
Η ιστορία αυτή δεν έχει τελειώσει ακόμα ...
~ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 24 ΙΟΥΝΙΟΥ 2011 ~ ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΠΡΙΝ ΤΟΝ ΓΑΜΟ ~
~ ΠΕΡΑΣΜΕΝΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ ~
~ ΚΤΗΜΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ~ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗ ~
~ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΤΖΑΚΟΥ & ΤΗΣ ΜΑΙΡΗΣ ~
~ ΚΡΕΒΑΤΟΚΑΜΑΡΑ ΤΟΥ ΑΡΗ & ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ ~
Το ζευγάρι κοιμάται, αλλά ο ύπνος τους διακόπτεται απ' τον ήχο του εσωτερικού τηλεφώνου. Η Σελήνη γυρίζει πλευρό, γρυλίζοντας, κι ο Άρης απλώνει το χέρι και σηκώνει τ' ακουστικό.
«Μμμμ ...;»
«Εγώ είμαι, κύριε. Ο Μιχάλης. Λυπάμαι που σας ενοχλώ, αλλά μόλις έφτασε ένα δέμα για τη δεσποινίς Σελήνη και μας είχε δώσει εντολή να την ειδοποιήσουμε αμέσως»
«Εντάξει, Μιχάλη. Το ελέγξατε;»
«Ναι, κύριε. Όλα καλά»
«Στείλτο στο σπίτι. Θα κατέβω να το πάρω»
«Αμέσως, κύριε και συγγνώμη και πάλι για την ενόχληση»
Ο Άρης χασμουριέται και τρίβει τα μάτια του καθώς σηκώνεται και πηγαίνει στο μπάνιο. Εκεί, ρίχνει λίγο νερό στο πρόσωπο του και κοιτάζεται στον καθρέφτη.
«Θεέ μου! Πως είμαι έτσι; Πως θα γίνω γαμπρός με τέτοια μούρη; Χρειάζομαι ανοικοδόμηση! Κοίτα αυτούς τους μαύρους κύκλους. Σκατά!»
Ο μονόλογος του διακόπτεται από ένα δειλό χτύπημα στην πόρτα. Αυτός σκουπίζει το πρόσωπο του και πάει να δει ποιος είναι. Πίσω απ' την πόρτα είναι ο Στέφανος, που κρατάει το πακέτο της Σελήνης.
«Καλημέρα, ή μάλλον ... Καλησπέρα»
Ο Άρης χαμογελάει.
«Καλησπέρα και σε σένα, Τίγρη»
«Συγγνώμη που ενοχλώ, αλλά ο Μιχάλης έφερε αυτό για τη Σελήνη»
Ο Στέφανος δίνει το πακέτο στον Άρη.
«Δεν έπρεπε να μπεις στον κόπο. Θα κατέβαινα εγώ κάτω να το πάρω»
«Όταν πρόκειται για τη θεία μου, δεν είναι κανένας κόπος, και εξάλλου ήθελα να σου μιλήσω. Γι' αυτό ήρθα βασικά»
«Μάλιστα. Περί τίνος πρόκειται;»
«Η Σελήνη κοιμάται;»
«Ναι»
«Έλα στο δωμάτιο μου»
Ο Άρης, με την περιέργεια του να χτυπάει κόκκινο, βάζει το πακέτο στη συρταριέρα, κλείνει την πόρτα και ακολουθεί τον Στέφανο στο δωμάτιο του. Μόλις μπαίνουν μέσα, το αγόρι κλείνει την πόρτα κάνοντας τον ν' απορήσει.
«Γιατί όλη αυτή η μυστικότητα; Θα σχεδιάσουμε κάποιον φόνο ή κάτι παρόμοιο;»
Ο Στέφανος γελάει.
«Όχι σήμερα. Έχουμε γάμο αύριο. Θα αναβάλουμε τους φόνους για μετά το μήνα του μέλιτος»
«Συμφωνώ!»
Ο Στέφανος προσφέρει στον Άρη την καρέκλα του γραφείου κι εκείνος κάθεται οκλαδόν στο στρώμα που χρησιμοποιεί για κρεβάτι.
«Λοιπόν, Άρη, σου ζήτησα να έρθεις εδώ γιατί δεν θέλω να μας ακούσει κανείς. Φυσικά, θα το μάθουν γιατί τίποτα δεν μένει κρυφό σ' αυτή την οικογένεια, αλλά τουλάχιστον ας γίνει όταν έχουν τελειώσει όλα, και γι' αυτό βασίζομαι στην εχεμύθεια σου. Μην πεις τίποτα σε κανέναν. Σε παρακαλώ!»
«Τι τρέχει, ρε Στέφανε; Έχω αρχίσει κι ανησυχώ»
«Όχι! Όχι! Όχι! Δεν είναι κάτι σοβαρό. Θέλω να πω, είναι σοβαρό, αλλά δεν είναι κακό σοβαρό. Είναι καλό σοβαρό. Σκατά! Παραληρώ!»
Ο Στέφανος κρύβει το πρόσωπο του στα χέρια του κι ο Άρης πηγαίνει, κάθεται δίπλα του και βάζει το χέρι του στον ώμο του.
«Έλα, Τίγρη. Ξέρεις ότι μπορείς να μου πεις οτιδήποτε. Μη διστάζεις»
Το αγόρι σηκώνει το κεφάλι του και παίρνει μια βαθιά ανάσα.
«Εντάξει. Όλα για όλα. Χρειάζομαι πρόσβαση στο παλιό σου σπίτι στον Πειραιά. Ορίστε, το είπα!»
Αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που περίμενε να ακούσει ο Άρης.
«Πρόσβαση στο παλιό μου σπίτι; Γιατί;»
Ο Στέφανος τον κοιτάζει και τα μάγουλα του κοκκινίζουν.
«Δεν καταλαβαίνεις;»
Κι επειδή ο Άρης είναι ο Άρης που όλοι ξέρουμε, το πιάνει αμέσως.
«Α! Μάλιστα! Το αποφάσισε τελικά, ε;»
«Ναι, δόξα τω Θεό!»
«Μετά από έναν χρόνο. Λαμβάνοντας υπόψη το νεαρό της ηλικίας της, είναι καλά. Μχμμμ ... Σχεδόν δηλαδή»
«Θα με βοηθήσεις, Άρη; Δεν έχω που αλλού να την πάω. Δεν θέλω να γίνει σε ξενοδοχείο. Όσο πολυτελές κι αν είναι, δεν παύει να είναι ένα κρύο μέρος. Είναι διαφορετικά σ' ένα σπίτι, και το δικό σου σπίτι είναι υπέροχο»
«Τα έχεις σκεφτεί όλα, ε;»
«Τουλάχιστον προσπάθησα. Λοιπόν; Τι θα κάνεις;»
«Πίστεψες έστω και για μια στιγμή ότι θ' άφηνα την πρώτη σου φορά άστεγη; Τι νομίζεις ότι είμαι, αγόρι μου;»
«Σ' ευχαριστώ πολύ, Άρη»
«Σταμάτα να μ' ευχαριστείς και πες μου πότε θέλετε να πάτε»
«Το επόμενο Σάββατο. Η Αφροδίτη θα φροντίσει να μείνει έξω όλο το βράδυ. Θα κοιμηθούμε εκεί»
«Τέλεια. Θα μιλήσω με τον Ορέστη και θα κανονίσω να σε πάει εκεί μέσα στη βδομάδα για να σκανάρετε το δακτυλικό σου αποτύπωμα στην κλειδαριά. Επίσης, θα στείλει κάποιον να καθαρίσει και εσύ θα πρέπει να πας την προηγούμενη μέρα για να ετοιμάσεις το δωμάτιο. Ξέρεις, αρωματικά κεριά και διάφορα άλλα. Υπάρχουν απ' όλα στο σπίτι. Ο Ορέστης θα σου πει που θα τα βρεις»
«Εγώ χρειάζεται ν' αγοράσω κάτι;»
«Προφυλακτικά»
«Ναι, αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που έμαθα»
«Μπράβο! Ποτέ μην πας στη μάχη χωρίς την πανοπλία σου. Μην το ξεχάσεις ποτέ αυτό»
«Μόνο όταν βρω τη Σελήνη μου, ε;»
«Σωστά»
Ο Άρης σηκώνεται κι αρχίζει να χαζεύει τις φωτογραφίες στους τοίχους. Ο Στέφανος τον κοιτάζει, παρατηρώντας τον τρόπο που στέκεται, το πως περπατάει, το πως κινεί τα χέρια του. Σ' όλη του τη ζωή, αυτός κοίταζε και θαύμαζε τον πατέρα του, αλλά τώρα με τον Άρη ... Όχι ότι έπεσε στα μάτια του ο Τζάκος. Καμία σχέση. Ο πατέρας του θα έχει πάντα την πρώτη θέση σ' όλα, απλά, αυτός νιώθει ότι αυτό που τον ενώνει με τον Άρη είναι κάτι άλλο. Κάτι τελείως διαφορετικό, που όμως δεν μπορεί να το προσδιορίσει τώρα. Ίσως στο μέλλον. Ποιος ξέρει; Αυτό που μπορεί να κάνει τώρα είναι να τον ρωτήσει αυτό που τον τρώει η περιέργεια να μάθει.
«Άρη, μπορώ να σου κάνω μια προσωπική ερώτηση;»
Ο Άρης του μιλάει χωρίς να γυρίσει.
«Φυσικά»
«Θυμάσαι την πρώτη σου φορά;»
Αυτός καγχάζει.
«Όσο κι αν προσπάθησα να την ξεχάσω, δεν μπόρεσα»
«Γιατί προσπάθησες να την ξεχάσεις; Ήταν τόσο χάλια;»
«Περισσότερο από χάλια, Τίγρη μου. Ήταν ένας εφιάλτης. Μας πήρε πολύ χρόνο για να συνέλθουμε μετά απ' αυτό»
«Σας πήρε; Σε ποιους;»
Αυτός γυρίζει και τον κοιτάζει.
«Εμένα και του Ορέστη»
Τα μάτια του Στέφανου ανοίγουν διάπλατα.
«Το κάνατε μαζί;»
«Δεν είχαμε κι άλλη επιλογή»
«Δεν καταλαβαίνω»
Ο Άρης επιστρέφει και κάθεται στο στρώμα.
«Ήμασταν σχεδόν δεκαπέντε. Ένα χρόνο περίπου πριν χάσω τους γονείς μου. Είχαμε βγει ραντεβού με δύο δεκαεννιάχρονες δίδυμες γκόμενες»
«Καλό ακούγεται αυτό»
«Όχι όσο φαντάζεσαι. Μετά το σινεμά, αυτές μας πήγαν στο σπίτι τους και μας έδωσαν αλκοόλ. Δεν είχαμε ξαναπιεί και μεθύσαμε πολύ. Κάποια στιγμή κάναμε το λάθος να τους πούμε ότι είμασταν παρθένοι και τότε ήταν που φρίκαραν. Μας άρπαξαν και χωρίς να το καταλάβουμε βρεθήκαμε γυμνοί στο κρεβάτι μ' αυτές από πάνω μας. Οι σκύλες δεν ήταν καθόλου ευγενικές μαζί μας, αν καταλαβαίνεις τι εννοώ. Τις επόμενες μέρες, δεν μπορούσαμε ούτε καν να κατουρήσουμε χωρίς να ουρλιάζουμε απ' τον πόνο»
«Γιατί;»
«Ξέρεις τι είναι η περιτομή;»
«Εεεε ... Ναι. Η αφαίρεση της λεπτής μεμβράνης που ενώνει το πετσάκι με το κεφάλι του πέους. Η λεγόμενη παρθενιά του άντρα»
«Η οποία παρθενιά αν κοπεί απότομα ... κ.λπ. ... κ.λπ.»
«Εννοείς ...; Ω, Θεέ μου! Άουτς!»
Ο Στέφανος βάζει τα χέρια του ανάμεσα στα πόδια του νοιώθοντας τον πόνο κι ο Άρης χαμογελάει.
«Ούτε που μπορείς να το φανταστείς»
«Και μετά τι έγινε;»
«Οι πατεράδες μας ήθελαν να τους κάνουν μήνυση για βιασμό και οι μητέρες μας ήθελαν να τις εκτελέσουν, αλλά εμείς δεν τους αφήσαμε, γιατί φοβόμασταν τον εξευτελισμό. Άλλα χρόνια τότε. Τέλος πάντων! Περιττό να σου πω ότι δεν τις ξαναείδαμε και μετά από μήνες ψυχοθεραπείας, ξαναπλησιάσαμε κοπέλα. Γι' αυτό σου λέω, φιλαράκο μου. Βεβαιώσου ότι η πρώτη φορά θα είναι τέλεια και για τους δυο σας»
«Θα βάλω τα δυνατά μου»
«Το ξέρω, Τίγρη, και όταν επιστρέψω απ' το μήνα του μέλιτος, θέλω λεπτομερή περιγραφή. Σύμφωνοι;»
«Σύμφωνοι»
«Λοιπόν, θα μιλήσεις στον Ορέστη για τα υπόλοιπα. Θέλεις κάτι άλλο από μένα;»
«Όχι. Έχεις ήδη κάνει πάρα πολλά»
«Τότε καλύτερα να επιστρέψω στη θεία σου»
«Φυσικά. Ευχαριστώ και πάλι, Λύκε»
«Παρακαλώ, Τίγρη»
Μ' ένα κλείσιμο του ματιού, ο Άρης φεύγει απ' το δωμάτιο, αφήνοντας τον Στέφανο χαρούμενο και πολύ ανυπόμονο. Πίσω στην κρεβατοκάμαρα, ο Άρης βρίσκει τη μέλλουσα σύζυγο του στο πάτωμα να παίζει μ' έναν άλλον πολύ κουλ τύπο, αλλά αντί να εκνευριστεί, αυτός χαμογελάει πλατιά.
«Δεν μπορώ να λείψω ούτε πέντε λεπτά και με αντικαθιστάς μ' άλλον άντρα; Ντροπή σου, Γατούλα!»
«Δεν ντρέπομαι καθόλου, Λύκε, γιατί όπως βλέπεις, κατάφερα να βρω τον μοναδικό άντρα που μπορεί να συγκριθεί μαζί σου»
«Έτσι, ε; Για να δούμε ...»
Αυτός πέφτει στα γόνατα κι η Σελήνη βάζει τον Ερμή στο πάτωμα απέναντι του.
«Έλα, μικρό κουτάβι. Δείξε στον μπαμπά τι έχεις»
Το μωρό βάζει τα χέρια του στο πάτωμα και επιτίθεται. Μπουσουλάει γρήγορα, πιάνει τα μαλλιά του κι αρχίζει να δαγκώνει τη μύτη του. Ο Άρης αρχίζει να γελάει.
«Βοήθεια! Κάποιος να με βοηθήσει!»
Πατέρας και γιος αρχίζουν να κυλιούνται στο πάτωμα κι ο μικρός Ερμής τρελαίνεται όπως κάνει κάθε φορά. Η μόνη διαφορά είναι ότι τώρα μπορεί να κρατήσει το κεφάλι του, το οποίο το γέρνει προς τα πίσω καθώς γελάει. Η Σελήνη γουρλώνει τα μάτια της.
«Άρη, το είδες αυτό;»
«Ποιο;»
«Τον τρόπο που γελάει. Ω, Θεέ μου! Δεν το πιστεύω! Μόλις κατάφερε να κρατήσει το κεφάλι του κι άρχισε να γελάει όπως εσύ»
«Αποκλείεται!»
«Κοίτα»
Αυτή γαργαλάει λίγο τον Ερμή, κι εκείνος γελάει ξανά, με το κεφάλι γερμένο πίσω, ένα ακριβές αντίγραφο του πατέρα του. Είναι σειρά του Άρη να γουρλώσει τα μάτια.
«Απίστευτο!»
Αυτός ανοίγει τα χέρια του κι ο μικρός Ερμής ρίχνεται μέσα τους.
«Μπράβο τ' αγόρι μου!»
Μετά από αρκετό παιχνίδι με τον πατέρα του, ο Ερμής αποκοιμήθηκε κι η Σελήνη τον πήγε στο δωμάτιο του. Όταν αυτή επιστρέφει στην κρεβατοκάμαρα, βλέπει το πακέτο πάνω στην συρταριέρα.
«Τι είναι αυτό;»
Ο Άρης χαμογελάει.
«Συγγνώμη, Γατούλα μου, το ξέχασα. Ήρθε για σένα το πρωί»
«Επιτέλους!»
«Τι είναι;»
«Θα δεις!»
Αυτή αρπάζει το πακέτο και τρέχει στο μπάνιο. Λίγα λεπτά αργότερα, η φωνή της ακούγεται από εκεί.
«Κλείσε τα μάτια σου, Λύκε»
«Γιατί;»
«Γιατί έτσι θέλω. Άντε, κάντο!»
«Μπορείς, σε παρακαλώ, να μου εξηγήσεις γιατί σου επιτρέπω να μου δίνεις εντολές;»
Αυτός κλείνει τα μάτια του κι η αυτή βγαίνει απ' το μπάνιο και στέκεται ακριβώς μπροστά του.
«Άνοιξε τώρα τα όμορφα μάτια σου και δες γιατί»
Αυτός ανοίγει τα μάτια του και το σαγόνι του πέφτει στο πάτωμα.
«Γαμημένη Κόλαση! Τι στο διάολο είναι αυτό;»
«Το καινούργιο μου μαγιό για το μήνα του μέλιτος. Δεν μπορούσα να πάω στις όμορφες παραλίες των νησιών μας με το παλιό μου μαγιό»
Το μαγιό που αναστάτωσε τον Άρη είναι απ' τη νέα συλλογή της Victoria's Secret. Είναι ασημί, ολόσωμο, με ένα αβυσσαλέο ντεκολτέ που αποκαλύπτει τις ζουμερές καμπύλες του στήθους της. Οπότε, αυτός δεν έχει άδικο που αντιδρά έτσι.
«Κάνε μια στροφή»
Αυτή αρχίζει να περιστρέφεται αργά γύρω απ' τον εαυτό της.
«Λοιπόν, Αφέντη μου; Σ' αρέσει; Το εγκρίνεις;»
Αυτός σηκώνεται όρθιος και την πλησιάζει με όχι και τόσο αγνές προθέσεις.
«Το απολαμβάνεις όλο αυτό, έτσι δεν είναι;»
«Ποιο;»
«Όλο αυτό το καταραμένο παιχνίδι. Να εμφανίζεσαι μπροστά μου έτσι, να με κοιτάς μ' αυτά τα αθώα σου μάτια και να με ρωτάς αν μ' αρέσει. Έχεις καταλάβει την επίδραση που έχεις πάνω μου και την εκμεταλλεύεσαι»
«Δεν έχω ιδέα για ποιο πράγμα μιλάς»
«Δεν έχεις ιδέα, ε; Πολύ καλά. Θα σου δώσω μια ένδειξη»
Ένας βαθύς αναστεναγμός βγαίνει απ' το στόμα της όταν αυτός πιάνει το λαιμό της και το σφίγγει. Αυτή ρίχνει το κεφάλι της πίσω καθώς τα δάχτυλα του χαϊδεύουν το σαγόνι της.
«Βγάλ' το»
Μια έκπληκτη κραυγή ξεφεύγει απ' τα χείλη της όταν αυτός την πετάει στο κρεβάτι με μια δυνατή σπρωξιά αφού αυτή έβγαλε το μαγιό της.
«Εκπλήσσεσαι, Γατούλα; Για να δούμε τι θα σου συμβεί όταν δεις τι έχω εδώ»
Αυτός πηγαίνει και στέκεται μπροστά στο κρεβάτι. Με αγωνιώδες αργές κινήσεις, αυτός βγάζει το παντελόνι του και τ' αφήνει να πέσει στα πόδια του, αποκαλύπτοντας τον θησαυρό του, κι αυτή δαγκώνει τα χείλη της με ανυπομονησία.
«Άνοιξε τα πόδια σου, πιάσε το κάγκελο πίσω σου κι ετοιμάσου να ουρλιάξεις»
Αυτή εκτελεί αμέσως τις οδηγίες του, νιώθοντας ήδη τα πρώτα κύματα ηδονής στο σώμα της.
«Θα με πονέσεις, Αφέντη;»
Αυτός περπατά μέχρι το κρεβάτι και γονατίζει ανάμεσα στα ανοιχτά της πόδια. Τα δάχτυλα του τσιμπούν αρκετά δυνατά στην κλειτορίδα της, η οποία είναι ήδη πρησμένη απ' την καύλα που ανάβει μέσα της, μόνο και μόνο με τη σκέψη του τι θα της κάνει.
«Θα κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ γι' αυτό, Γατούλα»
Αυτός ανοίγει τη σχισμή της με τα δάχτυλα του, χώνει μέσα της το καβλί του με μια τραχιά ώθηση κι αρχίζει να τη γαμάει δυνατά, κρατώντας το κεφαλάρι για να του δώσει μεγαλύτερη αντίσταση. Αυτή ουρλιάζει ενώ το λάγνο μουγκρητό του γεμίζει τ' αυτιά της την ώρα που ο πόνος ανάμεσα στα πόδια της όλο και μεγαλώνει. Το κρεβάτι κουνιέται και τρίζει σαν να είναι συνδεδεμένο στην πρίζα.
Από πάνω της, το καλυμμένο με ιδρώτα κορμί του αστράφτει καθώς οι γοφοί του μπαίνουν ανάμεσα στους δικούς της. Μια ζεστή αίσθηση πλημμυρίζει το εσωτερικό της και ρίγη απλώνονται στη σπονδυλική της στήλη καθώς έχει ακόμα έναν εκρηκτικό οργασμό την ίδια στιγμή που αυτός εκρήγνυται καυτός και πηχτός σαν λάβα μέσα της. Αυτή νιώθει τόσο γεμάτη, σαν μια λίμνη από αγάπη, ηδονή και πάθος να σχηματίζεται μέσα της. Όταν αυτός καταρρέει πάνω της, προσπαθώντας να ξαναβρεί την ανάσα του, αυτή τον αγκαλιάζει σφιχτά και φιλάει το μπράτσο του μ' ευγνωμοσύνη.
«Ελπίζω ότι αυτό σε ικανοποίησε, Γατούλα»
«Για τρεις-τέσσερις ώρες, ναι»
Αυτός γελάει.
«Αν συνεχίσεις έτσι, Γατούλα, θα χρειαστώ πολυβιταμίνες και άφθονα καρύδια με μέλι»
«Πηγαίνοντας στο λιμάνι θα σταματήσουμε σ' ένα φαρμακείο και θα σου αγοράσω όσες θες. Όσο για τα καρύδια με μέλι, τα νησιά μας βρίθουν κι απ' τα δύο!»
Αυτός γελάει ακόμα πιο δυνατά.
«Πραγματικά δεν ξέρω τι έκανα για ν' αξίζω κάποια σαν εσένα. Είσαι κάτι μοναδικό, Σελήνη Ηλιοπούλου, κι ανήκεις σε μένα! Είμαι τόσο ερωτευμένος μαζί σου, που δεν ξέρω τι να κάνω με τον εαυτό μου πια»
«Κι εγώ σ' αγαπάω, Άρη Λυκουρόπουλε. Όχι μόνο για το ποιος είσαι, αλλά για το ποια είμαι εγώ όταν είμαι μαζί σου»
«Δεν ξέρω πώς θα μπορέσω να περάσω αυτή την καταραμένη νύχτα χωρίς εσένα»
«Αχ, μη μου το θυμίζεις!»
«Μην ανησυχείς, Γατούλα μου. Ο Λύκος σου θα βρει μια λύση»
~ ΑΡΓΑ ΤΟ ΒΡΑΔΥ ~ ΑΚΟΜΑ ΣΤΟ ΠΑΛΑΤΙ ~
Τα δύο μωρά και τα κορίτσια, η Πανδώρα, η Αναΐς και η Εύα, κοιμούνται στα δωμάτια τους και οι γυναίκες είναι στο σαλόνι. Η Σελήνη, φορώντας ένα απ' τα πουκάμισα του Άρη, είναι εκνευρισμένη και γκρινιάζει όλη την ώρα.
«Η ώρα δεν περνάει καθόλου! Να χέσω τις παραδόσεις μας!»
Αυτή γέρνει το κεφάλι της πίσω και εκθέτει τον λαιμό της. Τότε, κάτι τραβάει την προσοχή της Μαίρης.
«Σελήνη, τι είναι αυτό στο λαιμό σου;»
«Ποιο;»
Αυτή την πλησιάζει για να δει καλύτερα κι αρχίζει να γελάει.
«Ω, Θεέ μου! Ο Οδυσσέας θα εκραγεί»
«Γιατί, καλέ; Τι έχω;»
«Μία πιπιλιά, κοριτσάκι μου. Και μάλιστα μια αρκετά μεγάλη»
«Αλήθεια; Πάλι;»
Αυτή τρέχει μπροστά στον καθρέφτη και τσεκάρει το λαιμό της.
«Γαμώτο! Του έχω πει να μην μου κάνει ορατά σημάδια. Πώς στο διάολο το κάνει και δεν το καταλαβαίνω;»
Η Θαλασσινή χαχανίζει.
«Προφανώς είσαι απασχολημένη με άλλα πράγματα εκείνη την στιγμή»
Η Σελήνη κάθεται ξανά πίσω στον καναπέ.
«Ναι. Αυτό συμβαίνει όταν τα άλλα πράγματα είναι πολύ μεγάλα. Σου αποσπούν την προσοχή. Αν καταλαβαίνετε τι εννοώ;»
Η Μαίρη δαγκώνει το κάτω χείλος της.
«Ξέρουμε, κοριτσάκι. Τουλάχιστον εγώ ξέρω»
Η Χλόη χαμογελάει πονηρά.
«Αλήθεια, βρε Μαίρη μου, μιας που το ανέφερες ... Για πόσα εκατοστά μιλάμε;»
«Θέλεις να μάθεις αν αληθεύουν οι φήμες, έτσι δεν είναι;»
«Όχι. Ξέρω ότι οι φήμες είναι αληθινές. Το είδα στη φωτογράφιση, θυμάσαι; Απλά θέλω να μάθω το ακριβές μέγεθος. Είμαι χάλια στο να μετράω με τα μάτια»
Αυτές γελάνε και τότε, η Μαίρη προτείνει μια συμφωνία.
«Εντάξει, λοιπόν, θα σας πω, αλλά μετά θα κάνετε όλες το ίδιο. Σύμφωνοι;»
Η Σελήνη βαράει παλαμάκια.
«Σύμφωνοι. Ω, Θεέ μου! Μ' αρέσει αυτή η συζήτηση!»
Η Θαλασσινή συμφωνεί, όπως και η Χλόη, η οποία όμως ζητάει κάτι.
«Σύμφωνοι, αλλά θα χρειαστώ έναν χάρακα»
Η Μαίρη πηγαίνει στο γραφείο του Τζάκου και επιστρέφει μ' έναν χάρακα. Τον δίνει στην Χλόη, κάθεται πίσω στον καναπέ και παίρνει πονηρό ύφος.
«Επιτρέψτε μου να ξεκινήσω πρώτη. Είκοσι οχτώ εκατοστά, σκύλες. Είκοσι οχτώ εκατοστά λαγνείας και πάθους»
Η Χλόη μετράει στον χάρακα πόσο είναι τα είκοσι οχτώ εκατοστά και τα μάτια της ανοίγουν διάπλατα.
«Για όνομα του Θεού! Που χωράει όλο αυτό;»
Το γέλιο γίνεται όλο και πιο δυνατό. Μετά τη Μαίρη, είναι η σειρά της Θαλασσινής.
«Μχμμμ ... Είναι λίγο μεγαλύτερο απ' τα δυο μου χέρια, άρα είκοσι τέσσερα εκατοστά»
Η Χλόη μετράει ξανά.
«Κι εγώ εκεί είμαι. Στα είκοσι τέσσερα»
Αυτή κάνει να δώσει τον χάρακα στη Σελήνη, αλλά εκείνη αρνείται.
«Δεν το χρειάζομαι αυτό. Ξέρω ακριβώς. Είκοσι έξι. Να ρωτήσω όμως κάτι; Έχει πραγματικά τόση σημασία το μέγεθος; Θέλω να πω, αν ο άντρας ξέρει τι κάνει, έχει σημασία αν το καβλί του είναι είκοσι, είκοσι τέσσερα ή είκοσι οχτώ εκατοστά;»
Η Θαλασσινή σηκώνει τα χέρια.
«Μη ρωτάς εμένα. Έχω πάει μόνο μ' έναν άντρα. Ας μας πουν οι πιο έμπειρες»
Η Χλόη σουφρώνει τα χείλη.
«Ούτε εγώ μπορώ να ξέρω. Όλοι οι εραστές μου μέχρι τώρα ήταν αξιοπρεπέστατοι»
Η Σελήνη κοιτάζει την Μαίρη.
«Εσύ τι λες, σοφή Μαίρη;»
Η Μαίρη πίνει μια γουλιά απ' το ποτό της.
«Δεν έχω εμπειρία με κάποιον που ήταν ελλειπτικός, αλλά νομίζω ότι αν μιλάμε για σοβαρή έλλειψη πόντων, ας πούμε δώδεκα, τότε ναι, σίγουρα το μέγεθος έχει σημασία. Αλλά αν η διαφορά είναι ένα-δύο εκατοστά, δεν νομίζω. Θα πρέπει να είναι το ίδιο πράγμα. Ειδικά αν ο άνδρας ξέρει τι κάνει»
Η Σελήνη χαμογελάει.
«Συμφωνώ. Για να καταλάβετε, ο Λύκος μου δεν χρειάζεται το καβλί του για να με κάνει να τελειώσω. Αυτός μπορεί να το κάνει μονάχα μ' ένα του δάχτυλο»
Η Μαίρη αναστενάζει.
«Χτυπάει το σημείο G, ε;»
«Βλέπω ότι ξέρεις για ποιο πράγμα μιλάω»
«Όσο καλύτερα μπορώ, κοριτσάκι. Ο αδερφός σου έχει μαγικά δάχτυλα»
Όλες, εκτός απ' τη Σελήνη, παίρνουν τα ποτήρια τους και τα σηκώνουν ψηλά, μιλώντας όλες μαζί.
«Στην υγειά της νύφης!»
Η Σελήνη σηκώνει το δικό της.
«Και στου γαμπρού!»
Πριν προλάβουν να πιούν μια γουλιά, το τηλέφωνο της Σελήνης αρχίζει να χτυπάει με τον ήχο κλήσης που αυτή έχει διαλέξει για εκείνον.
* Αν υπάρχει παράδεισος, τότε είναι στα μάτια σου ... Στου κορμιού τα παλάτια σου, σαν βασίλισσα μπήκα ... Αν υπάρχει παράδεισος, τότε είναι στα μάτια σου ... Αν υπάρχει παράδεισος, επιτέλους τον βρήκα *
Η Χλόη γυρίζει τα μάτια της.
«Κατά φωνή! Αυτός δεν μπορεί να μείνει μακριά, ούτε για λίγο. Για όνομα του Θεού!»
Η Θαλασσινή χαμογελάει.
«Απ' ότι φαίνεται, ήρθε η ώρα να πάρεις τη δόση σου, κοριτσάκι»
Η Σελήνη αναστενάζει.
«Αχ, ναι! Επιτέλους!»
Η Μαίρη την προτρέπει.
«Άντε, σήκωσε το. Μην τον αφήνεις να περιμένει»
Η Σελήνη αρπάζει το τηλέφωνο και το βάζει στ' αυτί της.
«Λύκε μου; ... Επιτέλους! ... Φυσικά, μου έλειψες. ... Ναι! Ναι! Δώσε μου ένα λεπτό»
Αυτή βάζει το χέρι της στο μικρόφωνο και απευθύνεται στις άλλες.
«Με συγχωρείτε, κορίτσια μου, αλλά καταλαβαίνετε. Καλό σας βράδυ, και τα λέμε το πρωί»
Χωρίς να περιμένει απάντηση, αυτή ανεβαίνει τρέχοντας τις σκάλες. Οι άλλες γυναίκες αδειάζουν τα ποτήρια τους γελώντας. Η Θαλασσινή κοιτάζει προς τις σκάλες.
«Η νύφη μόλις μας παράτησε. Τι θα κάνουμε τώρα;»
Η Μαίρη κοιτάζει το ρολόι της.
«Θα πάμε για ύπνο. Πρέπει να είμαστε φρέσκες γι' αύριο»
Η Χλόη τρίβει τον σβέρκο της.
«Σχεδίαζα να κοιμηθώ με τη Σελήνη, αλλά αν πάω στο δωμάτιο της τώρα, θα με πετάξει έξω. Εντωμεταξύ, το μόνο άλλο διαθέσιμο δωμάτιο είναι του Στέφανου, αλλά δεν θέλω να κοιμηθώ μόνη μου»
Η Μαίρη την αγκαλιάζει.
«Κανένα πρόβλημα, κορίτσι μου. Μπορείς να κοιμηθείς μαζί μας. Το κρεβάτι μου είναι αρκετά μεγάλο»
«Αυτό είναι υπέροχο. Ευχαριστώ, Μαίρη. Παρεμπιπτόντως, ήθελα να σε ρωτήσω. Γιατί πήρατε τόσο μεγάλο κρεβάτι; Ο Ορέστης μου είχε ένα king size στο σπίτι, αλλά το δικό σου είναι ακόμα μεγαλύτερο»
Η Μαίρη σηκώνει τους ώμους της.
«Δεν ξέρω τι να σου πω. Ήταν ιδέα του Τζάκου. Το έκανε ειδική παραγγελιά. Όταν τον ρώτησα, μου είπε ότι απλώς χρειαζόταν χώρο»
Η Θαλασσινή χαχανίζει.
«Προφανώς το μέγεθος του κρεβατιού πάει πακέτο με το μέγεθος του πέους»
Αυτές γελάνε καθώς ανεβαίνουν τις σκάλες προς την κρεβατοκάμαρα.
~ ΔΙΠΛΑΝΗ ΠΟΡΤΑ ~ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΑΛΕΚΟΥ & ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ~
~ ΛΙΓΗ ΩΡΑ ΠΡΙΝ ΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΗΜΑ ΤΟΥ ΑΡΗ ΣΤΗΝ ΣΕΛΗΝΗ ~
Ο Στέφανος, ο Ιάσονας και τα δίδυμα κοιμούνται και οι άντρες, κάτω στο σαλόνι, κάνουν παρέα με δύο μπουκάλια. Ένα με μπέρμπον τριάντα ετών και ένα με μπλε Johhny Walker. Ο Άρης σηκώνει το ποτήρι του.
«Άσπρο πάτο, κυρίες μου. Αύριο το λουρί μου γίνεται επίσημο με δόξα και τιμή!»
Αυτός αδειάζει το ποτήρι του, χωρίς να παρατηρεί την πονηρή ματιά που ανταλλάσσουν όλοι οι άλλοι πριν αδειάσουν κι αυτοί τα ποτήρια τους. Ο Οδυσσέας ξεφυσάει.
«Αν συνεχίσουμε να πίνουμε έτσι, μας βλέπω σύντομα σε κέντρο απεξάρτησης. Τα συκώτια μας θα καταρρεύσουν»
Ο Τζάκος του χαμογελάει.
«Απ' τη στιγμή που θα είμαι μαζί σου στο δωμάτιο, δεν με νοιάζει τίποτα, Αγαπούλη μου»
Ο Οδυσσέας τον αγριοκοιτάζει.
«Άντε γαμήσου, ρε Διεστραμμένε. Ούτε τον πυρετό μου δεν μοιράζομαι μαζί σου. Πόσο μάλλον το δωμάτιο μου»
Ο Βίκος προσπαθεί ν' αλλάξει θέμα.
«Λοιπόν, Λύκε; Πως αισθάνεσαι; Είσαι ακόμα νευρικός;»
Ο Άρης κουνάει το κεφάλι του.
«Όχι, καλέ. Αυτό ήταν απλώς ένα ξέσπασμα. Τώρα, ανυπομονώ!»
Ο Αλέκος πίνει μια γουλιά.
«Εγώ πάντως δεν νομίζω ότι ο γάμος αλλάζει κάτι. Είναι απλά ένα κομμάτι χαρτί. Δεν αγαπάω λιγότερο τον Οδυσσέα μου επειδή η σχέση μας δεν έχει επισημοποιηθεί»
Ο Οδυσσέας του χαϊδεύει τα μαλλιά.
«Τα συναισθήματα δεν αλλάζουν, μωρό μου. Το μόνο που συμβαίνει είναι ότι το ζευγάρι ανήκει επίσημα ο ένας στον άλλο. Με τη σφραγίδα του Θεού ή του δημάρχου. Ας ελπίσουμε ότι η κοινωνία μας θα ξυπνήσει μια μέρα και θα δεχτούν το γάμο για τα ομόφυλα ζευγάρια»
Ο Τζάκος συμφωνεί.
«Συμφωνώ μαζί σου, Αγαπούλη μου. Είναι τελείως διαφορετικό να λες η σύζυγος μου ή ο σύζυγος μου παρά η κοπέλα μου ή το αγόρι μου»
Ο Άρης παίρνει ένα ονειροπόλο ύφος.
«Η σύζυγος μου, ε; Αυτή είναι η σύζυγος μου, η Σελήνη. Καλό ακούγεται»
Ο Οδυσσέας απευθύνεται στον Ορέστη.
«Και τώρα, είναι η σειρά σου, Βήτα. Είσαι ο μόνος εργένης πια»
Ο Ορέστης ρουθουνίζει.
«Ναι, το γνωρίζω»
Ο Βίκος τον κοιτάζει καχύποπτα.
«Βλέπω κάτι να έρχεται, αγορίνα μου;»
Ο Ορέστης τρίβει τον σβέρκο του.
«Καιρός δεν είναι; Απλώς ... Ψάχνω την κατάλληλη ευκαιρία»
Ο Αλέκος έχει μια ιδέα.
«Μπορείς να το κάνεις αύριο στην δεξίωση, όπως εγώ κι ο Βίκος. Αν είσαι προετοιμασμένος, φυσικά»
Ο Βίκος χαμογελάει.
«Ακριβώς. Γιατί εμείς δεν ήμασταν. Ήταν και για τους δύο κάπως απροσδόκητο»
Ο Άρης, που δεν ξέρει λεπτομέρειες, κοιτάζει τριγύρω απορημένος.
«Τι εννοείτε απροσδόκητο;»
Αυτός που απαντάει είναι ο Τζάκος.
«Δεν το είχαν προγραμματίσει. Η Μαίρη μου τα έκανε όλα. Πρώτα άλλαξε γνώμη στην Θαλασσινή για τον γάμο. Μετά, έσπρωξε τον Βίκο να της κάνει πρόταση και τέλος, ήταν αυτή που έσυρε τον Αλέκο στο μπάνιο και του άλλαξε τα φώτα»
Ο Οδυσσέας αναπολεί.
«Ήταν καταπληκτική, έτσι με την κοιλιά στο στόμα, καθώς τον άρπαξε απ' τα πέτα και κυριολεκτικά τον έσυρε στην τουαλέτα. Πέντε λεπτά αργότερα, ο Αλέκος ήταν στην πίστα και μου έκανε πρόταση. Ποτέ δεν έμαθα τι ακριβώς του είπε εκεί μέσα»
Ο Αλέκος χαμογελάει.
«Αφού πρώτα ούρλιαξε στη μούρη μου ότι είμαι ένας γαμημένος ηλίθιος, με κοπάνησε με το δάχτυλο της στο μέτωπο και μου έκανε μια μίνι διάλεξη. Μετά, με απείλησε ότι αν δεν σταματούσα να πληγώνω και να εκθέτω τον αγαπημένο της Οδυσσέα, θα μου έσπαγε τα μούτρα. Οπότε, δεν μπορούσα να το ρισκάρω. Το καταλαβαίνετε, έτσι;»
Ο Οδυσσέας είναι έτοιμος να λιώσει.
«Το γλυκό μου Μπισκοτάκι!»
Ο Άρης στρέφεται στον Τζάκο.
«Κι εσύ, Τζάκο, δεν ήξερες τίποτα για όλα αυτά;»
Ο Τζάκος χαμογελάει.
«Σχεδόν. Μου είπε ότι είχε κάτι στο μυαλό της, αλλά δεν ήξερα καθόλου λεπτομέρειες»
Τότε, ο Ορέστης κοιτάζει τον Άρη.
«Αρούλη; Αν το κάνω, έχεις πρόβλημα;»
Ο Άρης τον αγριοκοιτάζει.
«Τι μαλακίες είναι αυτές; Εννοείται πως όχι. Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι θα είχα πρόβλημα με κάτι που είναι τόσο σημαντικό για σένα;»
Ο Ορέστης κατεβάζει το κεφάλι.
«Έχεις δίκιο. Συγγνώμη που ρώτησα»
Ο Άρης βάζει το χέρι του στον ώμου του.
«Αν αυτό είναι που πραγματικά θέλεις, τότε προχώρα και μην το σκέφτεσαι άλλο. Θα είμαι πάντα δίπλα σου σ' οτιδήποτε θέλεις να κάνεις»
Ο Ορέστης χαμογελάει.
«Σ' ευχαριστώ, κολλητέ»
Αμέσως μετά, ο Άρης τελειώνει το υπόλοιπο ποτό στο ποτήρι του και σηκώνεται.
«Αν και περνάω υπέροχα μαζί σας, θα πρέπει να με συγχωρήσετε, αλλά έχω ένα πολύ σημαντικό τηλεφώνημα να κάνω»
Ο Αλέκος κοιτάζει το μεγάλο ρολόι στον τοίχο.
«Τέτοια ώρα; Σε ποιον;»
Ο Οδυσσέας καγχάζει.
«Μην μπαίνεις καν στον κόπο, μωρό μου. Η κατάστασή του είναι ανίατη. Ούτε η επιστήμη δεν μπορεί να το εξηγήσει»
Ο Ορέστης προσπαθεί να μην γελάσει.
«Το λουρί είναι μεγάλο βάσανο, ρε Αλέκο»
Ο Άρης γρυλίζει.
«Ξέρετε κάτι; Άντε γαμηθείτε όλοι σας, μαλάκες!»
Οι άλλοι γελούν καθώς αυτός ανεβαίνει τις σκάλες δείχνοντας τους το μεσαίο του δάχτυλο. Ο Τζάκος του φωνάζει.
«Μην ακούς κανέναν, Λύκε. Κάνεις αυτό που νιώθεις σωστό»
Ο Άρης του χαμογελάει απ' την κορυφή της σκάλας.
«Αυτό ακριβώς σκοπεύω να κάνω, Τζάκο. Καληνύχτα σε όλους»
Αφού αυτοί τον καληνύχτισαν, αυτός εξαφανίζεται κι ο Τζάκος παίρνει φωτιά.
«Και τώρα, Αγαπούλη μου, ήρθε επιτέλους η ώρα!»
Ο Οδυσσέας τον κοιτάζει ανίδεος γι' αυτό που θ' ακολουθήσει.
«Η ώρα για ποιο πράγμα;»
Ο Τζάκος χτυπάει παλαμάκια χαμογελώντας όλο δόντια.
«Για να μας πεις που θα κοιμηθούμε. Έλα, μωρό μου, φτιάξε τη νύχτα μου! Έλα! Έλα!»
Ο Οδυσσέας βάζει τα χέρια στην μέση του.
«Θέλεις να σου φτιάξω τη νύχτα σου, ε; Εντάξει λοιπόν. Εγώ κι ο Αλέκος μου στην κρεβατοκάμαρα μας, φυσικά, κι αφού ο Λύκος πήρε το ξενώνα, ο Ορέστης κι ο Βίκος θα κοιμηθούν αγκαλίτσα στο δωμάτιο της Πανδώρας»
Ο Τζάκος κάνει τους υπολογισμούς, αλλά κάτι δεν του βγαίνει σωστά.
«Κι εγώ;»
Ο Οδυσσέας χαμογελάει αυτάρεσκα.
«Εσύ, εδώ, στο σαλόνι. Υπάρχουν πολλοί καναπέδες. Διάλεξε έναν»
Το πρόσωπο του Τζάκου γεμίζει απελπισία, αλλά ο Οδυσσέας δεν σταματάει.
«Η άλλη σου επιλογή είναι το σκυλόσπιτο της Πηνελόπης»
Η απελπισία του Τζάκου μεγαλώνει και γι' αυτό στρέφεται στον Αλέκο για παρηγοριά.
«Έλα τώρα! Γιατί μου το κάνεις αυτό; Πες κάτι, ρε Αλέκο!»
Ο Αλέκος σταυρώνει τα χέρια στο στήθος.
«Τι θέλεις, Τζάκο; Πες το καθαρά»
Ο Τζάκος παίρνει εκείνο το αξιαγάπητο λυπημένο ύφος που κανένας δεν μπορεί να του αντισταθεί.
«Θέλω να κοιμηθώ μαζί σας»
Ο Οδυσσέας εξανίσταται και δείχνει απειλητικά το δάχτυλο του στον σύντροφο του.
«Τι; Με τίποτα! Αποκλείεται! Αλέκο, πρόσεχε τι θα πεις γιατί εκτός από γάμο αύριο θα έχουμε και χωρισμό»
Ο Βίκος σπεύδει να σπρώξει λίγο τα πράγματα.
«Έλα τώρα, ρε Οδυσσέα! Κάντου τη χάρη να τελειώνουμε. Κοίταξε τον. Είναι πραγματικά κρίμα να κοιμηθεί εδώ μονάχος»
Ο Οδυσσέας γυρίζει και τον κοιτάζει.
«Γιατί δεν τον παίρνεις στο κρεβάτι σου τότε;»
Ο Βίκος λέει κάτι πολύ λογικό.
«Αν ήθελε εμένα, πολύ ευχαρίστως. Αυτός όμως θέλει εσένα»
Ο Οδυσσέας κοιτάζει τον Ορέστη και τον Βίκο, που μετά βίας συγκρατούν το γέλιο τους. Μετά γυρίζει στον Αλέκο, που απλώς σηκώνει τους ώμους. Και τέλος, αυτός στρέφεται στον Τζάκο, που τον κοιτάζει μ' αυτά τα ακαταμάχητα κουταβίσια μάτια, στα οποία κανείς δεν μπορεί ν' αντισταθεί. Ούτε καν αυτός.
«Ω, για όνομα του Θεού! Σταμάτα να με κοιτάς έτσι. Εντάξει. Εντάξει. Εντάξει. Ξέρω ότι θα το μετανιώσω, αλλά μπορείς να κοιμηθείς μαζί μας»
Ο Τζάκος ουρλιάζει από χαρά καθώς πέφτει πάνω στον Οδυσσέα και τον αγκαλιάζει σφιχτά.
«Ναι! Ναι! Επιτέλους!»
Ο Οδυσσέας τον σπρώχνει.
«Πάρε τα χέρια σου από πάνω μου, Διεστραμμένε. Είπα ότι μπορείς να κοιμηθείς μαζί μου, όχι να με γαμήσεις»
«Αυτή είναι μια καλή αρχή, Αγαπούλη μου. Το ένα φέρνει τ' άλλο!»
Ο Οδυσσέας γυρίζει τα μάτια του, αλλά πριν απαντήσει, ο Αλέκος χτυπάει τα χέρια του.
«Εντάξει, λοιπόν. Ας το διαλύσουμε γι' απόψε για να δούμε τι μας επιφυλάσσει η νύχτα»
Ο Οδυσσέας κατευθύνεται προς τις σκάλες.
«Μην ανεβείτε αμέσως πάνω. Χρειάζομαι λίγα λεπτά μόνος μου»
Ο Τζάκος απορεί.
«Τι θέλεις να κάνεις. Αγαπούλη;»
«Να φορέσω τσίγκινο σώβρακο, Διεστραμμένε. Αν ο αδερφός σου δεν νοιάζεται για τον κώλο μου, νοιάζομαι εγώ και γι' αυτό δεν πρόκειται να τον αφήσω απροστάτευτο δίπλα σου στο κρεβάτι»
Ο Τζάκος ξεσπάει σε γέλια ενώ ο Αλέκος ανοίγει το στόμα του έκπληκτος.
«Ποιος στο είπε αυτό; Φυσικά και με νοιάζει ο κώλος σου. Περίμενε!»
Ο Οδυσσέας τρέχει επάνω και ο Αλέκος με τον Τζάκο τον ακολουθούν, αφήνοντας τους άλλους δύο να κλαίνε από τα γέλια καθώς πηγαίνουν κι αυτοί για ύπνο.
~ ΠΙΣΩ ΣΤΟ ΠΑΛΑΤΙ ~ ΚΡΕΒΑΤΟΚΑΜΑΡΑ ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ ~
~ ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ~
Η Σελήνη μπαίνει στο δωμάτιο ενθουσιασμένη και ξαναβάζει το τηλέφωνο στ' αυτί της.
«Άρη μου; Είσαι εκεί;»
Η Φωνή του ακούγεται βαθιά και ερεθιστική όπως πάντα.
«Πάντα, μωρό μου. Είσαι μόνη σου τώρα;»
«Ναι. Είμαι στην κρεβατοκάμαρα μας. Εσύ;»
«Κι εγώ μόνος είμαι στον ξενώνα»
«Μου λείπεις»
«Κι εμένα μου λείπεις, Γατούλα, αλλά αυτό είναι κάπως διασκεδαστικό, δεν νομίζεις;»
«Ναι. Είναι σαν να είμαστε στο λύκειο και να μιλάμε κρυφά στο τηλέφωνο»
«Ναι, αλλά δεν έχω σκοπό να κρατήσω τη συνομιλία μας κατάλληλη για ανηλίκους. Πες μου, τι φοράς»
«Ένα πουκάμισο σου»
«Και κάτω απ' αυτό;»
«Όχι πολλά. Μόνο το κιλοτάκι μου»
«Ποιο κιλοτάκι;»
«Το αγαπημένο σου, αυτό με την μπλε δαντέλα»
«Σκατά, Γατούλα! Με σκοτώνεις!»
Αυτή γελάει κι αυτός το πάει παρακάτω.
«Βγάλε μια φωτογραφία και στείλε μου τη»
«Θα το κάνεις κι εσύ;»
«Αμέ»
Βγάζουν και οι δύο από μια selfie και την στέλνει ο ένας στον άλλον.
Ο Άρης αναστενάζει.
«Αχ, ρε μωρό μου! Είσαι τόσο όμορφη!»
Η Σελήνη χαϊδεύει το πρόσωπο του στην οθόνη του κινητού.
«Κι εσύ»
«Ξέρεις κάτι; Έχω μία ιδέα»
«Τι;»
«Θα δεις. Βάλε με ανοιχτή ακρόαση»
Αυτή πατάει ενθουσιασμένη το κουμπί και τοποθετεί το τηλέφωνο δίπλα της στο μαξιλάρι.
«Εντάξει. Το έκανα»
«Ωραία. Τώρα ξάπλωσε ανάσκελα και άνοιξε τα κουμπιά του πουκαμίσου»
«Όλα;»
«Ναι»
Αυτή κάνει αυτό που της λέει.
«Εντάξει»
«Τώρα κλείσε τα μάτια σου και φαντάσου ότι είμαι ξαπλωμένος δίπλα σου»
«Μμμμ ... Μ' αρέσει αυτό»
«Το ξέρω, μωρό μου. Πες μου, νιώθεις την ανάσα μου στο λαιμό σου;»
«Ναι ... Με καίει»
«Θέλεις να σε δροσίσω;»
«Ναι»
«Ναι, τι;»
«Ναι, Αφέντη»
«Τότε, θ' αγγίξω τα βυζιά σου. Χωρίς δισταγμό. Επειδή είναι ...;»
« ... δικά σου, Αφέντη»
«Μπράβο το κορίτσι μου! Είναι δικά μου, οπότε τα σφίγγω δυνατά και δαγκώνω τις ρόγες σου ... Έτσι όπως σ' αρέσει»
«Ω, Θεέ! Ναι! Ναι!»
«Το νιώθεις, Γατούλα; Νιώθεις τον πόνο;»
«Ναι, Αφέντη μου! Ναι! Ναι! Ναι!»
«Μπράβο, Γατούλα! Και τώρα, το χέρι μου κατεβαίνει ανάμεσα στα πόδια σου και μπαίνει μέσα στη κιλότα σου. Σ' αγγίζω απαλά. Τα δάχτυλα μου γλιστρούν επειδή είσαι υγρή. Το μουνάκι σου είναι πολύ υγρό, Γατούλα. Μουσκεύεις τα δάχτυλα μου και με τρελαίνεις όπως κάνεις κάθε φορά»
Η φωνή του βγαίνει βαριά και αισθησιακή απ' το ηχείο και αγαλλιάζει την καρδιά της και την ψυχή της, φτάνοντας μέχρι τον πυρήνα της ύπαρξης της. Είναι μακριά της και τόσο κοντά της ταυτόχρονα. Είναι μέσα στο μυαλό της, κι αυτή νιώθει το χέρι του πραγματικά μέσα στη κιλότα της. Αυτή κάνει καμάρα την πλάτη της κι αρπάζει το σιδερένιο κεφαλάρι του κρεβατιού με τις αρθρώσεις της άσπρες καθώς αυτή βογκάει βαθιά, ενώ αυτός συνεχίζει.
«Η κλειτορίδα σου είναι τόσο πρησμένη. Ακριβώς όπως μ' αρέσει. Την πειράζω κι εσύ είσαι έτοιμη να χύσεις, Γατούλα. Το μυρίζω»
«Ναι, Αφέντη. Είμαι έτοιμη. Μη σταματάς!»
«Ικέτευσε!»
«Σε ικετεύω, Αφέντη μου! Κάνε με να χύσω. Γάμησε με, με τα δάχτυλα σου!»
«Δύο δάχτυλα, μωρό μου. Δύο δάχτυλα γλιστρούν μέσα στο υγρό μουνάκι σου. Μπαίνουν βαθιά και τρίβουν το μέσα σου. Τα νιώσεις;»
«Ναι, Αφέντη»
«Ανεβάζω το ρυθμό, Γατούλα. Κουνάω τα δάχτυλα μου γρήγορα κι εσύ χύνεις. Χύνεις δυνατά κι ουρλιάζεις. Τώρα!»
Ο οργασμός κυριεύει το σώμα της που σπαρταράει στο στρώμα και μια κραυγή ευχαρίστησης ξεφεύγει απ' το λαιμό της, σκίζοντας σχεδόν τις φωνητικές της χορδές. Ακούγοντας την κραυγή της μέσα απ' τη γραμμή, αυτός χαμογελά καθώς πέφτει πίσω στο μαξιλάρι, κλείνει τα μάτια του και τη φαντάζεται ξαπλωμένη στο κρεβάτι, να προσπαθεί να βρει την ανάσα της και να δαγκώνει τα χείλη της με τον δικό της αθώο τρόπο που πάντα αγαλλιάζει την ψυχή του και γεμίζει με φως τη σκοτεινή του ζωή. Λίγα λεπτά αργότερα, η φωνή της, απόλυτα ικανοποιημένη, ακούγεται απ' το ηχείο του τηλεφώνου του.
«Λύκε μου ...;»
«Εδώ είμαι, Γατούλα»
«Αυτό ήταν ... καταπληκτικό!»
«Στο είπα ότι θα βρω μια λύση»
«Ναι»
«Δεν χρειάζεται να μου πεις αν σ' άρεσε. Το ξέρω ήδη. Αυτό που θέλω να μάθω είναι αν είσαι ικανοποιημένη»
«Σαν να ήσουν εδώ»
«Ήμουν εκεί, μωρό μου. Θα είμαι πάντα εκεί για σένα, ακόμα κι όταν λείπω, και ξέρεις γιατί;»
«Γιατί;»
«Επειδή είμαι μέσα σου, Γατούλα. Δεν κατέχω μόνο το τέλειο κορμί σου, κατέχω και το λαμπρό μυαλό σου»
«Κατέχεις πολλά περισσότερα απ' αυτά. Την καρδιά μου, την ψυχή μου, όλη μου την ύπαρξη. Υπάρχω γιατί υπάρχεις εσύ»
«Το ξέρω, μωρό μου. Το ίδιο ισχύει και για μένα. Σ' αγαπάω, Σελήνη μου, και ανυπομονώ να σε παντρευτώ αύριο»
«Κι εγώ, Άρη μου. Ανυπομονώ να γίνω δικιά σου κάτω απ' τα μάτια του Θεού»
«Ναι, μωρό μου. Όμως πέρασε η ώρα. Πρέπει να κοιμηθούμε λίγο»
«Ναι, το ξέρω, αλλά ...»
«Αλλά τι, ψυχή μου;»
«Δεν νομίζω ότι μπορώ να κοιμηθώ έξω απ' το ασφαλές μου μέρος, χωρίς να νιώθω την ανάσα σου στο πρόσωπο μου»
«Αχ, βρε Γατούλα! Τι θα κάνω με σένα; Τέλος πάντων! Ο Λύκος σου έχει μια λύση και γι' αυτό»
«Τι;»
«Θ' αφήσουμε τη γραμμή ανοιχτή όλη τη νύχτα για ν' ακούμε ο ένας την ανάσα του άλλου και να πούμε καλημέρα το πρωί όπως κάνουμε κάθε μέρα. Τι λες;»
«Νομίζω ότι είναι εξαιρετική ιδέα, αλλά, για πες μου. Τώρα το σκέφτηκες ή από πριν;»
«Με τσάκωσες, Γατούλα. Από πριν»
«Πώς γίνεται;»
«Δεν είσαι η μόνη που δεν μπορείς να κοιμηθείς χωρίς την ανάσα του συντρόφου σου στο πρόσωπο σου»
«Σε λατρεύω, ρε μπαγάσα!»
«Κλείσε τα μάτια σου, ψυχή μου και περίμενε με. Θα έρθω να σε βρω στα όνειρα σου. Καληνύχτα, Γατούλα»
«Καληνύχτα, Λύκε»
Και έτσι, απλώς αποκοιμήθηκαν, ακούγοντας ο ένας την ανάσα του άλλου.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro