Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Επανάσταση

~ 12 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2010 ~

~ ΚΑΠΟΥ ΣΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΟΔΟ ΑΘΗΝΩΝ-ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ~

~ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΤΟΥ ΠΟΥΘΕΝΑ ~ ΑΡΓΑ ΤΟ ΒΡΑΔΥ ~

Μια νεαρή γυναίκα οδηγεί το αυτοκίνητό της, τραγουδώντας φάλτσα.

*Δεν το αντέχω να βουλιάζω μες στο ψέμα. Τώρα κατάλαβα πως ήμουν ένα δέμα. ... Φεύγω, τώρα φεύγω. ... Θέλω να ζήσω τη ζωή μου έξω απ' τα μέτρα, τώρα που σκλήρυνε η καρδιά μου σαν την πέτρα. ... Φεύγω, τώρα φεύγω*

Ξαφνικά, αυτή χτυπάει το χέρι της στο τιμόνι.

«Στο διάολο! Μπορείτε να πάτε όλοι στην κόλαση, καθάρματα! Το πρόβατο ξύπνησε! Δεν θα ξαναγίνω η μαριονέτα σας. Ποτέ ξανά! Ποτέ ξανά, μ 'ακούτε; Ποτέ ξανά! Και θα πάρω την εκδίκησή μου. Θα σας κάνω να πληρώσετε. Όλοι σας!»

Αυτή πατάει ακόμα περισσότερο το γκάζι και το αυτοκίνητο σκίζει τον ανοιχτό δρόμο όπως ένας κόνδορας ψηλά στον ουρανό. Αυτή αρχίζει πάλι να τραγουδάει και κοιτάζει την πανσέληνο μέσα από το παρμπρίζ του αυτοκινήτου της. Η αντανάκλαση του φεγγαριού στη γυάλινη επιφάνεια αναδιαμορφώνεται σε ένα πρόσωπο. Ένα άγνωστο, όμορφο πρόσωπο ενός άνδρα. Ενός άντρα με μαύρα μαλλιά και όμορφα μπλε μάτια.

Η γυναίκα κοιτάζει αυτό το πρόσωπο, αγνοώντας ότι κοιτάζει κατευθείαν τη μοίρα της, ενώ ένας λύκος ουρλιάζει στα αυτιά της.

~ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ~ ΣΕ ΕΝΑ ΚΛΑΜΠ ~ ΚΑΠΟΥ ΣΤΟΝ ΠΕΙΡΑΙΑ ~

Ένας άντρας κάθεται στο ιδιωτικό του σεπαρέ και πίνει το αγαπημένο του ουίσκι, Johnny Walker Blue Label, όταν τον πλησιάζει ένας σερβιτόρος.

«Με συγχωρείται, αφεντικό ...»

«Δεν σας είπα να μην με ενοχλήσει κανείς;»

«Λυπάμαι πραγματικά, αφεντικό, αλλά κάποιος ζητάει να σας δει»

«Στ' αρχίδια μου. Πες στον Νέγρο να το φροντίσει. Τώρα φύγε από μπροστά μου»

Ο άντρας δεν έχει σηκώσει το βλέμμα του καθόλου, αλλά όταν συνειδητοποιεί ότι η εντολή του δεν εκπληρώθηκε αμέσως, σηκώνει το κεφάλι και κοιτάζει τον σερβιτόρο γρυλίζοντας.

«Γιατί στο διάολο είσαι ακόμα εδώ;»

«Ζητώ χίλια συγγνώμη, αφεντικό, αλλά ο επισκέπτης ζήτησε ...»

«Δεν με νοιάζει τι ζήτησε, τον διάολο μου!»

«Αυτός ζήτησε τον Λύκο, αφεντικό»

Ο άντρας γέρνει πίσω και τρίβει το σαγόνι του.

«Μάλιστα ... Μχμμμ ...»

Αυτός πίνει μια γουλιά από το ποτό του.

«Πες στον Μικρούλη να τον τρομάξει καλά, ψάξτε τον και, αν είναι καθαρός, φέρτον σε μένα»

«Μάλιστα, αφεντικό»

Ο σερβιτόρος βιάζεται να εκτελέσει την εντολή του αφεντικού του και ο άντρας τελειώνει το υπόλοιπο ποτό με μια γουλιά. Ξαναγεμίζει το ποτήρι και κοιτάζει μέσα από τη γυάλινη οροφή του κλαμπ την πανσέληνο. Η αντανάκλαση του φεγγαριού στη γυάλινη επιφάνεια αναδιαμορφώνεται σε ένα πρόσωπο. Το όμορφο πρόσωπο μιας άγνωστης γυναίκας. Μιας γυναίκας με μακριά μαύρα μαλλιά και όμορφα μπλε μάτια.

Ο άντρας κοιτάζει αυτό το πρόσωπο με κομμένη την ανάσα, χωρίς να γνωρίζει ότι κοιτάζει κατευθείαν τη μοίρα του, ενώ ένα γατάκι νιαουρίζει στα αυτιά του.

***

~ ΑΡΚΕΤΕΣ ΩΡΕΣ ΠΡΙΝ ~ ΜΕΣΗΜΕΡΙ ΤΗΣ ΙΔΙΑΣ ΜΕΡΑΣ ~

~ ΟΤΑΝ ΑΡΧΙΣΑΝ ΟΛΑ ~

Η Σελήνη Νουβάκη βρίσκεται με τον αρραβωνιαστικό της, Πέτρο Αναγνώστου, στο σπίτι των γονιών της, Λέανδρου και Αλίκης, κάπου στον Ταύρο. Αυτή κάθεται στο σαλόνι με τον πατέρα της και τον Πέτρο ,ενώ η μητέρα της μαγειρεύει στην κουζίνα.

«Χθες παρέδωσα ένα κουτάβι-οδηγό σε ένα τυφλό αγοράκι. Έπρεπε να δείτε τη χαρά στο προσωπάκι του»

«Σταμάτα, Σελήνη! Δεν έχω διάθεση να ακούσω μια ακόμα από τις δακρύβρεχτες ιστορίες σου. Βαριέμαι του θανατά»

«Μα ...»

«Έχει δίκιο ο πατέρας σου, Πρόβατο»

«Μη με λες πρόβατο, εντάξει;»

«Θα σε φωνάζω όπως θέλω»

«Πατέρα, σε παρακαλώ, πες του κάτι»

«Τι ακριβώς θέλεις να του πω; Δεν έχω δικαίωμα. Ο Πέτρος είναι ο αρραβωνιαστικός σου και μπορεί να σε αποκαλεί όπως θέλει»

Ο Πέτρος της χαμογελάει αυτάρεσκα και συνεχίζει σαν να μην συνέβη τίποτα.

«Η τωρινή δουλειά σου είναι τρομερά βαρετή. Σκύλοι οδηγοί και μαλακίες. Αυτό που έκανες πριν ήταν πολύ πιο ενδιαφέρον. Εκπαίδευση αστυνομικών σκύλων. Ενδιαφέρον και χρήσιμο. Δεν έπρεπε ποτέ να παραιτηθείς»

«Ποιος σου είπε ότι παραιτήθηκε, Πέτρο μου; Την απολύσανε»

«Αλήθεια; Νόμιζα ...»

«Γιατί εκπλήσσεσαι; Ξέρεις πολύ καλά πόσο άχρηστη είναι. Αυτοί της ζητούσαν σκληρούς αστυνομικούς σκύλους και αυτή τους έδινε σκυλάκια του καναπέ»

Ο Πέτρος ξεσπάει σε γέλια και κοιτάζει απαξιωτικά τη Σελήνη που είναι έτοιμη να κλάψει. Εκείνη τη στιγμή, η Αλίκη μπαίνει στο δωμάτιο, σκουπίζοντας τα χέρια της.

«Τι συμβαίνει εδώ; Γιατί γελάς, καλέ μου;»

«Τίποτα σημαντικό, Πεθερούλα μου»

«Έλα, πες μου. Θέλω να γελάσω κι εγώ»

«Μιλούσαμε για το πόσο άχρηστη είναι η κόρη σου»

«Αυτό δεν είναι αστείο. Είναι ένα λυπηρό γεγονός»

«Κι εσύ, Μητέρα;»

«Κι εγώ, Σελήνη. Είναι αλήθεια, έτσι δεν είναι; Πες μου ένα πράγμα που έχεις κάνει σωστά στη ζωή σου»

«Αυτή διάλεξε τον Πέτρο»

«Με συγχωρείς, Λέανδρε, αλλά αυτό είναι λάθος. Εγώ την διάλεξα, όχι το αντίστροφο»

Η Αλίκη κάθεται δίπλα στον Πέτρο και του χαϊδεύει τα μαλλιά, κάτι που δεν έκανε ποτέ στη δική της κόρη.

«Ο Πέτρος μας έχει δίκιο. Μην τον προσβάλλεις, Λέανδρε. Του είμαστε ευγνώμονες που θα αφαιρέσει το τεράστιο βάρος από τους ώμους μας»

«Έχεις δίκιο»

«Και γι' αυτό του έφτιαξα το αγαπημένο του φαγητό»

«Μην μου πεις! Γεμιστά;»

«Ναι, γλυκέ μου, με ρύζι και κιμά. Όπως ακριβώς σου αρέσουν»

«Είσαι η καλύτερη πεθερά, Αλίκη μου»

«Ελπίζω να υπάρχει και κάτι άλλο, γιατί όπως όλοι γνωρίζετε, μισώ τα γεμιστά»

«Όχι, Σελήνη, δεν υπάρχει τίποτα άλλο»

«Και τι θα φάω εγώ;»

«Αυτό είναι δικό σου πρόβλημα, όχι δικό μας»

«Για όνομα του Θεού! Είμαι η κόρη σας και αυτός είναι ένας ξένος. Πώς μπορείτε να νοιάζεστε περισσότερο για εκείνον απ' ότι για μένα;»

«Γιατί θα σε παντρευτεί και πρέπει να του φερόμαστε καλά»

«Γιατί αν σ' αφήσει, ποιος θα σε πάρει; Ποιος θα ήθελε μια γυναίκα σαν εσένα;»

«Τώρα που ανέφερες τον γάμο, πότε θα μεταφερθούν τα χρήματα στον λογαριασμό μου;»

Η Σελήνη σηκώνεται όρθια.

«Ποτέ, Πέτρο. Τα λεφτά είναι δικά μου. Μου τα άφησε η γιαγιά μου για να είμαι ανεξάρτητη και να μην χρειάζεται να βασίζομαι σ' έναν άντρα. Έχεις ήδη ξοδέψει αρκετά. Δεν πρόκειται να σου δώσω τα υπόλοιπα»

«Λοιπόν, σε αυτήν την περίπτωση, λυπάμαι, αλλά ...»

Τρόμος καλύπτει το πρόσωπο της Αλίκης.

«Ω, όχι! Πέτρο, σε παρακαλώ!»

«Μη με παρακαλάς, Αλίκη. Σας το ξεκαθάρισα αυτό. Αν δεν πάρω τα χρήματα, ξεχάστε τον γάμο»

Ο Λέανδρος μιλάει στον μέλλοντα γαμπρό του, αγριοκοιτάζοντας την κόρη του.

«Μην ανησυχείς, Πέτρο. Θα πάρεις τα χρήματα τη Δευτέρα το πρωί, ακόμα κι αν πρέπει να σύρω την κόρη μου στην τράπεζα από τα μαλλιά»

«Πολύ καλά. Αφού τακτοποιήθηκαν όλα, πάμε να φάμε τα νόστιμα γεμιστά της Αλίκης»

Αλλά, πριν συνεχίσουμε την ιστορία, ας μιλήσουμε λίγο για τους ανθρώπους που εμπλέκονται. Είμαι βέβαιη ότι θέλετε να μάθετε περισσότερα για αυτούς.

Ας ξεκινήσουμε με τη Σελήνη, την βασική ηρωίδα της ιστορίας μας. Ω, ναι! Αυτή είναι η γυναίκα πίσω από το τιμόνι ...

Η Σελήνη Νουβάκη είναι μια όμορφη νεαρή γυναίκα, είκοσι έξι ετών. Είναι εκπαιδεύτρια σκύλων. Προσλήφθηκε στην αστυνομική ακαδημία σαν εκπαιδεύτρια των σκυλιών της ομάδας Κ9, αλλά απολύθηκε. Όχι επειδή δεν έκανε σωστά τη δουλειά της, αλλά επειδή αρνήθηκε να υιοθετήσει τις βίαιες μεθόδους εκπαίδευσης. Φυσικά, ο πατέρας της δεν το πίστεψε ποτέ αυτό, παρόλο που ήταν η μόνη αλήθεια. Τώρα εκπαιδεύει σκύλους συντροφιάς και σκύλους-οδηγούς για παιδιά με αναπηρία.

Είναι γλυκιά και ευγενική, παρόλο που την μεγάλωσαν δύο γονείς-τέρατα. Τα παιδικά της χρόνια ήταν φρικτά. Οι γονείς της ασκούσαν ψυχολογική βία εναντίον της από πάντα. Την κατηγορούσαν για όλα. Την μείωναν, την ταπείνωναν και της στερούσαν ακόμη και τα πιο βασικά είδη ανάγκης για ένα παιδί. Την έκλειναν στο υπόγειο για ώρες χωρίς φαγητό για να την πειθαρχήσουν, όπως έλεγαν. Ακόμα, ο πατέρας της την χτύπησε μερικές φορές.

Τώρα θα μου πείτε γιατί δεν άφησε εκείνη την κόλαση όταν ενηλικιώθηκε; Υπάρχει ένας απλός λόγος. Αυτά τα δύο τέρατα, με τη συμπεριφορά τους, κατάφεραν να την πείσουν ότι είναι άχρηστη και ανίκανη να κάνει τίποτα μόνη της. Της έχουν μάθει να χρειάζεται τη βοήθειά τους ακόμα και στα πιο ασήμαντα πράγματα. Τρεις φορές προσπάθησε να φύγει και κάθε φορά επέστρεφε με την ουρά στα σκέλια. Κανείς δεν ξέρει γιατί ο Λέανδρος και η Αλίκη Νουβάκη έκαναν κάτι τέτοιο στη σάρκα και το αίμα τους.

Και μετά ήρθε στη ζωή της ο Πέτρος Αναγνώστου, είκοσι οκτώ χρονών, αρχιτέκτονας και εντελώς μαλάκας. Φυσικά, δεν αποκαλύφθηκε από την αρχή στη Σελήνη. Τους πρώτους μήνες της σχέσης τους ήταν γλυκός και έμοιαζε ειλικρινά ερωτευμένος μαζί της, αλλά όταν γνώρισε τους γονείς της, βγήκε ο πραγματικός του εαυτός. Ποιος ξέρει; Ίσως τον ενέπνευσαν και ακολούθησε το παράδειγμά τους.

Ο Πέτρος και η Σελήνη γνωρίστηκαν στο Λύκειο. Αυτός ήταν πρόεδρος του 15μελούς και το πιο ελκυστικό αγόρι στο σχολείο. Αυτή ήταν η καλύτερη μαθήτρια και πολύ πιο όμορφη απ' όλα τα άλλα δημοφιλή κορίτσια, όπως η Ούρσουλα, η κλασική ξανθιά σκύλα και η χειρότερη εχθρός της Σελήνης.

Όταν αποφοίτησε, ο Πέτρος ήθελε να ξεφορτωθεί τη Σελήνη, αλλά τότε έτυχε να μάθει για τα χρήματα, το ενάμιση εκατομμύριο ευρώ, που κληρονόμησε από τη γιαγιά της όταν αυτή ήταν δεκαπέντε χρονών, και άλλαξε γνώμη. Τότε ζήτησε βιαστικά από τους γονείς της την άδεια να την παντρευτεί, χωρίς να μπει καν στον κόπο να ρωτήσει τη Σελήνη, και αφού αυτοί συμφώνησαν, αυτοί αρραβωνιάστηκαν αμέσως, πριν ακόμα αυτή τελειώσει το σχολείο.

Αυτός σπούδασε στο πανεπιστήμιο και μετά άνοιξε ένα αρχιτεκτονικό γραφείο, όλα με τα λεφτά της Σελήνης. Έχει ξοδέψει σχεδόν μισό εκατομμύριο μέχρι στιγμής, αλλά αυτό δεν του αρκεί. Τα θέλει όλα και είναι αποφασισμένος να τα αποκτήσει με κάθε κόστος.

Η συμπεριφορά του απέναντι στη Σελήνη είναι απαράδεκτη. Την αντιμετωπίζει σαν δούλα. Της φωνάζει, την προσβάλλει και την ταπεινώνει όλη την ώρα. Την κλειδώνει στο σπίτι και της απαγορεύει να έχει φίλους, εκτός από την ξαδέρφη της, την Θάλεια, την κόρη του αδερφού του Λέανδρου. Το αστείο είναι ότι η Θάλεια μισεί τη Σελήνη από τότε που ήταν κοριτσάκια, αλλά ο Πέτρος έχει τους λόγους του, όπως θα δούμε παρακάτω.

Όσο για τη σεξουαλική τους ζωή, με δύο λέξεις, είναι χάλια. Πριν πάρει την παρθενιά της, ήταν τρελός μαζί της. Μετά από αυτό, έγινε σκληρός και ψυχρός. Τώρα αυτοί κάνουν σεξ μια φορά την εβδομάδα, αλλά την Σελήνη δεν την νοιάζει καθόλου γιατί μισεί τη διαδικασία. Σε αυτά τα λίγα λεπτά, ο Πέτρος νοιάζεται μόνο για τον εαυτό του. Την ξαπλώνει, μπαίνει μέσα της, μία, δύο, τρεις, μπαινοβγαίνει μερικές φορές και μετά τέλος. Ούτε προκαταρκτικά, ούτε χάδια, ούτε φιλιά, ούτε τίποτα. Εκείνες τις στιγμές, η Σελήνη κλείνει τα μάτια της και πηγαίνει στο αγαπημένο της μέρος, στο δάσος, για να παίξει με τα αγαπημένα της ζώα, τους λύκους.

Αλλά είπαμε αρκετά. Ας επιστρέψουμε τώρα στην ιστορία μας, εκεί που σταματήσαμε.

Η αγία οικογένεια μόλις γευμάτισε. Τουλάχιστον ο Λέανδρος, η Αλίκη και ο Πέτρος, γιατί η Σελήνη δεν έφαγε σχεδόν τίποτα, λίγη σαλάτα και δύο φέτες ψωμί. Ο Πέτρος, από την άλλη, καταβρόχθισε δύο πιάτα, τρεις ντομάτες και δύο πιπεριές.

«Σου άρεσε το φαγητό, καλέ μου;»

«Με κατέστρεψες, Αλίκη. Δεν ξέρω πώς θα καταφέρω να δουλέψω με τόσο γεμάτο στομάχι»

Όλοι γελούν εκτός από τη Σελήνη, που γυρίζει τα μάτια της. Ο Πέτρος σηκώνεται όρθιος και αυτή κάνει να τον ακολουθήσει, αλλά αυτός έχει άλλη γνώμη.

«Πού νομίζεις ότι πας, Πρόβατο;»

«Στο σπίτι μας, μαζί σου»

«Πρώτον, αυτό το σπίτι είναι δικό μου, όχι δικό μας, και δεύτερον, δεν έχεις να πας πουθενά. Έχω ραντεβού με έναν πελάτη στο σπίτι και δεν θέλω να σ' έχω στα πόδια μου. Θα καθίσεις εδώ και θα περιμένεις να σου στείλω μήνυμα»

«Όχι! Πέτρο, σε παρακαλώ. Δεν μπορώ να μείνω εδώ. Άσε με να έρθω μαζί σου και δεν θα σ' ενοχλήσω καθόλου. Θα μείνω στην κρεβατοκάμαρα»

«Είπα όχι, και δεν θέλω να το συζητήσω άλλο. Μην τολμήσεις να γυρίσεις σπίτι χωρίς να σου πω. Σύμφωνοι, Πρόβατο;»

«Ναι»

Και κάπως έτσι, ο Πέτρος έφυγε, αφήνοντας τη Σελήνη πίσω για άλλη μια φορά. Επειδή όμως οι γονείς της είχαν τόσο καλή διάθεση, και όχι με την καλή έννοια φυσικά, αυτή δεν άντεξε και έφυγε. Περιπλανήθηκε στην πόλη για μερικές ώρες προσπαθώντας να βρει την Θάλεια στο τηλέφωνο, αλλά αυτή δεν απάντησε ποτέ.

Όταν κουράστηκε αρκετά και ο Πέτρος δεν είχε στείλει ακόμα μήνυμα, αποφάσισε να πάει σπίτι και να υποστεί τις συνέπειες. Ποιο είναι το χειρότερο που μπορεί να συμβεί; Το πολύ-πολύ να τη μαλώσει λίγο και να τη στείλει στον καναπέ να κοιμηθεί. Αυτό δεν είναι μεγάλη υπόθεση. Μια νύχτα χωρίς τον Πέτρο στο πλευρό της είναι πάντα μια καλή νύχτα. Έτσι, παίρνει ένα ταξί και δεκαπέντε λεπτά αργότερα είναι έξω από το σπίτι στα Εξάρχεια.

«Τι στο διάολο;»

Τα παράθυρα στον κάτω όροφο της παλιάς μονοκατοικίας, κληρονομιά του Πέτρου απ' τους γονείς του, είναι σκοτεινά. Το μόνο φως που υπάρχει είναι στο παράθυρο του υπνοδωματίου στον επάνω όροφο. Η Σελήνη μπερδεύεται.

«Δέχεται τον πελάτη του στην κρεβατοκάμαρα; Τι είδους πελάτης ... Φτου!»

Η ψυχρή συνειδητοποίηση έρχεται γρήγορα και τη χτυπάει δυνατά.

«Ω, Θεέ μου! Όχι αυτό τώρα! Όχι! Όχι!»

Μεταξύ μας, η πιθανότητα να την απατάει ο Πέτρος δεν την τρομάζει γιατί τον αγαπάει και δεν θέλει να τον χάσει. Εδώ και πολύ καιρό, αυτό που ένιωθε γι' αυτόν, που δεν ήταν αγάπη, έχει χαθεί. Αυτό που την τρομάζει είναι τι θα συμβεί όταν το μάθουν οι γονείς της και η προοπτική να περάσει όλη της τη ζωή με έναν σιχαμένο μοιχό.

Η Σελήνη βάζει το κλειδί στην κλειδαριά, ανοίγει την πόρτα και μπαίνει στο σπίτι. Μπαίνει στο σαλόνι χωρίς να ανάψει το φως. Η λάμψη του ολόγιομου φεγγαριού που μπαίνει από το παράθυρο είναι αρκετά φωτεινή και της επιτρέπει να δει τα δύο ποτήρια στο τραπεζάκι του καφέ, μαζί με όλα τα ρούχα σκορπισμένα στο πάτωμα.

«Σκατά! Σκατά! Σκατά!»

Ανεβαίνει τρέχοντας τις σκάλες και κατευθύνεται προς την κρεβατοκάμαρα. Οι ήχοι που ακούγονται πίσω από την πόρτα δείχνουν ξεκάθαρα τι συμβαίνει στο δωμάτιο. Αναστεναγμοί, βογκητά και βαριές αναπνοές. Οι ήχοι του χαμού της.

Αυτή αγγίζει το πόμολο της πόρτας και είναι έτοιμη να την ανοίξει, αλλά διστάζει. Το χέρι της παραλύει ενώ το μυαλό της τρέχει έναν αιματηρό μαραθώνιο. Ξέρει ότι αν ανοίξει αυτή την πόρτα, όλα έχουν τελειώσει. Δεν υπάρχει επιστροφή μετά από κάτι τέτοιο. Πρέπει να αντιμετωπίσει τις συνέπειες. Την οργή των γονιών της, που αναμφίβολα θα υπερασπιστούν τον Πέτρο και θα την κατηγορήσουν. Για να μην αναφέρουμε την αντίδραση του Πέτρου. Είναι έτοιμη για αυτό; Είναι ικανή να τα αντιμετωπίσει; Είναι αρκετά δυνατή;

Δεν της έδωσαν το παρατσούκλι Πρόβατο τυχαία. Αυτή ήταν πάντα ένα αθώο πρόβατο που ακολουθούσε το κοπάδι. Ποτέ δεν είχε καμία επιθυμία να επαναστατήσει ή να αναλάβει ηγετικό ρόλο. Ήταν πάντα το καλό και ήσυχο κοριτσάκι, υπάκουο στους γονείς της και μετά από αυτούς, ο αρραβωνιαστικός της. Δεν της άρεσε αυτό, αλλά δεν είχε άλλη επιλογή γιατί είναι άχρηστη, δεν μπορεί να κάνει τίποτα μόνη της, χρειάζεται πάντα τη βοήθεια των άλλων.

Τώρα όμως, δύο δρόμοι ανοίγονται μπροστά της. Ή θα τρέξει έξω απ' το σπίτι και θα προσποιηθεί ότι δεν είδε και δεν άκουσε τίποτα, ή θα εισβάλει στο δωμάτιο και θα δώσει σ' αυτά τα καθάρματα αυτό που πραγματικά τους αξίζει.

Όχι! Όχι! Δεν μπορεί να το κάνει. Είναι πολύ αδύναμη για αυτό. Δεν θα τα καταφέρει ποτέ. Δεν είναι αρκετά δυνατή. Ένα πρόβατο δεν μπορεί να τα βάλει με ένα ολόκληρο κοπάδι ύαινες. Έτσι λοιπόν, αυτή τραβάει το χέρι της πίσω και ετοιμάζεται να φύγει, αλλά εκείνη τη στιγμή μια φωνή στο κεφάλι της αρχίζει να ουρλιάζει.

"Ένα πρόβατο δεν μπορεί να πολεμήσει τις ύαινες, αλλά τι γίνεται μία λύκαινα;"

Ξέρετε, υπάρχει μια στιγμή στη ζωή του καθενός, μια μικρή, απροσδιόριστη στιγμή, που γυρίζει ένας διακόπτης στο μυαλό και όλα αλλάζουν. Ο αδύναμος άνθρωπος μεταμορφώνεται και γίνεται κάτι άλλο, κάτι δυνατό και ασταμάτητο. Μια δύναμη της φύσης. Ένας ανεμοστρόβιλος.

Και αυτή η στιγμή είναι τώρα για τη Σελήνη. Αυτή κοιτάζει αποφασιστικά την πόρτα. Τα μάτια της στενεύουν και το μπλε χρώμα τους φωτίζεται. Από δύο ήρεμες λίμνες, μεταμορφώνονται σε δύο μανιασμένους ωκεανούς, έτοιμους να ξεπλύνουν οτιδήποτε βρεθεί στο πέρασμά τους.

Με μια δύναμη που δεν ήξερε καν ότι είχε μέσα της, η Σελήνη κλωτσάει την πόρτα και μπαίνει στο δωμάτιο ...


Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro