.

«Άρη μου, βγάλε τα σκουπίδια έξω, σε παρακαλώ»

«Θέλεις να τον παρατήσουμε στη μέση του πουθενά;»

«Όχι. Δεν θα γίνω σαν αυτόν. Πέτα τον έξω από ένα νοσοκομείο»

Ο Άρης γυρίζει στον Νέγρο.

«Νέγρο, άκουσες την κυρά σου. Κανόνισε το!»

«Ναι, αφεντικό»

Τότε, ο Άρης στρέφεται στον Πέτρο, ο οποίος σφαδάζει απ' τον πόνο, πεσμένος ακόμα στο πάτωμα.

«Κι εσύ, μαλάκα, θα πεις ότι κάποιος σε χτύπησε για να σε ληστέψει. Αν πεις έστω και μία λέξη γι' αυτό που συνέβη εδώ, θα σε βρω και θα σε κάνω να με παρακαλάς να σε σκοτώσω. Το κατάλαβες;»

Ο Πέτρος βλεφαρίζει μια φορά, χωρίς να μπορεί καν να μιλήσει.

«Πάρτε τον!»

Δύο απ' τους άντρες αρπάζουν τον Πέτρο, αλλά πριν τον βγάλουν έξω, ο Νέγρος έχει κάτι τελευταίο να του πει.

«Τα λέμε την πρώτη του μηνός, μαλάκα. Μη μ' αναγκάσεις να έρθω να σε ψάξω»

Ο Πέτρος βλεφαρίζει μία τελευταία φορά πριν χάσει τις αισθήσεις του. Ο Νέγρος γυρίζει τα μάτια του.

«Ω! Έλα τώρα! Αφεντικό, ο μαλάκας λιποθύμησε»

«Λιποθύμησε ή πέθανε;»

Ο Νέγρος ελέγχει τον σφυγμό του Πέτρου.

«Λιποθύμησε»

«Εντάξει. Κάνε αυτό που σου είπε η κυρά σου»

Ο Νέγρος κάνει σήμα στους δύο άντρες και αυτοί μεταφέρουν έξω τον αναίσθητο Πέτρο. Η Θάλεια προσπαθεί να τον πλησιάσει ξανά, αλλά ο Σκύλος είναι πάντα εκεί.

«Τι σου είπα πριν; Μην κουνιέσαι!»

Η Θάλεια απευθύνεται στην Σελήνη.

«Τι άνθρωποι είστε εσείς; Σελήνη, πες του, σε παρακαλώ, να μ' αφήσει να πάω με τον Πέτρο. Με χρειάζεται»

«Κι εγώ χρειαζόμουν βοήθεια τότε, αλλά αυτό το κάθαρμα μ' άφησε να πεθάνω. Οπότε όχι. Κάτσε κάτω και σκάσε. Μη μ' αναγκάσεις ν' αμολήσω τον Σκύλο»

Η Θάλεια κάθεται πίσω, βάζει το πρόσωπό της στα χέρια της και αρχίζει να κλαίει. Κάτι που προκαλεί ένα πλατύ χαμόγελο στην Χλόη. Την ίδια στιγμή, ο Άρης πλησιάζει τη Σελήνη.

«Μπορείς να συνεχίσεις, Γατούλα;»

«Ναι. Θέλω να τελειώνω μ' αυτούς μια για πάντα»

«Όπως θες»

Κρατώντας το χέρι της την οδηγεί στον καναπέ απέναντι απ' τους γονείς της. Η Σελήνη κάθεται και ο Άρης κάθεται δίπλα της και βάζει το χέρι του γύρω απ' τη μέση της. Αυτή γέρνει πάνω του και κοιτάζει τους γονείς της με ένα πονηρό χαμόγελο στα χείλη της.

«Και τώρα η σειρά σας, αγαπητοί μου γονείς»

Οι Νουβάκηδες κοιτάζουν την κόρη τους, χωρίς να την αναγνωρίζουν. Και δεν κάνουν λάθος. Η γυναίκα που κάθεται απέναντί τους δεν είναι η κόρη τους. Είναι κάποια άλλη. Κάποια που δεν τους φοβάται πια. Κάποια επικίνδυνη. Κάποια που αυτοί πρέπει να φοβούνται. Δεν έχουν να κάνουν μ' ένα αθώο και δειλό πρόβατο πια. Αυτοί είναι αντιμέτωπη με μια αδίστακτη και δυνατή λύκαινα, έτοιμη να βυθίσει τους μυτερούς κυνόδοντές της στη σάρκα τους. Ο Θεός να τους βοηθήσει! Αλλά ακόμη και ο Θεός, επειδή είναι δίκαιος, τώρα κλείνει τα μάτια Του και επιτρέπει στη Σελήνη να πάρει την εκδίκησή της. Μάχαιρα έδωσες, μάχαιρα θα λάβεις!

«Μα πού πήγαν οι τρόποι μου; Αγαπητή μου ξαδέρφη, έλα κοντά μας. Δεν είναι σωστό να κάθεσαι μόνη. Έλα, μη φοβάσαι. Δεν θα σου κάνω κακό. Τουλάχιστον όχι ακόμα!»

Όταν η Θάλεια δεν κουνάει ούτε βλέφαρο, η Σελήνη απευθύνεται στην Χλόη.

«Τι λες, Χλόη; Θα της χρησίμευε λίγη βοήθεια, ε;»

«Νομίζω ότι έχεις δίκιο»

«Σκύλε, δως της ένα χεράκι»

«Αμέσως, Κυρά μου»

Ο Σκύλος, όχι και τόσο ευγενικά, πιάνει τη Θάλεια απ' το μπράτσο και τη φέρνει μπροστά στη Σελήνη, η οποία του δείχνει τον καναπέ απέναντι της.

«Βάλτη να κάτσει εκεί»

Με μια χαλαρή κίνηση του χεριού του, ο Σκύλος πετάει τη Θάλεια στον καναπέ δίπλα στους θείους της.

«Ήρεμα, Σκύλε! Με πονάς!»

Ο Σκύλος σκύβει πάνω στο πρόσωπό της, οι μύτες τους σχεδόν ακουμπούν, και γρυλίζει απειλητικά.

«Μόνο η κυρά μου μπορεί να με αποκαλεί Σκύλο. Με κατάλαβες, σκύλα; Αν με πεις έτσι άλλη μια φορά, θα σε κάνω να κατουρηθείς πάνω σου»

«Συγγνώμη, κύριε»

Η Χλόη και ο Ορέστης γελούν. Το ίδιο και ο Άρης, αλλά η Σελήνη όχι. Αυτή καθαρίζει το λαιμό της.

«Λοιπόν, Λέανδρε και Αλίκη Νουβάκη, ξέρετε γιατί είστε εδώ;»

Η Σελήνη περιμένει, αλλά οι γονείς της δεν ανοίγουν το στόμα τους. Ο Άρης γνέφει στον Νέγρο, που στέκεται πάνω απ' τα κεφάλια τους, και αυτός τους αρπάζει απ' τον σβέρκο.

«Όταν ρωτάει κάτι η κυρά μου, εσείς θ' απαντάτε αμέσως, αλλιώς θα σας σπάσω το λαιμό»

Η Θάλεια, αρκετά φοβισμένη, αρχίζει να κλαψουρίζει.

«Θείε, θεία, σας παρακαλώ! Κάντε αυτό που σας λένε για να φύγουμε από δω μια ώρα αρχύτερα. Σας ικετεύω!»

Η Σελήνη κουνάει το κεφάλι της.

«Βλέπετε; Η Θάλεια είπε κάτι σωστό. Άντε, λοιπόν! Σας έκανα μία ερώτηση»

«Υποτίθεται ότι θα συναντούσαμε τον νέο ιδιοκτήτη του σπιτιού μας»

«Και αυτό ακριβώς κάνετε τώρα»

«Τι εννοείς; Εσύ είσαι;»

«Το βρήκες! Είσαι έξυπνη τελικά! Ναι, εγώ είμαι. Μόλις χθες τ' αγόρασα»

«Γιατί το έκανες αυτό;»

«Γιατί είναι το μέσο για να πετύχω τον σκοπό μου»

«Και ποιος είναι ο σκοπός σου;»

«Να σας εκδικηθώ. Να σας κάνω να υποφέρετε. Να σας προκαλέσω πόνο»

«Μα γιατί; Τι σου κάναμε;»

Αυτή η ερώτηση, αυτές οι λίγες λέξεις που βγαίνουν απ' το στόμα του Λέανδρου, και ειδικά ο τρόπος του, η γνήσια απορία στη φωνή του, κάνουν την Σελήνη να εκραγεί. Αυτή σηκώνεται όρθια και αρχίζει να ουρλιάζει στο πρόσωπο του.

«Πλάκα μου κάνεις, ρε μαλάκα; Τολμάς να με ρωτάς τι μου έκανες; Με κατέστρεψες! Με ταπείνωσες! Με διέλυσες! Μ' ανάγκασες να ζω με τον βιαστή μου! Μ' έδιωξες απ' το σπίτι που μεγάλωσα! Θέλεις κι άλλα;»

Αν ένα βλέμμα μπορούσε να σκοτώσει, οι Νουβάκηδες θα ήταν νεκροί εκείνη τη στιγμή. Ένα απ' αυτά τα θανατηφόρα βλέμματα φαίνονται στο πρόσωπο του Άρη, όταν η Σελήνη πέφτει στην αγκαλιά του, κλαίγοντας και σφίγγεται πάνω του. Αυτός της χαϊδεύει την πλάτη κι αρχίζει να της μιλάει ψιθυριστά.

«Έη! Έη! Όχι τώρα, Γατούλα. Όχι μπροστά σ' αυτούς. Μην τους δώσεις την ικανοποίηση»

Αυτή προσπαθεί να χωθεί ακόμα περισσότερο στην αγκαλιά του.

«Άρη, σε παρακαλώ! Δεν μπορώ να το κάνω άλλο αυτό! Δεν μπορώ να το χειριστώ. Πονάει πάρα πολύ. Κάντο να σταματήσει. Βοήθα με!»

Χωρίς να χάσει χρόνο, αυτός της πλαισιώνει το πρόσωπό και μιλάει πιο δυνατά αυτή τη φορά, με εκείνη τη άλλη φωνή.

«Κοίτα με, Σελήνη!»

Αυτή σηκώνει το βλέμμα κι εκείνος συνεχίζει.

«Είσαι δυνατή. Είσαι πανίσχυρη. Είσαι ατρόμητη. Είσαι ικανή για τα πάντα. Δεν είσαι πρόβατο. Είσαι λύκαινα»

«Όχι»

«Τι είσαι, Σελήνη;»

«Λύκαινα»

«Μπράβο το κορίτσι μου! Τώρα σήκω και δείξτε τους ποια πραγματικά είσαι. Ναι;»

«Ναι»

Αυτός σκύβει στ' αυτί της και ψιθυρίζει κάτι τελευταίο.

«Φάτους, Γατούλα! Κάντο για μένα!»

Τα λόγια του Άρη, ο ήχος της φωνής του, το άγγιγμα των χεριών του, η πίστη στα μάτια του, δίνουν στη Σελήνη τη δύναμη που χρειάζεται, όπως κάθε φορά. Αυτή σκουπίζει τα δάκρυά της και σηκώνεται, αλλά η Αλίκη γυρίζει τα μάτια της.

«Είσαι αξιολύπητη. Όπως ήσουν πάντα»

Η Σελήνη παίρνει μια βαθιά ανάσα και χαμογελάει.

«Νομίζεις ότι είμαι αξιολύπητη, ε; Εντάξει. Για να δούμε αν έχεις δίκιο. Πέστε μου, πόσο ενοίκιο πληρώνετε για το σπίτι;»

«Τι σχέση έχει αυτό τώρα;»

«Απάντησε μου, ρε μαλάκα!»

«Τετρακόσια ευρώ»

«Μάλιστα. Λοιπόν, απ' τον επόμενο μήνα θέλω τρία χιλιάρικα. Ούτε σεντς λιγότερο»

«Είσαι τρελή; Η σύνταξή μου είναι δύο χιλιάρικα. Πώς θα μπορέσουμε να σου δώσουμε αυτά που ζητάς;»

«Μπορείς να βάλεις ξανά τη γυναίκα σου στη δουλειά, όπως ακριβώς έκανες όταν αυτή ήταν δεκαέξι. Θυμάσαι;»

Η Αλίκη κοιτάζει την κόρη της τρομοκρατημένη.

«Ξέρεις; Πως; Πώς γίνεται αυτό; Κανείς δεν ξέρει. Τα αρχεία είναι σφραγισμένα»

«Νομίζεις ακόμα ότι είμαι αξιολύπητη, Αλίκη;»

Καθώς η Αλίκη βουλιάζει την απελπισία, ο Λέανδρος πάει ξανά να βγάλει την ουρά του απ' έξω.

«Όχι! Όχι! Αυτό ήταν μια παρεξήγηση!»

«Ποια ήταν η παρεξήγηση, Λέανδρε; Ότι ανάγκασες την ανήλικη γυναίκα σου να γίνει πουτάνα; Ότι αυτή καταδικάστηκε ενώ εσύ ξέφυγες; Καημένε Λέανδρε! Θυμάσαι πως καυχιόσουνα σε όλους για την παρθενιά της γυναίκας σου τη πρώτη νύχτα του γάμου σας; Εσύ κι αυτός είστε αξιολύπητοι, Αλίκη, όχι εγώ!»

Ο Λέανδρος γυρίζει στη γυναίκα του.

«Πόρνη! Ήταν δική σου ιδέα»

«Κάπως έπρεπε να ζήσουμε, Λέανδρε, γιατί εσύ ήσουν τόσο άχρηστος και τεμπέλης»

Το χαστούκι του Λέανδρου στην Αλίκη ακούγεται σαν πυροβολισμός. Αυτή πέφτει στο πάτωμα κρατώντας το μάγουλό της και η Θάλεια τρέχει κοντά της και την αγκαλιάζει.

«Σελήνη, σε παρακαλώ! Κάνε κάτι! Θα τη σκοτώσει!»

Η Σελήνη αντιδρά αμέσως.

«Νέγρο, κράτα τον κάτω!»

Ο Νέγρος αρπάζει τον Λέανδρο, ο οποίος παλεύει να ελευθερωθεί.

«Άσε με να τη σκοτώσω! Ξεφτίλισε τ' όνομά μου!»

Η Σελήνη είναι πραγματικά εκνευρισμένη.

«Σιγά το όνομα, ρε γελοίε! Κρατήστε τα προβλήματά σας έξω από δω. Είστε εδώ γι' άλλον λόγο. Κάτσε κάτω και σκάσε!»

Ο Λέανδρος κάθεται ξανά στον καναπέ, ενώ η Θάλεια βοηθά την Αλίκη να σηκωθεί, την ίδια στιγμή που η Σελήνη συνεχίζει ακάθεκτη.

«Τώρα, στο πραγματικό ζήτημα. Λέανδρε, είπες ότι η σύνταξή σου είναι δύο χιλιάρικα»

«Ναι»

Αυτή απλώνει το χέρι, παίρνει το φάκελο που έστειλε ο Διονύσης και το πετάει στον Λέανδρο.

«Ρίξε μια ματιά σ' αυτό. Αύριο το πρωί, αυτός ο φάκελος θα πάει στις αρμόδιες αρχές»

Ο Λέανδρος διαβάζει τα χαρτιά με τρεμάμενα χέρια.

«Πώς; Που τα βρήκες όλα αυτά; Σελήνη, δεν μπορείς να το κάνεις αυτό. Όχι αυτό!»

«Μπορώ, και θα το κάνω, εκτός αν ...»

«Εκτός αν τι;»

«Εσύ και η πόρνη σου δεχτείτε τους όρους μου»

«Ποιους όρους;»

«Λοιπόν, παρόλο που δεν τ' αξίζεις, θα σου δώσω δύο επιλογές. Η μία είναι να κάψω το σπίτι και να στείλω τα χαρτιά που σε βάζουν φυλακή ώστε η γυναίκα σου ν' αναγκαστεί να ξαναγυρίσει στο επάγγελμα για να τα βγάλει πέρα»

«Είσαι τρελή!»

«Αυτό είναι αλήθεια. Γι' αυτό η δεύτερη επιλογή είναι αυτή. Εσύ και η γυναίκα σου, γονατίστε μπροστά μου και ζητήστε συγγνώμη για όλα όσα μου κάνατε. Αν το κάνετε αυτό, όλα θα παραμείνουν όπως είναι. Θα σας αφήσω να κρατήσετε το σπίτι και θα κάψω τα χαρτιά της απάτης σου για να συνεχίσεις να παίρνεις τη σύνταξή σου. Και αν η συγγνώμη σας είναι ειλικρινής, θα σας δώσω και μηνιαίο επίδομα χιλίων ευρώ»

Η Αλίκη αρχίζει να φωνάζει.

«Θα το κάνουμε! Θα το κάνουμε! Λέανδρε, πες της ότι θα το κάνουμε!»

«Όχι! Όχι! Ποτέ! Δεν θα πέσω ποτέ στα πόδια της. Είναι ένα τίποτα. Ένα πρόβατο. Μια αχάριστη σκύλα. Είναι τρελή! Είναι όλοι τους τρελοί»

«Λέανδρε, σε παρακαλώ! Μην το κάνεις αυτό! Θα μείνουμε στον δρόμο. Θα καταστραφούμε!»

Η Θάλεια σπεύδει προς βοήθεια της θείας της.

«Έχει δίκιο η θεία. Η Σελήνη δεν αστειεύεται. Είδατε τι έκανε στον Πέτρο. Θείε, σκέψου καλά»

Η Σελήνη κοιτάζει το ρολόι στο χέρι της.

«Σας δίνω πέντε λεπτά για ν' αποφασίσετε. Τικ τακ!»

Και, ενώ η Αλίκη και η Θάλεια προσπαθούν να πείσουν τον Λέανδρο να δεχτεί την πρόταση της Σελήνης, εκείνη πλησιάζει τον Άρη, ο οποίος κάθεται λίγο πιο μακριά και είναι αρκετά ανήσυχος. Αυτή κάθεται δίπλα του και του χαϊδεύει τα μαλλιά.

«Τι τρέχει;»

«Με τρόμαξες νωρίτερα»

«Ναι. Δεν ξέρω τι μ' έπιασε. Αλλά, μην ανησυχείς. Δεν θα ξαναγίνει»

«Το υπόσχεσαι;»

«Το υπόσχομαι»

«Δώσε μου ένα φιλί»

Αυτή σκύβει και τον φιλάει στο μάγουλο.

«Ωραίο φιλί, αδερφούλα»

Αυτή γελάει.

«Έλα, μην παραπονιέσαι. Θα σου δώσω πολλά καθόλου αδερφικά φιλιά αργότερα. Αυτή τη στιγμή, έχουμε ν' ανάψουμε μια φωτιά»

«Πιστεύεις ότι δεν θα δεχτεί;»

«Ναι, αυτό πιστεύω»

«Τέλος πάντων! Θα το μάθουμε σύντομα. Ο χρόνος τους τελείωσε»

«Πάμε τότε»

Αυτοί πλησιάζουν και η Σελήνη απευθύνεται στον Λέανδρο.

«Ο χρόνος σου τελείωσε. Ελπίζω να πήρες την σωστή απόφαση»

Ο Άρης βγάζει ένα τηλεχειριστήριο απ' την τσέπη του και, πατώντας ένα κουμπί, η οθόνη ενός προτζέκτορα κατεβαίνει απ' την οροφή.

«Τι είναι αυτό; Θα δούμε ταινία;»

«Αυτό εξαρτάται από σένα, Λέανδρε. Νέγρο, κάνε την κλήση»

Ο Νέγρος πηγαίνει στο μπαρ και ανοίγει ένα φορητό υπολογιστή. Η επιφάνεια εργασίας εμφανίζεται στην οθόνη του προτζέκτορα. Αυτός κάνει μια κλήση στο Skype και ένας άντρας εμφανίζεται στο πανί ενώ στο βάθος, πίσω απ' την πλάτη του, φαίνεται το σπίτι. Η Αλίκη και η Θάλεια αναστατώνονται.

«Λέανδρε, είναι μπροστά στο σπίτι μας»

«Θείε, σοβαρολογούν. Θα σου κάψουν το σπίτι!»

Η φωνή του άντρα στο πανί ακούγεται γεμάτη ενθουσιασμό όταν ο Άρης πηγαίνει και στέκεται μπροστά στην κάμερα του υπολογιστή.

«Γεια σου, αφεντικό»

«Γεια σου, Μικρούλη. Πώς πάνε τα πράγματα εκεί;»

«Έχει παγώσει ο κώλος μας. Τι θα γίνει; Θ' ανεβάσουμε τη θερμοκρασία ή όχι;»

«Υπομονή, Μικρούλη»

Ο Άρης κοιτάζει τη Σελήνη κι εκείνη στρέφεται στον Λέανδρο.

«Λοιπόν, Λέανδρε; Τι θα γίνει; Φωτιά ή πάγος;»

Η δύο γυναίκες, η Αλίκη και η Θάλεια, κάνουν μία ύστατη προσπάθεια.

«Λέανδρε, σε ικετεύω!»

«Θείε, σε παρακαλώ!»

Όταν όμως ένας άντρας είναι τόσο στενόμυαλος, τόσο πεισματάρης, αλαζονικός και ανόητος, τα πάντα παίρνουν φωτιά γύρω του.

«Ποτέ! Ποτέ! Ποτέ! Είμαι ο Λέανδρος Νουβάκης και δεν θα γονατίσω ποτέ μπροστά σ' ένα πρόβατο σαν εσένα! Ποτέ!»

Η Σελήνη σηκώνει τους ώμους της.

«Όπως νομίζεις!»

Η Σελήνη κοιτάζει τον Άρη και αυτός σπεύδει να δώσει την εντολή στον Μικρούλη, αλλά εκείνος, εκτός απ' τη φωτιά, έχει ακόμα μία αδυναμία.

«Συγγνώμη, αφεντικό, αλλά θα προτιμούσα η εντολή να έρθει από την κυρά μας»

«Έτσι, ε; Μχμμμ ... Θα μιλήσουμε αργότερα γι' αυτό!»

«Εσύ φταις, αφεντικό. Βρήκες την καλύτερη»

«Το ξέρω»

Ο Άρης, χαμογελώντας με περηφάνια, κάνει νόημα στη Σελήνη κι εκείνη περπατάει και στέκεται μπροστά στην κάμερα.

«Γεια σου, Μικρούλη. Με βλέπεις;»

«Ναι, Κυρά μου. Σε βλέπω και είσαι υπέροχη. Έλα! Είμαι όλος αυτιά. Πες μου τι επιθυμείς!»

Η Σελήνη ρίχνει μια τελευταία ματιά στους γονείς της. Η μητέρα της την κοιτάζει με ικετευτικά μάτια, ενώ ο πατέρας της ακόμα δεν πιστεύει ότι θα πραγματοποιήσει την απειλή της.

«Κάψτο, Μικρούλη! Κάψε αυτή την σκατότρυπα ολοσχερώς!»

Η φωνή του Μικρούλη ηχεί πεντακάθαρα καθώς αυτός σηκώνει μ' ενθουσιασμό το φλογοβόλο, το όπλο της επιλογής του.

«Ακούσατε την κυρά μας, σκύλες. Ας κάψουμε αυτό το γαμημένο σπίτι!»

Μέσα στα επόμενα λεπτά, η οθόνη γεμίζει με πορτοκαλί φλόγες. Πορτοκαλί φλόγες που σχηματίζουν περίεργα μοτίβα καθώς χορεύουν έναν καυτό χορό. Ακόμη και μέσα απ' την οθόνη, αυτοί μπορούν να νιώσουν τη θερμότητα. Μπορούν ν' ακούσουν τον ήχο της φωτιάς να τρώει το ξύλο. Μπορούν να μυρίσουν το άρωμα του καμένου. Κανείς δεν μιλάει. Τα μάτια όλων είναι καρφωμένα στο πανί, βλέποντας, με κομμένη την ανάσα, το σπίτι να πέφτει θύμα της φωτιάς. Όλοι τους; Όχι ακριβώς!

Ο Άρης δεν κοιτάζει πια το φλεγόμενο σπίτι. Δεν τον ενδιαφέρει καθόλου το θέαμα. Αυτός κοιτάζει αυτό που τον νοιάζει περισσότερο κι αυτό δεν είναι άλλο απ' την Σελήνη. Την Σελήνη του. Αυτός κοιτάζει τα μάτια της που αντανακλούν τις φλόγες. Κοιτάζει τη φλέβα στο λαιμό της που πάλλεται. Κοιτάζει το στήθος της που φουσκώνει με κάθε ανάσα. Κοιτάζει τα χέρια της που ακουμπούν στους μηρούς της. Κοιτάζει το κεφάλι της που είναι γερμένο στο πλάι.

Η σκέψη ότι αυτή η γυναίκα είναι δική του κάνει την καρδιά του να χτυπάει σαν τρελή. Το στήθος του φουσκώνει από περηφάνια και η στύση του γίνεται απίστευτα σκληρή. Πρέπει να την πάρει τώρα, και δεν τον νοιάζει ποιος είναι μαζί του. Έτσι, σηκώνεται όρθιος και πηγαίνει προς το τραπέζι όπου έχει αφήσει το ποτό του. Στραγγίζει το ποτήρι με μια κίνηση και γυρίζει στη Σελήνη, που δεν έχει πάρει τα μάτια της από πάνω του από τότε που σηκώθηκε.

Αυτή καρφώνει το βλέμμα της στο δικό του πριν κοιτάξει κάτω το εξόγκωμα στο παντελόνι του. Ένα χαμόγελο εμφανίζεται στα χείλη της. Αυτός χτυπά τα δάχτυλά του και εκείνη ξέρει τι σημαίνει αυτό. Ο αφέντης της τη χρειάζεται. Όχι ότι αυτή παραπονιέται. Χρειάζεται κι αυτή τον αφέντη της. Τον έναν και μοναδικό. Τον παντοτινό της αφέντη. Έτσι, χωρίς να χάσει χρόνο, αυτή σηκώνεται και πηγαίνει στο γραφείο και αυτός την ακολουθεί.

~ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ~

Η Σελήνη κάθεται ήδη σταυροπόδι στο γραφείο όταν ο Άρης μπαίνει μέσα, κλείνει την πόρτα πίσω του και την κλειδώνει. Αυτή γέρνει πίσω και στηρίζεται στα χέρια της.

«Στη διάθεση σου, Αφέντη μου. Τι μπορώ να κάνω για σένα;»

Αυτός, με μάτια μαύρα απ' την επιθυμία, την πλησιάζει, βγάζοντας το πουκάμισο του.

«Γύρνα και σήκωσε το φόρεμά σου. Δείξε μου τι μου ανήκει»

«Ναι, Αφέντη»

Αυτή πηδάει κάτω, γυρίζει απ' την άλλη, ακουμπάει στο γραφείο και σηκώνει το φόρεμά της. Αυτός την πλησιάζει, της αρπάζει την δαντελένια κιλότα της και της ραπίζει τον ζουμερό κώλο της, κάνοντας τη να γκρινιάξει.

«Σ' αρέσει αυτή η κιλότα, Γατούλα;»

«Ναι, Αφέντη»

«Δεν με νοιάζει!»

Με μια κίνηση του καρπού του, αυτός σκίζει τη δαντέλα, προκαλώντας μια κραυγή απ' αυτήν. Χωρίς άλλη λέξη, ξεκουμπώνει το παντελόνι του και μπαίνει μέσα της, γρυλίζοντας σαν ζώο. Το γραφείο αρχίζει να τρέμει σαν να γίνεται σεισμός καθώς τη γαμάει δυνατά, κρατώντας σφιχτά τους γοφούς της. Εκείνος γρυλίζει και εκείνη δαγκώνει τα δάχτυλά της, προσπαθώντας να καταπνίξει τα βογκητά της, αλλά αυτό δεν του αρέσει και γι' αυτό, την πιάνει απ' τα μαλλιά και σηκώνει τον κορμό της, γρυλίζοντας στο πρόσωπό της.

«Δεν σου είπα ότι μ' αρέσει να σ' ακούω να ουρλιάζεις;»

«Ναι, Αφέντη»

«Τότε γιατί δεν το κάνεις;»

«Συγγνώμη, Αφέντη»

«Έχω κανόνες, Γατούλα, και απαιτώ να τους ακολουθείς»

«Μάλιστα, Αφέντη»

Αυτή ξαπλώνει μπρούμυτα στο γραφείο και βάζει τα χέρια της πίσω απ' την πλάτη της.

«Υπήρξα ανυπάκουη, Αφέντη, και μου αξίζει να τιμωρηθώ. Γάμησέ με πιο δυνατά και δεν θα τελειώσω μέχρι να μου δώσεις εσύ την εντολή»

«Μπράβο το κορίτσι μου!»

Είναι πολύ δύσκολο γι' αυτήν να μην τελειώσει, ειδικά όταν αυτός είναι τόσο βίαιος μαζί της. Γενικά δεν της αρέσει να τον παρακούει, αλλά μερικές φορές, όπως τώρα, το κάνει επίτηδες, για να λάβει την τιμωρία του. Για λίγα λεπτά, ξεχνάει εντελώς γιατί είναι εδώ απόψε και το μόνο που έχει σημασία είναι αυτός μέσα της. Σφίγγει τα δόντια της και περιμένει την εντολή του, που ευτυχώς δεν αργεί να έρθει.

«Είμαι έτοιμος, Γατούλα. Ήρθε η ώρα να ουρλιάξεις»

«Ναι, Αφέντη. Απλώς πες τη λέξη»

«Χύσε! Χύσε για μένα!»

Δεν ξέρει τι της προκαλεί τον οργασμό. Το πέος του μέσα της ή απλώς η φωνή του που της δίνει την εντολή. Ό,τι κι αν είναι, είναι ευχάριστο και προέρχεται απ' αυτόν και γι' αυτό δεν την ενδιαφέρει πραγματικά. Η κραυγή που βγαίνει απ' το στόμα της είναι τόσο δυνατή που αυτή νιώθει τις φωνητικές της χορδές να σκίζονται καθώς αυτός τη γεμίζει με το παχύ και καυτό υγρό του.

*

Λίγα λεπτά αργότερα, αυτή αναπαύεται στην αγκαλιά του. Είναι ξαπλωμένοι στο ανάκλιντρο, αυτός ανάσκελα κι εκείνη κυριολεκτικά χυμένη πάνω του, με το πρόσωπο της χωμένο στον λαιμό του. Εκείνος της χαϊδεύει απαλά την πλάτη με τ' ακροδάχτυλα του.

«Γατούλα;»

Αυτή σηκώνει το βλέμμα της κι εκείνος της χαμογελάει.

«Μόνο μη μου πεις ότι πρέπει να επιστρέψουμε μέσα»

«Πρέπει να επιστρέψουμε μέσα»

«Αχ! Το ήξερα. Ανάθεμα!»

Αυτός γελάει.

«Έλα, Γατούλα μου. Είμαστε στο τέλος»

«Το ξέρω. Εγώ απλά ...»

«Μετάνιωσες; Θέλεις να κάνεις πίσω; Μπορείς ακόμα να το κάνεις»

«Τι; Είσαι τρελός; Όχι! Δεν θα κάνω πίσω τώρα. Θέλω να τους αποτελειώσω!»

Αυτή σηκώνεται απ' το ανάκλιντρο κι αρχίζει να ντύνεται γρήγορα, μ' εκείνον να την κοιτάζει χαμογελώντας. Ξαφνικά, αυτή συνειδητοποιεί τι ακριβώς συνέβη και δείχνει τα δόντια της.

«Μόλις με χειραγώγησες, έτσι δεν είναι;»

Αυτός σηκώνει τους ώμους και γελάει.

«Γι' αυτό είμαι εδώ, Γατούλα. Για να σου δίνω αυτό που χρειάζεσαι»

«Το ξέρω και σ' ευχαριστώ γι' αυτό. Σου χρωστάω τα πάντα. Εξαιτίας σου, έμαθα να είμαι δυνατή και γενναία. Με άλλαξες και σου είμαι ευγνώμων γι' αυτό»

Αυτός σηκώνεται και περπατά προς το μέρος της. Της χαϊδεύει το σαγόνι και της σηκώνει το κεφάλι.

«Μόνη σου άλλαξες και έγινες αυτό που έπρεπε να γίνεις. Εγώ ίσως πάτησα μερικά κουμπιά. Αυτό είναι όλο»

«Υπόσχομαι ότι θα παραμείνω τόσο δυνατή, αλλά ...»

«Αλλά τι;»

«Μερικές φορές χρειάζομαι κάποιον πιο δυνατό, κάποιον να είναι από πάνω μου και θέλω να είσαι εσύ αυτός ο κάποιος»

«Θα είμαι, Γατούλα. Εσύ θα κυβερνάς τους πάντες κι εγώ θα κυβερνώ εσένα»

«Για πάντα;»

«Για πάντα»

Αυτή χαμογελάει και τώρα, είναι αυτή που βάζει το δάχτυλό της κάτω απ' το πηγούνι του.

«Τέλεια! Πάμε μέσα τώρα»

«Χωρίς κιλότα;»

«Αφού την έσκισες»

«Μχμμμ ... Σωστά»

«Δεν πειράζει, ξέρεις. Θα μ' ερεθίζει πραγματικά όταν θα με κοιτάς και θα ξέρεις ότι δεν υπάρχει τίποτα κάτω απ' το φόρεμά μου»

«Τέλεια! Απλώς τέλεια!»

Αυτός στραβώνει το στόμα του κι αυτή γελάει. Μετά, αφού έλεγξαν τα ρούχα τους για τελευταία φορά, αυτοί επιστρέφουν στην αίθουσα πιασμένοι χέρι-χέρι. Εκεί, βρίσκουν τους Νουβάκηδες να κάθονται στον καναπέ συντετριμμένοι και δίπλα τους τη Θάλεια να κρατάει ένα ματωμένο πανί στη μύτη της. Ο Ορέστης κρατάει μια έξαλλη Χλόη, η οποία παλεύει ν' ελευθερωθεί. Ο Νέγρος και ο Σκύλος είναι έτοιμοι να επέμβουν αν συμβεί οτιδήποτε. Ο Άρης ανοίγει τα χέρια του απορημένος και λιγάκι εκνευρισμένος.

«Τι στο διάολο έγινε εδώ; Έλειψα μονάχα για λίγα λεπτά και εσείς μετατρέψατε το μέρος σε μια γαμημένη αρένα; Για όνομα του Θεού!»

Η Σελήνη περπατάει μέχρι τη Χλόη.

«Τι έγινε, μωρή; Γιατί είσαι έτσι έξαλλη; Και το πιο σημαντικό, γιατί η Θάλεια βρίσκεται σ' αυτή την κατάσταση;»

Ο Λέανδρος σηκώνεται κι αρχίζει να φωνάζει.

«Ενώ εμείς βλέπαμε το σπίτι μας να καίγεται και εσύ πηδιόσουν σαν σκύλα, η τρελή ξαδέρφη σου επιτέθηκε άδικα στη Θάλεια μας»

«Εντάξει! Αρκετά! Ανέχτηκα πάρα πολλά, αλλά μέχρι εδώ!»

Ο Άρης είναι έτοιμος να ορμίσει, αλλά ο Νέγρος μπαίνει στη μέση.

«Μην μπαίνεις στον κόπο, αφεντικό. Άστον σε μένα»

Ο Νέγρος πλησιάζει τον Λέανδρο και τον πιάνει απ' το λαιμό.

«Κανείς δεν μιλάει έτσι στην κυρά μου, ρε αρχίδι!»

Η γροθιά του Νέγρου προσγειώνεται στο πρόσωπο του Λέανδρου. Ο ήχος απ' το σπάσιμο των οστών της μύτης του κάνει τη Σελήνη ν' ανατριχιάσει από ευχαρίστηση! Ο Λέανδρος κρατάει τη μύτη του και το αίμα τρέχει ανάμεσα στα δάχτυλά του.

«Μου έσπασες τη μύτη»

«Και θα σου σπάσω κι άλλα κόκκαλα αν ξαναμιλήσεις έτσι στην κυρά μου»

Η Σελήνη χαμογελάει στον Νέγρο και μετά επιστρέφει ξανά στην Χλόη.

«Ευχαριστώ, Νέγρο. Νομίζω ότι ο κύριος έμαθε το μάθημά του. Λοιπόν, Χλόη, θα μου πεις τι έγινε;»

«Εκείνη η σκύλα είπε ότι έφυγα απ' το σπίτι, όχι εξαιτίας της, αλλά επειδή ήθελα να ζήσω ακόλαστα και ότι ο Ορέστης μου είναι σαν τον Άρη σου, και με θέλει μόνο για τα λεφτά μου»

«Κι εσύ της όρμησες;»

«Ναι, αλλά μ' απομάκρυναν πολύ γρήγορα»

«Και καλά έκαναν. Αυτή η πουτάνα δεν αξίζει τον κόπο»

Ο Ορέστης σφίγγει λίγο περισσότερο το κράτημα του.

«Είδες, βρε μωρό μου; Το ίδιο λέει και η Σελήνη»

«Δεν με νοιάζει! Άσε με να τη σκοτώσω!»

Ο Άρης τους πλησιάζει.

«Ορέστη, πάρε την Χλόη και πήγαινε την στο γραφείο να την ηρεμήσεις»

«Καλή ιδέα»

«Δεν θέλω να ηρεμήσω, ρε! Θέλω να τη σκοτώσω. Αφήστε με να τη σκοτώσω!»

«Βασικά, μωρό μου, δεν έχεις επιλογή!»

Ο Ορέστης την αρπάζει απ' τη μέση, τη ρίχνει στον ώμο του και πηγαίνει προς στο γραφείο. Εκείνη παλεύει, αλλά δεν έχει καμία ελπίδα.

«Όχι! Άσε με κάτω, ρε τρελέ!»

«Σώπα!»

«Ορκίζομαι ότι θα το πληρώσεις αυτό!»

«Ναι. Ο, τι πεις!»

Λίγο πριν εξαφανιστούν, η Χλόη δείχνει με το δάχτυλό της τη Θάλεια.

«Εμείς δεν τελειώσαμε ακόμα, σκύλα του σατανά!»

Όταν αυτοί φεύγουν, η Σελήνη χτυπάει τα χέρια της μαζί.

«Λοιπόν ... Μετά απ' αυτό το ευχάριστο διάλειμμα, ήρθε η ώρα να σοβαρευτούμε. Νέγρο, τι έγινε με το σπίτι;»

«Κάηκε ολοσχερώς, Κυρά μου»

«Τέλεια! Έσβησε η φωτιά;»

«Ναι. Οι άντρες μας την έσβησαν αμέσως. Τον ξέρεις τον Μικρούλη. Δεν θ' άφηνε ποτέ να καεί ούτε ένα λουλουδάκι»

«Ωραία, γιατί θα ήταν πραγματικά κρίμα»

Ο Λέανδρος, που προφανώς δεν έχει πάρει το μάθημά του, μιλάει ξανά.

«Τα λουλούδια θα ήταν κρίμα, αλλά το σπίτι μας δεν είναι; Τι θα κάνουμε εμείς τώρα;»

«Πρώτα απ' όλα, ναι, τα λουλούδια θα ήταν πραγματικά κρίμα. Δεύτερον, το σπίτι ήταν δικό μου, όχι δικό σας. Εσάς δεν σας έχει μείνει τίποτα. Σας τα πήρα όλα. Και τρίτον, δεν δίνω δεκάρα τι θα κάνετε τώρα»

«Πώς έγινες έτσι; Πώς μπορείς να είσαι τόσο σκληρή; Τόσο άκαρδη κι αχάριστη;»

«Πώς μπορώ; Εσύ πώς μπορούσες να με βασανίζεις; Να με χτυπάς και να με ταπεινώνεις; Σ' όλη μου τη ζωή, δεν μπορώ να θυμηθώ ούτε μια πράξη τρυφερότητας. Ούτε ένα φιλί. Ούτε μια ευγενική λέξη. Μόνο προσβολές, διαταγές και πόνο! Αναρωτιέσαι πώς έγινα έτσι. Εσύ μ' έκανες. Εσύ φταις για όλα. Εσύ κι αυτή η πουτάνα και τώρα ήρθε η ώρα να πληρώσετε»

«Όχι! Αυτός φταίει. Αυτός ο μπάσταρδος που σ' έκανε σαν τα μούτρα του. Αυτός ο γαμημένος ζιγκολό ...»

Κανείς δεν ξέρει αν ο Λέανδρος είχε κάτι παραπάνω να πει. Δεν θα μάθουμε ποτέ, γιατί αυτός δεν έχει την ευκαιρία να ολοκληρώσει, επειδή η Σελήνη, ακούγοντάς τον να μιλάει άσχημα για τον Άρη, χάνει τον έλεγχο. Κανείς δεν μπόρεσε να τη σταματήσει προτού πηδήξει, αρπάξει τον Λέανδρο απ' το λαιμό και του σπρώξει το ματωμένο πρόσωπό του στο τραπέζι, συνθλίβοντας την ήδη σπασμένη μύτη του, ενώ ουρλιάζει στ' αυτί του.

«Κανείς ... Μ' ακούς, ρε γαμημένο κάθαρμα; Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να μιλάει άσχημα για τον Άρη μου. Και σίγουρα όχι ένα σκουλήκι σαν εσένα. Πες ακόμα μια λέξη γι' αυτόν και θα σε θάψω ζωντανό με τα ίδια μου τα χέρια, ρε γαμημένε!»

Κανείς δεν τολμάει να την πλησιάσει. Ο Νέγρος στρέφεται έντρομος στον Άρη, ο οποίος την κοιτάζει με φανερή περηφάνια στο πρόσωπό του.

«Λύκε, σταμάτα την. Θα τον σκοτώσει!»

«Ναι, θα το κάνω, αλλά κοίτα την! Είναι συναρπαστική, έτσι δεν είναι;»

«Ναι, είναι, αλλά ...»

«Ναι. Ναι. Έχεις δίκιο!»

Τότε, ο Άρης κάνει το μόνο πράγμα που μπορεί να σταματήσει τη Σελήνη.

«Γατούλα, σταμάτα τώρα!»

Αυτή, ανίκανη ν' αντισταθεί στη διαταγή, απομακρύνεται απ' τον Λέανδρο, ο οποίος παλεύει να πάρει ανάσα.

«Γιατί, Λύκε; Γιατί δεν μ' άφησες να τον σκοτώσω;»

«Γιατί δεν είναι σωστό και το ξέρεις»

«Τέλος πάντων! Αλλά, αν πει κάτι κακό για σένα ξανά ...»

«Δεν θα το κάνει, Γατούλα. Βασικά, αμφιβάλλω αν θα μπορέσει να μιλήσει σύντομα μετά απ' αυτό»

«Ωραία!»

«Δάσκαλε που δίδασκες, Γατούλα! Εσύ δεν είπες στην Χλόη ότι δεν αξίζει τον κόπο;»

«Άσχετο! Τώρα αφορά εσένα και στο έχω πει πολλές φορές. Δεν ανέχομαι να μιλάει κανείς άσχημα για σένα»

Η Σελήνη μιλάει στον Άρη, αλλά κοιτάζει τον Λέανδρο, ο οποίος σέρνει το σώμα του κοντά στην Αλίκη, η οποία δεν έχει σταματήσει να κλαίει όλη αυτή την ώρα. Αυτός ψάχνει παρηγοριά, αλλά εκείνη τον κλωτσάει, σηκώνεται όρθια και σκουπίζει τα δάκρυά της.

«Μην με πλησιάζεις, Λέανδρε! Μείνε μακριά μου!»

Ο Λέανδρος κοιτάζει τη γυναίκα του έκπληκτος.

«Μην με κοιτάς καθόλου. Δεν αντέχω άλλο. Θα τα πω όλα. Έχει δίκιο η Σελήνη. Είμαστε απαίσιοι γονείς και για όλα φταις εσύ! Εσύ! Δεν την αγάπησες ποτέ, γιατί βαθιά μέσα σου πάντα ήξερες ότι ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΟ ΣΟΥ ΠΑΙΔΙ!»


Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro