
Όλοι οι θρύλοι είναι αληθινοί!
~ ΣΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΜΕΡΟΣ ~ ΣΟΥΝΙΟ ~
Το φεγγάρι, δύο μέρες πριν την πανσέληνο, μιας και ο Λύκος μας δεν θα παντρευόταν ποτέ χωρίς το φεγγάρι να είναι ολόγιομο, έχει αρκετό φως, κι έτσι οι άντρες δεν χρειάζεται ν' ανάψουν κάτι όταν φτάνουν στην παραλία, έχοντας βέβαια προμηθευτεί την απαιτούμενη ποσότητα ποτού. Τότε, χωρίς να χάσουν καθόλου χρόνο, γδύνονται και βουτούν στη θάλασσα. Μετά από αρκετή ώρα, και αφού έχουν ξεθολώσει απ' τη προηγούμενη ζάλη, αυτοί βγαίνουν απ' το νερό, ανάβουν φωτιά και κάθονται γύρω-γύρω, γεμίζοντας ξανά τα ποτήρια τους. Ο Ορέστης σηκώνει το ποτήρι του.
«Στην υγειά του γαμπρού!»
Το ίδιο κάνουν κι όλοι οι άλλοι και μιλούν με μια φωνή.
«Στον γαμπρό!»
Ο Άρης χτυπάει το χέρι του στο έδαφος.
«Άσπρο πάτο, κυρίες!»
Αυτοί αδειάζουν τα ποτήρια τους με μια κίνηση, αφήνοντας το ακριβό χαρμάνι να ζεστάνει το σώμα τους και να κάψει τον λαιμό τους. Ο Διονύσης ξεφυσάει δυνατά προσπαθώντας ν' ανακουφίσει το κάψιμο στο λάρυγγα του.
«Σκατά! Αυτό καίει σαν την κόλαση!»
Ο Οδυσσέας καγχάζει.
«Έλα, Κοκαλιάρη! Μην είσαι τόσο κότα»
«Έη! Δεν είμαι καθόλου κότα, εντάξει;»
«Απόδειξε το!»
«Πώς;»
«Εσύ κι εγώ, μπραντεφέρ, τώρα»
«Ξέρεις κάτι; Είμαι μέσα!»
Ο Τζάκος κοιτάζει τον υπάλληλο του.
«Είσαι σίγουρος, ρε Διονύση;»
«Απόλυτα, κύριε!»
Ο Τζάκος αγανακτεί.
«Για όνομα πια, ρε Διονύση! Σταμάτα να με λες έτσι. Λέγε με Τζάκο. Απλώς Τζάκο»
«Ναι, κύριε. Τζάκο, εννοώ. Ναι, Τζάκο. Όχι πλέον κύριε»
«Επιτέλους!»
Ο Οδυσσέας σκουντάει τον Διονύση.
«Τι θα γίνει, Κοκαλιάρη;»
Αυτός σηκώνει το χέρι του.
«Δείξε μου το δρόμο!»
Οι δύο άντρες σηκώνονται και περπατούν μέχρι ένα ξύλινο μακρύ τραπέζι με ενσωματωμένους πάγκους, λίγο πιο πέρα, και οι άλλοι μαζεύονται γύρω τους. Ο Άρης ανεβαίνει στο τραπέζι.
«Ονομάστε το βραβείο»
Πρώτος μιλάει ο Διονύσης.
«Αν κερδίσω, ο Οδυσσέας θα σταματήσει να με λέει Κοκαλιάρη»
Ο Οδυσσέας γέρνει το κεφάλι του.
«Και πώς θα σε λέω;»
«Δεν ξέρω. Κάτι δυνατό. Θα με λες Εξολοθρευτή»
«Σύμφωνοι!»
Ο Αλέκος χαμογελάει.
«Κι αν κερδίσει το μωρό μου;»
Ο Οδυσσέας χτυπάει τα δάχτυλα του στο ξύλο του τραπεζιού.
«Αν κερδίσω εγώ, ο Κοκαλιάρης θ' ανέβει στο τραπέζι και θα φωνάξει είμαι μαλάκας με όλη του την δύναμη ενώ εμείς θα τον τραβάμε βίντεο, το οποίο θ' ανέβει σ' όλα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ταγκάροτας τον. Και φυσικά, θα συνεχίσω να τον λέω Κοκαλιάρη»
Ο Τζάκος σφυράει.
«Γαμώτο, Αγαπούλη μου. Είσαι ο διάβολος»
Ο Οδυσσέας χαμογελάει χαιρέκακα.
«Το ξέρω. Λοιπόν, Κοκαλιάρη;»
Ο Διονύσης παίρνει μια βαθιά ανάσα.
«Σύμφωνοι!»
Ο Ορέστης χτυπάει τα χέρια του και γονατίζει στην άκρη του τραπεζιού, ώστε τα χέρια των διαγωνιζομένων να είναι στο ύψος των ματιών του.
«Τέλεια! Πάρτε τις θέσεις σας, κύριοι. Θα είμαι ο διαιτητής»
Οι δύο άντρες κάθονται ο ένας απέναντι στον άλλον, τεντώνοντας τα χέρια τους για να ζεστάνουν τους μύες τους. Ο Αλέκος σκύβει στ' αυτί του Οδυσσέα και ψιθυρίζει.
«Άστον να κερδίσει. Μην τον ντροπιάσεις»
Ο Οδυσσέας χαμογελάει και του ψιθυρίζει πίσω.
«Αυτό ακριβώς σκοπεύω να κάνω, μωρό μου. Γιατί πιστεύεις ότι το προκάλεσα όλο αυτό;»
Ο Αλέκος του δίνει ένα φιλί και μετά, οι δύο άντρες παίρνουν τις θέσεις τους κι ενώνουν τις παλάμες τους. Ο Ορέστης ελέγχει τα χέρια τους.
«Είστε έτοιμοι;»
Αυτοί γνέφουν καταφατικά κι εκείνος μετράει πριν δώσει την εκκίνηση.
«Με το τρία. Ένα. Δύο. Τρία. Πάμε!»
Αυτοί αρχίζουν να σπρώχνουν ο ένας το χέρι του άλλου με τους δικέφαλους μύες στα μπράτσα τους να φουσκώνουν απ' την πίεση. Οι άλλοι φωνάζουν και ενθαρρύνουν και τους δύο διαγωνιζόμενους. Μόλις ο Οδυσσέας αισθάνεται ότι ο Διονύσης είναι έτοιμος να τα παρατήσει, αφήνει το χέρι του να χτυπήσει στο τραπέζι και χάνει τον αγώνα. Ο Ορέστης σηκώνεται όρθιος.
«Και ο νικητής μας είναι ... ο Διονύσης!»
Όλοι οι άλλοι χειροκροτούν και ζητωκραυγάζουν, ενώ ο Διονύσης, που δεν μπορεί να πιστέψει αυτό που μόλις έγινε, περνάει τα χέρια του μέσα απ' τα μαλλιά του.
«Ω, Θεέ μου! Τα κατάφερα. Τον κέρδισα. Κέρδισα τον Οδυσσέα. Δεν το πιστεύω! Το έκανα, γαμώτο!»
Ο Οδυσσέας τρίβει τον καρπό του.
«Ναι, Εξολοθρευτή, τα κατάφερες. Μπράβο σου!»
Καθώς ο Διονύσης ξεκινάει τον γύρο του θριάμβου, κάνοντας κωλοτούμπες και ρόδες στην άμμο, ο Τζάκος πλησιάζει τον Οδυσσέα και τυλίγει το χέρι του γύρω απ' τον λαιμό του χαμογελώντας.
«Μπράβο, Αγαπούλη μου! Αυτός το χρειαζόταν πραγματικά. Του ανέβασες την αυτοπεποίθηση στον Θεό»
«Το ξέρω, Διεστραμμένε. Γι' αυτό το έκανα»
Αυτοί αφήνουν τον πρωταθλητή ν' απολαύσει τη νίκη του λίγο ακόμα και κατευθύνονται πίσω στη φωτιά, αλλά ξαφνικά, ο Άρης σταματάει απότομα.
«Ακίνητοι! Μην κινηθεί κανείς!»
Οι άλλοι παγώνουν στην θέση τους κι αυτός αρχίζει να μυρίζει τον αέρα, κοιτάζοντας τριγύρω με μάτια που αστράφτουν.
«Τι στο διάολο;»
Ο Ορέστης τον κοιτάζει στα μάτια.
«Τι συμβαίνει, Άλφα;»
«Μύρισε τον αέρα, Βήτα. Σου μυρίζει κάτι οικείο;»
Ο Ορέστης τεντώνει το λαιμό του κι ανοίγει τα ρουθούνια του. Τότε, ο Μάρκος ψιθυρίζει στον Τζάκο.
«Τι κάνουν αυτοί;»
«Δεν το έχεις ξαναδεί;»
«Αυτό όχι. Έχω δει μονάχα την σιωπηλή επικοινωνία τους»
«Ο Άρης έπιασε μια μυρωδιά κι αυτοί μπήκαν αυτόματα σε λειτουργία λύκου. Απλά κοίτα»
Αυτοί στρέφονται ξανά προς τον Άρη και τον Ορέστη που μιλάνε μεταξύ τους.
«Την έπιασες την μυρωδιά;»
«Ναι, αλλά δεν μπορώ να καταλάβω από πού έρχεται»
Ο Άρης σηκώνει το χέρι και δείχνει κάτι θάμνους κοντά στην πύλη.
«Πίσω απ' τους θάμνους. Εκεί»
Τι κρύβεται πίσω απ' αυτούς τους θάμνους; Ποια είναι αυτή η μυρωδιά που ερέθισε τη μύτη του Άρη; Κάτι κακό ή κάτι πολύ, πολύ καλό; Για να το μάθουμε, πρέπει να γυρίσουμε λίγο πίσω στον χρόνο και να μπούμε κρυφά σε μια λιμουζίνα. Για να δούμε ...
~ ΛΙΜΟΥΖΙΝΑ της SUN CORPORATION ~ ΑΓΕΛΗ ΤΗΣ ΝΥΦΗΣ ~
~ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ~ ΚΑΠΟΥ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΛΙΑΚΗ ~
Οι γυναίκες απολαμβάνουν την παγωμένη σαμπάνια και σχολιάζουν το σόου που είδαν νωρίτερα, όταν ξαφνικά ακούγεται η φωνή του σοφέρ απ' την ενδοεπικοινωνία.
«Κυρία Ηλιοπούλου; Συγγνώμη που σας ενοχλώ, αλλά ...»
Η Μαίρη σπεύδει να του απαντήσει.
«Τι είναι, Πάτροκλε; Φτάσαμε;»
«Ναι, κυρία, μόλις έστριψα στον παράδρομο, αλλά ...»
«Αλλά τι, Πάτροκλε;»
«Φαίνεται ότι κάποιος μας πρόλαβε»
«Τι; Πως είναι δυνατόν; Κανείς δεν ξέρει αυτό το μέρος»
«Κανείς εκτός απ' τον κύριο και τους άλλους. Μπορώ να δω τη νοικιασμένη λιμουζίνα»
Η Μαίρη κοιτάζει τις άλλες γυναίκες που είναι εξίσου άφωνες μ' αυτήν, ενώ η φωνή του σοφέρ ακούγεται πάλι.
«Τι θέλετε να κάνω, κυρία;»
Η Μαίρη του λέει να περιμένει λίγο και μετά απευθύνεται στις άλλες.
«Τι κάνουμε τώρα, κορίτσια; Φεύγουμε;»
Η Θαλασσινή σηκώνει τους ώμους.
«Γιατί να φύγουμε;»
Η Τζένη συμφωνεί.
«Μπορούμε να συνεχίσουμε την διασκέδαση όλοι μαζί»
Η Κατερίνα κοιτάζει την Σελήνη.
«Αυτό θα ήταν υπέροχο, αλλά δεν αποφασίζουμε εμείς. Η βραδιά ανήκει στη Σελήνη, οπότε αυτή αποφασίζει»
Η Σελήνη την στραβοκοιτάζει.
«Πλάκα μου κάνεις τώρα; Φυσικά και το θέλω. Έχω τόσες ώρες να δω τον Λύκο μου και μου έχει λείψει αφόρητα»
Η Χλόη χτυπάει το χέρι της στο κάθισμα.
«Το ήξερα!»
Καθώς η Σελήνη βγάζει τη γλώσσα στην Χλόη, η Μαίρη πατάει το κουμπί και μιλάει στον σοφέρ.
«Πάτροκλε, θα μείνουμε. Σβήσε τη μηχανή για να μην μας ακούσουν. Εμείς θα πάμε με τα πόδια. Εσύ να πας να πάρεις τον άλλο οδηγό και να πάτε σ' ένα κοντινό ξενοδοχείο για να φάτε και να ξεκουραστείτε, με δικά μας έξοδα φυσικά. Όταν σας χρειαστούμε, θα σας ειδοποιήσουμε»
Ο σοφέρ απαντάει αμέσως.
«Μάλιστα, κυρία. Σας ευχαριστώ»
Τότε, τα κορίτσια βγαίνουν απ' το αυτοκίνητο, πλησιάζουν και περνούν την μεταλλική πύλη. Με βήματα αθόρυβα σαν της γάτας, αυτές κρύβονται πίσω απ' τους θάμνους και μιλούν ψιθυριστά. Η Τζένη στενεύει τα μάτια της.
«Τι κάνουν, ρε γαμώτο; Δεν βλέπω καλά»
Η Σελήνη εστιάζει και καταφέρνει να δει κάτι.
«Στέκονται γύρω απ' το τραπέζι. Δύο απ' αυτούς κάθονται, αλλά δεν μπορώ να καταλάβω ποιοι»
Η Μαίρη αναγνωρίζει τον έναν.
«Ο ένας είναι ο Οδυσσέας»
Η Κατερίνα καλύπτει το στόμα της.
«Θεέ μου! Ο άλλος είναι ο Διονύσης μου!»
Η Τζένη δεν μπορεί να καταλάβει.
«Τι κάνουν;»
Η Σελήνη όμως ξέρει.
«Μπραντεφέρ. Και μόλις τώρα κέρδισε ο Διονύσης. Απίστευτο!»
Η Κατερίνα χτυπάει παλαμάκια.
«Ναι! Ναι! Ναι! Πάνω τους, μωρό μου!»
Η Χλόη την σκουντάει.
«Σσσσ! Μην φωνάζεις! Θα μας ακούσουν»
Η Κατερίνα κατεβάζει το κεφάλι.
«Συγγνώμη. Παρασύρθηκα»
Η Μαίρη χαμογελάει.
«Κοίτα πώς πανηγυρίζει. Είναι τόσο γλυκός»
Εκείνη τη στιγμή, ένα ελαφρύ αεράκι ανακατώνει τα μαλλιά τους και η Σελήνη αναστατώνεται.
«Γαμώτο! Γαμώτο! Γαμώτο! Όλες κάτω!»
Η Μαίρη σκύβει.
«Τι έγινε;»
«Ο Άρης μόλις έπιασε την μυρωδιά μου. Γαμώτο!»
Η Χλόη δαγκώνει τα χείλη της.
«Την γαμήσαμε, κορίτσια»
Η Θαλασσινή κουνάει το κεφάλι.
«Κυριολεκτικά, θα έλεγα»
Η Τζένη κοιτάζει τριγύρω.
«Τι κάνουμε τώρα;»
Η Μαίρη παραμερίζει ένα κλαδί για να βλέπει καλύτερα.
«Περιμένουμε»
Η Σελήνη σηκώνει τα μάτια στον ουρανό.
«Σε παρακαλώ, Θεέ μου, μην τον αφήσεις να χρησιμοποιήσει την άλλη του φωνή. Σε παρακαλώ! Σε παρακαλώ!»
Η Κατερίνα είναι η μόνη απ' της γυναίκες που δεν ξέρει.
«Την άλλη του φωνή; Ποια φωνή;»
Τότε, ο Άρης φωνάζει κάτι, με την άλλη του φωνή.
«Εμφανίσου μπροστά μου, Γατούλα. Τώρα!»
Η Χλόη χτυπάει την γροθιά της στο χώμα.
«Αυτή τη φωνή. Σκατά!»
Και ως συνήθως, η Σελήνη, ανίκανη ν' αντισταθεί, σηκώνεται και περνάει μέσα απ' τους θάμνους, εκτελώντας την εντολή. Η Κατερίνα κοιτάζει τις άλλες έκπληκτη.
«Τι κάνει αυτή;»
Η Μαίρη σουφρώνει τα χείλη της.
«Εκτελεί την εντολή του. Αυτή δεν μπορεί ν' αντισταθεί. Κανείς δεν μπορεί»
Η Τζένη κουνάει το κεφάλι της.
«Αυτό ξαναπές το!»
Η Θαλασσινή ξεφυσάει.
«Τι κάνουμε τώρα;»
Η Μαίρη σηκώνει τους ώμους.
«Εμφανιζόμαστε κι εμείς. Δεν υπάρχει λόγος πια να κρυβόμαστε»
Αυτές σηκώνονται όρθιες και περπατούν προς τους άντρες με το κεφάλι κάτω. Αλλά τώρα θα επιστρέψουμε στους άντρες εκεί που σταματήσαμε, γιατί κάτι πολύ αστείο πρόκειται να συμβεί και θα ήταν κρίμα να το χάσουμε.
Ο Άρης σηκώνει το χέρι και δείχνει κάτι θάμνους κοντά στην πύλη.
«Πίσω απ' τους θάμνους. Εκεί»
Ο Τζάκος τον πλησιάζει.
«Τι είναι;»
«Η νύφη και η αγέλη της»
Πλησιάζει κι ο Βίκος.
«Τι; Είσαι σίγουρος, Λύκε;»
«Νομίζεις ότι θα μπορούσα ποτέ να μπερδέψω την μυρωδιά της Σελήνης;»
Ο Μάρκος κάνει τον σταυρό του.
«Δόξα τω Θεό που το φεγγάρι δεν είναι γεμάτο απόψε»
Ο Ορέστης τον κοιτάζει.
«Γιατί, καλέ;»
«Γιατί αυτός θα μεταμορφωνόταν σε λυκάνθρωπο και θα έτρωγε τις καρδιές μας»
Ο Αλέκος καγχάζει.
«Βλέπεις πάρα πολλές ταινίες, φιλαράκο»
Βλέποντας την αντίδραση του Μάρκου, μια ιδέα γεννιέται στο μυαλό του Τζάκου. Μια ιδέα που θα προκαλέσει πολλά γέλια αν πετύχει.
«Έχει δίκιο ο Αλέκος. Άλλωστε, ο Άρης, όπως όλοι οι Άλφα, δεν χρειάζεται το φεγγάρι για ν' αλλάξει. Αλλάζει κατά βούληση»
Όλοι κοιτάζουν τον Τζάκο κι εκείνος τους κάνει νόημα με τα μάτια του να τον ακολουθήσουν. Και απ' ό,τι φαίνεται, δεν χρειάζεται και ιδιαίτερη προσπάθεια για να τους πείσει. Έτσι, ο Άρης ξεκινάει το παιχνίδι.
«Τζάκο, σταμάτα! Τι σκατά κάνεις;»
«Λέω στον Μάρκο την αλήθεια. Είναι ο μόνος που δεν ξέρει»
Ο Ορέστης βάζει το χέρι του στον ώμο του Άρη.
«Ο Τζάκος έχει δίκιο, αρχηγέ. Η Τζένη το ξέρει κι ο Μάρκος είναι ο σύντροφος της. Είναι μέρος της οικογένειας πια. Πρέπει να μάθει την αλήθεια»
Ο Άρης τρίβει το πιγούνι του.
«Δεν ξέρω. Αφήστε με να το σκεφτώ. Είναι μια πολύ σοβαρή απόφαση. Το μυστικό είναι πολύ βαρύ»
Ο Μάρκος κοιτάζει γύρω του.
«Τι λέτε, καλέ; Μου κάνετε πλάκα, έτσι;»
Ο Οδυσσέας τον κοιτάζει επικριτικά.
«Νομίζεις ότι θα σου κάναμε ποτέ μια τέτοια πλάκα;»
Ο Διονύσης χτυπάει τα χέρια του.
«Λοιπόν! Μέχρι να σκεφτεί και ν' αποφασίσει ο αρχηγός μας για τον Μάρκο, τι θα κάνουμε με τους κατασκόπους πίσω απ' τους θάμνους;»
Ο Ορέστης προτείνει κάτι.
«Αυτές πρέπει να τιμωρηθούν αυστηρά»
Ο Βίκος το διασκεδάζει αφάνταστα.
«Συμφωνώ, αλλά για να το κάνουμε αυτό, πρέπει να τις αναγκάσουμε να εμφανιστούν. Άντε, Άλφα, κάνε αυτό που ξέρεις»
Ο Μάρκος πανικοβάλλεται λίγο.
«Τι; Τι θέλετε να κάνει;»
Ο Τζάκος προσπαθεί πολύ να μην γελάσει.
«Μη μιλάς, Μάρκο. Απλά κοίτα!»
Ο Άρης καθαρίζει το λαιμό του.
«Εμφανίσου μπροστά μου, Γατούλα. Τώρα!»
Αμέσως μετά, η Σελήνη σηκώνεται όρθια και περνάει μέσα απ' τους θάμνους, εκτελώντας την εντολή. Μέχρι αυτή να έρθει κοντά, ο Άρης στρέφεται στους άλλους.
«Μέχρι να τελειώσω με την λύκαινα μου, πέστε του τα πάντα. Έχει δει ήδη πάρα πολλά. Δεν υπάρχει λόγος πια να κρυβόμαστε. Ενημερώστε τον όμως και για τους κινδύνους που ενέχει το να ξέρει την αλήθεια»
Ο Ορέστης παίρνει ένα αυστηρό δασκαλίστικο ύφος.
«Άστο σε μένα, αρχηγέ. Θα το χειριστώ όπως πρέπει»
Αυτός παίρνει τον Μάρκο παράμερα κι αρχίζει να του μιλάει, ενώ όλοι οι άλλοι προσπαθούν να συγκρατήσουν τα γέλια τους, βλέποντας τη φρίκη ν' απλώνεται στο πρόσωπο του. Ο Τζάκος δαγκώνει τα χείλια του.
«Δεν ξέρω για εσάς, αλλά εγώ νομίζω ότι η ιδέα μου ήταν ιδιοφυής»
Ο Οδυσσέας τον χτυπάει στην πλάτη.
«Παραδόξως, Διεστραμμένε, ήταν»
Ο Αλέκος τρίβει τα χέρια του.
«Αυτό θα έχει πολύ πλάκα»
Εντωμεταξύ, ο Άρης στέκεται εκεί περιμένοντας τη σύντροφο του να πλησιάσει. Τα άλλα κορίτσια τον χαιρετούν από μακριά καθώς περνούν από δίπλα του, κι εκείνος απλώς κουνάει το κεφάλι του. Η Σελήνη τον πλησιάζει κι εκείνος γυρίζει το κεφάλι του για να την κοιτάξει. Εκείνη χαμογελάει, αλλά εκείνος όχι.
«Γεια σου, Γατούλα»
«Γεια σου, Λύκε»
«Τι σε φέρνει εδώ;»
«Μια σύμπτωση»
«Μια σύμπτωση, ε; Μχμμμ ... Μου λες αλήθεια;»
«Στ' ορκίζομαι»
«Δηλαδή δεν ήρθες εδώ για να με κατασκοπεύσεις και να δεις τι κάνω, ε;»
«Τι; Όχι! Φυσικά όχι. Δεν θα το έκανα ποτέ αυτό»
«Μχμμμ ...»
«Είσαι θυμωμένος μαζί μου;»
«Είμαι έξαλλος»
«Σου χάλασα το μπάτσελορ, ε; Συγχώρεσε με! Δεν το έκανα σκόπιμα. Η Μαίρη είχε την ιδέα για το νυχτερινό μπάνιο κι εγώ είπα ναι γιατί δεν ήξερα ότι θα ήσουν εδώ»
«Σταμάτα να μιλάς. Δεν θέλω ν' ακούσω άλλες χαζές δικαιολογίες. Έκανες φάουλ ξανά και δεν ξέρω αν μπορώ να σε συγχωρήσω αυτή τη φορά. Έδειξες με τη συμπεριφορά σου ότι δεν μ' εμπιστεύεσαι, κι αν δεν υπάρχει εμπιστοσύνη ...»
Αυτή τυλίγει τα χέρια της γύρω απ' το σώμα του και τον σφίγγει δυνατά, αλλά εκείνος κρατάει τα χέρια του μακριά.
«Όχι, όχι, όχι! Άρη, σε παρακαλώ! Φυσικά και σ' εμπιστεύομαι. Είσαι αυτός που εμπιστεύομαι περισσότερο. Όταν είδαμε ότι ήσασταν εδώ, χάρηκα τόσο πολύ που θα σ' έβλεπα μετά από τόσες ώρες, γιατί μου έλειψες πολύ»
«Πάρε τα χέρια σου από πάνω μου. Μη μ' αγγίζεις!»
Αυτή τραβάει τα χέρια της τόσο γρήγορα σαν να είναι θύμα κεραυνού. Εκείνος την κοιτάζει απογοητευμένος.
«Νομίζω ότι πρέπει να χωρίσουμε, Σελήνη. Δεν μπορώ να είμαι με κάποια που δεν μ' εμπιστεύεται»
«Τι είναι αυτά που λες, Άρη;»
«Φύγε, Σελήνη. Δεν μπορώ να σε βλέπω αυτή τη στιγμή. Χρειάζομαι χρόνο να σκεφτώ. Θα σ' ενημερώσω για την απόφαση μου και για το τι θα κάνουμε με το παιδί»
Αυτή αρχίζει ν' απομακρύνεται από κοντά του. Είναι συντετριμμένη. Δεν μπορεί να πιστέψει ότι συμβαίνει κάτι τέτοιο. Γιατί; Ήταν τόσο κακό αυτό που έκανε; Πώς μπορεί αυτός να είναι τόσο σκληρός; Με δάκρυα στα μάτια γυρίζει να τον κοιτάξει.
«Είσαι πολύ σκληρός, ρε Άρη»
Αυτός δεν την κοιτάζει καν.
«Το ήξερες αυτό για μένα»
Αυτή συνεχίζει τον δρόμο της μέχρι που το γέλιο του φτάνει στ' αυτιά της.
«Γαμώτο! Δεν ήξερα ότι είμαι τόσο καλός ηθοποιός. Μου αξίζει ένα γαμημένο Όσκαρ, δεν νομίζεις, Γατούλα;»
Αυτή έχει παγώσει στη θέση της.
«Εσύ ... Δεν το πιστεύω ότι την πάτησα ξανά! Σκατά!»
Αυτή γυρίζει και τον κοιτάζει με μάτια στενά και ξεγυμνωμένα δόντια. Τώρα αυτή είναι θυμωμένη. Ποιος ξέρει; Ίσως αυτό ακριβώς ήθελε αυτός να προκαλέσει ... Τον θυμό της.
«Θα σε σκοτώσω, ρε τσόγλανε! Πώς τόλμησες να μου το κάνεις αυτό!»
Αυτός δαγκώνει το κάτω χείλος του.
«Αυτό είναι, μωρό μου. Δείξε μου τη Λύκαινα μου»
«Καθίκι του κερατά!»
Αυτή βγάζει τα παπούτσια της και του τα πετάει με δύναμη, αλλά εκείνος σκύβει, τα αποφεύγει και σηκώνει τα χέρια του ψηλά.
«Έη! Δεν εννοώ αυτό!»
«Σοβαρά; Και τι ακριβώς εννοείς; Ίσως αυτό;»
Αυτή τρέχει, πηδάει πάνω του και πιέζει τα χείλη της στα δικά του.
«Ναι, μωρό μου. Αυτό ακριβώς εννοώ!»
«Είσαι τυχερός που δεν υπάρχουν πέτρες εδώ γύρω. Διαφορετικά, θα αιμορραγούσες αυτή τη στιγμή. Μην μου το ξανακάνεις ποτέ αυτό. Ούτε γι' αστείο»
«Έπρεπε κάπως να σε τιμωρήσω, Γατούλα, που δεν εμφανίστηκες αμέσως»
«Αυτό δεν ήταν μια απλή τιμωρία. Ήταν εν ψυχρό δολοφονία»
«Συγγνώμη, Γατούλα μου, αλλά για πες μου, πώς μπόρεσες να πιστέψεις κάτι τέτοιο; Πώς μπόρεσες να πιστέψεις ότι θα σε έδιωχνα ποτέ;»
«Πιστεύω όλα όσα μου λες. Ακόμα κι αν μου πεις ότι ο ουρανός είναι κίτρινος και η θάλασσα φούξια, εγώ θα σε πιστέψω»
«Αν είναι έτσι, τότε πίστεψε αυτό. Είσαι τ' οξυγόνο μου, ο αέρας που αναπνέω, το αίμα που κάνει την καρδιά μου να χτυπά. Είσαι όλος μου ο κόσμος. Σ' αγαπάω! Σ' αγαπάω! Θεέ μου, πόσο σ' αγαπάω!»
«Αχ, βρε Άρη! Μπορεί να μην ξέρω να μιλάω τόσο όμορφα όσο εσύ, αλλά κι εγώ σ' αγαπάω. Ελπίζω αυτό να είναι αρκετό για σένα»
«Είναι περισσότερο από αρκετό. Είναι αυτό που χρειάζομαι για να ζήσω»
«Αυτό σημαίνει ότι χαίρεσαι που ήρθα;»
«Περισσότερο απ' όσο μπορείς να φανταστείς, Γατούλα»
«Κι αυτό που μου είπες στο σπίτι, θέλεις να το κάνουμε τώρα;»
«Ποιο;»
«Το επικό πήδημα»
«Α, αυτό, ε; Λοιπόν ... Τι θα έλεγες για ένα πήδημα στο δάσος;»
«Σαν ζώα;»
«Σαν λύκοι, μωρό μου. Σαν αληθινοί λύκοι»
«Αν είναι έτσι, καλύτερα ν' αρχίσω να τρέχω»
«Ναι, μωρό μου. Τρέξε!»
Αυτή βάζει τα παπούτσια της κι αρχίζει να τρέχει καθώς αυτός ουρλιάζει. Ένα ουρλιαχτό που σπάει τη σιωπή της νύχτας και στέλνει ένα ξεκάθαρο μήνυμα. Μείνετε πίσω. Αυτή είναι η ώρα μου. Η ώρα του λύκου.
Την ίδια στιγμή, γύρω απ' τη φωτιά, ακούγοντας το ουρλιαχτό του Άρη, οι άντρες χαμογελούν πονηρά ενώ οι γυναίκες χαχανίζουν. Ο Οδυσσέας σκαλίζει τη φωτιά.
«Άρχισαν τα όργανα»
Ο Βίκος κοιτάζει το ρολόι του.
«Στην ώρα του, όπως πάντα»
Ο Μάρκος τους κοιτάζει με απορία αναμεμιγμένη με τρόμο.
«Τι λέτε, ρε παιδιά; Τι έγινε; Τι ήταν αυτό;»
Ο Ορέστης, που κάθεται δίπλα του, τον χτυπάει στην πλάτη.
«Μία προειδοποίηση απ' τον Άλφα μας»
Ο Τζάκος το συνεχίζει.
«Μας λέει να μείνουμε μακριά γιατί πρόκειται να ζευγαρώσει»
Ο Μάρκος καγχάζει.
«Ελάτε τώρα! Πως το καταλάβατε αυτό;»
Ο Αλέκος σηκώνει τους ώμους.
«Απ' το ουρλιαχτό, φυσικά»
Ο Μάρκος δυσκολεύεται να πιστέψει.
«Μπορείτε να καταλάβετε τη διαφορά ανάμεσα στα ουρλιαχτά;»
Ο Ορέστης μιλάει με απόλυτη φυσικότητα.
«Ναι, φυσικά. Έτσι επικοινωνούμε από απόσταση»
Η Τζένη κοιτάζει τριγύρω έκπληκτη.
«Για περιμένετε ένα λεπτό! Τι ακριβώς συμβαίνει εδώ;»
Ο Διονύσης αναλαμβάνει να εξηγήσει.
«Ο Μάρκος έμαθε το μυστικό, Τζένη»
Η Τζένη δεν καταλαβαίνει αμέσως, αλλά μόλις η Χλόη, που κάθεται δίπλα της και έχει ήδη ενημερωθεί για την φάρσα στον Μάρκο, της ψιθυρίζει διακριτικά για ποιο μυστικό μιλάνε, μπαίνει κι αυτή στο παιχνίδι.
«Ω! Το μυστικό. Ο Άρης το αποφάσισε τελικά, ε; Δόξα τω Θεό, γιατί βαρέθηκα να κρύβομαι απ' το μωρό μου»
Ο Μάρκος γυρίζει και κοιτάζει την συμβία του.
«Ώστε είναι αλήθεια, ε; Εσύ το ήξερες»
Η Τζένη σηκώνει τους ώμους.
«Φυσικά, μωρό μου. Μαζί τους μεγάλωσα. Πώς θα μπορούσα να μην ξέρω; Μάλιστα, από την αρχή σχεδόν τους παρακαλάω να με αλλάξουν, αλλά εκείνοι έλεγαν συνέχεια όχι»
Ο Μάρκος γουρλώνει τα μάτια.
«Τι πράγμα;»
Ο Ορέστης τεντώνεται και πιάνει το χέρι της ξαδέρφης του.
«Αν το θέλεις ακόμα, τώρα που ο Μάρκος ξέρει, ρώτα ξανά τον Άρη. Δεν θα σου αρνηθεί. Θα το έκανα εγώ, αλλά δεν μπορώ. Μόνο ένας Άλφα μπορεί να μεταμορφώσει κάποιον»
Η Τζένη νεύει καταφατικά.
«Θα το κάνω, αμέσως μόλις αυτός και η Σελήνη επιστρέψουν απ' το μήνα του μέλιτος»
Ο Μάρκος κυριεύεται από απελπισία.
«Τζένη μου, τι λες; Θέλεις να γίνεις μία ... ό,τι κι αν είναι αυτοί;»
Η Τζένη χαμογελάει.
«Πες το, μωρό μου! Λυκάνθρωπος. Και ναι. Φυσικά, το θέλω. Στην πραγματικότητα, αυτό είναι τ' όνειρο μου»
Ο καημένος ο Μάρκος προσπαθεί να βρει μια λογική εξήγηση.
«Εντάξει, παιδιά! Αυτό ήταν πολύ αστείο, αλλά αρκετά. Το μόνο που μένει είναι να μου πείτε ότι είναι αληθινοί και οι βρικόλακες»
Η Μαίρη μπαίνει στο παιχνίδι.
«Εννοείται, Μάρκο μου. Βρικόλακες, λυκάνθρωποι, μάγοι, άγγελοι, δαίμονες, νεράιδες. Όλοι είναι αληθινοί. Ακόμα και οι δράκοι»
Η Μαίρη κοιτάζει τον Βίκο, κι αυτός της στέλνει ένα φιλί. Τότε, ο Τζάκος λέει κάτι που τρομοκρατεί ακόμα περισσότερο τον Μάρκο.
«Βασικά, Μάρκο μου, όλοι οι θρύλοι είναι αληθινοί»
Ο Μάρκος ξεφυσάει.
«Συγγνώμη δηλαδή, αλλά μου λέτε ότι δεν είστε απλώς μια αγέλη λυκανθρώπων, αλλά ο Βίκος είναι δράκος και η Μαίρη και ο Τζάκος είναι άγγελοι;»
Η Μαίρη χαμογελάει αγγελικά.
«Έκπτωτοι άγγελοι, αλλά ναι. Πέσαμε απ' τον Παράδεισο για να ζήσουμε στην γη, αλλά διατηρήσαμε τα φτερά μας. Θέλεις να σου τα δείξουμε; Πονάμε λίγο όταν το κάνουμε, λόγω της πτώσης, αλλά είμαστε πρόθυμοι να το κάνουμε για σένα»
Ο Μάρκος σηκώνει τα χέρια.
«Όχι! Όχι! Σας παρακαλώ, όχι!»
Ο Οδυσσέας τον κοιτάζει.
«Διαισθάνομαι ότι ακόμα δεν μας πιστεύεις. Τι άλλο πρέπει να κάνουμε για να σε πείσουμε;»
Η Θαλασσινή ρίχνει μια ιδέα.
«Ίσως αν ζητήσουμε απ' τον Άρη ν' αλλάξει μπροστά του;»
Ο Μάρκος κοιτάζει τον Ορέστη.
«Μπορεί να το κάνει αυτό; Χωρίς την πανσέληνο; Πως;»
Ο Ορέστης γυρίζει τα μάτια του.
«Στο είπα ήδη αυτό, ρε Μάρκο! Δεν προσέχεις και αυτό δεν θ' αρέσει καθόλου στον Άρη. Ο Άλφα αλλάζει κατά βούληση. Δεν χρειάζεται το φεγγάρι»
Ο Μάρκος ανοίγει το στόμα του σαν χάνος.
«Εννοείς ότι αυτός και η Σελήνη ζευγαρώνουν σε μορφή λύκου τώρα;»
«Όχι. Αυτοί προτιμούν να το κάνουν με την ανθρώπινη μορφή τους και επιπλέον, η Σελήνη δεν μπορεί να μεταμορφωθεί χωρίς το φεγγάρι. Αμάν, ρε Μάρκο! Είσαι ανεπίδεκτος μαθήσεως»
«Συγγνώμη. Όλα αυτά είναι καινούργια για μένα»
Ο Μάρκος κατεβάζει το κεφάλι κι η Τζένη τον παρηγορεί.
«Δεν πειράζει, μωρό μου. Θα μάθεις»
Η Χλόη το συνεχίζει.
«Τι θα κάνουμε τελικά; Θα ζητήσουμε απ' τον Άρη ν' αλλάξει ή όχι;»
Ο Οδυσσέας το πάει παρακάτω.
«Καλύτερα όχι. Είναι επικίνδυνο. Αν ο Άρης χάσει τον έλεγχο όταν μυρίσει ανθρώπινη σάρκα ... Εμείς γιατρευόμαστε γρήγορα. Ο Μάρκος και η Τζένη όχι»
Ο Ορέστης κουνάει το κεφάλι του.
«Έχει δίκιο ο Οδυσσέας. Αν αυτός χάσει τον έλεγχο, κανείς δεν μπορεί να τον σταματήσει. Ούτε καν εγώ»
Ο Τζάκος τον διορθώνει.
«Ναι, αλλά μπορεί η Σελήνη. Ένας Άλφα υποτάσσεται μόνο στην αληθινή του σύντροφο»
Όλη αυτή την ώρα, ιδρώτας τρέχει στο μέτωπο του Μάρκου και το δέρμα του ανατριχιάζει.
«Εντάξει! Σταματήστε! Σας πιστεύω, αλλά θα προτιμούσα να μην δω τη μεταμόρφωση. Στην πραγματικότητα, δεν θέλω να έχω καμία σχέση μ' όλα αυτά»
Αυτός στρέφεται στην Τζένη.
«Κι εσύ, μωρό μου, ξανασκέψου το. Σε παρακαλώ!»
Η Τζένη βάζει το χέρι της στο μάγουλο του.
«Όταν σου εξηγήσω τα πάντα, θ' αλλάξεις γνώμη. Θα δεις!»
Αυτός κουνάει το κεφάλι του.
«Δεν νομίζω. Όχι! Ποτέ!»
Ο Τζάκος καγχάζει.
«Ποτέ μην λες ποτέ, Μάρκο. Όπως βλέπεις, δεν υπάρχει τίποτα απόλυτο σ' αυτόν τον κόσμο»
Η Μαίρη γουργουρίζει δίπλα του.
«Εκτός απ' την αγάπη μου για σένα, Πρίγκιπα»
Εκείνος την κοιτάζει με νόημα.
«Τι θέλεις, Αγγελούδι;»
Αυτή τον καβαλάει και βάζει το χέρι της μέσα στο παντελόνι του, κάνοντας τον να βογκήξει καθώς φιλάει τον λαιμό της.
«Ο αρχηγός μας ζευγαρώνει. Τι θα γίνει με μας;»
Αυτός βάζει το χέρι του μέσα στα μαλλιά της.
«Έχεις δίκιο. Νομίζω ότι ήρθε η ώρα να σε σύρω στη σπηλιά μου»
Αυτοί σηκώνονται και, αφού ο Τζάκος είναι ήδη μονάχα με το σλιπάκι του, η Μαίρη βγάζει τα ρούχα της. Πριν αυτοί βουτήξουν στην θάλασσα για να κολυμπήσουν μέχρι την σπηλιά στην άκρη της παραλίας, η Θαλασσινή απευθύνεται στην Μαίρη.
«Μαιρούλα, μήπως, κατά λάθος, ο Πάτροκλος σου άφησε το κλειδί της λιμουζίνας;»
Αυτή χαμογελάει γιατί ξέρει τον λόγο που η Θαλασσινή ρωτάει για το κλειδί.
«Στην τσάντα μου είναι»
«Ευχαριστώ. Μπορείτε να πηγαίνετε»
Και ενώ αυτοί πέφτουν στο νερό, η Θαλασσινή σηκώνεται, βρίσκει το κλειδί και γυρίζει στον Βίκο.
«Πες μου κάτι, Δράκε. Έχεις κάνει ποτέ σεξ σε λιμουζίνα;»
Ο Βίκος κάνει ότι σκέφτεται.
«Απ' όσο θυμάμαι, όχι»
«Θέλεις να κάνεις;»
«Μην κάνεις ανόητες ερωτήσεις, Βασίλισσα μου»
Αυτός σηκώνεται, και αφού την σηκώνει στην αγκαλιά του, φεύγει αστραπιαία για τ' αμάξι. Τότε, ο Οδυσσέας κοιτάζει τον Ορέστη, τον Διονύση και τον Μάρκο.
«Εντάξει ο Λύκος. Εντάξει ο Πρίγκιπας. Εντάξει κι ο Δράκος. Άντε, ποιος έχει σειρά τώρα;»
Πριν οι άλλοι προλάβουν να μιλήσουν, ο Αλέκος κοπανάει την γροθιά του στο χώμα.
«Ξέρεις κάτι; Ως εδώ και μη παρέκει. Μπούχτισα πια!»
Ο Οδυσσέας τον κοιτάζει με απορία.
«Τι συμβαίνει, ρε μωρό μου; Τι σ' έπιασε στα καλά καθούμενα;»
«Όλα αυτά τα χρόνια, βλέπουμε τους άλλους να χαμουρεύονται ή ακόμα και να πηδιούνται μπροστά μας ενώ εμείς πρέπει να κρυβόμαστε. Ένα φιλί που και που κι αυτό πεταχτό»
«Από πού προέκυψε αυτό το ξέσπασμα τώρα;»
«Απλώς βαρέθηκα να κρύβομαι»
«Ακόμα κι έτσι, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα γι' αυτό, μωρό μου»
«Ποιος το λέει αυτό; Φυσικά και μπορούμε να κάνουμε κάτι»
«Σαν τι;»
«Σαν αυτό»
Ο Αλέκος πέφτει πάνω στον Οδυσσέα κι αρχίζει να τον φιλάει με πάθος.
«Ρε Αλέκο ...»
«Σκασμός! Θα σε πάρω εδώ και τώρα, και στ' αρχίδια μου αν μας βλέπουν ή όχι»
«Ότι πεις!»
Προφανώς, ο Οδυσσέας είναι αρκετά μεθυσμένος για να πει όχι κι έτσι, μιας κι αυτοί φοράνε μόνο τα εσώρουχα τους, αρχίζουν να το κάνουν, ενώ οι άλλοι γυρίζουν διακριτικά το κεφάλι τους απ' την άλλη για να τους δώσουν λίγη ιδιωτικότητα. Όλοι τους; Όχι ακριβώς! Η Χλόη γέρνει πίσω, ακουμπάει στα χέρια της και καρφώνει τα μάτια της στους δύο άντρες.
«Επιτέλους!»
Ο Ορέστης την κοιτάζει μ' ανοιχτό το στόμα κι εκείνη απορεί.
«Τι; Πάντα ήθελα να δω αυτούς τους δύο σε δράση. Έχω δει τον Άρη με τη Σελήνη αμέτρητες φορές. Έχω δει τον Τζάκο με τη Μαίρη, τον Βίκο με την Θαλασσινή. Έχω δει ακόμη και τον Στέφανο με την Αφροδίτη. Εντάξει. Αυτό ήταν ένα απλό χαμούρεμα, αλλά δεν πειράζει»
Αυτός κουνάει το κεφάλι του.
«Χριστούλη μου! Είσαι μια βρώμικη ηδονοβλεψίας!»
«Όχι, μωρό μου. Απλώς μ' αρέσουν τα όμορφα θεάματα»
«Αν είναι έτσι ...»
Αυτός σηκώνεται όρθιος, την τραβάει μαζί του, τη ρίχνει στον ώμο του και κατευθύνεται πίσω απ' τους θάμνους. Αυτή παλεύει.
«Έη! Που με πας; Άσε με να δω λίγο ακόμα!»
«Μην ανησυχείς, Ομορφιά μου. Εκεί που θα σε πάω, υπάρχει κάτι όμορφο και πολύ, πολύ μεγάλο να δεις»
«Αν το λες εσύ!»
Εντωμεταξύ, ο Αλέκος κι ο Οδυσσέας έχουν προχωρήσει αρκετά και έτσι, τα υπόλοιπα ζευγάρια αποφασίζουν ν' απομακρυνθούν. Η Κατερίνα σηκώνεται πρώτη.
«Λοιπόν, επειδή εγώ έμεινα μαζί τους εννέα μήνες κι έχω δει αρκετά, προτείνω να τους αφήσουμε μόνους. Τι λέτε, παιδιά;»
Η Τζένη σηκώνεται επίσης.
«Νομίζω ότι έχεις δίκιο, παρόλο που μ' αρέσει πολύ αυτό που βλέπω»
Η Κατερίνα χαχανίζει.
«Μεταξύ μας, κι εμένα μ' αρέσει!»
Ο Διονύσης είναι ο τρίτος που σηκώνεται.
«Εντάξει, κυρίες μου! Φτάνει ως εδώ!»
Ο Μάρκος τους μιμείται.
«Ο Διονύσης έχει δίκιο. Ήρθε η ώρα να απομονωθούμε!»
Η Κατερίνα του βγάζει τη γλώσσα.
«Σπασίκλα!»
Η Τζένη γελάει.
«Συμφωνώ με την προλαλήσασα»
Τα δύο ζευγάρια φεύγουν, παίρνοντας αντίθετες κατευθύνσεις, αφήνοντας τον Αλέκο και τον Οδυσσέα να απολαύσουν τον έρωτα τους δίπλα στη φωτιά. Τώρα, ποιος είναι πιο καυτός, η φωτιά ή αυτοί ...; Μπορείτε να βγάλετε τα δικά σας συμπεράσματα.
Πολύ ώρα αργότερα, όταν όλα τα ζευγάρια ικανοποίησαν την πείνα τους ο ένας για τον άλλον, μαζεύτηκαν ξανά γύρω απ' τη φωτιά και παρακολούθησαν όλοι μαζί τον ήλιο ν' ανατέλλει πίσω απ' το βουνό, νικώντας το βαρύ σκοτάδι της νύχτας. Μετά, κάλεσαν τους οδηγούς και η νοικιασμένη λιμουζίνα πήρε τον Διονύση, την Κατερίνα, τον Μάρκο και την Τζένη, ενώ οι ήρωές μας πήγαν σπίτι με τη δική τους λιμουζίνα.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro