Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Αγάπη, Σεξ και Πήδημα

~ ΣΑΒΒΑΤΟ 17 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2010 ~ ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ REUNION ~ ΠΡΩΙ ~

Το πρωινό ξύπνημα είναι χάλια. Όλοι το ξέρουν αυτό. Πόσο μάλλον όταν συμβαίνει κάτω από περίεργες συνθήκες, λόγω μιας ενοχλητικής συνήθειας. Ας δούμε αν ισχύει αυτό ...

~ ΚΡΕΒΑΤΟΚΑΜΑΡΑ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ & ΤΟΥ ΑΛΕΚΟΥ ~

Ο Αλέκος είναι στο ντους και ο Οδυσσέας ακόμα κοιμάται. Ή τουλάχιστον το προσπαθεί.

«Αμάν, ρε Αλέκο! Εσύ και η ενοχλητική σου συνήθεια ν' ανοίγεις τα παντζούρια»

Αυτός γυρίζει μπρούμητα και κρύβει το πρόσωπο του στο μαξιλάρι, αλλά πριν το κάνει, φωνάζει στον σύντροφο του.

«Αλέκο; Που στο διάολο είσαι;»

Η φωνή του Αλέκου έρχεται απ' το μπάνιο.

«Στο μπάνιο. Τι συμβαίνει;»

«Πάρε τον κώλο σου και έλα εδώ τώρα!»

Ο Αλέκος βγαίνει απ' το μπάνιο, σκουπίζοντας ακόμα τα μαλλιά του.

«Τι θες, ρε;»

«Κλείσε τα γαμημένα τα παντζούρια. Ο ήλιος πονάει τα μάτια μου»

Ο Αλέκος μουρμουρίζει καθώς κλείνει τα παντζούρια και το δωμάτιο βυθίζεται στο σκοτάδι.

«Όταν ξυπνάς είσαι πολύ μαλάκας»

Ο Οδυσσέας σηκώνει το κεφάλι του.

«Κι εσύ είσαι κόπανος»

«Οδυσσέα, μην αρχίζεις! Η εντολή σου εκτελέστηκε. Ξανακοιμήσου και παράτα με ήσυχο!»

Ο Αλέκος επιστρέφει στο μπάνιο, αλλά το μαξιλάρι που προσγειώνεται στο κεφάλι του τον κάνει να γυρίσει πίσω, έτοιμος να εκραγεί.

«Οδυσσέα, σε προειδοποιώ! Ξεφορτώσουμε γιατί αλλιώς ...»

Ο Οδυσσέας σηκώνεται απ' το κρεβάτι, πλησιάζει τον Αλέκο και στέκεται μπροστά του, σπρώχνοντας τον δυνατά.

«Αλλιώς τι, ρε;»

Ο Αλέκος τον σπρώχνει πίσω.

«Θέλεις καυγά;»

«Ναι, ρε. Θέλω καυγά»

Ο Οδυσσέας ρίχνει μια μπουνιά στον Αλέκο, αλλά εκείνος την αποφεύγει αστραπιαία, τον αρπάζει, τον σπρώχνει και τον ρίχνει ανάσκελα.

«Σου φτάνει αυτό ή θέλεις κι άλλο;»

Μ' ένα άλμα, ο Οδυσσέας σηκώνεται ξανά στα πόδια του.

«Θέλω κι άλλο!»

Με αστραπιαία ταχύτητα, ο Οδυσσέας πιάνει τον καρπό του Αλέκου, στρίβει το χέρι του πίσω απ' την πλάτη του και με μια δυνατή σπρωξιά, τον ρίχνει στο κρεβάτι και καβαλάει τα πόδια του. Ο Αλέκος προσπαθεί ν' απελευθερωθεί, αλλά η λαβή του Οδυσσέα είναι πολύ δυνατή.

«Φύγε από πάνω μου, ρε μαλάκα!»

«Όχι μέχρι να ζητήσεις συγγνώμη»

«Εγώ; Γιατί; Τι στο διάολο έκανα; Εσύ ξύπνησες έτοιμος για καυγά»

Ο Οδυσσέας του ρίχνει μια φάπα.

«Γιατί μ' άφησες μόνο;»

«Τι; Πότε;»

«Πριν. Ξύπνησα και δεν ήσουν εκεί»

«Ζεστάθηκα λίγο και πήγα να κάνω μπάνιο»

«Δεν με νοιάζει! Ξέρεις ότι όταν ανοίγω τα μάτια μου, θέλω να βλέπω εσένα. Γιατί μου το κάνεις αυτό;»

«Έλα, μωρό μου, άσε με να σηκωθώ»

Αναστενάζοντας, ο Οδυσσέας αφήνει το χέρι του Αλέκου, σηκώνεται και παίρνει το δρόμο για το μπάνιο. Ο Αλέκος τρίβει τον καρπό του που πονάει και σηκώνεται κι αυτός όρθιος.

«Σταμάτα να περπατάς τώρα!»

Ο Οδυσσέας παγώνει στη θέση του και ο Αλέκος τον πλησιάζει από πίσω.

«Γι' αυτό όλα αυτά τα νεύρα;»

«Δεν φταίω εγώ. Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς»

«Είσαι ένα μεγάλο μωρό. Το ξέρεις, έτσι;»

«Όχι, δεν είμαι μωρό. Είμαι ένας ηλίθιος που σ' αγαπάει περισσότερο απ' ότι τον αγαπάς εσύ»

Ο Οδυσσέας επιστρέφει στο κρεβάτι και κάθεται στην άκρη, ακουμπώντας το πρόσωπο του στα χέρια του. Ο Αλέκος ανεβαίνει στο κρεβάτι και γονατίζει πίσω απ' την πλάτη του.

«Απ' όλα αυτά που μόλις είπες, μόνο ένα είναι σωστό»

«Ποιο;»

«Είσαι όντως ηλίθιος»

Ο Οδυσσέας γυρίζει και τον κοιτάζει.

«Τι;»

«Είσαι όντως ηλίθιος αν νομίζεις ότι μ' αγαπάς περισσότερο απ' ότι σ' αγαπάω εγώ. Γιατί χρειάζεσαι συνέχεια επιβεβαίωση; Πότε θα καταλάβεις ότι είσαι τα πάντα για μένα; Εσύ και το Αστέρι μας είστε οι άνθρωποι που αγαπάω περισσότερο»

«Σ' αγαπάω, ρε γαμώτο!»

«Εγώ το ξέρω. Εσύ;»

«Συγγνώμη!»

«Μην ζητάς συγγνώμη. Ο καυγάς ήταν καλός. Άναψε τα αίματα»

«Τι ενν ...;»

Ο Οδυσσέας δεν μπορεί να τελειώσει την ερώτηση του γιατί ο Αλέκος τον αρπάζει απ' τα μαλλιά και τον φιλάει στο στόμα. Αυτός αναστενάζει και μιλάει πάνω στα χείλια του.

«Αλέκο ...»

«Έλα, μωρό μου. Ξάπλωσε για μένα»

Ο Οδυσσέας ξαπλώνει στο στομάχι του κι αγκαλιάζει το μαξιλάρι. Ο Αλέκος του βγάζει το σλιπάκι και αρχίζει να τον φιλάει ξεκινώντας από ψηλά στην πλάτη του μέχρι κάτω τον κώλο του, όπου επικεντρώνεται για λίγο για να προετοιμάσει το έδαφος για τη μεγάλη είσοδο. Ο Οδυσσέας βογκάει βαθιά.

«Σ' αρέσει, ε;»

«Ναι! Ναι! Ω, Θεέ μου!»

«Πες μου τώρα τι θέλεις»

«Ξέρεις τι θέλω»

«Ξέρω, αλλά θέλω να τ' ακούω να το λες»

«Γάμησε με, Αλέκο μου. Θέλω να με γαμήσεις»

Με έναν αναστεναγμό, ο Αλέκος ξαπλώνει πάνω του και γλιστράει το σκληρό καβλί του μέσα του, κάνοντας τον να δαγκώσει το μαξιλάρι.

«Γαμώτο! Αυτό είναι καλό! Μη σταματάς, Αλέκο μου!»

«Ποτέ, μωρό μου. Σ 'αγαπάω τόσο πολύ!»

«Κι εγώ σ' αγαπάω. Ότι κι αν γίνει!»

«Ό,τι κι αν γίνει!»

~ * ~ * ~

Όπως όλοι έχουμε διαβάσει σε κάποιο παραμύθι, δεν πρέπει ποτέ να ενοχλούμε έναν δράκο όταν κοιμάται, γιατί οι συνέπειες είναι πάντα τραγικές. Ας δούμε αν ισχύει αυτό ...

~ ΚΡΕΒΑΤΟΚΑΜΑΡΑ ΤΟΥ ΒΙΚΟΥ & ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΙΝΗΣ ~

Το ζευγάρι κοιμάται μακάρια, ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, όταν ξαφνικά ένας εκκωφαντικός και ασταμάτητος ήχος σαν κουδούνισμα αντηχεί στο δωμάτιο, ξυπνώντας τους απότομα. Ο Βίκος πετάγεται πάνω σαν ελατήριο και η Θαλασσινή κλείνει τ' αυτιά της με τα χέρια της.

«Βίκο, κάντο να σταματήσει!»

«Ποιο; Τι χτυπάει;»

«Το ξυπνητήρι»

«Δεν έχουμε ξυπνητήρι, ρε μωρό μου»

«Τότε τι χτυπάει;»

«Δεν ξέρω! Δεν μπορώ να το βρω! Από που έρχεται;»

«Εκεί, στη συρταριέρα. Κάνε κάτι, Βίκο! Τ' αυτιά μου!»

Αυτή πέφτει στο στομάχι της και σκεπάζει το κεφάλι της με το μαξιλάρι καθώς αυτός, θυμωμένος, πλησιάζει το έπιπλο, ανοίγει το συρτάρι και βγάζει το όπλο του εγκλήματος που δεν είναι άλλο απ' το ξυπνητήρι των διδύμων. Σε έξαλλη κατάσταση, το πετάει στον τοίχο και το κάνει κομμάτια.

«Αυτό ήταν! Φτάνει πια! Πάω να τους κρεμάσω!»

Η Θαλασσινή τραβάει το μαξιλάρι, κοιτάζει τον Βίκο και ξεσπάει σε ασυγκράτητα γέλια.

«Φάρσα πάλι;»

«Τα τσογλάνια! Θα τους τιμωρήσω για πάντα! Θα τους κλειδώσω στο υπόγειο και θα τους δίνω μόνο ψωμί και νερό!»

«Έλα, Δράκε μου! Μην λες πράγματα που δεν μπορείς να κάνεις»

«Θες να δεις;»

Αυτός πηγαίνει προς την πόρτα, αλλά εκείνη δεν τον αφήνει.

«Όχι! Όχι! Περίμενε! Μην πας τώρα. Είναι πολύ νωρίς. Θα τους μαλώσουμε αργότερα. Γύρνα στο κρεβάτι τώρα»

Αυτός περνάει το χέρι του μέσα απ' τα μαλλιά του και επιστρέφει στο κρεβάτι, αλλά όντας ξυπόλητος, πατάει ένα σπασμένο κομμάτι του ξυπνητηριού.

«Άουτς! Σκατά!»

Αυτή μετά βίας αναπνέει απ' τα γέλια, εκνευρίζοντας τον περισσότερο.

«Μη γελάς! Δεν είναι αστείο!»

«Βασικά, είναι λίγο, αλλά τέλος πάντων! Η φαντασία αυτών των παιδιών είναι απλά αχαλίνωτη. Το ξυπνητήρι μέσα στο συρτάρι»

«Έχω αντιμετωπίσει γκάνγκστερ, μαστροπούς, εμπόρους ναρκωτικών και δολοφόνους και τα έβγαλα πέρα με ευκολία, αλλά μ' αυτούς τους δύο σηκώνω τα χέρια ψηλά. Θα τους τιμωρήσω με τέτοιο τρόπο που θα το θυμούνται για το υπόλοιπο της ζωής τους»

«Νομίζω ότι αντιδράς υπερβολικά τώρα»

«Κάτσε να ξυπνήσουν και θα δεις»

«Εντάξει. Κάνε αυτό που νομίζεις σωστό, αλλά έλα εδώ τώρα»

Αυτός ξαπλώνει στο κρεβάτι κι ανοίγει το χέρι του. Αυτή κουλουριάζεται στην αγκαλιά του και ακουμπά το κεφάλι της στο στήθος του. Αυτός ξεφυσάει.

«Τι θα τους κάνουμε; Αρχίζουν και γίνονται επικίνδυνοι»

«Είναι ακόμα μικροί. Όταν μεγαλώσουν λίγο, θα ηρεμήσουν. Μεγάλωσα με τον Τζάκο και τον Αλέκο. Ξέρω τι σου λέω»

«Έτσι ήταν κι αυτοί;»

«Χειρότεροι. Ειδικά ο Τζάκος, αλλά ξέχασε το τώρα και ηρέμησε. Η καρδιά σου χτυπάει σαν τρελή»

«Κόντεψα να κατουρηθώ. Γαμώτο! Κι έβλεπα ωραίο όνειρο»

«Τι έβλεπες;»

«Ήμουν σε μια χρυσαφένια αμμουδιά, ξαπλωμένος στην καυτή άμμο και τα κύματα δρόσιζαν τα πόδια μου»

«Δώσε μου ένα λεπτό»

«Να κάνεις τι;»

«Να σε φαντασιωθώ»

Αυτή κλείνει τα μάτια της.

«Εντάξει. Συνέχισε»

Αυτός, κρατώντας την πιο κοντά, σκύβει στ' αυτί της και της μιλάει χαμηλόφωνα.

«Είχα τα μάτια μου κλειστά και ξαφνικά μια υπέροχη φωνή φώναξε τ' όνομά μου»

«Ποιος ήταν;»

«Εσύ. Άνοιξα τα μάτια μου και σε είδα να αναδύεσαι ολόγυμνη απ' το νερό και να με πλησιάζεις»

«Και μετά τι έκανα;»

«Με καβάλησες»

Αυτή, με τα μάτια της ακόμα κλειστά, τον καβαλάει.

«Και μετά;»

«Πήρες τα χέρια μου και τα έβαλες στα βυζιά σου»

Αυτή βγάζει το νυχτικό της, του παίρνει τα χέρια και τα βάζει στο στήθος της.

«Έτσι;»

Αυτός χαϊδεύει τα βυζιά της και παίζει με τις σκληρές της ρόγες.

«Ναι. Έτσι ακριβώς!»

«Μμμμ ... Συνέχισε. Τι έκανα μετά;»

«Άρχισες να τρίβεσαι πάνω στον πούτσο μου»

Αυτή κάνει ακριβώς αυτό που της λέει κι αυτός βογκάει.

«Συνέχισε, Βασιλιά μου. Τι έγινε μετά;»

«Δεν ξέρω. Τότε ήταν που ξύπνησα»

«Αυτό σημαίνει ότι τώρα αποφασίζω εγώ;»

«Ναι. Εσύ μπορείς να κάνεις ότι θέλεις»

Αυτή ανοίγει τα μάτια της και τον κοιτάζει βαθιά στα μάτια.

«Άνοιξε με, με τα δάχτυλα σου»

Με το δείκτη και το μεσαίο του δάχτυλο, αυτός ανοίγει τη σχισμή της και μ' έναν βαθύ αναστεναγμό, αυτή ρουφάει όλο του το μήκος μέσα της, πόντο-πόντο, κάνοντας τον να βογκήξει ακόμα πιο δυνατά.

«Ω, μωρό μου. Γαμώτο!»

Οι κινήσεις τους συγχρονίζονται αμέσως. Αυτός χουφτώνει τον ζουμερό της κώλο κι εκείνη χαϊδεύει το σμιλεμένο του στήθος. Τα στόματά τους ενώνονται και οι γλώσσες τους καταβροχθίζονται σ' έναν άγριο χορό αγάπης.

«Μ' αγαπάς, Δράκε;»

«Περισσότερο απ' οτιδήποτε άλλο, μωρό μου»

«Πες το μου. Θέλω να τ' ακούω να το λες»

«Σ' αγαπάω, Βασίλισσα μου»

«Κι εγώ σ' αγαπάω, Βασιλιά μου»

~ * ~ * ~

Μερικές φορές, όταν έχουμε κάτι τόσο καλό, δυσκολευόμαστε να πιστέψουμε ότι είναι πραγματικά δικό μας, ακόμα κι αν μπορούμε να το κρατήσουμε στα χέρια μας, να το δούμε και να τ' αγγίξουμε. Ας δούμε αν ισχύει αυτό ...

~ ΚΡΕΒΑΤΟΚΑΜΑΡΑ ΤΟΥ ΟΡΕΣΤΗ & ΤΗΣ ΧΛΟΗΣ ~

Η Χλόη ανοίγει τα μάτια της και, όπως κάθε πρωί τους τελευταίους μήνες, το πρώτο πράγμα που βλέπει είναι το πρόσωπο του Ορέστη. Το όμορφο πρόσωπο του με τα έντονα ζυγωματικά και τις μακριές βλεφαρίδες. Πόσο ζηλεύει αυτές τις βλεφαρίδες και ταυτόχρονα πόσο τις αγαπάει. Ποτέ δεν πίστευε ότι θα έβρισκε έναν τόσο υπέροχο άντρα που να την αγαπά τόσο πολύ, κι όμως είναι εδώ. Τα δάχτυλά της χαϊδεύουν απαλά τα χείλη του, το σαγόνι του, την καμπύλη του λαιμού του, το στήθος του, τους κοιλιακούς του, όταν ξαφνικά ...

«Αν συνεχίσεις, Ομορφιά μου, δεν θα είμαι υπεύθυνος γι' αυτό που θα συμβεί»

Αυτή νόμιζε ότι αυτός κοιμόταν βαθιά, κι έτσι η φωνή του την τρόμαξε.

«Με τρόμαξες, διεστραμμένο κτήνος!»

Αυτός αρχίζει να γελάει.

«Εγώ είμαι ο διεστραμμένος; Εσύ είσαι αυτή που με παρενοχλεί σεξουαλικά ενώ κοιμάμαι»

Αυτή του γυρίζει την πλάτη.

«Αφού δεν σ' αρέσει, δεν θα το ξανακάνω»

«Θύμωσες τώρα;»

«Ναι»

«Πολύ;»

«Πάρα πολύ. Είμαι έξαλλη!»

«Άρα, αν βάλω το χέρι μου εδώ, τι θα κάνεις;»

Αυτός κινείται προς το μέρος της και βάζει το χέρι του ανάμεσα στα πόδια της.

«Θα το τραβήξω μακριά»

Αλλά αυτή δεν κάνει καμία κίνηση. Αντιθέτως, δείχνει να απολαμβάνει πολύ το χάδι του. Αυτός της ψιθυρίζει.

«Ακόμα περιμένω»

«Τι περιμένεις;»

«Να μου τραβήξεις το χέρι»

«Έτσι, ε; Πολύ καλά!»

Αυτή τραβάει δυνατά το χέρι του και προσπαθεί να σηκωθεί απ' το κρεβάτι, αλλά εκείνος την κρατάει σφιχτά. Αυτή πιέζει τα χέρια της στο στρώμα και προσπαθεί να τον σπρώξει, αλλά όχι τόσο δυνατά.

«Άσε με! Μη μ' αγγίζεις! Δεν θέλω!»

Αυτός αρχίζει να τη φιλάει στο λαιμό.

«Είσαι σίγουρη γι' αυτό;»

Αυτή τεντώνει το λαιμό της για να του δώσει ακόμα μεγαλύτερη πρόσβαση.

«Απόλυτα σίγουρη»

«Το βλέπω»

Αυτή γυρίζει και τον πιάνει απ' τα μαλλιά για να τον τραβήξει ακόμα πιο κοντά της.

«Σκάσε και κάνε αυτό που κάνεις τόσο καλά»

«Γύρνα»

Αυτή γυρίζει και πέφτει στα γόνατα κι αυτός πάει πίσω της και σπρώχνει το καβλί του με δύναμη μέσα της, ενώ το χέρι του παραμένει ανάμεσα στα πόδια της, πειράζοντας την κλειτορίδα της.

«Αυτό θέλεις;»

«Ω, Θεέ μου! Ναι! Ναι!»

Αυτός φέρνει το χέρι του στο στόμα του, δοκιμάζοντας τους χυμούς της και της κάνει το ίδιο, βάζοντας τα δάχτυλα του στο στόμα της.

«Γεύσου αυτό, Ομορφιά μου. Γεύσου πόσο νόστιμη είσαι»

«Ω, Θεέ! Με τρελαίνεις!»

«Θες κι άλλο;»

«Ναι! Ναι!»

«Πες το μου. Θέλω να τ' ακούω να το λες»

«Γάμησε με πιο δυνατά»

Αυτός την αρπάζει απ' τα μαλλιά, την σπρώχνει μπροστά κι αρχίζει να τη γαμάει δυνατά, χτυπώντας τον κώλο της.

«Θέλω να είσαι τόσο θυμωμένη μαζί μου για το υπόλοιπο της ζωής σου»

«Μπορώ να το κάνω αυτό»

«Σ' αγαπάω, Χλόη!»

«Κι εγώ σ' αγαπάω, Ορέστη!»

~ * ~ * ~

Υπάρχει ένας πόνος, όχι σωματικός, αλλά ψυχικός, που δεν τον ξεχνάς ποτέ, όσος καιρός κι αν περάσει. Αυτός ο πόνος, ο πόνος της απώλειας, αφήνει πάντα μια πληγή. Μια πληγή που συχνά αιμορραγεί χωρίς λόγο. Ας δούμε αν ισχύει αυτό ...

~ ΚΡΕΒΑΤΟΚΑΜΑΡΑ ΤΟΥ ΤΖΑΚΟΥ & ΤΗΣ ΜΑΙΡΗΣ ~

Ο Τζάκος είναι ξύπνιος, αλλά αρνείται να κουνηθεί μήπως ξυπνήσει τη Μαίρη, που κοιμάται δίπλα του τυλιγμένη στο σεντόνι. Αυτός μένει εκεί κάνοντας αυτό που του αρέσει να κάνει. Την παρακολουθεί να κοιμάται. Κανονικά δεν σκέφτεται τίποτα αυτές τις στιγμές, εκτός αν, όπως τώρα, του έρχονται στο μυαλό οι άλλες φρικτές στιγμές που έχει περάσει σ' εκείνο το νοσοκομείο. Εκείνες οι στιγμές που στεκόταν εκεί, άπρακτος και αβοήθητος, βλέποντας την να παλεύει για τη ζωή της που αυτή έθεσε σε κίνδυνο για να τον σώσει. Ασυναίσθητα, τυλίγει τα χέρια του προστατευτικά γύρω της και την αγκαλιάζει σφιχτά. Αυτή ξυπνάει αμέσως.

«Τζάκο! Τζάκο! Με πνίγεις! Δεν μπορώ ν' αναπνεύσω!»

Αυτός ηρεμεί αμέσως και χαλαρώνει τη λαβή του.

«Συγγνώμη, Αγγελούδι. Παρασύρθηκα»

«Πάλι το νοσοκομείο σκέφτεσαι;»

«Πως το κατάλαβες;»

«Μόνο τότε με κρατάς τόσο σφιχτά. Μωρό μου, πέρασε τόσος καιρός. Πότε θα το ξεπεράσεις;»

«Ποτέ, απ' ότι φαίνεται»

«Σε παρακαλώ, Πρίγκιπα μου! Δεν πάω πουθενά»

«Υποσχέσου ότι θα μ' αφήσεις να φύγω πρώτος. Μη με κάνεις να ζήσω ούτε ένα λεπτό σ' αυτόν τον κόσμο χωρίς εσένα»

«Τι είναι αυτά που λες;»

«Υποσχέσου μου!»

«Έλεος! Αν το κάνω, θα σταματήσεις;»

«Ναι»

«Εντάξει, το υπόσχομαι. Θα σ' αφήσω να φύγεις πρώτος και αμέσως μετά θα έρθω μαζί σου»

«Ευχ ... Έη! Έη! Τι;»

Αυτή γελάει υστερικά.

«Στην έφερα!»

«Ύπουλο Αγγελούδι! Ντροπή σου!»

Αυτή πετάει το σεντόνι, γυρίζει το σώμα της και τυλίγει το πόδι της γύρω απ' τη μέση του. Περνάει το χέρι της πάνω απ' τους σκληρούς του κοιλιακούς και καταλήγει στο απίστευτα καυτό καβλί του. Ένας βαθύς αναστεναγμός ξεφεύγει απ' τα χείλη του, όταν αυτή το αγκαλιάζει με τα δάχτυλα της.

«Μχμμμ ... Χιούστον, έχουμε πρόβλημα! Ένα τεράστιο πρόβλημα!»

«Και τι; Δεν σ' αρέσει;»

«Μην κάνεις ανόητες ερωτήσεις, Πρίγκιπα, και δώσε μου το τεράστιο, υπέροχο καβλί σου. Έχουμε ένα παιδί να κάνουμε»

Αυτός, χουφτώνοντας τον κώλο της, βγάζει το εσώρουχο της ενώ αυτή ξεφορτώνεται το σεντόνι που είναι τυλιγμένο γύρω απ' τη μέση του για να πάρει ένα μικρό κομμάτι απ' τον πισινό του.

«Πες το μου! Θέλω να τ' ακούω να το λες»

«Ευλόγησε με, Μεγάλε Θεέ. Ευλόγησε το κορμί μου με τη χάρη σου και φύτεψε μέσα μου τον θεϊκό σου σπόρο»

Αυτός φιλάει πεινασμένος τα χείλη της και βογκάει μέσα στο στόμα της καθώς σπρώχνει το καβλί του βαθιά μέσα της. Όπως κάθε φορά, αυτή ανοίγει τα πέταλα της σαν ένα σπάνιο αγριολούλουδο που ανθίζει μόνο γι' αυτόν.

«Είσαι θαύμα, μικρό μου Αγγελούδι. Όταν σε κρατάω στην αγκαλιά μου, νιώθω σαν να κρατάω ένα κομμάτι παραδείσου στα χέρια μου»

«Ένας θεός σαν εσένα δεν αξίζει τίποτα λιγότερο»

«Εσύ κι εγώ, μωρό μου, ενάντια στον κόσμο, για πάντα!»

«Για πάντα!»

«Σ' αγαπάω, Αυγέρη»

«Κι εγώ σ' αγαπάω, Ηλιόπουλε»

~ * ~ * ~

Ξέρετε τι κάνει ένας λύκος όταν ένας ξένος προσπαθεί να εισβάλει στην επικράτεια του; Παλεύει. Παλεύει μέχρι θανάτου. Δεν υπάρχει τίποτα πιο σημαντικό γι' αυτόν απ' την υπεράσπιση της περιοχής του και στο τέλος πάντα κερδίζει. Ας δούμε αν ισχύει αυτό ...

~ ΚΡΕΒΑΤΟΚΑΜΑΡΑ ΤΟΥ ΑΡΗ & ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ ~

Η Σελήνη είναι κυριολεκτικά χωμένη στην αγκαλιά του Άρη που είναι κυριολεκτικά τυλιγμένος γύρω απ' το σώμα της. Αυτοί κοιμούνται μακάρια, αλλά όχι για πολύ. Ο ύπνος τους διακόπτεται απ' τον ήχο του κινητού της. Βασικά, αυτός είναι πάντα σ' επιφυλακή. Αυτή, απ' την άλλη, όχι και τόσο. Αυτή πάντα κοιμόταν βαριά, και τώρα που είναι έγκυος, ακόμα περισσότερο. Έτσι, αυτός, ανοίγοντας μόνο το ένα μάτι, απλώνει το χέρι, πιάνει το τηλέφωνο και γίνεται έξαλλος. Μία ειδοποίηση μηνύματος εμφανίζεται στην οθόνη. Ένα μήνυμα απ' τον Θεμιστοκλή.

«Τι στο διάολο θες, ρε γαμημένε, στις οχτώ το πρωί;»

Αυτός πεθαίνει να το διαβάσει, αλλά ποτέ δεν θα της το έκανε αυτό. Δεν έχει ψάξει ποτέ το τηλέφωνο της και δεν θα το κάνει τώρα. Αν συμβεί κάτι, θα του το πει από μόνη της, έτσι δεν είναι; Αφήνει το τηλέφωνο στο κομοδίνο και την κοιτάζει. Κοιτάζει την γυναίκα που του άλλαξε τη ζωή. Την γυναίκα που έχει κάνει και θα κάνει πράγματα για χάρη της που δεν θα έκανε ποτέ πριν. Την γυναίκα που θα φέρει στον κόσμο το παιδί του σε λίγους μήνες. Το χέρι του κινείται ασυναίσθητα στην κοιλιά της. Τα δάχτυλα του χαϊδεύουν απαλά το δέρμα της, εκεί, κάτω απ' τον αφαλό της και τα χείλη του ψιθυρίζουν.

«Γεια σου, μικρό μου κουτάβι. Δεν μπορείς να μ' ακούσεις ακόμα, αλλά θέλω να ξέρεις ότι σ' αγαπάω και θα κάνω ό,τι μπορώ για να βεβαιωθώ ότι εσύ και η μαμά σου θα έχετε μια ονειρεμένη ζωή»

Αυτή, ανταποκρινόμενη στο άγγιγμα του, τρίβει τη μύτη της στο γυμνό στήθος του και γουργουρίζει, μιλώντας με βραχνή φωνή λόγω του ύπνου.

«Καλημέρα, Λύκε μου»

«Αχ, Γατούλα μου, σε ξύπνησα; Συγγνώμη!»

«Δεν πειράζει»

«Κοιμήσου πάλι, μωρό μου. Είναι πολύ νωρίς ακόμα»

«Όχι, δεν θέλω να κοιμηθώ, και ξέρεις γιατί;»

«Γιατί;»

«Γιατί ο ύπνος είναι χάσιμο χρόνου όταν έχεις έναν άντρα σαν εσένα στο κρεβάτι σου»

Αυτός ρίχνει το κεφάλι του πίσω κι αρχίζει να γελάει.

«Αυτό είναι το πιο όμορφο πράγμα που έχω ακούσει ποτέ!»

«Είναι απλώς η αλήθεια, αλλά δεν νομίζεις ότι είναι ώρα για το πρωινό μου φιλί;»

Αυτή προσποιείται ότι κοιτάζει το ανύπαρκτο ρολόι στον καρπό της και μετά του επιτίθεται. Αυτός βάζει τα μαλλιά της πίσω απ' το αυτί της αφού τη φιλήσει, και σκύβει ξανά και φιλάει την άκρη της μύτης της.

«Πες μου κάτι, Γατούλα. Μου λες πάντα την αλήθεια, έτσι δεν είναι;»

Αυτή τον κοιτάζει μπερδεμένη.

«Φυσικά. Πως σου ήρθε αυτό;»

«Ξέχνα το! Ήταν απλώς μια ηλίθια σκέψη»

«Όχι! Όχι! Όχι! Εσύ δεν κάνεις ποτέ ηλίθιες σκέψεις. Κάτι δεν πάει καλά. Πες μου»

«Όλα είναι μια χαρά, Γατούλα»

«Τώρα εσύ είσαι αυτός που δεν λέει την αλήθεια. Σε παρακαλώ, Άρη μου, πες μου»

«Έχεις ένα μήνυμα»

«Από ποιον;»

«Απ' τον φιλαράκο σου τον Θέμη»

Αυτή αρχίζει να γελάει υστερικά, κρατώντας το στομάχι της.

«Αλήθεια τώρα;»

«Που βρίσκεις τ' αστείο;»

«Στο ότι εσύ ζηλεύεις τον Θέμη»

«Σταμάτα! Δεν είναι αστείο. Και δεν ζηλεύω. Όπως σου είπα, ζήλια είναι όταν θέλεις κάτι που δεν έχεις. Μαζί σου, είναι κάτι άλλο»

«Τι άλλο; Αυτό το θέμα της επικράτειας;»

«Ναι. Είσαι δικιά μου. Δική μου επικράτεια κι αυτό το σκατό θέλει να εισβάλει και δεν μ' αρέσει καθόλου»

«Ουάου! Έλα, κτητικέ μου Λύκε, δώσε μου το τηλέφωνο. Δώστο! Δώστο!»

Αυτός της δίνει το τηλέφωνο κι εκείνη διαβάζει το μήνυμα.

«Λοιπόν; Τι λέει ο Θέμης;»

Αυτή, προσπαθώντας να καταπνίξει το γέλιο της, του δείχνει την οθόνη κι αυτός διαβάζει το μήνυμα γρυλίζοντας.

"Καλημέρα, πανέμορφη. Ανυπομονώ να σε δω απόψε, αν και θα προτιμούσα να έρθεις μόνη σου. Ελπίζω η μέρα σου να είναι τόσο υπέροχη όσο εσύ. Τα λέμε αργότερα"

«Βλέπεις; Στο είπα. Αυτό το γαμημένο σκατό τολμάει και σου στέλνει τέτοια λόγια! Θα του ξεριζώσω το κεφάλι απ' τους ώμους!»

Αφού αυτή διαγράφει το μήνυμα, πετάει το τηλέφωνο στο στρώμα και ξαπλώνει επάνω του, γουργουρίζοντας.

«Με καυλώνει τόσο πολύ όταν σε βλέπω έτσι, Αφέντη μου»

«Πώς έτσι;»

«Σαν πραγματικό λύκο»

«Μην παίζεις μαζί μου, Γατούλα»

Αυτή βάζει το χέρι της μέσα στο σλιπάκι του.

«Σελήνη, σταμάτα! Είμαι νευριασμένος»

Αυτή νιώθει την στύση του να σκληραίνει κάτω απ' το άγγιγμά της και ένα χαμόγελο σχηματίζεται στα χείλη της.

«Γιατί χαμογελάς τώρα;»

«Γιατί εσύ μπορεί να είσαι νευριασμένος, αλλά το καβλί σου διαφωνεί. Κοίτα πόσο χαρούμενο είναι»

Αυτός περνάει το χέρι του μέσα απ' τα μαλλιά του.

«Ανάθεμα σε! Δεν παίζεις τίμια»

Αυτή σκύβει στ' αυτί του.

«Όλα επιτρέπονται στον έρωτα και στον πόλεμο. Εσύ μου το έμαθες, Αφέντη»

«Τι θέλεις, Γατούλα;»

«Θέλω τον λύκο μου»

Αυτός σηκώνεται απ' το κρεβάτι και πηγαίνει στο παράθυρο.

«Σε λίγο. Είμαι πολύ τσαντισμένος αυτή τη στιγμή και μπορεί να σου κάνω κακό»

Αυτή σηκώνεται επίσης, τον πλησιάζει και βάζει το χέρι της στον ώμο του.

«Είμαι η υποτακτική σου και σ' εμπιστεύομαι ότι δεν θα μου κάνεις ποτέ κακό. Σε παρακαλώ, Αφέντη ... Μην προδώσεις την εμπιστοσύνη μου»

Αυτός κοπανάει τα χέρια του στον τοίχο, κλείνει τα μάτια του για λίγα δευτερόλεπτα και παίρνει μια βαθιά ανάσα. Μετά, γυρίζει και την κοιτάζει σταθερά στα μάτια.

«Δεν θα προδώσω ποτέ την εμπιστοσύνη σου. Είναι πολύ πολύτιμη για μένα. Πήγαινε»

Αυτή βγάζει τα εσώρουχα της και ξαπλώνει στο κρεβάτι. Αυτός ξεφορτώνεται το σλιπ του, ξαπλώνει πάνω της και τη διαπερνά όσο πιο δυνατά μπορεί. Τα δυνατά του χέρια τυλίγονται γύρω της, κάνοντας την απρόσβλητη σε κάθε κίνδυνο. Αυτή του δίνεται άνευ όρων, απολαμβάνοντας την ασφάλεια που της προσφέρουν τα χέρια του.

«Είσαι δικιά μου. Μόνο δικιά μου»

«Ναι, Αφέντη»

«Πες το. Θέλω να τ' ακούω να το λες»

«Είμαι δικιά σου. Μόνο δικιά σου»

«Σ' αγαπάω, Σελήνη. Είσαι το φεγγάρι μου. Μην σταματήσεις ποτέ να φωτίζεις τον ουρανό μου και να κρατάς το σκοτάδι μακριά»

«Οτιδήποτε για σένα. Μόνο για σένα. Κι εγώ σ' αγαπάω, Άρη μου. Μην σταματήσεις ποτέ να ουρλιάζεις για μένα»

«Ποτέ, Γατούλα μου»

«Ποτέ, Λύκε μου»


Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro