
Η οργή του Δράκου, η ανασφάλεια του Λύκου και η καλοσύνη του Πρίγκιπα
~ ΑΡΓΑ ΤΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ ΤΗΣ ΙΔΙΑΣ ΜΕΡΑΣ ~ ΚΤΗΜΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ~
Η οικογένεια είναι μαζεμένη γύρω απ' το μεγάλο τραπέζι στον κήπο κάτω απ' την πέργκολα. Έχουν μόλις τελειώσει το μεσημεριανό τους και τώρα απολαμβάνουν τον καφέ τους. Η Αναΐς και η Πανδώρα, που έχουν αναλάβει τη μυστική αποστολή να βρουν το κατάλληλο τραγούδι για την πρόταση γάμου, φορούν ακουστικά και ακούν μουσική. Η μικρή Εύα έχει αποκοιμηθεί στην αγκαλιά του φίλου της του Ορέστη. Ο Στέφανος και ο Ιάσονας παίζουν με το βιντεοπαιχνίδι τους και τα δίδυμα έχουν καρφωμένα τα βλέμματα τους πάνω τους! Αυτά τους κοιτάζουν με τα ολόιδια κουταβίσια μάτια τους στα οποία κανείς δεν μπορεί ν' αντισταθεί. Ο Ιάσονας ψιθυρίζει στον Στέφανο.
«Τι τρέχει με τις Σταγόνες; Γιατί μας κοιτάζουν έτσι;»
«Δεν κοιτάζουν εμάς, το βιντεοπαιχνίδι κοζάρουν. Είναι τιμωρημένοι. Δεν άκουσες τον Δράκο που ούρλιαζε το πρωί;»
«Κάτι άκουσα μέσα στον ύπνο μου, αλλά δεν κατάλαβα. Τι έκαναν;»
«Κάτι μ' ένα ξυπνητήρι κι ένα συρτάρι. Δεν κατάλαβα καλά»
Οι δύο φίλοι κοιτάζονται μεταξύ τους και ξεσπούν σε ασυγκράτητα γέλια.
«Ρε, τους αλητάμπουρες!»
«Το λιγότερο!»
Αυτοί οι δύο όμως δεν είναι οι μόνοι που μιλούν για τα δίδυμα. Έχει προσέξει και κάποιος άλλος ότι κάτι δεν πάει καλά μαζί τους. Και συγκεκριμένα, κάποια άλλη. Η Χλόη, η οποία απευθύνεται στην Θαλασσινή.
«Θαλασσινή, τι συμβαίνει με τις Σταγόνες;»
«Ο πατέρας τους τους έβαλε τιμωρία»
Αυτή γυρίζει στον Βίκο.
«Γιατί το έκανες αυτό;»
«Επειδή λίγο έλειψε να μου προκαλέσουν καρδιακή προσβολή σήμερα το πρωί»
«Τι σου έκαναν;»
«Έβαλαν το ξυπνητήρι τους σ' ένα συρτάρι στο δωμάτιο μας και αυτό άρχισε να χτυπάει στις επτά»
Όλοι αρχίζουν να γελάνε.
Η Θαλασσινή, παρόλο που γελάει, λέει το αντίθετο.
«Μη γελάτε. Δεν είναι αστείο. Παραλίγο να κατουρηθούμε»
Η Χλόη συνεχίζει την υπεράσπιση.
«Έλα, μωρέ. Είναι απλώς παιδιά»
Ο Βίκος όμως είναι ανένδοτος.
«Δεν είναι παιδιά. Είναι δύο τέρατα και πρέπει να μάθουν τρόπους. Οπότε, για μια εβδομάδα, δεν έχει ούτε παιχνίδια, ούτε κόμικς, ούτε πισίνα και παιδική χαρά, ούτε ιππασία, ούτε τηλεόραση, μουσική και βιντεοπαιχνίδια και φυσικά, ύπνο απ' τις εννιά. Ούτε δευτερόλεπτο αργότερα»
Ο Γιώργος και ο Αδάμ, ακούγοντας τον πατέρα τους, χαμηλώνουν τα κεφάλια και συνοφρυώνονται. Η Μαίρη προσπαθεί να λογικέψει τον Βίκο.
«Δεν νομίζεις ότι το παρακάνεις λίγο; Το επόμενο στάδιο είναι να τους κλειδώσεις στο υπόγειο και να τους δίνεις μόνο ψωμί και νερό»
«Αυτό ήθελα να κάνω, αλλά η Θαλασσινή δεν μ' άφησε»
«Για όνομα του Θεού, βρε Βίκο μου»
«Δεν ήσουν στο δωμάτιο όταν άρχισε να χτυπάει αυτό το πράγμα, Μαιρούλα μου. Γι' αυτό το λες»
Τότε, η Χλόη προτείνει κάτι.
«Εντάξει. Έχεις δίκιο, αλλά δεν πιστεύεις ότι η τιμωρία τους είναι λίγο σκληρή; Αν σου ζητήσουν συγγνώμη, θα το ξανασκεφτείς;»
«Δεν ξέρω. Ίσως»
Αυτή σηκώνεται και πλησιάζει τα δίδυμα, τα οποία σηκώνουν το κεφάλι και της χαμογελούν.
«Μόλις έμαθα ότι δεν είστε καλά παιδιά. Είναι αλήθεια;»
Τα αγόρια μιλούν εναλλάξ, τελειώνοντας ο ένας την φράση του άλλου.
«Ναι, αλλά ήταν ...»
«... απλώς μια φάρσα»
«Δεν είχαμε σκοπό ...»
«... να τρομάξουμε τον μπαμπά μας»
Η Χλόη προσπαθεί να μην γελάσει.
«Άρα, το μετανιώνετε τώρα;»
«Ναι»
«Και θα ζητήσετε συγγνώμη;»
«Ναι, αλλά δεν πειράζει. Έχει δίκιο ο μπαμπάς»
«Μας αξίζει η τιμωρία του»
Η Χλόη κοιτάζει τον Βίκο, που κοντεύει να λιώσει.
«Ελάτε εδώ, εσείς οι δύο»
Τα δίδυμα σηκώνονται και περπατούν προς τον πατέρα τους με το κεφάλι κάτω.
«Ακούω»
Τ' αγόρια μιλούν μαζί.
«Συγγνώμη, Μπαμπά»
«Ένας-ένας. Όχι κι οι δύο μαζί»
Πρώτα ο Αδάμ και μετά ο Γιώργος ζητάνε συγγνώμη.
«Και τι άλλο;»
«Δεν πρόκειται να κάνουμε ...»
«... άλλη φάρσα σε σένα»
«Μόνο σε άλλους»
Ο Βίκος στενεύει τα μάτια.
«Τι;»
Ο Γιώργος σπρώχνει τον Αδάμ με τον αγκώνα του.
«Σε κανέναν. Σε κανέναν. Ποτέ ξανά»
«Εσύ τι λες, μαμά;»
Ο Βίκος απευθύνεται στην Θαλασσινή και τ' αγόρια την κοιτάζουν με ικετευτικά μάτια.
«Νομίζω ότι πήραν το μάθημα τους. Λέω να τους συγχωρήσουμε»
«Πολύ καλά. Η τιμωρία σας δεν ισχύει πια. Είστε ελεύθεροι, αλλά αν ξανασυμβεί κάτι τέτοιο, θα νιώσετε την οργή μου»
Τ' αγόρια μιλούν μαζί.
«Την οργή του Δράκου!»
«Αυτό! Εξαφανιστείτε τώρα!»
Τα αγόρια πέφτουν πάνω του και του δίνουν ένα φιλί σε κάθε μάγουλο.
«Ευχαριστούμε, Μπαμπά»
«Είσαι ο καλύτερος»
Μετά φιλάνε την μητέρα τους, η οποία τους υπενθυμίζει κάτι.
«Την Χλόη πρέπει να ευχαριστήσετε. Αυτή σας έσωσε»
Αυτοί φιλούν τα μάγουλα της Χλόης.
«Ευχαριστούμε, Χλόη»
«Σ' αγαπάμε»
Και τότε, αυτοί εξαφανίζονται αστραπιαία. Όταν απομακρύνονται, ο Τζάκος απευθύνεται στον Βίκο.
«Σοβαρά, Βίκο; Η οργή του Δράκου;»
Ο Βίκος σηκώνει τους ώμους του.
«Το χρησιμοποίησα μια φορά και λειτούργησε»
Ο Άρης καγχάζει.
«Αυτό πρέπει να το μάθει οπωσδήποτε ο Νέγρος»
«Γιατί, Λύκε; Έχεις αντίρρηση;»
«Εγώ; Όχι. Όχι. Έχω νιώσει αυτή την οργή στο πετσί μου. Δεν θέλω άλλο»
«Ότι έκανα ήταν για το καλό σου και το ξέρεις»
«Το ξέρω και σ' ευχαριστώ»
«Δεν χρειάζεται»
Τότε, ο Αλέκος έχει μια ιδέα που τους ενθουσιάζει όλους.
«Πολύ θα ήθελα ν' ακούσω ιστορίες από εκείνη την εποχή. Από τις περιπέτειες σας, εννοώ. Τι λέτε γι' αυτό, παιδιά;»
Όλοι συμφωνούν με μια φωνή. Ο Βίκος κοιτάζει τον Άρη κι εκείνος γνέφει καταφατικά.
«Εντάξει, αλλά όχι μπροστά στα παιδιά»
Επειδή τα δίδυμα έχουν ήδη φύγει, ο Ορέστης δίνει την κοιμισμένη Εύα στον Στέφανο κι εκείνος μπαίνει στο σπίτι με τον Ιάσονα και τα κορίτσια. Ο Βίκος και ο Άρης ανοίγουν το στόμα τους.
«Λοιπόν ... Ήταν λίγες μέρες πριν αποσυρθώ όταν μια γυναίκα έριξε στην πιάτσα νοθευμένη ηρωίνη»
«Η Μαύρη Ανεμώνη»
«Αυτή ήταν η πρώτη φορά που ο Λύκος, ή μάλλον η μύτη του Λύκου, έσωσε τον κώλο μου ...»
~ ΑΡΓΑ ΤΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ~ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΤΖΑΚΟΥ & ΤΗΣ ΜΑΙΡΗΣ ~
Η Σελήνη βρίσκεται στο βεστιάριο κι ετοιμάζεται για το reunion. Μαζί της είναι η Μαίρη, η Χλόη, η Θαλασσινή και ο Οδυσσέας. Κάτω στο σαλόνι, ο Αλέκος παίζει σκάκι με τον Βίκο ενώ τα δίδυμα παίζουν ένα βιντεοπαιχνίδι στη μεγάλη οθόνη. Ο Τζάκος είναι στο πιάνο με τον Στέφανο, την Αναΐς και την Πανδώρα και δοκιμάζουν διάφορα τραγούδια ενώ ο Ιάσονας τους συνοδεύει με την κιθάρα του. Οι μόνοι που λείπουν είναι ο Άρης και ο Ορέστης. Που είναι; Για να δούμε ...
~ ΚΡΕΒΑΤΟΚΑΜΑΡΑ ΤΟΥ ΑΡΗ & ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ ~
Ο Ορέστης κάθεται στην άκρη του κρεβατιού και ο Σεμπάστιαν είναι στο μπάνιο. Αυτός στέκεται μπροστά στον καθρέφτη και είναι ακόμα αρκετά τσαντισμένος. Αυτό φυσικά δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητο απ' τον κολλητό του.
«Εντάξει, Αρούλη, μίλα μου!»
«Για ποιο πράγμα;»
«Γι' αυτό που σ' απασχολεί»
«Δεν μ' απασχολεί τίποτα»
«Έη! Σ' εμένα μιλάς. Απ' το πρωί αισθάνομαι την ενόχληση σου. Κάποιος σου μπήκε στη μύτη. Μίλα!»
«Το μόνο πράγμα που μ' απασχολεί είναι η σύνδεση μας και το γεγονός ότι δεν μπορώ να σου κρύψω τίποτα»
«Μπλα, μπλα, μπλα»
«Εντάξει, μαλάκα, θα σου πω, αλλά αν με κοροϊδέψεις, θα σε γαμήσω»
«Αν είναι αυτό που υποψιάζομαι, θα σε κοροϊδεύω για τα επόμενα δέκα χρόνια»
«Παλιομπάσταρδε! Δεν πρόκειται να σου πω τίποτα. Ξεκουμπίσου από δω!»
«Αυτό είναι, ε; Ο μεγάλος, αδίστακτος λύκος ζηλεύει τη μικρή, αθώα γατούλα. Το ήξερα!»
Ο Ορέστης γελάει και ο Άρης δείχνει τα δόντια του.
«Σκάσε! Δεν είναι καθόλου αστείο»
«Φυσικά και είναι. Ποιος να το φανταζόταν; Ο αδίστακτος γυναικοκατακτητής Άρης Λυκουρόπουλος νιώθει το απεχθές αίσθημα της ζήλιας»
Ο Άρης βγαίνει απ' το μπάνιο και κοιτάζει τον Ορέστη λέγοντας του με τα μάτια ότι η κατάσταση είναι πραγματικά σοβαρή. Αυτός, βλέποντας τον φίλο του σ' αυτή την κατάσταση, σταματάει αμέσως να γελάει.
«Αχ, Αρούλη!»
Ο Άρης κάθεται δίπλα στον Ορέστη και ακουμπάει το κεφάλι του στον ώμο του.
«Τα πράγματα είναι πιο σοβαρά απ' όσο νόμιζα. Πες μου, Αρούλη. Έχεις αμφιβολίες για τη Σελήνη;»
«Τι; Όχι! Φυσικά όχι. Ξέρω ότι μ' αγαπάει»
«Τότε τι σ' ενοχλεί;»
«Κάτι περίεργο που δεν το έχω νιώσει ποτέ ξανά. Ανασφάλεια. Αυτή μ' αγαπάει τώρα, αλλά τι γίνεται με το μέλλον;»
«Δεν καταλαβαίνω»
«Είναι λογικό. Με την Χλόη, δεν έχεις ν' ανησυχείς για τίποτα. Αυτή έχει παρελθόν και μπορεί να σε συγκρίνει με κάποιον και να καταλάβει ότι είσαι ο καλύτερος απ' όλους»
«Τώρα μ' έχασες εντελώς. Τι σχέση έχει αυτό μ' εσένα και τη Σελήνη;»
«Κοίτα. Εγώ έχω ζήσει πολλά και ξέρω τι θέλω. Θέλω αυτή και καμία άλλη. Είμαι σίγουρος γι' αυτό. Τι γίνεται όμως μ' αυτήν; Δεν έχει ζήσει τίποτα ακόμα. Δεν έχει άλλες εμπειρίες»
«Και λοιπόν;»
«Κι αν ξυπνήσει μια μέρα και θέλει να ζήσει άλλα πράγματα; Πράγματα που δεν έχουν καμία σχέση με εμένα; Λέει ότι είμαι ο καλύτερος, αλλά με ποιον ακριβώς με συγκρίνει; Με τον μαλακοπίτουρα τον Πέτρο; Καταλαβαίνεις τι λέω;»
«Καταλαβαίνω, αλλά διαφωνώ. Τα πράγματα δεν είναι όπως τα βλέπεις εσύ. Οι εμπειρίες που πιστεύεις ότι θα θέλει να ζήσει η Σελήνη, μπορείς να της τις δώσεις εσύ. Μίλα της. Ρώτησε την τι θα ήθελε να κάνει και απλώς κάντο μαζί της»
Ο Άρης περνάει τα χέρια του μέσα απ' τα μαλλιά του και ο Ορέστης τον κοιτάζει.
«Ξέρει η Σελήνη για όλα αυτά;»
«Όχι, δεν της έχω πει τίποτα. Φυσικά, παρατήρησε ότι κάτι δεν πάει καλά, αλλά την άφησα να νομίζει ότι με εξόργισε το ενδιαφέρον του μαλάκα του Θεμιστοκλή για εκείνη. Δεν θέλω να την επιβαρύνω τώρα με την εγκυμοσύνη»
«Αρούλη, θα σου πω κάτι που σου έχω πει τόσες φορές στο παρελθόν. Είσαι ο καλύτερος άντρας που θα μπορούσε να έχει μια γυναίκα, και η Σελήνη το ξέρει. Ξέχνα αυτόν τον ηλίθιο φόβο και πήγαινε να ζήσεις τη ζωή σου μαζί της. Εσείς οι δύο είστε φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον. Τίποτα δεν μπορεί να σας κρατήσει χώρια»
«Το πιστεύεις πραγματικά αυτό;»
«Το ξέρω. Απλώς θυμήσου την πρώτη φορά που συναντηθήκατε. Πόσες πιθανότητες υπήρχαν να γίνει αυτό;»
«Όταν άνοιξε η πόρτα του δωματίου και την είδα μπροστά μου, μου έκοψε την ανάσα. Εγώ προσπαθούσα να βρω τρόπο να την πλησιάσω κι εκείνη όρμησε στο δωμάτιο μου σαν τυφώνας. Ένας Θεός ξέρει μόνο πώς κατάφερα να μείνω τόσο ψύχραιμος»
«Πολύ θα ήθελα να το έβλεπα αυτό, αλλά φτάνει τώρα. Εσύ πρέπει να ντυθείς»
«Ναι, το ξέρω. Βήτα, σ' ευχαριστώ!»
«Παρακαλώ, Άλφα. Γι' αυτό είμαι εγώ εδώ! Πες μου τώρα τι θα φορέσεις»
«Δεν έχω ιδέα»
«Τότε γιατί δεν μου δείχνεις την ντουλάπα σου;»
Ο Ορέστης περπατάει προς την ντουλάπα, αλλά ο Άρης, με τον τρόμο χαραγμένο στο πρόσωπο του, τρέχει πίσω του και τον αρπάζει απ' το μπράτσο.
«Μην τολμήσεις ν' αγγίξεις την ντουλάπα μου, τσαπατσούλικο κουτάβι!»
«Έτσι, ε;»
Αυτός χτυπάει τον Άρη στο στήθος.
«Άντε γαμήσου, ψυχαναγκαστικέ λύκε! Ντύσου μόνος σου. Εγώ την κοπανάω»
Ο Ορέστης, συνεχίζοντας τις βρισιές, φεύγει απ' το δωμάτιο, χτυπώντας την πόρτα πίσω του και κάνοντας τον Άρη να γελάσει με την αντίδραση του.
~ ΛΙΓΟ ΑΡΓΟΤΕΡΑ ~ ΚΑΤΩ ΣΤΟ ΣΑΛΟΝΙ ~
Ο Άρης κατεβαίνει τις σκάλες ντυμένος μ' ένα μαύρο, στενό δερμάτινο παντελόνι που τονίζει το σχήμα του πισινού του κι ένα μπλε πουκάμισο από μετάξι που αφήνει ακάλυπτο το σέξι στήθος του. Το σύνολο ολοκληρώνεται μ' ένα ζευγάρι μαύρες δερμάτινες μπότες. Οι άλλοι τον κοιτάζουν κι εκείνος αρχίζει να ψαρεύει κομπλιμέντα.
«Πως σου φαίνομαι, Αναΐς; Σ' αρέσω;»
«Ω, Άρη! Αν δεν ήταν ο μπαμπάς μου, θα ήσουν ο πιο όμορφος άντρας στον κόσμο»
Ο Τζάκος χαμογελάει.
«Πολύτιμη μου!»
Ο Βίκος καγχάζει.
«Δόξα τω Θεό που ο Οδυσσέας είναι πάνω. Μόνο αυτό!»
Τότε, ο Άρης στρέφεται στην Πανδώρα.
«Εσύ, αδυναμία μου;»
«Το ίδιο. Είσαι ο τρίτος πιο όμορφος άντρας στον κόσμο. Οι άλλοι δύο είναι οι μπαμπάδες μου, φυσικά»
Σειρά του Αλέκου να χαμογελάσει.
«Αστεράκι μου γλυκό!»
Ο Άρης κάνει μια διαπίστωση.
«Ακούγοντας όλα αυτά, πρέπει οπωσδήποτε να κάνω μια κόρη»
Ο Αλέκος και ο Τζάκος μιλούν με μια φωνή.
«Εννοείται!»
Ο Στέφανος συνοφρυώνεται.
«Εεεε ... Ευχαριστώ πολύ, Ντάντα!»
Ο Τζάκος γελάει.
«Έλα, Τίγρη μου. Εγώ μπορεί να λατρεύω τα κορίτσια μου, αλλά εσύ είσαι το κάτι άλλο. Είσαι η κληρονομιά μου. Η συνέχεια μου σ' αυτόν τον κόσμο»
«Ξέρω, Ντάντα. Πλάκα κάνω»
Ο Στέφανος γελάει, αλλά ο Ιάσονας καθόλου. Φυσικά, αυτός αμέσως παρατηρεί ότι κάτι δεν πάει καλά με τον φίλο του.
«Τι τρέχει;»
«Τίποτα απολύτως. Γιατί το λες αυτό;»
«Γιατί πάντα χαμογελάς σαν ηλίθιος όταν είναι τριγύρω η Αναΐς, και τώρα έχεις κάτι μούτρα μέχρι το πάτωμα»
«Πρώτα απ' όλα, χέσε με! Ποτέ δεν χαμογελάω σαν ηλίθιος και δεύτερον ...»
«Και δεύτερον τι;»
«Παράτα το, Στέφο. Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα γι' αυτό»
«Αν δεν ξέρω τι είναι, σίγουρα, αλλά αν μου πεις, ίσως και να μπορώ να κάνω κάτι»
«Μπορείς να φέρεις τον μπαμπά μου πίσω; Μπορείς να τον κάνεις να μ' αγαπήσει και να είναι περήφανος για μένα όπως ο δικός σου για σένα; Μπορείς να το κάνεις αυτό;»
Ο Στέφανος κρεμάει το κεφάλι του και δαγκώνει τα χείλη του.
«Όχι, ρε φίλε. Δεν μπορώ να το κάνω αυτό»
«Γι' αυτό σου λέω, παράτα το!»
«Συγγνώμη!»
«Γιατί ζητάς συγγνώμη; Επειδή έχεις καλό μπαμπά;»
«Γιατί δεν μπορώ να σε βοηθήσω»
«Μπορείς και το κάνεις. Μ' αφήνεις να γίνω μέλος της υπέροχης οικογένειας σου κι αυτό μου αρκεί. Ποιος ξέρει; Ίσως δεν αξίζω κάτι παραπάνω από μια δανεική οικογένεια»
«Μαλακίες! Αξίζεις πολλά περισσότερα. Μην το ξαναπείς ποτέ αυτό»
«Τέλος πάντων! Άλλαξε θέμα, σε παρακαλώ»
«Έχεις δίκιο. Και για να το κάνω αυτό, έχω μια υπέροχη ιδέα»
«Τι έχεις στο μυαλό σου;»
«Θα δεις. Δώσε μου ένα λεπτό»
Ο Στέφανος στρέφεται στον Τζάκο.
«Ντάντα, μπορούμε ο Νάκος κι εγώ να πάμε τα κορίτσια μια βόλτα με τα άλογα;»
Η Αναΐς και η Πανδώρα σηκώνονται όρθιες.
«Αχ, ναι! Σε παρακαλώ, μπαμπά, πες ναι»
«Ναι, θείε Τζάκο, πες ναι»
Ο Τζάκος κοιτάζει τον Στέφανο στα μάτια και έχουν μια σιωπηλή συνομιλία για λίγα δευτερόλεπτα. Ο γιος εξηγεί στον πατέρα γιατί αυτή η βόλτα είναι τόσο σημαντική και ο πατέρας καταλαβαίνει αμέσως.
«Εντάξει, Τίγρη, αλλά μην πάτε στα δέντρα. Να μείνετε μέσα στο κτήμα, και μην κουράσετε πολύ την Αστραπή. Μπορεί να είναι έγκυος. Πρέπει να την προσέχουμε»
«Έγινε. Ευχαριστώ, μπαμπά. Ελάτε, κορίτσια»
Ο Στέφανος και ο Ιάσονας, του οποίου η διάθεση άλλαξε αμέσως προς το καλύτερο, σηκώνονται και τα κορίτσια πηδάνε στην πλάτη τους. Η Πανδώρα τρέχει σκόπιμα πρώτη και πηδάει στην πλάτη του Στέφανου, αναγκάζοντας τη Αναΐς να σκαρφαλώσει στον Ιάσονα. Όχι ότι παραπονιέται γι' αυτό φυσικά. Τα τέσσερα παιδιά φεύγουν και οι άλλοι αρχίζουν ν' ανακρίνουν τον Τζάκο.
«Συγγνώμη, αδερφέ, αλλά τι διάολο συνέβη; Πώς το δέχτηκες αυτό; Γιατί δεν είσαι θυμωμένος;»
«Ποιος σου είπε ότι δεν είμαι; Είμαι πολύ, πολύ θυμωμένος, αλλά υπήρχε καλός λόγος. Δεν μπορούσα να πω όχι»
«Τι έγινε; Τι σου είπε ο Τίγρης σ' αυτή την παράξενη, μυστική, σιωπηλή συνομιλία που είχατε οι δυο σας;»
«Ο Ιάσονας δεν είναι καλά εξαιτίας αυτού του παλιού τραύματος με τον πατέρα του. Ο Τίγρης φοβάται για κατάθλιψη και ήθελε να του φτιάξει τη διάθεση. Πώς θα μπορούσα να πω όχι σ' αυτό;»
«Καλά έκανες. Πρέπει να φροντίζεις τον μελλοντικό σου γαμπρό»
«Αυτό θα κάνω ότι δεν τ' άκουσα, μαλάκα»
«Ό,τι πεις, Ντάντα»
Ο Τζάκος συνοφρυώνεται και οι άλλοι γελούν. Ο Ορέστης και ο Άρης που δεν ξέρουν, ρωτούν να μάθουν.
«Τι είναι αυτό το Ντάντα;»
«Η πρώτη λέξη που είπε ο Τίγρης»
«Δεν είπε μαμά;»
«Όχι αυτός. Τα κορίτσια μου είπαν μαμά»
«Ακόμα και η Πανδώρα. Η πρώτη της λέξη ήταν μαμά»
«Και τα δίδυμα, επίσης»
«Αλλά όχι ο Τίγρης μου. Αυτός είπε Ντάντα. Μαμά είπε πολύ αργότερα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την πρώτη φορά που τον κράτησα στην αγκαλιά μου. Η Μαίρη μου είπε να τον κρατήσω κοντά στο πρόσωπό μου για να μπορέσει να με δει»
«Και;»
«Έσκυψα μπροστά. Οι μύτες μας σχεδόν ακουμπούσαν. Του μίλησα και αυτός σήκωσε το χεράκι του και άγγιξε το μάγουλό μου. Είπα σε όλους ότι ήξερε ποιος ήμουν, αλλά κανείς δεν με πίστευε και ο Τίγρης μου τους έδειξε πόσο δίκιο είχα»
«Θα σου πω μόνο ένα πράγμα. Ο Οδυσσέας είχε μείνει άναυδος»
«Αυτό ήταν το θαύμα και όχι αυτό που έκανε ο Στέφανος»
Ο Άρης γελάει, αλλά, για κακή του τύχη, ο Οδυσσέας κατεβαίνει τις σκάλες εκείνη ακριβώς την στιγμή.
«Αχ, Λυκόπαιδο! Θα το πληρώσεις πολύ ακριβά αυτό που είπες!»
«Εεεε ... Δεν εννοούσα ... Δηλαδή ... Εγώ δεν ...! Σκατά!»
Ο Τζάκος γελάει.
«Αγαπούλη μου, τρομοκρατείς τον κόσμο»
Ο Οδυσσέας τον κοιτάζει με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος.
«Με φοβάσαι κι εσύ;»
«Α, όχι! Εγώ ξέρω ότι κατά βάθος είσαι ένα μαλακό ζαχαρωτό»
«Θύμισε μου να σου πω κάτι όταν μείνουμε μόνοι»
«Θα το κάνω»
Τότε, ο Οδυσσέας χτυπάει τα χέρια του μαζί.
«Λοιπόν ... Λυπάμαι που διακόπτω το ταξίδι σας στη λεωφόρο των αναμνήσεων, αλλά ζητώ την προσοχή σας για μια στιγμή, και ειδικά τη δική σου, Λυκόπαιδο»
Ο Άρης γυρίζει και τον κοιτάζει.
«Περπατώ, περπατώ μες το δάσος, όταν ο λύκος δεν είναι εδώ ... Λύκε, λύκε, είσαι εδώ;»
«Σοβαρά τώρα;»
Ο Οδυσσέας γελάει, το ίδιο και οι άλλοι»
«Συγγνώμη, αλλά ήθελα να το πω απ' την πρώτη στιγμή που σε γνώρισα»
Ο Άρης γυρίζει τα μάτια του. Τότε, το χαριτωμένο κεφάλι της Μαίρης ξεπροβάλει στην κορυφή της σκάλας.
«Τι θα γίνει, ρε; Θα περιμένουμε πολύ ακόμα;»
«Όχι, Μπισκότο μου. Μπορείτε να κατεβείτε τώρα»
«Επιτέλους!»
Η Μαίρη, η Χλόη και η Θαλασσινή κατεβαίνουν τις σκάλες και πίσω τους έρχεται η Σελήνη μέσα στο καινούργιο της φόρεμα και με το δώρο του Άρη στα πόδια της. Το φόρεμα Prada που φοράει είναι μαύρο, δερμάτινο και σέξι. Δεν είναι πολύ κοντό, φτάνει μέχρι το γόνατό της, αλλά το μεγάλο σκίσιμο στο πλάι φτάνει μέχρι ψηλά στον γοφό της, και αφήνει το μακρύ της πόδι εντελώς ακάλυπτο. Ένα άλλο χαρακτηριστικό που μπορεί να τρελάνει έναν άντρα είναι το βαθύ ντεκολτέ που πιέζει το πλούσιο στήθος της και το κάνει να φαίνεται ακόμα μεγαλύτερο. Και τέλος, η πλάτη με τα διάσπαρτα διάφανα κομμάτια υφάσματος φροντίζει όσοι τη βλέπουν να μην ξέρουν πού ακριβώς να κοιτάξουν, μπροστά ή πίσω! Όσο για τα παπούτσια ... Τι να πω για τα δερμάτινα ψηλοτάκουνα με τα περίτεχνα σχέδια, τα στρας, και τις κόκκινες σόλες; Τα λόγια είναι περιττά.
Όλοι την κοιτάζουν με θαυμασμό και χαμόγελο, εκτός απ' τον Άρη, του οποίου το σαγόνι έχει πέσει στο πάτωμα και δεν μπορεί να πει ούτε λέξη. Τα μάτια του είναι καρφωμένα πάνω της και δεν μπορεί να δει τίποτα άλλο εκτός απ' αυτήν. Όταν αυτή φτάνει στο κάτω μέρος της σκάλας, αυτός πηγαίνει κοντά της, της παίρνει το χέρι και της φιλάει τις αρθρώσεις ενώ το άλλο του χέρι χαϊδεύει την καμπύλη του στήθους της, κάνοντας την να τρέμει. Τον κοιτάζει με τα μάτια της γεμάτα αγάπη, θαυμασμό και αφοσίωση, περιμένοντας την έγκρισή του.
«Σ' αρέσω;»
«Είσαι ό,τι πιο όμορφο έχω δει στη ζωή μου»
«Το έκανα για σένα»
«Δεν ξέρω αν μου αξίζει κάτι τόσο όμορφο»
«Σου αξίζουν πολλά περισσότερα»
Ο Οδυσσέας ξεροβήχει.
«Μχμμμ ... Με συγχωρείτε, αλλά αν θέλετε να είστε στην ώρα σας, θα πρέπει να φύγετε τώρα»
Ο Άρης απαντάει χωρίς να πάρει τα μάτια του απ' τη Σελήνη.
«Ναι, Οδυσσέα, φεύγουμε τώρα»
Αλλά, εκτός απ' την ομορφιά της συντρόφου του, τον περιμένει ακόμα μια έκπληξη.
«Άρη, κοίτα με»
Αυτός παίρνει με δυσκολία τα μάτια του απ' την Σελήνη και κοιτάζει τον Τζάκο.
«Τι είναι;»
«Πιάσε αυτό»
Αυτός πετάει κάτι στον Άρη, ο οποίος το πιάνει στον αέρα και γουρλώνει τα μάτια όταν συνειδητοποιεί ότι πρόκειται για το κλειδί της Aston Martin.
«Ω, Θεέ μου! Τζάκο, είσαι σίγουρος;»
«Σου εμπιστεύομαι την αδερφή μου, οπότε, ναι, είμαι πολύ σίγουρος»
«Ευχαριστώ, ρε φίλε. Και για τα δύο»
«Παρακαλώ. Άντε, πηγαίνετε τώρα»
Αφού τους εύχονται όλοι καλή διασκέδαση, ο Άρης πιάνει το χέρι της Σελήνης και βγαίνουν απ' το σπίτι. Τότε, ο Οδυσσέας κοιτάζει τον Τζάκο με έκδηλη απορία.
«Εεεε ... Συγγνώμη, Τζάκο, αλλά τι διάολο ήταν αυτό;»
«Τι συμβαίνει σήμερα και με ρωτάτε όλοι το ίδιο;»
«Δεν ξέρω τι εννοείς, αλλά αυτό που ρωτάω εγώ είναι ... Έδωσες στον Άρη το αμάξι σου;»
«Εδώ του έδωσα την αδερφή μου και εσύ αναρωτιέσαι για τ' αμάξι;»
«Εντάξει. Τώρα τα έχω δει όλα!»
Καθώς ο Οδυσσέας πέφτει στον καναπέ, ανίκανος να πιστέψει τι γίνεται, η Χλόη εκφράζει μια μικρή ανησυχία.
«Ας ελπίσουμε ότι θα πάνε όλα καλά σ' αυτό το Reunion»
Ο Ορέστης σπεύδει να την καθησυχάσει.
«Γιατί το λες αυτό, Ομορφιά μου;»
«Δεν σου είπε ο Άρης για το μήνυμα του Θεμιστοκλή;»
«Ναι, μου το είπε. Και λοιπόν;»
Η Μαίρη, που ανησυχεί επίσης, μπαίνει στην κουβέντα.
«Κι αν αυτός ο ηλίθιος κάνει κάποια κίνηση;»
«Ελάτε τώρα, κορίτσια. Ο Άρης ξέρει πολύ καλά πώς να χειριστεί τέτοιες καταστάσεις. Μην ανησυχείτε»
Αυτές κοιτάζονται.
«Αφού το λες εσύ»
Εντωμεταξύ, έξω στο πάρκινγκ, ο Άρης, κρατώντας το χέρι της Σελήνης, πλησιάζει την Aston Martin με μάτια που λάμπουν στο σκοτάδι. Πατάει το κουμπί και ξεκλειδώνει τις πόρτες. Σαν άντρας παλιάς κοπής και αληθινός κύριος, την συνοδεύει στη δεξιά πλευρά, ανοίγει την πόρτα και τη βοηθάει να μπει μέσα. Μετά, όταν κάθεται στη θέση του οδηγού, δεν μπορεί ν' αντισταθεί και το χέρι του χαϊδεύει τις απίστευτες καμπύλες του αυτοκινήτου. Τη στιγμή που κάθεται στο ανατομικό και άνετο κάθισμα, το άρωμα του δέρματος κατακλύζει την όσφρησή του. Τα χέρια του αγγίζουν το τιμόνι, τον λεβιέ, τα διάφορα κουμπιά και την οροφή και έκσταση και ευχαρίστηση πλημμυρίζουν το πρόσωπο του.
«Μχμμμ ... Θέλεις να φύγω για να σου δώσω λίγο χρόνο για τον εαυτό σου;»
Η φωνή της τον κάνει να βγει απότομα απ' τη νιρβάνα του.
«Εεεε ... Τι; Είπες κάτι, Γατούλα;»
«Είπα, θέλεις να φύγω για να σου δώσω λίγο χρόνο για τον εαυτό σου;»
«Λίγο χρόνο για τον εαυτό μου;»
«Με την καινούργια σου χαζογκόμενα»
Αυτός ρίχνει το κεφάλι του πίσω και γελάει.
«Ζηλεύεις, Γατούλα;»
«Αν έβλεπες την έκφραση που έχει το πρόσωπο σου στο δικό μου, κι εσύ θα ζήλευες»
Αυτός σκύβει προς το μέρος της και της χαϊδεύει το πιγούνι με τα δάχτυλα του.
«Αχ, Γατούλα μου! Αν ποτέ κάποιος άλλος άντρας γίνει η αιτία γι' αυτή την έκφραση στο πρόσωπο σου, θα είναι το τέλος μου»
«Τι είναι αυτά που λες;»
«Τίποτα. Ξέχνα το! Πρέπει να πηγαίνουμε»
«Όχι. Περίμενε!»
«Θ' αργήσουμε»
«Δεν δίνω δεκάρα για το ηλίθιο Reunion. Το μόνο που με νοιάζει είσαι εσύ και εσύ δεν είσαι καλά. Κάτι δεν πάει καλά από σήμερα το πρωί και δεν είναι το φλερτ του Θέμη. Πες μου τι είναι»
«Καρδιά μου, σε παρακαλώ. Δεν αξίζει τον κόπο»
«Όταν πρόκειται για σένα, πάντα αξίζει τον κόπο. Πες μου τι σ' απασχολεί»
Αυτός αγκαλιάζει το τιμόνι και χαμηλώνει το κεφάλι. Η φωνή του είναι σαν ψίθυρος.
«Φοβάμαι»
«Τι;»
«Ότι μια μέρα θα μ' αφήσεις»
«Και γιατί θα το κάνω αυτό;»
«Για να ζήσεις κάτι άλλο, κάτι διαφορετικό. Να ζήσεις όλα αυτά που δεν έχεις ζήσει»
«Πλάκα μου κάνεις τώρα, έτσι;»
Αυτός τρίβει τα χέρια του στο πρόσωπο του.
«Όχι. Μιλάω σοβαρά»
«Τότε είσαι ηλίθιος»
«Έη! Πρόσεχε τη γλώσσα σου, Γατούλα!»
«Δεν υπάρχει άλλη εξήγηση. Είσαι ηλίθιος! Πώς τόλμησες να σκεφτείς ότι θα ήθελα ποτέ κάτι άλλο; Πώς τόλμησες να σκεφτείς ότι δεν θα μου φτάνεις εσύ; Πώς τόλμησες να σκεφτείς κάτι τέτοιο για μένα; Πως;»
«Συγγνώμη, μωρό μου. Δεν ένιωσα ποτέ για καμία γυναίκα αυτό που νιώθω για σένα και δεν ξέρω τι κάνω. Είμαι χαμένος. Τα έχω κάνει θάλασσα»
«Κοίτα, Άρη. Δεν λέω ότι δεν έχω απωθημένα. Έχω πολλά, αλλά θέλω να τα κάνω όλα μαζί σου και με κανέναν άλλον. Είσαι η αγάπη της ζωής μου. Ο ένας. Η αδελφή ψυχή μου. Είσαι ο πατέρας του μωρού μου. Δεν ήθελα ποτέ κανέναν άλλο. Δεν θέλω κανέναν άλλον και δεν θα θέλω ποτέ κανέναν άλλον. Μόνο εσένα. Κόψε λοιπόν τις μαλακίες και βάλε μπρος το αυτοκίνητο. Έχουμε να παρευρεθούμε σ' ένα Reunion και ανυπομονώ να τρελάνω όλες τις γυναίκες με τον υπέροχο άντρα που έχω στο πλευρό μου. Άντε, Λύκε μου!»
«Είμαι ηλίθιος τελικά, ε;»
«Ναι, είσαι, αλλά είσαι ο δικός μου ηλίθιος»
Αυτός χαμογελάει από αυτί σε αυτί, πατάει την ανάφλεξη και το αυτοκίνητο αρχίζει να γουργουρίζει. Το γκάζι δονείται κάτω απ' το πόδι του και ένα βογγητό ξεφεύγει απ' τα χείλη του. Αυτή στενεύει τα μάτια της.
«Θα βάλω το χέρι μου ανάμεσα στα πόδια σου και αν είσαι καυλωμένος, θα σκοτώσω εσένα και τον αδερφό μου που σου έδωσε αυτό το ηλίθιο αυτοκίνητο»
«Γατούλα, όχι!»
Αυτή γλιστράει το χέρι της ανάμεσα στα πόδια του και δείχνει τα δόντια της.
«Σοβαρά τώρα;»
Αυτός προσπαθεί να σώσει τα άσωστα.
«Γατούλα, μπορώ να εξηγήσω»
«Απλώς οδήγησε το καταραμένο αυτοκίνητο, Λύκε»
Τρία τέταρτα αργότερα, αυτοί φτάνουν στο Ρουφ, στο κλαμπ Venue, όπου λαμβάνει χώρα το Reunion. Ο Άρης σταματάει το αυτοκίνητο μπροστά στην πολυτελή είσοδο και ο πορτιέρης τρέχει να του ανοίξει την πόρτα. Αυτός βγαίνει και πετάει το κλειδί στον παρκαδόρο που έτρεξε γρήγορα μόλις είδε τ' αμάξι.
«Πρόσεχε την»
«Μείνετε ήσυχος, κύριε. Κυρίες σαν αυτή είναι ένας λόγος που επέλεξα αυτή τη δουλειά»
Ο Άρης δίνει ένα γερό φιλοδώρημα στον συμπαθητικό παρκαδόρο, περπατάει γύρω απ' το αυτοκίνητο, ανοίγει την πόρτα της Σελήνης και της δίνει το χέρι του.
«Ω! Είστε τόσο ευγενικός, κύριε Λυκουρόπουλε»
«Πάντα στη διάθεση σας, δεσποινίς Ηλιοπούλου»
Με το χέρι του στην πλάτη της, αυτοί δίνουν τα ονόματα τους στην είσοδο, μπαίνουν στην αίθουσα και το σαγόνι τους πέφτει στο πάτωμα.
«Ιησούς Χριστός! Γατούλα, τι είναι αυτό το μέρος;»
«Δεν έχω ιδέα»
«Ποιος το οργάνωσε αυτό το τσίρκο; Η Μπάρμπι Αστροναύτης;»
Ο Άρης έχει δικαίωμα ν' αναρωτιέται, γιατί η διακόσμηση στην αίθουσα είναι πραγματικά εντυπωσιακή. Οι αστραφτερές ντισκομπάλες, τα σατέν τραπεζομάντιλα, τα λέιζερ και τα στροβοσκοπικά φώτα, όλα σε αποχρώσεις του ροζ, πραγματικά σε κάνουν να πιστεύεις ότι βρίσκεσαι σ' ένα διαστημόπλοιο έτοιμο για εκτόξευση. Η Σελήνη προσπαθεί να καταπνίξει το γέλιο της.
«Μχμμμ ... Αν κρίνω απ' την διακόσμηση, η υπεύθυνη πρέπει να είναι η Ούρσουλα Μωυσιάδου»
«Ούρσουλα, ε; Ποια είναι αυτή;»
«Η ξανθιά χαζογκόμενα του σχολείου. Αρχηγός των δημοφιλών παιδιών, μέλος του δεκαπενταμελούς και εντελώς τσούλα»
«Ο συνηθισμένος τύπος»
«Ακριβώς και με μισούσε. Έκανε τη ζωή μου κόλαση»
«Έτσι είναι, μωρό μου. Όλα αυτά τα ψεύτικα πλαστικά στρας ζηλεύουν πάντα τα πραγματικά ακατέργαστα διαμάντια»
«Εξαιτίας αυτού του υπέροχου πράγματος που μόλις είπες, κέρδισες ένα φιλί»
«Τι τυχερός που είμαι! Έλα, δώστο μου! Εξάλλου, χρειάζομαι δύναμη για ν' αντέξω τη διαστημική πτήση»
Αυτή τον φιλάει και μετά του χαϊδεύει τα μαλλιά, τα οποία πέφτουν στο μέτωπο του.
«Λοιπόν, τι λες, καπετάνιε; Είσαι έτοιμος για απογείωση;»
Αλλά εκείνος δεν απαντά. Αυτός δεν την κοιτάζει καν. Έχει τα μάτια του στραμμένα σε κάτι ή μάλλον, σε κάποιον πίσω της. Το πρόσωπο του σκοτεινιάζει κι ένα γρύλισμα βγαίνει απ' τα χείλη του. Αυτή αναστατώνεται.
«Άρη, μωρό μου, τι συμβαίνει;»
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro