Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Είμαστε καλάμια. Λυγίζουμε, μα δεν σπάμε!

~ ΚΤΗΜΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ~ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗ ~

~ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΤΖΑΚΟΥ & ΤΗΣ ΜΑΙΡΗΣ ~ ΛΙΓΟ ΜΕΤΑ ΤΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ ~

Ο Νέγρος, ο Μικρούλης και ο Σκύλος είναι ήδη στο σπίτι, αλλά δεν μιλάνε ακόμα. Οι τρεις τους είναι απασχολημένοι παίζοντας με τα παιδιά, τα οποία είναι ενθουσιασμένα μαζί τους, και ειδικά με τον Μικρούλη. Δεν είναι όμως μόνο αυτός ο λόγος που καθυστερούν. Αυτοί αποφάσισαν να περιμένουν να είναι όλοι παρόντες για να μην χρειαστεί να επαναλάβουν τη συζήτηση. Γιατί το λέω αυτό; Γιατί από την παρέα λείπουν τρία άτομα. Ο Αλέκος, ο Τζάκος και η Θαλασσινή.

Αυτοί βρίσκονται στο σπίτι του Αλέκου και μαζί τους είναι ο Γιώργος και η γυναίκα του, η Ζωή. Αυτοί περιμένουν ένα πρόσωπο που δεν έχουν δει πάνω από δέκα χρόνια. Ένα πρόσωπο που έβγαλαν απ' τη ζωή τους εδώ και πολύ καιρό και νόμιζαν ότι δεν θα ξαναδούνε ποτέ. Αλλά μερικές φορές στη ζωή, δεν παίρνεις αυτό που θέλεις.

Πριν προχωρήσουμε παρακάτω, ας μιλήσουμε λίγο για τον Γιώργο και τη Ζωή. Αυτοί είναι παντρεμένοι γύρω στα δέκα χρόνια. Είναι ο δεύτερος γάμος και για τους δύο. Ο Γιώργος είναι ο πατέρας του Αλέκου και της Θαλασσινής και ο άνθρωπος που υιοθέτησε τον Τζάκο όταν έχασε τους γονείς του. Αυτός είναι ενθουσιασμένος με τη Σελήνη. Όταν την πρωτοείδε ξέσπασε σε κλάματα γιατί του θύμισε τον καλύτερό του φίλο που έχασε τόσο άδικα τη ζωή του. Την αγκάλιασε σαν να ήταν πραγματική του κόρη και εκείνη ένιωσε για πρώτη φορά τι σημαίνει πατρική αγκαλιά.

Μετά τον τραυματισμό της Μαίρης, αυτός χώρισε τη Κλημεντίνη, την μητέρα των παιδιών του, και λίγο αργότερα γνώρισε και παντρεύτηκε τη Ζωή, που ήταν επίσης χωρισμένη. Ο άντρας της την άφησε λίγο μετά τον γάμο τους και μεγάλωσε μόνη της τα παιδιά της. Αυτή τους αγαπά όλους πάρα πολύ, αλλά έχει μια μικρή αδυναμία στα δίδυμα του Βίκου και της Θαλασσινής. Αλλά κι εκείνοι την αγαπούν πολύ. Επίσης, αυτή και η μητέρα του Βίκου είναι οι μόνες γιαγιάδες που έχουν γνωρίσει ποτέ. Αγαπάει πολύ τον Γιώργο και γι' αυτό δεν τον άφησε μόνο με την πρώην γυναίκα του. Γιατί ναι, ο επισκέπτης που περιμένουν δεν είναι άλλος από τη Κλημεντίνη.

Δεν ξέρουμε πολλά γι' αυτήν. Μετά το διαζύγιό της και την ψεύτικη απόπειρα αυτοκτονίας, εξαφανίστηκε από προσώπου γης. Προσπάθησε βέβαια ουκ ολίγες φορές να πλησιάσει τα παιδιά και τα εγγόνια της, αλλά βρήκε την πόρτα κλειδωμένη και όχι άδικα. Τους προκάλεσε πολλή θλίψη, και αποδεικνύεται ότι δεν ήταν μόνο αυτό. Για να δούμε ...

~ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΑΛΕΚΟΥ & ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ~

Η Θαλασσινή κάθεται στον καναπέ με τη Ζωή και μιλάνε, ενώ ο Αλέκος, ο Τζάκος και ο Γιώργος στέκονται δίπλα στο παράθυρο.

«Μπαμπά, θέλω μια χάρη από σένα»

«Τι;»

«Να μην θυμώσεις, ό,τι κι αν ακούσεις σήμερα. Ο γιατρός είπε ότι η καρδιά σου είναι λίγο αδύναμη»

«Η καρδιά μου είναι μια χαρά, Αλέκο. Μην ανησυχείς για μένα. Δεν θ' αφήσω να μου συμβεί τίποτα κακό. Όχι εξαιτίας της Κλημεντίνης τουλάχιστον. Δεν θα την αφήσω να μου στερήσει αυτό που αγαπάω περισσότερο. Την γυναίκα μου, τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου. Και όσο για σένα, Τζάκο μου, θέλω να με πιστέψεις. Δεν ήξερα τίποτα απ' όλα αυτά. Αν ήξερα, θα είχα σώσει τον φίλο μου και την κόρη του. Σε παρακαλώ να με πιστέψεις»

Ο Τζάκος βάζει το χέρι του στον ώμο του Γιώργου.

«Σε πιστεύω, Γιώργο. Δεν αμφέβαλα ούτε για μια στιγμή»

«Μα πώς; Δεν μπορώ να καταλάβω πώς το έκαναν; Πώς κατάφεραν να μας κοροϊδέψουν όλους; Πως;»

«Θα το μάθουμε σε λίγα λεπτά. Αυτή ήρθε»

Ο Αλέκος δείχνει έξω απ' το παράθυρο όπου ο Μιχάλης, ο υπεύθυνος ασφαλείας, συνοδεύει τη Κλημεντίνη στο σπίτι. Ο Γιώργος απευθύνεται στην κόρη του.

«Πριγκιπέσσα μου, πήγαινε άνοιξε την πόρτα, σε παρακαλώ»

«Ναι, Μπαμπά»

Ενώ η Θαλασσινή πηγαίνει στην πόρτα, ο Γιώργος κάθεται δίπλα στη Ζωή, της πιάνει το χέρι και εκείνη το σφίγγει για να τον ενθαρρύνει. Ο Τζάκος και ο Αλέκος στέκονται πίσω απ' τον καναπέ με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. Η Θαλασσινή επιστρέφει και κάθεται δίπλα στον Γιώργο και πίσω της η Κλημεντίνη μπαίνει στο σαλόνι με το γνωστό της αγέρωχο ύφος στο πρόσωπό της.

Ο Γιώργος, βλέποντας ξανά την πρώην σύζυγό του μετά από δέκα και πλέον χρόνια, παίρνει μια βαθιά ανάσα και ο Τζάκος με τον Αλέκο βάζουν ταυτόχρονα τα χέρια τους στους ώμους του. Υπάρχει αρκετή ένταση στον αέρα και η Κλημεντίνη δεν το κάνει πιο εύκολο.

«Βρε, βρε, βρε! Χρόνια και ζαμάνια. Έκανα ρυτίδες περιμένοντας ένα τηλεφώνημα. Αυτό είναι απλώς σχήμα λόγου, φυσικά, γιατί όπως μπορείτε να δείτε, σε αντίθεση με κάποιες άλλες, εγώ διατηρώ τη νιότη μου. Καλά δεν τα λέω, εεεε ...; Πώς είπαμε ότι σε λένε εσένα που παντρεύτηκες τον άντρα μου;»

Ο Γιώργος ξεγυμνώνει τα δόντια του, αλλά η Ζωή του πιάνει το χέρι και χαμογελάει ευγενικά στη Κλημεντίνη.

«Ζωή, κυρία. Με λένε Ζωή Φραγκοπούλου, και σε αντίθεση με κάποιες ανόητες γυναίκες που νομίζουν ότι είναι ακόμα νέες και ξεφτιλίζουν τον εαυτό τους, εγώ έχω συμβιβαστεί με την ηλικία μου και είμαι πολύ χαρούμενη που είμαι γιαγιά και έχω τόσα πολλά εγγόνια που μ' αγαπούν»

Η Κλημεντίνη στενεύει τα μάτια της και κοιτάζει άγρια τη Ζωή.

«Τα εγγόνια που ισχυρίζεσαι ότι έχεις είναι δικά μου, όπως και τα παιδιά και ο άντρας. Εσύ μου τα έκλεψες. Εσύ ...»

Ο Τζάκος και ο Αλέκος κοιτάζονται, μη μπορώντας να πιστέψουν το θράσος αυτής της γυναίκας, ενώ η Θαλασσινή σηκώνεται απότομα απ' τον καναπέ κι αρχίζει να ουρλιάζει.

«Ε, λοιπόν, το θράσος σου δεν έχει όρια. Τολμάς να λες κάτι τέτοιο όταν μας έχεις προκαλέσει τόσα βάσανα; Εσύ δεν έπρεπε καν να μπορείς να μας κοιτάξεις, αλλά τι λέω; Ποιος έχασε την αξιοπρέπεια του για να τη βρεις εσύ;»

«Πρόσεχε, Θαλασσινή. Πρόσεχε πώς μου μιλάς. Είμαι ακόμα η μητέρα σου»

«Είσαι ο διάβολος, όχι η μητέρα μου»

Ο Γιώργος μιλάει για πρώτη φορά και η φωνή του είναι ανεβασμένη μερικές οκτάβες.

«Αρκετά! Πριγκιπέσσα, σε παρακαλώ, σταμάτα. Δεν είμαστε εδώ γι' αυτό»

Ο Αλέκος τραβάει την αδερφή του.

«Θαλασσινή, έχει δίκιο ο μπαμπάς. Μην πέφτεις στο επίπεδο της»

Η Κλημεντίνη κοιτάζει τον γιο της με γνήσια απορία.

«Κι εσύ, Αλέκο;»

«Τι άλλο περίμενες δηλαδή; Νόμιζες ότι σε καλέσαμε εδώ για βεγγέρα; Πίστεψες έστω και για μια στιγμή ότι θα ερχόσουν εδώ και θα σ' αγκαλιάζαμε σαν να μην είχε συμβεί τίποτα και θα ξεχνούσαμε όλα όσα μας έκανες; Αν ναι, τότε πλανάσαι πλάνην οικτράν!»

«Γιατί με πήρατε τηλέφωνο τότε;»

Την απάντηση της την δίνει ο Γιώργος.

«Για να σου δώσουμε μια τελευταία ευκαιρία να πεις την αλήθεια για μια φορά στη ζωή σου»

«Την αλήθεια για ποιο πράγμα;»

«Για τη Δαλιδά»

Για μια στιγμή το πρόσωπο της Κλημεντίνης αλλάζει. Ο τρόμος και οι ενοχές βγαίνουν στην επιφάνεια, αλλά αυτή ανακτά την ψυχραιμία της πολύ γρήγορα.

«Που την θυμήθηκες τη Δαλιδά; Έχει πεθάνει τόσα χρόνια»

«Δεν χρειάζεται να κρύβεσαι πια, Κλημεντίνη. Ξέρουμε τα πάντα. Βρήκαμε τη Σελήνη. Η Αλίκη μίλησε»

«Ποια είναι η Σελήνη; Και η Αλίκη; Μιλάς για την γκόμενα του φίλου σου; Τι είπε αυτή ακριβώς;»

«Σταμάτα να προσποιείσαι ότι δεν ξέρεις τίποτα. Σου είπα ότι τα ξέρουμε όλα»

«Ποια όλα; Τι ξέρετε;»

«Ασπασία Αβράμογλου»

Όταν η Κλημεντίνη ακούει αυτό το όνομα, καλύπτει το στόμα της και πέφτει πίσω στην καρέκλα της. Η Θαλασσινή, που ήλπιζε, κρυφά μέσα της, η μητέρα της να ήταν καθαρή, κάθεται πίσω στον καναπέ και βυθίζει το πρόσωπό της στα χέρια της με απόγνωση.

«Γιατί, ρε μάνα; Γιατί τόσα ψέματα;»

Ο Αλέκος, αν και το περίμενε, παγώνει στην θέση του και κοιτάζει με αηδία τη γυναίκα που τον γέννησε. Ο Γιώργος, που βράζει από οργή, προσπαθεί να σταματήσει τον εαυτό του απ' το να ορμήσει και να σκοτώσει αυτή τη γυναίκα που αποδείχθηκε συνεργός στη δολοφονία του καλύτερου φίλου του. Και ο Τζάκος ...

Αχ, βρε Τζάκο! Αυτός κοιτάζει τη Κλημεντίνη με μάτια που γυαλίζουν. Την γυναίκα που τον μεγάλωσε. Την γυναίκα που του ήταν σαν δεύτερη μητέρα. Την γυναίκα που τον απογοήτευσε τόσες φορές. Την γυναίκα που παραλίγο να τον κάνει να χάσει την αγαπημένη του Μαίρη. Την γυναίκα που τώρα τον κοιτάζει με ικετευτικά μάτια.

«Τζάκο, γιε μου ...»

«Μην τολμήσεις να με αποκαλέσεις ποτέ ξανά γιο σου»

«Τζάκο, σε παρακαλώ! Άσε με να σου εξηγήσω»

«Τι να μου εξηγήσεις ακριβώς; Πώς βοήθησες αυτή τη σκύλα που με γέννησε να σκηνοθετήσει τον θάνατό της; Να σκοτώσει τον πατέρα μου; Να εξαγοράσει τον συμβολαιογράφο για να θάψει τη διαθήκη; Να πληρώσει αυτό το κάθαρμα για να βασανίσει την αδερφή μου; Να αποπειραθεί να τη σκοτώσει; Τι απ' όλα αυτά; Πώς μπορείς να τα εξηγήσεις όλα αυτά;»

Για πρώτη φορά στη ζωή του, ο Τζάκος δεν ουρλιάζει. Αυτός μιλάει ήρεμα και κάπως κουρασμένα, με μια παγωμένη φωνή, κοφτερή σαν ξυράφι, κι αυτό είναι χίλιες φορές χειρότερο.

«Τζάκο, εγώ ... Δεν έκανα ... Προσπάθησα να της αλλάξω γνώμη, αλλά δεν άκουγε κανέναν»

Ο Γιώργος πιάνει το κεφάλι του.

«Γιατί δεν μου το είπες; Γιατί δεν προειδοποίησες τον Στέφανο; Γιατί δέχτηκες να τη βοηθήσεις; Γιατί, μωρή σκύλα; Γιατί;»

Αυτός είναι έτοιμος να εκραγεί. Το πρόσωπό του είναι κόκκινο και τα χέρια του τρέμουν. Πέφτει πίσω προσπαθώντας ν' αναπνεύσει. Οι άλλοι πανικοβάλλονται, και ειδικά η Ζωή.

«Γιώργο μου, ηρέμησε. Σκέψου την καρδιά σου. Σκέψου εμένα. Σε παρακαλώ, Γιώργο μου»

«Πατέρα, κι εμείς σε παρακαλάμε. Δεν αντέχουμε να σε χάσουμε. Όχι ακόμα. Σε παρακαλούμε!»

«Ηρεμήστε! Θα είμαι μια χαρά αν πάρω το χάπι μου»

«Θαλασσινή, φέρτου λίγο νερό»

Η Θαλασσινή τρέχει στην κουζίνα και η Ζωή ψάχνει στην τσέπη του για τα χάπια του, ενώ ο Αλέκος λύνει τη γραβάτα του για να τον βοηθήσει ν' αναπνεύσει. Η Κλημεντίνη έρχεται λίγο πιο κοντά και προσπαθεί ν' αγγίξει το χέρι του Γιώργου, αλλά η Ζωή την σπρώχνει πίσω.

«Μην τολμήσεις να τον αγγίξεις, σκύλα, γιατί, αν του συμβεί τίποτα, στ' ορκίζομαι ότι δεν θα σε πάρουν ζωντανή απ' τα χέρια μου. Μείνε μακριά. Αρκετή ζημιά έχεις κάνει ήδη»

Η Κλημεντίνη κάνει πίσω χωρίς να πει τίποτα. Η Θαλασσινή επιστρέφει με το νερό και βοηθά τον Γιώργο να πάρει το χάπι του, ενώ η Ζωή του κάνει αέρα. Λίγο αργότερα, καθώς το φυσιολογικό χρώμα επιστρέφει στο πρόσωπο του Γιώργου και αρχίζει ν' αναπνέει ξανά κανονικά, ο Αλέκος στρέφεται στον Τζάκο.

«Τζάκο, νομίζω ότι πρέπει να το τελειώσουμε»

«Έχεις δίκιο. Μια για πάντα»

Ο Τζάκος γυρίζει στη Κλημεντίνη.

«Λοιπόν, Κλημεντίνη, όπως καταλαβαίνεις, δεν έχει νόημα ν' ακούσω τις άθλιες εξηγήσεις σου, και βασικά δεν με νοιάζει και καθόλου. Αυτό που θέλω να μάθω είναι πού κρύβεται τώρα η μητέρα μου. Ξέρεις;»

«Όχι. Έχω να της μιλήσω τουλάχιστον πέντε χρόνια»

«Τότε δεν μου είσαι πια χρήσιμη»

«Τι εννοείς;»

Πριν της απαντήσει, ο Τζάκος κοιτάζει πρώτα τον Αλέκο και μετά την Θαλασσινή, που του γνέφουν καταφατικά.

«Σύμφωνα με το νόμο, δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Έγινε πολύ καιρό πριν και το έγκλημα έχει παραγραφεί, αλλά για μας, τα εγκλήματα σου δεν θα παραγραφούν ποτέ, οπότε φύγε. Τρέξε όσο πιο μακριά μπορείς, γιατί αν σε ξαναδώ, δεν θα διστάσω και θα σε κάνω να πληρώσεις για όλα»

«Όχι! Σε παρακαλώ! Είστε παιδιά μου. Δεν έχω δει ποτέ τα εγγόνια μου. Χρειάζονται μια γιαγιά και εγώ τους χρειάζομαι. Σε ικετεύω. Δώσε μου μια ευκαιρία. Θέλω να επανορθώσω. Αν μ' αφήσεις ...»

Ο Αλέκος και η Θαλασσινή υπερασπίζονται την άποψη του αδερφού τους.

«Αυτό έπρεπε να το σκεφτείς πριν μας πεις ψέματα. Δεν έχεις πια παιδιά. Φύγε απ' το σπίτι μου!»

«Και όσο για τα εγγόνια σου. Δεν έχουν μία, αλλά δύο γιαγιάδες, και είναι υπέροχες και οι δύο. Δεν χρειάζονται κάποια σαν εσένα. Φύγε!»

«Αλέκο μου ... Θαλασσινή μου ... Είμαι η μητέρα σας»

«Όχι! Μια μητέρα δεν λέει ψέματα στα παιδιά της»

«Εσύ είσαι απλώς η γυναίκα που μας γέννησε. Και τίποτα άλλο»

Όλη αυτή την ώρα, η Κλημεντίνη φαινόταν συντετριμμένη και έκλαιγε, αλλά ξαφνικά το κλάμα σταματάει και μια μάσκα κακίας απλώνεται στο πρόσωπό της.

«Άθλια κι αχάριστα πλάσματα. Για άλλη μια φορά διαλέγετε αυτόν και όχι εμένα. Όπως την άλλη φορά στη δεξίωση που αυτό το αχάριστο κάθαρμα αποφάσισε να με παρακούσει και να παντρευτεί εκείνη τη βρωμερή υπηρέτρια. Εκείνη την πουτάνα που τον παντρεύτηκε μόνο για τα λεφτά του»

Ο Τζάκος προσπάθησε να παραμείνει ήρεμος, αλλά μετά από κάτι τέτοιο, απλά δεν αντέχει άλλο κι αρχίζει να ουρλιάζει.

«Τι είπες, μωρή καριόλα για την μάνα των παιδιών μου; Θα σε σκοτώσω!»

Ο Τζάκος κάνει να ορμήσει, αλλά ο Αλέκος μπαίνει μπροστά του.

«Όχι, αδερφέ! Δεν αξίζει τον κόπο! Η Μαίρη δεν θα ήθελε να κάνεις κάτι για το οποίο θα μετανιώσεις αργότερα»

Η Θαλασσινή πλησιάζει τον Τζάκο και βάζει το χέρι της στον ώμο του καθώς κοιτάζει τη μητέρα της.

«Βλέπεις, μητέρα; Καταλαβαίνεις τώρα γιατί διαλέγουμε αυτόν και θα τον διαλέγουμε πάντα; Φύγε τώρα και μην ξαναγυρίσεις ποτέ. Δεν έχει μείνει τίποτα για σένα εδώ. Φύγε!»

Η Κλημεντίνη φεύγει χωρίς να κοιτάξει πίσω της και ο Αλέκος με την Θαλασσινή αγκαλιάζουν τον Τζάκο, τον αδερφός τους. Γιατί μπορεί να μην έχουν το ίδιο αίμα, αλλά αυτό που τους ενώνει είναι κάτι πολύ πιο δυνατό.

«Τζάκο, συγγνώμη»

«Ότι και να σου πούμε είναι λίγο»

«Πώς μπορούσε, ρε παιδιά; Πώς μπορούσε να προσποιείται όλα αυτά τα χρόνια; Πώς;»

Ο Γιώργος σηκώνεται και πλησιάζει τα παιδιά του.

«Ξέχνα την, γιε μου. Όλοι πρέπει να την ξεχάσουμε»

«Ήμουν έτοιμος να τη συγχωρήσω γι' αυτό που έκανε σε εμένα και τη Μαίρη»

Ο Αλέκος κουνάει το κεφάλι του.

«Και εμείς το ίδιο, αλλά ακόμα δεν μπορώ να το πιστέψω. Την είχα ικανή για πολλά, αλλά αυτό είναι αδιανόητο!»

«Εσένα, τουλάχιστον, η μητέρα σου δεν σκότωσε τον πατέρα σου και ούτε προσπάθησε να κάνει το ίδιο στην αδερφή σου»

«Θα το περάσουμε κι αυτό μαζί, όπως πάντα. Όλοι μαζί, σαν οικογένεια»

«Μου κάνετε μια χάρη;»

«Ό,τι θέλεις»

«Πάρτε τον Γιώργο και την Ζωή και πηγαίνετε δίπλα. Αυτός πρέπει να ξεκουραστεί. Και πείτε στη Μαίρη να έρθει. Την χρειάζομαι»

«Εντάξει»

Ο Γιώργος κοιτάζει την Ζωή.

«Αυτό είναι πραγματικά μια εξαιρετική ιδέα. Μετά από κάτι τέτοιο, μόνο τα εγγόνια μου μπορούν να με κάνουν να νιώσω καλύτερα»

«Έλα, χαζοπαππού, πάμε να φύγουμε»

Ο Γιώργος γυρίζει στον Τζάκο και του χαϊδεύει το μάγουλο.

«Και να θυμάσαι, γιε μου, τι έλεγε πάντα ο πατέρας σου. Μείνε δυνατός. Είμαστε καλάμια. Λυγίζουμε, μα δεν σπάμε»

«Ευχαριστώ, Πατέρα»

Ο Αλέκος χτυπάει τον Τζάκο στην πλάτη και η Θαλασσινή του δίνει ένα φιλί στο μάγουλο. Αυτοί φεύγουν μαζί με τον Γιώργο και τη Ζωή και λίγα λεπτά αργότερα, η Μαίρη μπαίνει στο σπίτι λαχανιασμένη και τρέχει κατευθείαν κοντά του.

«Πρίγκιπα μου ...»

Ο Τζάκος τρυπώνει στην αγκαλιά της και κρύβει το πρόσωπό του στο στήθος της, τρίβοντας τη μύτη του και αναπνέοντας τη μυρωδιά της. Νυχτολούλουδο. Ένα άρωμα που πάντα τον ηρεμούσε και τον έκανε να νιώθει ασφάλεια. Η Μαίρη τυλίγει τα χέρια της γύρω του και τον κρατάει σφιχτά.

«Κράτα με σφιχτά, Αγγελούδι μου. Κρύψε με απ' τον κόσμο»

«Σε κρατάω και δεν θα σ' αφήσω ποτέ. Εσύ κι εγώ, ενάντια στον κόσμο, για πάντα»

«Σου είπαν;»

«Όχι πολλά, αλλά κατάλαβα»

«Τι θα κάνουμε τώρα;»

«Θα επιβιώσουμε, όπως κάνουμε κάθε φορά. Μπορεί να πέσαμε, αλλά θα σηκωθούμε ξανά και θα συνεχίσουμε. Πρέπει να συνεχίσουμε για τα ...»

Αλλά πριν προλάβει αυτή να ολοκληρώσει τη φράση της, η πόρτα ανοίγει και ο Στέφανος μπαίνει μέσα, πιασμένος χέρι-χέρι με την Αναΐς και την Εύα. Η Μαίρη τους κάνει νόημα να έρθουν πιο κοντά. Ο Στέφανος κάθεται δίπλα στον πατέρα του, η Αναΐς τον αγκαλιάζει από πίσω και η Εύα τρυπώνει στην αγκαλιά του.

«Μπαμπά, ο θείος Αλέκος μας είπε ότι είσαι στενοχωρημένος»

«Και ήρθαμε να σου δώσουμε μια αγκαλιά»

«Σ' αγαπάμε πολύ, Μπαμπάκα. Μην στεναχωριέσαι»

Ο Τζάκος κοιτάζει τα παιδιά του, έτοιμος να κλάψει.

«Πες μου, Πρίγκιπα, χρειάζεσαι κάτι άλλο όταν έχεις αυτό;»

«Έχεις δίκιο, Αγγελούδι. Δεν χρειάζομαι τίποτα άλλο!»

Η Μαίρη απευθύνεται στα παιδιά.

«Και τώρα, είναι ώρα για μια επίθεση αγάπης στον μπαμπά. Τι λέτε, παιδιά;»

Και τα τρία φωνάζουν ναι και, χωρίς να χάσουν χρόνο, επιτίθονται στον Τζάκο και τον λούζουν με φιλιά και αγκαλιές, γελώντας δυνατά και κάνοντάς τον να ξεχάσει τα πάντα. Έτσι είναι! Μερικές φορές, όταν δεν αντέχεις άλλο και είσαι έτοιμος να τα παρατήσεις, το μόνο που χρειάζεσαι είναι μια επίθεση αγάπης.

~ ΛΙΓΟ ΑΡΓΟΤΕΡΑ ~ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΤΖΑΚΟΥ & ΤΗΣ ΜΑΙΡΗΣ ~

Ο Τζάκος και η Μαίρη μπαίνουν στο σαλόνι μαζί με τα παιδιά, όπου όλοι οι άλλοι τους περιμένουν με ανυπομονησία. Μόλις τον βλέπει η Σελήνη, που έχει ενημερωθεί για το τι συνέβη νωρίτερα με τη Κλημεντίνη, τρέχει και πέφτει στην αγκαλιά του.

«Τζάκο, αδερφούλη μου, λυπάμαι πολύ γι' αυτό που συνέβη. Εγώ φταίω! Αν δεν είχα εισβάλει στη ζωή σου ...»

Ο Τζάκος πλαισιώνει το πρόσωπο της και την κοιτάζει σταθερά στα μάτια.

«Σελήνη, σταμάτα! Είσαι η αδελφή μου, το μόνο πράγμα που έχω απ' τον πατέρα μου. Είμαι αφάνταστα ευτυχισμένος που σε βρήκα. Το κατάλαβες;»

«Ναι. Κι εγώ είμαι ευτυχισμένη που σε βρήκα»

«Τότε μην πεις ποτέ ξανά τέτοια βλακεία. Εντάξει;»

«Εντάξει»

«Ωραία. Πάμε τώρα να δούμε τι άλλο έχει σκαρώσει αυτή η τρελή σκύλα που τυχαίνει να είναι μάνα μου»

Ο Μικρούλης και ο Σκύλος, γνωρίζοντας ήδη τι συμβαίνει, συνεχίζουν να παίζουν με τα παιδιά και να τα κρατούν μακριά απ' τη συζήτηση. Ο Γιώργος και η Ζωή, αφού έπαιξαν κι αυτοί λίγο με τα παιδιά, αποχαιρετούν και φεύγουν για να επιστρέψουν στην έπαυλη και να ξεκουραστούν. Και έτσι, έρχεται επιτέλους η ώρα να μιλήσει ο Νέγρος.

«Ο άνδρας που οδηγούσε τ' αυτοκίνητο είναι ένα σκουπίδι, πρώην μέλος της συμμορίας του Χασάπη»

Ο Άρης απορεί.

«Πρώην;»

«Ναι, αφεντικό. Ο Χασάπης τον έδιωξε απ' τη συμμορία όταν ο γιος μιας γριάς πλούσιας κυρίας κάλεσε την αστυνομία ισχυριζόμενος ότι αυτός ο μπάσταρδος της έτρωγε τα λεφτά»

«Πες μας τι έμαθες γι' αυτόν»

«Τ' όνομά του είναι Θανάσης, αλλά είναι επίσης γνωστός με το ψευδώνυμο Πτώμα. Πήρε αυτό το παρατσούκλι γιατί του αρέσουν οι γριές. Οι πολύ ηλικιωμένες και πλούσιες γυναίκες, για την ακρίβεια. Προφανώς, έχει σχέση με τη μητέρα του Τζάκου, η οποία τον έβαλε να σκοτώσει την κυρά μας»

Ο Τζάκος έχει μια εύλογη απορία.

«Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι γιατί προσπάθησε να σκοτώσει τη Σελήνη τώρα και όχι όλα αυτά τα χρόνια»

«Ίσως γιατί τώρα μαθεύτηκε η αλήθεια για το ποια είναι πραγματικά η Σελήνη»

«Μα πώς το έμαθε;»

Ο Οδυσσέας έχει μια ιδέα γι' αυτό.

«Αυτός ο μούλος ο Λέανδρος θα της το είπε. Ίσως κράτησε επαφή μαζί της. Εσείς είπατε ότι δεν ήξερε τίποτα για την σχέση της γυναίκας του με τον Στέφανο και ότι έκανε τότε, το έκανε γιατί τον πλήρωσε η Δαλιδά. Αυτός σκότωσε τον εραστή της γυναίκας του χωρίς να το ξέρει»

Ο Βίκος μπαίνει στην κουβέντα.

«Δεν έχει σημασία ποιος και τι. Αυτό που έχει σημασία είναι να βρούμε το Πτώμα. Μόνο έτσι θα μάθουμε πού κρύβεται αυτή η σκύλα»

Ο Νέγρος κοιτάζει τον Άρη.

«Πάνω σ' αυτό, αφεντικό, ο Χασάπης μου είπε να τον πάρεις τηλέφωνο. Θέλει να σου μιλήσει»

«Αυτό ακριβώς θα κάνω. Γατούλα, φέρε μου το κινητό μου»

Η Σελήνη σηκώνεται και πηγαίνει προς τις σκάλες, εκεί όπου κατεβαίνει εκείνη τη στιγμή η Πανδώρα.

«Πού πας, Σελήνη;»

«Στο δωμάτιό μας για να φέρω το κινητό του Άρη»

«Άσε με να πάω εγώ. Που είναι;»

«Στο κομοδίνο»

«Επιστρέφω αμέσως»

Το κορίτσι ανεβαίνει τρέχοντας τις σκάλες, η Σελήνη επιστρέφει στη θέση της και ο Οδυσσέας αγριοκοιτάζει τον Άρη.

«Τι έκανες στην κόρη μου, ρε;»

«Ορκίζομαι! Δεν τις έκανα τίποτα, αλλά είναι τόσο χαριτωμένη. Λιώνω!»

Η Θαλασσινή χαμογελάει.

«Σελήνη, πρέπει να του κάνεις ένα μωρό το συντομότερο δυνατό. Είμαι σίγουρη ότι θα είναι ένας σπουδαίος πατέρας»

«Το ξέρω. Όταν τελειώσει αυτό, θα είναι το πρώτο πράγμα που θα κάνουμε»

Ο Τζάκος καγχάζει.

«Νομίζεις, μικρή αδερφή. Σου απαγορεύω να μείνεις έγκυος πριν σε παντρευτεί»

Ο Οδυσσέας γυρίζει τα μάτια του.

«Να σου θυμίσω, ρε Διεστραμμένε, ότι η Μαίρη ήταν πολύ, πολύ έγκυος στο γάμο σας;»

«Εσύ σκάσε!»

Η Μαίρη πιάνει το χέρι της Σελήνης.

«Μην τον ακούς, κοριτσάκι. Θα χαρεί περισσότερο απ' τον καθένα όταν έρθει το μωρό. Είτε πριν, είτε μετά το γάμο»

Ο Τζάκος ρουθουνίζει και ο Άρης σπεύδει να τον καθησυχάσει.

«Μην ανησυχείς, Τζάκο. Όλα θα γίνουν όπως πρέπει»

«Εσένα σ' αγαπάω όλο και πιο πολύ»

«Να ευχαριστείς τα παιδιά που είναι εδώ, γιατί αν δεν ήταν, θ' άνοιγα το στόμα μου, Διεστραμμένε!»

«Θα τ' ανοίξεις αργότερα, όταν μείνουμε μόνοι, Αγαπούλη μου»

«Δεν μπορείς να με χειριστείς. Είσαι πολύ μεγάλος για μένα»

«Δεν μου είπες αυτό την προηγούμενη φορά»

«Ωχ! Σταματήστε εσείς οι δύο!»

Η Σελήνη όμως το διασκεδάζει αφάνταστα.

«Άφησε τους, Αλέκο. Είναι ξεκαρδιστικοί!»

Γελάνε όλοι, μέχρι που η Πανδώρα επιστρέφει στο σαλόνι με το τηλέφωνο του Άρη στο χέρι.

«Ορίστε, Άρη»

«Ευχαριστώ, γλυκιά μου»

Ο Αλέκος κοιτάζει το ρολόι του.

«Λοιπόν, είναι αργά. Τα παιδιά πρέπει να πάνε για ύπνο»

Ο Τζάκος απευθύνεται στον γιο του.

«Τίγρη, θ' αναλάβεις;»

«Αμέ»

Ο Βίκος προτείνει κάτι.

«Να πάτε όλοι στο δικό μας σπίτι. Πάρτε και τα σκυλιά. Μικρούλη, συνόδευσε τα παιδιά, σε παρακαλώ»

«Με χαρά. Ελάτε, πιτσιρίκια, πάμε!»

Ο Αδάμ τραβάει το μανίκι του Μικρούλη.

«Κύριε Μικρούλη, μπορείτε να κουβαλήσετε εμένα και τον αδερφό μου όπως χθες;»

«Ναι, μικρέ. Χρειάζομαι λίγη άσκηση και εσείς έχετε το τέλειο βάρος»

Ο Μικρούλης πιάνει τ' αγόρια απ' τις μπλούζες τους, ένα σε κάθε χέρι, τα σηκώνει ψηλά και βγαίνει απ' το σπίτι, ακολουθούμενος απ' τα άλλα παιδιά και τα σκυλιά. Ο Νέγρος συγχαίρει τον Βίκο.

«Δράκε, οι γιοι σου έχουν πολύ πλάκα»

«Οι γιοι μου είναι αδίστακτοι χειραγωγοί. Καημένε Μικρούλη!»

Ο Οδυσσέας λέει κάτι που ισχύει για όλους.

«Όλα τα παιδιά μας είναι ψυχροί χειραγωγοί. Αυτά χτυπούν το ντέφι κι εμείς χορεύουμε»

«Υπάρχει κάτι καλύτερο απ' τα παιδιά στη ζωή;»

«Όχι, Άρη. Δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο»

Η Μαίρη σηκώνεται όρθια.

«Και τώρα, γυναίκες, ελάτε μαζί μου στην κουζίνα. Πρέπει να μαγειρέψουμε. Οι άντρες μας πεινάνε»

Και ενώ οι γυναίκες πηγαίνουν στην κουζίνα, ο Άρης καλεί τον αριθμό του Χασάπη.

«Μίλα καθαρά»

«Ανδρέα, εγώ είμαι, ο Άρης»

«Άρη, γιε μου! Χαίρομαι πολύ που σ' ακούω. Είσαι καλά; Άκουσα για το ατύχημα. Σου εύχομαι περαστικά»

«Ευχαριστώ. Είμαι καλά τώρα. Πονάει λίγο το πόδι μου, αλλά θα μπορέσω να σηκωθώ σε λίγες μέρες»

«Μπράβο, αγόρι μου!»

«Ο Νέγρος μου είπε ότι ήθελες να μου μιλήσεις»

«Ναι»

«Πες μου»

«Πρόκειται για το Πτώμα. Θέλω να ξέρεις ότι θα το φροντίσω εγώ»

«Πώς;»

«Θα τον βρω και θα κάνω το παρατσούκλι του πραγματικότητα»

«Και πόσα θέλεις γι' αυτό;»

«Τίποτα. Θα το κάνω για τη γυναίκα σου. Ξέρεις γιατί»

«Ανδρέα ...»

«Σε παρακαλώ, Λύκε. Άσε με να το κάνω. Είναι ένας τρόπος να εξιλεωθώ. Αν σώσω την σύντροφο σου, είναι σαν να σώζω την Μαργαρίτα μου, και όταν την συναντήσω, θα μπορώ να την κοιτάξω στα μάτια»

«Εντάξει, Ανδρέα. Κάντο! Βρες τον και κάντον να πληρώσει όπως εσύ νομίζεις, αλλά χρειάζομαι κάτι»

«Τι;»

«Το Πτώμα είναι απλώς ένα πιόνι. Θέλω να βρω τη γυναίκα που κρύβεται πίσω του. Αυτή είναι που θέλει να σκοτώσει τη Σελήνη μου»

«Αν είναι μαζί του όταν τον βρούμε, θα στην παραδώσω ιδιοχείρως. Αν όχι, θα τον κάνω να μου τα ξεράσει όλα. Εμπιστέψου με!»

«Εντάξει. Θα περιμένω νέα σου»

«Δεν θ' αργήσω και να θυμάσαι ... Προστάτεψε την»

«Με τη ζωή μου»

«Έχε γεια, Λύκε»

«Εις το επανιδείν, Χασάπη»

*

Μετά το δείπνο, ο Μικρούλης, ο Σκύλος και ο Νέγρος πήγαν να ξεκουραστούν και αντικαταστάθηκαν από άλλα μέλη της συμμορίας. Ο Βίκος και η Θαλασσινή πήγαν σπίτι τους όπου κοιμόντουσαν όλα τα παιδιά. Ο Οδυσσέας και ο Αλέκος, μαζί με τον Ορέστη και την Χλόη, πήγαν στο δικό τους σπίτι. Και ο Τζάκος, η Μαίρη, ο Άρης και η Σελήνη έμειναν στο σαλόνι για λίγο πριν πάνε για ύπνο.

Ο Τζάκος είναι ξαπλωμένος στον καναπέ με το κεφάλι του ακουμπισμένο στα πόδια της Μαίρης, η οποία τον χαϊδεύει με το χέρι της μέσα στο πουκάμισό του. Ο Άρης είναι στον άλλο καναπέ με το τραυματισμένο του πόδι ψηλά και η Σελήνη είναι ξαπλωμένη ανάμεσα στα πόδια του με το κεφάλι της ν' ακουμπάει στην επίπεδη κοιλιά του.

«Δεν μ' αρέσει καθόλου αυτό»

«Ποιο, Σελήνη μου;»

«Το γεγονός ότι η έκθεση θα ακυρωθεί εξαιτίας μου. Ο Ορεστάκος μου θα στεναχωρηθεί πολύ και η καριέρα της Μαίρης μπορεί να πάθει ζημιά»

«Ποιος σου είπε ότι θ' ακυρωθεί, κοριτσάκι; Απλώς θ' αναβληθεί για λίγο. Όταν τελειώσει αυτό, όλα θα γίνουν όπως τα σχεδιάσαμε. Σταμάτα ν' ανησυχείς γι' ασήμαντα πράγματα»

Εκείνη τη στιγμή, ο Άρης τρίβει τα μάτια του.

«Πάμε για ύπνο, Γατούλα; Είμαι λίγο κουρασμένος»

«Ναι, αμέ. Ότι θες!»

«Εμείς τι θα κάνουμε, Πρίγκιπα;»

«Πάμε κι εμείς επάνω»

Αυτοί σηκώνονται.

«Σελήνη, άσε τον Τζάκο να βοηθήσει τον Άρη. Θέλω να σου πω κάτι ιδιαιτέρως»

«Αυτό δεν μ' αρέσει καθόλου. Τέλος πάντων! Έλα, Άρη»

«Τζάκο, πιστεύεις ότι πρέπει να είμαστε προσεκτικοί; Λες αυτές οι δύο να ετοιμάζουν κάτι;»

«Δεν ξέρω, αλλά κράτα τα μάτια σου ανοιχτά για παν ενδεχόμενο»

Καθώς ο Τζάκος βοηθάει τον Άρη στις σκάλες, η Μαίρη στρέφεται στη Σελήνη.

«Αυτό που ήθελα να σου πω είναι να μην καταπιέσεις τον εαυτό σου»

«Τι εννοείς;»

«Το δωμάτιό σας είναι ηχομονωμένο όπως και το δικό μας. Αν καταλαβαίνεις τι εννοώ!»

Η Μαίρη κλείνει το μάτι στη Σελήνη, η οποία γελάει.

«Αυτό ήθελες να μου πεις; Σοβαρά;»

«Γιατί; Δεν σ' αρέσει;»

«Πλάκα κάνεις; Τρελαίνομαι!»

«Ήμουν σίγουρη»

~ ΕΠΑΝΩ ΠΑΤΩΜΑ ~ ΚΡΕΒΑΤΟΚΑΜΑΡΑ ΤΟΥ ΤΖΑΚΟΥ & ΤΗΣ ΜΑΙΡΗΣ ~

Όταν η Μαίρη μπαίνει στο δωμάτιο, ο Τζάκος είναι ήδη στο ντους. Αυτή πηγαίνει εκεί και ακουμπάει στο πλαίσιο της πόρτας με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, κοιτάζοντας τον.

«Σ' αρέσει αυτό που βλέπεις, Αυγέρη;»

«Πεθαίνω, Ηλιόπουλε»

«Έλα να μου κάνεις παρέα τότε»

«Όχι αυτή τη φορά. Απόψε, σε θέλω στο κρεβάτι πίσω μου»

Αυτός χαμογελάει.

«Πήγαινε στο κρεβάτι, γδύσου και θα είμαι κοντά σου σ' ένα λεπτό»

«Μάλιστα, κύριε!»

Αυτή τον χαιρετά στρατιωτικά και τρέχει στο κρεβάτι γελώντας. Αυτός κλείνει το νερό και βγαίνει απ' το ντους. Αρπάζει την πετσέτα και αρχίζει να σκουπίζει το σώμα του. Καθώς νιώθει τον γνωστό γλυκό πόνο της στύσης του που σκληραίνει, κοιτάζει κάτω.

«Πάμε, φίλε μου. Εσύ κι εγώ έχουμε δουλειά να κάνουμε»

Πετάει την πετσέτα στ' άπλυτα και βγαίνει στο δωμάτιο. Αυτή είναι ήδη στο κρεβάτι, μπρούμητα, εντελώς γυμνή και περιμένει. Όταν τη βλέπει, αυτός γλείφει και δαγκώνει τα χείλη του καθώς αισθάνεται όλο το αίμα του να μαζεύεται στο πέος του, που είναι πλέον σκληρό σαν ατσάλι. Αυτή κατεβάζει το βλέμμα και κοιτάζει κάτω.

«Γεια σου, Μεγάλε!»

Αυτός αρχίζει ν' αγγίζει τον εαυτό του, κάτι που ξέρει ότι της αρέσει να βλέπει και χαμογελάει.

«Δεν θα μπορούσες να είσαι πιο κυριολεκτική, γυναίκα»

«Εγώ απλώς λέω αυτό που βλέπω. Άντε έλα! Τι περιμένεις;»

Αυτός πλησιάζει το κρεβάτι και ξαπλώνει στα πόδια της. Αρχίζει να της χαϊδεύει την πλάτη ενώ εκείνη παίζει λίγο μαζί του με το πόδι της.

«Βιάζεσαι, Αγγελούδι;»

«Εγώ όχι. Ο κώλος μου απ' την άλλη ...»

«Ο υπέροχος κώλος σου»

«Αφού το λες εσύ»

«Είναι πεινασμένος, ε;»

«Πολύ»

«Ας τον ταΐσουμε τότε, ξεκινώντας μ' ένα ορεκτικό»

Ένας βαθύς αναστεναγμός ξεφεύγει απ' το στόμα της καθώς αυτός σηκώνει τη λεκάνη της, γλιστράει το πρόσωπό του ανάμεσα στα μάγουλά της κι αρχίζει να γλείφει την τρύπα της.

«Ω, Τζάκο! Αυτό είναι τόσο καλό!»

Αυτή λυγίζει την πλάτη της και σφίγγει το σεντόνι με τα χέρια της, καθώς εκείνος βάζει το δάχτυλό του μέσα της, προετοιμάζοντας τον κώλο της για τη μεγάλη είσοδο.

«Ω, Θεέ μου! Αυτό είναι καλύτερο! Ναι! Ναι!»

Όταν όλα είναι έτοιμα, αυτός σπρώχνει τον κώλο της προς τα κάτω και κλείνει τα πόδια της, βάζοντας τα δικά του δεξιά και αριστερά.

«Και τώρα, Αγγελούδι, ήρθε η ώρα για το κυρίως πιάτο»

«Κι αυτό το πιάτο αξίζει σίγουρα ένα αστέρι Michelin»

«Γαμώτο, Αυγέρη! Ξέρεις ακριβώς τι να πεις για να με καυλώσεις!»

«Γάμησε με, Ηλιόπουλε! Γάμησε τον κώλο μου όπως μόνο εσύ μπορείς!»

Αυτός σκύβει μπροστά, χώνει το πέος του βαθιά μέσα στον κώλο της κι αρχίζει να την καβαλάει, βογκώντας δυνατά.

«Σ' αρέσει αυτό;»

«Ναι! Ναι!»

Ο ήχος της φωνής του στ' αυτιά της, το βάρος του κορμιού του πάνω της, η μυρωδιά του στα ρουθούνια της, το καβλί του βαθιά στον κώλο της, την κάνουν να δονείται και να γουργουρίζει σαν γάτα. Αυτός ο άντρας εξακολουθεί να έχει την ίδια επίδραση πάνω της μετά από τόσα χρόνια όπως έκανε την πρώτη φορά. Τίποτα δεν άλλαξε. Και έτσι, δεν είναι περίεργο που, παρόλο που της γαμάει τον κώλο, εκείνη έχει έναν οργασμό, και μάλιστα αρκετά έντονο, που την κάνει να ουρλιάζει.

Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, αυτός ακολουθεί το παράδειγμά της και χύνει το παχύ υγρό του μέσα της, βρυχώντας σαν άγριο λιοντάρι. Μετά, πέφτει στο στρώμα και προσπαθεί να βρει ξανά την ανάσα του. Εκείνη, ακόμα γουργουρίζοντας, σέρνει το σώμα της και κουλουριάζεται δίπλα του.

«Κάποιος είπε τις προάλλες ότι γέρασε»

Αυτός χαμογελάει.

«Και;»

«Και δεν έχω ξανακούσει μεγαλύτερη μαλακία. Ένας γέρος δεν γαμάει έτσι»

Το χαμόγελο του μετατρέπεται σε γέλιο.

«Είσαι απίστευτη!»

«Κι εσύ είσαι Θεός. Τελεία και παύλα!»

«Σ' αγαπάω, Αυγέρη!»

«Κι εγώ σ' αγαπάω, Ηλιόπουλε!»

Και δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να τελειώσεις μια νύχτα σαν κι αυτή από ένα μακρύ, παθιασμένο φιλί για καληνύχτα.

~ ΕΝΤΩΜΕΤΑΞΥ ~ ΣΤΗΝ ΚΡΕΒΑΤΟΚΑΜΑΡΑ ΤΟΥ ΑΡΗ & ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ ~

Η Σελήνη μπαίνει στο δωμάτιο και κλειδώνει την πόρτα. Τα μάγουλά της έχουν κοκκινίσει και τα μάτια της γυαλίζουν σαν της γάτας, αποτέλεσμα της συνομιλίας της με τη Μαίρη. Ένας αναστεναγμός ξεφεύγει απ' τα χείλη της όταν βλέπει τον Άρη να έχει ήδη αποκοιμηθεί, γυρισμένος στο πλάι. Αυτή ξέρει ότι αυτός θα αντιδράσει αμέσως αν τον ξυπνήσει, αλλά είναι κρίμα. Κοιμάται τόσο ήρεμα. Έτσι, όσο πιο αθόρυβα μπορεί, αυτή βγάζει τα ρούχα της και ξαπλώνει δίπλα του. Σβήνει το φως και κλείνει τα μάτια της με μια βαθιά ανάσα.

«Μην το ξανακάνεις αυτό!»

Η φωνή του στο σκοτάδι την ξαφνιάζει και την κάνει να αναπηδήσει.

«Τι έκανα;»

«Ξάπλωσες μακριά μου»

«Νόμιζα ότι κοιμόσουν»

«Και τι μ' αυτό;»

«Φαινόσουν τόσο ήρεμος. Δεν ήθελα να σ' ενοχλήσω. Είπες ότι είσαι κουρασμένος»

«Σ' έχω στήσει ποτέ σε ραντεβού;»

«Εννοείς αυτό που νομίζω ότι εννοείς;»

Αυτός απλώνει το χέρι του και βγάζει κάτι απ' το συρτάρι του κομοδίνου. Φέρνει το χέρι του μπροστά και της δείχνει μια μεταξωτή μάσκα, σαν αυτές του ύπνου, που κρέμεται απ' το δάχτυλό του.

«Πέσε στα γόνατα, Γατούλα»

Με μεγάλη ανυπομονησία, αυτή γονατίζει στο κρεβάτι. Όλες τις μέρες μετά το ατύχημα, αυτός δεν μπορούσε να ασκήσει τα καθήκοντα του σαν κυρίαρχος λόγω του ποδιού του. Όχι ότι το σεξ που έκαναν δεν ήταν υπέροχο. Για όνομα του παραδείσου! Κάθε φορά μαζί του είναι φανταστική, αλλά αυτή προτιμά απλώς να του υποτάσσεται.

Αυτός γονατίζει επίσης μπροστά της και της βάζει τη μάσκα στα μάτια για να της μπλοκάρει την όραση. Την ίδια στιγμή, αυτή νιώθει τις άλλες της αισθήσεις να δυναμώνουν. Ακούει κάθε ήχο. Μυρίζει κάθε άρωμα. Νιώθει κάθε επιφάνεια που αγγίζει το σώμα της. Ξέρει ότι αυτός βγάζει τα ρούχα του αυτή τη στιγμή. Το τζιν έχει πολύ χαρακτηριστικό ήχο.

Το στρώμα κουνιέται καθώς αυτός κατεβαίνει απ' το κρεβάτι κι αυτή στηρίζεται στα χέρια της για να μην χάσει την ισορροπία της, αλλά όχι για πολύ. Της τραβάει τα χέρια και τα βάζει πίσω απ' την πλάτη της. Αυτή τρέμει καθώς το κρύο μέταλλο των χειροπέδων αγγίζει το δέρμα της όταν αυτός τις κλειδώνει γύρω απ' τους καρπούς της. Ένας αναστεναγμός ξεφεύγει απ' το στόμα της καθώς νιώθει την καυτή ανάσα του στο λαιμό της καθώς σκύβει στ' αυτί της.

«Ήσουν πολύ καλό κορίτσι αυτές τις τελευταίες μέρες, οπότε θα σ' αφήσω να κάνεις αυτό που σ' αρέσει περισσότερο»

Κρατώντας τα χέρια της, την οδηγεί έξω απ' το κρεβάτι και την βάζει να γονατίσει στο πάτωμα.

«Θα σταθώ κάπου μπροστά σου και εσύ θα πρέπει να βρεις αυτό που θέλεις τόσο πολύ, αλλά πρόσεχε ... Έχεις μονάχα μία ευκαιρία. Αν χάσεις ... έχασες! Ναι;»

Αυτή νεύει.

«Κάνε με περήφανο, Γατούλα»

Αυτός πηγαίνει και στέκεται μπροστά της, πολύ ακίνητος, κι εκείνη αρχίζει να μυρίζει τον αέρα. Η μύτη της πιάνει αμέσως το υπέροχο, αρρενωπό άρωμα του, και κλείνει τα μάτια της πίσω απ' τη μάσκα της για να συγκεντρωθεί σ' αυτή τη μυρωδιά. Δεν στέκεται ακριβώς μπροστά της. Αυτός στέκεται λίγο πιο ... Μμμμ! Δεξιά της. Ναι! Ναι! Αυτή είναι σίγουρη. Στα δεξιά.

Αυτή περνάει τη γλώσσα της πάνω απ' τα χείλη της και μετά στρίβει προς τα δεξιά και τα τυλίγει γύρω απ' το καβλί του και πειράζει την πολύ ευαίσθητη άκρη με τη γλώσσα της, κάνοντας τον να στενάξει.

«Αχ! Μπράβο, κορίτσι μου!»

Η γλυκιά γεύση των προσπερματικών υγρών του γεμίζει το στόμα της, σκορπίζοντας ευχαρίστηση σ' όλο της το σώμα. Τότε, αυτή κάνει στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών και τεντώνει το λαιμό της προς τα πίσω, ώστε να μπορεί να πάρει όσο το δυνατόν περισσότερο απ' το καβλί του. Είναι απίστευτο το πως καταφέρνει και ισορροπεί με τα χέρια της δεμένα πίσω απ' την πλάτη της και τα μάτια της δεμένα.

«Το θέλεις όλο, ε; Εντάξει. Πάρτο!»

Αυτός σπρώχνει λίγο προς τα μπρος και εκείνη, όταν τον νιώθει να φτάνει στο λαιμό της σκληρός σαν ατσάλι, αρχίζει ν' αναπνέει απ' τη μύτη της για να μην πνιγεί.

«Αυτό είναι, μωρό! Πάρτο όλο! Θέλω να νιώσω το καβλί μου βαθιά στο λαιμό σου!»

Αυτός σκύβει και τυλίγει τα δάχτυλά του γύρω απ' το λαιμό της, κάνοντας μασάζ με τους αντίχειρες του στο εξόγκωμα που δημιουργεί το καβλί του.

«Γαμώτο! Ναι! Ναι!»

Ξαφνικά, βγαίνει απ' το στόμα της και την σέρνει στο κρεβάτι απ' τα μαλλιά.

«Ώρα για πήδημα, Γατούλα. Πες μου τι προτιμάς. Μουνί ή κώλο;»

«Και τα δύο δικά σου είναι, Αφέντη μου. Γάμησε όποιο θες»

«Με τρελαίνεις όταν μου δίνεις τη σωστή απάντηση. Κώλος, λοιπόν»

Μια έκπληκτη κραυγή ξεφεύγει απ' τα χείλη της καθώς αυτός την πετάει στο κρεβάτι. Αυτή πέφτει στο πλάι, κλείνει τα πόδια της και τα φέρνει κοντά στο στήθος της. Αυτός σπρώχνει δυνατά και μπαίνει μέσα της βίαια, κάνοντας την να ουρλιάξει. Την κρατάει απ' τον ώμο κι αρχίζει να τη γαμάει αργά αλλά δυνατά καθώς σφίγγει τα βυζιά της και τσιμπάει τις ρόγες της.

«Σφίξε τον κώλο σου. Θέλω να νιώσεις τον πόνο. Γαμώτο!»

Αυτή σφίγγεται κι εκείνος γρυλίζει.

«Δέξου τον πόνο που σου προκαλώ, Γατούλα, και χύσε. Χύσε για μένα!»

Αυτή κάνει ακριβώς ότι της λέει. Αποκλείει όλα τ' άλλα και σκέφτεται μόνο τον πόνο. Ο γλυκός πόνος που προκαλεί το καβλί του στον κώλο της. Επιτρέπει σ' αυτόν τον πόνο να εξαπλωθεί σ' όλο της το σώμα και να μετατραπεί σε ευχαρίστηση. Τόση ευχαρίστηση που ο πρωκτικός οργασμός που τόσες άλλες γυναίκες ονειρεύονται μόνο, γίνεται πραγματικότητα.

Και οι δύο ουρλιάζουν σαν ζώα πριν αυτός καταρρεύσει πάνω της, προσπαθώντας και οι δύο να πάρουν ανάσα. Λίγα λεπτά αργότερα, αυτή έχει απαλλαγεί απ' τις χειροπέδες, έχει την όραση της πίσω και χαλαρώνει δίπλα του, κοιτάζοντας τον λίγο περίεργα.

«Γιατί με κοιτάς έτσι;»

«Πώς σε κοιτάζω;»

«Περίεργα»

«Σ' αγαπάω»

«Κι εγώ σ' αγαπάω, μωρό μου»

«Ήταν υπέροχα πριν, έτσι δεν είναι;»

«Ήταν. Κάθε στιγμή μαζί σου είναι υπέροχη»

«Είσαι ικανοποιημένος μαζί μου; Είμαι αρκετή για σένα; Εννοώ ...»

«Καλύτερα να σταματήσεις, Γατούλα. Καταλαβαίνω τι εννοείς και η απάντηση είναι ναι. Χίλιες φορές ναι»

«Ναι, αλλά μου φαίνεται λίγο περίεργο. Ανάμεσα στις τόσες άλλες γυναίκες που είχες, είμαι σίγουρη ότι υπήρχαν κάποιες πιο όμορφες από μένα, πιο έμπειρες ή ακόμα και πιο υπάκουες»

«Ναι, υπήρχαν, αλλά καμία απ' αυτές δεν είχε αυτά που έχεις εσύ»

«Ποια;»

«Την Καρδιά μου. Το μυαλό μου. Την ψυχή μου. Όλες οι άλλες, μερικές απ' αυτές δεν θυμάμαι ούτε καν τ' όνομα τους, είχαν το σώμα μου, μονάχα για λίγες ώρες, ενώ εσύ με έχεις ολοκληρωτικά και θα με έχεις για πάντα. Ποια είναι λοιπόν η καλύτερη;»

«Εγώ;»

«Ναι, Γατούλα, εσύ. Μόνο εσύ. Καμία άλλη. Ποτέ ξανά»

«Σου είπα ότι σ' αγαπάω;»

«Μου το είπες, αλλά θα ήθελα να το ξανακούσω»

«Σ' αγαπάω! Σ' αγαπάω! Και σ ​​'αγαπάω!»

«Κι εγώ σ' αγαπάω. Καληνύχτα, Γατούλα μου»

«Καληνύχτα, Λύκε μου»


Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro