
Και έσονται οι δύο εις σάρκαν μίαν
~ ΣΑΒΒΑΤΟ, 25 ΙΟΥΝΙΟΥ 2011 ~ ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ ~
~ ΚΤΗΜΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ~ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗ ~
~ ΠΡΩΙ ~ ΓΥΡΩ ΣΤΙΣ 10 π.μ. ~
~ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΤΖΑΚΟΥ & ΤΗΣ ΜΑΙΡΗΣ ~
~ Η ΝΥΦΗ ~
Η Σελήνη κοιμάται, τυλιγμένη με το πουκάμισο του Άρη και το τηλέφωνο ακουμπισμένο στο μαξιλάρι δίπλα στ' αυτί της όταν η Χλόη μπαίνει στο δωμάτιο κρατώντας ένα δίσκο με πρωινό, τον οποίο αφήνει στο κομοδίνο.
«Καλημέρα, Φεγγαράκι. Ξύπνα. Ήρθα φέρνοντας δώρα»
Η Σελήνη τεντώνει το σώμα της γουργουρίζοντας κι ανοίγει τα μάτια της.
«Φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντας»
Η Χλόη καγχάζει.
«Δεν σου προσφέρω έναν δούρειο ίππο, σκύλα. Πρωινό σου έφερα»
«Δώσε μου ένα λεπτό»
Η Σελήνη ανακάθεται και σηκώνει το τηλέφωνο.
«Λύκε μου; Είσαι ακόμα εκεί;»
Η μισοκοιμισμένη φωνή του Άρη ακούγεται απ' το ηχείο.
«Εδώ είμαι, Γατούλα μου. Άκουσα τη φωνούλα σου και ξύπνησα»
«Καλημέρα»
«Καλημέρα, ψυχή μου»
«Πώς κοιμήθηκες;»
«Σκατά. Εσύ;»
«Το ίδιο»
«Μην ανησυχείς, μωρό μου. Δεν θα ξαναγίνει ποτέ αυτό. Σε λίγες ώρες θα είσαι ξανά στην αγκαλιά μου και δεν θα σ' αφήσω ποτέ ξανά»
«Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο ανυπόμονη είμαι να επιστρέψω εκεί, αλλά πρέπει να κλείσω τώρα. Η Χλόη είναι εδώ και ήδη τρίζει τα δόντια της»
«Καλημέρα, Χλόη»
«Καλημέρα, Άρη. Για όνομα του Θεού, Άρη»
Η Χλόη γυρίζει τα μάτια της κι άλλοι δύο γελούν. Μετά το ζευγάρι λέει προσωρινό αντίο.
«Θα σε δω αργότερα, Γατούλα. Θα σε περιμένω στα σκαλιά της εκκλησίας μαζί με το κουτάβι μας»
«Θα είμαι αυτή με το λευκό φόρεμα. Γεια σου, Λύκε μου»
«Σ' αγαπάω πολύ»
«Κι εγώ σ' αγαπάω»
Η Σελήνη τερματίζει το πολύωρο τηλεφώνημα και βάζει το τηλέφωνο στο κομοδίνο. Η Χλόη κάθεται δίπλα της στο κρεβάτι.
«Μη μου πεις ότι είχατε ανοιχτή γραμμή όλο το βράδυ»
«Κι αν σου το πω;»
Η Χλόη αναστενάζει αγανακτισμένη.
«Είστε απλά απερίγραπτοι. Τέλος πάντων! Φάε το πρωινό σου τώρα. Ο Οδυσσέας θα είναι εδώ από λεπτό σε λεπτό και θα χρειαστείς δυνάμεις»
«Το πρωινό και όλα τ' άλλα μπορούν να περιμένουν. Το κουτάβι μου έρχεται πρώτο. Πρέπει να πάω στον Ερμή»
«Μην ανησυχείς γι' αυτόν. Η Μαίρη και η Θαλασσινή θα τον φροντίσουν. Θα τον ταΐσουν, θα τον αλλάξουν και θα στον φέρουν εδώ»
Η Χλόη βάζει το δίσκο στην αγκαλιά της Σελήνης κι αυτή αρχίζει να τρώει.
«Λοιπόν; Ποιο είναι το πρόγραμμα για σήμερα;»
Η Χλόη καγχάζει.
«Είσαι η νύφη και δεν ξέρεις το πρόγραμμα του γάμου σου;»
«Ξεχνάς ποιος οργάνωσε τον γάμο;»
«Όχι βέβαια. Ο καλύτερος στο είδος του. Ο ένας και μοναδικός Οδυσσέας»
«Ακριβώς. Τον έχω ρωτήσει εκατό φορές, αλλά το κάθαρμα κρατάει τα χείλη του σφραγισμένα. Δεν ξέρω καν τι ώρα παντρεύομαι»
Αυτές γελούν. Μετά, η Χλόη δίνει στη νύφη μερικές πληροφορίες.
«Εντάξει τότε. Η τελετή θα ξεκινήσει στις οχτώ το απόγευμα. Η λιμουζίνα θα είναι εδώ στις έξι για να πάρει εσένα, τον Τζάκο και τον Στέφανο και να σας πάει στην εκκλησία στον Πειραιά. Αυτό είναι το μόνο που χρειάζεται να ξέρεις»
Η Σελήνη χαμογελάει.
«Ξέρεις κάτι; Δυσκολεύομαι ακόμα να το πιστέψω. Μερικές φορές φοβάμαι ότι θα ξυπνήσω και θα επιστρέψω σ' αυτό που ήμουν πριν. Η Σελήνη το πρόβατο. Ποτέ, ούτε στα πιο τρελά μου όνειρα δεν φανταζόμουν μια ζωή σαν αυτή. Έχω έναν υπέροχο, πανέμορφο γιο, μια τεράστια, καταπληκτική οικογένεια και σε λίγες ώρες παντρεύομαι έναν υπέροχο άντρα που με λατρεύει»
«Ναι, Φεγγαράκι μου. Είμαι τόσο χαρούμενη για σένα»
Μπορεί η Χλόη να χαμογελάει και να λέει ότι είναι χαρούμενη, αλλά τα μάτια της προδίδουν την αλήθεια. Κάτι δεν πάει καλά μαζί της και φυσικά, δεν διαφεύγει της προσοχής της Σελήνης.
«Τι συμβαίνει με σένα, Χλόη;»
«Τίποτα. Τι είναι αυτά που λες;»
«Δεν είμαι τυφλή, Χλόη. Το βλέπω στα μάτια σου. Στα λυπημένα σου μάτια»
«Κάνεις λάθος. Όλα είναι καλά»
Η Σελήνη παραμερίζει το δίσκο και πιάνει το χέρι της Χλόης.
«Άκου, Χλόη. Αν νομίζεις ότι το γεγονός ότι εσύ κι εγώ δεν έχουμε το ίδιο αίμα πρόκειται ν' αλλάξει κάτι μεταξύ μας, κάνεις μεγάλο λάθος. Όλη μου τη ζωή, ήσουν σαν αδερφή μου. Δεν θα σ' αφήσω τώρα. Είσαι η αδερφή μου, Χλόη, οπότε άνοιξε το στόμα σου και πες μου τι σ' ενοχλεί πριν αρχίσω να σε βασανίζω»
Η Χλόη κοιτάζει τη Σελήνη και ξαφνικά ρίχνεται στην αγκαλιά της και ξεσπάει σε κλάματα.
«Για όνομα του Θεού, ρε Χλόη! Γιατί κλαις; Τι σου συμβαίνει;»
«Σε ζηλεύω, ρε Σελήνη»
«Με ζηλεύεις; Γιατί;»
«Γιατί παντρεύεσαι. Θέλω κι εγώ να παντρευτώ, αλλά ο Ορέστης δεν έχει αναφέρει ποτέ κάτι γι' αυτό μέχρι τώρα»
«Έλα, βρε κορίτσι μου. Από πότε σ' ενδιαφέρουν τέτοια τυπικά πράγματα; Πάντα ήσουν ελεύθερο πνεύμα, χωρίς κανόνες και πρέπει. Από πότε άρχισες να νοιάζεσαι γι' αυτά;»
«Από τότε που έμαθα ότι είμαι έγκυος»
«Τι είσαι;»
«Έγκυος, Σελήνη. Είμαι ήδη δύο μηνών. Γιατί νομίζεις ότι μετά βίας ήπια μισό ποτό στο μπάτσελορ πάρτι σου;»
«Πόσο καιρό το ξέρεις;»
«Σχεδόν δύο βδομάδες»
«Και γιατί δεν είπες τίποτα;»
«Γιατί δεν θέλω ν' αναγκάσω τον Ορέστη να με παντρευτεί χωρίς να το θέλει πραγματικά»
Η Σελήνη αρπάζει την Χλόη απ' τους ώμους και την σπρώχνει προς τα πίσω, αναγκάζοντας την να την κοιτάξει.
«Με συγχωρείς, ρε Χλόη, αλλά ... Είσαι ηλίθια;»
«Γιατί; Επειδή θέλω ο άντρας που θα παντρευτώ να το θέλει πραγματικά, όπως ο Άρης ας πούμε, και να μην το κάνει για το μωρό;»
«Αχ, ρε Χλόη!»
«Σε παρακαλώ, μην πεις τίποτα σε κανέναν. Ούτε καν στον Άρη. Θέλω να το κρατήσω μυστικό όσο περισσότερο γίνεται. Μετά θα δω τι θα κάνω»
«Είσαι σίγουρη; Ο Ορέστης θα τρελαθεί όταν μάθει ότι θα γίνει πατέρας. Θυμάσαι τι έγινε τότε. Γιατί διστάζεις να του το πεις;»
«Το ξέρω και μισώ τον εαυτό μου που του στερώ αυτή τη χαρά, αλλά δεν θέλω να τον αναγκάσω να κάνει κάτι από υποχρέωση. Πες μου ότι με καταλαβαίνεις»
«Σε καταλαβαίνω, αλλά δεν συμφωνώ. Όμως θα κάνω αυτό που θέλεις, παρόλο που ...»
«Παρόλο που τι;»
«Κάτι μου λέει, πες το διαίσθηση της νύφης, ότι πολύ σύντομα θα σκάσει η ερώτηση που τόσο πολύ θέλεις»
«Απ' τα χείλη σου και στου Θεού τ' αυτί!»
«Μπορώ να γιορτάσω για το νέο μωρό που έρχεται τώρα;»
«Θεέ μου, όχι! Είπαμε να το κρατήσουμε μυστικό. Έλα στα συγκαλά σου!»
«Σε μισώ, γαμώτο, αλλά τέλος πάντων! Θα το γιορτάσω διπλά όταν γίνει η αποκάλυψη. Τώρα σκούπισε τα μάτια σου, γιατί αν ο Οδυσσέας σε δει έτσι, η ανάκριση θ' αρχίσει και το μυστικό σου δεν θα είναι πια μυστικό»
Μιλώντας γι' αυτόν, ο Οδυσσέας μπαίνει στο δωμάτιο, χωρίς φυσικά να χτυπήσει, και η Χλόη γυρίζει γρήγορα απ' την άλλη και σκουπίζει τα μάτια της. Ευτυχώς, αυτός είναι πολύ ενθουσιασμένος για να παρατηρήσει οτιδήποτε.
«Πού είναι η νύφη μου; Πού είναι η νύφη μου;»
Η Σελήνη σηκώνεται κι ανοίγει τα χέρια της.
«Εδώ είμαι, Οδυσσέα, και είμαι όλη δική σου. Πάρε με και κάνε με ότι θες»
«Αυτό ακριβώς περίμενα ν' ακούσω»
Αυτός τη σηκώνει στην αγκαλιά του κι αυτή γελάει.
«Ουάου, Οδυσσέα! Ξέρεις καλά πώς να συνεπαίρνεις μια γυναίκα»
«Στο είπα ήδη, μελλόνυμφο Καρπουζάκι. Είμαι άντρας με πολλά κρυφά ταλέντα»
«Δείξε μου τι έχεις, Μεγάλε»
Όλοι γελούν καθώς ο Οδυσσέας κουβαλάει τη Σελήνη έξω απ' το δωμάτιο κι η Χλόη τους ακολουθεί.
~ ΕΝΤΩΜΕΤΑΞΥ ~ ΔΙΠΛΑΝΗ ΠΟΡΤΑ ~
~ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΑΛΕΚΟΥ & ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ~
~ Ο ΓΑΜΠΡΟΣ ~
Ο Άρης, μόλις κλείνει το τηλέφωνο με τη Σελήνη, μένει στο κρεβάτι για λίγο για να μαζέψει τις σκέψεις του. Αυτή τον ρώτησε πώς κοιμήθηκε κι αυτός της είπε την αλήθεια, αλλά όχι όλη την αλήθεια. Της είπε ότι το βράδυ του ήταν σκατά. Αυτό που δεν της είπε ήταν ότι έμεινε ξύπνιος για πολλή ώρα μόνο και μόνο για ν' ακούει τη σταθερή αναπνοή της και τ' όνομα του να γεμίζει το αξιολάτρευτο παραμιλητό της.
Δεν είναι η πρώτη φορά που το κάνει αυτό. Πολλά βράδια, όταν ο ύπνος του διακόπτεται από κάτι, μένει ξύπνιος και την παρακολουθεί να κοιμάται. Του αρέσει να την βλέπει να κοιμάται. Είναι τόσο όμορφη, τόσο γλυκιά, τόσο αθώα, και μιλάει πολύ. Αθώα; Μχμμμ ... Αυτό είναι συζητήσιμο. Συχνά αυτή παίρνει το χέρι του στον ύπνο της και το γλιστράει ανάμεσα στα πόδια της. Την πρώτη φορά που έγινε αυτό, αυτός έμεινε λίγο έκπληκτος και δεν έκανε τίποτα, αλλά την επόμενη ...
Και μόνο στην σκέψη, ο γνωστός πόνος στον καβάλο του κάνει την εμφάνιση του κι αυτός σηκώνει το κεφάλι και κοιτάζει κάτω.
«Σκατά! Σκατά! Όχι τώρα, ηλίθιε Λύκε! Σκέψου κάτι άλλο. Δεν μπορείς να παντρευτείς καυλωμένος»
Αυτός πετάγεται απ' το κρεβάτι και τρέχει στο μπάνιο. Ένα κρύο ντους θα σώσει τη κατάσταση. Τουλάχιστον έτσι πιστεύει αυτός. Έτσι λοιπόν, αυτός μπαίνει στη ντουζιέρα, εκεί όπου ο Ορέστης τον βρίσκει λίγα λεπτά αργότερα.
«Καλημέρα, λιακάδα»
Ο Άρης τον κοιτάζει μέσα απ' το τρεχούμενο νερό.
«Απολαμβάνεις το σόου, διεστραμμένε ματάκια;»
«Αν έχεις διάθεση, γιατί όχι;»
«Πες μου τουλάχιστον ότι μου έφερες καφέ»
«Δεν είμαι η γαμημένη υπηρέτρια σου, μαλάκα. Αν θέλεις καφέ, κατέβασε τον κώλο σου κάτω και φτιάξε»
«Άντε γαμήσου, ρε»
«Βάζω το καβλί. Βάζεις τον κώλο;»
Ο Ορέστης γελάει με το δικό του αστείο ενώ ο Άρης συνοφρυώνεται.
«Αν νομίζεις ότι είσαι αστείος, στάματα το! Δεν είσαι καθόλου»
«Βασικά, είμαι ξεκαρδιστικός, αλλά σοβαρά τώρα. Τι τρέχει με σένα; Είσαι ακόμα μεγαλύτερη σκύλα απ' το συνηθισμένο σου όταν ξυπνάς»
«Τίποτα. Απλώς πέρασα μια χάλια νύχτα. Δεν κοιμήθηκα σχεδόν καθόλου»
«Καταλαβαίνω γιατί, αλλά έπρεπε να τηρήσουμε την παράδοση»
«Να χέσω την παράδοση. Θες να μου πεις ότι υπάρχει έστω και το παραμικρό παραδοσιακό πράγμα στη σχέση μου με τη Σελήνη;»
«Γι' αυτό πρέπει να τηρήσουμε τις παραδόσεις έστω για σήμερα. Όσο κι αν δεν μας αρέσει»
«Ξέρεις κάτι; Είναι πολύ εκνευριστικό όταν έχεις δίκιο»
«Έχω πάντα δίκιο, Άλφα, αλλά είσαι πολύ πεισματάρης για να το παραδεχτείς. Τέλος πάντων! Πάω κάτω τώρα να τελειώσω το πρωινό μου. Εσύ λύσε το πραγματικό σου πρόβλημα κι έλα να με βρεις»
«Το πραγματικό μου πρόβλημα; Τι σκατά λες;»
«Το πράγμα ανάμεσα στα πόδια σου»
«Άντε γαμήσου, ρε!»
«Μάλιστα, αφεντικό!»
«Και κλείσε τη γαμημένη πόρτα πίσω σου!»
Ο Ορέστης φεύγει τρέμοντας απ' τα γέλια κι ο Άρης, μόλις κλείνει η πόρτα, ακουμπάει στον τοίχο με τις παλάμες του, ρίχνοντας το κεφάλι του μπροστά για να αφήσει το κρύο νερό να ηρεμήσει και να δροσίσει το σώμα του που καίγεται.
«Έλα, Λύκε. Τιθάσευσε τον εαυτό σου! Πάρε ξανά τον έλεγχο του σώματος σου, όπως πριν»
Εκείνη τη στιγμή, η εικόνα της Σελήνης δεμένη στο κρεβάτι, με παγάκια να λιώνουν στο τέλειο, γυμνό κορμί της, μπαίνει στο μυαλό του και η φωνή της, βαριά και αισθησιακή από πόθο, ηχεί καθαρά στ' αυτιά του.
'Σταμάτα να προσπαθείς, Λύκε. Δεν έχει νόημα. Σ' έχω με λουρί. Τώρα εγώ έχω τον έλεγχο'
Αυτός πιέζει τις φτέρνες των χεριών του στα μάτια του και γρυλίζει.
«Στο διάολο! Αυτό είναι ένα γαμημένο χάσιμο χρόνου. Πρέπει να εκτονωθώ. Γαμημένο ηλίθιο όργανο!»
Αυτός γυρίζει και ακουμπάει το σώμα του στον τοίχο. Μετά, γλιστράει στο πάτωμα καθώς τα δάχτυλα του τυλίγονται γύρω απ' το ατσάλινα σκληρό, καυλωμένο όργανο του για πρώτη φορά μετά από πολλά, πολλά χρόνια.
~ ΝΩΡΙΣ ΤΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ~ ΓΥΡΩ στις 5 μ.μ. ~
~ ΑΚΟΜΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΑΛΕΚΟΥ & ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ~
~ Ο ΓΑΜΠΡΟΣ ~
Ο Οδυσσέας μπαίνει στο σαλόνι και βρίσκει όλους τους άλλους μαζεμένους εκεί, έτοιμους και λαχταριστούς μέσα στα κοστούμια τους. Αυτός σωριάζεται στον καναπέ και τσιμπάει τη κορυφή της μύτης του με τον αντίχειρα και τον δείκτη του.
«Βάλτε μου ένα ποτό. Ιησούς Χριστός! Είμαι εξαντλημένος!»
Ο Βίκος κουνάει το κεφάλι με κατανόηση.
«Αυτό παίρνεις όταν ασχολείσαι με γυναίκες»
Ο Άρης ρωτάει αυτό που τον ενδιαφέρει.
«Πώς είναι η Σελήνη μου;»
«Μια πραγματική Ηλιοπούλου. Πανέμορφη και πολύ, πολύ τρελή. Η κομμώτρια προσπαθούσε να της φτιάξει τα μαλλιά κι αυτή είχε το κουτάβι σου στην αγκαλιά της και του έλεγε πόσο υπέροχος είναι ο πατέρας του»
Ο Άρης χαμογελάει έτοιμος να λιώσει.
«Το μωρό μου. Μ' αγαπάει μωρέ»
Ο Αλέκος σηκώνεται και γεμίζει ένα ποτήρι με ουίσκι για τον σύντροφο του.
«Ορίστε»
Ο Οδυσσέας παίρνει το ποτήρι και το σηκώνει ψηλά.
«Στον τυχερό μπάσταρδο που σε λίγες ώρες θα παντρευτεί τη θεά που μόλις δημιούργησα»
Αυτός αδειάζει το περιεχόμενο στο στόμα του. Τότε, ο Τζάκος ζητάει οδηγίες.
«Λοιπόν, τι γίνεται τώρα, αφεντικό;»
Ο Οδυσσέας τρίβει τους κροτάφους του.
«Όλα θα γίνουν ακριβώς όπως σου είπα. Εσύ κι ο Στέφανος θα μείνετε πίσω για να συνοδεύσετε τη Σελήνη και εμείς οι υπόλοιποι θα συνοδεύσουμε τον γαμπρό»
Το κουδούνι της πόρτας διακόπτει τη συνομιλία τους. Ο Οδυσσέας δείχνει προς τα εκεί.
«Αυτές πρέπει να είναι οι γυναίκες σας»
Ο Βίκος σηκώνεται.
«Πάω εγώ. Εσύ πήγαινε να ντυθείς»
Ο Οδυσσέας σηκώνεται επίσης και κοιτάζει τον Αλέκο.
«Ναι, πάω. Αλέκο, τα ρούχα μου;»
Ο Αλέκος χαμογελάει.
«Σε περιμένουν στο κρεβάτι»
Ο Βίκος πηγαίνει στην πόρτα κι ο Οδυσσέας τρέχει επάνω για να κάνει ένα γρήγορο ντους και να ετοιμαστεί. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, ο Βίκος επιστρέφει στο σαλόνι με το άτομο πίσω απ' την πόρτα. Ω, ναι! Δεν ήταν οι γυναίκες. Ο Άρης κοιτάζει τον επισκέπτη απορημένος.
«Νέγρο; Τι κάνεις εδώ; Συμβαίνει κάτι; Γιατί δεν είσαι στην εκκλησία;»
«Μην ανησυχείς, αφεντικό. Όλα είναι υπό έλεγχο. Έχω στείλει τους υπόλοιπους στην εκκλησία να ελέγξουν. Εγώ, ο Μικρούλης και ο Σκύλος ήρθαμε να σου δώσουμε το δώρο σου»
«Μα εσείς έχετε ήδη στείλει τα δώρα σας»
«Αυτά ήταν τα προσωπικά μας δώρα. Αυτό που σου φέραμε τώρα είναι απ' όλα τα παιδιά, για να τιμήσουμε τον αρχηγό μας»
«Δεν έπρεπε να μπείτε σε τέτοιο κόπο»
«Έπρεπε και δεν σηκώνω αντιρρήσεις. Έλα μαζί μου τώρα»
Ο Άρης και οι άλλοι ακολουθούν τον Νέγρο έξω στον κήπο, όπου ο Μικρούλης και ο Σκύλος περιμένουν δίπλα σ' ένα μαύρο ημιφορτηγό με κάτι φορτωμένο στην καρότσα, καλυμμένο με μουσαμά. Αυτοί χαιρετούν τον αρχηγό τους, ο οποίος τους κοιτάζει έκπληκτος.
«Τι στο διάολο, ρε; Μου αγοράσατε ημιφορτηγό; Τι να το κάνω;»
Αυτοί γελούν και ο Νέγρος σπεύδει να εξηγήσει.
«Όχι ακριβώς. Το δώρο σου είναι στη καρότσα»
«Δεν καταλαβαίνω. Τι είναι;»
«Θυμάσαι που μας είχες πει, λίγο καιρό πριν γνωρίσεις την κυρά μας, ότι αν αποφασίσεις ποτέ να παντρευτείς, θα ήθελες να πας στην εκκλησία με κάτι πολύ συγκεκριμένο;»
«Ναι. Είχα πει ότι θα ήθελα να πάω με ... Περίμενε! Εννοείς ...; Όχι! Δεν είναι δυνατόν! Δεν το κάνατε!»
«Ναι, το κάναμε. Φυσικά, δεν μπορούσαμε να στην αγοράσουμε, αλλά μπορέσαμε να την νοικιάσουμε»
Εκείνη τη στιγμή, ο Σκύλος πηδάει στην καρότσα και τραβάει τον μουσαμά, αποκαλύπτοντας μια αστραφτερή, κατακόκκινη και πανέμορφη Harley Davidson Road Queen, έτοιμη να προσφέρει απόλαυση στον αναβάτη της. Τα μάτια του Άρη γυαλίζουν.
«Αυτή είναι ... Αυτή είναι ... Μια γαμημένη Harley!»
«Ναι, και είναι δικιά σου. Τουλάχιστον για σήμερα»
«Εγώ ... Δεν ... Δεν ξέρω τι να πω. Δεν ξέρω πώς να σας ευχαριστήσω»
«Δεν χρειάζεται, αφεντικό. Το πρόσωπό σου τα λέει όλα. Όμως, τι περιμένεις; Καβάλησε την»
Ο Μικρούλης κατεβάζει την ειδική ράμπα την στιγμή που ο Άρης πηδάει στην καρότσα και κάνει νόημα στον Ορέστη.
«Έλα, Ορέστη!»
Ο Ορέστης τον κοιτάζει σαν χάνος.
«Θέλεις να έρθω μαζί σου;»
«Τι νομίζεις, ρε βλάκα; Ότι θα οδηγήσω μόνος μου αυτή την ομορφιά; Χωρίς τον κουμπάρο μου; Ξέρεις ότι μ' αρέσει να μοιράζομαι τα πάντα μαζί σου»
Ο Τζάκος σταυρώνει τα χέρια στο στήθος και κοιτάζει απειλητικά τον Άρη.
«Ελπίζω η αδερφή μου να μην συμπεριλαμβάνεται στα πάντα σου»
Ο Άρης γελάει.
«Όχι, φίλε. Μην ανησυχείς. Την αδερφή σου την κρατάω αποκλειστικά για μένα»
«Ωραία!»
Ο Ορέστης, εξίσου ενθουσιασμένος, ανεβαίνει στην καρότσα και καβαλάει την μηχανή πίσω απ' τον Άρη, που τον κοιτάζει μέσα απ' τον καθρέφτη.
«Είσαι έτοιμος, κολλητέ;»
Ο Ορέστης χαμογελάει.
«Όταν είμαι μαζί σου, είμαι έτοιμος για όλα, κολλητέ»
Ο Άρης βάζει μπρος κι ο κινητήρας αρχίζει να γουργουρίζει μ' αυτόν τον γνώριμο, συναρπαστικό ήχο που μόνο μια Harley μπορεί να παράγει, κάνοντας τον να δαγκώσει τα χείλη του.
«Γαμημένη Κόλαση! Άκου την! Δεν σε καυλώνει αυτός ο ήχος;»
Ο Ορέστης ξεφυσάει.
«Από ό,τι φαίνεται, κολλητέ, θα πάμε και οι δύο καυλωμένοι σ' αυτόν τον γάμο»
«Αυτό ξαναπές το!»
Γελώντας δυνατά, ο Άρης αγγίζει το γκάζι με τα δάχτυλα του, τόσο απαλά σαν να χαϊδεύει μια γυναίκα, και κατεβαίνει τη ράμπα σαν ήρεμος καβαλάρης. Σαν πραγματικός βασιλιάς του δρόμου. Μετά την απαιτούμενη βόλτα στον κήπο και την παρέμβαση του Οδυσσέα, αυτοί οι δύο παίρνουν το δρόμο για την εκκλησία, αφήνοντας πίσω τους ένα σύννεφο σκόνης. Ο Τζάκος και ο Στέφανος πηγαίνουν δίπλα για να βρουν τη Σελήνη, ενώ όλοι οι άλλοι μπαίνουν στ' αυτοκίνητα και ακολουθούν τον γαμπρό και τον κουμπάρο.
~ ΔΙΠΛΑ ~ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΤΖΑΚΟΥ & ΤΗΣ ΜΑΙΡΗΣ ~
~ Η ΝΥΦΗ ~
Η Σελήνη κάθεται μόνη στον καναπέ όταν ο αδερφός κι ο ανιψιός της μπαίνουν στο σαλόνι. Αυτή σηκώνεται αμέσως όταν τους βλέπει και τους χαμογελάει πλατιά.
«Λοιπόν; Πώς σας φαίνομαι;»
Ο Τζάκος βουρκώνει στην θέα της.
«Θεούλη μου! Είσαι πανέμορφη, κοριτσάκι μου. Μακάρι να σ' έβλεπε τώρα ο πατέρας μας. Θα ήταν τόσο περήφανος για σένα»
Αυτή τον πλησιάζει.
«Εσύ είσαι περήφανος για μένα;»
Αυτός της χαϊδεύει απαλά το μάγουλο, προσέχοντας να μην της χαλάσει το μακιγιάζ.
«Είμαι ο πιο περήφανος μεγάλος αδερφός σ' ολόκληρο τον κόσμο»
Τότε, αυτή γυρίζει στον Στέφανο.
«Εσύ, γλυκέ μου;»
«Είμαι ο πιο περήφανος ανιψιός. Κανείς άλλος δεν έχει μια θεία τόσο πανέμορφη. Είσαι μια πραγματική θεά, Σελήνη»
Αυτή προσπαθεί ν' αντισταθεί στα δάκρυα.
«Σας τ' ορκίζομαι. Αν με κάνετε να κλάψω και χαλάσει το μακιγιάζ μου, δεν θα σταματήσω τον Οδυσσέα όταν σας σκοτώνει αργά και οδυνηρά»
Ο Τζάκος κοιτάζει έντρομος τον γιο του.
«Τίγρη, σταμάτα αμέσως! Καλύτερα να μην παίζουμε με τη φωτιά»
Ο Στέφανος κουνάει το κεφάλι του.
«Αυτό ξαναπές το!»
«Καλύτερα να μην ...»
«Έλεος, ρε Μπαμπά!»
Αυτοί γελάνε. Τότε, η Σελήνη προσπαθεί να λύσει μια απορία της.
«Τι ήταν αυτή η φασαρία νωρίτερα;»
Ο Τζάκος καγχάζει.
«Η συμμορία έστειλε στο μεγάλο αφεντικό ένα τελευταίο δώρο κι ο μελλοντικός σου σύζυγος ξεσάλωσε λιγάκι»
«Τι του έστειλαν;»
Ο Στέφανος μιλάει με εμφανή ενθουσιασμό.
«Δεν πρόκειται να το πιστέψεις αυτό. Μια κατακόκκινη Harley Davidson»
Η Σελήνη όντως δεν το πιστεύει.
«Άντε, ρε! Του αγόρασαν μια Harley;»
Ο Τζάκος γελάει.
«Όχι ακριβώς. Απλά την νοίκιασαν για σήμερα»
«Δόξα τω Θεό! Έχω ήδη μία κίτρινη αντίζηλο με τέσσερις ρόδες κι άλλη μια μαύρη με τέσσερα πόδια. Δεν μου χρειάζεται ακόμα μια κόκκινη με δύο ρόδες»
Αυτοί γελούν ξανά καθώς ο Στέφανος κοιτάζει το ρολόι του.
«Η ώρα πλησιάζει εφτά. Δεν νομίζετε ότι πρέπει να πηγαίνουμε; Έχουμε δρόμο μέχρι τον Πειραιά και δεν πρέπει ν' αφήσουμε τον καημένο τον Άρη να περιμένει πολύ. Είναι κρίμα»
Ο Τζάκος όμως έχει άλλα σχέδια.
«Δεν είναι καθόλου κρίμα. Άστον να περιμένει. Η θεία σου το αξίζει»
Η Σελήνη συμφωνεί και επαυξάνει κι ο Στέφανος σηκώνει τα χέρια ψηλά παραδομένος.
«Ποιος είμαι εγώ για να διαφωνήσω μ' αυτό;»
Αυτοί γελάνε πάλι κι αργότερα, αφού χαζολόγησαν λίγο ακόμα, μπαίνουν στη στολισμένη με λουλούδια και κορδέλες λευκή λιμουζίνα της Sun Corporation και πηγαίνουν σιγά-σιγά στην εκκλησία.
~ 8 Μ.Μ. ~ ΛΙΜΑΝΙ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ ~
~ ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΣΠΥΡΙΔΩΝΑ ~
Ο Άρης, υπέροχος μέσα στο μπλε σμόκιν Giorgio Armani, το λευκό πουκάμισο, την γαλάζια γραβάτα και τα μαύρα παπούτσια, μετά την εντυπωσιακή και άκρως εκκωφαντική άφιξη του, περιμένει μ' ανυπομονησία στα σκαλιά της μεγαλοπρεπούς εκκλησίας, κρατώντας στην αγκαλιά του τον μικρό Ερμή, ο οποίος, ντυμένος με τα ίδια ρούχα, περιμένει κι αυτός, χωρίς να ξέρει ακριβώς τι περιμένει.
Δίπλα του, ο Ορέστης, χάρμα οφθαλμών μέσα στο κουστούμι του, μιλάει με τον Βίκο, τον Αλέκο, τον Ιάσονα και τον Οδυσσέα, που κρατάει στην αγκαλιά του τον μικρό Νικόλα. Όλοι τους είναι ντυμένοι στα μπλε.
Βασικά, τα πάντα είναι σε διαφορετικές αποχρώσεις του μπλε. Τα ρούχα, το χαλί, τα λουλούδια. Ο Οδυσσέας σκέφτηκε να βασίσει τον γάμο πάνω στο χρώμα των ματιών του γαμπρού, της νύφης και του καρπού του έρωτα τους. Το εξωτερικό του ναού είναι στολισμένο με λευκά τεράστια φανάρια ενωμένα το ένα με τ' άλλο με μπλε τούλι και μέσα τους καίνε μπλε κεριά.
Οι περίπου χίλιοι καλεσμένοι έχουν γεμίσει το προαύλιο του ναού από νωρίς. Ήρθαν όλοι όσοι καλέστηκαν για να τιμήσουν το ζευγάρι με την παρουσία τους. Ο Νέγρος, ο Μικρούλης, ο Σκύλος, ο Γιάννης κι ο Εδουάρδος είναι ανάμεσα στους καλεσμένους, εκτός υπηρεσίας, ενώ τα κατώτερα μέλη της συμμορίας, οι υπεύθυνοι για την ασφάλεια, περιπολούν την εκκλησία και τους γύρω δρόμους και κρατούν σε απόσταση τους ρεπόρτερ και τους φωτογράφους που έχουν έρθει για να τραβήξουν φωτογραφίες απ' τον γάμο της χρονιάς. Εντωμεταξύ, η τροχαία έχει φροντίσει ν' απομακρύνει τυχών σταθμευμένα αυτοκίνητα και επίσης συντονίζει την κυκλοφορία για την αποφυγή μποτιλιαρίσματος.
Οι γυναίκες με τα κορίτσια και τα δίδυμα περιμένουν να συνοδεύσουν τη νύφη όταν φτάσει, κάτω από ένα πρόχειρο υπόστεγο λίγο πιο μακριά για ν' αποφύγουν τον ήλιο. Σημειωτέων, η Αφροδίτη, αν και πρόθυμη να συμμετέχει, είναι μια απλή καλεσμένη. Κάποια το φρόντισε επιμελώς αυτό. Ποια; Μα η Πανδώρα φυσικά, που κατάφερε με εξαιρετικούς χειρισμούς να την αποκλείσει χωρίς να τραβήξει κανενός είδους προσοχή. Άλλωστε, αυτή είναι η κόρη του Οδυσσέα. Δεν θα μπορούσε να ήταν διαφορετική.
Τέλος πάντων όμως. Πάμε τώρα να κρυφακούσουμε τον γαμπρό και τους άλλους για να δούμε πώς αντιμετωπίζουν την αργοπορία της νύφης. Ο Άρης, παρόλο την τρέλα του με τα ρολόγια, απόψε δεν φόρεσε και έτσι ρωτάει τον Ορέστη.
«Τι ώρα είναι;»
Ο Ορέστης κοιτάει το ρολόι στο κινητό του.
«Οχτώ και τέταρτο»
Ο Άρης στρώνει τα μαλλιά που πέφτουν στο μέτωπο του Ερμή.
«Κουτάβι, η μαμά σου έχει αργήσει δεκαπέντε λεπτά. Τι έχεις να πεις;»
Ο Ερμής του τραβάει τ' αυτί.
«Μαμά»
Ο Οδυσσέας σουφρώνει τη μύτη του.
«Πολύ φοβάμαι ότι αυτή θ' αργήσει πολύ περισσότερο»
Ο Αλέκος καταλαβαίνει αμέσως τι εννοεί ο σύντροφος του.
«Ναι. Ο Τζάκος δεν πρόκειται να σ' αφήσει να την αποκτήσεις τόσο εύκολα»
Ο Βίκος ισιώνει την γραβάτα του.
«Είμαι σίγουρος ότι αυτοί κάνουν βόλτες γύρω-γύρω, προσπαθώντας να καθυστερήσουν»
Ο Ιάσονας διαφωνεί.
«Δεν νομίζω. Ο κύριος Τζάκος δεν θα το έκανε ποτέ αυτό»
Ο Οδυσσέας καγχάζει.
«Μην είσαι τόσο σίγουρος γι' αυτό, Νάκο μου. Ο κύριος Τζάκος σίγουρα θα έκανε κάτι τέτοιο. Σωστά, Χρυσό Αγόρι;»
Ο Οδυσσέας ισιώνει το σακάκι του Νικόλα κι αυτός χτυπάει παλαμάκια.
«Ντάντα»
Ο Ορέστης παίρνει ένα σοβαρό ύφος.
«Σας παρακαλώ, κύριοι. Μην κοροϊδεύετε τον γαμπρό»
Όλοι γελούν, εκτός απ' τον ίδιο τον γαμπρό.
«Πολύ αστείο, ηλίθιοι! Πολύ αστείο! Κουτάβι μου, αυτοί οι ηλίθιοι κοροϊδεύουν τον μπαμπά σου. Δείξτους τα δόντια σου»
Ο μικρός Ερμής δείχνει τα δόντια του και γρυλίζει. Αυτά που έχει τουλάχιστον. Έξι επάνω κι άλλα τέσσερα κάτω. Ο Ορέστης τσιμπάει το μάγουλο του μωρού.
«Ηρέμησε, Κουτάβι. Δεν έχεις ακόμα κυνόδοντες»
Ο Άρης σπεύδει να υπερασπιστεί τον γιο του.
«Μπορεί, αλλά αυτός δαγκώνει δυνατά»
Μισή ώρα μετά, γύρω στις εννιά παρά τέταρτο, ο Οδυσσέας επαναστατεί.
«Εντάξει. Αυτό ήταν! Παίρνω τηλέφωνο τον Τζάκο. Σαράντα πέντε λεπτά είναι πάρα πολλά»
Αυτός δίνει το μωρό στον Ιάσονα και βγάζει το κινητό απ' την τσέπη του, αλλά ο Άρης βάζει το χέρι του πάνω στη συσκευή και τον σταματάει.
«Μην το κάνεις! Άστους να το απολαύσουν. Δεν πειράζει. Θα περιμένω»
Ο Αλέκος τον κοιτάζει.
«Ναι, αλλά για πόσο ακόμα;»
Αυτός σηκώνει τους ώμους.
«Για τη Σελήνη μου, θα μπορούσα να περιμένω μέχρι το τέλος του κόσμου»
Εκείνη τη στιγμή, η κόρνα της λιμουζίνας ακούγεται από μακριά κι ο Ορέστης τον χτυπάει στην πλάτη.
«Απ' ότι φαίνεται, Άλφα, αυτό δεν είναι απαραίτητο. Η λύκαινα σου μόλις έφτασε. Είσαι έτοιμος;»
Ο Άρης δίνει τον Ερμή στον Αλέκο και ισιώνει το σακάκι του.
«Γεννήθηκα γι' αυτή τη στιγμή. Είμαι πανέτοιμος»
Η λιμουζίνα σταματάει στο τέλος του χαλιού δίπλα στο πεζοδρόμιο. Απ' το πουθενά εμφανίζονται η Αναΐς και η Πανδώρα, ντυμένες στα μπλε φυσικά, συνοδευόμενες απ' τον Γιώργο και τον Αδάμ. Μια απαλή μουσική ακούγεται από κάποια αόρατα ηχεία κι αυτοί αρχίζουν να περπατούν. Αμέσως μετά, η Εύα, ντυμένη σαν πριγκίπισσα, πατάει το πόδι της στο χαλί κι αρχίζει να περπατάει σκορπίζοντας γαλανόλευκα ροδοπέταλα στους καλεσμένους που έχουν πάρει τις θέσεις τους αριστερά και δεξιά του διαδρόμου.
Ακόμα μια πρωτότυπη ιδέα του Οδυσσέα ήταν να μην υπάρχουν παρανυφάκια, αλλά δύο όμορφες παράνυφες, η Μαίρη και η Θαλασσινή, που θα συνοδεύουν την κουμπάρα, την Χλόη στην περίπτωση μας, και όχι τη νύφη. Έτσι, αυτές κάνουν την εμφάνιση τους στο χαλί, αιθέριες μέσα στα όμορφα και σέξι μπλε φορέματα τους κι αρχίζουν να περπατούν στον ρυθμό της μουσικής, τραβώντας τα βλέμματα όλων.
Όταν όλοι αυτοί ανεβαίνουν τα σκαλιά, χαιρετούν τον Άρη και παίρνουν τις θέσεις τους. Τα παιδιά δίπλα στους γονείς και οι γυναίκες δίπλα στους άντρες τους. Η μουσική σταματά όταν ο οδηγός της λιμουζίνας βγαίνει και πλησιάζει την πίσω πόρτα. Τα φλας των φωτογράφων ανάβουν καθώς αυτή ανοίγει και εμφανίζεται ο Στέφανος. Αμέσως μετά, ο Τζάκος βγαίνει απ' το αυτοκίνητο και πατέρας και γιος κουμπώνουν τα όμοια σακάκια τους και κάνουν ένα βήμα στο πλάι.
Όταν η μπάσα φωνή του Βασίλη Παπακωνσταντίνου ακούγεται απ' τα ηχεία να τραγουδά τους στίχους του Σ' ακολουθώ, του τραγουδιού που σημαίνει τόσα πολλά για τους μελλόνυμφους, όλα τα βλέμματα είναι πλέον στραμμένα στη λιμουζίνα. Όλοι περιμένουν να δουν τη νύφη και ειδικά ο Άρης που ψιθυρίζει.
«Έλα, Γατούλα. Έλα σε μένα επιτέλους!»
Έλα κράτησέ με και περπάτησέ με μες στο μαγικό σου το βυθό ... Το τραγούδι συνεχίζεται και απ' το σκοτεινό εσωτερικό της λιμουζίνας ξεπροβάλλουν δύο πόδια. Δύο υπέροχα και μακριά πόδια που καταλήγουν σ' ένα φανταστικό ζευγάρι ψηλοτάκουνες γόβες με περίπλοκα σχέδια και κορδόνια δεμένα γύρω από τους αστραγάλους. Και τελικά, η Σελήνη βγαίνει απ' το αυτοκίνητο με τη βοήθεια του αδελφού της.
Αισθησιακή και όμορφη μέσα στο λευκό με γαλάζια σχέδια, στενό, γοργονέ νυφικό της με την ανοιχτή πλάτη και το αβυσσαλέο ντεκολτέ, που αγκαλιάζει αισθησιακά το καλλίγραμμο κορμί της. Τα γυαλιστερά, μακριά μαύρα μαλλιά της είναι ριγμένα σε κύματα πίσω στην πλάτη της και το διαμαντένιο στέμμα στηρίζει το λευκό πέπλο της. Τα αθώα μπλε μάτια της με τη γαλανόλευκη σκιά ματιών κλέβουν την παράσταση απ' το πλατινένιο κολιέ με το τεράστιο μπλε ζαφείρι σε σχήμα καρδιάς, δώρο του Τζάκου, που κρέμεται απ' τον μακρύ λευκό λαιμό της. Και στα χέρια της, αυτή κρατάει το μπουκέτο καταρράκτη από λευκούς κρίνους και μπλε τριαντάφυλλα.
Το βλέμμα της στρέφεται νευρικά προς όλες τις κατευθύνσεις, αναζητώντας εκείνον. Όταν τον βλέπει, όμορφο και υπέροχο, να στέκεται στην κορυφή των σκαλιών, η καρδιά της χοροπηδά στο στήθος της και η χαρά απλώνεται στο δέρμα και τις φλέβες της. Το πρόσωπο της φωτίζεται, επισκιάζοντας κάθε λάμπα, κάθε κερί, ακόμα και τον ίδιο τον ήλιο. Αλλά κι αυτός δεν μένει ασυγκίνητος. Τη στιγμή που την αντικρίζει, του κόβετε η ανάσα γι' άλλη μια φορά κι αρπάζει το μπράτσο του Ορέστη.
«Κοίτα, Ορέστη. Κοίτα την. Αυτή η θεά είναι δική μου. Δεν νομίζω ότι μπορώ ν' αναπνεύσω άλλο»
«Όχι! Όχι! Όχι! Μην μου το κάνεις αυτό τώρα. Ανάπνευσε. Αέρας μέσα, αέρας έξω. Απλά πράγματα»
Εντωμεταξύ, η Σελήνη παίρνει αγκαζέ τον Τζάκο στα δεξιά της και τον Στέφανο στ' αριστερά της.
«Λοιπόν, αδερφούλα; Είσαι έτοιμη;»
«Γεννήθηκα γι' αυτή τη στιγμή. Είμαι πανέτοιμη»
«Πάμε τότε»
Αυτή σφίγγει τα χέρια τους.
«Μη μ' αφήσετε να πέσω»
«Ποτέ, θεία μου. Μπορείς να βασιστείς σ' εμάς»
Οι τρεις τους αρχίζουν να περπατούν τα λίγα μέτρα που τους χωρίζουν απ' τα σκαλιά. Οι δύο άντρες χαμογελούν στους καλεσμένους και στις κάμερες, αλλά η νύφη κρατάει το χαμόγελο της μόνο γι' εκείνον. Η απόσταση είναι μικρή, αλλά στο ζευγάρι φαίνεται ατελείωτη. Όταν τελικά ανεβαίνουν τα σκαλιά, ο Άρης αγκαλιάζει και φιλάει τον Τζάκο και τον Στέφανο.
«Δεν πρόκειται να σου πω τα συνηθισμένα να την προσέχεις κλπ. Ξέρω ότι θα το κάνεις. Το μόνο που έχω να σου πω είναι να της χαρίσεις μια όμορφη ζωή»
«Στο υπόσχομαι, αδερφέ»
«Σου εύχομαι η ζωή σου να είναι τόσο υπέροχη όσο η γυναίκα που παντρεύεσαι σήμερα»
«Σ' ευχαριστώ, ανιψιέ»
Τότε, ο Τζάκος βάζει το χέρι της Σελήνης μέσα στο χέρι του Άρη και μαζί με τον Στέφανο κάνουν πίσω και παίρνουν τη θέση τους δίπλα στη Μαίρη. Η Σελήνη, αφού πρώτα χαϊδεύει το μάγουλο του Ερμή που παλεύει μέσα στα χέρια του Αλέκου, στρέφεται στον Άρη, ο οποίος φιλάει απαλά τα χείλη της.
«Ήθελα τόσα πολλά να σου πω, αλλά όταν σε είδα, τα ξέχασα όλα»
Αυτή φέρνει το χέρι του στα χείλη της και φιλάει το πίσω μέρος της παλάμης του.
«Δεν χρειάζεται να πεις τίποτα. Απλά παντρέψου με!»
«Πάμε, ψυχή μου»
Αυτοί γυρίζουν και βαδίζουν προς την εκκλησία με τους άλλους να τους ακολουθούν. Μέσα μπαίνουν μονάχα η οικογένεια και ελάχιστοι καλεσμένοι. Οι υπόλοιποι περιμένουν έξω παρακολουθώντας την τελετή στη γιγαντοοθόνη που έχει στηθεί στο προαύλιο γι' αυτό ακριβώς τον λόγο και ακούν την λειτουργία απ' τα ηχεία. Το ζευγάρι πηγαίνει και στέκεται μπροστά στο ιερό, με τους κουμπάρους τους ακριβώς δίπλα. Η οικογένεια στέκεται λίγο πιο πίσω, ενώ τα παιδιά, τα δίδυμα και τα τρία κορίτσια, μοιράζουν το ρύζι στους καλεσμένους μέσα κι έξω απ' τον ναό.
Η εκκλησία είναι υπέροχα στολισμένη με λευκά φανάρια με μπλε κεριά, ίδια με τα εξωτερικά, αλλά λίγο μικρότερα. Ο χώρος φωτίζεται από τους τρεις πολυελαίους και τέλος οι ανθοστήλες δίπλα στο ζευγάρι είναι διακοσμημένες με κρίνους και τριαντάφυλλα ίδια με την ανθοδέσμη της νύφης, ενώ οι λαμπάδες είναι λευκά κεριά δεμένα με μπλε ύφασμα διακοσμημένο με λουλούδια. Όταν όλα είναι έτοιμα, ο ιερέας ξεκινάει το μυστήριο.
Τις μπλε πλατινένιες βέρες, ειδική παραγγελία απ' τον Καίσαρη φυσικά, τις αλλάζει η Χλόη, ενώ τα ασημένια στέφανα με τα μπλε γυάλινα λουλουδάκια και τα λευκά διαμάντια, τ' αναλαμβάνει ο Ορέστης.
Τα μάτια όλων στρέφονται στα πόδια του ζευγαριού όταν ο παπάς λέει το περιβόητο η δε γυνή ίνα φοβήται τον άνδρα, αλλά η Σελήνη τους την σκάει. Αντί να πατήσει το πόδι του Άρη, αυτή παίρνει το χέρι του και το φιλάει με σεβασμό, δηλώνοντας αυτό ακριβώς που λέει ο ψαλμός. Άλλωστε, τι να το κάνει το πάτημα του ποδιού. Αυτή τον έχει ήδη με λουρί. Και όπως ήταν αναμενόμενο, το μεγάλο πανηγύρι γίνεται στον Χορό του Ησαΐα όταν οι καλεσμένοι βομβαρδίζουν με χούφτες ρύζι το ζευγάρι, τον κουμπάρο και τον ιερέα που περπατούν γύρω απ' την Αγία Τράπεζα.
Όταν το μυστήριο τελειώνει και οι νεόνυμφοι πια μαζί με τους κουμπάρους υπογράφουν τα χαρτιά, ο ιερέας τους δίνει τις ευχές του κι αυτοί βγαίνουν απ' τον ναό για να δεχτούν ακόμα έναν μεγαλύτερο αυτή τη φορά βομβαρδισμό από ρύζι. Όταν τα πολεμοφόδια των καλεσμένων εξαντλούνται, αυτοί αρχίζουν να χειροκροτούν, να ζητωκραυγάζουν και να σφυρίζουν καθώς ο Άρης, εντελώς νόμιμα πια, αρπάζει τη Σελήνη, τη γέρνει πίσω, σκύβει από πάνω της και τη φιλάει τόσο άγρια και με τόσο πάθος που μοιάζει σαν να εξαρτάται η ζωή του απ' αυτό το φιλί. Οι επευφημίες γίνονται ακόμη πιο δυνατές καθώς αυτή τυλίγει το πόδι της γύρω απ' τη μέση του και πιέζει το σώμα της πάνω στο δικό του.
Η οικογένεια τους κοιτάζει χαμογελώντας ενώ τα φλας κάνουν κυριολεκτικά τη νύχτα μέρα, μιας και έχει πια νυχτώσει και το ολόγιομο φεγγάρι βασιλεύει στον ξάστερο ουρανό. Εκείνη τη στιγμή, μετά από αίτηση του Νέγρου στον αρχηγό του λιμενικού, τα καράβια που βρίσκονται μπροστά στην εκκλησία αρχίζουν να σφυρίζουν, ενώ, με νόμιμη άδεια της αστυνομίας, μπλε, λευκά και ασημένια πυροτεχνήματα σκάνε στον ουρανό πάνω απ΄ την εκκλησία. Το θέαμα είναι φαντασμαγορικό, αλλά το ζευγάρι μας δεν βλέπει τίποτα. Αυτοί φιλιούνται ακόμα και μάλιστα τόσο έντονα, ώστε η Μαίρη να κάνει μια διαπίστωση.
«Εντάξει. Ξέρω ότι έκανα το ίδιο πράγμα, αλλά αν κάποιος δεν τους σταματήσει τώρα, αυτοί θ' αρχίσουν να γδύνονται σε περίπου τρία δευτερόλεπτα»
Όλοι γυρίζουν και κοιτάζουν τον Οδυσσέα, ο οποίος εξανίσταται.
«Α, όχι! Όχι! Όχι! Δεν θα είμαι εγώ πάντα αυτός που βγάζει τα κάστανα απ' τη φωτιά. Βγάλτε τα πέρα μόνοι σας!»
Τελικά, μετά από επέμβαση των κουμπάρων, το ζευγάρι τελειώνει το φιλί, αλλά δεν σπάει την αγκαλιά. Αυτοί αφήνουν τους υπόλοιπους να δεχτούν τις ευχές των καλεσμένων και πηγαίνουν παράμερα για να μιλήσουν λίγο. Αυτός δεν σταματάει να την αγγίζει κι εκείνη φωλιάζει στην αγκαλιά του.
«Είσαι τόσο όμορφη. Δεν μπορώ να κρατήσω τα χέρια μου μακριά σου, κυρία Λυκουροπούλου»
«Πόσο υπέροχο ακούγεται το νέο μου όνομα όταν βγαίνει απ' το στόμα σου. Πες το ξανά»
«Κυρία Σελήνη Λυκουροπούλου. Η γυναίκα μου με δόξα και τιμή»
«Αχ, Άρη μου! Είμαι τόσο ευτυχισμένη»
«Κι εγώ, μωρό μου. Είμαι ο πιο ευτυχισμένος άντρας του κόσμου και θέλω να σ' ευχαριστώ για αυτό που έκανες πριν»
«Που δεν σου πάτησα το πόδι;»
«Ναι»
«Είσαι άντρας μου κι Αφέντης μου και φυσικά σε σέβομαι. Όσο για το πάτημα, τι να το κάνω; Κρατάω το λουρί σου»
Αυτός γελάει κι αυτή κρύβει το πρόσωπο της στον λαιμό του και παίρνει μια βαθιά ανάσα.
«Θεέ μου! Πόσο μου έλειψε η μυρωδιά σου. Χθες το βράδυ ήταν σκέτη κόλαση»
«Εμένα μου λες! Δεν φαντάζεσαι τι έπρεπε να κάνω σήμερα το πρωί»
«Τι;»
«Θα σου πω κάποια άλλη στιγμή. Τώρα πρέπει να χαιρετήσουμε τον κόσμο και να βγάλουμε μερικές ακόμα φωτογραφίες»
Έτσι, μετά την ατέλειωτη χαιρετούρα, τις απαραίτητες φωτογραφίες και μια μίνι συνέντευξη στους δημοσιογράφους, οι νεόνυμφοι μπαίνουν στη λιμουζίνα και κατευθύνονται προς τον Ιστιοπλοϊκό Όμιλο στην Καστέλα, εκεί όπου θα λάβει χώρα η γαμήλια δεξίωση.
Μέσα στη λιμουζίνα, ο Άρης πίνει μονορούφι ένα ουίσκι ενώ η Σελήνη σβήνει την δίψα της με μια παγωμένη Coca Cola. Μετά, αυτή κοιτάζει τον σύζυγο της με πονηρό βλέμμα.
«Δεν μου είπες αν σ' αρέσει το νυφικό; Είναι αρκετά σέξι για τα γούστα σου, Αφέντη;»
Αυτός χαμογελάει.
«Τι τρέχει, Γατούλα; Δεν μπορείς να περιμένεις μέχρι να είμαστε κάπου πιο άνετα;»
«Έχεις ιδέα πόσες ώρες πρέπει να περιμένουμε για να συμβεί αυτό;»
«Καλή παρατήρηση. Λοιπόν ...»
Αυτός πατάει το κουμπί της ενδοεπικοινωνίας με τον οδηγό, ο οποίος απαντάει αμέσως.
«Ορίστε, κύριε;»
«Κάνε μας μια μεγάλη βόλτα και κατεβάστε το διαχωριστικό»
«Πόση ώρα χρειάζεστε μέχρι να φτάσουμε στην αίθουσα, κύριε;»
«Τουλάχιστον μια ώρα»
«Μάλιστα, κύριε»
Ο σοφέρ κατεβάζει το μαύρο διαχωριστικό που απομονώνει την καμπίνα των επιβατών απ' τα μπροστινά καθίσματα, το οποίο προσφέρει στο ζευγάρι πλήρη απομόνωση. Τότε, ο Άρης γέρνει πίσω στο κάθισμα, ανοίγει τα πόδια του και χτυπάει το χώρο ανάμεσα τους.
«Έλα εδώ»
Αυτή πηγαίνει και κάθεται εκεί που της δείχνει, χωρίς δισταγμό, με την πλάτη της στραμμένη σ' αυτόν. Χωρίς να κουνήσει τα χέρια του, τα οποία ακουμπάει στο δερμάτινο κάθισμα αριστερά του και δεξιά του, αυτός γέρνει μπροστά προς το μέρος της και της ψιθυρίζει στ' αυτί.
«Με ξέρεις πολύ καλά, Γατούλα. Το νυφικό σου είναι ακριβώς του γούστου μου. Μπράβο!»
«Ευχαριστώ, Αφέντη μου»
Αυτός κοιτάζει το άνοιγμα του φορέματος στην πλάτη που φτάνει μέχρι χαμηλά στη μέση της.
«Απ' ότι καταλαβαίνω ότι δεν φοράς καθόλου εσώρουχα από κάτω, σωστά;
«Σωστά, Αφέντη»
«Βγάλ' το»
Με χέρια που τρέμουν, αυτή κατεβάζει το αόρατο φερμουάρ στο πλάι του φορέματος και τ' αφήνει να πέσει στη μέση της. Μετά σηκώνει λίγο τη λεκάνη της και το βγάζει τελείως, τοποθετώντας το προσεκτικά στο απέναντι κάθισμα για να μην τσαλακωθεί. Τότε, γέρνει πάλι πίσω και βάζει τα χέρια της στην ποδιά της, περιμένοντας μ' ενθουσιασμένη ανυπομονησία την επόμενη εντολή.
«Σκύψε μπροστά»
Αυτή γέρνει μπροστά μέχρι το στήθος της να ακουμπήσει τα γόνατα της κι εκείνος της χαϊδεύει απαλά την πλάτη και όχι μόνο.
«Εσύ καις. Έχεις πυρετό;»
«Δεν ξέρω, Αφέντη»
«Τότε, επίτρεψε μου να σου μετρήσω τη θερμοκρασία»
Η εντολή ήταν έμμεση, αλλά αυτή ξέρει ακριβώς τι πρέπει να κάνει και βιάζεται πολύ. Σκύβοντας μπροστά, σηκώνεται και τεντώνει τα πόδια της έτσι ώστε το σώμα της να σχηματίζει ορθή γωνία και ο κώλος της να βρίσκεται ακριβώς μπροστά στο πρόσωπο του. Αυτός δαγκώνει το κάτω χείλος του.
«Μπράβο το κορίτσι μου!»
Αυτή γκρινιάζει καθώς χτυπάει το κωλομέρι της με το ένα του χέρι ενώ φέρνει το άλλο στο στόμα του και σαλιώνει το μεσαίο του δάχτυλο πριν το σπρώξει μέσα στην τρύπα του κώλου της.
«Μμμμ ... Έχουμε αρκετά υψηλή θερμοκρασία εδώ. Πρέπει με κάποιο τρόπο να την κατεβάσουμε»
Αυτός απλώνει το ελεύθερο χέρι του, παίρνει ένα παγάκι απ' το ψυγείο κι αρχίζει να το τρίβει γύρω απ' το δάχτυλο του, που είναι ακόμα κολλημένο στον κώλο της. Αυτή αρπάζει το κάθισμα που βρίσκεται μπροστά της και νιώθει ανατριχίλες σ' όλο της το κορμί απ' την επαφή του δέρματος της με το παγάκι. Αυτός κουνάει το δάχτυλο του μέσα κι έξω απ' την τρύπα της καθώς το παγάκι αρχίζει να λιώνει πάνω στο καυτό της δέρμα.
Όταν το παγάκι έχει λιώσει εντελώς και η τρύπα της είναι έτοιμη να δεχθεί κάτι πολύ μεγαλύτερο από ένα δάχτυλο, αυτός γέρνει προς τα πίσω, ανοίγει το φερμουάρ του παντελονιού του κι ελευθερώνει το καβλί του. Αυτή ρίχνει μια ματιά ανάμεσα στα πόδια της και δαγκώνει το κάτω χείλος της.
«Κάτσε, Γατούλα»
«Αμέσως, Αφέντη»
Κρατώντας το χερούλι πάνω απ' την πόρτα με το ένα χέρι και την πλάτη του καθίσματος δίπλα του με το άλλο, αυτή κάθεται αναπαυτικά ασθμαίνοντας καθώς εκείνος ανοίγει τα μάγουλα της και πιέζει την άκρη του πέους του στο άνοιγμα της. Η ανάσα της κόβεται καθώς παίρνει όλο του το μήκος μέσα της, και τα είκοσι έξι εκατοστά του, και νιώθει τον γνωστό πόνο που της δίνει την απόλυτη ευχαρίστηση. Αυτός βογκάει και ρίχνει το κεφάλι του πίσω στο κάθισμα.
«Αυτό είναι! Γαμώτο, ναι! Χορέψτε στον πούτσο μου»
Όπως ο αναβάτης στο άλογο, της δίνει μια ξυλιά στα καπούλια που την διεγείρει κι εκείνη αρχίζει να κινεί τη λεκάνη της κυκλικά, όπως ακριβώς του αρέσει. Μετά, σφίγγοντας τον σφιγκτήρα της, πνίγει το καβλί του, και νιώθει το λάγνο μουγκρητό του να την ταρακουνάει σαν σεισμός.
«Γαμώτο, Γατούλα. Με σφίγγεις τόσο δυνατά ... Τόσο καλά!»
Ξαφνικά, της πιάνει τα χέρια και τα φέρνει πίσω απ' την πλάτη της, όπου τα δένει με τα δικά του. Την σπρώχνει λίγο μπροστά κι αρχίζει να σφυροκοπάει τον κώλο της σκληρότερα κι ακόμα πιο βαθιά.
«Σ' αρέσει αυτό, Γατούλα; Για να σ' ακούσω να το λες»
«Ναι, Αφέντη. Ναι! Ναι! Ναι! Μ' αρέσει πολύ. Γαμάς τον κώλο μου τόσο καλά»
Αυτός συνεχίζει, ξεσκίζοντας την μέχρι που φτάνει στο απροχώρητο.
«Σκατά, Γατούλα! Είμαι έτοιμος να χύσω!»
«Κάντο, Αφέντη. Γέμισε με, με το καυτό σου σπέρμα»
Με μερικές ακόμη ωθήσεις, ρίχνει το καυτό του φορτίο μέσα της, τελειώνοντας το πρώτο τους νόμιμο πήδημα ως παντρεμένο ζευγάρι. Βγαίνει από μέσα της κι ανοίγει τα χέρια του. Αυτή σέρνει το σώμα της και τρυπώνει μέσα τους, γουργουρίζοντας από ευχαρίστηση σαν γάτα.
«Λοιπόν, Γατούλα; Πώς σου φάνηκε το πρώτο σου πήδημα ως παντρεμένη γυναίκα;»
«Ήταν πολύ ονειρικό, όπως όλα τ' άλλα όταν ήμουν απλά η γκόμενα σου. Η μόνη διαφορά είναι ότι τώρα φοράω βέρα»
Αυτός ρίχνει το κεφάλι του πίσω και ξεσπάει σε ασυγκράτητα γέλια.
«Γαμημένη κόλαση! Αυτό ήταν φοβερό, μωρό μου!»
Αυτή γελάει μαζί του, αλλά μετά, το πρόσωπο της παίρνει μια περίεργη έκφραση απορίας.
«Λες να μας άκουσε ο Πάτροκλος;»
«Από πότε σε νοιάζει;»
«Δεν με νοιάζει. Απλώς αναρωτιέμαι»
«Πρέπει να μας άκουσε, αλλά είμαι σίγουρος ότι έχει ακούσει πολύ χειρότερα όλα αυτά τα χρόνια που δουλεύει ως σοφέρ του αδερφού σου»
«Ναι. Σωστά»
Αυτός κατεβάζει λίγο το παράθυρο και ρίχνει μια ματιά έξω για να δει πού ακριβώς βρίσκονται και βλέπει ότι αυτή τη στιγμή περνάνε μπροστά απ' το Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά.
«Γατούλα, νομίζω ότι ήρθε η ώρα να ντυθούμε»
Αυτή τρίβει τη μύτη της στο στήθος του προτού πλαισιώσει το πρόσωπο του και φιλήσει πεινασμένα τα χείλη του.
«Όχι! Προτιμώ να μείνω εδώ στην αγκαλιά σου. Στο ασφαλές μέρος μου»
«Κι εγώ, μωρό μου, αλλά θα ήταν κρίμα να χάσουμε την τούρτα, δεν νομίζεις;»
«Είπες μόλις τη λέξη τούρτα;»
«Ναι»
«Τότε μ' έπεισες»
Αυτός της δίνει μια ξυλιά στον πισινό.
«Με πουλάς για ένα γαμημένο κομμάτι τούρτα; Σοβαρά; Ντροπή σου, Γατούλα!»
«Είμαι μια ξεδιάντροπη τσούλα, το ξέρω, αλλά η τούρτα είναι τούρτα»
«Αχόρταγη Γατούλα»
Αυτοί γελούν και μετά, αυτός την βοηθάει να φορέσει ξανά το νυφικό της. Καθώς αυτός κουμπώνει το παντελόνι του, εκείνη τσεκάρει τα μαλλιά της στο τζάμι.
«Πιστεύεις ότι όλοι θα καταλάβουν τι κάναμε εδώ μέσα;»
«Εννοείται. Είναι γραμμένο σ' όλο σου το όμορφο προσωπάκι. Μόλις γάμησα τον άντρα μου»
«Βασικά, ο άντρας μου με γάμησε»
«Λεπτομέρειες, Γατούλα»
Λίγα λεπτά αργότερα, η λιμουζίνα σταματάει κι αυτοί, ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στα ρούχα τους, βγαίνουν πιασμένοι χέρι-χέρι, γελώντας ακόμα.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro