Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Η αρχή είναι το ήμισυ του παντός!

~ ΔΕΥΤΕΡΑ, 22 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2010 ~ ΠΡΩΙ ~

~ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΑΡΗ ~ ΚΑΣΤΕΛΑ ~

Ο Ορέστης και η Χλόη είναι ήδη στην κουζίνα όταν μπαίνουν ο Άρης και η Σελήνη. Όλοι, εντελώς ξύπνιοι, καλημερίζονται χαμογελώντας, εκτός απ' τον Άρη που κάθεται σ' ένα σκαμπό, εξαντλημένος, και ακουμπάει το κεφάλι του στον πάγκο, γρυλίζοντας.

«Μχμμμ ... Καφέ!»

«Μην είσαι τόσο ευγενικός!»

«Χέσε με! Είμαι εξαντλημένος!»

«Δύσκολη νύχτα, ξάδερφε Λύκε;»

«Και λίγα λες!»

Η Σελήνη γεμίζει μία κούπα με καφέ, και αφού πίνει μερικές γουλιές, την δίνει στον Άρη.

«Ευχαριστώ, Γατούλα»

«Σου χρωστάω. Εγώ είμαι ο λόγος που είσαι τόσο εξαντλημένος»

«Αυτό ξαναπές το!»

Η Χλόη σηκώνει το χέρι της για high five και η Σελήνη κολλάει την παλάμη της στην δική της, χαχανίζοντας. Ο Ορέστης εκφράζει μια απορία του.

«Πώς το κάνετε εσείς οι γυναίκες;»

«Ποιο, μωρό μου;»

«Κάνετε σεξ όλη νύχτα και, το πρωί, είστε φρέσκιες σαν μωρά, ενώ εμείς είμαστε σαν ζόμπι»

Τα κορίτσια γελάνε ενώ ο Άρης αναστενάζει.

«Γυναίκες, ρε φίλε! Ανεξάντλητα, σατανικά πλάσματα»

Η Σελήνη σκουντάει την Χλόη.

«Έλα να τους φτιάξουμε κάτι να φάνε, ξαδέρφη. Είναι κρίμα τα καημενούλικα»

«Δίκιο έχεις. Τι θέλετε να φάτε, αγόρια; Τοστ; Δημητριακά;»

«Όχι. Θέλω κρέας! Το σώμα μου χρειάζεται πρωτεΐνη»

«Ο Λύκος μου θέλει κρέας; Αμέσως!»

«Αυγά με μπέικον τότε»

«Καλύτερα κάντο διπλό το μπέικον, Ομορφιά μου»

«Τριπλό, ξαδέρφη»

Μετά το πλήρες πρωτεϊνούχο πρωινό, τ' αγόρια έχουν πάρει τα πάνω τους.

«Νιώθεις καλύτερα, Άρη μου;»

«Πολύ καλύτερα»

«Τι ώρα είναι το ραντεβού σας με τον συμβολαιογράφο;»

«Στις έντεκα. Τι ώρα είναι τώρα;»

«Δέκα παρά τέταρτο»

«Έλα, Γατούλα. Πάμε να κάνουμε ένα ντους και να ντυθούμε»

Καθώς η Σελήνη και ο Άρης ετοιμάζονται να πάνε μέσα, η Χλόη κάνει μια διαπίστωση.

«Εγώ πρέπει να πάω σούπερ μάρκετ. Το ψυγείο και τα ντουλάπια μας είναι άδεια. Τα φάγατε όλα, λαίμαργα γουρούνια!»

«Μωρό μου, χρειάζεσαι χρήματα;»

«Όχι. Θα πληρώσω εγώ»

«Αλλά ...»

«Σιωπή!»

Η Σελήνη μπαίνει στη μέση.

«Έχει δίκιο η Χλόη. Πρέπει να μας αφήνετε να πληρώνουμε και εμείς καμιά φορά. Αυτό είναι το δίκαιο»

«Καλά! Καλά! Μην πυροβολείτε! Συγγνώμη»

«Έχετε καμιά ιδιαίτερη παραγγελία;»

Τ' αγόρια μιλούν με μια φωνή.

«Μπύρες»

Η Χλόη γυρίζει τα μάτια της.

«Εσύ, Φεγγαράκι;»

«Σοκολάτες και παγωτό»

«Μπράβο το κορίτσι μου!»

Καθώς η Χλόη συμπληρώνει την λίστα του σούπερ μάρκετ με αυτά που ζήτησαν οι άλλοι, ο Άρης απευθύνεται στον Ορέστη.

«Εσύ, εραστή, τι θα κάνεις;»

«Θα πάω στην αδερφή μου. Της χάλασε η βρύση του μπάνιου και, όπως ξέρεις, ο άντρας της δεν τα καταφέρνει καλά με τις χειρωνακτικές εργασίες. Παρεμπιπτόντως ... Χλόη;»

«Τι;»

«Μήπως θέλεις να έρθεις μαζί μου και να γνωρίσεις την αδερφή μου; Μπορούμε να πάμε να ψωνίσουμε μετά μαζί»

Ο Άρης κοιτάζει τον φίλο του με γουρλωμένα μάτια και η Σελήνη με το χέρι της στο στόμα. Και η Χλόη όμως δεν πάει πίσω.

«Ορέστη μου, μιλάς σοβαρά; Θέλεις να γνωρίσω την αδερφή σου;»

«Αν το θέλεις κι εσύ, ναι»

Η Σελήνη ψιθυρίζει κάτι στ' αυτί του Άρη.

«Το ήξερες αυτό;»

«Όχι. Δεν μου είπε τίποτα»

«Θα χάσω το μυαλό μου! Μόλις το έκανε επίσημο»

«Εμένα μου λες; Αυτός ποτέ δεν σύστησε την αδερφή του σ' άλλη γυναίκα»

«Ξέρεις κάτι; Καλύτερα να πάμε μέσα εμείς για να τους αφήσουμε μόνους μια τέτοια στιγμή»

«Ναι, έχεις δίκιο. Πάμε!»

Ο Άρης και η Σελήνη βγαίνουν απ' το δωμάτιο, αλλά ο Ορέστης και η Χλόη δεν το προσέχουν καν. Αυτή τον πλησιάζει και παίρνει τα χέρια του στα δικά της.

«Θέλω πολύ να γνωρίσω την αδερφή σου, αλλά είσαι σίγουρος γι' αυτό;»

«Είμαι περισσότερο από σίγουρος. Δεν είσαι απλώς μια τυχαία γκόμενα για μένα, Χλόη. Είσαι κάτι σοβαρό. Κάτι πολύ σοβαρό και αυτή τη φορά δεν πρόκειται να μ' εμποδίσεις να στο πω. Σ' αγαπάω, Χλόη!»

«Κι εγώ σ' αγαπάω! Απ' την πρώτη στιγμή που σε είδα! Αχ, Ορέστη μου! Με κάνεις τόσο ευτυχισμένη!»

«Ομορφιά μου!»

Τι όμορφα που είναι αυτά τα σ' αγαπώ που λέγονται τις πιο ακατάλληλες στιγμές όταν δεν τα περιμένει κανείς. Και αυτά τα σ' αγαπώ είναι συνήθως τα πιο αληθινά.

~ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΤΗΣ ΙΔΙΑΣ ΜΕΡΑ ~ ΠΑΛΙ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΑΡΗ ~ ΚΑΣΤΕΛΑ ~

Τα δύο ζευγάρια κάθονται στο σαλόνι και ετοιμάζονται να δουν μια ταινία, αλλά πρώτα ο Άρης πρέπει να κάνει ένα τηλεφώνημα.

«Άρη, τι έγινε με τον συμβολαιογράφο;»

«Όλα καλά. Υπογράψαμε τα συμβόλαια και του δώσαμε την επιταγή. Το σπίτι ανήκει πλέον στην Σελήνη»

«Οι μπάσταρδοι ενημερώθηκαν;»

«Ναι. Ο συμβολαιογράφος τους τηλεφώνησε και τους είπε ότι το σπίτι πουλήθηκε και ο νέος ιδιοκτήτης θέλει μια συνάντηση μαζί τους»

«Και συμφώνησαν;»

«Τι άλλο θα μπορούσαν να κάνουν;»

«Και τώρα πρέπει να τηλεφωνήσεις στον μαλακοπίτουρα τον Πέτρο»

«Ναι. Γατούλα, φέρε μου το κινητό μου»

Η Σελήνη σηκώνεται και φέρνει το τηλέφωνο στον Άρη, αλλά η Χλόη έχει κάτι να ρωτήσει πριν.

«Τι θα γίνει με την σκύλα την αδερφή μου;»

«Μην ανησυχείς, Χλόη μου. Η Θάλεια δεν θέλει ο Πέτρος να πάρει τα λεφτά γιατί ξέρει ότι θα την παρατήσει. Εξάλλου, αυτή ανυπομονεί να γνωρίσει από κοντά τον Άρη μου. Είμαι σίγουρη ότι θα κάνει τα αδύνατα δυνατά για να είναι εκεί»

«Το εύχομαι, γιατί θέλω τόσο πολύ να φτύσω το άσχημο πρόσωπό της»

«Κι εγώ το ίδιο, Ομορφιά μου»

«Όλα θα γίνουν αν μ' αφήσετε να πάρω τηλέφωνο. Κάντε ησυχία!»

Ο Άρης καλεί τον αριθμό του Πέτρου και εκείνος απαντάει μετά το πρώτο κουδούνισμα.

«Λύκε; Επιτέλους! Ήμουν έτοιμος να χάσω κάθε ελπίδα»

«Έχω τα λεφτά»

«Αλήθεια; Έξοχα! Τα κατάφερες! Ήξερα ότι το ανόητο πρόβατο θα έπεφτε εύκολα στην παγίδα»

Ο Άρης σφίγγει τα δάχτυλα του και τσαλακώνει το κουτάκι της μπύρας που κρατάει. Η Σελήνη βάζει το χέρι της στον ώμο του για να τον ηρεμήσει.

«Να είσαι στο Λημέρι αύριο βράδυ στις εννιά»

«Θα έρθω, ακόμα και νεκρός. Εεεε ... Μήπως μπορώ να φέρω και την Θάλεια μαζί μου; Αυτή πεθαίνει να σε γνωρίσει»

Η Σελήνη κοιτάζει την Χλόη, χαμογελάει, βάζει τον δείκτη της στον κρόταφο της και λέει χωρίς λόγια "Βλέπεις που στα λεγα;"

«Φέρε όποιον θες. Χέστηκα! Το μόνο που θέλω είναι να σας ξεφορτωθώ»

«Σε κούρασε, έτσι δεν είναι; Στο είπα ότι είναι η πιο βαρετή και ενοχλητική γυναίκα στον κόσμο»

Ο Άρης χαϊδεύει το πιγούνι της Σελήνης και δαγκώνει το κάτω χείλος του.

«Ναι. Αυτή είναι υπερβολικά βαρετή»

«Την γάμησες;»

«Αυτό δεν είναι πια δική σου δουλειά, μαλάκα»

«Έχεις δίκιο. Συγγνώμη. Ήταν αγένεια να ρωτήσω. Όμως, πες μου, τι θα την κάνεις; Θα την διώξεις, έτσι δεν είναι;»

Η Σελήνη κοιτάζει τον Άρη έκπληκτη.

«Εσένα τι σε νοιάζει;»

«Αν την διώξεις, αυτή μπορεί να γυρίσει σε μένα»

Τώρα είναι η σειρά της Σελήνης να θυμώσει, αλλά ο Άρης την αγκαλιάζει και της κλείνει το στόμα με το χέρι του.

«Και αν γυρίσει, θα τη δεχτείς;»

«Γιατί όχι; Αν αποδεχτεί τους όρους μου. Είμαι πλούσιος τώρα και χρειάζομαι μια υπηρέτρια»

Η Σελήνη παλεύει στην αγκαλιά του Άρη.

«Είσαι πολύ μαλάκας. Μ' αηδιάζεις. Αύριο στις εννιά. Μην αργήσεις»

Μόλις ο Άρης πατάει το κουμπί και τερματίζει την κλήση, τραβάει τα χέρια του πίσω κι ελευθερώνει τη Σελήνη, η οποία πετάγεται όρθια σαν ελατήριο, βρίζοντας θεούς και δαίμονες.

«Ο πουτάνας γιος! Ο παλιοκαριόλης! Θα τον σκοτώσω! Θα του ξεριζώσω το γαμημένο του κεφάλι με τα ίδια μου τα χέρια! Θα τον κόψω κομματάκια και θα τα ταΐσω στους λύκους!»

Ο Άρης δεν μπορεί να μην γελάσει, παρά τον θυμό του.

«Τι γλώσσα είναι αυτή, έξαλλη Γατούλα; Γαμώτο! Είσαι τόσο χαριτωμένη όταν είσαι θυμωμένη»

«Σταμάτα να γελάς. Τον άκουσες; Με θέλει πίσω με τον όρο να γίνω υπηρέτριά του. Ο παλιοπαπάρας!»

«Μην ανησυχείς, Γατούλα. Αύριο, αυτός και όλοι οι άλλοι, θα πάρουν αυτό που τους αξίζει. Ηρέμησε τώρα»

Παίρνοντας μερικές βαθιές ανάσες για να ηρεμήσει τα νεύρα της, η Σελήνη πλησιάζει πιο κοντά του και κάθεται στην αγκαλιά του. Τοποθετώντας το πρόσωπό της στην καμπύλη του λαιμού του, εισπνέει βαθιά το ανδρικό, σχεδόν ζωώδες άρωμα του κορμιού του. Αυτό τη βοηθά πάντα να χαλαρώνει όταν είναι θυμωμένη.

«Συγγνώμη, Γατούλα, αλλά τι ακριβώς κάνεις; Με μυρίζεις;»

«Ναι, αυτό ακριβώς κάνω. Η μυρωδιά σου με ηρεμεί. Κάτσε φρόνημα τώρα»

«Ότι πεις!»

Λίγη ώρα μετά, και αφού αυτή έχει ηρεμήσει κάπως, η Σελήνη έχει μερικές τελευταίες ερωτήσεις σχετικά με την αυριανή νύχτα.

«Άρη μου, ενημέρωσες τον Νέγρο;»

«Ναι, Γατούλα. Όλα είναι υπό έλεγχο. Ο Νέγρος θα μείνει στο κλαμπ μαζί μας, μαζί με τον Σκύλο και μερικούς άλλους, και όλοι οι υπόλοιποι θα βγουν στον δρόμο με τ' απαραίτητα»

Ο Ορέστης και η Χλόη μπαίνουν στην κουβέντα.

«Άρη, πιστεύεις ότι θα φτάσουμε μέχρι εκεί;»

«Εγώ είμαι σίγουρη. Δεν θα δεχτούν τους όρους της Σελήνης γιατί δεν θα πιστέψουν τις απειλές της»

«Τότε θα χάσουν τα πάντα. Έτσι, Γατούλα μου;»

«Έτσι ακριβώς, Λύκε μου»

«Φεγγαράκι, πώς νιώθεις που θα δεις ξανά τους γονείς σου μετά από τόσο καιρό;»

«Αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι γονείς μου, Χλόη. Τουλάχιστον, δεν τους θεωρώ γονείς. Είναι δύο σκουλήκια που με πλήγωσαν. Είμαι θυμωμένη. Θέλω να τους δω να υποφέρουν και να εκλιπαρούν για έλεος. Όπως έκανα εγώ όταν με χτυπούσαν»

«Σε χτυπούσαν κιόλας; Γιατί δεν μου το είπες αυτό, Γατούλα;»

«Θ' άλλαζε κάτι αν στο έλεγα; Όχι. Εγώ απλά θα σε στεναχωρούσα περισσότερο»

«Εγώ πραγματικά απορώ πώς σκέφτονται αυτοί οι άνθρωποι. Πώς γίνεται να μην αγαπάνε το ίδιο τους το παιδί;»

«Έχεις δίκιο που απορείς, αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Εγώ δεν καταλαβαίνω γιατί φέρθηκαν έτσι στην Σελήνη και στην Χλόη, αλλά όχι στη Θάλεια»

«Αυτό μπορεί να το μάθουμε αύριο, ξάδερφε Λύκε, αλλά φτάνει ως εδώ. Είναι ώρα ν' αλλάξουμε θέμα»

«Έχει δίκιο η Χλόη. Έχουμε μια ταινία να δούμε. Έλα, Λύκε μου, βάλε με στο ασφαλές μέρος μου και πάτα το play»

«Κι εσύ, παίδαρε, πάρε εμένα και το ποπ-κορν στην αγκαλιά σου και σβήσε τα φώτα»

«Ω, Θεέ μου! Εσείς οι δύο είστε αμείλικτες»

«Και εμείς είμαστε δύο ανυπεράσπιστοι άντρες αφημένοι στο έλεός σας»

Αυτοί γελάνε και επικεντρώνονται στην τηλεόραση.

*

~ ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ ~ ΤΡΙΤΗ, 23 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2010 ~

~ ΠΡΩΙ ~ ΔΩΔΕΚΑ ΩΡΕΣ ΠΡΙΝ ΤΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ~

~ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΑΡΗ ~ ΚΑΣΤΕΛΑ ~

Ο Άρης έφυγε μόλις για την αντιπροσωπεία του και ο Ορέστης για το στούντιο του. Η Σελήνη και η Χλόη είναι στην κουζίνα και καθαρίζουν ό,τι έχει απομείνει απ' το πρωινό.

«Χλόη, δεν είχαμε την ευκαιρία να μιλήσουμε χθες. Τι συνέβη με την αδερφή του Ορέστη;»

«Όλα ήταν τέλεια. Αυτή είναι τόσο καλή και όμορφη. Μοιάζει πολύ με τον Ορέστη. Ήταν πολύ ευγενική μαζί μου και ο γιος της είναι ένας άγγελος. Αλλά έπρεπε να δεις τον Ορέστη. Ο τρόπος που με σύστησε. Τραύλιζε και κοκκίνιζε σαν ντομάτα. Ήταν τόσο γλυκός»

«Σ' αγαπάει»

«Το ξέρω»

«Εσύ;»

«Πάρα πολύ. Δεν έχω νιώσει έτσι ποτέ ξανά. Όταν με κοιτάζει ... Όταν μ' αγγίζει ... Νομίζω ότι ξέρεις πώς είναι»

«Και πολύ καλά, μάλιστα»

«Σκέφτηκες ποτέ ότι θα καταλήγαμε έτσι; Οι δυο μας, κάτω απ' την ίδια στέγη, δεσμευμένες με δύο υπέροχους άντρες»

«Και έτοιμες να πάρουμε εκδίκηση»

«Ναι, σε λίγες ώρες. Αλλά για πες μου, θα φτάσεις μέχρι το τέλος;»

«Αν δεν κάνουν αυτό που θα τους ζητήσω, τότε ναι»

«Απ' ότι φαίνεται, θ' ανάψουν τα αίματα απόψε»

«Ναι»

~ ΑΡΓΟΤΕΡΑ ~ ΜΕΣΗΜΕΡΙ ~ ΕΠΤΑ ΩΡΕΣ ΠΡΙΝ ΤΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ~

~ ΑΚΟΜΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΑΡΗ ~ ΚΑΣΤΕΛΑ ~

Τα δύο ζευγάρια έχουν μόλις τελειώσει το γεύμα τους και κάθονται στο σαλόνι για να πιούν καφέ. Όλοι ανυπομονούν για το βράδυ, και περισσότερο απ' όλους η Σελήνη.

«Δεν περνάει η ώρα σήμερα, ρε γαμώτο!»

«Έτσι είναι, κούκλα. Όταν ανυπομονείς για κάτι, η ώρα μοιάζει με χελώνα»

«Δεν μου λες, Φεγγαράκι, τι φοράει κάποιος όταν παίρνει την εκδίκηση του; Φούστα ή παντελόνι;»

«Αυτή είναι μια εξαιρετική ερώτηση. Μάλλον φόρεμα πρέπει να βάλουμε»

«Άρη, τι ώρα πρέπει να φύγουμε από δω;»

«Γύρω στις οχτώ. Θέλω να είμαι εκεί λίγο νωρίτερα για να κανονίσω κάποιες τελευταίες λεπτομέρειες με τον Νέγρο»

«Θα το κάνουμε έτσι όπως είπαμε;»

«Ναι, Γατούλα. Εσύ και η Χλόη θα περιμένετε στο γραφείο μου μέχρι να σας ειδοποιήσουμε. Θα μιλήσω εγώ πρώτα μαζί τους»

«Δεν θα τους πεις τίποτα, έτσι;»

«Ναι, ψυχή μου. Αυτή είναι η στιγμή σου, δεν θα σου την στερούσα ποτέ»

«Λοιπόν, τι λέτε να πάρουμε έναν υπνάκο για να είμαστε φρέσκοι το βράδυ;»

«Να κοιμηθείς θέλεις ή να γαμήσεις;»

«Το ένα δεν αναιρεί το άλλο, χαζέ ξάδερφε Λύκε! Άστον να λέει, μωρό μου. Εμείς θα κάνουμε ότι θέλουμε!»

Ο Άρης και η Σελήνη γελάνε όταν η Χλόη σηκώνεται και ο Ορέστης την ακολουθεί, σηκώνοντας τους ώμους.

«Και μετά έλεγες για μένα και το λουρί!»

«Τι άλλο μπορώ να κάνω;»

«Τίποτα απολύτως. Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Μιλάω εκ πείρας!»

Ο Άρης είπε το τελευταίο ψιθυριστά, περισσότερο στον εαυτό του παρά στον φίλο του. Όταν αυτοί μένουν μόνοι, αυτός τεντώνει το σώμα του, μορφάζοντας απ' τον πόνο και η Σελήνη ανησυχεί λίγο.

«Πονάει η πλάτη σου;»

«Λίγο. Όταν ερχόμουν, έκανα μια μανούβρα για ν' αποφύγω μια λακκούβα και νομίζω ότι έπαθα ένα μικρό τράβηγμα»

Αυτή σηκώνεται και του προσφέρει το χέρι της.

«Έλα μαζί μου. Ξέρω πώς να σε κάνω να νιώσεις καλύτερα»

Αυτός της πιάνει το χέρι και την ακολουθεί στην κρεβατοκάμαρα.

«Τι θα μου κάνεις;»

«Κάτι που θα σ' αρέσει πολύ. Βγάλε τα ρούχα σου και ξάπλωσε μπρούμυτα. Πάω να πάρω κάτι απ' το μπάνιο»

«Όλα τα ρούχα;»

«Όπως νιώθεις εσύ πιο άνετα, αλλά εγώ θα προτιμούσα, ναι»

Αυτός βγάζει τα ρούχα του, χαμογελώντας, και ξαπλώνει ενώ αυτή πηγαίνει στο μπάνιο και επιστρέφει κρατώντας ένα μπουκάλι baby oil. Βγάζει το τζιν της, για να είναι πιο άνετη, κοιτάζοντας τον. Όπως κάθε φορά, η γυμνή του πλάτη στέλνει ένα κύμα ηλεκτρισμού σ' όλο της το κορμί, προκαλώντας της ανατριχίλες. Δαγκώνοντας το κάτω χείλος της, πηγαίνει στο κρεβάτι, καβαλάει τους μηρούς του και του δίνει ένα μικρό μπατσάκι στον τέλειο κώλο του.

«Έη! Μην το κάνεις αυτό!»

Αυτή χαχανίζει.

«Συγγνώμη! Απλώς δεν μπορώ ν' αντισταθώ. Ο κώλος σου είναι τόσο, μα τόσο τέλειος»

«Συνέχισε, διεστραμμένη Γατούλα»

«Ναι, Αφέντη!»

Αυτός χώνει το πρόσωπο του στο μαξιλάρι, προσπαθώντας να πνίξει το γρύλισμα του. Αυτή, χαχανίζοντας ακόμα, απλώνει baby oil στα χέρια της και αρχίζει να του κάνει μασάζ με τις παλάμες και τους αντίχειρες της. Πρώτα στον λαιμό, μετά στους ώμους και την ωμοπλάτη. Μετά από λίγο, αφήνει την πλάτη του και πηγαίνει στα μπράτσα. 

Ο τρόπος που οι μύες του ανταποκρίνονται στο άγγιγμά της είναι κάτι εξωπραγματικό γι' αυτήν. Το γεγονός ότι ένας άντρας όπως αυτός επηρεάζεται έτσι απ' αυτήν, διεγείρει, όχι μόνο το σώμα της, αλλά και το μυαλό της. Και την καρδιά της. Και την ψυχή της. Όλη της την ύπαρξη! 

Μετά τα μπράτσα, το μασάζ μετακινείται στη σπονδυλική στήλη, μέχρι κάτω τη μέση του. Οι ήχοι, τα βογκητά και οι αναστεναγμοί που βγαίνουν απ' το στόμα του γίνονται πιο δυνατοί καθώς τα χέρια της κάνουν δυνατό μασάζ στους γοφούς, τον κώλο και τους μηρούς του.

«Γαμώτο, Γατούλα! Που έμαθες να κάνεις τόσο ωραίο μασάζ;»

«Στη σχολή που πήγα για να γίνω εκπαιδεύτρια σκύλων»

«Τι; Κανείς πλάκα έτσι;»

«Σχεδόν»

«Τι εννοείς;»

«Πραγματικά έμαθα το μασάζ με τον αντίχειρα και την παλάμη στη σχολή. Είναι ένα ειδικό μασάζ που ηρεμεί και χαλαρώνει τα σκυλιά. Για σένα, επειδή είσαι λύκος και όχι σκύλος, απλά το προσάρμοσα λίγο»

Αυτός γελάει.

«Είσαι καταπληκτική, το ξέρεις;»

«Δεν θα μπορούσα να είμαι τίποτα λιγότερο. Αν ήμουν, δεν θα μου άξιζε να είμαι δίπλα σου»

Αυτός γυρίζει ανάσκελα και την παίρνει στην αγκαλιά του. Τα δάχτυλά του χαϊδεύουν το πρόσωπό της.

«Με έβαλες σε μια θέση που δεν την αξίζω. Δεν είμαι τέλειος, Γατούλα»

Εκείνη τον σιωπά, αγγίζοντας τα δάχτυλά της στα χείλη του.

«Είσαι. Είσαι τόσο τέλειος που με πονάει. Τα πάντα πάνω σου είναι τέλεια. Το πρόσωπό σου. Το σώμα σου. Η μυρωδιά σου. Το γέλιο σου. Η φωνή σου. Αλλά το πιο σημαντικό από όλα ...»

Αυτή βάζει το χέρι της στο στήθος του.

«Αυτό. Η καρδιά σου. Κατάλαβε το επιτέλους, κύριε Άρη Λυκουρόπουλε. Είσαι ο καλύτερος άνθρωπος στον κόσμο και εγώ είμαι τυχερή που μ' αγαπάς και μ' αφήνεις να είμαι δίπλα σου. Τελεία και παύλα!»

«Δεν ξέρω τι να πω»

«Μην πεις τίποτα. Απλά άσε με να φιλήσω τα τέλεια χείλη σου»

«Πώς θα μπορούσα να μην σ' αφήσω; Έλα, κάντο!»

Μετά το φιλί, αυτή τον κοιτάζει πονηρά και δαγκώνει το κάτω χείλος της.

«Τι;»

«Ανέφερα πριν πόσο τέλειο είναι το καβλί σου;»

«Όχι»

«Παράλειψη. Απαράδεκτη παράλειψη. Ντροπή μου!»

Αυτός ρίχνει το κεφάλι του πίσω κι αρχίζει να γελάει, αλλά το γέλιο του σταματά απότομα όταν αυτή παγιδεύει τη σκληρή στύση του ανάμεσα στα σώματά τους και αρχίζει να κουνιέται αργά.

«Τι κάνεις, Γατούλα;»

«Τη δουλειά μου, Αφέντη. Εσύ χρειάζεσαι εκτόνωση για να έχεις καθαρό κεφάλι απόψε»

«Αυτό είναι ο μόνος λόγος που το κάνεις αυτό;»

«Όχι. Αυτό είναι απλά η δικαιολογία μου. Ο πραγματικός λόγος είναι ότι σε θέλω»

«Είμαι δικός σου, Γατούλα. Δεν χρειάζεσαι καμία δικαιολογία για να με πάρεις. Να το θυμάσαι αυτό»

«Θα το θυμάμαι, Αφέντη»

Ένα σκληρό μουγκρητό βγαίνει απ' το στόμα της καθώς τα χέρια του καλύπτουν τη μέση της και την προσαρμόζει επάνω του. Αυτός είναι ήδη γυμνός, οπότε το μόνο που έχει να κάνει είναι να βγάλει το μπλουζάκι και το εσώρουχο της, πριν τη σηκώσει λίγο και την βάλει να καθίσει πάνω του. Αυτή τυλίγει τα πόδια της γύρω απ' τη μέση του, ρουφώντας μέσα της όλο το μήκος του και αναστενάζοντας από ευχαρίστηση.

~ ΛΙΓΕΣ ΩΡΕΣ ΜΕΤΑ ~ ΜΙΣΗ ΩΡΑ ΠΡΙΝ ΤΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ~

~ ΣΤΟ ΛΗΜΕΡΙ ~ ΜΙΚΡΟΛΙΜΑΝΟ ~

Η Σελήνη και η Χλόη είναι στο γραφείο, ενώ ο Άρης και ο Ορέστης κάθονται στο σεπαρέ. Είναι ντυμένοι και οι δυο με κουστούμια και λευκά πουκάμισα. Ο Ορέστης διάλεξε ένα σκούρο μπορντό, ενώ ο Άρης ένα βαθύ μπλε που ταιριάζει με τα μάτια του. Αυτοί πίνουν λίγο ουίσκι και μιλάνε με τον Νέγρο, ο οποίος φοράει, όπως πάντα, μαύρο κουστούμι και μαύρο πουκάμισο.

«Ενημέρωσε με, Νέγρο»

«Όλα είναι υπό έλεγχο, αρχηγέ. Όπως ακριβώς μας είπες. Κράτησα τον Σκύλο και άλλους τέσσερεις άντρες εδώ και τους υπόλοιπους τους έστειλα στο σπίτι με αρχηγό τον Μικρούλη»

«Πήραν όλα όσα χρειάζονται;»

«Ναι. Αν φτάσουμε εκεί, θα το κρατήσουμε περιορισμένο. Μην ανησυχείς για τίποτα. Ο Μικρούλης το έχει ξανακάνει. Είναι ειδικός»

«Με την αστυνομία τι έγινε;»

«Τα κανόνισα όλα. Μίλησα με τον διοικητή του τμήματος της περιοχής και αυτός ενημέρωσε την πυροσβεστική. Αν κάποιος καλέσει, τα περιπολικά και οι αντλίες θα καθυστερήσουν λόγω κίνησης στους δρόμους»

«Πόσο μας στοίχησε αυτό;»

«Δεκαπέντε χιλιάρικα. Δέκα ο μπάτσος και πέντε ο πυραγός»

«Πάλι καλά! Περίμενα περισσότερα. Τέλος πάντων! Μπράβο, Νέγρο! Καλή δουλειά!»

«Είναι και κάτι άλλο»

«Τι;»

«Πήρα μια πρωτοβουλία. Το σκέφτηκα όταν μου είπες ότι βρέθηκες ξανά με τον Δράκο»

Τι έκανες;»

«Τον πήρα τηλέφωνο για να δω τι κάνει, και του ζήτησα να ψάξει λίγο τους γονείς της κυράς μας»

«Τι εννοείς να ψάξει;»

«Αυτός ο χάκερ, θυμάσαι; Αυτός που βοήθησε στην απαγωγή τότε;»

«Και τι; Βρήκε τίποτα;»

«Πολλά. Αυτό το κάθαρμα ο Λέανδρος Νουβάκης έχει συνταξιοδοτηθεί παράνομα. Τα χαρτιά του λένε είκοσι πέντε χρόνια δουλειάς, αλλά δεν έχει δούλεψε ούτε δέκα. Αυτός λάδωσε κάποιον στον ασφαλιστικό του φορέα και του κόλλησε εικονικά ένσημα»

«Έχουμε αποδείξεις;»

Ο Νέγρος δίνει στον Άρη έναν φάκελο γεμάτο χαρτιά. Όταν αυτός ρίχνει μια γρήγορη ματιά, χαμογελάει.

«Ρε τον μπάσταρδο! Και μετά λένε εμάς απατεώνες. Όλα αυτά τα χρόνια έκλεψε τόσα λεφτά»

«Και δεν είναι μόνο αυτό»

«Τι άλλο υπάρχει;»

«Η Αλίκη Νουβάκη έχει καταδικαστεί ως ανήλικη, όταν ήταν δεκαέξι χρονών. Τ' αρχεία σφραγίστηκαν, αλλά αυτό δεν ήταν πρόβλημα για τον Διονύση»

«Για τι καταδικάστηκε;»

«Για πορνεία. Προφανώς, ο Λέανδρος την ανάγκασε να το κάνει, αλλά όταν την πιάσανε, αυτός ξέφυγε»

Ο Άρης γελάει.

«Μαστροπεία; Σοβαρά τώρα; Απίστευτο! Η Γατούλα μου θα ενθουσιαστεί. Έλα, Νέγρο, πήγαινε τους τα χαρτιά και πες τους τα πάντα. Μείνε μαζί τους μέχρι να σε φωνάξω για να τις φέρεις εδώ. Τις αφήνω πάνω σου»

«Μην ανησυχείς, Λύκε. Όλα θα γίνουν όπως τα θες»

«Πήγαινε»

Ενώ ο Νέγρος πηγαίνει μέσα στα κορίτσια, ο Άρης στρέφεται στον Ορέστη, που παρέμεινε σιωπηλός όλη αυτή την ώρα.

«Λοιπόν, τι πιστεύεις για όλα αυτά;»

«Δεν ξέρω τι να πω. Παράνομη συνταξιοδότηση, πορνεία, κακοποίηση παιδιών. Τι σόι άνθρωποι είναι αυτοί;»

«Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο πολύ θέλω να τους κόψω τα λαρύγγια μόλις πατήσουν το πόδι τους εδώ»

«Κι εγώ το θέλω, αλλά αυτή η τιμή ανήκει στη Σελήνη»

«Το ξέρω. Τι ώρα είναι;»

«Μετά απ' όλα αυτά τα καταραμένα ρολόγια που έχεις, πώς είναι δυνατόν να μην ξέρεις ποτέ τι ώρα είναι;»

Αλλά πριν προλάβει ο Άρης ν' απαντήσει στο σαρκαστικό σχόλιο του Ορέστη, ο Σκύλος μπαίνει στην αίθουσα.

«Αφεντικό, μόλις ήρθαν οι καλεσμένοι μας»

«Όλοι;»

«Όχι. Μόνο οι ηλικιωμένοι»

«Ψάξτους και μετά φέρτους μέσα. Όταν έρθει ο άλλος, κράτα τον έξω και ενημέρωσε με»

«Μάλιστα, αφεντικό»

Όταν ο Σκύλος πηγαίνει να φέρει τους γονείς της Σελήνης, ο Άρης κάθεται αναπαυτικά στον καναπέ, με τ' αριστερό του πόδι στο δεξί γόνατο, το δεξί του χέρι στη πλάτη του καναπέ και το ποτήρι ουίσκι στ' άλλο του χέρι. Αυτός δεν είναι πια ο Άρης. Είναι ο Λύκος και είναι έτοιμος να καταβροχθίσει το θήραμά του.

«Και τώρα, φίλε μου, είναι ώρα για δράση!»

Το μαφιόζικο βλέμμα στο πρόσωπό του Άρη κάνει τον Ορέστη να γυρίσει τα μάτια του.

«Σιγά, ρε Μάρλον Μπράντο!»

«Χέσε με, ηλίθιε. Είμαι φοβερός!»

«Ναι. Ναι. Ότι πεις!»

«Σκάσε!»

Ο Λέανδρος και η Αλίκη Νουβάκη μπαίνουν στην αίθουσα, ακολουθώντας τον Σκύλο. Αυτοί είναι κολλημένοι ο ένας πάνω στον άλλο και κοιτάζουν γύρω τους μπερδεμένοι. Ο Σκύλος σταματάει απότομα και σηκώνει το τεράστιο χέρι του για να τους κάνει να σταματήσουν κι αυτοί.

«Περιμένετε εδώ»

Αυτή κοιτάζουν με τρόμο τον ψηλό άνδρα με τα τατουάζ και γνέφουν σιωπηλοί. Ο Σκύλος πλησιάζει τον Άρη και του ψιθυρίζει, κάνοντας μια μικρή υπόκλιση.

«Αφεντικό, θέλεις να τους τρομάξω λίγο;»

«Νομίζω ότι είναι μια εξαιρετική ιδέα. Κάντο!»

Ο Σκύλος επιστρέφει στους Νουβάκηδες.

«Πηγαίνετε και καθήστε απέναντί του, αλλά μην ανοίξετε το στόμα σας μέχρι να σας απευθύνει το λόγο. Καταλάβατε;»

Αυτοί γνέφουν ξανά, κρατώντας την ανάσα τους. Μετά, πλησιάζουν και κάθονται στον καναπέ απέναντι από τον Ορέστη και τον Άρη, ο οποίος έχει σκυμμένο το κεφάλι. Δεν τους κοιτάει καν. Αυτός κοιτάζει το ποτήρι στο χέρι του, μένοντας έτσι ακίνητος για λίγα λεπτά καθώς προσπαθεί να ρυθμίσει την αναπνοή του. 

Από τότε που ήταν παιδί, όλοι έλεγαν ότι είχε μια ψυχή λύκου φυλακισμένη στο ανθρώπινο σώμα του. Αυτόν τον λύκο προσπαθεί να ηρεμήσει τώρα. Αυτόν τον λύκο που ουρλιάζει. Αυτόν τον λύκο που θέλει σαν τρελός να κόψει τον λαιμό των δύο ανθρώπων που πλήγωσαν το ταίρι του.

Όταν νιώθει τον εαυτό του αρκετά ήρεμο, πίνει μια γουλιά απ' το ποτό του, αφήνει το ποτήρι στο τραπεζάκι και, με χαλαρές κινήσεις αλλάζει θέση στα πόδια του και ισιώνει το πουκάμισό του κάτω απ' το σακάκι του. Όταν τελικά σηκώνει το κεφάλι του, τα μάτια του πετάνε στιλέτα και η φωνή του είναι κρύα και κοφτερή σαν ένα καλά ακονισμένο μαχαίρι.

«Εσείς είστε λοιπόν ο Λέανδρος και η Αλίκη Νουβάκη. Αν σας έβλεπε κάποιος που δεν ξέρει τι είστε, θα έλεγε ότι μοιάζετε με ανθρώπους»

Ο Λέανδρος ανοίγει το στόμα του για να μιλήσει, αλλά ο Ορέστης τον προλαβαίνει.

«Μάλλον δεν καταλάβατε καλά την προειδοποίηση. Δεν του αρέσει να τον διακόπτουν»

«Ο φίλος μου έχει δίκιο. Μισώ να με διακόπτουν. Είναι κάτι σαν κόκκινο πανί για μένα. Αυτό και οι γονείς που δεν αγαπούν τα παιδιά τους. Για πείτε μου, μιας που τ' αναφέραμε, έχετε παιδιά;»

Ο Λέανδρος κοιτάζει τον Ορέστη, ο οποίος του γνέφει καταφατικά.

«Είχαμε μια κόρη»

«Αόριστος; Τι συνέβη; Είναι νεκρή;»

Αυτή που απαντάει τώρα είναι η μητέρα της Σελήνης, η Αλίκη.

«Για μας, ναι. Την διαγράψαμε. Αυτή μας παράτησε κι έφυγε. Μας έκλεψε όλα τα λεφτά και μας άφησε να πεινάσουμε»

Και ο Λέανδρος την σιγοντάρει.

«Την μεγαλώσαμε με τόση αγάπη και αυτή η αχάριστη μας εγκατέλειψε αφήνοντας μας να ζήσουμε με μια μικρή σύνταξη»

Ο Άρης είναι έτοιμος να εκραγεί. Ο τρόπος που μιλάνε αυτοί οι άνθρωποι και η ευκολία με την οποία ξεστομίζουν τα ψέματά τους τον εξαγριώνει, αλλά δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Αυτός πρέπει να συνεχίσει να παίζει το παιχνίδι τους. Για τη Σελήνη του!

«Αυτό είναι εξωφρενικό! Έκανε κάτι τέτοιο σε δύο τόσο καλούς γονείς;»

«Έμπλεξε μ' έναν αλήτη που την παρέσυρε. Για χάρη του, άφησε τον αρραβωνιαστικό της, έναν υπέροχο άντρα που τη λάτρευε, κι εμάς τους γονείς της που την αγαπούσαν»

«Ξέρετε ποιος είναι αυτός ο αλήτης;»

«Μάθαμε ότι είναι ένας ζιγκολό που την πλησίασε για τα λεφτά. Τα δικά μας λεφτά. Τα λεφτά που δούλεψα σκληρά για να μαζέψω»

Αν αυτό δεν είναι το Θέατρο του Παραλόγου, δεν ξέρω τι μπορεί να είναι. Εκείνη τη στιγμή, ο Σκύλος εμφανίζεται στην πόρτα.

«Συγγνώμη, αφεντικό, αλλά ο άλλος σου καλεσμένος μόλις έφτασε»

«Είναι μόνος;»

«Όχι. Έχει μια γκόμενα μαζί του»

«Ψάξτους και φέρτους μέσα»

«Αμέσως, αφεντικό»

Ο Σκύλος φεύγει και επιστρέφει αμέσως μετά με τον Πέτρο, τη Θάλεια και τους άλλους τέσσερεις άντρες της συμμορίας. Μόλις ο Πέτρος βλέπει τους Νουβάκηδες, τρέχει προς το μέρος τους, ουρλιάζοντας.

«Τι κάνετε εδώ; Έχετε τρελαθεί; Έχετε ιδέα ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος;»

Ο Πέτρος κάνει αυτές τις ερωτήσεις με μια ανάσα, έχοντας προλάβει να κάνει μονάχα τρία βήματα μέχρι να σηκωθεί ο Άρης απ τον καναπέ, να τον δείξει με το δάχτυλό και να του μιλήσει με την άλλη του φωνή.

«Κάνε ένα βήμα ακόμα και θα σου κόψω τα πόδια, μαλάκα»

Ο Πέτρος κοκαλώνει στην θέση του, χάνοντας όλο το χρώμα απ' το πρόσωπό του. Όμως ο Άρης δεν έχει τελειώσει ακόμα.

«Κάτσε κάτω και μην πεις λέξη μέχρι να σου δώσω τον λόγο. Σκύλε, πρόσεχε τον!»

«Ναι, αφεντικό»

Ο Πέτρος κάθεται σε μια καρέκλα, άσπρος σαν το πανί. Ο Σκύλος τον πλησιάζει και στέκεται δίπλα του σαν ένας ζοφερός θεριστής, έτοιμος να του πάρει την ψυχή. Ο Λέανδρος, σε μια στιγμή ανόητης τόλμης, σηκώνεται απ' τον καναπέ.

«Τι συμβαίνει εδώ; Ποιος είσαι; Απαιτώ να μάθω ...»

Ο Άρης χτυπάει μία φορά τα δάχτυλα του και δύο απ' τους άντρες πλησιάζουν τον Λέανδρο.

«Εσύ, γαμημένε, βγάλε τον σκασμό! Δεν έχεις δικαίωμα ν' απαιτείς τίποτα. Είπες τα γεγονότα απ' την δική σου πλευρά, αλλά το νόμισμα έχει δύο όψεις. Ήρθε λοιπόν η ώρα ν' ακούσουμε και την άλλη πλευρά»

Ο Άρης βάζει μια φωνή και αμέσως ο Νέγρος μπαίνει στο δωμάτιο με τη Σελήνη και την Χλόη στο πλευρό του. Οι δύο γυναίκες, αιθέριες μέσα στα πανάκριβα, σέξι φορέματά τους, περπατούν, με το κεφάλι ψηλά, σαν βασίλισσες, κρατώντας αγκαζέ τον Νέγρο. Αυτές περπατούν αργά, σαν να τους ανήκει όλος ο κόσμος. Η Χλόη, κοιτάζοντας απαξιωτικά τη Θάλεια, κάθεται στον καναπέ δίπλα στον Ορέστη, ο οποίος αγκαλιάζει τη μέση της και φιλάει τον λαιμό της. Η Σελήνη πλησιάζει τον Άρη και του ψιθυρίζει.

«Τα πόδια μου τρέμουν. Χρειάζομαι λίγη δύναμη. Βοήθα με!»

«Πάρε λίγη απ' την δική μου, Γατούλα»

Αυτή τυλίγει τα χέρια της γύρω απ' το λαιμό του και εκείνος αγκαλιάζει τη μέση της, δίνοντάς της ένα φιλί τόσο παθιασμένο που θα μπορούσε να βάλει φωτιά σ' ένα ολόκληρο δάσος. Οι Νουβάκηδες, ο Πέτρος και η Θάλεια κοιτάζουν τα κορίτσια με το στόμα ανοιχτό, μη μπορώντας να βγάλουν κανένα ήχο. Η πρώτη που μιλάει είναι η Χλόη, επιτρέποντας στη Σελήνη ν' απολαύσει λίγο περισσότερο το στόμα του Άρη.

«Γεια σου, μεγάλη αδερφή. Βλέπω ότι είσαι ακόμα τόσο αηδιαστική όσο τότε. Πάχυνες και λίγο μου φαίνεται. Αλλά τι λέω; Πάντα ήσουν στρουμπουλή. Και όσο για το γούστο σου στους άντρες, είναι χειρότερο από ποτέ. Πώς είναι οι αγαπημένοι μας γονείς; Ελπίζω να είναι νεκροί!»

Η Θάλεια δεν τολμά ν' απαντήσει στις προσβολές της Χλόης. Το γρύλισμα του Σκύλου πάνω απ' το κεφάλι της, έτσι όπως αυτή κάθεται δίπλα στον Πέτρο, δεν της δίνει πολλά περιθώρια. Ο Άρης μόλις και μετά βίας καταφέρνει ν' απομακρυνθεί από τη Σελήνη, η οποία ισιώνει το φόρεμά της και τινάζει τα μαλλιά της πάνω απ' τον ώμο της.

«Γεια σε όλους. Σας έλειψα; Εμένα δεν μου λείψατε καθόλου. Στην πραγματικότητα, θα προτιμούσα να σας δω όλους νεκρούς, αλλά αυτό θα ήταν πολύ μικρή τιμωρία για σας»

Το πρόσωπο του Λέανδρου κοκκινίζει από θυμό.

«Πώς τολμάς, πρόβατο;»

Ο Άρης γρυλίζει απειλητικά, αλλά η Σελήνη του χαϊδεύει το μάγουλο πριν απευθυνθεί στον Νέγρο.

«Νέγρο, αν αυτός ο μούλος μιλήσει ξανά χωρίς την άδεια μου, σπάστου τα γόνατα»

Ο Νέγρος της υποκλίνεται.

«Μάλιστα, Κυρά μου!»

«Κι εσείς, οι υπόλοιποι, ισχύει το ίδιο. Όποιος ξαναμιλήσει χωρίς την άδεια μου, θα φύγει απ' αυτό το μέρος σέρνοντας! Και τώρα που συνεννοηθήκαμε, ας ξεκινήσουμε!»


Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro