
Η γέννηση της Λύκαινας
Λίγο αργότερα, ο Άρης κάθεται στη μέση του κρεβατιού, με την πλάτη του στο κεφαλάρι και τα χέρια του τυλιγμένα γύρω απ' την Σελήνη, η οποία κάθεται ανάμεσα στα πόδια του και ακουμπάει στο στήθος του. Αυτός θέλει να την έχει υπό έλεγχο για να συγκρατήσει κάθε είδους κακή αντίδραση όταν αυτή μάθει την αλήθεια. Αυτή γυρίζει το κεφάλι της πίσω και τον κοιτάζει.
«Λοιπόν; Τι είναι αυτό το πολύ σημαντικό πράγμα που πρέπει να μάθω;»
Εδώ είμαστε, Άρη. Ή τώρα ή ποτέ.
«Πες μου, σε παρακαλώ, τι θυμάσαι απ' την επίθεση;»
Αυτός νιώθει το σώμα της να σφίγγεται μέσα στην αγκαλιά του.
«Άρη, δεν μπορώ να σου πω. Μη με πιέζεις!»
«Μωρό μου, είναι πολύ σημαντικό, αλλιώς δεν θα επέμενα. Πες μου τι ακριβώς θυμάσαι»
«Δεν θυμάμαι πολλά. Ο Πέτρος ήταν μεθυσμένος και ο Μάρκος μας πήγαινε σπίτι. Εγώ δεν είχα πιει καθόλου, αλλά ο μαλακοπίτουρας δεν μ' άφηνε ποτέ να οδηγήσω γιατί δεν μ' εμπιστευόταν. Κάποια στιγμή παρκάραμε στην άκρη γιατί αυτός ήθελε να ξεράσει. Εγώ έμεινα στο αυτοκίνητο με τον Μάρκο γιατί έκανε κρύο. Και τότε αυτός ... Ο Μάρκος, εννοώ ... Μου επιτέθηκε ξαφνικά. Δεν ξέρω γιατί. Δεν είχε δείξει ποτέ τέτοια δείγματα. Φαινόταν τόσο καλός. Κι εγώ ... Δεν έκανα τίποτα, Άρη. Στ' ορκίζομαι. Δεν τον προκάλεσα ποτέ. Ούτε φορούσα πρόστυχα ρούχα. Με πιστεύεις;»
«Φυσικά, σε πιστεύω, μωρό μου. Δεν είχα ποτέ αμφιβολία. Συνέχισε»
«Όταν μου επιτέθηκε, άρχισα να ουρλιάζω. Ο Πέτρος άκουσε τις κραυγές μου και ήρθε τρέχοντας, αλλά ο Μάρκος τον χτύπησε και μετά συνέχισε μαζί μου. Δεν θυμάμαι τίποτα άλλο. Ξύπνησα στο νοσοκομείο»
«Πες μου κάτι. Θυμάσαι να σου επιτίθεται ο Μάρκος; Δηλαδή, θυμάσαι να σε χτυπάει ή να σου κάνει ... το άλλο;»
Αυτή γυρίζει και τον κοιτάζει έκπληκτη.
«Γιατί το ρωτάς αυτό;»
«Απάντησέ μου»
«Ειλικρινά, όχι. Δεν το θυμάμαι αυτό. Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι σχετικά μ' αυτόν είναι να σκύβει και ν' ακουμπάει το κεφάλι του στο τιμόνι»
«Λοιπόν, Γατούλα, άκουσε με προσεκτικά. Εκείνο το βράδυ δεν σου επιτέθηκε ο Μάρκος. Κάποιος άλλος το έκανε»
Στο άκουσμα αυτών των λέξεων, το σώμα της γίνεται πέτρα. Αυτός το νιώθει, όταν αυτή πιέζει τα χέρια του πάνω της, ενώ η ανάσα της βγαίνει με δυσκολία.
«Αν δεν ήταν αυτός, τότε ποιος ήταν;»
«Ο Πέτρος»
«Ο Πέτρος; Όχι. Όχι. Δεν μπορεί! Με τίποτα! Όχι! Γιατί να το κάνει αυτό; Ο Μάρκος ήταν. Ο Πέτρος μου είπε ... Οι γονείς μου ... Ο Μάρκος ζήλευε τον Πέτρο. Ήθελε να του κάνει κακό και επειδή δεν μπορούσε να το κάνει σ' εκείνον, την πλήρωσα εγώ. Έτσι έγινε»
«Όχι, μωρό μου. Δεν έγινε έτσι»
«Πώς το ξέρεις; Ποιος στο είπε;»
«Ο Μάρκος. Ομολόγησε τα πάντα στον Ορέστη μετά την κατάρρευση σου»
«Και τον πιστεύεις;»
«Έχει αποδείξεις, καρδιά μου. Αυτός ήταν που σε μετέφερε στο νοσοκομείο με τα πόδια όταν ο Πέτρος πήρε τ' αυτοκίνητο και σας άφησε στην ερημιά. Περπάτησε όλη τη νύχτα κουβαλώντας σε και όταν φτάσατε στο νοσοκομείο, κατέρρευσε. Νοσηλεύτηκε για αρκετές μέρες με βρογχοπνευμονία. Δεν ήσουν η μόνη που κινδύνεψες εκείνο το βράδυ. Έχει τα χαρτιά που υπέγραψε για την επέμβαση σου. Ανέλαβε την πλήρη ευθύνη. Σ' έσωσε»
«Όχι! Είναι ... Δεν μπορεί, ρε Άρη! Πως ...; Γιατί ...;»
«Ξέρω ότι ακούγεται τρελό και είναι δύσκολο να το καταπιείς, αλλά σκέψου. Τους ξέρεις και τους δύο. Ποιος απ' αυτούς είναι πραγματικά ικανός για κάτι τέτοιο; Ο Μάρκος ή ο Πέτρος;»
Αυτή τρέμει σαν φύλλο στον βοριά. Δάκρυα κυλούν απ' τα μάτια της σαν καταρράκτης. Αυτός νιώθει την καρδιά της να χτυπάει σαν τρελή, και η μυρωδιά της ... Η μυρωδιά της αλλάζει. Προσπαθεί να σηκωθεί, αλλά εκείνος σφίγγει τη λαβή του. Αυτή τη στιγμή είναι εύθραυστη σαν το γυαλί. Το χτύπημα της αλήθειας έχει προκαλέσει ρωγμές. Πρέπει να την κρατήσει ενωμένη. Αν την αφήσει να σηκωθεί τώρα, θα γίνει κομμάτια. Πρέπει να την προστατέψει.
«Άσε με να σηκωθώ»
«Όχι! Όχι τώρα!»
«Άρη, είπα να μ' αφήσεις να σηκωθώ!»
«Σε παρακαλώ, Σελήνη! Σε ικετεύω! Μην το κάνεις!»
«Πώς μπόρεσε να μου το κάνει αυτό; Όλα αυτά τα χρόνια ... Και ο Μάρκος; Αυτός ήταν εκεί. Γιατί δεν με βοήθησε; Ούρλιαζα για βοήθεια και ... και ...»
Αυτός συνοφρυώνεται. Αυτή είναι η στιγμή που φοβάται. Η στιγμή της συνειδητοποίησης. Η στιγμή που αυτή πρέπει να περάσει μόνη της.
«Φοβόταν, ψυχή μου. Ο Πέτρος τον εκφόβιζε εδώ και χρόνια. Δεν θέλω να τον υπερασπιστώ. Μπορεί να του χρωστάω που σ' έσωσε τότε, αλλά θα πληρώσει κι αυτός που σ' έκανε να υποφέρεις. Όλοι θα πληρώσουν για ό,τι σου έκαναν. Στ' ορκίζομαι! Θα τους κάνω να μετανιώσουν τη στιγμή που γεννήθηκαν»
Ξαφνικά, αυτή αρχίζει να ουρλιάζει. Κρατάει το κεφάλι της που είναι έτοιμο να εκραγεί και ουρλιάζει σαν πληγωμένο ζώο. Με μια δύναμη, που αυτός δεν πίστευε ποτέ ότι είχε μέσα της, σπρώχνει τα χέρια του και τρέχει μακριά. Αυτή κρύβεται στη γωνία, στις σκιές. Αυτός δεν μπορεί να τη δει, αλλά μπορεί ν' ακούσει τους λυγμούς της και η καρδιά του αιμορραγεί επειδή δεν μπορεί να τη βοηθήσει. Πρέπει να τα καταφέρει μόνη της. Αυτός το γνωρίζει αυτό πολύ καλά. Το έχει περάσει κι εκείνος. Αυτό είναι που ονομάζουμε σημείο καμπής. Το σημείο όπου, είτε τα παρατάς και όλα καταρρέουν, χωρίς δυνατότητα ανάκαμψης ή αποφασίζεις να συνεχίσεις να παλεύεις και ζητάς βοήθεια.
Αυτός βάζει τα πόδια του στο πάτωμα και κάθεται στην άκρη του κρεβατιού, γέρνοντας μπροστά το κεφάλι του. Προσεύχεται στον Θεό να την βοηθήσει να κρατηθεί και να ζητήσει τη βοήθειά του, αλλά δεν έχει υπολογίσει τα πάντα. Φαίνεται ότι υπάρχει και τρίτος τρόπος. Το μονοπάτι που αυτή επιλέγει ν' ακολουθήσει, με αποτέλεσμα να τον εκπλήξει γι' άλλη μια φορά.
Μερικές φορές το να απελευθερώσεις το ζώο μέσα σου είναι ο μόνος τρόπος για να επιβιώσεις. Έτσι, αντί να καταρρεύσει ή να εκλιπαρήσει για βοήθεια, αυτή επιλέγει αυτό το μονοπάτι. Την τρίτη λύση. Απελευθερώνει το θηρίο μέσα της και, σαν άλλος φοίνικας, η Λύκαινα αναδύεται μέσα απ' τις στάχτες της παλιάς της ζωής.
Αυτή πηγαίνει σέρνοντας κοντά του. Αυτός την κοιτάζει και σηκώνει το χέρι του για να της χαϊδέψει τα μαλλιά, αλλά εκείνη το παίρνει και το φέρνει στα χείλη της. Του φιλάει την παλάμη. Την κοιτάζει κάπως μπερδεμένος. Τα μαλλιά της είναι μπερδεμένα. Τα μάγουλά της λάμπουν ένα ζωηρό κόκκινο χρώμα. Τα χείλη της είναι υγρά. Τα μάτια της είναι κόκκινα και γυαλίζουν, αλλά δεν κλαίει πια και είναι τόσο όμορφη.
«Όλη μου τη ζωή ήμουν ένα πρόβατο που απλώς ακολουθούσε το κοπάδι. Μ' έχουν βασανίσει. Μ' έχουν εκμεταλλευτεί. Μ' έχουν ταπεινώσει και πάντα έπαιρνα εγώ το φταίξιμο. Αλλά, όλα αυτά τελειώνουν σήμερα. Είμαι έτοιμη να σκοτώσω αυτό το πρόβατο και να ξαναγεννηθώ. Να γίνω αυτό που θέλεις να είμαι. Η μόνη ερώτηση είναι ... Με θέλεις;»
«Πρέπει πραγματικά ν' απαντήσω; Δεν ξέρεις ήδη την απάντηση;»
«Ναι, και γι' αυτό παλεύω. Σου υποσχέθηκα ότι θα πολεμήσω. Απλά θέλω να τ' ακούσω»
«Σε θέλω, Σελήνη. Σε θέλησα απ' την πρώτη στιγμή που σε είδα, σε θέλω τώρα και θα σε θέλω σ' όλη μου τη ζωή! Είσαι το φεγγάρι μου και ένας λύκος δεν μπορεί να ζήσει χωρίς το φεγγάρι του»
«Πες μου ότι μ' αγαπάς»
«Σ' αγαπάω περισσότερο απ' όσο μπορείς να φανταστείς»
«Φίλησέ με, Λύκε. Φίλησέ με όπως μόνο εσύ μπορείς. Φίλησέ με και δώσε πνοή στη Λύκαινα μέσα μου. Σκότωσε το πρόβατο και άσε με να ξαναγεννηθώ στα χέρια σου. Στο ασφαλές μέρος μου. Στο σπίτι μου»
Αυτός πιάνει τα χέρια της και σηκώνεται όρθιος, τραβώντας την μαζί του. Τυλίγει τα χέρια του γύρω από τη μέση της και εκείνη αγκαλιάζει τον λαιμό του.
«Ας αφήσουμε την Λύκαινα να γεννηθεί τότε»
Αυτός την νιώθει ν' αλλάζει και να μεταμορφώνεται στα χέρια του. Αισθάνεται το ξύπνημα μέσα της, το ξύπνημα της λύκαινας. Το νιώθει στον τρόπο που εκείνη ανταποκρίνεται στο φιλί του. Στον τρόπο που ρουφάει την ανάσα του ενώ ταυτόχρονα του παρέχει το οξυγόνο που χρειάζεται. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Τα πάντα πάνω της φωνάζουν αυτή την αλλαγή. Ο τρόπος που κινείται. Ο τρόπος που τον αγγίζει. Ο τρόπος που απαιτεί το δικό του άγγιγμα. Ο τρόπος που αναστενάζει ως απάντηση στα δικά του βογκητά.
Ωστόσο, παρά την αλλαγή, αυτός μπορεί να νιώσει την ανάγκη της για υποταγή, με τη μικρή διαφορά ότι τώρα αυτή η ανάγκη είναι μόνο γι' αυτόν. Αυτός κρατάει στα χέρια του ένα ανεξάρτητο, ισχυρό πλάσμα που ανήκει μόνο σ' αυτόν. Μόνο σ' αυτόν θα επιτρέψει να την υποτάξει. Κανένας άλλος. Ποτέ ξανά. Απ' ότι φαίνεται, ο Ορέστης είχε δίκιο τελικά. Αυτή κατάφερε να τον εκπλήξει ακόμα μια φορά, και γι' αυτό, όταν τελειώνει το φιλί, αυτός την κοιτάζει χαμογελώντας.
«Γιατί με κοιτάς έτσι;»
«Πρώτον, σε θαυμάζω και δεύτερον, προσπαθώ να καταλάβω τι στο διάολο συμβαίνει»
«Περίμενες να σπάσω, έτσι δεν είναι;»
«Μετά από κάτι τέτοιο, ναι, το φοβόμουν. Όταν άφησες τα χέρια μου και κρύφτηκες στις σκιές, το αίμα μου πάγωσε. Γιατί το έκανες αυτό;»
«Δεν ξέρω. Ήταν αυθόρμητο. Απλώς ένιωσα την ανάγκη να κρυφτώ. Οι σκιές με καλούσαν»
«Δεν θα σταματήσεις ποτέ να με εκπλήσσεις»
«Είναι κακό αυτό;»
«Πλάκα κάνεις; Είναι το καλύτερο. Το λατρεύω, Γατούλα»
«Νομίζω ότι πρέπει να βρεις ένα άλλο παρατσούκλι για μένα τώρα, Λύκε μου»
Αυτός ξεσπάει σε γέλια.
«Α, όχι! Μπορεί να είσαι μια υπέροχη και δυνατή λύκαινα τώρα, αλλά για μένα θα είσαι πάντα η γατούλα μου»
Αυτή πλαισιώνει το πρόσωπο του και του δίνει ένα ρουφηχτό φιλί στα χείλη.
«Αν είναι έτσι, Λύκε, ήρθε η ώρα να με κάνεις να γουργουρίζω»
«Μετά χαράς, Γατούλα»
Την σηκώνει στην αγκαλιά του, κάνει μερικά βήματα και την κολλάει στον τοίχο, χαϊδεύοντάς τους μηρούς της και όχι μόνο. Τα χείλη του συγκρούονται με τα δικά της καθώς τον τραβάει πάνω της. Ένα μουγκρητό ξεφεύγει απ' το στόμα της καθώς εκείνος βαθαίνει το φιλί όλο και πιο πολύ. Τέσσερα χείλη σ' ένα στόμα. Τίποτα δεν μπορεί να τους χωρίσει. Αυτή είναι η φωτιά κι εκείνος το μπαρούτι. Και όταν αυτά τα δύο ενωθούν, ξέρετε τι συμβαίνει ... ΕΚΡΗΞΗ !
Αυτή γλιστράει μέσα απ' τα χέρια του και όταν στέκεται ξανά στα πόδια της, αρπάζει το πουκάμισό του, στριφογυρίζει το σώμα του και τον καρφώσει στον τοίχο. Αυτός δεν αντιστέκεται. Είναι πολύ έκπληκτος, αλλά και πολύ ενθουσιασμένος για να το κάνει.
«Ουάου, Γατούλα»
«Πες μου κάτι, Λύκε. Έπαιξες ποτέ τον ρόλο του υποτακτικού;»
«Απ' όσο θυμάμαι, όχι»
«Τότε, ήρθε η ώρα να μάθεις πώς είναι!»
«Ορίστε;»
Φιλώντας πεινασμένα τα χείλη του, πιάνει τον γιακά του πουκαμίσου του και το σκίζει με μια γρήγορη κίνηση, κάνοντας τα κουμπιά να εκσφενδονιστούν προς όλες τις κατευθύνσεις. Αρχίζει να φιλάει το σώμα του, απ' τον λαιμό του μέχρι κάτω απ' τον αφαλό του. Αυτός περνάει τα χέρια του μέσα απ' τα μαλλιά του και βογκάει βαθιά.
«Σήμερα είσαι δικός μου. Εγώ είμαι η αφέντρα κι εσύ είσαι το κατοικίδιο μου. Σύμφωνοι;»
«Έχεις δεκαπέντε λεπτά, Γατούλα. Μετά θα ξυπνήσει ο Λύκος»
«Μου φτάνουν και μου περισσεύουν!»
Αυτή αρπάζει τη ζώνη του, τον τραβάει και τον πετάει στο κρεβάτι πριν τον καβαλήσει χωρίς να σταματήσει ούτε λεπτό να τον φιλάει παντού. Η έκφραση στο πρόσωπό του είναι ανεκτίμητη και την κάνει να γελάσει.
«Τι τρέχει, Λύκε; Σου φαίνεται περίεργο, έτσι δεν είναι;»
«Εγώ ... Εννοώ ... Γαμώτο! Μη μου δίνεις σημασία. Απλά, κάνε με ότι θες!»
Με γρήγορες και αποφασιστικές κινήσεις, ξεφορτώνεται τα υπόλοιπα ρούχα της και, χωρίς να χάσει άλλο χρόνο, παίρνει όλο του το μήκος μέσα της και αρχίζει να τον καβαλάει γρήγορα, όπως θα έκανε μια Αμαζόνα με τον φτερωτό επιβήτορά της. Αυτός απολαμβάνει τη βόλτα, με τα χέρια του ανοιχτά στα πλάγια, αφήνοντας προσωρινά τον πλήρη έλεγχο σ' αυτήν, που η ανάσα της ρέει μέσα κι έξω απ' τους πνεύμονές της καθώς κουνιέται στην αγκαλιά του, τρίβοντας τα μέσα της με το σκληρό του πέος. Τα επιφωνήματα ευχαρίστησης του την ερεθίζουν ακόμη περισσότερο, φέρνοντάς τη στο απροχώρητο. Λυγίζει την πλάτη της, ρίχνει το κεφάλι της προς τα πίσω και τελειώνει πάνω στο πέος του, ουρλιάζοντας σαν πραγματική λύκαινα. Καταρρέει πάνω του, εξαντλημένη, προσπαθώντας να πάρει ανάσα. Αυτός βάζει το χέρι του στα μαλλιά της.
«Ικανοποιήθηκες, Γατούλα;»
«Και με το παραπάνω, θα έλεγα»
«Μπράβο! Τώρα όμως, είναι η σειρά μου!»
«Σκατά!»
Ένα γέλιο έκπληξης ξεφεύγει απ' το στόμα της όταν αυτός, χωρίς καν να βγει από μέσα της, στρίβει το σώμα του, την βάζει από κάτω του και αρχίζει να τη γαμάει, σφίγγοντας τα δάχτυλά του γύρω απ' το λαιμό της.
«Αυτό που συνέβη πριν, Γατούλα, συνέβη επειδή τ' άφησα να συμβεί, και αν συμβεί ξανά, θα συμβεί επειδή θα τ' αφήσω εγώ να συμβεί. Μπορεί να μου πέρασες λουρί, αλλά εγώ θα είμαι πάντα ο κυρίαρχος. Έγινα κατανοητός;»
«Ναι»
«Ναι τι;»
«Ναι, Αφέντη!»
«Μπράβο το κορίτσι μου! Και τώρα θέλω να χύσεις ξανά»
«Ναι, Αφέντη! Γάμησέ με πιο δυνατά!»
Αυτός σπρώχνει δυνατά κι εκείνη ασθμαίνει, νιώθοντας τις φλέβες του πέους του να πάλλονται στον κόλπο της. Το γυμνασμένο του κορμί γυαλίζει απ' τον ιδρώτα καθώς ανεβοκατεβαίνει πάνω της. Το λάγνο βογκητό του γεμίζει τ' αυτιά της και ο πόνος ανάμεσα στα πόδια της μεγαλώνει. Κάθε νευρώνας στο σώμα της πυροδοτείτε με αισθητηριακή υπερφόρτωση καθώς η ζεστή αίσθηση του οργασμού πλημμυρίζει τον πυρήνα της.
Για άλλη μια φορά, υπακούει την εντολή του και τελειώνει την ίδια στιγμή που εκείνος εκρήγνυται μέσα της με μερικές δυνατές ωθήσεις. Ουρλιάζουν και οι δύο μαζί, αλλά δεν είναι αρκετό για να μειώσει την ένταση των σωμάτων τους, και έτσι, αυτός βυθίζει τα δόντια του στη σάρκα του ώμου της, ενώ εκείνη γδέρνει με τα νύχια της την πλάτη του, αφήνοντας οκτώ παράλληλες γραμμές στο δέρμα του. Γιατί όπως όλοι ξέρουμε, ο λύκος έχει κυνόδοντες, αλλά η γατούλα έχει νύχια.
Λίγες στιγμές μετά, αυτή είναι ξαπλωμένη πάνω του, με το κεφάλι της ακουμπισμένο στο στήθος του, και αυτός χαϊδεύει την πλάτη και τα μαλλιά της. Καθώς αυτή ακούει τους σταθερούς χτύπους της καρδιάς του σκέφτεται πόσο τυχερή είναι που έχει κάποιον σαν αυτόν στη ζωή της. Πριν τον γνωρίσει, ήταν σίγουρη ότι επρόκειτο να περάσει όλη της τη ζωή με τον Πέτρο και είχε συμβιβαστεί μ' αυτό. Και ξαφνικά όλα άλλαξαν. Αυτός εισέβαλε στη ζωή της και τ' ανέτρεψε όλα. Μαζί του, έμαθε έναν εντελώς νέο κόσμο και τι σημαίνει ν' αγαπάς και να σ' αγαπούν. Του χρωστάει τόσα πολλά. Θα έκανε τα πάντα γι' αυτόν.
Στο μυαλό της έρχεται ένα ρεπορτάζ που είχε διαβάσει σ' ένα περιοδικό πριν από μερικά χρόνια. Το άρθρο αφορούσε μια γυναίκα, κοντά στην ηλικία της, που όταν κάποιος προσπάθησε να σκοτώσει τον άντρα που αγαπούσε, δεν δίστασε να πηδήξει μπροστά στη σφαίρα και να τον σώσει κάνοντας το σώμα της ασπίδα. Είχε γελάσει τότε μ' αυτό που έκανε εκείνη η γυναίκα και είπε ότι δεν θ' έκανε ποτέ κάτι τέτοιο για κανέναν. Και σίγουρα όχι για τον Πέτρο. Αλλά τώρα, με τον Άρη στη ζωή της, αυτή καταλαβαίνει ακριβώς γιατί εκείνη η γυναίκα έκανε αυτό που έκανε. Για τον Άρη της αυτή θα έκανε ακριβώς το ίδιο πράγμα χωρίς δισταγμό. Η φωνή του την επαναφέρει στη γη.
«Μια δεκάρα για τις σκέψεις σου»
«Δεν χρειάζεται να πληρώσεις. Απλώς σκεφτόμουν πόσο πολύ σ' αγαπάω και ότι θα έκανα τα πάντα για σένα»
«Κι εγώ σ' αγαπάω, Γατούλα»
«Και θα έκανες τα πάντα για μένα;»
«Τα πάντα, χωρίς δισταγμό»
«Ακόμα κι ένα μωρό;»
Αυτός γελάει και την τραβάει προς τα πάνω, χουφτώνοντας τον πισινό της.
«Τι τρέχει, κοριτσάκι; Θέλεις να γίνεις μανούλα;»
«Εσύ δεν θες;»
«Να γίνω μανούλα; Αυτό είναι τεχνικά και ανατομικά αδύνατο, δεν νομίζεις;»
«Έλα, μη με κοροϊδεύεις και πες μου. Θέλεις ένα μωράκι; Θέλεις να γίνεις πατέρας;»
«Να γίνω πατέρας, ε; Να σου πω την αλήθεια, μέχρι πρότινος, δεν το είχα σκεφτεί καν, αλλά τώρα, ναι, θα το ήθελα, αλλά υπό έναν όρο»
«Τι όρο;»
«Να είσαι εσύ η μητέρα αυτού του μωρού»
«Αλήθεια μου λες;»
«Μετά το φιάσκο που έπαθα, ναι, Γατούλα, αλήθεια σου λέω. Θα ήθελα πολύ να κάνω παιδιά μαζί σου και αν θέλεις, μπορούμε να κάνουμε το πρώτο εδώ και τώρα!»
Αυτός προσπαθεί να τη φιλήσει, αλλά εκείνη τον σταματά γελώντας, βάζοντας το χέρι της στο στήθος του.
«Α, όχι! Μείνε κάτω, διεστραμμένε Λύκε! Κράτα την όρεξή σου γι' αργότερα. Τώρα έχουμε να σχεδιάσουμε μια εκδίκηση, και επίσης, εγώ πεινάω σαν λύκαινα»
«Πολύ πρωτότυπο αυτό!»
Αυτή του βγάζει τη γλώσσα της.
«Έλα, σήκω και κούνα αυτόν τον σέξι πισινό σου. Το θηλυκό σου πεινάει και εσύ πρέπει να το ταΐσεις»
«Συγγνώμη που σου την σπάω, Γατούλα, αλλά στην αγέλη, τα θηλυκά κυνηγούν και ταΐζουν τα αρσενικά, όχι το αντίστροφο, οπότε εσύ μαγειρεύεις, εγώ τρώω»
Αυτή συνοφρυώνεται.
«Μχμμμ ... Καλά!»
Αυτοί σηκώνονται και ντύνονται, γελώντας. Πιασμένοι χέρι-χέρι διασχίζουν το σαλόνι και μπαίνουν στην κουζίνα. Όλος περιέργως, βρίσκουν όλα τα δωμάτια άδεια.
«Πού πήγαν όλοι;»
«Δεν έχω ιδέα»
Αυτή κοιτάζει τριγύρω και παρατηρεί ένα σημείωμα στο ψυγείο.
«Κοίτα εκεί. Υπάρχει ένα post-it στο ψυγείο»
Αυτός πηγαίνει και διαβάζει το σημείωμα.
«Λοιπόν;»
«Είναι απ' τον Ορέστη. Λέει ότι έχει ένα επαγγελματικό ραντεβού, αλλά δεν θ' αργήσει. Ο Μάρκος και η Τζένη πήγαν στο σπίτι της μαμάς του για να σ' αφήσουν να ηρεμήσεις μετά το ... ξέρεις. Θα περιμένουν να τους τηλεφωνήσουμε για να επιστρέψουν. Και τέλος, λέει ότι υπάρχει φαγητό στο φούρνο»
«Δόξα τω Θεώ! Βαριόμουν τόσο πολύ να μαγειρέψω»
«Δεν είναι δίκαιο, διάολε!»
«Τα παράπονα σου στον Δήμαρχο, γλυκέ μου!»
«Μπλιαχ, Γατούλα. Μη με λες γλυκέ μου. Είναι ξενέρωτο»
Αυτή βγάζει γελώντας το ταψί απ' τον φούρνο και λίγα λεπτά αργότερα τρώνε απ' το ίδιο πιάτο. Είναι κάτι σαν συνήθεια. Στις πρώτες μέρες της συγκατοίκησης τους, αυτή τσιμπολογούσε συνέχεια απ' το πιάτο του, παρόλο που έτρωγαν πάντα το ίδιο πράγμα. Κάποια στιγμή αυτός εκνευρίστηκε και άδειασε το περιεχόμενο του πιάτου του στο δικό της, ώστε να μην μπορεί πια να τσιμπολογάει. Από κείνη την ημέρα τρώνε πάντα απ' το ίδιο πιάτο, ακόμα και όταν τρώνε σε εστιατόριο. Αυτή λέει κάτι, αλλά επειδή το στόμα της είναι γεμάτο, αυτός δεν καταλαβαίνει τίποτα.
«Μωρό μου, κατάπιε πρώτα και μετά μίλα. Δεν κατάλαβα τίποτα»
Αυτή μασάει γρήγορα και καταπίνει.
«Λέω ότι αυτό που τρώω είναι πεντανόστιμο, αν και δεν έχω ιδέα τι είναι»
Αυτός γελάει.
«Είναι στρογγυλά κολοκυθάκια γεμιστά με κιμά και σάλτσα μπεσαμέλ. Είναι το αγαπημένο του Ορέστη. Είναι μια παλιά συνταγή που μας μαγείρευε η μαμά μου»
«Θέλεις να μου μιλήσεις για τους γονείς σου; Αν δεν σε πονάει, φυσικά»
«Δεν πονάει. Τουλάχιστον όχι τόσο πολύ πια. Δώσε μου ένα λεπτό»
Αυτός πηγαίνει στο σαλόνι και επιστρέφει με μια φωτογραφία στο χέρι.
«Είναι η μόνη φωτογραφία που έχω. Λίγες μέρες πριν το ατύχημα. Ορίστε, Γατούλα. Ήρθε η ώρα να γνωρίσεις τον Ερμή και την Έλενα Λυκοροπούλου»
Αυτή κοιτάζει τη φωτογραφία. Μπορεί εύκολα να δει την ομοιότητα του Άρη με τον πατέρα του αλλά και την δική της ομοιότητα με τη μητέρα του. Ο Ερμής και η Έλενα Λυκοροπούλου ήταν ένα ταιριαστό και πολύ όμορφο ζευγάρι που πέθαναν νωρίς. Φαίνονται τόσο νέοι στη φωτογραφία. Είναι τόσο άδικο.
«Είναι πολύ όμορφοι και οι δύο. Και τόσο νέοι»
«Ο πατέρας μου ήταν τριάντα τριών και η μητέρα μου τριάντα δύο»
«Πόσο χρονών ήσουν εσύ όταν πέθαναν;»
«Σχεδόν δεκάξι»
«Μα πώς;»
«Πώς μπορούσαν να έχουν ένα τόσο μεγάλο γιο παρόλο που ήταν τόσο νέοι;»
«Ναι»
«Η μητέρα μου έμεινε έγκυος μετά από ένα πολύ ξέφρενο πάρτι. Οι γονείς της απαίτησαν να κάνει έκτρωση, αλλά αυτή και ο πατέρας μου αρνήθηκαν κατηγορηματικά»
«Οι γονείς της μαμάς σου ήταν καθάρματα, ε; Αυτή κι εγώ έχουμε κάτι κοινό τελικά»
«Εσείς οι δυο έχετε πολλά κοινά. Μετά απ' αυτό, αυτή έφυγε απ' το σπίτι της και πήγε να ζήσει με τον μπαμπά μου. Οι γονείς του, οι μόνοι παππούδες που γνώρισα, την αγάπησαν σαν να ήταν δικό τους παιδί και έτσι γεννήθηκα εγώ. Ο πατέρας μου ήταν δεκαεπτά και η μητέρα μου δεκαέξι. Τελείωσαν το σχολείο με εμένα στην αγκαλιά τους. Η μητέρα μου με θήλαζε όταν έδινε εξετάσεις και ο πατέρας μου με κουβαλούσε σε μάρσιππο στην αποφοίτησή του. Παντρεύτηκαν αμέσως μετά»
«Τι ρομαντικό!»
«Ήταν καταπληκτικοί άνθρωποι. Αγαπούσαν ο ένας τον άλλον. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, δεν τους άκουσα ποτέ να τσακώνονται. Ούτε μια φορά. Η μαμά μου ήταν πολύ γλυκιά και της άρεσε να μαγειρεύει. Ο πατέρας μου ήταν τελείως τρελός, με την καλή έννοια φυσικά. Μου έμαθε να χορεύω και να τραγουδάω. Μοιράστηκε μαζί μου το πάθος του για τις μοτοσυκλέτες και τη ροκ μουσική. Ήταν υπέροχοι γονείς και είμαι σίγουρος ότι θα σε λάτρευαν αν σε γνώριζαν. Το μόνο καλό με τον πρόωρο θάνατο τους είναι ότι δεν έζησαν για να δουν πως κατάντησε ο μονάκριβος γιος τους. Είχαν τόσα όνειρα για μένα και εγώ έγινα ένας γαμημένος γκάνγκστερ που δουλεύει ως ζιγκολό στον ελεύθερο χρόνο του. Ένα τίποτα! Ένα σκουπίδι!»
«Ουάου, Speedy Gonzales! Για κόψε λίγο ταχύτητα»
«Γιατί, Γατούλα; Κάνω κάπου λάθος;»
«Φυσικά, και κάνεις λάθος. Σε όλα. Μπορεί να είσαι γκάνγκστερ και ζιγκολό, αλλά η καρδιά σου είναι αγνή και είσαι πολύ καλός άνθρωπος»
«Ναι, καλά. Του κώλου τα εννιάμερα»
«Ω! Για όνομα του Θεού!»
Αυτή τον αρπάζει απ' τον γιακά και φέρνει το πρόσωπό της κοντά στο δικό του, γρυλίζοντας απειλητικά.
«Άκουσε με καλά, κύριε Λυκουρόπουλε. Δεν με νοιάζει τι είσαι ή τι έχεις κάνει. Αυτό που ξέρω είναι ότι δεν υπάρχει καλύτερος από σένα. Τα χέρια σου μπορεί να είναι βρώμικα, αλλά η καρδιά σου δεν είναι. Γιατί αν ήταν, δεν θα μπορούσες ν' αγαπήσεις ούτε εμένα, ούτε τον καλύτερό σου φίλο, ούτε τους άντρες σου. Με καταλαβαίνεις; Και στο κάτω-κάτω, ρε παιδί μου, σου απαγορεύω να μιλάς άσχημα για τον άντρα που αγαπάω. Κανείς δεν μιλάει άσχημα για τον Λύκο μου, ούτε καν εσύ. Συνεννοηθήκαμε;»
«Απόλυτα, Γατούλα»
«Υπέροχα! Έλα εδώ τώρα!»
Αυτή ολοκληρώνει τη δήλωσή της με ένα παθιασμένο φιλί, πάνω στο οποίο τους κάνει τσακωτούς ο Ορέστης που επιστρέφει απ' την επαγγελματική του συνάντηση.
«Για όνομα του Θεού πια! Μία φορά να μπω σ' ένα δωμάτιο και να μην σας πιάσω καβάλα. Δείξτε μου λίγο έλεος!»
Ο Άρης και η Σελήνη απομακρύνονται ο ένας απ' τον άλλον, γελώντας.
«Μήπως ήρθε η ώρα να μάθεις να χτυπάς πριν μπεις;»
«Στο ίδιο μου το σπίτι; Χέσε με, ρε μαλάκα!»
«Μη τα βάζεις μαζί μου, κολλητέ. Αυτή μου επιτέθηκε!»
«Έη!»
«Λέει αλήθεια, κούκλα;»
«Αυτός με προκάλεσε. Δεν φταίω εγώ»
«Καλά, εσύ δεν έπρεπε να είσαι συντετριμμένη ή κάτι τέτοιο;»
«Γιατί να είμαι συντετριμμένη;»
«Εξαιτίας αυτού που έμαθες, ίσως; Ή δεν έμαθες τίποτα;»
Ο Ορέστης κοιτάζει τον Άρη.
«Της τα είπα. Ξέρει τα πάντα»
«Και είναι έτσι; Πώς είναι δυνατόν;»
«Βασικά, είναι πολύ απλό, Ορεστάκο μου. Η παλιά Σελήνη θα ήταν συντετριμμένη. Δεν είμαι πια αυτή. Την σκότωσα και στη θέση της έβαλα ένα νέο και βελτιωμένο μοντέλο. Όχι πια η Σελήνη, το ανόητο πρόβατο, αλλά ζήτω η Σελήνη, η αδίστακτη Λύκαινα!»
Ο Ορέστης την κοιτάζει με το στόμα ανοιχτό και ο Άρης τον χτυπάει ελαφρά στο κεφάλι.
«Κλείσε το στόμα σου, ηλίθιε. Θα μπει καμιά μύγα»
«Μα πώς;»
«Εσύ δεν μου είπες ότι μπορεί να με εκπλήξει ξανά; Ορίστε. Το έκανε»
«Να πάρει και να σηκώσει!»
«Γιατί, ρε Ορέστη; Δεν σ' αρέσει η νέα έκδοση;»
«Πλάκα μου κάνεις, κούκλα; Την λατρεύω! Μπράβο, κορίτσι μου! Είμαι πολύ χαρούμενος για σένα»
«Ευχαριστώ, Ορεστάκο»
Ο Άρης κοιτάζει τον φίλο του, ο οποίος έχει μια περίεργη λάμψη στο πρόσωπο του.
«Δεν μου λες, τι τρέχει με σένα; Εσύ λάμπεις και δεν μπορεί να είναι μονάχα απ' τη χαρά σου για την Σελήνη. Συμβαίνει και κάτι άλλο, έτσι δεν είναι;»
«Δεν μπορώ να σου κρατήσω τίποτα κρυφό, ε;»
«Όχι»
«Πήρα τη δουλειά»
«Ποια δουλειά;»
«Την δουλειά!»
«Αυτή που δεν μας έλεγες τίποτα για να μην την γρουσουζέψεις;»
«Ναι»
«Και τι δουλειά είναι αυτή;»
Ο Ορέστης καθαρίζει το λαιμό του και ανακοινώνει τα πολύ καλά νέα με άκρως επίσημο τόνο.
«Σε περίπου ένα μήνα, εσείς οι δύο θα συγκατοικείτε με έναν πολύ πλούσιο και διάσημο φωτογράφο»
«Περίμενε! Περίμενε! Εννοείς αυτό που νομίζω;»
«Αν αυτό που νομίζεις είναι ότι θα κάνω την πρώτη μου έκθεση μαζί με μια διάσημη ζωγράφο, ναι, γαμώτο!»
Ο Ορέστης ζητωκραυγάζει και οι άλλοι δύο τρέχουν κοντά του και τον αγκαλιάζουν.
«Επιτέλους, ρε φίλε. Είμαι τόσο χαρούμενος για σένα!»
«Κι εγώ! Και εγώ! Ήταν τ' όνειρό σου. Συγχαρητήρια!»
«Ευχαριστώ! Σας ευχαριστώ και τους δύο! Όμως τα συγχαρητήρια και οι ευχές δεν αρκούν. Χρειάζομαι και τη βοήθειά σας»
«Φυσικά, αλλά πώς μπορούμε να σε βοηθήσουμε εμείς;»
«Με το να γίνετε τα μοντέλα μου. Η έκθεση έχει ένα πολύ συγκεκριμένο θέμα και εσείς οι δύο ταιριάζετε απόλυτα»
«Ποιο είναι το θέμα;»
«Η απόλυτη αγάπη σ' όλες τις μορφές της»
«Και θέλεις εμάς; Εμένα και την Σελήνη;»
«Εννοείται! Είστε τέλειοι. Είστε και οι δύο όμορφοι και φωτογενείς και το πιο σημαντικό, αγαπάτε ο ένας τον άλλον άνευ όρων και αμετάκλητα. Τι άλλο να ζητήσω;»
«Γατούλα, τι λες;»
«Λέω ... Με τα χίλια!»
«Εντάξει τότε»
«Παιδιά, σας ευχαριστώ πολύ!»
«Και για πες, ποια είναι η ζωγράφος;»
«Καλύτερα να κρατηθείς από κάπου, κούκλα»
«Έλα, πες μου!»
«Η Μαίρη Αυγέρη»
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro