Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Η ρίζα όλων των κακών

Η Σελήνη ανοίγει τα μάτια της και κοιτάζει γύρω της με απορία. Λευκοί τοίχοι. Που είναι; Τι συνέβη; Κοιτάζει κάτω την παράξενη συσκευή στο δάχτυλό της, που είναι συνδεδεμένη με ένα μόνιτορ. Τι είναι αυτό το μέρος; Και πως μυρίζει έτσι; Χλωρίνη κι αποστείρωση. Πώς βρέθηκε αυτή εδώ, σ' αυτό το ξένο κρεβάτι; Και το πιο σημαντικό, πού είναι ο Άρης; Αυτή προσπαθεί να σηκωθεί, αλλά δύο δυνατά χέρια την κρατούν κάτω.

«Όχι, Σελήνη μου. Δεν μπορείς να σηκωθείς ακόμα»

Αυτή γυρίζει το κεφάλι της.

«Τζάκο; Εσύ είσαι;»

«Ναι, κορίτσι μου. Εγώ είμαι»

«Τι έγινε; Πού είμαι; Πού είναι ο Άρης;»

«Δεν θυμάσαι;»

«Εγώ ... Εγώ ...»

«Εσύ κι ο Άρης είχατε ένα ατύχημα. Είσαι στο Γενικό Νοσοκομείο»

«Ατύχημα;»

Μια σοκαρισμένη έκφραση απλώνεται στο πρόσωπο της Σελήνης. Ο Τζάκος την πιάνει απ' τους ώμους και αρχίζει να την κουνάει απαλά.

«Τι έπαθες, κορίτσι μου;»

«Θυμάμαι»

«Πες μου, Σελήνη. Πες μου τι συνέβη. Πώς πέσατε; Πώς έχασε τον έλεγχο ο Άρης; Έτρεχε πολύ;»

«Τι; Ποιος στο είπε αυτό; Δεν έφταιγε ο Άρης. Δεν έχασε τον έλεγχο. Αυτός προσπάθησε να με σώσει. Όταν μας χτύπησε αυτό τ' αυτοκίνητο ...»

~ ΛΙΓΕΣ ΩΡΕΣ ΠΡΙΝ ~ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΛΙΑΚΗ ΟΔΟ, ΣΤΟ ΥΨΟΣ ΤΗΣ ΓΛΥΦΑΔΑΣ ~

Ο Άρης και η Σελήνη είναι στη μηχανή και τρέχουν. Όταν ένα κόκκινο φανάρι τους αναγκάζει να σταματήσουν, αυτή σκύβει και μιλάει στ' αυτί του.

«Άρη, νομίζω ότι το μαύρο αυτοκίνητο πίσω μας μας ακολουθεί»

«Τι λες; Ποιο αυτοκίνητο;»

«Αυτό το μαύρο με τις λασπωμένες πινακίδες. Είναι πίσω μας από τότε που ξεκινήσαμε απ' το σπίτι. Στρίβει όταν στρίβουμε. Σταματάει και ξεκινάει μαζί μας. Δεν μπορεί να κάνω λάθος»

Αυτός ρίχνει μια ματιά στον καθρέφτη.

«Για να δούμε!»

Όταν το φανάρι ανάβει πράσινο, αυτός μαρσάρει και, μ' έναν απότομο ελιγμό, στρίβει παράνομα σ' έναν μονόδρομο, και λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, το μαύρο αυτοκίνητο κάνει ακριβώς το ίδιο.

«Γαμώτο!»

«Ποιος μπορεί να είναι;»

«Δεν ξέρω. Δεν αναγνωρίζω τ' αυτοκίνητο. Γαμώτο, ρε Σελήνη! Σου είπα να φορέσεις το κράνος σου. Γαμώτο!»

«Συγγνώμη! Εγώ ... Εγώ ...»

«Δεν έχει σημασία τώρα. Ότι έγινε, έγινε. Το θέμα είναι να γλιτώσουμε. Λοιπόν, άκουσέ με πολύ προσεκτικά. Θα προσπαθήσω να του ξεφύγω. Θέλω εσύ να έρθεις μπροστά μου, ώστε αν πυροβολήσει ...»

«Θα χτυπήσει εσένα. Όχι, αποκλείεται!»

«Εγώ φοράω μπουφάν. Θα με προστατέψει. Μην μου φέρνεις αντιρρήσεις τώρα! Έλα μπροστά και τύλιξε τα πόδια σου γύρω μου»

Αυτός μειώνει λίγο ταχύτητα και αυτή, περνώντας κάτω απ' το χέρι του, πηγαίνει ακριβώς μπροστά του και τυλίγει τα πόδια της γύρω απ' τη μέση του.

«Βάλε το χέρι σου στην μέσα τσέπη του μπουφάν και βρες το κινητό μου. Στείλτε ένα μήνυμα SOS στον Νέγρο»

Αυτή κάνει ακριβώς αυτό που της λέει.

«Εντάξει. Το έστειλα»

«Ωραία. Τώρα, κράτα με. Ό,τι κι αν γίνει, μη μ' αφήσεις. Κατάλαβες;»

«Ναι»

Αυτή βάζει τα χέρια της μέσα στο μπουφάν του, τα τυλίγει γύρω απ' το σώμα του και βάζει το κεφάλι της στο στήθος του.

«Μη φοβάσαι, Γατούλα. Δεν θ' αφήσω κανέναν να σε πειράξει»

«Το ξέρω. Δεν φοβάμαι»

«Μπράβο το κορίτσι μου!»

Αυτός μαρσάρει μερικές φορές, πατάει γκάζι κι αρχίζει να κάνει ελιγμούς ανάμεσα στ' άλλα αυτοκίνητα για να ξεφύγει απ' τον άγνωστο κυνηγό του. Θα τα κατάφερνε αν τον βοηθούσε λίγο η κίνηση στους δρόμους. Δυστυχώς, αυτή την ώρα, η κυκλοφορία είναι αραιή και τ' αυτοκίνητα στο δρόμο είναι πολύ λίγα. Όσο κι αν επιταχύνει αυτός, ο άγνωστος καταφέρνει να τον ακολουθεί συνεχώς και μάλιστα σε κοντινή απόσταση. Όταν πια αυτοί φτάνουν στο ύψος της Βούλας, σε μια απέλπιδα προσπάθεια, αυτός παίρνει το περιφερειακό και κατευθύνεται προς το βουνό. Κοιτάζει απ' τον καθρέφτη, ελπίζοντας ότι ο διώκτης τους θα σταματήσει, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, τα φώτα του αυτοκινήτου κάνουν την εμφάνιση τους.

«Ανάθεμα σε, μπάσταρδε!»

Αυτός σκέφτεται ότι αν τρέξει λίγο θα μπορέσει να φτάσει στο σπίτι του Τζάκου και εκεί, οι φρουροί θα αναλάμβαναν τον κυνηγό τους. Όμως όχι, δεν μπορεί να το κάνει αυτό. Το καθίκι δεν πρέπει να πλησιάσει την οικογένεια. Υπάρχουν τα παιδιά. Όχι! Αυτός δεν θα επέτρεπε ποτέ να κινδυνέψουν τα παιδιά εξαιτίας του. Γιατί, όποιος κι αν είναι ο άντρας στο αυτοκίνητο, το σίγουρο είναι ότι κυνηγάει εκείνον.

Τότε, αυτός συνειδητοποιεί ότι δεν υπάρχει άλλη λύση. Ο αντίπαλος πρέπει εξουδετερωθεί, αλλά αυτός δεν μπορεί να το κάνει γιατί πρέπει να συνεχίσει να οδηγεί. Άρα, η μόνη που μπορεί να το κάνει είναι η Σελήνη. Ποτέ δεν ήθελε να τη βάλει σ' αυτή τη θέση, αλλά τώρα δεν έχει άλλη επιλογή.

«Σελήνη, μ' ακούς;»

«Ναι»

«Τ' αυτοκίνητο είναι ακόμα πίσω μας. Δεν μπορώ να ξεφύγω χωρίς να ρισκάρω, οπότε θα πρέπει να τον βγάλουμε απ' τη μέση. Συγγνώμη, μωρό μου»

Αυτή γυρίζει το κεφάλι της και τον κοιτάζει μέσα απ' τον καθρέφτη.

«Μη ζητάς συγγνώμη και πες μου τι να κάνω. Συνεργάτες στο έγκλημα, θυμάσαι;»

Μέσα στη θανατηφόρα αγωνία του, αυτός της χαμογελά.

«Θυμάσαι πού κρατάω το όπλο;»

Αυτή γνέφει καταφατικά.

«Πάρτο, αλλά μην τον αφήσεις να σε δει. Κρύψτο κάτω απ' το μπουφάν μου»

Αυτή απλώνει το χέρι της και πιάνει το ημιαυτόματο όπλο που αυτός κρύβει σε μια ειδική θήκη δίπλα στη σέλα.

«Το πήρα»

«Βγάλε την ασφάλεια και περίμενε. Θα μειώσω ταχύτητα και θα τον αφήσω να μας πλησιάσει. Όταν σου πω, βγάλε το χέρι σου και άδειασε το προς την κατεύθυνση του. Μην σταματήσεις να πυροβολείς μέχρι ν' αδειάσει ο γεμιστήρας»

«Μα δεν μπορώ να τον δω»

«Δεν χρειάζεται να τον βλέπεις. Δεν υπάρχει κανένας άλλος τριγύρω. Ρίξε στο ψαχνό»

«Εντάξει. Κάντο!»

Αυτή βγάζει την ασφάλεια και περιμένει. Αυτός μειώνει ταχύτητα κι αφήνει τ' αυτοκίνητο να πλησιάσει. Όταν ο διώκτης τους κυριολεκτικά αναπνέει στο λαιμό τους, αυτός δίνει την διαταγή.

«Είσαι έτοιμη;»

«Ναι»

«Τώρα!»

Αυτός κρατάει τη μηχανή σταθερή καθώς αυτή βγάζει το χέρι με το όπλο απ' το μπουφάν του και, με απόλυτη ψυχραιμία, το αδειάζει κυριολεκτικά προς το αυτοκίνητο. Ο θόρυβος είναι εκκωφαντικός, αλλά εκείνη ούτε καν μορφάζει. Βλέπετε, είναι συνηθισμένη. Ο Άρης τη βοήθησε να το ξεπεράσει. Όταν την πήγαινε για σκοποβολή, την έβαζε να πυροβολεί χωρίς τα ειδικά ακουστικά για να συνηθίσει τον θόρυβο, ώστε να μην φοβηθεί αν ποτέ βρισκόταν ανάμεσα στα διασταυρούμενα πυρά. Όπως τώρα που οι σφαίρες πέφτουν βροχή. Ξαφνικά, αυτή ακούει τον ήχο γυαλιού που σπάει και χαμογελάει. Τα κατάφερε!

«Άρη, τον χτύπησα, ε;»

Αυτός κοιτάζει στον καθρέφτη και ανακουφίζεται όταν βλέπει τ' αυτοκίνητο να στρίβει απότομα και ν' απομακρύνεται.

«Ναι, Γατούλα, τα κατάφερες. Καλή δουλειά!»

Αυτός σταματάει στην άκρη του δρόμου και σβήνει τη μηχανή. Την αγκαλιάζει και εκπνέει ανακουφισμένος, μιας και όλη αυτή την ώρα, αυτός κρατούσε την ανάσα του. Αυτή τον σφίγγει επάνω της.

«Αυτό ήταν έντονο, ε;»

Αυτός την κοιτάζει καχύποπτα.

«Γατούλα, αν υποψιαστώ ότι τ' απόλαυσες όλο αυτό, θα ... Θα σε ... Ούτε και ξέρω τι θα σου κάνω. Εγώ έχασα τη μισή μου ζωή»

«Έλα τώρα! Εγώ δεν φοβήθηκα καθόλου. Ούτε για ένα δευτερόλεπτο. Ήμουν σίγουρη ότι θα ξεφεύγαμε»

Αυτός γυρίζει τα μάτια του κι αυτή γελάει.

«Είσαι τρελή. Τώρα το ξέρω στα σίγουρα»

«Ναι, είμαι τρελή για σένα»

Αυτός κουνάει το κεφάλι του απηυδισμένος, αλλά δεν μπορεί να μην χαμογελάσει.

«Τέλος πάντων! Πάμε να φύγουμε από δω. Γύρνα στη θέση σου»

«Ξέρεις κάτι; Θα προτιμούσα να μείνω εδώ που είμαι για το υπόλοιπο της διαδρομής. Είναι πολύ πιο άνετα απ' ότι πίσω»

«Για τον Θεό ...»

Αλλά αυτός δεν προλαβαίνει να τελειώσει την φράση του, γιατί εκείνη τη στιγμή, το ίδιο αυτοκίνητο που τους κυνηγούσε νωρίτερα, εμφανίζεται από έναν στενό, κάθετο δρόμο και τα δυνατά φώτα του τυφλώνουν και τους δύο. Αυτός προσπαθεί να βάλει μπρος, αλλά δεν έχει χρόνο. Ο οδηγός του αυτοκινήτου πατάει τέρμα το γκάζι χωρίς δισταγμό και, με τα λάστιχα του να σπινιάρουν στην άσφαλτο, πέφτει κατευθείαν πάνω τους, χτυπώντας τους στο πλάι με υπερβολική ταχύτητα.

~ ΠΑΡΟΝ ~ ΠΙΣΩ ΣΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ~

Ο Τζάκος κοιτάζει την Σελήνη έκπληκτος, αλλά και λίγο δύσπιστος.

«Τι λες, Σελήνη; Ποιο αυτοκίνητο; Δεν υπήρχε αυτοκίνητο. Όταν σας βρήκε ο Νέγρος ...»

«Ο Νέγρος; Πως;»

«Το SOS μήνυμα που έστειλες. Όταν το πήρε, ξεκίνησε αμέσως, αλλά δυστυχώς άργησε πολύ. Όταν σας βρήκε, ήσασταν και οι δύο αναίσθητοι και η μηχανή ήταν διαλυμένη»

«Σου λέω, υπήρχε ένα αυτοκίνητο. Ο οδηγός μας ακολουθούσε και όταν τον πυροβόλησα έφυγε, αλλά επέστρεψε και έπεσε πάνω μας. Ήταν σαν ...»

«Σαν να το έκανε επίτηδες;»

«Ναι. Αυτός, όποιος κι αν ήταν, ήθελε να μας σκοτώσει. Να σκοτώσει τον Άρη. Πες μου, Τζάκο, σε παρακαλώ! Πες μου ότι το κάθαρμα δεν τα κατάφερε. Πού είναι ο Άρης; Είναι ακόμα ζωντανός, έτσι δεν είναι;»

«Ναι. Ναι. Ηρέμησε. Αυτός είναι ζωντανός. Είναι καλά. Λίγο το πόδι του έχει χτυπήσει. Είναι στο διπλανό δωμάτιο. Η Μαίρη και ο Ορέστης είναι μαζί του»

«Πρέπει να πάω κοντά του»

Αυτή προσπαθεί να σηκωθεί, αλλά αυτός την κρατάει κάτω.

«Σελήνη, όχι! Έπαθες μια ελαφριά διάσειση και ο γιατρός είπε ότι πρέπει να μείνεις ξαπλωμένη»

«Άσε με! Θέλω να τον δω. Πρέπει να είμαι μαζί του. Με προστάτεψε. Με έσωσε. Δεν μπορώ να μείνω στο κρεβάτι»

«Σε έσωσε; Πως;»

~ ΛΙΓΕΣ ΩΡΕΣ ΠΡΙΝ ~

Η σύγκρουση είναι τρομερή και ο ήχος απ' τις θρυμματισμένες λαμαρίνες είναι τρομακτικός. Τα σώματά τους εκτοξεύονται ψηλά στον αέρα. Ο χρόνος σταματάει. Η Σελήνη, τυλιγμένη γύρω απ' το σώμα του Άρη, κρατιέται πάνω του με νύχια και με δόντια. Αυτός της αγκαλιάζει το κεφάλι, το τυλίγει στα δυνατά του μπράτσα, προσπαθώντας να το προστατεύσει.

Αρχίζουν να πέφτουν. Αυτή δεν μπορεί να δει τίποτα, αλλά νιώθει το σκληρό έδαφος να έρχεται καταπάνω τους. Σφίγγεται ακόμα πιο σφιχτά πάνω του, περιμένοντας την πρόσκρουση, η οποία όμως δεν έρχεται. Το αντίθετο μάλιστα. Αυτή πέφτει πάνω σε κάτι μαλακό. Ταρακουνιέται, αλλά δεν πληγώνεται, ούτε καν πονάει. Τι στο διάολο συνέβη;

Τότε, δύο πράγματα συμβαίνουν σχεδόν ταυτόχρονα. Αυτή ακούει το αυτοκίνητο να σπινιάρει τους τροχούς του και να κάνει όπισθεν, και αμέσως μετά, η σφιχτή λαβή του Άρη χαλαρώνει και τα χέρια του πέφτουν στο πλάι. Αυτή σηκώνει αμέσως το κεφάλι της και αυτό που βλέπει είναι σαν στιλέτο στην καρδιά της. Είναι ξαπλωμένη πάνω του. Αυτός πρέπει να έστριψε με κάποιο τρόπο το σώμα του καθώς έπεφταν, ώστε να πέσει πρώτος και να δεχτεί το χτύπημα, για να μείνει εκείνη τελείως αλώβητη. Κοιτάζει το πρόσωπό του, που είναι χλωμό, άσπρο σαν το χιόνι, και τα μάτια του είναι κλειστά.

«Όχι! Όχι! Όχι!»

Αγγίζει το μάγουλό του, προσπαθώντας να μην τον κουνήσει.

«Άρη; Άρη μου, μ' ακούς; Σε παρακαλώ, αγάπη μου, άνοιξε τα μάτια σου και μίλησέ μου»

Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, τα βλέφαρά του φτερουγίζουν για λίγο και μετά ανοίγει τα μάτια του.

«Σελήνη ...;»

«Εδώ είμαι, αγάπη μου»

«Είσαι καλά;»

Η φωνή του είναι σπασμένη και παραμορφωμένη απ' τον πόνο.

«Καλά είμαι. Εσύ πως είσαι; Πονάς;»

«Σελήνη, αιμορραγείς»

«Εγώ; Που;»

Με λίγη προσπάθεια, αυτός σηκώνει το χέρι του κι αγγίζει το μέτωπό της. Αυτή βάζει εκεί το χέρι της και τα δάχτυλά της γίνονται κόκκινα απ' το αίμα»

«Δεν είναι τίποτα. Μια γρατσουνιά, μάλλον απ' το φερμουάρ του μπουφάν σου»

«Συγγνώμη! Δεν ήθελα ...»

Αυτός προσπαθεί να σηκωθεί, αλλά εκείνη τον κρατάει κάτω.

«Όχι! Όχι! Μην κουνιέσαι. Ίσως έχεις χτυπήσει»

«Όχι, καλά είμ ...»

Τα λόγια του διακόπτονται από μια κραυγή πόνου καθώς προσπαθεί να κουνήσει τα πόδια του. Αυτή αναστατώνεται.

«Τι; Πονάς; Που;»

«Το πόδι μου»

Αυτή κοιτάζει κάτω και δαγκώνει τα χείλη της. Το παντελόνι του είναι σκισμένο και υπάρχει μια πληγή στ' αριστερό του πόδι απ' το γόνατο και κάτω που αιμορραγεί. Είναι μεγάλη και πολύ βαθιά. Τόσο βαθιά που μπορείς να δεις ακόμα και το κόκκαλο της κνήμης του, το οποίο όμως ευτυχώς δεν φαίνεται σπασμένο.

«Τόσο χάλια;»

«Όχι, δεν είναι χάλια, απλώς ... Πρέπει να σταματήσουμε την αιμορραγία»

Χωρίς να χάσει χρόνο, αυτή βγάζει τη ζώνη της και την τυλίγει ακριβώς πάνω απ' το γόνατό του.

«Πάρε μια βαθιά ανάσα γιατί αυτό θα πονέσει»

«Κάντο»

Αυτός παίρνει μια βαθιά ανάσα, αλλά δεν είναι αρκετή. Ο πόνος είναι βασανιστικός και ουρλιάζει ξανά καθώς αυτή σφίγγει τη ζώνη.

«Συγγνώμη! Συγγνώμη!»

«Δεν πειράζει»

«Πρέπει να τηλεφωνήσω σε κάποιον»

Αυτή ψάχνει και βρίσκει το τηλέφωνο του, αλλά έχει σπάσει, προφανώς απ' την σύγκρουση.

«Έσπασε, γαμώτο!»

«Δοκίμασε το δικό σου»

Αυτή βγάζει το κινητό της απ' την τσέπη της.

«Δόξα τω Θεώ! Είναι άθικτο»

Όταν όμως ενεργοποιεί την οθόνη, το μήνυμα No Signal εμφανίζεται και την κάνει να χάσει την ψυχραιμία της.

«Σοβαρά τώρα;»

«Τι;»

«Δεν έχω σήμα! Γαμώτο! Άχρηστο σκατόπραμα!»

Αυτή εκτοξεύει το τηλέφωνο προς το κοντινότερο δέντρο και αυτό σπάει σε χίλια κομμάτια.

«Δεν πειράζει, Γατούλα. Θα μας βρουν αργά ή γρήγ ...»

Τα λόγια του κόβονται ξανά, αλλά αυτή τη φορά όχι απ' τον πόνο. Όταν αυτή γυρίζει να τον κοιτάξει, το κεφάλι του έχει γείρει στο πλάι και τα μάτια του είναι ξανά κλειστά. Αυτός έχει χάσει τις αισθήσεις του.

«Όχι! Όχι! Άρη; Σε παρακαλώ! Μη μου το κάνεις αυτό! Ξύπνα! Άνοιξε τα μάτια σου!»

Αλλά αυτή τη φορά, αυτός δεν απαντάει και αυτή καταλαμβάνεται από πανικό, ο οποίος γίνεται τρόμος όταν αυτή ανακαλύπτει ότι υπάρχει ακόμα μια πληγή στο πίσω μέρος του κεφαλιού του. Δάκρυα αρχίζουν να τρέχουν απ' τα μάτια της, καθώς τον παίρνει στην αγκαλιά της και αρχίζει ν' ουρλιάζει.

«Όχι! Σε παρακαλώ! Μη μ' αφήνεις! Ξύπνα, μωρό μου! Σε παρακαλώ, ξύπνα! Βοήθεια! Μ' ακούει κανείς; Βοήθεια!»

~ ΠΑΡΟΝ ~ ΠΙΣΩ ΣΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ~

«Δεν ξέρω πόση ώρα ούρλιαζα, αλλά δεν ήρθε κανείς. Μετά κενό, δεν θυμάμαι τίποτα άλλο. Μάλλον τότε λιποθύμησα και ξύπνησα εδώ. Καταλαβαίνεις τώρα τι έκανε; Καταλαβαίνεις ότι του χρωστάω τη ζωή μου; Αν δεν ήταν αυτός ... Αν δεν είχε κάνει ασπίδα το σώμα του ... Αν δεν είχε προστατεύσει το κεφάλι μου ... Ποιος ξέρει τι θα είχε συμβεί. Είναι δικό μου λάθος. Αν δεν ήμουν εκεί ... Αν δεν ήμουν τόσο πεισματάρα και φορούσα το κράνος μου, θα φορούσε και το δικό του και δεν θα έπρεπε να προστατέψει το ηλίθιο κεφάλι μου. Δεν έπρεπε να επιμείνω ότι δεν θέλω το κράνος, αφού ξέρω ότι δεν μου λέει ποτέ όχι. Γιατί το έκανα αυτό; Για να αποφύγω έναν πονοκέφαλο; Είμαι ηλίθια! Μία ηλίθια! Μία γαμημένη ηλίθια!»

Η Σελήνη αρχίζει να κλαίει.

«Εγώ φταίω για όλα, Τζάκο. Εγώ! Για όλα!»

Ο Τζάκος την παίρνει στην αγκαλιά του και εκείνη κουρνιάζει στο στήθος του.

«Ηρέμησε, κορίτσι μου. Ξέρω ακριβώς πώς νιώθεις»

«Τότε ξέρεις ότι πρέπει να πάω κοντά του. Άσε με να σηκωθώ. Σε παρακαλώ!»

Αυτός την κρατά απ' τους ώμους και την σπρώχνει λίγο προς τα πίσω ώστε να τον κοιτάζει.

«Άκουσε με, Σελήνη. Υπάρχει λόγος που δεν θα σ' αφήσω να πας κοντά του»

«Τι λόγος; Είπες ότι είναι καλά»

«Ναι, είναι καλά. Έχει ήδη ξυπνήσει, αλλά δεν πρέπει να τον δεις ακόμα»

«Γιατί;»

«Γιατί αν πας εκεί μέσα τώρα, δεν θα σε αναγνωρίσει»

«Τι; Τι εννοείς;»

«Το χτύπημα στο κεφάλι. Δεν ήταν σοβαρό, αλλά του προξένησε κάτι που λέγεται παροδική σφαιρική αμνησία»

«Αμνησία;»

«Ναι, κορίτσι μου. Δεν θυμάται τίποτα. Ούτε καν τ' όνομά του»

«Με ξέχασε;»

«Όχι μόνο εσένα. Αυτός ξέχασε όλη του τη ζωή»

«Μα ήταν καλά όταν μου μίλησε. Πώς έγινε αυτό;»

«Με το χτύπημα δημιουργήθηκε ένα μικρό αιμάτωμα πίσω αριστερά, στο κέντρο της μνήμης και ο εγκέφαλος του έκανε κάτι σαν επανεκκίνηση για να προστατευτεί από μεγαλύτερη ζημιά»

«Και; Τι θα γίνει τώρα;»

«Ο γιατρός είπε ότι η μνήμη του θα επανέλθει μόλις απορροφηθεί το αιμάτωμα, αλλά μπορεί να πάρει λίγο χρόνο. Μέρες, μήνες ή ακόμα και χρόνια»

«Χρόνια; Ω, Θεέ μου!»

«Έλα, μην κάνεις έτσι»

«Να μην κάνω έτσι; Τζάκο, ακούς τι λες; Μιλάμε για τον Άρη. Τον Άρη μου! Τον άνθρωπο μου! Όταν βρω το κάθαρμα που μας χτύπησε, θα τον κάνω να βλαστημήσει τη μέρα που γεννήθηκε»

«Τώρα που το λες, θυμάσαι καθόλου τ' αυτοκίνητο; Τι μάρκα ήταν; Τι χρώμα; Οτιδήποτε»

«Ήταν μαύρο και κάπως παλιό. Τετράθυρο σίγουρα. Οι πινακίδες του ήταν λασπωμένες. Δεν ξέρω τη μάρκα. Δεν το είδα καλά. Όλα έγιναν πολύ γρήγορα»

«Δεν πειράζει. Μην ζορίζεις το μυαλό σου»

«Συγγνώμη, Τζάκο»

«Γιατί μου ζητάς συγγνώμη;»

«Γιατί σου αναστάτωσα τη ζωή. Εξαιτίας μου έχασες την πίστη σου στον πατέρα σου και τώρα όλο αυτό»

«Έη! Μπορεί να μην σ' έδειρα όταν ήσουν μικρή, αλλά δεν θα διστάσω να στις βρέξω τώρα αν ξαναπείς τέτοια βλακεία. Εσύ και εγώ έχουμε το ίδιο αίμα. Είσαι η αδερφή μου και τίποτα άλλο δεν έχει σημασία»

«Ευχαριστώ»

«Δεν χρειάζεται να μ' ευχαριστείς. Γι' αυτό είναι η οικογένεια. Και τώρα εσύ έχεις μια μεγάλη οικογένεια που σ' αγαπάει και σε περιμένει»

«Ναι, αλλά χωρίς τον Άρη, τίποτα δεν έχει σημασία για μένα»

«Μα δεν πέθανε. Είναι ζωντανός. Είναι ακόμα εδώ»

«Ναι, αλλά δεν με θυμάται. Δεν είμαι τίποτα γι' αυτόν. Είμαι μία ξένη. Δεν μ' αγαπάει πια»

«Αχ, αθώα μου αδερφούλα! Ξεχνάς με ποιον μιλάς; Έβγαλα τη Μαίρη από ένα καταραμένο κώμα. Είναι δυνατόν η αδερφή μου ν' αποτύχει να κατατροπώσει μια τόση δα μικρή αμνησία; Σε παρακαλώ!»

«Νομίζεις ότι μπορώ να τον κάνω να με θυμηθεί;»

«Το μυαλό μπορεί να ξεχάσει, αλλά το σώμα ποτέ! Η αγάπη του Άρη για σένα δεν χάθηκε. Είναι ακόμα εκεί. Απλώς είναι σαν να έπεσε σε κώμα»

«Κι εγώ πρέπει να βρω έναν τρόπο να την ξυπνήσω»

«Ακριβώς»

«Τότε αυτό ακριβώς θα κάνω. Θα τον φέρω πίσω!»

«Και όσο εσύ κάνεις αυτό, εγώ θα ψάξω παντού για το κάθαρμα που σας χτύπησε και θα τον διαλύσω. Ορκίζομαι στον Θεό ότι θα το πληρώσει ακριβά»

«Θα σε βοηθήσω κι εγώ σ' αυτό. Θα το κάνουμε μαζί, Τζάκο. Μαζί σαν ...»

Αυτός παίρνει το χέρι της και μπλέκει τα δάχτυλά του με τα δικά της.

«Σαν αδέρφια, Σελήνη. Σαν οικογένεια»

«Σαν οικογένεια»

«Ω! Το ξέχασα!»

«Τι;»

Αυτός σκύβει και φιλάει το μάγουλο της.

«Τι ήταν αυτό;»

«Εντολή του Στέφανου. Ένα φιλί για τη θεία του»

«Ευχαριστώ, Τζάκο»

«Όχι εμένα. Τον Τίγρη πρέπει να ευχαριστήσεις»

«Θα το κάνω με την πρώτη ευκαιρία»

*

Η αμνησία είναι η απώλεια μνήμης. Τα αίτια της μπορεί να είναι πολλά, όπως ένα ατύχημα ή ένα σοβαρό σοκ. Η διάρκεια της εξαρτάται απ' την αιτία καθώς και απ' την κατάσταση του ατόμου και τη θέλησή του να αναρρώσει. Χωρίζεται σε δύο τύπους, μερική ή ολική. Μερική είναι η απώλεια μνήμης των γεγονότων μετά το ατύχημα που προκάλεσε την αμνησία. Ολική είναι η πλήρης απώλεια μνήμης των γεγονότων πριν και μετά τη γενεσιουργό αιτία. Δεν υπάρχει ειδική θεραπεία για την αμνησία. Το μόνο που μπορεί να βοηθήσει είναι η αγάπη και η υπομονή. Αυτά που πρέπει να έχει η Σελήνη για να μπορέσει να βοηθήσει τον Άρη. Θα μπορέσει να το κάνει; Θα δούμε!

Τώρα όμως θα πάμε πάλι λίγο πίσω για να δούμε τι έγινε με το τηλεφώνημα που πήρε ο Ορέστης ...

~ ΛΙΓΕΣ ΩΡΕΣ ΠΡΙΝ ~ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΤΖΑΚΟΥ & ΤΗΣ ΜΑΙΡΗΣ ~

~ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗ ~

Ο Ορέστης πατάει το κουμπί.

«Εμπρός; ... Ναι, εγώ είμαι. ... Ναι, τον ξέρω. Τι συνέβη; ... Ένα ατύχημα; Τι εννοείτε ατύχημα; Είναι ζωντανοί;»

Τη στιγμή που ο Ορέστης προφέρει τη λέξη ατύχημα, τα βλέμματα όλων στρέφονται πάνω του.

«Σε ποιο νοσοκομείο; ... Φυσικά. Έρχομαι. ... Τι; Όχι! Όχι! Μην τηλεφωνήσετε στους γονείς της. Είμαι με τον αδερφό της. Θα έρθει εκείνος. ... Ναι. Ναι. Ευχαριστώ»

Το πρόσωπο του Ορέστη είναι χλωμό και τα μάτια του κοντεύουν να γεμίσουν δάκρυα.

«Τι έγινε, Ορέστη;»

Ο Ορέστης, κοιτάζοντας γύρω του μπερδεμένος, κρατάει το στόμα του κλειστό.

«Για όνομα του Θεού, Ορέστη! Μίλησε μας!»

Η Χλόη του πιάνει το χέρι.

«Ορέστη, μωρό μου, ποιος ήταν στο τηλέφωνο; Ποιος έπαθε ατύχημα;»

Αυτός τελικά ανοίγει το στόμα του.

«Το τηλεφώνημα ήταν απ' το Γενικό Νοσοκομείο. Με βρήκαν γιατί είμαι η επαφή έκτακτης ανάγκης»

«Ποιανού;»

«Του Άρη. Δεν έχει κανέναν άλλον. Μόνο εμένα»

«Εντάξει, αλλά τι διάολο έγινε, Ορέστη;»

«Ο Άρης και η Σελήνη είχαν ένα ατύχημα. Έπεσαν με την μηχανή»

«Ζουν;»

«Ναι. Ήταν αναίσθητοι όταν έφτασε το ασθενοφόρο, αλλά είναι ακόμα ζωντανοί. Τουλάχιστον έτσι μου είπαν. Πρέπει να πάω»

Η Μαίρη σηκώνεται όρθια.

«Ναι, φυσικά. Θα έρθουμε όλοι μαζί σου»

Ο Τζάκος, στα όρια της κατάρρευσης, περνάει τα χέρια του μέσα απ' τα μαλλιά του, ξεφυσώντας.

«Κάποιος πρέπει να μείνει με τα παιδιά»

Και τότε, βλέποντας έτσι τον πατέρα του, ο Στέφανος αναλαμβάνει δράση.

«Δεν χρειάζεται, Μπαμπά. Θα προσέχω εγώ τα παιδιά. Θα τηλεφωνήσω στον παππού να έρθει με τη Ζωή αργότερα. Εσύ πρέπει να πας στην αδερφή σου»

«Είσαι σίγουρος, Τίγρη;»

«Απολύτως. Αν ήταν μια απ' τις αδερφές μου, θα ήθελα να είμαι εκεί. Πήγαινε, Μπαμπά, και μην ανησυχείς για μας. Θα τα κανονίσω όλα εγώ»

Ο Τζάκος αγκαλιάζει τον γιο του.

«Ευχαριστώ, Τίγρη»

«Άντε, πήγαινε και μην ξεχάσεις να δώσεις ένα φιλί στη θεία μου»

Τα κορίτσια, η Αναΐς και η Πανδώρα, πετάγονται.

«Και στον Άρη, τον θείο μας»

~ ΠΑΡΟΝ ~ ΠΙΣΩ ΣΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ~

Έχουμε ήδη δει πώς είναι η Σελήνη. Τώρα θα ρίξουμε μια ματιά στον Άρη. Πώς μπορεί να νιώθει άραγε; Πώς νιώθει κάποιος όταν δεν θυμάται ούτε καν τ' όνομά του; Πώς νιώθει όταν δεν ξέρει ποιος είναι, τι έχει, ποιος τον αγαπάει και ποιον αγαπάει; Όμως, αυτό το τελευταίο, ισχύει πραγματικά; Μπορεί ένα χτύπημα στο κεφάλι να σε κάνει να ξεχάσεις κάποιον που έχεις αγαπήσει τόσο πολύ; Πραγματικά δεν ξέρω την απάντηση. Αυτό που ξέρω σίγουρα είναι ότι δεν θα ήθελα ποτέ να είμαι στη θέση του Άρη, αλλά ούτε και σ' αυτήν της Σελήνης. Τέλος πάντων!

~ ΔΩΜΑΤΙΟ ΤΟΥ ΑΡΗ ~

Ο Άρης είναι σαν το λιοντάρι στο κλουβί, ή ίσως θα έπρεπε να πω σαν το λύκο στο κλουβί. Το τραύμα στο πόδι είναι αρκετά σοβαρό. Παρόλο που το κόκκαλο δεν έχει σπάσει, ο αχίλλειος τένοντας του έχει υποστεί ρήξη και θα χρειαστεί να μείνει στο κρεβάτι αρκετές μέρες και να φοράει έναν νάρθηκα για τουλάχιστον ένα μήνα. Όσο για την αμνησία, αυτός μπορεί να μην θυμάται τίποτα, αλλά ο χαρακτήρας του δεν έχει αλλάξει καθόλου.

Είναι γνωστό άλλωστε ότι ο λύκος κι αν εγέρασε κι άσπρισε το μαλλί του, μήτε τη γνώμη άλλαξε, μήτε την κεφαλή του. Αυτός λοιπόν είναι ξαπλωμένος στο κρεβάτι, φορώντας μια απ' αυτές τις απαίσιες ρόμπες του νοσοκομείου και έχει το πόδι του κρεμασμένο ψηλά στον ειδικό γάντζο του κρεβατιού. Μαζί του είναι ο Ορέστης και η Μαίρη.

«Ποιος είπαμε ότι είσαι εσύ;»

«Για εκατοστή φορά, είμαι ο Ορέστης, ο καλύτερός σου φίλος»

«Και συγκάτοικος μου, σωστά;»

«Σωστά»

«Κι εσύ, όμορφη κυρία;»

«Είμαι η Μαίρη. Είμαι συνεργάτης και φίλη του Ορέστη»

«Δεν είσαι δική μου φίλη;»

«Θέλεις να είμαι φίλη σου;»

Ο Άρης γέρνει το κεφάλι του και κοιτάζει τον πισινό της Μαίρης.

«Βασικά, θα προτιμούσα εσύ και εγώ να είμαστε κάτι περισσότερο από φίλοι»

«Σταμάτα ακριβώς εκεί, κύριε. Είμαι παντρεμένη. Κράτα τα χέρια σου μακριά μου»

«Είσαι παντρεμένη; Αλήθεια;»

«Ναι, και έχω και τρία παιδιά»

«Τρία παιδιά; Εσύ; Έλα τώρα! Μου κανείς πλάκα!»

«Όχι. Γιατί;»

«Γιατί είσαι πολύ σέξι για μητέρα τριών παιδιών»

Ο Ορέστης τον κοιτάζει απηυδισμένος.

«Για μαζέψου λίγο, Καζανόβα»

«Γιατί; Της είπα ότι είναι σέξι. Δεν την πρόσβαλα. Έτσι δεν είναι, εεεε ... Πώς σε είπαμε;»

«Μαίρη, και έτσι είναι. Δεν με πρόσβαλες»

«Είδες, ε ...;»

«Ερνέστο Τσε Γκεβάρα. Χαίρομαι που σε γνωρίζω»

«Κι εγώ χαίρομαι που σε γνωρίζω, Ερνέστο»

Ο Ορέστης γυρίζει τα μάτια του, αλλά ο Άρης δεν το συνεχίζει γιατί είναι πολύ απασχολημένος με το να μουτρώνει. Η Μαίρη τον κοιτάζει με απορία.

«Γιατί μουτρώνεις τώρα;»

«Γιατί όλες οι όμορφες γυναίκες είναι παντρεμένες, γαμώτο!»

Η Μαίρη γελάει και ο Ορέστης την τραβάει παράμερα, κοιτάζοντας την απογοητευμένος.

«Τι θα κάνουμε μαζί του;»

«Οι εντολές του γιατρού ήταν σαφείς. Δεν πρέπει να του πούμε τίποτα εκτός απ' τα ονόματα μας και την σχέση μας μαζί του. Τίποτα άλλο. Δεν πρέπει ν' απαντάμε στις ερωτήσεις του. Αυτός πρέπει να προσπαθήσει να θυμηθεί. Πρέπει ν' αναγκάσει το μυαλό του να δουλέψει. Δεν έχει νόημα να του τα πούμε εμείς. Θα ξεχάσει τα πάντα μέσα σ' ένα λεπτό»

«Τι να πω; Ας ελπίσουμε ότι θα βοηθήσει η Σελήνη»

«Θα βοηθήσει. Είναι η μόνη που μπορεί. Αισθήματα όπως η αγάπη μεταξύ των εραστών ή η αγάπη ενός γονιού για το παιδί του δεν έχουν καμία σχέση με τη μνήμη. Ο γιατρός το είπε καθαρά. Η αγάπη του για εκείνη θα τον βοηθήσει να θυμηθεί»

Ο Ορέστης κοιτάζει τον φίλο του, ο οποίος κάνει ζάπινγκ στην τηλεόραση και προσπαθεί να ξύσει το πόδι του μέσα απ' το νάρθηκα. Η Μαίρη βάζει το χέρι της στον ώμο του.

«Έλα, Ορέστη μου, μην ανησυχείς. Όλα θα πάνε καλά!»

«Απ' το στόμα σου και στου Θεού τ' αφτί, Μαίρη»

*

Αλλά δεν είναι μόνο ο Ορέστης και η Μαίρη στο πλευρό του Άρη. Το δωμάτιό του είναι πραγματικό κέντρο διερχομένων. Όλοι έρχονται να τον δουν και να του κρατήσουν συντροφιά, εκτός απ' τη Σελήνη. Μετά από συμβουλή του γιατρού, αυτοί αποφάσισαν η πρώτη τους συνάντηση να γίνει στο σπίτι και όχι στο νοσοκομείο. Περιττό να σας πω ότι ήταν λίγο δύσκολο να πειστεί αυτή, αλλά στο τέλος, ο Τζάκος τα κατάφερε.

«Είστε όλοι γελασμένοι αν νομίζετε ότι θα περιμένω τόσο πολύ για να τον δω»

«Σελήνη, ο γιατρός ήταν ξεκάθαρος. Είσαι η μόνη που μπορεί να επαναφέρει τις αναμνήσεις του, αλλά πρέπει να είμαστε προσεκτικοί»

«Τζάκο, σε παρακαλώ! Σε ικετεύω! Πρέπει να τον δω. Μόνο για ένα λεπτό!»

«Σου είπα ήδη ότι ξέρω ακριβώς πώς νιώθεις, αλλά πρέπει να κάνεις υπομονή. Δύο μέρες, κορίτσι μου. Αύριο θα πας σπίτι εσύ, και μεθαύριο θα έρθει κι εκείνος»

«Δύο ακόμα μέρες; Τρελάθηκες; Έχω να τον δω ήδη τρεις μέρες. Δεν αντέχω άλλο!»

«Θ' αντέξεις, όπως ακριβώς άντεξα κι εγώ τότε. Τελεία και παύλα»

«Γιατί; Γιατί μας συμβαίνει αυτό; Τι κάναμε; Γιατί; Γιατί;»

«Έτσι είναι οι μεγάλες αγάπες, κορίτσι μου. Περνούν από σαράντα κύματα, αλλά πάντα επιβιώνουν»

*

Για τις επόμενες δύο μέρες, ο Τζάκος και ο Ορέστης δεν άφησαν μόνους τη Σελήνη και τον Άρη, ενώ οι άλλοι φρόντισαν για τα υπόλοιπα. Ο Αλέκος ανέλαβε την εταιρεία. Η Χλόη και η Θαλασσινή πήραν το τιμόνι της αντιπροσωπείας και ο Βίκος ανέλαβε προσωρινά τα ηνία της συμμορίας. Όσο για τον Οδυσσέα, αυτός, παρέα με την Μαίρη, φρόντισε να ετοιμαστεί το σπίτι για να δεχθεί πρώτα τη Σελήνη και μετά τον Άρη. Ας πάρουμε μια μικρή γεύση.

~ ΛΗΜΕΡΙ ~ ΜΙΚΡΟΛΙΜΑΝΟ ~

Ο Βίκος έχει συγκεντρώσει όλους τους άντρες και είναι έτοιμος να τους μιλήσει.

«Καταρχάς, χαίρομαι που ξαναβλέπω τα παλιά μέλη και γνωρίζω τα νέα. Αλλά θέλω να θυμάστε ότι η επιστροφή μου είναι προσωρινή. Ο Λύκος είναι ο αρχηγός σας και θα επιστρέψει πολύ σύντομα. Θέλω να συνεχίσετε την δουλειά σας σαν να μην έχει συμβεί τίποτα και να βεβαιωθείτε ότι η προσωρινή τρωτότητα του δεν θα διαρρεύσει. Κανείς δεν πρέπει να το γνωρίζει αυτό. Αν ρωτήσει κανείς, θα πείτε ότι είναι εκτός πόλης. Αυτά είναι όλα. Τίποτα άλλο. Συνεννοηθήκαμε;»

Οι άντρες απαντούν όλοι μαζί με μια φωνή και ο Βίκος τους ευχαριστεί και τους δίνει άδεια να φύγουν. Τότε, ο Νέγρος και ο Μικρούλης τον πλησιάζουν.

«Δεν το πιστεύω αυτό που συμβαίνει. Είναι αδιανόητο»

«Είναι καλά, Δράκε, σωστά; Δηλαδή, θα επιστρέφει σύντομα, έτσι δεν είναι;»

«Έτσι είναι, Μικρούλη. Μην ανησυχείς. Όλα θα πάνε καλά. Εξάλλου, όλοι γνωρίζουμε ότι το να σκοτώσεις έναν λύκο δεν είναι καθόλου εύκολο»

«Και ειδικά τον δικό μας Λύκο»

*

~ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΑΡΗ ~ ΚΑΣΤΕΛΑ ~

Ο Οδυσσέας και η Μαίρη καθαρίζουν την κρεβατοκάμαρα όταν ξαφνικά, αυτός πέφτει κατά λάθος πάνω στο μωβ κουτί. Γεμάτος περιέργεια, ανοίγει το καπάκι και μαζί μ' αυτό, ανοίγουν τα μάτια του και το στόμα του.

«Βρε, βρε, βρε! Τι έχουμε εδώ; Μχμμμ ... Ενδιαφέρον!»

Η Μαίρη τον κοιτάζει με απορία και περιέργεια.

«Τι είναι;»

«Δες και μόνη σου, Μπισκότο»

Αυτή πλησιάζει, ρίχνει μια ματιά στο κουτί και με άκρατο ενθουσιασμό, αρχίζει να βγάζει ένα-ένα τα περιεχόμενα. Πρώτα τις μάσκες, μετά το μαστίγιο, τις χειροπέδες και όλα τ' άλλα.

«Το ήξερα! Ήμουν σίγουρη ότι ο Άρης είναι Κυρίαρχος. Τυχερή Σελήνη!»

«Σ' αρέσουν όλα αυτά;»

«Εσένα όχι;»

«Φυσικά και όχι. Ποιος νομίζεις ότι είμαι;»

«Έη, κύριε! Σ' εμένα μιλάς»

«Τι υποτίθεται ότι σημαίνει αυτό;»

«Ο Αλέκος μου έχει δείξει τις χειροπέδες σας και το φτερό»

«Τι; Πότε συνέβη αυτό;»

«Πριν από μερικούς μήνες. Όταν ο Τζάκος ήταν σ' εκείνο το επαγγελματικό ταξίδι στην Ιταλία. Ήμουν λυπημένη, κι εκείνος προσπάθησε να μου φτιάξει τη διάθεση»

«Αυτό ήταν! Θα τον σκοτώσω!»

Αυτή γελάει.

«Έλα, κρυφοπληγίτσα. Άσε τις ντροπές κατά μέρος και πες τα μου όλα. Που ακριβώς βάζεις αυτό το φτερό; Εκεί που φαντάζομαι, ε;»

«Κλείσε το βρομόστομα σου, διεστραμμένο Μπισκότο»

«Μ' όποιον δάσκαλο καθίσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις, Οδυσσέα μου»

«Αυτό ξαναπές το!»

Αυτή τη φορά γελούν και οι δύο.

*

Σας είπα πριν ότι ο Τζάκος δεν άφησε τη Σελήνη καθόλου μόνη στο νοσοκομείο. Γράψτε λάθος! Αυτός την άφησε για λίγο, γιατί είχε κάτι πολύ σημαντικό να κάνει. Κάτι που δεν μπορούσε να καθυστερήσει άλλο. Για να δούμε τι.

~ ΚΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ~ ΠΥΡΓΟΣ ΤΗΣ SUN CORPORATION ~

~ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΟΥ ΤΖΑΚΟΥ ~

Ο Τζάκος κάθεται στο γραφείο του και μπροστά του είναι ο Διονύσης. Θυμάστε τον Διονύση; Τον εκπληκτικό χάκερ που έπιασε ο Τζάκος να κλέβει απ' την εταιρεία, αλλά αντί να τον παραδώσει στην αστυνομία, τον προσέλαβε και από τότε του είναι πιστός σαν σκύλος; Ναι. Ναι. Είναι αυτός που βοήθησε στην απαγωγή του Οδυσσέα και μετά παντρεύτηκε την Κατερίνα, τη γυναίκα που κυοφόρησε την Πανδώρα.

«Είμαι όλος αυτιά, κύριε. Τι μπορώ να κάνω για σας;»

«Δεν ξέρω αν το έμαθες, αλλά μόλις ανακάλυψα ότι έχω μια αδερφή»

«Το έμαθα, κύριε. Μου το είπε η Κατερίνα. Χαίρομαι πολύ για σας»

«Ευχαριστώ. Αυτή η αδερφή και ο σύντροφος της είχαν ένα ατύχημα με την μηχανή τους χθες, νωρίς το βράδυ. Κάποιος τους χτύπησε με αυτοκίνητο»

«Είναι καλά;»

«Ναι. Ναι. Είναι καλά. Αυτό που θέλω από σένα είναι να βρεις ποιος τους χτύπησε. Δεν θέλω να εμπλακεί η αστυνομία και να βγούμε στα κανάλια. Το καταλαβαίνεις, έτσι δεν είναι;»

«Απολύτως, κύριε. Μην ανησυχείτε. Θα τον βρω, ακόμα κι αν χρειαστεί να ψάξω κάθε τρύπα στην πόλη»

«Το ξέρω, Διονύση. Δεν ανησυχώ καθόλου. Και γι' αυτό, όταν βρεις το κάθαρμα, θα σου έχω ένα μεγάλο μπόνους»

«Όχι, κύριε. Δεν το θέλω. Σας χρωστάω ήδη τόσα πολλά»

«Δεν μου χρωστάς τίποτα, Διονύση. Είμαστε οικογένεια»

«Ευχαριστώ, κύριε. Αυτή είναι η καλύτερη πληρωμή που μπορώ να πάρω»

Ο Τζάκος δίνει στον Διονύση ένα φύλλο χαρτί.

«Πάρε αυτό. Εκεί μέσα θα βρεις όλα όσα χρειάζεται να ξέρεις για το που πρέπει να ψάξεις»

Ο Διονύσης παίρνει το χαρτί και εξαφανίζεται στο γραφείο του. Ο Τζάκος ανεβάζει τα πόδια του στο γραφείο.

«Για να δούμε λοιπόν, ρε κάθαρμα, ποιος είσαι εσύ που τόλμησες να βλάψεις την οικογένειά μου; Όποιος κι αν είσαι, για όποιο λόγο και αν το έκανες, θα φροντίσω να το μετανιώσεις. Είμαι ο Τζανέτος Ηλιόπουλος και κανείς δεν τα βάζει με την οικογένειά μου»

Και έτσι, αποφασισμένος να εκδικηθεί τον άντρα που προσπάθησε να βλάψει την οικογένειά του, ο Τζάκος φεύγει απ' το γραφείο του για να επιστρέψει στο νοσοκομείο. Αλλά, αυτός δεν είναι μόνο αποφασισμένος, αλλά και εντελώς ανίδεος. Αυτός αγνοεί εντελώς τι του επιφυλάσσει η μοίρα. Δεν μπορεί να φανταστεί τι τους περιμένει όλους. Δεν υποψιάζεται ποιος είναι πίσω απ' όλα. Ποιος είναι η ρίζα όλων των κακών!


Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro