
Θυμήσου ποιος είσαι!
... και πέφτει απ' την καρέκλα. Ο Άρης ξυπνάει όταν την ακούει να ουρλιάζει και, παρά το τραυματισμένο πόδι του, πηδάει απ' το κρεβάτι και τρέχει κουτσαίνοντας προς το μέρος της.
«Τι έπαθες, Σελήνη; Είσαι καλά;»
«Τον σκότωσα»
«Τι;»
Εκείνη τη στιγμή, ο Ορέστης και η Χλόη εισβάλουν στο δωμάτιο και τρέχουν δίπλα της.
«Τι έγινε;»
«Σελήνη;»
Η σπασμένη φωνή της Σελήνης βγαίνει απ' το στόμα της με δυσκολία.
«Αίμα. Στα χέρια μου. Το αίμα του είναι στα χέρια μου. Ήταν λάθος μου. Εγώ φταίω για όλα. Τον σκότωσα»
Αυτή λιποθυμάει, αναστατώνοντας τον Άρη, ο οποίος προσπαθεί να τη σηκώσει, αλλά ο Ορέστης τον σταματάει με το χέρι του στον ώμο του.
«Όχι εσύ. Άσε εμένα να το κάνω»
Τότε, ο Άρης σηκώνεται, κοιτάζει τον Ορέστη και τον σπρώχνει, γρυλίζοντας.
«Μην την αγγίζεις, ρε μαλάκα! Είναι δικιά μου!»
Ο Ορέστης κοιτάζει τον φίλο του, χωρίς να πιστεύει αυτό που μόλις συνέβη. Διάφορες σκέψεις περνούν απ' το μυαλό του μέσα σε ένα μόνο δευτερόλεπτο. Απ' την αρχή, αυτός ήταν σίγουρος ότι ο γιατρός λέει μαλακίες και ότι ο μόνος τρόπος για να επανέλθει ο Άρης είναι κάποιος να ξυπνήσει τον λύκο μέσα του. Και φυσικά, αυτός ο κάποιος δεν μπορεί να είναι άλλος απ' αυτόν. Μόνο ένας Βήτα μπορεί να προκαλέσει τον Άλφα του. Έτσι, χωρίς να χάσει άλλο χρόνο, σπρώχνει πίσω τον Άρη και φωνάζει στα μούτρα του.
«Ηρέμησε, Λύκε! Είναι δική σου. Δεν προσπαθώ να την πάρω από σένα. Απλώς προσπαθώ να σε βοηθήσω. Είσαι τραυματισμένος, ρε μαλάκα!»
Ο Άρης κάνει ένα βήμα πίσω, λίγο μπερδεμένος, κρατώντας το κεφάλι του και η Χλόη μπαίνει στην μέση.
«Τι στο διάολο κάνεις, Ορέστη; Ο γιατρός είπε ...»
«Μείνε έξω απ' αυτό, Χλόη. Ξέρω τι κάνω»
Ο Άρης πλησιάζει ξανά τον Ορέστη και πιάνεται απ' τον ώμο του για να μην πέσει.
«Γιατί με αποκάλεσες έτσι;»
«Πάντα έτσι σε αποκαλούσα. Αυτό είσαι. Είσαι λύκος. Ξύπνα! Θυμήσου! Θυμήσου ποιος είσαι!»
Θυμήσου ποιος είσαι! Αυτά τα λόγια επαναφέρουν τον πόνο στο κεφάλι του Άρη, αλλά φέρνουν και κάτι άλλο μαζί. Κάτι περίεργο και πραγματικά τρομακτικό. Ένας λύκος εμφανίζεται στο κεφάλι του. Ένας λύκος κλειδωμένος μέσα σ' ένα σιδερένιο κλουβί χωρίς κλειδαριά. Το ζώο γρυλίζει, γυμνώνοντας τα δόντια του και μιλάει με ανθρώπινη φωνή, ουρλιάζοντας. Βγάλε με από δω! Βγάλε με! Είμαι λύκος. Δεν μπορώ να ζήσω σε κλουβί. Βρες την κλειδαριά, Άρη, και ελευθέρωσε με!
Αυτή τη φορά ο πόνος είναι πιο δυνατός και ο Άρης δεν τον αντέχει. Τα πόδια του δεν μπορούν πλέον να αντέξουν το βάρος του και τα γόνατά του λυγίζουν. Αυτός πέφτει, αλλά ο Ορέστης είναι εκεί για να τον πιάσει την τελευταία στιγμή.
«Όχι, διάολε!»
Η Χλόη σπεύδει να τον βοηθήσει.
«Στο είπα, Ορέστη»
«Άστα αυτά τώρα και βοήθησε με να τον πάω στο κρεβάτι. Πρέπει να βοηθήσουμε και τη Σελήνη»
Η Χλόη πιάνει τα πόδια του Άρη και, μαζί με τον Ορέστη, τον μεταφέρουν στο κρεβάτι. Αμέσως μετά τρέχουν στη Σελήνη, η οποία ευτυχώς ξυπνάει μόνη της. Όταν ανοίγει τα μάτια της, τους βλέπει από πάνω της να την κοιτάζουν ανήσυχοι.
«Τι έγινε;»
«Είχες έναν εφιάλτη και λιποθύμησες»
«Ο Άρης; Πού είναι ο Άρης;»
«Στο κρεβάτι»
Αυτή κοιτάζει και τον βλέπει να είναι γυρισμένος στο πλάι, προσπαθώντας να κρατήσει τα μάτια του ανοιχτά γιατί πονάει. Της απλώνει το χέρι και σχηματίζει δύο λέξεις με μεγάλη προσπάθεια.
«Έλα, Σελήνη»
Αυτή σπρώχνει τους άλλους και πηγαίνει σχεδόν πετώντας κοντά του. Η προσπάθεια που κάνει για να πολεμήσει τον πόνο είναι γραμμένη σ' όλο του το πρόσωπο. Αυτή βγάζει τα βρεγμένα μαλλιά απ' τα μάτια του.
«Εδώ είμαι, Άρη. Εδώ είμαι»
«Βοήθα με, Σελήνη. Δεν ξέρω γιατί, αλλά είμαι σίγουρος ότι είσαι η μόνη που μπορεί»
«Πες μου τι θέλεις. Πες μου και θα το κάνω»
«Τον λύκο. Πρέπει να ελευθερώσεις τον λ ...»
Αυτός δεν τελειώνει τη φράση του γιατί χάνει τις αισθήσεις του απ' τον πόνο και την καταπόνηση.
«Άρη; Άρη; Όχι, διάολε! Όχι πάλι! Τι στο διάολο; Ποιος του το είπε; Ποιος του είπε για τον λύκο;»
Αυτή γυρίζει και κοιτάζει τον Ορέστη.
«Εσύ το έκανες; Γιατί, Ορέστη;»
«Κάποιος έπρεπε ν' ανοίξει το δρόμο, κούκλα. Για σένα, για να τον φέρεις πίσω. Άκουσες τι είπε. Εγώ ξύπνησα τον λύκο και εσύ τώρα πρέπει να τον ελευθερώσεις»
«Ορέστη, στ' ορκίζομαι! Αν του συμβεί κάτι κακό, θα σε σκοτώσω»
«Δεν θα του συμβεί τίποτα κακό. Δεν είναι εύκολο να σκοτώσεις έναν λύκο»
«Χλόη, πάρτον έξω, γιατί δεν ξέρω πόσο ακόμα θα κρατηθώ»
«Συγγνώμη, Σελήνη»
Η Χλόη πιάνει το χέρι του Ορέστη και τον τραβάει, αλλά, πριν βγει έξω, αυτός έχει κι άλλα να πει.
«Φέρτε τον πίσω, Σελήνη. Μόνο εσύ μπορείς να το κάνεις. Μην ακούς τις μαλακίες του γιατρού. Ο λύκος είναι το κλειδί. Ελευθέρωσε τον και σώσε τον φίλο μου»
Η Χλόη τον τραβάει έξω απ' το δωμάτιο, αφήνοντας τη Σελήνη μόνη με τον Άρη. Αυτή, χωρίς να χάσει χρόνο, κοιτάζει το ρολόι και ευχαριστεί τον Θεό που έχουν περάσει οι απαραίτητες ώρες για να πάρει ο Άρης κι άλλο παυσίπονο. Έτσι, αυτή τρέχει και παίρνει μια απ' τις παυσίπονες ενέσεις που ο γιατρός τους έδωσε για τις περιπτώσεις που ο πόνος είναι έντονος και πρέπει να σταματήσει γρήγορα, όπως τώρα. Με αποφασιστικές κινήσεις, του κατεβάζει το παντελόνι, βγάζει το καπάκι με τα δόντια της και βυθίζει τη βελόνα στο ισχίο του για να εισχωρήσει το ισχυρό φάρμακο στο σώμα του.
Εντωμεταξύ, μέσα στο μυαλό του Άρη, συμβαίνει κάτι περίεργο. Αυτός βλέπει τον εαυτό του να περπατά κουτσαίνοντας μέσα σ' ένα δάσος. Περιπλανιέται, χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει ή από τι προσπαθεί να ξεφύγει. Τρέχει και τρέχει και τρέχει ψάχνοντας κάτι, αλλά δεν θυμάται τι. Ξαφνικά, σκοντάφτει πάνω σε κάτι, πέφτει κάτω και προσγειώνεται μπρούμυτα στο έδαφος. Είναι λυπημένος κι απογοητευμένος, αλλά περισσότερο απ' όλα είναι οργισμένος και, μην αντέχοντας άλλο, ξεσπάει χτυπώντας το χώμα με τις γροθιές του.
«Φτάνει πια! Αρκετά! Δεν αντέχω άλλο. Δεν μπορώ να ζήσω έτσι. Όχι έτσι!»
Μια φωνή που δεν αναγνωρίζει τον κάνει να σηκώσει το κεφάλι του. Μπροστά του βρίσκεται ένας άντρας. Ένας άντρας που του μοιάζει πάρα πολύ και είναι περίπου στην ίδια ηλικία μ' εκείνον. Ο άγνωστος άντρας είναι ακουμπισμένος στο σιδερένιο κλουβί του λύκου, ο οποίος έχει σταματήσει να φωνάζει. Και οι δύο, και ο άντρας και το ζώο, τον κοιτάζουν λυπημένοι με δάκρυα στα μάτια.
«Είμαι απογοητευμένος μαζί σου, Κουτάβι. Έτσι σ' έμαθα εγώ; Να τα παρατάς με την πρώτη δυσκολία;»
Ο Άρης σηκώνεται κουτσαίνοντας και ακουμπάει στο πλησιέστερο δέντρο. Ο άγνωστος άνδρας δεν κουνιέται από την θέση του, αν και η επιθυμία του να τον βοηθήσει είναι εμφανής. Το μόνο που κάνει αυτός είναι να χαϊδεύει το κεφάλι του λύκου.
«Ποιος είσαι; Για ποιο πράγμα μιλάς; Δεν σε ξέρω»
«Με ξέρεις, Κουτάβι»
«Γιατί με λες έτσι;»
«Πάντα έτσι σ' έλεγα. Από τότε που ήσουν στην κοιλιά της μητέρας σου»
«Τι στο διάολο λες; Ποιος είσαι, ρε φίλε;»
«Με λένε Ερμή Λυκουρόπουλο»
«Έτσι λένε κι εμένα. Τουλάχιστον έτσι μου είπαν. Πως γίνεται να έχουμε το ίδιο επώνυμο;»
«Γίνεται, γιατί απλούστατα, είμαι ο πατέρας σου»
«Ο πατέρας μου; Όχι! Λες ψέματα! Ο καλύτερός μου φίλος είπε ότι ο πατέρας μου πέθανε όταν ήμουν δεκαέξι. Πώς είναι δυνατόν να είσαι ο πατέρας μου;»
«Αυτό είναι ένα όνειρο, γιε μου, και στα όνειρα όλα είναι πιθανά»
«Ονειρεύομαι;»
«Σχεδόν. Έχεις λιποθυμήσει»
«Μχμμμ ... Δεν σε θυμάμαι»
«Δεν πειράζει. Θα με θυμηθείς»
«Πώς; Όλοι μου λένε το ίδιο πράγμα, αλλά δεν μπορώ. Όσο κι αν προσπαθώ, δεν μπορώ να θυμηθώ»
«Γι' αυτό είμαι εδώ, γιε μου»
«Θα με βοηθήσεις να θυμηθώ;»
«Όχι, αλλά θα σου πω πώς να το κάνεις. Θα σου πω πώς να ελευθερώσεις τον λύκο»
Ο Ερμής Λυκουρόπουλος χτυπάει με το χέρι του τα σίδερα του κλουβιού και ο λύκος ρουθουνίζει ανυπόμονος.
«Πώς θα τον ελευθερώσω;»
«Κατά βάθος, το ξέρεις ήδη. Ξέρεις ποια μπορεί να σε βοηθήσει. Της το είπες κιόλας»
«Μιλάς για τη Σελήνη, ε;»
«Ναι»
«Δεν είναι απλώς η νοσοκόμα μου, σωστά;»
«Σωστά»
«Το ήξερα! Αλλά πως θα με βοηθήσει εκείνη; Τι πρέπει να κάνει;»
«Το μυαλό μπορεί να ξεχάσει, γιε μου, αλλά το σώμα ποτέ»
«Εννοείς ...;»
Ο Ερμής χαμογελάει.
«Ναι. Αυτό εννοώ. Πρέπει να ενωθείς μαζί της. Να γίνεται ένα»
«Εκείνη είναι η κλειδαριά, ε;»
«Ναι. Κι εσύ έχεις το κλειδί»
«Γιατί χαμογελάς;»
«Γιατί εσύ και εγώ δεν είχαμε ποτέ την ευκαιρία να κάνουμε μια τέτοια συζήτηση. Κρίμα»
«Δεν το θυμάμαι, αλλά αν το λες, είναι πραγματικά πολύ κρίμα»
«Τέλος πάντων! Είναι αργά. Ήρθε η ώρα να ξυπνήσεις»
«Ναι, αλλά ...»
«Αλλά τι;»
«Θα σε ξαναδώ ποτέ; Θα ξανάρθεις;»
«Μην ανησυχείς γι' αυτό, Κουτάβι. Αν με χρειαστείς ξανά, θα είμαι εδώ»
«Μπορώ να σε πάρω μια αγκαλιά;»
Ο Ερμής Λυκουρόπουλος, χωρίς να μιλήσει, σηκώνεται απ' το κλουβί κι ανοίγει τα χέρια του. Τότε ο Άρης, σέρνοντας το πληγωμένο του πόδι, πηγαίνει κοντά του και τον αγκαλιάζει σφιχτά.
«Ευχαριστώ, Μπαμπά. Μπορεί να μην το θυμάμαι, αλλά είμαι σίγουρος ότι μου έχεις λείψει πολύ»
«Κι εμένα μου λείπεις, γιε μου. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο»
«Αντίο, Μπαμπά»
«Αντίο, γιε μου»
«Και την επόμενη φορά, μην ξεχάσεις να φέρεις τη μαμά, εντάξει;»
«Εντάξει! Πήγαινε τώρα. Μην την αφήνεις να περιμένει άλλο. Ξύπνα!»
*
Ο Άρης ανοίγει τα μάτια του και βλέπει την Σελήνη να κάθεται δίπλα του και να τον κοιτάζει με τα όμορφα μάτια της γεμάτα ανησυχία.
«Ξύπνησες επιτέλους! Είχα αρχίσει ν' ανησυχώ. Δηλαδή, έπεσες σε λήθαργο και τρόμαξα γιατί δεν έχω την ιατρική εμπειρία για κάτι τέτοιο. Το καταλαβαίνεις, έτσι δεν είναι;»
Αυτός σκέφτεται πώς είναι δυνατόν οι άλλοι να νομίζουν ότι αυτός θα πίστευε ποτέ ότι αυτή η γυναίκα είναι απλώς μια τυχαία νοσοκόμα που ήρθε να φροντίσει έναν τραυματισμένο άνδρα; Απ' την πρώτη στιγμή που την είδε το κατάλαβε αμέσως. Το μυαλό του μπορεί να μην θυμάται, αλλά η καρδιά του, η ψυχή του, το σώμα του, ξέρουν ότι αυτή η γυναίκα είναι κάτι σπουδαίο, κάτι εξαιρετικό, κάτι ζωτικής σημασίας γι' αυτόν. Είναι επίσης και ο τρόπος που του φέρεται. Όσο κι αν προσπαθεί να το κρύψει, το άγγιγμά της, ο τρόπος που τον αγγίζει φωνάζει την αλήθεια.
Αυτός κουνάει το κεφάλι του και βλεφαρίζει μερικές φορές για ν' απαλλαγεί απ' τα τελευταία ψήγματα πόνου στο κεφάλι του. Αυτή σκύβει και βάζει το χέρι της στο μέτωπό του.
«Πονάς ακόμα; Γιατί; Σου έκανα ένεση»
«Μην ανησυχείς. Είμαι καλά. Θέλω μόνο λίγο νερό. Μπορείς να μου φέρεις;»
«Ναι, φυσικά. Αμέσως»
Αυτή σηκώνεται και πηγαίνει στο μικρό ψυγείο στη γωνία του δωματίου που έχουν τοποθετήσει προσωρινά εκεί για όσο ο Άρης παραμένει στο κρεβάτι. Γεμίζει ένα ποτήρι νερό και επιστρέφει πίσω. Αυτός την κοιτάζει προσπαθώντας να βρει ένα τρόπο να την πλησιάσει και να κάνει αυτό που του είπε ο πατέρας του στ' όνειρό του. Αυτή κάθεται δίπλα του και βάζει το ποτήρι στα χείλη του.
«Έλα, Άρη μου, πιες»
«Άρη μου, ε;»
Αυτή δαγκώνει τα χείλη της.
«Συγγνώμη. Κεκτημένη ταχύτητα. Δεν θα ξανασυμβεί»
«Όχι, δεν πειράζει. Μ' άρεσε»
Αυτός βάζει το χέρι του στο δικό της και πίνει το νερό με απόλαυση. Όταν αδειάζει, αυτή αφήνει το ποτήρι στο κομοδίνο.
«Ξεδίψασες; Θέλεις κάτι άλλο;»
«Ναι, θα ήθελα κάτι»
«Τι;»
«Λίγο μασάζ στο καλό μου πόδι. Μπορείς να το κάνεις αυτό;»
«Φυσικά»
«Σ' ευχαριστώ»
«Μην το αναφέρεις καν. Είναι μέσα στα καθήκοντα μου σαν νοσοκόμα σου»
«Σωστά»
Αυτή κάθεται στην άκρη του κρεβατιού, παίρνει το πόδι του στην αγκαλιά της και αρχίζει να το τρίβει. Αυτός την κοιτάζει και χαμογελάει.
«Θέλεις να μιλήσουμε λίγο;»
«Ναι»
«Τι σου συνέβη νωρίτερα;»
Αυτός νιώθει το σώμα της να τσιτώνεται.
«Είδα εφιάλτη»
«Τι είδες;»
«Δεν θυμάμαι»
«Είπες κάτι για αίμα στα χέρια σου. Ποιανού το αίμα;»
«Δεν ξέρω»
«Είπες ότι ήταν δικό σου λάθος. Τι έκανες;»
«Άρη, σταμάτα να με ρωτάς. Δεν μπορώ ... Σε παρακαλώ!»
Αυτή ετοιμάζεται να σπάσει και να του τα πει όλα. Είναι στο τσακ να πέσει στα πόδια του και να του ζητήσει συγχώρεση. Είναι έτοιμη να τον παρακαλέσει. Αλλά δεν πρέπει. Αυτή αφήνει το πόδι του κάτω και σηκώνεται απ' το κρεβάτι.
«Σε λίγο ξημερώνει. Πρέπει να κοιμηθείς»
Αυτός πονάει να τη βλέπει έτσι. Δεν του αρέσει να τη βάζει σε τόσο δύσκολη θέση, αλλά δεν υπάρχει άλλη λύση.
«Ποια είσαι, Σελήνη;»
«Η νοσοκόμα σου»
«Όχι»
«Ποια είμαι τότε;»
«Είσαι κάποια που την έχω κρατήσει γυμνή στην αγκαλιά μου»
«Όχι»
«Έχω αγγίξει το κορμί σου. Έχω φιλήσει τα χείλη σου. Έχω κάνει σεξ μαζί σου»
«Όχι»
«Σ' έχω ακούσει να λες ότι μ' αγαπάς»
«Όχι»
«Είσαι δικιά μου»
«Άρη, σε παρακαλώ! Κάνεις λάθος. Τίποτα απ' αυτά δεν συνέβη. Είμαι απλώς η νοσοκόμα σου»
Αυτή είναι στα πρόθυρα της κατάρρευσης, αλλά αυτός δεν τα παρατάει.
«Αν έχεις δίκιο και είσαι απλώς η νοσοκόμα μου, τότε πώς εξηγείς ότι από τότε που ξύπνησα, ένιωθα ότι κάτι μου έλειπε και μόλις σε είδα όλα άλλαξαν;»
«Τι έγινε όταν με είδες;»
«Ένιωσα πάλι ολόκληρος. Ένιωσα σαν ένα κομμάτι μου που έλειπε να μπήκε στην θέση του, κι αυτό το κομμάτι ήσουν εσύ»
«Είσαι μπερδεμένος. Το μυαλό σου παίζει παιχνίδια»
«Αποδείξτε το! Απέδειξε μου ότι κάνω λάθος και θα σταματήσω»
«Πώς;»
«Άσε με να σε φιλήσω ξανά. Να σ' αγγίξω. Κάνε σεξ μαζί μου»
Μη ξέροντας τι άλλο να πει ή να κάνει, αυτή γυρίζει και τρέχει στο μπάνιο, κλείνοντας την πόρτα πίσω της και ακουμπώντας την πλάτη της πάνω της. Το κεφάλι της είναι ένα απόλυτο χάος. Τι πρέπει να κάνει τώρα; Ν' ακολουθήσει τις εντολές του γιατρού και ν' αρνηθεί; Το σώμα της πονάει. Εκλιπαρεί για το άγγιγμά του.
Κι αν ο γιατρός κάνει λάθος και αυτό που είπε ο Ορέστης πριν ήταν σωστό; Κι αν η άρνησή της να του δώσει απαντήσεις του κάνει περισσότερο κακό παρά καλό; Κι αν αυτή συμφωνήσει να κάνει σεξ μαζί του και αυτό τον βοηθήσει να θυμηθεί; Κι αν αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να ελευθερωθεί ο λύκος;
Τι της είχε πει ο Τζάκος; Το μυαλό μπορεί να ξεχάσει, αλλά το σώμα ποτέ. Ο Τζάκος ξέρει. Έτσι έσωσε τη Μαίρη. Τι ήταν αυτό που την έφερε πίσω; Το φιλί του. Το φιλί της αληθινής αγάπης. Κι αφού αυτό το φιλί είναι ικανό να νικήσει τον θάνατο, δεν μπορεί επίσης να θεραπεύσει μια ηλίθια αμνησία;
Μερικά χτυπήματα στην πόρτα την κάνουν να γυρίσει και να βάλει τα χέρια της πάνω της. Αυτός, που ήρθε κουτσαίνοντας μέχρι το μπάνιο και τώρα στέκεται πίσω απ' την κλειστή πόρτα, αρχίζει και πάλι να της μιλάει με παρακλητική φωνή.
«Σελήνη, σε παρακαλώ, άνοιξε την πόρτα. Συγγνώμη! Δεν έπρεπε να σου ζητήσω να το κάνεις αυτό, αλλά δεν έχω άλλη επιλογή. Σε ικετεύω! Βγες έξω. Σε χρειάζομαι. Βοήθα με. Δεν μπορώ να ζήσω έτσι. Θέλω να θυμηθώ. Πρέπει να θυμηθώ. Πρέπει να σε θυμηθώ!»
Στο διάολο! Στο διάολο τα πρέπει και τα μη! Στο διάολο κι ο γιατρός με τις ηλίθιες εντολές του! Στο διάολο κι όλοι οι άλλοι! Αυτή θα έριχνε τον εαυτό της στη φωτιά για να τον βοηθήσει να θυμηθεί. Πώς μπορεί λοιπόν να του αρνείται αυτό που της ζητάει; Με μια αποφασιστική κίνηση, αυτή ανοίγει την πόρτα και στέκεται μπροστά του.
«Σταμάτα να παρακαλάς, Άρη. Δεν είσαι έτσι εσύ. Ποτέ δεν παρακαλάς. Εσύ απλώς διατάζεις»
«Σελήνη ...»
«Όχι άλλα ψέματα. Έχεις δίκιο. Δεν είμαι η νοσοκόμα σου»
«Και ποια είσαι;»
«Είμαι ... εδώ, και είμαι δικιά σου. Πάρε με. Πάρε με στα χέρια σου και κάνε με ό,τι θέλεις. Χρησιμοποίησε με για να γίνεις καλά, γιατί δεν μπορώ να ζήσω σ' έναν κόσμο που δεν με θυμάσαι»
Αυτός μετατοπίζει όλο του το βάρος στο καλό του πόδι, κάνει τα λίγα βήματα που τον χωρίζουν απ' αυτήν και πιέζει το στόμα του στο δικό της. Η γλώσσα του χωρίζει τα χείλη της και μπαίνει στο στόμα της. Μπλέκεται με την δική της. Της γαργαλάει τον ουρανίσκο. Της χαϊδεύει τα δόντια. Το φιλί είναι αργό και γεμάτο πάθος. Είναι το δικό του φιλί. Το φιλί του που, όπως κάθε φορά, αυτή δεν μπορεί να ξεχωρίσει ποιανού τον αέρα αναπνέει. Τυλίγει τα χέρια της γύρω απ' το λαιμό του και βαθαίνει ακόμα περισσότερο το φιλί. Αναστενάζει στο στόμα του καθώς όλο της το σώμα δονείται, ρουφώντας το οξυγόνο που της έλειπε όλες αυτές τις μέρες.
Όσο για εκείνον, το μυαλό του είναι εντελώς άδειο. Το μόνο που υπάρχει εκεί μέσα είναι ο λύκος. Ο λύκος μέσα στο κλουβί χωρίς κλειδαριά. Ο πόνος στο κεφάλι του επιστρέφει καθώς το ζώο αρχίζει να χτυπά το κεφάλι του στα κάγκελα του κλουβιού, ουρλιάζοντας ... Βγάλε με από δω! Άσε με ελεύθερο! Βρες την κλειδαριά!
Αλλά ο πόνος δεν είναι το μόνο πράγμα που επιστρέφει. Σκόρπιες αναμνήσεις εισβάλλουν στο μυαλό του, σαν ταινία. Εμφανίζονται πρόσωπα και γεγονότα. Χαρές και λύπες. Απολαύσεις και φόβοι. Ηδονές και βασανιστήρια. Αυτός βλέπει τον εαυτό του μωρό, μικρό παιδί και έφηβο. Οι γονείς του. Ξέρει τώρα ότι ο άντρας στ' όνειρό του ήταν πραγματικά ο πατέρας του. Και ο Ορέστης, πάντα δίπλα του, ο καλύτερός του φίλος, ο Βήτα του. Και μετά απ' αυτόν, ο Βίκος, ο σωτήρας του, ο μέντοράς του, ο δεύτερος πατέρας του, ο Δράκος.
Ξαφνικά, οι αναμνήσεις σταματούν. Τι διάολο; Γιατί συμβαίνει αυτό τώρα; Ο λύκος ουρλιάζει ξανά ... Μην σταματάς τώρα. Κάνε αυτό που σου είπε ο πατέρας σου. Πρέπει να ενωθείς μαζί της. Να γίνεται ένα. Αυτή είναι η κλειδαριά κι εσύ έχεις το κλειδί. Ο πόνος εντείνεται, αλλά αυτός δεν το βάζει κάτω. Την σπρώχνει και την ρίχνει στο κρεβάτι. Πέφτει πάνω της και τη φιλάει ξανά και ξανά και ξανά. Το σώμα του τσιτώνεται. Οι μύες του σκληραίνουν. Το κεφάλι του είναι έτοιμο να εκραγεί, αλλά σφίγγει τα δόντια γιατί πρέπει ν' αντέξει. Δεν μπορεί να σταματήσει τώρα. Αυτή διαισθάνεται τον πόνο του.
«Άρη, είσαι καλά; Καλύτερα να σταματήσουμε»
Ο λύκος στο κεφάλι του προσπαθεί ν' απελευθερωθεί χτυπώντας το κεφάλι του ακόμα πιο δυνατά στα κάγκελα, αλλά δεν τα καταφέρνει!
«Όχι! Σε παρακαλώ, όχι. Μη σταματάς!»
Αυτή τον βοηθάει να ξεφορτωθεί τα ρούχα που μπαίνουν ανάμεσά τους και ανοίγει τα πόδια της, αφήνοντας τον να γλιστράει μέσα της. Εκείνη τη στιγμή, μια γατούλα εμφανίζεται στο κεφάλι του κι αρχίζει να ξύνει τη φυλακή του λύκου με τα νύχια της, νιαουρίζοντας δυνατά. Ο λύκος ουρλιάζει. Ο πόνος εντείνεται και το πρόσωπο του παραμορφώνεται όλο και περισσότερο.
«Μα εσύ υποφέρεις»
Η γατούλα οπισθοχωρεί φοβισμένη κι ο λύκος ουρλιάζει ξανά.
«Όχι! Όχι! Μην σταματάς!»
Η γατούλα τσιρίζει αποφασιστικά και πέφτει ξανά πάνω στο κλουβί και γδέρνει βίαια τα κάγκελα. Ο λύκος ουρλιάζει, ενθαρρύνοντας την.
«Άρη ...;»
«Λίγο ακόμα! Λίγο ακόμα! Μη σταματάς!»
«Ποτέ. Γύρνα πίσω, Άρη! Έλα πίσω σε μένα!»
Ένα τρίξιμο στα σίδερα. Η γατούλα γρατζουνάει με όλη της τη δύναμη κι ο λύκος ουρλιάζει. Η κλειδαριά που έλειπε, γαλάζια σαν τα μάτια της, εμφανίζεται ξαφνικά. Η γατούλα χτυπάει με μανία κι ο λύκος ωρύεται. Ένα κλειδί, μπλε σαν τα δικά του μάτια, εμφανίζεται επίσης και γυρίζει. Το κλουβί αρχίζει να τρέμει και να τρέμει και να τρέμει, μέχρι που σπάει σ' ένα εκατομμύριο κομμάτια! Ο λύκος είναι ελεύθερος.
Αυτός ουρλιάζει, κρατώντας το κεφάλι του, και σωριάζεται πάνω της. Αυτή τον αγκαλιάζει σφιχτά. Μένουν εκεί, κανένας απ' τους δύο δεν κινείται. Και ο χρόνος κυλάει. Τη σιωπή σπάει η κουρασμένη αλλά χαρούμενη φωνή του.
«Γατούλα ...;»
Αυτή ανοίγει τα μάτια της, χωρίς να εμπιστεύεται τ' αυτιά της.
«Πώς με είπες;»
Ένα κουρασμένο γέλιο βγαίνει απ' το στόμα του»
«Έτσι όπως σ' έλεγα πάντα ... Γατούλα»
Αυτή τον σπρώχνει, γλιστράει από κάτω του και γονατίζει δίπλα του.
«Θυμάσαι;»
Αυτός της πιάνει το χέρι, χαμογελώντας πλατιά.
«Ναι, καρδιά μου. Θυμάμαι τα πάντα. Τα κατάφερες, Γατούλα. Το σώμα σου μου έδωσε πίσω τις αναμνήσεις μου»
Με μια χαρούμενη κραυγή, αυτή πέφτει πάνω του και γελάει δυνατά.
«Δεν το πιστεύω! Θεέ μου! Έγινε θαύμα!»
Αυτός, επίσης γελώντας, της χαϊδεύει τα μαλλιά.
«Ναι, μωρό μου. Έγινε θαύμα. Εσύ. Εσύ είσαι το θαύμα μου. Σ' αγαπάω, Γατούλα»
«Πες το ξανά»
«Σ' αγαπάω, Γατούλα»
Η χαρά της είναι απερίγραπτη. Τον κρατάει σφιχτά στην αγκαλιά της και δεν μπορεί να πιστέψει το θαύμα με το οποίο την ευλόγησε ο Θεός.
«Κι εγώ σ' αγαπάω. Αν ήξερες πόσο σ' αγαπάω. Λύκε μου ... Και τώρα που θυμήθηκες, θέλω να σου ζητήσω συγγνώμη»
«Για ποιο πράγμα;»
«Για όλα. Για το ατύχημα. Το κράνος. Αν δεν ήμουν τόσο πεισματάρα ... Συγχώρεσε με, Άρη μου, και υπόσχομαι ότι από δω και πέρα θ' ακολουθώ τυφλά ό,τι μου λες»
«Μχμμμ ... Αυτό το τελευταίο, κράτα το. Όσο για τα υπόλοιπα, ξέχασε τα. Δεν έχεις λόγο να μου ζητάς συγγνώμη»
«Μα χτύπησες το κεφάλι σου προσπαθώντας να προστατέψεις το δικό μου»
«Και θα το ξανακάνω. Θα σε προστατεύω πάντα με τη ζωή μου, αλλά να σου πω την αλήθεια, δεν θυμάμαι το ατύχημα. Θυμάμαι τα πάντα εκτός απ' αυτό»
«Καλύτερα έτσι»
«Όχι. Πρέπει να μάθω ποιο ήταν εκείνο το κάθαρμα που μας χτύπησε και να τον σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια. Τόλμησε να σε πληγώσει»
«Θα τον βρούμε. Ο Τζάκος το ανέθεσε σε κάποιον. Δεν ξέρω λεπτομέρειες. Θα μας πουν αύριο. Τώρα, πες μου, πώς είσαι; Πονάει ακόμα το κεφάλι σου;»
«Διαβολεμένα, αλλά δεν πειράζει. Τ' αντέχω»
«Ο γενναίος μου Λύκος! Θα σου φέρω ένα παυσίπονο»
«Χάπι, ε;»
«Ναι, αλλά γιατί ρωτάς;»
«Γιατί ο κώλος μου πονάει ακόμα απ' τη ένεση που μου έκανες. Χρειάζεσαι εξάσκηση με τη βελόνα, Γατούλα»
«Είσαι κόπανος!»
Αυτή τον χτυπάει με το μαξιλάρι κι αυτός γελάει δυνατά. Όμως το γέλιο του κόβεται όταν εκείνη σηκώνεται απ' το κρεβάτι και πηγαίνει στην ντουλάπα.
«Ουάου! Ουάου! Τι κάνεις εκεί;»
«Ντύνομαι»
«Α, όχι! Όχι! Όχι! Μην τολμήσεις να φορέσεις ρούχα»
«Και τι να φορέσω;»
«Τη στολή σου, αδελφή Σελήνη»
Αυτή, με τα χέρια στη μέση της, σηκώνει ένα φρύδι.
«Πλάκα κάνεις, έτσι;»
Εκείνος έχει ένα εντελώς αθώο χαμόγελο στα χείλη.
«Όχι, καθόλου. Είμαι απολύτως σοβαρός. Είμαι τραυματισμένος και χρειάζομαι μια νοσοκόμα. Εσύ το είπες πριν»
«Ναι. Όταν είχες αμνησία και δεν έπρεπε να σ' αναστατώσουμε. Όχι τώρα που είσαι καλά»
«Δεν έχει σημασία. Βάλε τη στολή σου, Γατούλα. Και κάντο τώρα!»
Αυτή γυρίζει τα μάτια της.
«Είσαι τελείως διεστραμμένος, κύριε Λυκουρόπουλε»
«Ναι, αλλά είμαι επίσης και πολύ τυχερός. Ποιος άλλος μπορεί να γαμήσει τη νοσοκόμα του όποτε θέλει; Και τι νοσοκόμα, ε;»
«Εντάξει. Τώρα είμαι σίγουρη ότι είσαι εντελώς καλά»
Αυτή φοράει τη στολή της και μετά, πιάνει το τηλέφωνο και είναι έτοιμη να τηλεφωνήσει.
«Σε ποιον τηλεφωνείς τέτοια ώρα;»
«Στον Τζάκο. Μου είπε να τον ενημερώσω αν έχουμε κάποια αλλαγή»
«Μην το κάνεις αυτό, Γατούλα. Όχι απόψε. Αν τους το πεις, θα θέλουν να έρθουν και είναι ακόμα πολύ νωρίς. Είναι και τα παιδιά. Δεν πρέπει να τους αναστατώσουμε, και επιπλέον ...»
«Τι;»
«Μου έχεις λείψει. Έχουμε σχεδόν μια βδομάδα να κοιμηθούμε μαζί. Απόψε θέλω να σε κρατήσω στην αγκαλιά μου. Να νιώσω ξανά το κορμί σου να ταιριάζει τέλεια πάνω στο δικό μου. Να θάψω το πρόσωπό μου στα μαλλιά σου και ν' αποκοιμηθώ ακούγοντας τους χτύπους της καρδιάς σου. Θα μου κάνεις αυτή τη χάρη;»
«Αυτό το λες χάρη; Όλες αυτές οι νύχτες χωρίς εσένα δίπλα μου ήταν ένας πραγματικός Γολγοθάς για μένα. Τουλάχιστον εσύ δεν το θυμόσουν. Και όταν δεν θυμάσαι πώς είναι να έχεις κάτι, δεν μπορεί να σου λείπει»
«Κάνεις λάθος. Μπορεί να μην θυμόμουν, αλλά ήξερα ότι κάτι έλειπε απ' τα χέρια μου. Τα ένιωθα άδεια. Ήξερα ότι είχα κάποια στην αγκαλιά μου κάθε βράδυ πριν απ' το ατύχημα, απλώς δεν θυμόμουν ποια»
«Πώς ήταν να μην θυμάσαι;»
«Χάλια. Ένιωθα άδειος. Δεν είχα παρελθόν. Δεν ήξερα ποιος ήμουν. Είχα ανθρώπους γύρω μου που μου έλεγαν ότι τους ήξερα και ένιωθα ότι ήταν αλήθεια, αλλά ... Πώς να στο πω για να το καταλάβεις; Ένιωθα ότι είχα αισθήματα γι' αυτούς, ειδικά για τον Ορέστη. Τον κοίταζα στα μάτια και ήξερα ότι ήταν ο καλύτερός μου φίλος, αλλά δεν μπορούσα να θυμηθώ τίποτα»
Αυτή πλαισιώνει το πρόσωπό του και φιλάει τα χείλη του.
«Όλα τελείωσαν τώρα»
«Πώς μπόρεσα να σε ξεχάσω, ψυχή μου;»
«Δεν με ξέχασες. Απλώς δεν θυμόσουν τ' όνομά μου για λίγο. Δεν ήταν δικό σου λάθος. Πες μου όμως κάτι άλλο. Στο παραλήρημα σου, μου ζήτησες να ελευθερώσω τον λύκο. Τι εννοούσες;»
«Όλα ξεκίνησαν όταν λιποθύμησες. Προσπάθησα να σε σηκώσω, αλλά ο Ορέστης δεν μ' άφησε. Τότε τα πήρα στο κρανίο. Νόμιζα ότι θα σ' έπαιρνε μακριά μου. Δεν ξέρω γιατί. Ήταν εντελώς αυθόρμητο»
«Και τι έκανες;»
«Τον έσπρωξα, του γρύλισα και του είπα ... Όχι, είναι δικιά μου»
«Πάντα ήσουν κτητικός»
«Ένοχος. Μετά μ' έσπρωξε και μου είπε ... Ήρεμα, Λύκε»
«Αυτό ήταν ριψοκίνδυνο. Ο γιατρός είπε να μην σου πούμε τίποτα»
«Μπορεί να ήταν ριψοκίνδυνο, αλλά λειτούργησε. Ήταν η αρχή του τέλους. Ξαφνικά, ένας λύκος ούρλιαζε στο κεφάλι μου. Ήταν κλεισμένος σ' ένα κλουβί χωρίς κλειδαριά και με παρακαλούσε να τον ελευθερώσω. Αυτό ήταν το μόνο που μπορούσα να δω»
«Και μετά;»
«Ονειρεύτηκα τον πατέρα μου»
Αυτός της εξηγεί τι ακριβώς είδε στ' όνειρό του.
«Σου είπε για μένα;»
«Ναι, και επειδή είμαι καλός γιος, ακολούθησα τη συμβουλή του. Άλλωστε, κατά βάθος το ήξερα ήδη. Ποτέ δεν πίστεψα ότι ήσουν απλώς η νοσοκόμα μου. Όταν σε φίλησα, ο πόνος επέστρεψε πιο δυνατός από πριν, φέρνοντας σκόρπιες αναμνήσεις απ' τα παιδικά μου χρόνια. Όλη την ώρα, ο λύκος στο κλουβί ούρλιαζε συνέχεια. Το κεφάλι μου απειλούσε να εκραγεί, αλλά έσφιξα τα δόντια μου και άντεξα τον πόνο. Ήξερα ότι ήταν ο μόνος τρόπος. Και ξέρεις τι έγινε όταν μπήκα μέσα σου;»
«Μη μου το θυμίζεις. Γρύλισες απ' τον πόνο. Το πρόσωπό σου είχε παραμορφωθεί. Η καρδιά μου κόντευε να σπάσει»
«Ο πόνος ήταν βασανιστικός, αλλά στη συνέχεια, και αυτό δεν θα το πιστέψεις, εμφανίστηκε μια γατούλα και άρχισε να ξύνει τα κάγκελα του κλουβιού για να ελευθερώσει τον λύκο»
«Μου κάνεις πλάκα, ε;»
«Όχι, τ' ορκίζομαι! Αυτό ήταν το μόνο που μπορούσα να δω. Ο λύκος ούρλιαζε. Η γατούλα γρατζούνιζε τα κάγκελα, νιαουρίζοντας άγρια, και μετά ξαφνικά, μπουμ! Εμφανίστηκε η γαλάζια κλειδαριά με το μπλε κλειδί και το κλουβί διαλύθηκε σ' ένα εκατομμύριο κομμάτια και όλα επανήλθαν»
«Απίστευτο!»
«Η γατούλα ελευθέρωσε τον λύκο. Τον έσωσε. Μ' έσωσες. Μ' έφερες πίσω και θέλω να σ' ευχαριστήσω για αυτό, αλλά δεν ξέρω πως»
«Ξέρω εγώ έναν τρόπο»
Αυτός σηκώνει το φρύδι.
«Και μετά λες εμένα διεστραμμένο. Αυτό είναι σεξουαλική παρενόχληση ενός ανυπεράσπιστου ασθενή, δεσποινίς νοσοκόμα»
«Μη με κατηγορείς, Λύκε. Εσύ μ' έκανες αυτό που είμαι»
«Και δεν το μετανιώνω καθόλου. Πήδα πάνω μου, Γατούλα»
Αυτή πηδάει πάνω του, γελώντας, και αυτός αρχίζει να τη φιλάει και να της δαγκώνει τον λαιμό, σαν πραγματικός λύκος. Η συγγραφέας Willa Cather είπε κάποτε ότι όπου υπάρχει μεγάλη αγάπη, γίνονται πάντα θαύματα. Και εγώ λέω ότι αν είσαι τόσο τυχερός και βρεις μια αγάπη τόσο μεγάλη, κάνε ό,τι μπορείς για να την κρατήσεις. Γιατί όταν αγαπάς αυτό που έχεις, έχεις όλα όσα χρειάζεσαι.
*
Αλλά, ας αφήσουμε τον Άρη και τη Σελήνη να χαρούν το θαύμα τους και ας πάμε μέχρι την Βουλιαγμένη και συγκεκριμένα στο σπίτι του Αλέκου και του Οδυσσέα, εκεί όπου συμβαίνει κάτι πολύ περίεργο και απαίσιο.
~ ΚΤΗΜΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ~ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗ ~
~ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΑΛΕΚΟΥ & ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ~
Ο Οδυσσέας και ο Αλέκος κοιμούνται ήσυχοι, όπως κάθε βράδυ, ώσπου ξαφνικά το κουδούνι αρχίζει να χτυπάει με μανία, και όπως όλοι ξέρουμε, εννιά στις δέκα φορές, αν συμβεί αυτό πριν τα ξημερώματα, κάτι κακό έχει συμβεί. Τη δέκατη φορά, είναι απλώς κάποιος μεθυσμένος ή ένα χαμένο κλειδί. Ο Οδυσσέας, που κοιμάται πάντα πιο ελαφρά απ' τον Αλέκο, απομεινάρι του άδικου εγκλεισμού του στο αναμορφωτήριο και στη φυλακή όταν ήταν δεκαεπτά, ανοίγει τα μάτια και το στόμα του.
«Τι στο διάολο; Ποιος είναι τέτοια ώρα; Όποιος κι αν είναι, θα τον γαμήσω αν ξυπνήσει το Αστέρι μου»
Αυτός κατεβαίνει τις σκάλες, βάζοντας την ρόμπα του, σκοντάφτοντας και τρίβοντας τα μάτια του. Πίσω του έρχεται η Πηνελόπη, το αγαπημένο σκυλί της κόρης του, που γρυλίζει άγρια και δείχνει τα κοφτερά της δόντια.
«Πηνελόπη, αν είναι ο Διεστραμμένος πίσω απ' την πόρτα, δάγκωσε τα μπαλάκια του»
Ο σκύλος γρυλίζει και κουνάει την ουρά του.
«Μπράβο το κορίτσι μου!»
Τη στιγμή που αυτός κοιτάζει απ' το ματάκι, του φεύγει ο ύπνος κι ανοίγει αμέσως την πόρτα.
«Κοκαλιάρη; Τι στο διάολο κάνεις εδώ τέτοια ώρα;»
Ο Κοκαλιάρης δεν είναι άλλος απ' τον Διονύση, τον χάκερ της Sun Corporation.
«Οδυσσέα, έχουμε πολύ σοβαρό πρόβλημα»
«Όχι πάλι, διάολε! Όχι πάλι!»
Ο Διονύσης φαίνεται εξαντλημένος. Το πρόσωπό του είναι χλωμό και έχει δύο μεγάλους μαύρους κύκλους κάτω απ' τα μάτια του. Τις τελευταίες δύο μέρες κάθεται στο γραφείο του μπροστά στους πανίσχυρους υπολογιστές του και προσπαθεί να εκτελέσει την εντολή του αφεντικού του και να βρει ποιος προσπάθησε να σκοτώσει τη Σελήνη και τον Άρη.
Φεύγοντας απ' το γραφείο του Τζάκου, αυτός πήγε στο δικό του και ρίχτηκε στη δουλειά. Μια μέρα αργότερα, δεν είχε βρει τίποτα. Οι ώρες περνούσαν και το αποτέλεσμα της έρευνάς του παρέμενε το ίδιο. Ένα γαμημένο μηδενικό. Είχε αρχίσει ν' απογοητεύεται και ήταν έτοιμος να τα παρατήσει όταν ξαφνικά, ένα άγνωστο όνομα άρχισε να εμφανίζεται όλο και πιο συχνά στις οθόνες του.
«Τι στο διάολο; Ποια είναι αυτή η Ασπασία Αβράμογλου;»
Συνέχισε να ψάχνει προς μια εντελώς διαφορετική κατεύθυνση και τελικά η έρευνά του άρχισε να αποδίδει καρπούς. Το ένα έγγραφο μετά το άλλο έβγαινε στην επιφάνεια και το μπερδεμένο κουβάρι άρχισε να ξετυλίγεται επιτέλους. Εξιτήρια από ψυχιατρικά ιδρύματα. Αυτοψίες από ασφαλιστικές εταιρείες. Αποδείξεις πληρωμής. Πιστοποιητικά θανάτου. Και ξαφνικά το αδιανόητο. Αυτός δεν πιστεύει στα μάτια του. Όχι! Αυτό δεν μπορεί να συμβαίνει. Πρέπει να έχει γίνει κάποιο λάθος. Με τρεμάμενα χέρια, πιάνει το κινητό του και τηλεφωνεί στην γυναίκα του την Κατερίνα.
«Γεια σου, ξένε! Που στο καλό είσαι; Λείπεις δύο ολόκληρες μέρες»
«Γλυκιά μου, έχουμε πρόβλημα»
«Τι έγινε αυτή τη φορά;»
«Βρήκα κάτι που θα προκαλέσει σεισμό και δεν ξέρω τι να κάνω»
«Πες τα μου όλα»
Αυτός της εξηγεί τι ανακάλυψε.
«Θεούλη μου! Αυτό είναι τεράστιο»
«Εμένα μου λες! Τι θα κάνω, Κατερινιώ μου;»
Αυτή σκέφτεται για λίγο.
«Πήγαινε στον Οδυσσέα και πες του τα πάντα. Αυτός θα ξέρει τι να κάνει»
«Στον Οδυσσέα; Όχι! Όχι! Όχι!»
«Έλα, βρε μωρό μου. Ξεπέρασε το! Ο Οδυσσέας είναι ο πιο γλυκός άνθρωπος στον κόσμο»
«Για σένα, μπορεί. Εμένα με τρομάζει»
Αυτή γελάει.
«Είσαι ένα μεγάλο μωρό. Ο γιος σου είναι πιο γενναίος από σένα»
«Γι' αυτό μ' αγαπάς»
«Γι' αυτό σ' αγαπώ»
«Ευχήσου μου καλή τύχη»
«Καλή τύχη, μωρό μου και δώσε ένα φιλί στον Οδυσσέα από μένα»
«Αυτό να το ξεχάσεις!»
«See you later, alligator»
«In a while, crocodile»
Κάπως έτσι βρέθηκε ο Διονύσης στο κατώφλι του Οδυσσέα, ο οποίος παραμερίζει για να τον αφήσει να περάσει.
«Θέλεις καφέ;»
«Όχι, ευχαριστώ. Έχω πιει άπειρα λίτρα τις δύο τελευταίες μέρες, αλλά εσύ βάλε. Θα τον χρειαστείς»
«Πες μου τα πάντα»
«Καλύτερα να φωνάξεις και τον Αλέκο. Μην τα λέω δυο φορές»
Εκείνη τη στιγμή, σαν να ένιωσε ότι η παρουσία του είναι απαραίτητη, ο Αλέκος κατεβαίνει τις σκάλες και κάθεται δίπλα στον Οδυσσέα. Τότε, ο Διονύσης τους δίνει τα χαρτιά.
«Τι στο διάολο είναι όλα αυτά;»
«Αυτά είναι μια Δαμόκλειος Σπάθη πάνω απ' το κεφάλι της δεσποινίδος Σελήνης και όλων εμάς»
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro