
Η Πεντάμορφη Και Το Τέρας
Λοιπόν, πώς σας φάνηκε η επανένωση στο προηγούμενο κεφάλαιο; Ελπίζω πραγματικά να τ' απολαύσατε όσο κι εγώ. Τώρα όμως θα επιστρέψουμε στην κανονική ροή της ιστορίας μας. Μην στεναχωριέστε. Σύντομα θα ξαναδούμε τους αγαπημένους μας ήρωες. Όμως τώρα θα ξαναζήσουμε την ίδια μέρα, κάτι σαν την Ημέρα της Μαρμότας, και θα δούμε τι συνέβη στον Πειραιά όσο εμείς είμασταν στην Βουλιαγμένη.
~ ΠΕΜΠΤΗ 18 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2010 ~ ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΤΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ ~
~ ΕΞΩ ΑΠ' ΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΣΤΟ ΛΙΜΑΝΙ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ ~
Ο Άρης σήκωσε τις τριάντα πέντε χιλιάδες ευρώ για την εξαγορά του χρέους και η Σελήνη ακύρωσε τον διακανονισμό που πλήρωνε όλα τα έξοδα για το σπίτι των γονιών της με πάγια εντολή απ' τον δικό της τραπεζικό λογαριασμό. Ο διευθυντής της τράπεζας είπε ότι θα ενημερώσει τους ενδιαφερόμενους, αλλά δεν θ' αποκαλύψει ποιος έδωσε την εντολή ν' ακυρωθεί ο διακανονισμός. Η Σελήνη αρνήθηκε, και με τη συγκατάθεση του Άρη, απαίτησε απ' αυτόν να τους πει όλη την αλήθεια. Αυτή θέλει οι γονείς της να μάθουν ότι η κόρη τους είναι αυτή που παίρνει τις αποφάσεις πια, και όχι εκείνοι.
Τώρα, αυτοί είναι έξω απ' την τράπεζα και είναι έτοιμοι να φύγουν. Ο Άρης κάθεται στη σέλα και κουμπώνει το μπουφάν του. Η Σελήνη στέκεται δίπλα του και τον κοιτάζει. Αυτή χαζεύει το πόσο νόστιμος φαίνεται καβάλα στην Yamaha του. Οι μύες στους μηρούς του ξεχωρίζουν μέσα απ' το στενό παντελόνι καθώς τα πόδια του στηρίζουν το βάρος της μηχανής. Το δερμάτινο μπουφάν, με τα κοκάλινα προστατευτικά στους αγκώνες και στην πλάτη, δείχνει το πλάτος των ώμων του και τη στενή του μέση. Για να μην αναφέρουμε τα Ray Ban γυαλιά ηλίου που προσθέτουν στη γοητεία του.
Κυριολεκτικά της τρέχουνε τα σάλια, αλλά δεν είναι μόνο η σωματική έλξη που νιώθει γι' αυτόν. Υπάρχει και κάτι άλλο. Αυτό που συνέβη λίγες στιγμές πριν στην τράπεζα, όταν ο διευθυντής της ζήτησε έναν αριθμό έκτακτης ανάγκης. Αυτή έδωσε τον δικό του αριθμό και όταν ο διευθυντής ρώτησε σε ποιον ανήκει, αυτός πετάχτηκε και είπε 'Άρης Λυκουρόπουλος, ο μέλλον σύζυγος της δεσποινίδας Νουβάκη'. Αυτή τον κοίταξε με το στόμα ανοιχτό και εκείνος της χαμογέλασε.
Σ' όλο το διάστημα που είναι μαζί, της έχει μιλήσει για δέσμευση και παιδιά πολλές φορές, αλλά ποτέ δεν ανέφερε τίποτα για γάμο. Μάλιστα, σε μια συζήτηση που είχε αυτή με τον Ορέστη, της είπε ότι ο Άρης είναι φανατικά κατά του γάμου γιατί δεν πιστεύει στον θεσμό. Και τώρα, αυτός συστήνεται ως ο μελλοντικός της σύζυγός. Τρελά πράγματα!
«Λοιπόν, Γατούλα; Πώς νιώθεις τώρα που κάναμε το πρώτο βήμα;»
Αυτός της μιλάει, αλλά αυτή δεν ακούει καν την ερώτηση. Είναι βαθιά απορροφημένη στις σκέψεις της.
«Γατούλα, μ' ακούς;»
Αυτή τίποτα και έτσι αυτός αναγκάζεται να φωνάξει λίγο για να της τραβήξει την προσοχή.
«Σελήνη, σου μιλάω! Εεεεεεε!»
Αυτή βγαίνει απ' την νιρβάνα της και κουνάει το κεφάλι της.
«Εεεε; ... Τι;»
«Σε ρώτησα κάτι. Πού τρέχει το μυαλουδάκι σου;»
«Θα με παντρευτείς;»
Αυτός ξεσπάει σε γέλια, ρίχνοντας το κεφάλι του πίσω.
«Μου κάνεις πρόταση γάμου, Γατούλα; Εδώ πέρα; Έξω απ' την τράπεζα και χωρίς δαχτυλίδι; Αυτό δεν είναι καθόλου ρομαντικό»
«Τι; Όχι, φυσικά. Όχι! Θέλω να πω, όχι ότι δεν θα το έκανα, αλλά, εγώ απλώς σε φανταζόμουν γυμνό πάνω στη μηχανή και μετά θυμήθηκα τι είπες στον διευθυντή πριν. Ουγκ! Σκατά! Ρεζίλι έγινα πάλι!»
Αυτός συνεχίζει να γελάει.
«Ανάθεμα με, Γατούλα! Ποτέ δεν γέλασα τόσο πολύ όσο έχω γελάσει μαζί σου»
Αυτή συνοφρυώνεται.
«Χαίρομαι που σε διασκεδάζω»
«Έλα, μωρούλι μου. Ξέρεις τι εννοώ. Έλα αγκαλίτσα!»
Αυτή τον πλησιάζει και εκείνος της αγκαλιάζει τη μέση.
«Τι εννοείς;»
«Εννοώ ότι ποτέ δεν ήμουν πιο ευτυχισμένος από όσο είμαι τώρα μαζί σου»
«Και αυτό που είπες πριν για τον γάμο; Το εννοούσες;»
«Δεν είναι ώρα να το συζητήσουμε αυτό»
«Δεν θέλω να το συζητήσω. Θέλω ένα ναι ή ένα όχι. Το εννοούσες; Μόνο αυτό πες μου»
«Ναι»
«Μου αρκεί»
Αυτή τυλίγει τα χέρια της γύρω απ' το λαιμό του και πιέζει το στόμα της στο δικό του. Αυτός ανταποκρίνεται στο φιλί, αλλά είναι κι αυτός που τραβιέται πρώτος πίσω, κοιτώντας γύρω του λίγο αμήχανα.
«Γατούλα, σταμάτα! Είμαστε σε δημόσιο χώρο»
«Και λοιπόν; Ντρέπεσαι;»
«Φυσικά και όχι, αλλά στο έχω ξαναπεί. Δεν είμαι φτιαγμένος από ατσάλι. Πόσο πιστεύεις ότι μπορώ ν' αντισταθώ στο να σε πάρω εδώ και τώρα;»
«Κάντο τότε»
«Θα μας βάλουν φυλακή»
«Αν μας βάλουν στο ίδιο κελί, δεν με νοιάζει!»
«Για όνομα του Θεού! Καβάλα, διεστραμμένη Γατούλα. Πρέπει να πάμε τα λεφτά στον Νέγρο πριν πάμε σπίτι»
«Τι να καβαλήσω;»
«Την μηχανή, Γατούλα»
«Α! Την μηχανή. Αμέσως, Αφέντη»
Αυτός αναστενάζει και φοράει το κράνος του, μιλώντας στον εαυτό του.
«Αυτή η γυναίκα θα με στείλει στο τρελάδικο»
Εντωμεταξύ, αυτή ανεβαίνει πίσω του, τυλίγει τα μπράτσα της γύρω απ' τη μέση του και βάζει τα χέρια της ανάμεσα στα πόδια του.
«Σελήνη!»
«Τι; Άντε ξεκίνα. Έχουμε αργήσει»
«Θα το πληρώσεις τόσο ακριβά όταν πάμε σπίτι»
«Ανυπομονώ!»
«Βάλε το κράνος σου»
Αυτή βάζει το κράνος της, γελώντας και αγκαλιάζει ξανά τη μέση του, καθώς αυτός βάζει μπρος την μηχανή, μαρσάρει μερικές φορές και φεύγει για το κλαμπ. Πόσο αξιολάτρευτοι είναι οι δυο τους! Και πόσο ανίδεοι! Γιατί το λέω αυτό; Γιατί ο λύκος δεν μπορεί να γυρίσει το κεφάλι του προς τα πίσω και έτσι οι εχθροί του επιτίθονται πάντα πισώπλατα. Αυτό ακριβώς συμβαίνει και με τους ήρωές μας. Αυτοί δεν κοίταξαν πίσω τους και έτσι δεν είδαν τον εχθρό που παραμονεύει στη σκιά. Δεν είδαν δύο μάτια που τους κοιτάνε. Δύο μάτια γεμάτα κακία, που το μόνο που θέλουν είναι να τους πληγώσουν.
~ ΛΙΓΟ ΑΡΓΟΤΕΡΑ ~ ΠΙΣΩ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ~ ΚΑΣΤΕΛΑ ~
Ο Ορέστης γύρισε απ' το στούντιο του, όπως και ο Άρης με την Σελήνη απ' την τράπεζα. Ο Μάρκος επίσης επέστρεψε απ' το ραντεβού που είχε με τον ιδιοκτήτη του σπιτιού και τώρα, κάθονται όλοι στο τραπέζι και τρώνε το φαγητό που μαγείρεψε η Τζένη, η οποία έμεινε σπίτι γι' αυτό ακριβώς το λόγο.
Ο Ορέστης τρώει με βουλιμία.
«Ξαδέρφη, ο μουσακάς σου είναι όνειρο»
«Χαίρομαι»
Και ο Μάρκος, όμως δεν πάει πίσω.
«Εμένα μ' αρέσουν αυτοί οι ντοματοκεφτεδές. Τους έχεις πετύχει, αγάπη μου»
«Ευχαριστώ, αλλά είχα και καλή συνταγή, απ' την Σαντορίνη»
Η Σελήνη τσιμπάει ένα ντοματοκεφτέ και το βλέμμα της χάνεται καθώς μασάει.
«Σαντορίνη, ε; Πάντα ήθελα να πάω εκεί. Από μικρό κοριτσάκι. Τα στενά σοκάκια, τα κρυστάλλινα νερά, τα ξενοδοχεία μέσα στους βράχους, τα ταβερνάκια, οι πολύχρωμες παραλίες, το ηφαίστειο, η βυθισμένη πόλη, το ηλιοβασίλεμα»
Ο Άρης πίνει λίγο κρασί απ' το κοινό τους ποτήρι.
«Νομίζω ότι μόλις βρήκαμε τον προορισμό για το μήνα του μέλιτος»
Τη στιγμή που ο Άρης λέει αυτά τα λόγια, η Σελήνη πνίγεται με τον ντοματοκεφτέ και αρχίζει να βήχει.
«Τι έπαθες, Γατούλα;»
«Ρωτάς; Τι είναι αυτά που λες; Ποιος μήνας του μέλιτος;»
«Ο δικός μας μήνας του μέλιτος, μωρό μου. Ξέρεις, το ταξίδι που θα κάνουμε μετά το γάμο μας»
«Το εννοούσες, δηλαδή, έτσι δεν είναι;»
«Φυσικά. Τι νομίζεις; Ότι θα σ' έχω αστεφάνωτη για πάντα;»
Ο Ορέστης χτυπάει τα δάχτυλα του κοντά στ' αφτιά του.
«Συγγνώμη, αλλά ακούω καλά; Ο κολλητός μου ο Άρης είναι αυτός που μιλάει για γάμο; Τώρα μπορώ να πεθάνω ήσυχος. Τα έχω ακούσει όλα!»
«Γιατί, ρε μαλάκα;»
«Εσύ δεν έλεγες ότι δεν θα παντρευτείς ποτέ; Ότι ήσουν κατά του γάμου και άλλα τέτοια;»
«Ναι, ήμουν πράγματι κατά του γάμου, μέχρι που βρήκα τη γυναίκα της ζωής μου. Και γι' αυτό, ετοιμάσου να γίνεις κουμπάρος μου»
«Εγώ;»
«Ποιος άλλος; Δεν έχω κανέναν άλλο. Εσύ είσαι η οικογένειά μου»
Ένα δάκρυ κυλάει απ' το μάτι του Ορέστη και αυτός το σκουπίζει εκνευρισμένος.
«Άντε γαμήσου, ρε ηλίθιε. Μ' έκανες να κλάψω. Ρεζίλι έγινα!»
Εντωμεταξύ, η Σελήνη ακόμα δεν μπορεί να το πιστέψει.
«Δεν ξέρω τι να πω»
«Να πεις ναι όταν έρθει η ώρα»
«Χρειάζομαι φαγητό. Φέρτε μου κάτι να φάω. Τζένη, βάλε μου άλλο ένα κομμάτι μουσακά, σε παρακαλώ»
Η Τζένη γελάει και της σερβίρει ένα κομμάτι.
«Ορίστε, μέλλουσα νύφη. Όσο για σένα, Μάρκο μου, κοίτα να μαθαίνεις»
«Ναι, μωρό μου»
«Μχμμμ ...»
Ο Άρης γεμίζει ξανά το ποτήρι τους και πίνει λίγο ακόμα.
«Λοιπόν, μέχρι η Γατούλα μου να φάει το φαγητό της και να χωνέψει ότι σύντομα θα γίνει κυρία Λυκοροπούλου, ας μιλήσουμε γι' αυτό που μας ενδιαφέρει. Μάρκο, τι έγινε με τον ιδιοκτήτη;»
«Τον βρήκα και του μίλησα. Είναι λογικός άνθρωπος. Ξέρει ότι το σπίτι είναι παλιό και δεν έχει σύγχρονες ανέσεις, οπότε ζητάει εξήντα χιλιάρικα»
«Δεν έχω ιδέα τι παίζει με τις τιμές. Εσύ τι νομίζεις; Είναι καλή τιμή;»
«Με βάση την αντικειμενική αξία της περιοχής, αρκετά καλή. Αλλά νομίζω ότι αν επιμείνω λίγο στο γεγονός ότι θα τα πάρει μετρητά, ίσως μπορέσω να μειώσω την τιμή κάνα δεκάρι χιλιάδες»
Ο Άρης απευθύνεται στην Σελήνη, η οποία είναι ακόμα μπουκωμένη.
«Γατούλα, άσε κάτω τη μελιτζάνα και μίλα. Τι λες;»
«Ό,τι πεις εσύ. Αν εσύ είσαι εντάξει μ' αυτό, είμαι κι εγώ. Σου έχω απόλυτη εμπιστοσύνη»
«Αν είναι έτσι, Μάρκο, προχώρα. Κανόνισε την τιμή και μίλα με τον συμβολαιογράφο. Η αγορά θα γίνει στ' όνομά μου, και ταυτόχρονα θα υπογράψουμε ιδιωτικό συμφωνητικό που θα δηλώνει ότι το ακίνητο ανήκει στη Σελήνη»
«Μωρό μου, είναι απαραίτητο αυτό;»
«Ναι, Γατούλα»
«Όπως νομίζεις»
«Εσύ, Μάρκο, εντάξει;»
«Ναι. Μην ανησυχείς. Θα τα φροντίσω όλα εγώ»
«Και αύριο θα έχω τις επιταγές του μαλακοπίτουρα απ' τον Ανδρέα. Ωραία! Τελειώσαμε για την ώρα»
Η Τζένη σηκώνεται για να πάει στην κουζίνα.
«Ποιος θέλει επιδόρπιο; Έφτιαξα τούρτα σοκολάτα»
Ο Ορέστης και ο Μάρκος σηκώνουν το χέρι.
«Σελήνη; Άρη; Εσείς;»
«Ρωτάς; Εννοείται!»
«Στο ίδιο πιάτο;»
«Πάντα»
Η Τζένη τους σερβίρει το γλυκό και αφού το τρώνε, ο Άρης απευθύνεται στην Σελήνη.
«Είσαι έτοιμη, Γατούλα;»
«Ναι»
Ο Άρης σηκώνεται απ' το τραπέζι.
«Λοιπόν ... Εμάς μας συγχωρείται, αλλά η νεαρή δεσποινίς από δω ήταν ανυπάκουη νωρίτερα και τώρα πρέπει να την τιμωρήσω»
Αυτή η δήλωση, όμως δεν αρέσει σε όλους.
«Πάω να βάλω τις ωτοασπίδες μου»
«Δεν ξέρω για σένα, Ορέστη, αλλά εμένα μ' αρέσει ν' ακούω»
«Τι είναι αυτά που λες, βρε αγάπη μου;»
«Η αλήθεια, Μάρκο»
Ο Άρης στρέφεται στον Μάρκο.
«Μάρκο, σήμερα το απόγευμα, εσύ κι εγώ θα μιλήσουμε λίγο»
«Ναι, βέβαια. Κανένα πρόβλημα»
Η Τζένη χαμογελάει.
«Ευχαριστώ, Άρη»
«Όχι ακόμα. Θα με ευχαριστήσεις αργότερα»
Ο Άρης της κλείνει το μάτι και εκείνη γελάει. Αμέσως μετά, αυτός κοιτάζει την Σελήνη»
«Γιατί είσαι ακόμα εδώ, Γατούλα; Τρέξε γρήγορα μέσα και ετοιμάσου. Έρχομαι σ' ένα λεπτό»
«Ναι, σίγουρα, εσύ θα έρθεις σε οργασμό και μάλιστα πολλές φορές! Τα λέμε αργότερα, παιδιά!»
Και έτσι απλά, κλείνοντας το μάτι στην Τζένη, που γελάει, η Σελήνη τρέχει στην κρεβατοκάμαρα, αφήνοντας τον Άρη κάπως μετέωρο.
«Συγγνώμη, αλλά τι ακριβώς είπε;»
Ο Ορέστης γυρίζει τα μάτια του.
«Τρέχα μέσα, Αρούλη, προτού στραγγαλίσεις τον εαυτό σου με το λουρί γύρω απ' το λαιμό σου»
«Γάμησέ με, ρε μαλάκα»
Ο Άρης ακολουθεί τη Σελήνη στην κρεβατοκάμαρα και ο Ορέστης χτυπάει παλαμάκια.
«Δεν ξέρω για σας, αλλά εγώ έχω την αίσθηση ότι σύντομα θα γίνω και νονός, εκτός από κουμπάρος»
«Μακάρι, ξάδερφε»
«Ναι, όντως. Μακάρι»
~ ΣΤΗΝ ΚΡΕΒΑΤΟΚΑΜΑΡΑ ~
Ο Άρης μπαίνει στο δωμάτιο, κλείνει την πόρτα και την κλειδώνει. Τα μάτια του αναζητούν τη Σελήνη, αλλά αυτή δεν φαίνεται πουθενά.
«Που είσαι, Γατούλα; Έλα γρήγορα! Ο λύκος μέσα μου πεινάει για σένα. Ήρθε η ώρα να τον ταΐσεις!»
Εκείνη τη στιγμή, ένα μακρόσυρτο και γλυκό νιαούρισμα έρχεται μέσα απ' την μυστική κρύπτη που έφτιαξε αυτός για κείνη μέσα στη ντουλάπα, και τον κάνει να γλύψει τα χείλη του απ' την αδημονία.
«Έλα, Ψιψίνα! Έλα σε μένα!»
Η πόρτα της ντουλάπας ανοίγει και αυτή εμφανίζεται μπροστά του, με τα μαλλιά της να πέφτουν βαριά στους ώμους, την πλάτη και το στήθος της. Το γυμνό της στήθος, γιατί αυτή δεν φοράει τίποτα άλλο εκτός από την γατίσια μάσκα της με τα μουστάκια και τ' αφτιά. Βλέποντας την, το σαγόνι του πέφτει στο πάτωμα και τα μάτια του, εντελώς μαύρα απ' την επιθυμία, ανοίγουν διάπλατα. Αυτή χαμογελάει.
«Τι συμβαίνει, Μεγάλε Λύκε; Η γάτα σου έφαγε τη γλώσσα; Νιάου!»
Αυτός περνάει τα χέρια του μέσα απ' τα μαλλιά του, χωρίς να μπορεί ν' αρθρώσει ούτε λέξη. Αυτή τον πλησιάζει αργά, κουνώντας τους γοφούς της και γονατίζει μπροστά του. Με σταθερά χέρια και σίγουρες κινήσεις, του λύνει τη ζώνη και του κατεβάζει το παντελόνι. Αυτός αναστενάζει.
«Όχι, Αφέντη. Δεν μου φτάνει αυτό. Μπορείς και καλύτερα!»
Με τα χέρια της μέσα στο στενό μποξεράκι του, χαϊδεύει το δέρμα του καθώς το γλιστράει αργά μέχρι τους αστραγάλους του. Μετά, σέρνει απαλά τα νύχια της στο σημείο πίσω απ' τα γόνατά του, τα οποία τρέμουν. Αυτός ακουμπάει τα χέρια του στον τοίχο για να μην πέσει και βογκάει.
«Καλύτερο αυτό, αλλά όχι αρκετό»
Με τους αντίχειρές της πιέζει το ευαίσθητο σημείο, εκεί που συναντιόνται η λεκάνη και οι μηροί του ενώ παράλληλα, τρέχει την γλώσσα της απαλά σ' όλο το μήκος του πέους του.
«Μμμμ ... Μου έλειψε τόσο πολύ η γεύση του πόθου σου, Αφέντη μου»
Αυτός ουρλιάζει σαν πεινασμένος λύκος.
«Με τρελαίνεις όταν παίρνεις τέτοιες πρωτοβουλίες»
«Τα πάντα για τον αφέντη μου»
Τότε, αυτή σχηματίζει μια διαδρομή με μικρά φιλιά κατά μήκος του πέους του, και όταν φτάνει στο κεφάλι, πειράζει το στόμιο με το δάχτυλο της.
«Και τώρα, Λύκε, ήρθε η ώρα ν' αφήσεις την μικρή σου γατούλα να προσκυνήσει το υπέροχο καβλί σου! Νιάου!»
Με απαλές κινήσεις, παίρνει το ατσάλινο πέος του βαθιά στο λαιμό της, κάνοντας τον να φωνάξει δυνατά. Με το χέρι του στα μαλλιά της την καθοδηγεί, της δείχνει το δρόμο που οδηγεί στην τελική κορύφωση του οργασμό του.
«Γατούλα, δεν μπορώ να το κρατήσω άλλο»
Χωρίς να σταματήσει να τον ικανοποιεί με το χέρι της, αυτή ελευθερώνει το στόμα της για να του μιλήσει.
«Κάντο, Αφέντη»
«Διψάς, ε;»
Τα μάτια της έχουν πάρει φωτιά, έτσι όπως τον κοιτάζει κατευθείαν στα δικά του.
«Ναι, Αφέντη»
«Πιες τότε»
Κρατώντας σφιχτά το κεφάλι της, με τα δάχτυλά του να μπλέκονται στα μαλλιά της, ξαναβάζει το πέος του στο στόμα της και απελευθερώνεται. Το καυτό υγρό, ο σπόρος της ζωής, πετιέται σαν καυτή λάβα, αλλά αντί να τα κάψει όλα, προσφέρει και στους δύο την απόλυτη απόλαυση. Λίγες στιγμές αργότερα, αυτή προσπαθεί να πάρει ανάσα και αυτός σκύβει προς τα εμπρός και της φιλάει το στόμα με πάθος, απολαμβάνοντας τη δική του γεύση.
«Όχι η τιμωρία που είχες στο μυαλό σου για μένα, ε;»
«Ποιος σου είπε ότι τελείωσα μαζί σου;»
«Τι εννοείς ...;»
«Αρκετά με το μπλα-μπλα σου, Γατούλα. Ώρα για δράση!»
Αφού πρώτα ξεφορτώνεται το παντελόνι του εντελώς, την αρπάζει απ' τα μαλλιά και τη σέρνει στο κρεβάτι. Την πετάει ανάσκελα στο στρώμα, την καβαλάει και δένει τα χέρια της πάνω απ' το κεφάλι της, με τα δερμάτινα λουριά που κρέμονται στο κεφαλάρι. Μετά, σηκώνεται, πηγαίνει στην ντουλάπα και επιστρέφει κρατώντας το αγαπημένο της μαστίγιο, με την πλατιά δερμάτινη άκρη, με το οποίο χτυπάει την παλάμη του.
«Για να δούμε ... Αυτό θα σε πειθαρχήσει;»
Αυτή αναστενάζει με προσμονή και αυτός την χαϊδεύει με το μαστίγιο ανάμεσα στα πόδια της.
«Το θέλεις, ε;»
Αυτή νεύει καταφατικά και αυτός σέρνει το μαστίγιο μέχρι επάνω το στόμα της. Αυτή βγάζει την γλώσσα της και αυτός της ρίχνει μια μικρή καμτσικιά πριν κατέβει ξανά προς τα κάτω, στο στήθος της και μετά στους γοφούς της. Το μαστίγιο αφήνει κόκκινα σημάδια στο δέρμα της και μικρά βογκητά στον λαιμό της.
«Γύρνα στα τέσσερα»
Αυτή ρολλάρει το σώμα της και γυρίζει μπρούμητα. Τα δεμένα χέρια της έρχονται μπροστά και αυτή λυγίζει τα γόνατα της και τουρλώνει τον πισινό της. Τα μαλλιά της πέφτουν μπροστά και αυτός σέρνει το μαστίγιο κατά μήκος της σπονδυλικής της στήλης πριν μαστιγώσει τους γλουτούς της. Όσο πιο δυνατά φωνάζει εκείνη, τόσο πιο γρήγορα κινείται το μαστίγιο και τα μάγουλα της λάμπουν κόκκινα. Λίγο μετά, αυτός πετάει το μαστίγιο.
«Νομίζω ότι φτάνει τόσο. Τώρα ήρθε η στιγμή να κάνω αυτό το άτακτο μουνί να στάξει λίγο πριν το γαμήσω»
Αυτή γυρίζει το κεφάλι στο πλάι και τον κοιτάζει να γονατίζει δίπλα της και να τυλίγει το ένα του χέρι γύρω απ' την μέση της για να την ακινητοποιήσει τελείως. Μετά, κρατώντας την σφιχτά, γλιστράει δύο δάχτυλα στον κόλπο της και αρχίζει να τα κουνάει αργά, αριστερά και δεξιά, πάνω και κάτω, μέσα και έξω.
Οι κραυγές και τα βογκητά του πόνου μετατρέπονται σε γουργούρισμα καθώς ο οργασμός της πλησιάζει όλο και περισσότερο. Το κορμί της δονείται στα χέρια του, αναζητώντας την απελευθέρωση που μόνο αυτός μπορεί να της δώσει. Τα δάχτυλα των ποδιών της τεντώνονται και ένα υπόκωφο κλαψούρισμα βγαίνει απ' το βάθος του λαιμού της, αλλά εκείνος δεν έχει σκοπό να της το κάνει τόσο εύκολο.
«Όχι ακόμα. Μην τελειώσεις ακόμα. Όχι μέχρι να σου πω»
Αυτή δαγκώνει τα χείλη της και προσπαθεί να κρατηθεί, αλλά δυσκολεύεται, ειδικά όταν τα δάχτυλά του αρχίζουν να κινούνται λίγο πιο γρήγορα.
«Αυτό παίρνεις όταν είσαι απείθαρχη, Γατούλα»
Η ανάγκη της να τελειώσει γίνεται επιτακτική και το κλαψούρισμα της δυναμώνει.
«Μπράβο, Γατούλα! Απ' ότι ακούω, πήρες το μάθημα σου και γι' αυτό μπορείς να τελειώσεις τώρα»
Με ένα δυνατό βογκητό, αυτή αφήνει τον εαυτό της ν' απελευθερωθεί. Αυτός ανεβάζει ακόμη περισσότερο την ταχύτητα του και οι χυμοί της αρχίζουν να στάζουν απ' τον κόλπο της, σταγόνα-σταγόνα, πάνω στα δάχτυλα του. Αυτή σωριάζεται στο στρώμα, τεντώνοντας τα πόδια της, αλλά αυτός δεν έχει τελειώσει μαζί της ακόμα. Πριν ακόμα οι σπασμοί του οργασμού αφήσουν το σώμα της, αυτός ξαπλώνει πάνω της, της ανοίγει τα πόδια και μπαίνει μέσα της βίαια, κάνοντας την να ουρλιάξει ξανά. Ο ήχος της υγρασίας της ακούγεται δυνατά και καθαρά μέσα στο σιωπηλό δωμάτιο.
«Γαμώτο! Μ' αρέσει να γαμάω το μουνάκι σου όταν είναι τόσο υγρό. Αυτός ο ήχος με τρελαίνει»
Αυτός τεντώνει τα χέρια του μπροστά, πιάνει το κεφαλάρι του κρεβατιού και αρχίζει να σπρώχνει ακόμα πιο βίαια, κάνοντας την να ουρλιάζει ακόμα πιο δυνατά.
«Κάνε αυτό που μ' αρέσει, Γατούλα. Σφίξε το μουνάκι σου και κάνε με να χύσω»
Αυτή βάζει δύναμη στα δεμένα της χέρια και λυγίζει τα γόνατα της στο πλάι, σαν πεταλούδα, και με μια βαθιά ανάσα, σφίγγει τους μύες στον κόλπο της πιέζοντας το πέος του μέσα της. Αυτός βογκάει.
«Ξανά, Γατούλα! Πιο δυνατά!»
Αυτή κάνει καμάρα την πλάτη της και σφίγγει ξανά τους μύες της, πιο δυνατά αυτή τη φορά.
«Αυτό είναι! Ναι! Χύνω! Άσε με να βγω!»
Αυτή χαλαρώνει αμέσως τον κόλπο της και αυτός γλιστράει έξω και τελειώνει πάνω στον πισινό της, τον οποίο αυτή σηκώνει και τρίβει πάνω του, ζητώντας του λίγο ακόμα. Και επειδή ένας καλός αφέντης δεν αρνείται ποτέ κάτι τέτοιο στο κορίτσι του, ειδικά όταν αυτή εκλιπαρεί έτσι, αυτός σπρώχνει το, ακόμα σκληρό, πέος του μέσα της μερικές φορές ακόμη και της δίνει ακόμα έναν οργασμό, τελειώνοντας αυτή την αξέχαστη εμπειρία.
***
~ ΑΡΓΟΤΕΡΑ ΤΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ~
Ο Άρης έχει κλειστεί εδώ και ώρα στην κουζίνα με τον Μάρκο. Η Σελήνη, η Τζένη και ο Ορέστης χαζολογούν στο σαλόνι βγάζοντας ηλίθιες selfies με την φωτογραφική μηχανή του Ορέστη.
«Ορέστη, δεν πρόκειται να χρησιμοποιήσεις αυτές τις φωτογραφίες στην έκθεση, έτσι δεν είναι;»
«Εννοείται, κούκλα. Η έκθεση είναι αφιερωμένη στην αγάπη, όχι στη βλακεία»
Αυτοί γελάνε και συνεχίζουν να βγάζουν φωτογραφίες με τον Ορέστη να γελάει χαιρέκακα.
«Εξάλλου, αυτές θα τις χρησιμοποιήσω γι' άλλο σκοπό»
«Για ποιο σκοπό ακριβώς, ξαδερφούλη;»
«Για να σας εκβιάσω αν ποτέ χρειαστώ κάτι από σας»
«Είσαι μαλάκας!»
«Συμφωνώ με την Τζένη»
Ο Ορέστης τους βγάζει την γλώσσα του και πηγαίνει στο δωμάτιο του ν' αφήσει την μηχανή, ενώ τα κορίτσια πέφτουν στον καναπέ, γελώντας.
«Σελήνη, πιστεύεις ότι ο Άρης θα μπορέσει να βοηθήσει τον Μάρκο;»
«Εννοείται! Ο Άρης μου είναι υπέροχος. Θα δεις ότι αυτοί που θα χρειαστούν ωτοασπίδες εδώ μέσα θα είμαστε εμείς»
«Αχ! Μακάρι»
Ο Ορέστης επιστρέφει στο σαλόνι πάνω στην ώρα.
«Κι εγώ τι θα κάνω, διεστραμμένες γυναίκες; Μχμμμ ... Πρέπει να βρω γκόμενα επειγόντος!»
«Όχι, Καζανόβα. Εσύ πρέπει να βρεις κάποια που θα την αγαπήσεις»
Το κινητό της Σελήνης διακόπτει τη συζήτηση. Αυτή κοιτάζει την οθόνη και βλέπει ένα άγνωστο νούμερο, το οποίο δεν είναι καταχωρημένο στις επαφές της. Κοιτάζει τους άλλους, οι οποίοι σηκώνουν τους ώμους, και έτσι αποφασίζει ν' απαντήσει. Δέχεται λοιπόν την κλήση και βάζει το τηλέφωνο στ' αυτί της.
«Παρακαλώ; ... Χλόη; Δεν το πιστεύω! ... Που είσαι, μωρή; Σου έστειλα τόσα μηνύματα! Τι αριθμός είναι αυτός; ... Μάλιστα! Κατάλαβα! Δεν πειράζει, κοριτσάκι. Το θέμα είναι ότι βρεθήκαμε! ... Ναι, και μένα μου έλειψες πολύ! ... Τα έμαθες, ε; ... Ναι, έτσι έγινε. ... Ω, όχι! Δεν είμαι καθόλου λυπημένη. Το αντίθετο μάλιστα. ... Σοβαρά; Είσαι Ελλάδα; ... Φυσικά, θέλω να σε δω. ... Θέλεις να έρθεις εδώ για να γνωρίσεις τον Άρη μου; ... Ναι. Θα τον ρωτήσω αν μπορείς να μείνεις εδώ, αλλά δεν μπορώ να φανταστώ ότι θα πει όχι. Είναι τόσο καλός μαζί μου. Δεν μου αρνείται τίποτα. ... Εντάξει. Θα σου στείλω τη διεύθυνση. ... Θα σε περιμένω. Φιλιά, μωρό μου»
Η Σελήνη κλείνει το τηλέφωνο και, αφού αποθηκεύει τον καινούργιο αριθμό της Χλόης, της στέλνει μήνυμα με την διεύθυνση του σπιτιού. Όταν τελειώνει, σηκώνει το κεφάλι και βλέπει τους άλλους δύο να την κοιτάζουν μπερδεμένοι.
«Γιατί με κοιτάτε έτσι, καλέ;»
«Κούκλα, με ποιον μιλούσες και είσαι τόσο χαρούμενη;»
«Και μάλιστα την προσκάλεσες εδώ για να γνωρίσει τον Άρη;»
«Ηρεμήστε, περίεργα ποντικάκια. Θα σας πω. Ήταν η Χλόη, η ξαδέρφη μου, η αδερφή της Θάλειας»
«Τι; Και της είπες να έρθει εδώ; Τρελάθηκες;»
«Περίμενε! Η Χλόη δεν είναι σαν τους άλλους. Όταν ήταν δεκαπέντε, έφυγε απ' το σπίτι γιατί δεν μπορούσε να ζήσει άλλο με την οικογένειά της, και ειδικά τη Θάλεια. Από τότε δεν τους μίλησε ποτέ ξανά. Τους μισεί όσο κι εγώ»
«Και γιατί σε πήρε τηλέφωνο τώρα;»
«Είμαι η μόνη που μιλάει απ' την οικογένεια και όταν έρχεται στην Ελλάδα συναντιόμαστε. Τα τελευταία χρόνια ζει στο Παρίσι και εργάζεται ως χορογράφος. Όταν πήρα επιτέλους κινητό, της έστειλα μήνυμα, αλλά είχε χάσει το τηλέφωνο της και τώρα κατάφερε ν' ανακτήσει τα δεδομένα. Είδε τα μηνύματα μου και με πήρε»
«Είσαι σίγουρη γι' αυτήν;»
«Απόλυτα. Βασικά, πιστεύω ότι η βοήθειά της θα είναι πολύτιμη»
«Αν το λες εσύ, καλά. Και πότε θα έρθει;»
«Σε μισή ώρα περίπου. Είναι ήδη στον δρόμο απ' το αεροδρόμιο. Με πήρε απ' το ταξί. Νομίζεις ότι ο Άρης θα δεχτεί να την φιλοξενήσουμε; Δεν θέλω να την αφήσω να μείνει σε ξενοδοχείο»
«Δεν βλέπω τον λόγο να μην δεχτεί;»
«Σελήνη, μήπως θέλεις να φύγουμε εμείς;»
«Όχι, Τζένη. Θέλω να τη γνωρίσετε όλοι. Θέλω να της δείξω ότι έχουμε μια καινούργια οικογένεια και δεν είμαστε πια μόνες»
Εκείνη τη στιγμή, ο Άρης και ο Μάρκος μπαίνουν στο σαλόνι.
«Τι έγινε, Γατούλα; Γιατί χαμογελάς έτσι;»
Όσο η Σελήνη εξηγεί στον Άρη τι συνέβη με την Χλόη, η Τζένη πλησιάζει τον Μάρκο.
«Λοιπόν; Πώς πήγε;»
«Μωρό μου, δεν θα το πιστέψεις. Ο Άρης είναι απίθανος. Μου είπε ακριβώς αυτό που ήθελα ν' ακούσω»
«Και; Λύθηκε το πρόβλημα;»
«Αυτό ακριβώς είναι το θέμα. Στην πραγματικότητα, δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα. Ήταν όλα στο κεφάλι μου. Απ' το περιστατικό με τη Σελήνη και το όλο θέμα με τον Πέτρο. Ήταν μια αντίδραση. Προσπαθούσα να τιμωρήσω τον εαυτό μου που δεν μπόρεσα να βοηθήσω τη Σελήνη»
«Δηλαδή;»
«Είναι απλό. Τώρα που η Σελήνη με συγχώρεσε και δεν φοβάμαι πια τον Πέτρο, δεν έχω λόγο να τιμωρώ τον εαυτό μου κρατώντας μακριά το μόνο πράγμα που με κάνει ευτυχισμένο»
«Και ποιο είναι αυτό;»
«Εσύ, μωρό μου. Εσύ είσαι το μόνο πράγμα που με κάνει ευτυχισμένο»
«Αχ, Μάρκο μου! Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο χαρούμενη είμαι. Όχι μόνο για το σεξ, αλλά και για το ότι είσαι καλά τώρα. Αυτό είναι το πιο σημαντικό για μένα»
«Σ' αγαπάω, Τζένη, και θα κάνω ό,τι μπορώ για να σε κάνω ευτυχισμένη, με όλους τους τρόπους!»
Η Τζένη, κρατώντας τα χέρια του Μάρκου, απευθύνεται στον Άρη.
«Άρη, δεν ξέρω πώς να σ' ευχαριστήσω»
«Δεν πειράζει, Τζένη. Δεν χρειάζομαι ευχαριστώ. Εσύ βοηθάς τη Σελήνη μου και αυτό μου αρκεί»
Μετά απ' αυτό, η Τζένη χάνεται στην αγκαλιά του Μάρκου και ο Ορέστης αγριοκοιτάζει τον Άρη.
«Τι έκανες στην ξαδέρφη μου, ρε;»
«Τίποτα! Ό,τι έκανα, το έκανα στον Μάρκο»
«Μόλις δημιούργησες ακόμα ένα σεξουαλικό τέρας. Είμαι καταδικασμένος!»
Η Σελήνη χαστουκίζει ελαφρά το μάγουλο του Ορέστη.
«Έλα τώρα, Ορεστάκο! Μην γίνεσαι μελοδραματικός! Άσε τη γυναίκα να γίνει ευτυχισμένη!»
Το κουδούνι της κάτω πόρτας χτυπάει και η Σελήνη βαράει παλαμάκια ενθουσιασμένη.
«Αυτή είναι! Ήρθε η Χλόη! Πάω ν' ανοίξω!»
«Γατούλα, ρώτα πρώτα!»
Αυτή, αφού πρώτα σιγούρεψε ότι όντως είναι η Χλόη, της ανοίγει και τρέχει στην πόρτα του διαμερίσματος για να την υποδεχτεί. Λίγα λεπτά μετά, η επισκέπτρια βγαίνει απ' το ασανσέρ και την αγκαλιάζει σφιχτά. Μετά, αυτή την οδηγεί στο σαλόνι για να γνωρίσει τους υπόλοιπους. Η Χλόη Νουβάκη, ή Chloe Novac, όπως είναι γνωστή στο Παρίσι, είναι μια εντυπωσιακή γυναίκα. Δεν μοιάζει και πολύ με τη Σελήνη, σχεδόν καθόλου δηλαδή, σαν να μην είναι συγγενής. Αυτή έχει σκούρα κόκκινα μαλλιά και μάτια στο χρώμα του μελιού.
Όλοι έχουν σηκωθεί να τη χαιρετήσουν, εκτός από τον Ορέστη, ο οποίος την κοιτάζει με το στόμα ανοιχτό, όσο η Σελήνη αρχίζει τις συστάσεις.
«Χλόη, αυτός είναι ο Άρης μου. Ο άντρας της ζωής μου!»
Η Χλόη σφίγγει το χέρι του Άρη, κουνώντας επιδοκιμαστικά το κεφάλι της.
«Γεια σου, Άρη, άντρα της ζωής της. Παραδέχομαι ότι είσαι πραγματικά χάρμα οφθαλμών, αλλά αν τολμήσεις να πληγώσεις ποτέ την ξαδέρφη μου, θα σε κόψω κομματάκια και θα τα σκορπίσω στον Σηκουάνα»
«Για όνομα του Θεού, μωρή! Τι είναι αυτά που λες;»
«Φύλαγε τα ρούχα σου, Φεγγαράκι»
Ο Άρης αγκαλιάζει την Σελήνη, χαμογελώντας.
«Μην ανησυχείς, Χλόη. Προτιμώ να πεθάνω παρά να πληγώσω την γατούλα μου»
«Γατούλα την λες; Πόσο χαριτωμένο! Εσύ πώς τον φωνάζεις, μωρή;»
«Λύκο και Αφέντη μου»
«Λύκο, ε; Καλό! Του ταιριάζει. Όσο για το άλλο, θα μου τα πεις όλα με λεπτομέρειες. Εκτός αν υπάρχουν φωτογραφίες ή βίντεο ακόμα καλύτερα»
Ο Άρης γελάει.
«Μ' αρέσει πολύ η ξαδέρφη σου, Γατούλα»
Η Σελήνη, ευχαριστημένη που ο Άρης συμπάθησε την Χλόη, συνεχίζει τις συστάσεις.
«Από δω είναι ο Μάρκος και η Τζένη»
Η Χλόη χαμογελάει στο ζευγάρι.
«Γεια σας, Μάρκο και Τζένη. Χαίρομαι που σας γνωρίζω»
«Κι εμείς, Χλόη»
«Κι εμείς, Χλόη»
«Καλέ, αυτοί χρησιμοποιούν τις ίδιες λέξεις. Πλάκα έχει!»
Τότε, τα μάτια της Χλόης πέφτουν στον Ορέστη, ο οποίος την κοιτάζει σαν ηλίθιος όλη αυτή την ώρα, και αυτή δεν περιμένει την Σελήνη.
«Και αυτό το όμορφο πλάσμα εκεί πέρα που με κοιτάζει τόσο γλυκά, ποιος είναι;»
Ο Άρης κλωτσάει τον Ορέστη προσπαθώντας να τον βγάλει απ' τον λήθαργο.
«Αυτός είναι ο καλύτερός μου φίλος, ο Ορέστης. Μίλα στο κορίτσι, ρε μαλάκα!»
Ο Ορέστης σηκώνεται απ' τον καναπέ, αλλά δεν κάνει και πολύ καλή δουλειά.
«Εεεε ... Εγώ ... Εννοώ ... Ορέστης. Τ' όνομά μου είναι Ορέστης»
Οι άλλοι τρεις γελούν ενώ ο Άρης σκεπάζει τα μάτια του με το χέρι του και κουνάει το κεφάλι του απογοητευμένος. Εντωμεταξύ, η Χλόη πλησιάζει τον Ορέστη και του προσφέρει το χέρι της, το οποίο αυτός πιάνει δειλά.
«Εγώ είμαι η Χλόη και ελπίζω εμείς οι δύο να γνωριστούμε πολύ καλά»
«Εεεε ... Κι εγώ. Ω, Θεέ μου! Είσαι τόσο όμορφη!»
«Ευχαριστώ και ανταποδίδω ακόμα περισσότερο»
Ο Άρης και η Σελήνη κοιτάζονται μεταξύ τους.
«Δεν ξέρω για σένα, Γατούλα, αλλά εγώ νομίζω ότι μόλις είχα ένα déjà vu»
«Κι εγώ. Λες η ιστορία να επαναληφθεί;»
«Κάτσε να το τσεκάρω. Έη, Ορέστη, μήπως χρειάζεσαι κάνα λουρί;»
«Ναι! Ναι! Οπωσδήποτε!»
Ο Άρης και η Σελήνη γελούν, κάνοντας την Χλόη ν' απορήσει.
«Γιατί γελάτε εσείς οι δύο;»
«Θα σου εξηγήσω αργότερα, ξαδερφούλα!»
Και έτσι έγινε. Το βράδυ που ακολουθεί κανείς τους δεν έχει πρόθεση να κοιμηθεί. Ο Μάρκος και η Τζένη είναι από ώρα στην κρεβατοκάμαρα τους και καρπώνονται τα οφέλη της συμβολής του Άρη. Οι ήχοι που έρχονται απ' το δωμάτιο δείχνουν ότι αυτοί το διασκεδάζουν πραγματικά. Η Σελήνη και η Χλόη είναι κλεισμένες στην άλλη κρεβατοκάμαρα και συζητούν. Λένε τα νέα τους η μία στην άλλη. Θυμούνται, βρίζουν, γελάνε και κλαίνε. Όσο για τον Άρη και τον Ορέστη, αυτοί είναι στο σαλόνι. Βασικά, ο Άρης είναι εκεί, γιατί ο Ορέστης ταξιδεύει πολύ, πολύ μακριά.
«Ορέστη; Ορέστη; Ανάθεμα σε, ρε, σου μιλάω! Μ' ακούς;»
«Εεεε; Τι; Με ρώτησες κάτι;»
«Τι στον πούτσο τρέχει με σένα;»
«Δεν ξέρω, ρε Άρη. Νιώθω περίεργα. Το στομάχι μου σφίγγεται. Η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή. Οι παλάμες μου ιδρώνουν. Ίσως αρρωσταίνω. Ποιος ξέρει;»
Ο Άρης ρίχνει το κεφάλι του πίσω και γελάει δυνατά.
«Καλώς ήρθες στο κλαμπ, φίλε μου!»
«Τι λες; Ποιο κλαμπ;»
«Το κλαμπ των ερωτευμένων αντρών»
«Μαλακίες! Με τίποτα! Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα»
«Κι όμως υπάρχει. Έχεις όλα τα συμπτώματα. Αλλά, συμφωνώ μαζί σου! Η Χλόη φαίνεται πολύ καλή»
«Ναι. Όντως. Πολύ καλή. Στην πραγματικότητα, είναι πολύ καλή για μένα. Δεν είναι για τα μούτρα μου»
«Τι μαλακίες λες; Είσαι ο καλύτερος άνθρωπος που ξέρω. Αυτή είναι πολύ τυχερή που αρέσει σ' έναν άντρα σαν εσένα»
«Το πιστεύεις πραγματικά αυτό;»
«Το ξέρω»
«Και αν δεν με θέλει;»
«Δεν νομίζω ότι ισχύει αυτό, δεδομένου του τρόπου που σε κοιτάζει, αλλά αν δεν προσπαθήσεις, δεν θα μάθεις ποτέ. Γι' αυτό, αν θες την συμβουλή μου, κάνε την κίνησή σου απόψε κιόλας»
«Δεν είναι λίγο νωρίς γι' αυτό;»
«Σ' εμένα το λες αυτό;»
«Ναι. Σωστά»
Εκείνη τη στιγμή, η Σελήνη βγαίνει τρέχοντας απ' την κρεβατοκάμαρα και πηδάει στην αγκαλιά του Άρη.
«Ουάου, τρελό βατραχάκι. Τι σ' έπιασε;»
Αυτή αρπάζει και σφίγγει το μπλουζάκι του και τρίβει τη μύτη της στη δική του, γουργουρίζοντας.
«Θέλω να σε ρωτήσω κάτι και εσύ να μου πεις ναι»
«Σοβαρά; Για ν' ακούσω»
«Πρόκειται για την Χλόη»
«Έλα, Γατούλα. Ξέρεις ότι μπορείς να με ρωτήσεις οτιδήποτε. Πες μου»
«Η Χλόη άφησε οριστικά το Παρίσι για να μείνει εδώ και θέλω να της προτείνω να μείνει εδώ μαζί μας. Μπορώ να το κάνω; Σε παρακαλώ, Άρη μου! Σε παρακαλώ! Σε παρακαλώ!»
«Και πού θα κοιμάται, κοριτσάκι μου; Δεν έχουμε άλλο χώρο»
«Προσωρινά, μπορεί να κοιμάται εδώ, στον άλλο καναπέ. Και όταν φύγουν ο Μάρκος με την Τζένη και ο Ορέστης πάρει πίσω το δωμάτιό του, θα δούμε. Αν καταλαβαίνεις τι εννοώ;»
«Τα έχεις σκεφτεί όλα, ε; Πονηρή Γατούλα»
«Σε παρακαλώ, Άρη μου! Αυτή είναι η μόνη συγγενής εξ' αίματος που μ' αγαπάει και την αγαπάω κι εγώ. Θα είμαι πολύ χαρούμενη αν μείνει εδώ. Σε παρακαλώ! Σε παρακαλώ! Σε παρακαλώ!»
«Σταμάτα να με παρακαλείς, μωρό μου. Δεν χρειάζεται. Συμφωνώ. Η ξαδέρφη σου μπορεί να μείνει»
«Αχ, Λύκε μου! Σ' ευχαριστώ τόσο πολύ!»
«Δεν θέλω λόγια. Θέλω πράξεις! Ευχαρίστησε με μ' ένα φιλί»
«Δεν είναι δίκαιο. Αυτό θα ευχαριστήσει εμένα περισσότερο»
«Αυτό δεν είναι αλήθεια, αλλά δεν πειράζει. Αυτός είναι ο σκοπός της ζωής μου. Να είσαι εσύ ευχαριστημένη»
«Σ' αγαπάω, ρε γαμώτο!»
Η Σελήνη βάζει το στόμα της στο δικό του και ο Άρης χουφτώνει τον κώλο της και την πιέζει πάνω του, βογκώντας. Η Χλόη, που βγαίνει εκείνη τη στιγμή απ' την κρεβατοκάμαρα, πλησιάζει τον Ορέστη, ο οποίος μαγεύεται ακόμη μια φορά απ' την ομορφιά της.
«Δεν μου λες, όμορφε, πόσο συχνά συμβαίνει αυτό μ' αυτούς τους δύο;»
Ο Ορέστης αναστενάζει.
«Όλη την ώρα. Δεν μπορείς να φανταστείς!»
«Έχω μια ιδέα. Τι θα 'λεγες να τους στείλουμε μέσα ν' απολαύσουν τον έρωτά τους, κι εμείς να καθίσουμε εδώ ήσυχα κι ωραία και να μιλήσουμε, πίνοντας ένα ποτό;»
«Θέλεις κάτι τέτοιο;»
«Φυσικά. Αν δεν το ήθελα, δεν θα το πρότεινα»
«Αν είναι έτσι, ευχαρίστως!»
«Δώσε μου ένα λεπτό»
Η Χλόη πλησιάζει το ζευγάρι και σκουντάει τον Άρη στον ώμο με το δάχτυλο της.
«Έη, ξάδερφε Λύκε! Νομίζω ότι ήρθε η ώρα να πάρεις την γατούλα σου και να μας αδειάσεις την γωνιά. Αν εγώ και ο όμορφος θελήσουμε να δούμε τσόντα, ξέρουμε τι να κάνουμε! Έλα, τσάκα-τσάκα! Τρέχουμε τώρα!»
Ο Ορέστης πνίγεται με το σάλιο του, ενώ ο Άρης σηκώνεται απ' τον καναπέ με τη Σελήνη τυλιγμένη γύρω του, γελώντας και οι δύο.
«Ευχαρίστως, ξαδέρφη, αλλά εσύ να φροντίσεις καλά τον κολλητό μου. Ο καημένος είναι πρωτάρης. Μην τον τρομάξεις πολύ»
«Σκάσε, ρε μαλάκα! Πόσο ακόμα θα με ταπεινώσεις; Ξεκουμπίσου από δω μέσα!»
Ο Ορέστης διαμαρτύρεται, αλλά η Χλόη, που το διασκεδάζει αφάνταστα, σιγοντάρει τον Άρη.
«Μην ανησυχείς για τίποτα, ξάδερφε. Θα τον φροντίσω όσο καλύτερα μπορώ»
Καθώς ο Άρης εξαφανίζεται στην κρεβατοκάμαρα με τη Σελήνη, η Χλόη πλησιάζει τον Ορέστη και κάθεται δίπλα του στον καναπέ.
«Λοιπόν, όμορφε; Τι θα μου βάλεις να πιώ;»
«Ό,τι θέλεις. Έχουμε τα πάντα»
«Θέλω κάτι δυνατό σαν εσένα»
«Σ' ευχαριστώ, αλλά δεν είμαι έτσι. Στην πραγματικότητα, είμαι ακριβώς τ' αντίθετο»
«Διαφωνώ. Έχεις πολλή δύναμη μέσα σου. Απλώς δεν χρειάστηκε να το δείξεις ακόμα»
«Το πιστεύεις πραγματικά αυτό; Όλα αυτά τα χρόνια, ο Άρης ήταν ο δυνατός. Το άλφα αρσενικό»
«Μπορεί να υπάρχουν περισσότερα από ένα άλφα αρσενικό σε μια αγέλη»
«Ναι, αλλά μόνο ένας είναι ο αρχηγός»
«Ίσως, αλλά εμένα ποτέ δεν μ' άρεσε ο τύπος του αρχηγού»
«Είσαι μια πολύ περίεργη γυναίκα, Χλόη»
«Πόσο όμορφο ακούγεται τ' όνομά μου απ' τα χείλη σου. Πες το ξανά»
«Χλόη ...»
Τα μελιά μάτια της Χλόης, γεμάτα πόθο, είναι καρφωμένα στα χείλη του Ορέστη. Αυτός, με την καρδιά του να χτυπάει σαν τρελή, γέρνει λίγο προς το μέρος της, για να τσεκάρει την αντίδρασή της. Αυτή δεν κουνιέται. Κάθεται εκεί, με τα χείλη μισάνοιχτα και περιμένει. Άντε, Ορέστη! Κάνε την κίνησή σου. Τι φοβάσαι; Η Χλόη σε θέλει. Όλο της το είναι ουρλιάζει ότι σε θέλει. Πρέπει να το κάνεις τώρα! Φίλα την, διάολε!
Επιτέλους, με μια μικρή κίνηση του καρπού του, την πιάνει απ' τη μέση, την τραβάει κοντά του και πιέζει τα χείλη του στα δικά της. Δεκάδες πολύχρωμα πυροτεχνήματα σκάνε μέσα στο κεφάλι του. Η αίσθηση των απαλών χειλιών της, η γλυκιά γεύση της, η καυτή της γλώσσα που παίζει με τη δική του, τα δόντια της που δαγκώνουν αισθησιακά τα χείλη του, του κόβουν την ανάσα. Όμως τα συναισθήματα είναι αμοιβαία. Το ίδιο νιώθει και εκείνη. Στη ζωή της έχει φιλήσει αρκετούς άντρες, όμορφους και γοητευτικούς. Κανένας τους όμως δεν ήταν σαν αυτόν. Κανείς τους δεν έτρεμε κάτω απ' το άγγιγμά της. Κανένας δεν την έκανε να τρέμει κάτω απ' το άγγιγμά του.
Τα χέρια του στη μέση της, τα δάχτυλά του αγγίζουν απαλά το ακάλυπτο δέρμα της ανάμεσα στην μπλούζα και το παντελόνι της, στέλνοντας κύματα ηλεκτρισμού σ' όλο της το σώμα. Όλο αυτό το πράγμα δεν έχει προηγούμενο για εκείνη. Ποτέ πριν δεν είχε προχωρήσει τόσο γρήγορα με κανέναν. Αλλά αυτός είναι διαφορετικός. Τον συνάντησε μόλις πριν από λίγες ώρες, αλλά απ' την πρώτη στιγμή που τον είδε κατάλαβε ότι είναι ξεχωριστός. Τόσο ξεχωριστός ώστε να μπορέσει να της αλλάξει τη ζωή.
Το φιλί τους αφήνει και τους δύο με κομμένη την ανάσα.
«Χλόη, αυτό ήταν ...»
«Καταπληκτικό; Το ξέρω!»
«Δεν έχω νιώσει ποτέ τίποτα ...»
«Τόσο έντονο; Ούτε κι εγώ»
«Πώς ξέρεις κάθε φορά τι ακριβώς θέλω να πω;»
«Είναι πολύ απλό. Λέω ακριβώς το ίδιο πράγμα που θέλω να πω εγώ»
«Είσαι το κάτι άλλο!»
«Και με θέλεις, έτσι δεν είναι;»
«Σε θέλω με κάθε ίνα της ύπαρξής μου»
«Κι εγώ»
«Όμως που; Θέλω να πω, δεν έχουμε διαθέσιμο κρεβάτι αυτή τη στιγμή»
«Ναι, αλλά έχουμε τραπέζι»
«Κι αν έρθει κάποιος;»
«Κρίνοντας απ' ό,τι ακούω, κανείς δεν θα έρθει μέχρι αύριο το πρωί»
«Είσαι σίγουρη γι' αυτό; Δεν χρειάζεται ... Δηλαδή, με γνώρισες μόλις σήμερα. Δεν χρειάζεται να βιαστείς. Μπορώ να περιμένω»
«Δεν είμαστε παιδιά, Ορέστη. Ξέρω τι θέλω. Είναι η πρώτη φορά που είμαι τόσο σίγουρη για κάτι. Περίμενα πολύ καιρό να βρω κάποιον σαν εσένα. Δεν θέλω να περιμένω άλλο»
Αυτός σηκώνεται απ' τον καναπέ, με ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη, και της προσφέρει το χέρι του.
«Έλα μαζί μου, Πεντάμορφη»
Αυτή, νιώθοντας ρίγη σ' όλο της το σώμα, βάζει το χέρι της στο δικό του και του παραδίνεται ολοκληρωτικά.
«Πού με πας;»
«Στη σπηλιά μου. Ήρθε η ώρα να μεταμορφώσεις το τέρας σου σε πρίγκιπα»
Αυτή πηδάει στην αγκαλιά του και τυλίγει τα πόδια της γύρω απ' τη μέση του. Με λίγα βήματα, αυτός πλησιάζει το μεγάλο τραπέζι και την ξαπλώνει, πετώντας ότι υπάρχει πάνω του στο πάτωμα. Επειδή δεν ξέρει ακόμα τι της αρέσει, αυτός αποφασίζει να το πάει χαλαρά, τουλάχιστον στην αρχή. Χωρίς να σταματήσει να τη φιλάει, τη γδύνει σιγά σιγά και αρχίζει να εξερευνά το όμορφο σώμα της με το στόμα του. Φιλάει κάθε εκατοστό του δέρματός της, που μυρίζει έντονα καρύδα.
«Μυρίζεις τόσο όμορφα»
Αυτή γέρνει το κεφάλι της πίσω και αναστενάζει, απολαμβάνοντας τα χάδια και τα φιλιά του και βογκάει όταν αυτός ξεφορτώνεται το σουτιέν της, παίρνει το στήθος της στο στόμα του και της ρουφάει την ερεθισμένη ρόγα της. Ακριβώς όπως όταν πρωτογνωρίστηκαν, επικοινωνούν χωρίς να μιλούν μεταξύ τους, και αυτή τον σπρώχνει απ' τους ώμους απαλά προς τα κάτω τη στιγμή που αυτός είναι έτοιμος να κατέβει από μόνος του. Κοιτάζονται μεταξύ τους και γελούν.
«Ο τρόπος που επικοινωνούμε με τρελαίνει»
«Αυτό ή είσαι απλά ένας μάγος και μπορείς να διαβάζεις το μυαλό μου»
«Θ' αφήσω να το αποφασίσεις εσύ αυτό»
«Ε;»
Μ' ένα κλείσιμο του ματιού, αυτός γλιστράει προς τα κάτω, βγάζει το εσώρουχό της, ανοίγει τα πόδια της και αρχίζει να περνά τη γλώσσα του πάνω στο κέντρο της θηλυκότητας της, πειράζοντας την κλειτορίδα της που έχει ήδη αρχίσει να πρήζεται. Αυτή προσπαθεί να μην κάνει πολύ θόρυβο για ευνόητους λόγους, αλλά δεν μπορεί να συγκρατηθεί άλλο και αρχίζει να φωνάζει.
Λίγα λεπτά και έναν οργασμό αργότερα, αυτή σηκώνει το πάνω μέρος του σώματός της και τον τραβάει πάνω της. Αυτός της δίνει μια ιδέα απ' τη δική της γεύση μ' ένα παθιασμένο φιλί που περιλαμβάνει ένα μικρό δάγκωμα και αυτή το απολαμβάνει.
«Λοιπόν, ομορφιά μου;»
«Μάγος. Σίγουρα μάγος»
«Χαίρομαι που σ' άρεσε, αλλά μην ξεχνάς ότι δεν έχεις δει τίποτα ακόμα»
«Τι περιμένεις; Δείξε μου! Δείξε μου τι άλλο έχεις, αλλά σε παρακαλώ μην νομίζεις ότι είμαι εύθραυστη, γιατί δεν είμαι»
«Αυτό περίμενα ν' ακούσω, μωρό μου!»
Με μια γρήγορη, δυνατή ώθηση, αυτός μπαίνει μέσα της, προκαλώντας μια κραυγή ευχαρίστησης. Χωρίς να συγκρατιέται άλλο, αρχίζει να τη γαμάει δυνατά, κάνοντας το τραπέζι να ταρακουνιέται.
«Αχ, Ορέστη! Είμαι τόσο χαρούμενη που ήρθα εδώ!»
«Κι εγώ είμαι χαρούμενος που ήρθες εδώ, Χλόη! Πολύ χαρούμενος!»
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro