
Κυκλοθυμία
~ ΔΥΟ ΜΕΡΕΣ ΜΕΤΑ ~ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 26 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2010 ~
~ ΠΡΩΙ ~ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΑΡΗ ~
Ο Τζάκος έχει πάει στο νοσοκομείο για να πάρει τον Άρη, κατόπιν αιτήματος της Σελήνης. Ναι, καλά καταλάβατε. Με την Aston Martin. Άλλωστε, μπορεί να χάθηκε η μνήμη του, αλλά το καλό του γούστο στ' αυτοκίνητα όχι. Απ' ότι φαίνεται, αν και την βρήκε μόλις πριν δύο μέρες, ο Τζάκος δεν μπορεί να πει όχι στην αδερφή του. Για να δούμε πως τον έπεισε αυτή.
«Τζάκο, μ' αγαπάς;»
«Είμαι βέβαιος ότι αυτή είναι ερώτηση παγίδα, αλλά θα κάνω τον ανήξερο. Φυσικά και σ' αγαπάω»
«Τότε δεν θα μου πεις όχι σ' αυτό που θα σου ζητήσω, ε;»
«Το ήξερα! Πες μου τι θέλεις και θα δω τι μπορώ να κάνω»
«Θέλω να πας εσύ να πάρεις τον Άρη απ' το νοσοκομείο. Ξέρεις, με τ' αμάξι σου»
«Εννοείς με την κούκλα μου»
Αυτή γυρίζει τα μάτια της.
«Ναι. Ξέχασα ότι είναι γυναίκα»
«Μια όμορφη γυναίκα»
«Θεέ μου! Ναι, μια όμορφη γυναίκα. Τέλος πάντων! θα το κάνεις αυτό για μένα;»
«Νόμιζα ότι θα πάει ο Νέγρος να τον πάρει»
«Αυτός και μερικοί άλλοι άντρες θα τον συνοδεύσουν, για προστασία»
«Μα ο Βίκος είπε ...»
«Όσο κι αν σέβομαι τον Δράκο και του είμαι ευγνώμων που ανέλαβε τη συμμορία, όταν ο Λύκος δεν είναι εδώ, ποιος περπατάει στο δάσος; Εγώ. Εγώ παίρνω τις αποφάσεις. Τι θα γίνει λοιπόν; Θα το κάνεις;»
Ο Τζάκος σταυρώνει τα χέρια του μπροστά στο στήθος του και κοιτάζει τη Σελήνη επιδοκιμαστικά.
«Ναι, εντάξει, αλλά μπορώ, τουλάχιστον, να ρωτήσω γιατί;»
«Επειδή είμαι σίγουρη ότι είναι αρκετά αναστατωμένος με την κατάστασή του και θέλω να τον κάνω να νιώσει λίγο καλύτερα»
«Ξέρω ήδη την απάντηση, αλλά, ως μεγάλος αδερφός, πρέπει να ρωτήσω. Είναι ο ένας, έτσι δεν είναι;»
«Ναι. Είναι ο ένας. Είναι ο Τζάκος στη Μαίρη μου»
Αυτός γελάει και την αγκαλιάζει.
«Αυτό είναι το ωραιότερο πράγμα που έχω ακούσει ποτέ, και μόνο για αυτό μπορείς να μείνεις ήσυχη. Θα φροντίσω ο ασθενής σου να έχει βασιλική μεταφορά, καυτή νοσοκόμα»
«Όσο γι' αυτό, Θεέ μου, βόηθα!»
«Μην ανησυχείς για τίποτα. Όλα θα πάνε καλά»
Τώρα, είμαι σίγουρη ότι αναρωτιέστε γιατί ο Τζάκος αποκάλεσε την Σελήνη καυτή νοσοκόμα. Λοιπόν! Μετά από συμβουλή του γιατρού, αποφάσισαν αυτή να παραστήσει την νοσοκόμα και να περιθάλψει τον Άρη για όσο μείνει κλινήρης εξαιτίας του ποδιού του. Μ' αυτόν τον τρόπο, αυτή θα μπορέσει να τον πλησιάσει πιο εύκολα για να καταφέρει να του επαναφέρει τις αναμνήσεις του. Θα δούμε!
Έτσι, ενώ ο Τζάκος, με την Aston Martin, μαζί με τον Ορέστη και την Χλόη, με το δικό τους αμάξι, είναι καθ' οδόν για το νοσοκομείο, με τη συνοδεία του Νέγρου και μερικών άλλων ανδρών, η Σελήνη είναι σπίτι με τον Οδυσσέα και τη Μαίρη και καθαρίζουν. Στην πραγματικότητα, ο Οδυσσέας και η Μαίρη καθαρίζουν, γιατί η Σελήνη κάνει κύκλους σαν μέλισσα και ζουζουνίζει.
«Τα έπιπλα πρέπει να μετακινηθούν για να μπορεί ο Άρης μου να περπατάει με τις πατερίτσες. Πρέπει να ελέγξω το μπάνιο για να βεβαιωθώ ότι όλα όσα χρειάζεται είναι εκεί. Και τι γίνεται με το φαρμακείο; Το ψυγείο; Αγοράσαμε τα αγαπημένα του μπισκότα; Μπύρα; Ω, Θεέ μου! Ξέχασα το ουίσκι! Μα τι λέω; Αυτός παίρνει αντιβιώσεις, δεν κάνει να πιει αλκοόλ. Ω, σκατά!»
Ο Οδυσσέας τρίβει τους κροτάφους τους.
«Έη! Έη! Για ηρέμησε λίγο με την λογοδιάρροια! Μου προκαλείς πονοκέφαλο!»
Η Μαίρη γελάει.
«Έλα, Οδυσσέα, μη την μαλώνεις. Είναι λογικό να έχει αγωνία»
«Ευχαριστώ, Μαίρη. Είσαι η μόνη που με καταλαβαίνει»
«Φυσικά. Σε καταλαβαίνει γιατί σου μοιάζει. Ξέρεις τι μας ανάγκασε να κάνουμε τη μέρα που ο Τζάκος θα ερχόταν σπίτι μετά το ατύχημα του;»
«Τι;»
«Μας έβαλε να καθαρίσουμε τους αρμούς των πλακιδίων στο μπάνιο με οδοντόβουρτσα. Το συνειδητοποιείς; Με μια γαμημένη οδοντόβουρτσα! Κάντο λίγο εικόνα. Εγώ, ο Αλέκος και ο Βίκος, στα τέσσερα, να τρίβουμε τα πλακάκια»
Η Σελήνη πέφτει στον καναπέ και ξεκαρδίζεται στα γέλια, κρατώντας το στομάχι της.
«Ω, Θεέ μου! Είναι ξεκαρδιστικό!»
Η Μαίρη χτυπάει τον Οδυσσέα μ' ένα μαξιλάρι.
«Μ' αρέσει που αποκαλείς τον άντρα μου Drama King ηλίθιε!»
«Λέω ψέματα, Μπισκότο;»
«Όχι, αλλά τι έπρεπε να κάνω; Ο Τζάκος μου θέλει τα πλακάκια καθαρά»
Ο Οδυσσέας γυρίζει τα μάτια του ενώ η Σελήνη συνεχίζει να γελάει μέχρι που σταματάει απότομα.
«Τι έπαθες, Καρπουζάκι;»
«Φοβάμαι»
«Τι φοβάσαι;»
«Ότι θα τα κάνω θάλασσα με τον Άρη»
Ο Οδυσσέας κάθεται δίπλα της στον καναπέ και ανοίγει τα χέρια του.
«Έλα εδώ, Καρπουζάκι μου»
Η Σελήνη τρυπώνει στην αγκαλιά του και εκείνος της χαϊδεύει με αγάπη την πλάτη.
«Πρέπει να σταματήσεις να φοβάσαι. Ο Άρης σ' αγαπάει πάρα πολύ για ν' αφήσει ένα μικρό πρόβλημα να τον κρατήσει μακριά σου»
«Είναι πραγματικά μικρό αυτό το πρόβλημα;»
Η Μαίρη κάθεται απ' την άλλη πλευρά και της πιάνει το χέρι.
«Ναι. Είναι μικρό σε σύγκριση με την αγάπη του για σένα. Να θυμάσαι ότι η αγάπη είναι ικανή να ξεπεράσει όλα τα εμπόδια, μικρά ή μεγάλα»
Η Σελήνη αναστενάζει.
«Τι θα έκανα χωρίς εσάς;»
«Θα ήσουν ένα χαμένο Καρπουζάκι»
Αυτοί γελούν. Τότε, ο Οδυσσέας σπρώχνει ελαφρά την Σελήνη.
«Άντε τώρα, σήκω γιατί πρέπει να φορέσεις τη στολή σου. Ο ασθενής σου θα είναι εδώ από λεπτό σε λεπτό»
«Μπορώ να κάνω μια ερώτηση; Γιατί πήραμε κανονική στολή νοσοκόμας;»
«Τι λες, βρε Μαίρη πια; Τι άλλο μπορούσαμε να πάρουμε;»
«Μια σέξι στολή. Θα ήταν πιο διασκεδαστικό»
Η Σελήνη κατσουφιάζει.
«Ναι, αν γυρίζαμε τσόντα. Εμείς όμως δεν θα κάνουμε κάτι τέτοιο»
«Είσαι σίγουρη γι' αυτό; Θα μπορέσεις να του αντισταθείς;»
«Θα είμαι μία άψογη επαγγελματίας! Μχμμμ ... Έτσι νομίζω, τουλάχιστον»
«Ακόμα κι όταν τον κάνεις μπάνιο και στέκεται γυμνός μπροστά σου, σ' όλο του το μεγαλείο, με το σκληρό καβλί του να πάλλεται μπροστά στα μάτια σου και όλους αυτούς τους μύες να κινούνται. Ο τορνευτός του κώλος ...»
«Για όνομα του Θεού, ρε Μαίρη! Σταμάτα! Λυπήσου την. Η περιγραφή σου καύλωσε ακόμα και μένα! Έλεος!»
Η Σελήνη κρεμάει το κεφάλι της και καλύπτει το πρόσωπό της με τα χέρια της.
«Ω, Θεέ μου! Τι θα κάνω;»
Ο Οδυσσέας αγκαλιάζει ξανά τη Σελήνη, ενώ αγριοκοιτάζει την Μαίρη που χαχανίζει. Λίγο αργότερα, η Σελήνη είναι στην κρεβατοκάμαρα και η Μαίρη με τον Οδυσσέα είναι στο σαλόνι, ενώ ο Τζάκος με τον Ορέστη βοηθούν τον τραυματία να μπει στο σπίτι και η Χλόη κουβαλάει τα πράγματά του. Ο Άρης κοιτάζει γύρω του με γουρλωμένα μάτια. Αυτός είναι σαν ένα μικρό παιδί που πηγαίνει κάπου για πρώτη φορά.
«Ουάου! Είστε σίγουροι ότι αυτό είναι το σπίτι μου;»
«Ναι. Αυτό είναι το σπίτι σου τα τελευταία είκοσι χρόνια. Γιατί ρωτάς;»
«Γιατί μου κάνει εντύπωση το πόσο καλό γούστο έχω. Αυτό το μέρος είναι καταπληκτικό»
Ο Ορέστης γυρίζει τα μάτια του.
«Έχεις ξεχάσει όλα τ' άλλα, εκτός απ' την ψωνάρα σου»
«Εγώ απλώς λέω αυτό που βλέπω. Τέλος πάντων! Πες μου κάτι άλλο τώρα. Γιατί όλη αυτή η ασφάλεια; Συνοδεία απ' το νοσοκομείο. Φρουροί με όπλα στην είσοδο. Πόρτα ασφαλείας με αποτύπωμα. Ποιος είμαι τελικά;»
Ο Ορέστης κοιτάζει τους άλλους, οι οποίοι γνέφουν αρνητικά.
«Αυτό πρέπει να το θυμηθείς μόνος σου. Λοιπόν, κούνα τον κώλο σου και προχώρα. Έχει πιαστεί η μέση μου να σε κουβαλάω τόση ώρα»
«Μην είσαι κακός μαζί μου. Είμαι άρρωστος»
«Θα σου 'λεγα τώρα, αλλά τέλος πάντων! Πες μας που θες να κάτσεις. Στον καναπέ ή στο κρεβάτι;»
Ο Οδυσσέας σπεύδει να βοηθήσει.
«Καλύτερα να τον βάλουμε στον καναπέ, γιατί στην κρεβατοκάμαρα ... Ξέρεις!»
«Α! Εντάξει τότε! Στον καναπέ»
Όμως ο Άρης δεν έχει σκοπό να τ' αφήσει ασχολίαστο αυτό.
«Περίμενε! Τι συμβαίνει στην κρεβατοκάμαρα; Είναι κάποιος εκεί μέσα;»
«Άρη, κάτσε και θα σου πούμε»
«Όχι. Θέλω να μάθω τώρα ποιος στο διάολο είναι στην κρεβατοκάμαρά μου»
Αυτή που απαντάει στην ερώτηση του είναι η Μαίρη.
«Μια νοσοκόμα»
«Νοσοκόμα; Για ποιο λόγο; Δεν χρειάζομαι νοσοκόμα»
Η Χλόη και ο Ορέστης απαντούν στην ερώτηση του.
«Την χρειάζεσαι. Ο Ορέστης κι εγώ λείπουμε όλη μέρα κι εσύ δεν μπορείς να φροντίσεις τον εαυτό σου ακόμα»
«Έτσι είναι, Αρούλη. Δεν πρέπει να πατάς καθόλου το πόδι σου μέχρι να δέσει ο τένοντας. Και γι' αυτό, κάποιος πρέπει να σε βοηθάει να πας στην τουαλέτα και να κάνεις μπάνιο. Επίσης, εσύ χρειάζεσαι κάποιον να σου μαγειρεύει, να περιποιείται την πληγή σου και το σημαντικότερο, να σου κάνει παρέα»
Ο Άρης γρυλίζει και ο Τζάκος, έχοντας βρεθεί σε παρόμοια θέση στο παρελθόν, προσπαθεί να του χρυσώσει το χάπι.
«Γαμώτο! Πώς κατάντησα έτσι; Ανάθεμα την ώρα!»
«Έλα τώρα! Είναι προσωρινό. Θα σταθείς ξανά στα πόδια σου προτού το καταλάβεις»
Ο Άρης κοιτάζει τον Ορέστη, ο οποίος είναι ο μόνος που μαζί του νοιώθει εμπιστοσύνη.
«Ελπίζω τουλάχιστον να είναι όμορφη»
«Όσο γι' αυτό, είμαστε σίγουροι ότι είναι ακριβώς ο τύπος σου»
«Δόξα τω Θεό που εσύ ξέρεις ποιος είναι ο τύπος μου, γιατί εγώ δεν μπορώ να θυμηθώ. Σκατά!»
«Θα θυμηθείς αργά ή γρήγορα»
«Ελπίζω να γίνει σύντομα, αλλιώς θα πηδήξω απ' το παράθυρο»
Χωρίς ν' απαντήσουν στην τελευταία δήλωση του, ο Ορέστης και ο Τζάκος βάζουν τον Άρη να καθίσει στον καναπέ και η Μαίρη τον βοηθά με το τραυματισμένο του πόδι. Μόλις αυτός βολεύεται, σκύβει λίγο και αρχίζει να χτυπάει τα δάχτυλά του.
«Που είσαι, Γατούλα; Έλα! Ψιτ! Ψιτ! Ψιτ!»
«Τι στο διάολο κάνεις, ρε Άρη;»
«Φωνάζω την γατούλα μου. Που είναι αυτή;»
Όλοι γυρίζουν το κεφάλι τους και τον κοιτάζουν με γουρλωμένα μάτια και στόματα σε σχήμα ενός μεγάλου Ο.
«Τι; Γιατί με κοιτάτε έτσι; Τι διάολο είπα;»
Ο Ορέστης κάθεται δίπλα του.
«Αρούλη, δεν έχουμε γάτα εδώ»
«Δεν έχουμε; Μα πως ...; Εγώ θυμάμαι ... Νομίζω ότι θυμάμαι ... Δεν πειράζει! Ξέχνα το!»
«Όχι, περίμενε! Πες μας τι θυμάσαι»
«Τίποτα συγκεκριμένο. Μόνο εμένα να λέω αυτή τη λέξη ... Γατούλα και ... μ' άρεσε»
Ο Ορέστης χτυπάει την γροθιά του στο τραπεζάκι του σαλονιού.
«Γαμώ τον διάολο μου! Δεν μπορώ να τον βλέπω έτσι. Όχι αυτόν! Όχι αυτόν!»
Ο Οδυσσέας στρέφεται στην Χλόη.
«Πάρτον γρήγορα μέσα!»
«Ναι»
Καθώς η Χλόη τραβάει τον Ορέστη στο δωμάτιό τους, ο Άρης κοιτάζει τους άλλους με λυπημένα μάτια.
«Δεν έπρεπε να με φέρετε εδώ. Καλύτερα να με είχατε αφήσει στο νοσοκομείο»
Ο Οδυσσέας παίρνει την θέση του Ορέστη στον καναπέ.
«Μην λες τέτοια πράγματα. Εδώ είναι το σπίτι σου»
«Ίσως, αλλά κάνω τον φίλο μου δυστυχισμένο και δεν μ' αρέσει αυτό. Και επιπλέον, μισώ τον εαυτό μου γιατί δεν μπορώ να θυμηθώ ούτε τ' όνομά του. Ξέρω ... Νιώθω ότι αυτός και εγώ ... Ότι υπάρχει κάτι ισχυρό που μας συνδέει, αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ τι, και αυτό με σκοτώνει. Γιατί έζησα; Καλύτερα να πέθαινα σ' αυτό το καταραμένο ατύχημα»
Η Μαίρη γονατίζει δίπλα του και παίρνει το χέρι του.
«Αυτό να μην το ξαναπείς ποτέ! Μ' ακούς; Ποτέ ξανά!»
«Συγγνώμη!»
Ο Άρης σκύβει το κεφάλι και ο Οδυσσέας στραβοκοιτάζει την Μαίρη καθώς τον παρηγορεί.
«Έλα, δεν πειράζει! Μην ζητάς συγγνώμη. Όλοι καταλαβαίνουμε πώς νιώθεις. Και όσο για τον Ορέστη, σ' αγαπάει πολύ και γι' αυτό συμπεριφέρεται μ' αυτόν τον τρόπο. Θα το ξεπεράσει, θα δεις. Τώρα όμως, εσύ πρέπει να ξεκουραστείς. Εκτός αν θες πρώτα να γνωρίσεις τη νοσοκόμα σου»
«Ναι, θέλω. Πως την λένε;»
Οι άλλοι κοιτάζονται μεταξύ τους πριν ο Τζάκος κάνει την πρώτη κίνηση.
«Έχει λίγο περίεργο όνομα. Την λένε Σελήνη»
Στο άκουσμα του ονόματός της, τα μάτια του Άρη φωτίζονται, δίνοντας στους άλλους λίγη ελπίδα, αλλά δυστυχώς, δεν ήταν αυτό που νόμιζαν.
«Σελήνη; Ω! Σελήνη ... Σαν το φεγγάρι. Μ' αρέσει το φεγγάρι, πιο πολύ απ' τον ήλιο. Γι' αυτό την διαλέξατε, ε;»
Όλοι αναστενάζουν, απογοητευμένοι, αλλά προσπαθούν να το κρύψουν.
«Ναι, Άρη, γι' αυτό την διαλέξαμε»
«Ευχαριστώ! Άντε όμως τώρα, φωνάξτε την. Θέλω να γνωρίσω την τυχερή γυναίκα που θα φροντίζει το υπέροχο σώμα μου»
Ο Οδυσσέας ψιθυρίζει στ' αυτί του Τζάκου.
«Μπορώ να τον χτυπήσω;»
«Όχι ακόμα. Όταν γίνει καλύτερα, θα το κάνουμε μαζί»
«Η κυκλοθυμία είναι χάλια!»
«Έη! Τι συζητάτε εσείς οι δύο; Για μένα μιλάτε, ε;»
Ο Οδυσσέας γυρίζει τα μάτια του.
«Σταμάτα να μιλάς, Άρη»
Η Μαίρη σηκώνεται όρθια.
«Βασικά, σταματήστε όλοι σας. Πάω να φέρω τη Σελήνη»
Όταν η Μαίρη μπαίνει στην κρεβατοκάμαρα, βρίσκει τη Σελήνη να κλαίει με λυγμούς, πεσμένη στο κρεβάτι. Αυτή τρέχει αμέσως κοντά της.
«Έλα τώρα, κοριτσάκι! Μην το κάνεις αυτό! Όλα θα πάνε καλά»
Η Σελήνη σκουπίζει τα μάτια της πριν γυρίσει και κοιτάξει τη Μαίρη.
«Μην προσπαθείς να μου χρυσώσεις το χάπι. Άκουσα τα πάντα. Τ' όνομά μου δεν του θύμισε τίποτα»
«Καταρχάς, είναι πολύ νωρίς ακόμα, και επιπλέον, άκουσες τι έγινε με τη λέξη γατούλα»
«Ναι, αλλά τ' όνομά μου ...»
«Εδώ δεν θυμάται τ' όνομα του καλύτερου του φίλου που τον ξέρει όλη του τη ζωή. Μην τα παρατάς, Σελήνη. Πρέπει να παραμείνεις δυνατή για εκείνον. Είσαι η μόνη του ελπίδα»
«Μα πώς;»
«Θυμήσου τι σου είπα. Κάθε σχέση είναι σαν μια παρτίδα σκάκι»
«Ναι, και η Βασίλισσα πρέπει να προστατεύει τον Βασιλιά, θυσιάζοντας ακόμα και την ζωή της»
«Ακριβώς. Κι εσύ έχεις έναν κυκλοθυμικό βασιλιά με το μυαλό ενός παιδιού που περιμένει να σε δει. Άντε, πάμε να ρίξεις λίγο νερό στη μούρη σου και να πάμε μέσα»
«Εντάξει»
Αυτές βγαίνουν κρυφά και τρυπώνουν στο μπάνιο. Όταν η Σελήνη είναι έτοιμη κοιτάζει την Μαίρη.
«Είσαι έτοιμη;»
«Νομίζω πως ναι»
«Άντε, πάμε»
«Τα πόδια μου τρέμουν»
«Ηρέμησε! Είναι απλώς ο Άρης»
«Ο Άρης μου»
«Ναι, κορίτσι μου. Ο Άρης σου!»
Όταν οι δύο γυναίκες βγαίνουν απ' το μπάνιο, ο Ορέστης και η Χλόη έχουν γυρίσει στο σαλόνι. Η Μαίρη, καλύπτοντας τη Σελήνη με το σώμα της, πηγαίνει προς τον Άρη.
«Άρη;»
Αυτός σηκώνει το κεφάλι του και της χαμογελάει.
«Αυτός είμαι εγώ!»
«Ναι, αυτός είσαι εσύ και αυτή είναι η Σελήνη, η νοσοκόμα σου»
Όλοι κρατούν την αναπνοή τους όταν η Μαίρη παραμερίζει και η Σελήνη εμφανίζεται μπροστά στον Άρη. Αυτός την κοιτάζει, σμίγοντας τα φρύδια του, προφανώς προσπαθώντας να θυμηθεί. Αυτή τεντώνει το χέρι της για χειραψία, αλλά εκείνος δεν κουνιέται. Κρατάει τα χέρια του κολλημένα στο σώμα του. Το μόνο που κάνει είναι να την κοιτάζει και να μυρίζει τον αέρα.
«Σε ξέρω εσένα. Η μυρωδιά σου μου είναι πολύ οικεία»
Η καρδιά της Σελήνης χτυπάει σαν τρελή. Το στομάχι της σφίγγεται. Πονάει όλο της το σώμα. Το μόνο που θέλει είναι να τρυπώσει στην αγκαλιά του και να μυρίσει το άρωμα του κορμιού του. Αλλά δεν μπορεί. Τουλάχιστον όχι ακόμα. Καταπίνοντας τον κόμπο που της φράζει το λαιμό, του χαμογελάει και μιλάει με ευχάριστη φωνή.
«Δεν νομίζω, κύριε Λυκουρόπουλε. Είμαι σίγουρη ότι θα θυμόμουν έναν άντρα σαν εσάς. Τι θα γίνει όμως τώρα; Θα μου σφίξετε το χέρι ή θα μ' αφήσετε να περιμένω;»
Σαν κάποιος να του έριξε κρύο νερό στο πρόσωπό, ο Άρης συνέρχεται και πιάνει το χέρι της Σελήνης. Το άγγιγμα του στέλνει ένα κύμα ηλεκτρισμού στο σώμα της, όπως κάθε φορά.
«Συγγνώμη γι' αυτό. Είναι ... Τα μάτια σου»
«Τι συμβαίνει με τα μάτια μου;»
«Είναι τόσο όμορφα ... Τόσο γαλάζια. Σαν τον ουρανό»
«Ευχαριστώ, κύριε»
Ξαφνικά, εντελώς απ' το πουθενά, ο Άρης πιάνει το κεφάλι του και αρχίζει να φωνάζει.
«Το κεφάλι μου! Σκατά! Τι μου συμβαίνει;»
Ο Ορέστης τρέχει κοντά του.
«Τι έπαθες, Αρούλη;»
«Το κεφάλι μου. Το κεφάλι μου με πεθαίνει!»
Ο Άρης νιώθει χιλιάδες καρφιά να τρυπούν τον εγκέφαλό του. Το κεφάλι του είναι έτοιμο να εκραγεί. Χρειάζεται βοήθεια και, χωρίς να ξέρει γιατί, απλώνει το χέρι του ενστικτωδώς προς την Σελήνη.
«Κάνε κάτι! Βοήθα με! Σε παρακαλώ!»
Το να βλέπει τον Άρη σε μια τέτοια κατάσταση, τόσο ευάλωτο, είναι αφόρητο για τη Σελήνη. Γιατί αυτός; Δεν του αξίζει. Εκείνη τη στιγμή, έρχεται στο μυαλό της μια ανάμνηση ...
Οι δυο τους είναι αγκαλιά στον καναπέ και βλέπουν ένα ντοκιμαντέρ για τους λύκους. Ένας περιπλανώμενος λύκος ετοιμάζεται να επιτεθεί στον αρχηγό της αγέλης και η λύκαινα, η σύντροφός του, κρύβεται κάτω απ' το λαιμό του.
«Μα τι κάνει αυτή; Γιατί του γίνετε εμπόδιο; Τον δυσκολεύει»
«Όχι, Γατούλα. Κοίτα πιο προσεκτικά. Αυτή δεν κρύβεται. Αυτή καλύπτει τον λαιμό του, το μόνο ευάλωτο σημείο του, ενώ προσποιείται ότι φοβάται για να μπερδέψει τον αντίπαλο. Δεν τον δυσκολεύει, μωρό μου. Τον προστατεύει. Τον βοηθάει να κερδίσει»
«Αυτό πρέπει να κάνω κι εγώ;»
«Ελπίζω να μην βρεθούμε ποτέ σε μια τέτοια κατάσταση, αλλά ναι. Βασίζομαι σε σένα, Γατούλα, να καλύπτεις τα ευάλωτα σημεία μου. Μην το ξεχνάς ποτέ αυτό»
Αυτό είναι λοιπόν. Αυτή είναι μια τέτοια κατάσταση. Ο λύκος της δέχεται επίθεση και αυτή πρέπει να τον βοηθήσει να κερδίσει. Πρέπει να τον προστατεύσει. Πρέπει να τον κρατήσει στη θέση του πάση θυσία. Στη θέση του αρχηγού. Έτσι, αυτή τρέχει, γονατίζει μπροστά του και πιάνει το πρόσωπό του.
«Μην ανησυχείς. Είμαι εδώ. Όλα θα τελειώσουν σύντομα»
Αυτή σηκώνεται όρθια και γυρίζει προς τους άλλους, με φωνή που δεν σηκώνει αντιρρήσεις.
«Ορέστη και Τζάκο, βοηθήστε τον να πάει στο κρεβάτι. Οδυσσέα, φέρε νερό. Χλόη, πάρε μια καθαρή πετσέτα, βρέξτην και φέρτη μου και εσύ, Μαίρη, μόλις τελειώσουν, βγάλτους όλους απ' το δωμάτιο και σβήσε το φως. Τώρα!»
Και επειδή, όπως είπα, η φωνή της δεν σηκώνει αντιρρήσεις, οι εντολές της εκτελούνται στα επόμενα δευτερόλεπτα. Έτσι, αυτή βρίσκεται μόνη στο σκοτεινό δωμάτιο ενώ ο Άρης είναι ξαπλωμένος στο κρεβάτι, βουτηγμένος στον ιδρώτα και σφαδάζει απ' τον πόνο.
«Το κεφάλι μου ... Σε παρακαλώ! Κάντο να σταματήσει! Βοήθα με!»
Ο γιατρός την προειδοποίησε γι' αυτές τις κρίσεις. Θα συμβούν πολλές τέτοιες, κάθε φορά που ένα κομμάτι της μνήμης του θα επιστρέφει, και γι' αυτό, της έδωσε σαφείς οδηγίες, ώστε αυτή να ξέρει ακριβώς τι να κάνει. Έτσι, με δύο δυνατά παυσίπονα στο χέρι, πηγαίνει στο κρεβάτι, γονατίζει δίπλα του και παίρνει το κεφάλι του στην αγκαλιά της.
«Ελάτε, κύριε, πάρτε τα χάπια»
«Δεν μπορώ να σηκώσω το κεφάλι μου»
Αυτή βάζει το χέρι της στο πίσω μέρος του κεφαλιού του και τον βοηθά να το σηκώσει λίγο και να καταπιεί τα χάπια με λίγο νερό.
«Ευχαριστώ»
«Σσσσ! Μη μιλάτε»
Αυτός, εξαντλημένος απ' τον πόνο, κλείνει τα μάτια του. Εκείνη του σκουπίζει τον ιδρώτα με την πετσέτα και του κάνει μασάζ στο κεφάλι, έτσι όπως της έδειξε ο γιατρός, ενώ του μιλάει χαμηλόφωνα.
«Μην σκέφτεστε τίποτα. Μην προσπαθείτε να θυμηθείτε. Μην κάνετε τίποτα. Απλά κοιμηθείτε. Ο πόνος θα φύγει»
Εκείνος σηκώνει το χέρι του.
«Μπορείς να μου κρατήσεις το χέρι;»
«Φυσικά»
Αυτή του πιάνει το χέρι και μπλέκει τα δάχτυλά της με τα δικά του.
«Μη μ' αφήσεις»
«Δεν θα σας αφήσω»
Λίγα λεπτά αργότερα, τόσο απ' την εξάντληση όσο και απ' το απαλό της άγγιγμα, αυτός βυθίζεται σε ένα βαθύ ύπνο και αυτή μένει εκεί, ακίνητη, κρατώντας σφιχτά το χέρι του. Εντωμεταξύ, στο σαλόνι, οι υπόλοιποι κάθονται στους καναπέδες, αρκετά αναστατωμένοι. Και φυσικά, αυτός που υποφέρει περισσότερο είναι ο Ορέστης.
«Δεν μπορώ να βλέπω έτσι τον φίλο μου»
«Έχεις δίκιο. Δεν του αξίζει»
«Ο Βίκος είναι συντετριμμένος»
«Όλοι είμαστε»
«Και το Φεγγαράκι μου ... Ειλικρινά δεν ξέρω πώς το κάνει. Είναι αδιανόητο το άτομο που αγαπάς να σε κοιτάζει χωρίς να σ' αναγνωρίζει»
«Την αναγνώρισε, Χλόη. Απλώς δεν μπορεί να την θυμηθεί. Όλοι είδαμε τι έγινε. Κατά βάθος ξέρει ποια είναι»
«Ξέρετε τι μου είπε χθες; Ότι νιώθει μισός άντρας. Νιώθει ότι κάτι του λείπει»
«Η Σελήνη του λείπει. Ξέρω πώς νιώθει. Έτσι ένιωθα κι εγώ όταν η Μαίρη ήταν σε κώμα. Μισός άντρας»
«Δεν έχει νόημα να το συζητάμε άλλο. Το σημαντικό είναι να βρούμε ποιος το έκανε»
«Ο Οδυσσέας έχει δίκιο. Πρέπει να βρούμε αυτόν τον πούστη και να τον κάνουμε να πληρώσει»
«Ορέστη, λες να είναι κάποιος απ' τον κύκλο της Σελήνης; Οι γονείς της ή αυτός ο μαλακοπίτουρας ο Πέτρος;»
«Δεν νομίζω. Δεν έχουν τα κότσια, ούτε τα χρήματα να το κάνουν»
«Ο Βίκος πιστεύει ότι είναι κάποιος απ' τον κύκλο του Άρη. Κάποιος αντίπαλος, ίσως»
«Ή κάποια γυναίκα»
«Εσύ τι νομίζεις, Πρίγκιπα;»
«Δεν ξέρω ακόμα, αλλά θα μάθω πολύ σύντομα»
«Πώς;»
«Το έχω αναθέσει στον Διονύση»
«Αυτόν τον χάκερ που έχεις στην εταιρεία;»
«Ναι»
«Τότε θα τον βρούμε. Ο Νέγρος μιλάει για τον Διονύση και τις ικανότητές του όλη την ώρα»
«Μπορείτε να είστε σίγουροι γι' αυτό»
«Άρα, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε τώρα είναι να περιμένουμε»
«Τότε, καλύτερα να φύγουμε εμείς για να σας αφήσουμε να ξεκουραστείτε. Θα έρθουμε πάλι αύριο»
«Μαίρη, αν θέλεις, φέρε και τα παιδιά. Ο Άρης λατρεύει τα παιδιά. Θα του κάνει καλό να τα δει»
«Ναι, φυσικά. Εξάλλου, ο Στέφανος θέλει πολύ να δει τη θεία του»
«Του αξίζει. Την μέρα του ατυχήματος, συμπεριφέρθηκε σαν πραγματικός άντρας. Είναι καταπληκτικό παιδί»
«Όπως κι ο πατέρας του»
«Αυτό θα το αφήσω ασχολίαστο, Μπισκοτάκι»
«Γάμησε με, Αγαπούλη μου»
«Ούτε καν στην επόμενη ζωή μου, Διεστραμμένε»
«Αυτοί οι δύο σταματούν ποτέ;»
«Όχι. Ποτέ»
Βλέπετε πόσο ωραίο είναι να έχεις ανθρώπους πίσω σου που σ' αγαπούν και είναι πρόθυμοι να σε υποστηρίξουν όταν το χρειάζεσαι; Αλλά ας αφήσουμε όλα αυτά στην άκρη και ας εστιάσουμε σ' αυτό που είναι σημαντικό.
~ ΚΡΕΒΑΤΟΚΑΜΑΡΑ ~ ΑΡΓΑ ΤΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ~
Η Σελήνη βρίσκεται ακριβώς στην ίδια θέση που την αφήσαμε. Είναι ξαπλωμένη στο κρεβάτι με το κεφάλι του Άρη στην αγκαλιά της. Του χαϊδεύει τα μαλλιά με το ένα χέρι ενώ με το άλλο κρατάει το δικό του. Τα πόδια της είναι μουδιασμένα απ' την ακινησία και τα χέρια της πονάνε από τη συνεχή, ίδια κίνηση, αλλά δεν τη νοιάζει. Δεν τη νοιάζει όσο τον βλέπει να κοιμάται ήσυχος, όπως έκανε πάντα, σαν μωρό.
Καθώς τον κοιτάζει, ο θυμός βράζει μέσα της. Θυμός για τον εαυτό της. Αν δεν ήταν τόσο πεισματάρα, αν είχε δεχτεί να φορέσει το καταραμένο κράνος, εκείνος θα είχε προστατέψει τον εαυτό του αντί να καλύψει το ηλίθιο κεφάλι της. Χαζή γυναίκα. Για να αποφύγεις έναν πονοκέφαλο, έκλεψες τις αναμνήσεις του και κατέστρεψες τη ζωή του. Τον έχασες. Εσύ πρέπει να υποφέρεις, όχι αυτός. Αυτή στρέφει τα μάτια της στον ουρανό.
«Σε παρακαλώ, Θεέ μου! Σε ικετεύω! Φέρτον πίσω σε μένα. Είναι το μόνο καλό πράγμα στη ζωή μου. Μόνο αυτός έχει σημασία. Χωρίς αυτόν, δεν είμαι τίποτα. Σε παρακαλώ!»
Η φωνή της είναι σιγανή σαν ψίθυρος, αλλά ταυτόχρονα, δυνατή σαν κραυγή. Το σώμα της δονείτε απ' τους λυγμούς της, με αποτέλεσμα εκείνος να ξυπνήσει. Η φωνή του είναι βραχνή απ' τον ύπνο, αλλά χωρίς ίχνος πόνου ή αγωνίας.
«Σελήνη; Τι έπαθες; Γιατί κλαις;»
Μέσα στον πανικό της να καλύψει τα δάκρυα, αυτή δεν παρατηρεί ότι αυτός θυμάται ακόμα τ' όνομά της μετά απ' όλες αυτές τις ώρες. Όσο διακριτικά μπορεί, σκουπίζει τα μάτια της και αναγκάζει τα χείλη της να χαμογελάσουν.
«Δεν κλαίω, κύριε. Είναι απλώς οι αλλεργίες μου. Εσείς πως είστε; Νιώθετε καθόλου καλύτερα;»
Αυτός, χωρίς ν' αφήσει το χέρι της, σηκώνει το βλέμμα και της χαμογελάει.
«Νιώθω πολύ καλύτερα. Ο πόνος έφυγε, αλλά εγώ ...»
«Τι;»
«Θέλω να σταματήσεις να με αποκαλείς κύριο. Θα είμαστε μαζί όλη την ώρα, και αυτός ο πληθυντικός μου τη δίνει στα νεύρα»
«Και πώς θέλετε να σας λέω;»
«Με το μικρό μου όνομα. Θέλω να με λες απλά Άρη και να μου μιλάς στον ενικό»
«Όπως θέλεις, Άρη»
«Πολύ καλύτερα. Πόση ώρα κοιμάμαι;»
«Τέσσερις ώρες»
«Κι εσύ δεν έφυγες. Γιατί;»
Αυτή θέλει να του φωνάξει Επειδή σ' αγαπάω περισσότερο απ όλους, αλλά δεν μπορεί. Αυτή πρέπει να συνεχίσει να παίζει το παιχνίδι.
«Γιατί είναι η δουλειά μου. Γι' αυτό με πληρώνεις»
Η απογοήτευση είναι γραμμένη σ' όλο του το πρόσωπο και αυτή μετά βίας συγκρατείται να μην πέσει στην αγκαλιά του.
«Ναι, σωστά. Λοιπόν, ήρθε η ώρα να κάνεις τη δουλειά σου. Βοήθα με να πάω στο μπάνιο. Θέλω να πλυθώ»
«Φυσικά. Αμέσως!»
Αυτή σηκώνεται όρθια, αλλά τα μουδιασμένα πόδια της την προδίδουν και τα γόνατά της λυγίζουν. Αυτή αρχίζει να πέφτει, αλλά εκείνος την πιάνει απ' τη μέση την τελευταία στιγμή και την τραβάει πίσω. Και αντί να πέσει στο πάτωμα, αυτή πέφτει κατευθείαν στην αγκαλιά του. Τα πρόσωπά τους απέχουν μόνο μια ανάσα. Οι μύτες τους αγγίζονται σχεδόν και τα βλέμματά τους είναι βαθιά βυθισμένα το ένα στο άλλο. Αυτή η εγγύτητα εμφανίζει ξανά τον κόμπο στο λαιμό της και εκείνη καταπίνει προσπαθώντας να μιλήσει.
«Εεεε ... Ευχαριστώ, Άρη»
«Παρακαλώ, Σελήνη»
«Πρέπει να σηκωθώ»
«Ναι, πρέπει»
Από τη μια, η δύναμη της συνήθειας, από την άλλη, η ανάγκη την να τον αγγίξει, αυτή βάζει το χέρι της στο στήθος του για να μπορέσει να σηκωθεί και τότε, αυτός το καλύπτει με το δικό του χέρι και το πιέζει πάνω του.
«Είσαι σίγουρη ότι εμείς ποτέ δεν ...;»
«Άρη, σε παρακαλώ! Στο είπα και πριν. Σήμερα συναντηθήκαμε για πρώτη φορά»
«Αλλά εγώ ...»
«Καλύτερα να σταματήσεις. Με φέρνεις σε δύσκολη θέση»
«Έχεις δίκιο. Συγγνώμη! Δεν ήθελα να ...»
«Δεν πειράζει»
Αυτός τραβάει το χέρι του πίσω κι αυτή σηκώνεται απ' το κρεβάτι.
«Πάω να σου ετοιμάσω το μπάνιο και θα έρθω να σε βοηθήσω»
«Μπορώ να έρθω και μόνος μου, ξέρεις. Δεν είμαι ανάπηρος»
«Φυσικά και δεν είσαι ...»
«Ξέχνα το! Φέρε μου τις πατερίτσες και φύγε»
Αυτή τρέχει στο μπάνιο, και μόλις κλείνει την πόρτα πίσω της, ξεσπάει σε κλάματα. Αυτό που συμβαίνει εδώ είναι αφόρητο. Το να τον βλέπει σ' αυτή την κατάσταση τη διαλύει. Θέλει να βγει εκεί έξω και να του πει την αλήθεια. Να του πει ποια είναι και πόσα αυτός σημαίνει για εκείνη. Θέλει να πέσει στα πόδια του και να τον παρακαλέσει να τη συγχωρέσει. Θέλει τα πράγματα να γίνουν όπως πριν. Θέλει να την πάρει στην αγκαλιά του. Θέλει να τον ακούσει να την φωνάζει Γατούλα. Θέλει να της πει ότι την αγαπάει.
Αλλά ξέρει πολύ καλά ότι αυτό δεν είναι δυνατό. Ο γιατρός ήταν ξεκάθαρος. Πρέπει να θυμηθεί μόνος του. Μόνο τότε θα γίνουν όλα όπως πριν και η αμνησία δεν θα του αφήσει κάποιο υπόλειμμα. Αυτή δεν μπορεί να το ρισκάρει. Δεν θα διακινδύνευε ποτέ την υγεία του, όσο κι αν την πονάει η διαδικασία. Πρέπει να τ' αντέξει. Άλλωστε εκείνη φταίει για όλα και πρέπει να πληρώσει. Έτσι, αυτή σκουπίζει τα μάτια της και ρίχνει λίγο νερό στο πρόσωπό της.
Λίγα λεπτά αργότερα, αυτός κάθεται στην λεκάνη και εκείνη, ενεργώντας σαν εκπαιδευμένη νοσοκόμα, είναι γονατισμένη μπροστά του και τυλίγει την πληγή του με την ειδική αδιάβροχη γάζα. Μετά τον βοηθάει να βγάλει τα ρούχα του. Αυτή η διαδικασία είναι μια δοκιμασία γι' αυτήν. Το να τον έχει γυμνό μπροστά της και να μην μπορεί να τον αγγίξει είναι αφόρητο. Μόλις τελειώνει το μπάνιο του, αυτή τον βοηθάει να ντυθεί και να επιστρέψει στο κρεβάτι. Του αλλάζει τους επιδέσμους, του δίνει τα φάρμακά του και τον βοηθάει να φάει την ντοματόσουπα που του ετοίμασε.
Όλη αυτή την ώρα, αυτός είναι ασυνήθιστα σιωπηλός. Όσες φορές κι προσπαθεί αυτή να ξεκινήσει μια συζήτηση, εκείνος την σταματάει. Λίγο πριν τα μεσάνυχτα, αυτός είναι ξαπλωμένος κι αυτή κάθεται σε μια καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι.
«Άρη, είναι αργά και πρέπει να κοιμηθείς. Το μυαλό χρειάζεται ξεκούραση για να συνέλθει»
«Εντάξει»
Αυτή σηκώνεται και πλησιάζει το κρεβάτι.
«Χρειάζεσαι να πας στο μπάνιο;»
«Όχι»
«Θέλεις κάτι άλλο;»
Αυτή τη φορά, αυτός δεν απάντησε, ούτε καν με μια λέξη. Απλώς γύρισε στο πλάι, έκλεισε τα μάτια του και αποκοιμήθηκε. Αυτή είναι προετοιμασμένη γι' αυτά τα ξεσπάσματα. Η κυκλοθυμία είναι πολύ συχνή σε άτομα με αμνησία. Έτσι, χαμογελώντας, τον σκεπάζει με το πουπουλένιο πάπλωμα, σβήνει το πορτατίφ και κάθεται ξανά στην καρέκλα. Η κούραση και η στεναχώρια την κάνουν να γύρει το κεφάλι της πίσω, να κλείσει τα μάτια της και ν' αφήνει τον Μορφέα να την πάρει στην αγκαλιά του.
Ξαφνικά, μη ξέροντας πόση ώρα κοιμάται, αυτή πετάγεται απ' την καρέκλα όταν η τρομαγμένη φωνή του ουρλιάζει τ' όνομά της. Ο ύπνος φεύγει απ' το σώμα της κι αυτή κάνει τα δύο βήματα που την χωρίζουν απ' το κρεβάτι. Αυτός, λουσμένος στον ιδρώτα και με τα μάτια κλειστά, στριφογυρίζει στο κρεβάτι τρομοκρατημένος. Το πάπλωμα είναι ένα κουβάρι στα πόδια του και τα χέρια του είναι ανοιχτά σαν να ψάχνει κάτι. Αυτός ονειρεύεται ή μάλλον βλέπει εφιάλτη. Αυτή προσπαθεί να του πιάσει τα χέρια, αλλά μάταια. Είναι πολύ πιο δυνατός από εκείνη. Έτσι, αυτή δεν έχει άλλη επιλογή. Σηκώνει τη φούστα της και τον καβαλάει. Του πιάνει το πρόσωπό και του φωνάζει.
«Άρη, ξύπνα! Ξύπνα! Ξύπνα!»
Ο αγώνας του σταματάει και τα μάτια του ανοίγουν. Τρόμος αντικατοπτρίζεται μέσα τους. Κοιτάζει αριστερά και δεξιά, προσπαθώντας να καταλάβει που βρίσκεται. Αυτή συνεχίζει να τον ηρεμεί.
«Άρη, κοίτα με! Κοίτα με! Ήταν ένας εφιάλτης. Τελείωσε τώρα. Ηρέμησε. Κανείς δεν μπορεί να σε πειράξει. Είμαι εγώ εδώ. Είμαι εδώ»
Αυτός γυρίζει το κεφάλι του και την κοιτάζει. Μέσα σε μια στιγμή, τα υπέροχα μπλε μάτια του είναι γεμάτα αναγνώριση.
«Εσύ ήσουν. Στ' όνειρό μου. Είσαι ... Ήξερα ότι ήσουν εσύ. Από τότε που είδα τα μάτια σου. Ένιωσα ότι ήσουν εσύ»
Αυτός τυλίγει τα χέρια του γύρω απ' τη μέση της και κρύβει το πρόσωπό του στο στήθος της. Τα μάτια της γεμίζουν δάκρυα.
«Ξέρεις ποια είμαι; Θυμάσαι; Πες μου, σε παρακαλώ, ότι θυμάσαι ποια είμαι»
«Είσαι η Σελήνη μου. Η Γατούλα μου»
Τα δάκρυα τρέχουν βροχή απ' τα μάτια της τώρα, μουσκεύοντας τα μαλλιά του καθώς κρύβει ακόμα το πρόσωπο του στο στήθος της.
«Σ' ευχαριστώ, Θεέ μου. Σ' ευχαριστώ!»
«Πώς μπόρεσα να σε ξεχάσω; Πως μπόρεσα; Συγγνώμη, Γατούλα. Συγχώρεσε με! Σε παρακαλώ!»
«Εγώ είμαι αυτή που πρέπει να ζητήσω συγγνώμη, όχι εσύ. Εμένα προσπάθησες να σώσεις. Ήταν δικό μου λάθος!»
«Και θα το έκανα ξανά. Θα έδινα και τη ζωή μου για σένα χωρίς δισταγμό»
«Φίλησε με, Άρη μου! Έχεις τόσες μέρες να με φιλήσεις. Δεν αντέχω άλλο!»
Η ανυπομονησία κάνει τα χείλη της να τρέμουν καθώς τα δικά του πλησιάζουν αργά. Το φιλί είναι βαθύ. Αγγίζει τις ψυχές τους. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο γι' αυτούς. Τίποτα άλλο δεν έχει σημασία. Είναι αδύνατο να πει κανείς πού αρχίζει ο ένας και πού τελειώνει ο άλλος. Αυτή, απορροφημένη απ' το φιλί του, τυλίγει τα χέρια της γύρω απ' το λαιμό του και περνά τα δάχτυλα της μέσα απ' τα μαλλιά του, αλλά εκείνος τραβιέται προς τα πίσω, διακόπτοντας το φιλί. Περίεργο. Δεν το έχει ξανακάνει αυτό. Αυτή τον κοιτάζει μπερδεμένη.
«Τι συμβαίνει, Άρη μου; Γιατί σταμάτησες να με φιλάς;»
Αυτός γέρνει το κεφάλι του πίσω κι αρχίζει να γελάει, αλλά το γέλιο του είναι διαφορετικό. Είναι ψεύτικο και ... Θεούλη μου! Είναι σατανικό!
«Άρη ...;»
Αυτός την αρπάζει απ' τα μαλλιά, γυρίζει το σώμα της και τυλίγει το χέρι του στο λαιμό της.
«Τι κάνεις, Άρη;»
«Σκάσε και κουνήσου!»
Την σπρώχνει αναγκάζοντάς την να σηκωθεί απ' το κρεβάτι και σηκώνεται μαζί της. Ρίχνοντας όλο του το βάρος πάνω της, την οδηγεί, κουτσαίνοντας, προς το παράθυρο. Όταν αυτή βλέπει την αντανάκλασή τους στο τζάμι, το αίμα της παγώνει στις φλέβες της. Δεν αναγνωρίζει τον άντρα δίπλα της. Αυτός μοιάζει με τον Άρη, αλλά είναι κάποιος άλλος. Αυτός βυθίζει το πρόσωπό του στα μαλλιά της και της ψιθυρίζει στ' αυτί.
«Σοβαρά, Σελήνη; Πίστεψες πραγματικά ότι θα ήταν τόσο εύκολο;»
«Ποιος είσαι; Δεν είσαι ο Άρης μου»
«Φυσικά και δεν είμαι ο Άρης σου, ηλίθια. Είμαι ο καινούργιος Άρης. Ο Άρης που εσύ δημιούργησες»
«Και πού είναι ο Άρης μου;»
Την πιάνει απ' τους ώμους και τη γυρίζει πάλι, αναγκάζοντάς την να τον κοιτάξει.
«Τον σκότωσες όταν τον ανάγκασες να θυσιάσει τη ζωή του για να σε σώσει. Έχεις το αίμα του στα χέρια σου»
Αυτή παλεύει να ξεφύγει απ' τα χέρια του.
«Όχι! Όχι! Λες ψέματα!»
«Αν λέω ψέματα, τότε τι είναι αυτό;»
Της πιάνει τα χέρια και τα κρατάει ακριβώς μπροστά στα μάτια της και αυτή βλέπει με τρόμο ότι είναι γεμάτα αίμα ... Τόσο πολύ αίμα.
«Το βλέπεις τώρα; Το αίμα του είναι στα χέρια σου!»
Αυτή ουρλιάζει ...
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro