Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Η απόφαση πάρθηκε ... Εγκλεισμός!

~ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΑΡΗ ~ ΚΑΣΤΕΛΑ ~ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ~

Η Σελήνη είναι στην κρεβατοκάμαρα και ετοιμάζεται για την επικείμενη επίσκεψη της νέας της οικογένειας. Έμεινε έκπληκτη όταν ο Τζάκος της είπε να μην βγει καθόλου απ' το σπίτι, αλλά δεν του ζήτησε εξηγήσεις. Αυτός θα της εξηγήσει όταν έρθει. Αυτή στέκεται μπροστά στον καθρέφτη όταν ο Άρης, στηριζόμενος στις πατερίτσες του, μπαίνει στο δωμάτιο και ακουμπάει στη κάσα της πόρτας. Αυτή γυρίζει και τον κοιτάζει χαμογελώντας.

«Βλέπεις κάτι που σ' αρέσει, Λύκε;»

«Βλέπω το μοναδικό πράγμα που μ' αρέσει»

«Και ποιο είναι αυτό;»

«Εσύ»

Αυτή χαμογελάει ακόμα πιο πλατιά και του απλώνει το χέρι της που κρατάει το κολιέ με την γάτα που κάθεται στο φεγγάρι, το οποίο εκείνος της χάρισε.

«Θα με βοηθήσεις μ' αυτό;»

Αυτός ακουμπάει τα δεκανίκια στον τοίχο και περπατάει κουτσαίνοντας προς το μέρος της, παίρνοντας το κολιέ. Στέκεται πίσω της και εκείνη του γυρίζει την πλάτη, σηκώνοντας τα μαλλιά της. Με λεπτές κινήσεις τοποθετεί το κολιέ γύρω απ' το λαιμό της και το κουμπώνει. Αυτή αγγίζει το κολιέ και κοιτάζει το πρόσωπό του μέσα απ' τον καθρέφτη.

«Το λατρεύω αυτό το κολιέ»

Αυτός σιωπά, κάτι που την κάνει ν' αναρωτηθεί και να γυρίσει να τον κοιτάξει κατά πρόσωπο.

«Γιατί δεν λες κάτι;»

«Τι θέλεις να πω;»

Το στόμα του μπορεί να μην λέει τίποτα, αλλά το πρόσωπό του, που είναι γεμάτο ανησυχία, λέει πολλά.

«Τι έχεις, Άρη μου;»

«Τίποτα»

Αυτός σέρνει το πόδι του και κάθεται στην άκρη του κρεβατιού. Αυτή πηγαίνει κοντά του και κάθεται δίπλα του. Πιάνει τρυφερά το σαγόνι του και γυρίζει το κεφάλι του για να τον αναγκάσει να την κοιτάξει.

«Με συγχωρείς, Λύκε μου, αλλά αυτό είναι κοριτσίστικη ατάκα. Πες μου την αλήθεια. Τι έχεις;»

«Έμαθες να με διαβάζεις, ε;»

«Σ' ενοχλεί αυτό;»

«Καθόλου. Τ' αντίθετο μάλιστα. Χαίρομαι που το κάνεις»

«Τέλεια. Πες μου τώρα»

«Θυμήθηκα κάτι. Κάτι που μ' απασχολεί από πριν το ατύχημα. Από τότε που μάθαμε ποια πραγματικά είσαι»

«Τι εννοείς, ποια πραγματικά είμαι;»

«Είσαι μία Ηλιοπούλου»

«Και λοιπόν; Αλλάζει κάτι μ' αυτό;»

«Όλα αλλάζουν, Γατούλα»

«Δεν καταλαβαίνω»

«Ή απλώς κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις»

«Όχι, Άρη. Πραγματικά δεν καταλαβαίνω κι αρχίζω και εκνευρίζομαι. Πες μου ευθέως τι εννοείς»

«Πριν δεν είχες κανέναν συγγενή και όλα ήταν καλά, αλλά τώρα έχεις έναν αδερφό και ίσως αυτός να πιστεύει ότι δεν είμαι καλός για σένα. Όχι ότι δεν χαίρομαι για σένα, αλλά ... Πώς να στο πω; Φοβάμαι ότι δεν σου αξίζω. Είσαι πλούσια τώρα, ενώ εγώ τι είμαι; Ένας γκάνγκστερ που έκανε τον ζιγκολό στον ελεύθερο χρόνο του»

Αυτή τον κοιτάζει και πιέζει τα χείλη της μεταξύ τους, προσπαθώντας να μη γελάσει.

«Πρέπει ν' αστειεύεσαι τώρα. Δεν μπορεί να μιλάς σοβαρά»

«Σου μοιάζω ν' αστειεύομαι;»

«Η άλλη εξήγηση θα ήταν να είσαι ηλίθιος, αλλά αφού δεν είσαι ηλίθιος, η μόνη λογική εξήγηση για όλες τις μαλακίες που μου λες είναι ν' αστειεύεσαι»

«Αυτό πιστεύεις; Ότι είναι μαλακίες;»

«Δεν το πιστεύω απλώς, Άρη. Το ξέρω. Όλα αυτά είναι μαλακίες, και ξέρεις γιατί;»

«Γιατί;»

«Γιατί όποια κι αν είμαι, όσα λεφτά κι αν έχω, όπως κι αν με λένε, είμαι δικιά σου»

Του πιάνει τα χέρια και τα σφίγγει ανάμεσα στα δικά της.

«Αυτά τα χέρια, Άρη, μ' έκαναν αυτό που είμαι. Εσύ με πήρες στα χέρια σου και με μεταμόρφωσες. Εσύ, Άρη. Ούτε τα χρήματα, ούτε το όνομα. Εσύ. Και εξάλλου, μόνο εσύ μπορείς να μου δώσεις αυτό που δεν μπορούν ν' αγοράσουν όλα τα λεφτά του κόσμου. Το ασφαλές μέρος μου. Το μόνο μέρος όπου κανείς δεν μπορεί να με πληγώσει. Εκεί που θέλω να με βάλεις τώρα. Μπορείς να το κάνεις αυτό για μένα;»

Αυτός ανοίγει τα χέρια του και εκείνη τρυπώνει στην αγκαλιά του.

«Κανένας δεν είναι καλύτερος από σένα. Μ' ακούς; Κανένας»

«Κι αν ο Τζάκος ...;»

«Ο Τζάκος, απ' όλους τους ανθρώπους, ξέρει ότι η αγάπη δεν έχει καμία σχέση με χρήματα ή ονόματα. Αυτός παντρεύτηκε μια υπηρέτρια, το ξέχασες; Εξάλλου, αυτός θα είναι εδώ σύντομα. Εσύ μπορείς να τον ρωτήσεις»

«Κι αν πει όχι;»

«Έλα, Λύκε! Αν πει όχι, τότε θα με κλέψεις. Τι σόι γκάνγκστερ είσαι; Δεν μπορείς να οργανώσεις μια μικρή απαγωγή; Δεν θα φωνάξω βοήθεια. Τ' ορκίζομαι»

Αυτός ξεσπάει σε γέλια.

«Τα έχεις σκεφτεί όλα, έτσι δεν είναι;»

«Μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια»

«Ευχαριστώ, Γατούλα. Το είχα πραγματικά ανάγκη. Όλο αυτό με την αμνησία και το πόδι μου μ' έχει κάνει να νιώθω ευάλωτος»

«Δεν πειράζει, Λύκε μου. Γι' αυτό είμαι εγώ εδώ. Για να καλύπτω τα νώτα σου»

«Και κάνεις εξαιρετική δουλειά. Με εσένα δίπλα μου δεν φοβάμαι τίποτα»

Το κουδούνι της πόρτας αναγγέλλει την άφιξη των επισκεπτών.

«Ήρθαν. Έλα, πάμε ν' ανοίξουμε»

«Περίμενε λίγο. Άσε τον Ορέστη ν' ανοίξει»

«Γιατί όχι εμείς;»

«Γιατί έτσι!»

Την τραβάει κοντά του και πιέζει το στόμα του στο δικό της. Αυτή, φυσικά, ανταποκρίνεται αμέσως και ξεχνάει για λίγο τον ρόλο της οικοδέσποινας.

Λίγα λεπτά μετά, το σαλόνι είναι πραγματικά γεμάτο για πρώτη φορά. Γεμάτο με ενήλικες, παιδιά και σκύλους. Η Σελήνη, καθισμένη στο μπράτσο της πολυθρόνας που κάθεται ο Άρης, με το τραυματισμένο πόδι του ακουμπισμένο στο τραπεζάκι, σκύβει πάνω του και του ψιθυρίζει, χαϊδεύοντας τα μαλλιά του.

«Μωρό μου, είσαι εντάξει με όλο αυτό, ε; Δεν σ' ενοχλεί;»

«Όχι βέβαια. Ακριβώς το αντίθετο. Λατρεύω όλη αυτή τη φασαρία. Τα παιδιά είναι η χαρά της ζωής, Γατούλα μου. Η μεγαλύτερη ευτυχία»

Αυτή σηκώνει το κεφάλι της και κοιτάζει τριγύρω. Κοιτάζει τη νέα της οικογένεια. Την μεγάλη, νέα της οικογένεια. Στο πάτωμα, δίπλα στην πολυθρόνα του Άρη, κάθονται η Πανδώρα και η Αναΐς, και τον ρωτάνε συνέχεια αν πονάει και αν θέλει να του φέρουν κάτι. Στον μεγάλο καναπέ, ο Αλέκος και ο Οδυσσέας μιλούν χαμηλόφωνα, μπλέκοντας τα δάχτυλά τους μ' έναν ολόδικο τους τρόπο. Δίπλα τους κάθεται ο Τζάκος με τη Μαίρη στην αγκαλιά του. Αυτός χτυπά τα δάχτυλά του στον μηρό της σαν να παίζει πιάνο και εκείνη παίζει με τα ξανθά μαλλιά του. Στον άλλο καναπέ, η Χλόη παίζει πέτρα, ψαλίδι, χαρτί με τα δίδυμα στα πόδια της. Δίπλα τους κάθεται ο Ορέστης με την μικρή Εύα στους ώμους του, η οποία του τραβάει τ' αυτιά γελώντας υστερικά. Στην άλλη πολυθρόνα, ο Βίκος και η Θαλασσινή ταΐζουν ο ένας τον άλλο πατατάκια, γελώντας με τους περίεργους θορύβους που κάνουν καθώς μασούν ζωηρά. Τα σκυλιά, ο Τηλέμαχος και η Πηνελόπη, αφού εξερεύνησαν τον χώρο, είναι ξαπλωμένα δίπλα στην πόρτα, έτοιμα να υπερασπιστούν τους αφέντες τους. Και τέλος, ο Στέφανος, ένα πιστό αντίγραφο του Τζάκου, εκτός απ' τα μάτια φυσικά, κάθεται στα πόδια της κι εκείνη του χαϊδεύει τα ξανθά του μαλλιά.

Αυτή ξέρει ότι δεν έχουν έρθει για μια φιλική επίσκεψη. Ξέρει ότι πρόκειται για κάτι πολύ σοβαρό, αλλά λόγω των παιδιών, έχουν συμφωνήσει να μιλήσουν αργότερα, όταν αυτά θα είναι στο κρεβάτι. Δεν την πειράζει. Ας περιμένουν τα άσχημα νέα. Αυτή τη στιγμή, αυτή θέλει απλώς να απολαύσει τη μεγάλη παρέα και το πλατύ χαμόγελο που βλέπει στα χείλη του Άρη.

«Τζάκο, είναι πραγματικά απίστευτο!»

«Ποιο, Σελήνη μου;»

«Η ομοιότητα του Στέφανου με σένα. Είναι κλώνος σου! Εκτός απ' το χρώμα των ματιών, φυσικά»

«Ήξερα ακριβώς τι έκανα όταν τον έφτιαχνα. Ξέρεις!»

«Υπάρχει κάποιο κόλπο;»

«Ναι, φυσικά. Ενδιαφέρεσαι;»

«Ναι, θα ήθελα έναν μικρούλη Άρη να τρέχει εδώ μέσα»

«Συγγνώμη, Τζάκο, αλλά ξέρεις πότε ακριβώς έφτιαξες τον Στέφανο;»

«Ξέρω για όλα μου τα παιδιά»

Η Μαίρη καγχάζει.

«Μην τον ακούς, Ορέστη μου. Αυτός νομίζει ότι ξέρει»

Η περιέργεια που έχει το κάθε παιδί σπρώχνει την Αναΐς να ρωτήσει.

«Πες μας, Μπαμπά»

«Εγώ ξέρω. Τουλάχιστον για μένα. Ήταν η μέρα που η μαμά βγήκε απ' το νοσοκομείο»

«Πώς το ξέρεις αυτό, Τίγρη;»

«Μου το είπε ο νονός μου»

Ο Τζάκος αγριοκοιτάζει τον Οδυσσέα, ο οποίος σφυρίζει ανέμελα.

«Τι με κοιτάς; Το Ζελεδάκι μου με ρώτησε κι εγώ του απάντησα»

«Σοβαρά, ε;»

«Σοβαρότατα! Και μην ξεχνάς ότι δημιουργήθηκε εξαιτίας μου. Εγώ φρόντισα να μείνεις μόνος με το Μπισκοτάκι μου εκείνη την ημέρα»

«Ναι, αλλά εγώ έκανα όλη τη βρώμικη δουλειά».

«Είμαι σίγουρος ότι ήταν βρώμικη, Διεστραμμένε Σάτυρε!»

«Γι' αυτό με γουστάρεις, Αγαπούλη μου»

«Συνέχισε να το λες αυτό στον εαυτό σου, ηλίθιε!»

«Έλα, Μπαμπά. Άσε τον θείο ήσυχο και πες μας. Θέλω να ξέρω»

«Και γιατί θέλεις να ξέρεις, παρακαλώ;»

«Γιατί όταν παντρευτώ, θέλω να κάνω ένα μωρό σαν τον αδερφό μου»

«Και τι σχέση έχει αυτό;»

«Θα πάω στο ίδιο μέρος με τον άντρα μου και θα κάνω ότι έκανες εσύ με τη μαμά»

Τη στιγμή που η Αναΐς ξεστομίζει αυτά τα λόγια, ο Τζάκος πίνει λίγο απ' το ουίσκι του. Μεγάλο λάθος! Αυτός πνίγεται κι αρχίζει να βήχει ενώ οι άλλοι ξεσπούν σε γέλια.

«Χριστέ μου! Αυτά τα κορίτσια θα με πεθάνουν! Κι όσο για εσένα, Πολύτιμη ... Τοκ, Τοκ!»

«Ποιος είναι εκεί;»

«Οι καλόγριες»

Η Αναΐς βγάζει τη γλώσσα της στον Τζάκο.

«Έλα τώρα, Τζάκο. Μην υπερβάλλεις»

«Ο αδερφός σου δεν υπερβάλλει καθόλου, Γατούλα»

«Συμφωνείς μαζί του;»

«Απολύτως! Η κόρη είναι κάτι ιερό για τον πατέρα. Κάτω τα χέρια απ' τις κόρες!»

«Επιτέλους, ένας λογικός άνθρωπος. Ευχαριστώ, Άρη»

«Παρακαλώ, Τζάκο»

Η Σελήνη και η Μαίρη γυρίζουν τα μάτια τους, ενώ ο Οδυσσέας τους στραβοκοιτάζει .

«Είστε και οι δύο ηλίθιοι»

Όμως, επειδή για όλους έρχεται κάποτε το πλήρωμα του χρόνου, ο Οδυσσέας βρίσκει κι αυτός τον δάσκαλο του.

«Για να το λες αυτό, Μπαμπά Οδυσσέα, σημαίνει ότι θα είσαι κουλ αν βρω αγόρι»

«Φυσικά, Αστέρι μου. Αυτό είναι κάτι απολύτως φυσιολογικό»

«Αυτό είναι καλό, γιατί έχω ήδη ένα»

Είναι η σειρά του Οδυσσέα να πνιγεί με το ποτό του και η σειρά του Άρη και του Τζάκου να ξεσπάσουν σε γέλια.

«Τι; Έχεις ήδη ένα; Τ' άκουσες, Αλέκο; Η κόρη μας έχει αγόρι»

«Ναι, το κατάλαβα»

«Και δεν λες τίποτα;»

«Τι θέλεις να πω; Όπως είπες κι εσύ, είναι κάτι απολύτως φυσιολογικό»

«Όταν μεγαλώσει, όχι τώρα»

«Το φυσιολογικό είναι πάντα φυσιολογικό, μωρό μου. Δεν αλλάζει με την ηλικία. Είτε είναι φυσιολογικό είτε δεν είναι φυσιολογικό»

«Τότε δεν είναι φυσιολογικό»

Ο Άρης μιλάει μέσα απ' τα γέλια του.

«Αυτό που μ' αρέσει σ' αυτόν τον άνθρωπο είναι η συνέπεια των απόψεων του»

Ο Τζάκος σιγοντάρει.

«Αυτό ξαναπές το! Αυτός δεν είναι άντρας, είναι ανεμοδούρα»

«Ηλίθιοι!»

Αρκετή ώρα και πολλά, πολλά γέλια αργότερα, τα παιδιά πηγαίνουν για ύπνο. Τα κορίτσια, η Αναΐς με την Πανδώρα, και ο Στέφανος, παίρνουν την Πηνελόπη και πηγαίνουν στο κρεβάτι του Άρη, ενώ τα δίδυμα και η Εύα, μαζί με τον Τηλέμαχο, φυσικά, τρέχουν στο κρεβάτι του Ορέστη. Τι να κάνουμε; Αδυναμίες είναι αυτές!

Μόλις οι μεγάλοι μένουν μόνοι, ο Βίκος φωνάζει τον Μικρούλη και τον Σκύλο ν' ανέβουν επάνω και επίσης, τηλεφωνεί στον Νέγρο, ο οποίος έρχεται όσο πιο γρήγορα μπορεί. Όλα αυτά, φυσικά, αναστατώνουν τον Άρη.

«Γιατί είναι εδώ αυτοί, Δράκε;»

«Για προστασία»

«Μα φρουρούσαν ήδη την είσοδο»

«Το ξέρω, αλλά αυτοί πρέπει να μάθουν τι ακριβώς συμβαίνει για να μπορέσουν να παρέχουν την προστασία που χρειάζεστε»

«Προστασία από τι;»

«Από ποιον, να ρωτάς καλύτερα»

«Βρήκατε ποιος οδηγούσε τ' αμάξι που μας χτύπησε;»

«Όχι, αλλά μάθαμε ποιος τον έβαλε να το κάνει. Δεν ήσουν εσύ ο στόχος, Άρη. Την Σελήνη κυνηγούσε. Οδυσσέα, πες τους τι ανακάλυψε ο Διονύσης»

Όταν τελειώνει η εξιστόρηση των γεγονότων, η Σελήνη είναι σε σοκ. Όλο αυτό το διάστημα αυτή νόμιζε ότι ο Άρης ήταν ο στόχος και αυτό την έκανε να θυμώνει. Δεν είχε ιδέα ότι ο δολοφόνος κυνηγούσε εκείνη. Αυτή θάβεται στην αγκαλιά του Άρη, ο οποίος είναι γεμάτος οργή.

«Μικρούλη, από δω και πέρα, μέχρι να λύσουμε το πρόβλημα, εσύ και ο Σκύλος δεν θ' αφήσετε τη Σελήνη απ' τα μάτια σας. Να έχετε τα όπλα σας γεμάτα και όποιος τολμήσει να την πλησιάσει, πυροβολήστε πρώτα και μετά ρωτήστε ποιος είναι»

«Μείνε ήσυχος, αφεντικό. Κανείς δεν θα πλησιάσει την κυρά μας»

«Εσύ, Νέγρο, μάθε ποιος ήταν πίσω απ' το τιμόνι. Ρώτα τριγύρω και ξεκίνα απ' τον Χασάπη. Πες του ότι κάποιος προσπαθεί να πληγώσει τη γυναίκα μου. Ξέρει τι σημαίνει αυτό. Θα σε βοηθήσει»

«Θα χρειαστούμε λεφτά, αφεντικό. Ξέρεις, για ν' αγοράσουμε τις πληροφορίες»

Ο Τζάκος μπαίνει στη μέση.

«Αυτό θα το φροντίσω εγώ»

Η Θαλασσινή κοιτάζει τον αδερφό της.

«Κι εμείς θα μιλήσουμε με τη μητέρα μας»

«Ναι. Και ελπίζω να μην έχει καμία σχέση με τίποτα απ' όλα αυτά, γιατί αλλιώς ...»

«Ο πατέρας τι σου είπε;»

«Ορκίζεται ότι δεν ήξερε τίποτα»

«Τον πιστεύω»

«Όλοι τον πιστεύουμε. Αν ήξερε ότι τελικά γεννήθηκε η Σελήνη, θα προσπαθούσε να την απομακρύνει απ' αυτά τα τέρατα»

Ο Άρης κοιτάζει τον Αλέκο.

«Τι εννοείς, αν ήξερε ότι τελικά γεννήθηκε η Σελήνη;»

«Ο πατέρας μου ήταν ο καλύτερος φίλος του Στέφανου. Ήξερε τα πάντα για τη σχέση του με την Αλίκη και την πρόθεση του να χωρίσει την Δαλιδά. Δύο μέρες πριν δολοφονηθεί, του είπε για την εγκυμοσύνη, αλλά μετά, όταν ο πατέρας μου ρώτησε για το μωρό, η αγαπημένη μας μητέρα του είπε ότι η Αλίκη απέβαλε από την στεναχώρια της»

Η Μαίρη χτυπάει το χέρι της στο τραπεζάκι.

«Η Κλημεντίνη! Πάντα η Κλημεντίνη! Αυτή η σκύλα είναι πίσω απ' όλα τα κακά που μας έχουν συμβεί. Γαμώτο! Νόμιζα ότι είχαμε τελειώσει μαζί της»

«Μην ανησυχείς, Αγγελούδι μου. Εγώ, ο Αλέκος και η Θαλασσινή μπορούμε να χειριστούμε τη Κλημεντίνη. Εσύ δεν θα τη δεις καθόλου»

Ο Βίκος σκέφτεται κάτι.

«Αλέκο, ο Γιώργος σίγουρα θα θέλει να είναι εκεί όταν μιλήσετε με την Κλημεντίνη»

«Θα είναι εκεί. Μου το είπε ήδη»

Ο Οδυσσέας λέει κάτι που κάνει τον Άρη να γρυλίσει.

«Και τι θα κάνουμε με τον Λέανδρο Νουβάκη;»

«Το κάθαρμα είναι δικό μου. Όταν έρθει η ώρα, θ' ασχοληθώ εγώ μαζί του»

Η Σελήνη είναι σιωπηλή όλη αυτή την ώρα, αλλά ξαφνικά πετάγεται πάνω.

«Όχι! Όχι εσύ! Αυτός ο καριόλης σκότωσε τον πατέρα μου και θέλω να πεθάνει με τον ίδιο τρόπο. Όταν έρθει η ώρα, θα τον βάλουμε σ' ένα αμάξι χωρίς φρένα και θα τον αναγκάσουμε να τρέξει εκεί, στον ίδιο δρόμο που σκοτώθηκε ο πατέρας μου. Θέλω αυτός να νιώσει όπως ένιωσε κι ο πατέρας μου τις τελευταίες του στιγμές»

Ο Άρης σηκώνει τα χέρια του παραδομένος και χαμογελάει περήφανα ενώ ο Νέγρος, ο Μικρούλης και ο Σκύλος ξεσπούν σε χειροκροτήματα. Ο Βίκος, χαμογελώντας επίσης, προσπαθεί να τους ησυχάσει.

«Κάντε ησυχία, ρε! Θα ξυπνήσετε τα παιδιά!»

«Συγγνώμη, Δράκε, αλλά η κυρά μας είναι φοβερή!»

«Ναι, είναι. Έλα εδώ, Γατούλα!»

Η Σελήνη σπεύδει να κάτσει στα πόδια του και αυτός αγκαλιάζει την μέση της, αλλά ο Τζάκος, όντας καλός και αυστηρός αδερφός, του χτυπάει τα χέρια.

«Έη, κύριε! Πήρες την άδειά μου για ν' αγγίξεις την αδερφή μου;»

Η Σελήνη τον κοιτάζει μ' ανοιχτό το στόμα.

«Εννοείς ότι πρέπει να σου ζητήσει το χέρι μου;»

«Φυσικά. Είμαι παραδοσιακός αδερφός εγώ»

Η Σελήνη κοιτάζει τον Άρη κι εκείνος της κλείνει το μάτι.

«Σ' αυτή την περίπτωση, κύριε Ηλιόπουλε, θα μου κάνατε την τιμή να μου δώσετε το χέρι της αδερφής σας;»

«Άσε με να το σκεφτώ λίγο»

Η Σελήνη του πετάει ένα μαξιλάρι.

«Εντάξει. Εντάξει. Θεέ μου! Μπορείτε να την πάρετε, κύριε Λυκουρόπουλε»

Αλλά πριν προλάβει ν' απαντήσει ο Άρης, ο Οδυσσέας έχει να κάνει ένα σχόλιο.

«Την έχει πάρει ήδη, ηλίθιε. Εκατοντάδες φορές και από παντού!»

Ο Τζάκος γουρλώνει τα μάτια του.

«Έλεος, ρε Οδυσσέα! Υπερπληροφόρηση!»

Ο Οδυσσέας σηκώνει τους ώμους του.

«Δεν καταλαβαίνεις αλλιώς»

Η Σελήνη χαχανίζει.

«Συγγνώμη, αδερφούλη, αλλά αυτό που είπε ο Οδυσσέας είναι γεγονός»

«Σας παρακαλώ! Δείξτε λίγη συμπόνια! Πρώτα οι κόρες μου και τώρα η αδερφή μου»

Η Χλόη γυρίζει τα μάτια της.

«Για όνομα του Θεού, ρε Σελήνη! Μία τρελή σκύλα προσπαθεί να σε σκοτώσει και εσύ μιλάς για σεξ;»

«Άσε με να σου πω κάτι, Χλόη. Για μια στιγμή τρόμαξα, το παραδέχομαι, αλλά μετά, ακούγοντας όλους εσάς, το σκέφτηκα καλύτερα και είπα ότι δεν έχω να φοβηθώ τίποτα απολύτως. Είμαι η λύκαινα, Χλόη. Η σύντροφος του αρχηγού και έχω μια ολόκληρη αγέλη να με προστατεύει. Αυτή πρέπει να φοβάται, όχι εγώ! Έτσι δεν είναι, Λύκε μου;»

Ο Άρης την τραβάει στην αγκαλιά του.

«Ναι, Γατούλα μου. Έτσι ακριβώς είναι!»

Η Σελήνη βάζει τα χέρια της στα μάγουλα του Άρη και τον κοιτάζει κατευθείαν στα μάτια, ενώ μιλάει στον Τζάκο.

«Τζάκο, κοίτα απ' την άλλη, σε παρακαλώ, γιατί θα φιλήσω τον λύκο μου»

Ο Τζάκος πάει να πει κάτι, αλλά η Μαίρη του κλείνει το στόμα με το χέρι της.

«Κάνε ότι γουστάρεις, κοριτσάκι. Θα κρατήσω εγώ τον αδερφό σου απασχολημένο. Αυτός ο παίδαρος είναι δικός μου!»

Η Μαίρη κάθεται στην αγκαλιά του Τζέις και πιέζει τα χείλη της στα δικά του ακριβώς πριν η Σελήνη κάνει το ίδιο στον Άρη. Όλοι γελούν προσπαθώντας να διώξουν το κακό που τους περιβάλλει με γέλια και φιλιά. Λίγο μετά, ο Άρης καταφέρνει να απομονώσει τη Σελήνη στο μπάνιο για λίγο, ώστε να πάρει μια υπόσχεση για μια υποψία που τον βασανίζει και γιατί όχι, ένα ακόμα φιλί.

«Τι κάνεις εδώ, Λύκε; Ήρθες να μ' αποπλανήσεις;»

«Αυτό είναι το πρώτο πράγμα που σκέφτεται το βρόμικο μυαλουδάκι σου κάθε φορά;»

«Δεν φταίω εγώ. Εσύ με κάνεις να νιώθω έτσι. Ξυπνάς την άτακτη πλευρά μου»

«Κι εσύ το ίδιο, αλλά όχι, δεν ήρθα γι' αυτό»

«Κρίμα. Τέλος πάντων! Γιατί ήρθες;»

«Θέλω να μάθω πώς νιώθεις»

«Είμαι θυμωμένη, λίγο αναστατωμένη και πολύ αποφασισμένη»

«Αλλά δεν φοβάσαι, σωστά;»

«Σωστά. Δεν φοβάμαι καθόλου. Ξέρω ότι δεν θ' αφήσεις τίποτα κακό να μου συμβεί»

«Μπράβο το κορίτσι μου! Επειδή όμως αυτή η εμπιστοσύνη μπορεί να μας βλάψει, θέλω να μου υποσχεθείς κάτι»

«Τι;»

«Ό,τι κι αν γίνει, δεν θα μου κρατήσεις τίποτα μυστικό και δεν θα κάνεις τίποτα βιαστικό που θα θέσει τη ζωή σου σε κίνδυνο»

«Είναι τόσο πολύτιμη η ζωή μου για σένα;»

«Είναι ό,τι πιο πολύτιμο έχω. Στο είπα, Γατούλα. Αν μ' αγαπάς, μην μ' αφήσεις να ζήσω ούτε λεπτό σ' έναν κόσμο που δεν θα υπάρχεις»

Αυτή πλαισιώνει το μάγουλό του.

«Αυτό δεν θα συμβεί. Μην ανησυχείς»

«Ευχαριστώ. Υποσχέσου μου τώρα»

«Το υπόσχομαι»

Αυτός εκπνέει ανακουφισμένος.

«Τέλεια. Τώρα δώσε μου ένα γρήγορο φιλί για να βγω από δω, γιατί αν μείνω λίγο ακόμα, ο αδερφός σου θα μπουκάρει με πολιορκητικό κριό»

Αυτή γελάει.

«Είσαι απίστευτος, Λύκε μου!»

«Στα μούτρα σου, Γατούλα μου!»

Εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκε κανείς. Η ώρες πέρασαν και ο ήλιος ξεκίνησε το ταξίδι του στον ουρανό, πολεμώντας το σκοτάδι της νύχτας. Ο Νέγρος έχει φύγει αρκετή ώρα για να ξεκινήσει την έρευνα του. Ο Μικρούλης και ο Σκύλος έχουν πάει να ελέγξουν την περίμετρο. Τα παιδιά κοιμούνται ακόμα. Ο Τζάκος και ο Αλέκος έχουν πάει στο γραφείο. Ο Βίκος και ο Οδυσσέας βρίσκονται στην κουζίνα και φτιάχνουν πρωινό για όλους και ο Ορέστης είναι στο μπάνιο και βοηθάει τον Άρη να κάνει ντους. Οι γυναίκες είναι στο μπαλκόνι και θαυμάζουν την ανατολή του ηλίου.

«Θαλασσινή, τι θα κάνουμε αν αποδειχθεί ότι η μητέρα σου εμπλέκεται σ' αυτό;»

«Θα ζητήσουμε βοήθεια απ' τον Θεό, Μαιρούλα μου. Δεν ξέρω πως θα μπορέσουμε να συγκρατήσουμε τον πατέρα μου. Θα την σκοτώσει!»

«Τι θυμάσαι από εκείνη την εποχή;»

«Πολλά πράγματα. Τα σπίτια μας ήταν το ένα δίπλα στο άλλο. Ο Τζάκος περνούσε όλη την ώρα στο σπίτι μας. Η μέρα του ατυχήματος του Στέφανου ήταν τραγική. Όταν πήραμε το τηλεφώνημα απ' την αστυνομία, όλοι άρχισαν να ουρλιάζουν. Όλοι εκτός από τον Τζάκο. Θυμάμαι ότι έπαιζε πιάνο όταν πήγαμε να του το πούμε με τον Αλέκο. Όταν μπήκαμε στο δωμάτιο, αυτός σταμάτησε να παίζει και μας κοίταξε. Το μόνο που είπε ήταν: "Είναι νεκρός, έτσι;" Εμείς σωπάσαμε κι αυτός έκλεισε το καπάκι του πιάνου κι έτρεξε στην ταράτσα κι άρχισε να ουρλιάζει. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που έπαιξε πιάνο. Τουλάχιστον μέχρι να του το ζητήσεις εσύ»

Τα κορίτσια σκουπίζουν τα δάκρυά τους.

«Και με την Δαλιδά;»

«Τότε ήταν διαφορετικά. Όλα έγιναν πολύ ήσυχα και πολύ γρήγορα»

«Τι εννοείς;»

«Αυτή πέθανε νωρίς το πρωί και η κηδεία της έγινε το απόγευμα της ίδιας μέρας. Ήταν πολύ περίεργο, αλλά ήμασταν παιδιά, δεν μπορούσαμε να σκεφτούμε. Και όσο για τον Τζάκο, ήταν χαμένος»

Η Σελήνη ρωτάει να μάθει αυτό που κάθε παιδί θα ήθελε να ξέρει.

«Πώς ήταν ο πατέρας μου;»

«Τον θυμάμαι. Ήταν ένας εντυπωσιακός και πολύ γοητευτικός άντρας. Ψηλός, γεροδεμένος, με μαύρα μαλλιά και γαλάζια μάτια σαν τα δικά σου. Απίστευτα ευγενικός και πολύ έξυπνος. Λάτρευε τον Τζάκο»

«Ο Τζάκος όμως είναι ξανθός»

«Πήρε απ' τη μητέρα του. Ήταν μια πολύ όμορφη γυναίκα. Και φαινόταν τόσο καλή. Πραγματικά αναρωτιέμαι πώς μπόρεσε να κάνει όλα αυτά τα φρικτά πράγματα»

«Μια ερωτευμένη γυναίκα είναι ικανή για τα πάντα»

«Ναι, Χλόη μου, αλλά δεν σκοτώνει τον άντρα που αγαπάει. Εσύ, Σελήνη, θα μπορούσες ποτέ να κάνεις κακό στον Άρη αν σ' άφηνε για κάποια άλλη;»

«Όχι. Ποτέ. Θα προσπαθούσα να τον πάρω πίσω ή να του χαλάσω τη νέα του σχέση, αλλά δεν θα μπορούσα ποτέ να του κάνω κακό. Ποτέ!»

«Έτσι είναι. Το ίδιο ισχύει και για μένα»

«Για σένα, είμαι σίγουρη. Εσύ δεν δίστασες να ρίξεις τον εαυτό σου μπροστά σε μια σφαίρα για εκείνον. Πώς θα μπορούσες να του κάνεις κακό;»

«Πως το έκανες, βρε Μαίρη;»

Η Μαίρη σηκώνει τους ώμους.

«Δεν το σκέφτηκα πολύ. Είδα ότι η σφαίρα κατευθυνόταν κατευθείαν στην καρδιά του, και μπήκα μπροστά. Ήταν περισσότερο ένστικτο παρά σκέψη»

«Μπορούμε να δούμε την ουλή; Αν νιώθεις άνετα μ' αυτό»

«Ναι. Γιατί όχι;»

Η Μαίρη ξεκουμπώνει το πουκάμισό της και το κατεβάζει λίγο. Η ουλή στην αριστερή της σπάλα έχει ξεθωριάσει τόσο πολύ που μπορείς να την νιώσεις μόνο όταν αγγίζεις το δέρμα. Το τατουάζ την καλύπτει εντελώς»

«Ανήκω στον Τζάκο. Ωραίο τατουάζ»

«Είναι απλώς η αλήθεια. Του ανήκω. Δεν θα μπορούσα να είμαι με κανέναν άλλον»

«Πότε το κατάλαβες; Ότι είναι ο ένας, εννοώ»

«Απ' την πρώτη στιγμή που άκουσα τη φωνή του πίσω από μια κλειστή πόρτα. Αλλά μετά φοβήθηκα ότι δεν θα με πρόσεχε ποτέ»

«Έλα τώρα! Μόλις σε είδε έπαθε σοκ. Θυμάμαι ακόμα το τηλεφώνημα που έκανε στον Αλέκο ... Παιδιά, τη βρήκα! Ο άγγελός μου ήρθε επιτέλους! Η γυναίκα που έψαχνα σε όλη μου τη ζωή!»

«Πόσο αξιολάτρευτο!»

«Εσύ, Σελήνη; Τι σου συνέβη την πρώτη φορά που είδες τον Άρη;»

«Νόμιζα ότι είχα παραισθήσεις. Άνοιξα την πόρτα του δωματίου και τον είδα ολόγυμνο να σκουπίζει τα μαλλιά του. Έγινα ρεζίλι!»

«Εσύ, Θαλασσινή;»

«Ο Βίκος έβαλε κάποιον απ' τη συμμορία να μου κλέψει την τσάντα και να μου επιτεθεί και τότε εμφανίστηκε σαν ήρωας. Κράτησα την τσάντα μου και την αξιοπρέπεια μου, αλλά έχασα την καρδιά μου»

«Απίθανο!»

Εκείνη τη στιγμή, ο Βίκος βγαίνει απ' την μπαλκονόπορτα.

«Τι είναι απίθανο, κορίτσια μου;»

«Ο τρόπος που προσέγγισες τη γυναίκα σου. Μπράβο, Δράκε!»

Ο Βίκος υποκλίνεται και δέχεται το κομπλιμέντο όταν ο Οδυσσέας βγαίνει στο μπαλκόνι, λίγο έξαλλος.

«Καρπουζάκι, πριν του χώσω καμιά μπουνιά στη μούρη, έλα μέσα, γιατί ο λύκος σου αρνείται να φάει αν δεν του αλείψεις εσύ το βούτυρο στο ψωμί. Τον έχεις κακομάθει πάρα πολύ. Είναι χειρότερος ακόμα κι απ' τον Διεστραμμένο»

«Αυτό δυσκολεύομαι να το πιστέψω. Τουλάχιστον ο Άρης τρώει μόνος του»

«Γιατί; Ο Τζάκος τι κάνει;»

«Θέλει να τον ταΐζω»

«Και εσύ το κάνεις;»

Η Μαίρη σηκώνει τους ώμους της.

«Τι άλλο μπορώ να κάνω; Δεν είμαι σε θέση να του πω όχι»

«Κι εγώ το ίδιο»

Ο Οδυσσέας γυρίζει τα μάτια του.

«Είστε άξιες της μοίρας σας. Σας λυπάμαι»

«Λέει ο άντρας που δεν μπορεί να μείνει θυμωμένος για περισσότερο από πέντε λεπτά»

«Τι εννοείς μ' αυτό, κύριε Βίκο;»

«Εννοώ ότι κάθε φορά που τσακώνεσαι με τον Αλέκο, μόλις σ' ακουμπάει, τα ξεχνάς όλα και καταλήγεις μαζί του στο κρεβάτι»

«Αυτό δεν κάνουμε όλοι;»

«Ορίστε! Δεν είμαι ο μόνος»

Ο ήχος του κινητού του Βίκου διακόπτει τη συνομιλία τους.

«Ο Νέγρος είναι»

«Αυτό ήταν γρήγορο»

Ο Βίκος βάζει ανοιχτή ακρόαση.

«Σ' ακούμε, Νέγρο»

«Νομίζω ότι το βρήκα, Δράκε. Ο Λύκος είχε δίκιο. Το κάθαρμα που οδηγούσε είναι άντρας του Χασάπη. Απ' ότι φαίνεται τραβιέται με τη μητέρα του Τζάκου»

«Και ο Χασάπης τι λέει γι' αυτό;»

«Είναι έξαλλος. Θέλει να τον βρει και τον σκοτώσει»

Η Σελήνη επεμβαίνει στην κουβέντα.

«Νέγρο, καλύτερα να μας τα πεις από κοντά, για να τ' ακούσει και ο Άρης και ο Τζάκος. Πήγαινε να ξεκουραστείς λίγο και έλα εδώ το μεσημέρι»

«Ότι πεις εσύ, Κυρά μου»

Μόλις τερματίζουν την κλήση, μπαίνουν στο σπίτι για να ενημερώσουν τον Άρη και να φάνε το πρωινό τους. Λίγο πριν το μεσημέρι, η Μαίρη λαμβάνει ένα τηλεφώνημα απ' τον Τζάκο.

«Παιδιά, ο Τζάκος μου μόλις με πήρε τηλέφωνο και είχε μια υπέροχη ιδέα»

«Μια υπέροχη ιδέα ο Τζάκος; Σχήμα οξύμωρο, Μπισκοτάκι»

Η Μαίρη βγάζει τη γλώσσα της στον Οδυσσέα και συνεχίζει.

«Είπε να μαζέψετε μερικά πράγματα και να έρθετε να μείνετε μαζί μας για όσο χρειαστεί. Έτσι, και εσείς θα είστε πιο άνετα και εμείς θ' αποφύγουμε τις μετακινήσεις. Τι λέτε;»

Η ιδέα του Τζάκου προκαλεί ένα κύμα ενθουσιασμού, ειδικά στα παιδιά. Η μικρή Εύα αρχίζει να χοροπηδάει.

«Ναι! Ναι! Θα κοιμηθώ με τον φίλο μου τον Ορέστη!»

«Εσύ, μικρή, μαζέψου γιατί θα το πω στον πατέρα σου»

«Μαίρη, είσαι σίγουρη ότι δεν θα σας είμαστε βάρος;»

«Μα φυσικά, Σελήνη μου. Δεν θα το πρότεινα διαφορετικά»

Η Σελήνη γυρίζει στον Άρη.

«Άρη μου, τι λες;»

«Ό,τι θέλεις εσύ, Γατούλα»

Ο Στέφανος πιάνει το χέρι της Σελήνης.

«Θεία Σελήνη, πες ναι. Σε παρακαλώ!»

«Για να πω ναι, Στέφανε μου, θέλω κάτι από σένα»

«Ότι θες»

«Σταμάτα να με λες θεία»

«Εντάξει, Σελήνη»

«Τότε ναι. Πάω να μαζέψω μερικά πράγματα»

Η Μαίρη ψιθυρίζει στ' αυτί της.

«Μην ξεχάσεις τα παιχνίδια σας. Θέλω να μου μάθεις μερικά κόλπα»

Η Σελήνη την κοιτάζει με το στόμα της ανοιχτό σ' ένα μεγάλο Ο.

«Κλείσε το στόμα σου, κοριτσάκι. Θα μπει καμιά μύγα»

«Πώς το ξέρεις; Πότε το κατάλαβες;»

«Βρήκα τον μωβ κουτί όταν καθάριζα την κρεβατοκάμαρα σου»

Ο Άρης κοιτάζει καχύποπτα τις δύο γυναίκες.

«Έη! Τι λέτε εσείς οι δύο;»

Η Μαίρη τον πλησιάζει και του ψιθυρίζει κάτι.

«Για τις περίεργες ορέξεις σου, Μαρκήσιε Ντε Σαντ»

«Τι; Πως; Γατούλα ...;»

Η Σελήνη σηκώνει τους ώμους και η Μαίρη ξεσπάει σε γέλια.

«Δεν ξέρω για σας, παιδιά, αλλά, παρά την άθλια κατάσταση που βρισκόμαστε, είμαι σίγουρη ότι θα διασκεδάσουμε πάρα πολύ όλοι μαζί»

Έτσι, με αρκετούς άντρες να συνοδεύουν το αλεξίσφαιρο αμάξι, οι τέσσερεις τους, μετακομίζουν προσωρινά στη Βουλιαγμένη. Ο Ορέστης και η Χλόη εγκαθίστανται στο σπίτι του Οδυσσέα και του Αλέκου, ενώ ο Άρης και η Σελήνη πηγαίνουν στο σπίτι του Τζάκου και της Μαίρης, μετά από επιμονή του Στέφανου.

Ο Τζάκος μετατρέπει το κτήμα γύρω απ' το σπίτι σε φρούριο. Δίνει σαφής οδηγίες στους φρουρούς να μην αφήσουν κανέναν να μπει στο σπίτι χωρίς να πάρουν πρώτα την έγκρισή του. Εντωμεταξύ, ο Άρης επιστρατεύει σχεδόν ολόκληρη τη συμμορία για να περιπολεί το χώρο όλο το εικοσιτετράωρο, επτά ημέρες την εβδομάδα. Και φυσικά, η Σελήνη απαγορεύεται αυστηρά να βγει απ' το σπίτι, ακόμη και μέσα στο αλεξίσφαιρο αυτοκίνητο. Όπως είναι αναμενόμενο, όντας η Σελήνη που όλοι ξέρουμε, αυτό δεν της αρέσει καθόλου, αλλά όχι για τους ευνόητους λόγους που νομίζετε. Βλέπετε, αυτή άρχισε να κάνει πολύ παρέα με τη Μαίρη και όπως καταλαβαίνετε ... Τι; Δεν καταλαβαίνετε; Λοιπόν, εντάξει. Επιτρέψτε μου να σας εξηγήσω τι εννοώ.

~ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗ ~ ΚΤΗΜΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ~

~ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΤΖΑΚΟΥ & ΤΗΣ ΜΑΙΡΗΣ ~

~ ΔΩΜΑΤΙΟ ΤΟΥ ΑΡΗ & ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ ~

~ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΤΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ ~

Το νέο τους δωμάτιο είναι αρκετά μεγάλο και πολυτελές, διακοσμημένο σε ρετρό στυλ. Έχει ένα τεράστιο κρεβάτι με ουρανό, μία τουαλέτα μ' έναν μεγάλο καθρέφτη και μια τρίφυλλη, ντουλάπα, όλα φτιαγμένα από ακριβό μαύρο μαόνι και σκαλισμένα με το ίδιο σχέδιο ενός αστεριού μπλεγμένο στις ακτίνες του ήλιου. Αλλά το καλύτερο απ' όλα είναι ότι το δωμάτιο έχει το δικό του μπάνιο, που είναι φτιαγμένο στο ίδιο στυλ, με πορσελάνινα είδη υγιεινής και μια τεράστια μπανιέρα στην μέση.

Το ζευγάρι, αφού τακτοποίησαν πρώτα τα πράγματα τους, τώρα ξεκουράζονται, περιμένοντας τον Νέγρο να έρθει και να τους πει τι ανακάλυψε. Ο Άρης είναι ξαπλωμένος στο κρεβάτι και η Σελήνη αλλάζει τον επίδεσμο στο πόδι του.

«Πώς πάει το τραύμα μου, γλυκιά μου νοσοκόμα;»

«Θεραπεύεται πολύ γρήγορα. Σε λίγες μέρες θα περπατάς κανονικά. Με τον νάρθηκα φυσικά, αλλά τουλάχιστον θα περπατάς»

Αυτή μαζεύει τα σκουπίδια και πάει να τα πετάξει, μουρμουρίζοντας μέσα απ' τα δόντια της.

«Και θα μπορείς να βγεις απ' το σπίτι, αφού εσύ δεν είσαι κρατούμενος»

«Ουάου! Τι στο διάολο είναι αυτό τώρα;»

«Τίποτα. Πάω να πετάξω τα σκουπίδια»

«Σε μένα μιλάς, Γατούλα. Σ' άκουσα!»

«Υποθέτω ότι ακούς αυτό που θέλεις ν' ακούσεις. Καλύτερα να ελέγξεις τ' αυτιά σου»

Αυτή του γυρίζει την πλάτη και κατευθύνεται προς το μπάνιο.

«Σταμάτα εκεί που είσαι»

Αυτή σταματάει, αλλά δεν γυρίζει να τον κοιτάξει.

«Πρέπει να πετάξω τα σκουπίδια»

«Γάμα τα σκουπίδια και έλα εδώ»

«Άρη, σε παρακαλώ ...»

«Είπα τώρα»

Αναστενάζοντας, αυτή ρίχνει τη σακούλα με τα σκουπίδια στο πάτωμα και πλησιάζει το κρεβάτι.

«Πες μου τι σ' ενοχλεί»

«Ο εγκλεισμός μου»

«Ξέρεις καλά ότι αυτό δεν είναι εγκλεισμός»

«Και τι είναι;»

«Απαραίτητο μέτρο προστασίας»

«Και πώς θα τ' αντέξεις εσύ;»

«Εγώ; Τι σχέση έχει αυτό με μένα;»

«Όπως σου είπα, θα μπορείς να περπατάς κανονικά σε λίγες μέρες»

«Και λοιπόν;»

«Θα θες να βγεις έξω. Δεν σ' αρέσει να μένεις σπίτι. Δεν αντέχεις τους τέσσερεις τοίχους. Εμένα δεν με νοιάζει. Πραγματικά. Το έχω συνηθίσει, αλλά εσύ; Αν αυτό συνεχιστεί για πολύ, θα τρελαθείς και θ' αρχίσεις να βγαίνεις έξω χωρίς εμένα»

«Γι' αυτό είσαι έτσι;»

«Μικρό πράγμα είναι;»

Αυτή ετοιμάζεται να κλάψει και αυτός αναστενάζει.

«Αχ, βρε μωρό μου! Έλα εδώ, ανόητη Γατούλα»

Αυτή ανεβαίνει στο κρεβάτι και κουρνιάζει δίπλα του.

«Γιατί με λες ανόητη;»

«Γιατί είσαι. Αλήθεια πιστεύεις ότι θα σ' αφήσω μόνη έστω και για ένα λεπτό;»

«Δεν θα το κάνεις;»

«Όχι, καρδιά μου. Θα μείνω εδώ, κλεισμένος μαζί σου, μέχρι να πεθάνει αυτή η σκύλα και να μπορέσουμε να επιστρέψουμε στην κανονική μας ζωή»

«Και πώς θα τ' αντέξεις; Εσύ είσαι ελεύθερο πνεύμα ...»

Αυτός βάζει το δάχτυλό του στα χείλη της για να τη σωπάσει.

«Αν έπρεπε να περάσω το υπόλοιπο της ζωής μου σ' ένα κλουβί για να είμαι μαζί σου, θα το έκανα χωρίς δισταγμό. Όταν έχω εσένα, δεν χρειάζομαι τίποτα άλλο. Ούτε οξυγόνο, ούτε φαγητό, ούτε τίποτα. Είσαι τα πάντα μου, Γατούλα. Και εξάλλου, υπάρχει και το δάσος πίσω μας. Εκεί μπορούμε να πάμε»

Αυτή σκουπίζει τα δάκρυα απ' τα μάτια της.

«Μ' έκανες να κλάψω»

«Και τώρα θα σε κάνω να γελάσεις»

«Πώς;»

«Θα χαμουρευτούμε λίγο τώρα μέχρι να έρθει ο Νέγρος και το βράδυ ...»

Το χαμόγελο επιστρέφει στα χείλη της.

«Το βράδυ τι;»

«Έχεις ραντεβού»

«Με ποιον;»

«Με τον αφέντη σου, Γατούλα»

Αυτή χαμογελάει περισσότερο με ενθουσιασμό.

«Αλήθεια;»

«Αλήθεια»

«Επιτέλους! Μου έχει λείψει τόσο πολύ όλες αυτές τις μέρες»

Αυτός τρίβει την μύτη του στην δική της.

«Και εσύ του έλειψες, Γατούλα μου. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο»


Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro