Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Ένα τηλεφώνημα απ' το παρελθόν

Λίγο πριν τα μεσάνυχτα, η Πανδώρα πλησιάζει τον Άρη, κάθεται στα πόδια του και τυλίγει τα χέρια της γύρω απ' το λαιμό του.

«Λύκε, το ξέρεις ότι είσαι η αδυναμία μου, ε;»

«Ναι, το ξέρω»

«Κι εγώ είμαι η δική σου, σωστά;»

«Σωστά, αλλά που το πας;»

«Έχουμε λίγο χρόνο πριν εμείς τα παιδιά πάμε για ύπνο, ώστε εσείς οι μεγάλοι να κάνετε τα δικά σας»

Ο Αλέκος τρομάζει λίγο.

«Για ποιο πράγμα μιλάς, Αστέρι μου;»

Ο Οδυσσέας τον σκουντάει με τον αγκώνα.

«Σσσσ! Ξέρει ακριβώς για ποιο πράγμα μιλάει»

Η Εύα τραβάει το σακάκι του Τζάκου.

«Εγώ δεν ξέρω!»

Αυτός της χαμογελάει.

«Μην ανησυχείς, Πριγκίπισσα. Θα σου πουν οι καλόγριες»

Η μικρή τρέχει στην αγκαλιά του Ορέστη.

«Τέρας, πες του! Δεν θέλω να πάω σ' αυτές τις κυρίες καλόγριες»

Ο Ορέστης της χαμογελάει επίσης.

«Μην ανησυχείς, Τίνκερμπελ. Όσο το Τέρας σου είναι εδώ, κανείς δεν θα σε στείλει σ' αυτές τις κυρίες καλόγριες»

Η Εύα βγάζει τη γλώσσα της στον Τζάκο και όλοι γελούν. Τότε, αυτός δείχνει τον Ορέστη.

«Τέρας, εσύ κι εγώ, αργότερα, μια μικρή κουβέντα, με το σπαθί μου»

«Όποτε θες, Γοητευτικέ Πρίγκιπα»

Η Εύα κουνάει το ραβδί της.

«Αν πειράξεις το Τέρας μου, θα χρησιμοποιήσω το ραβδί μου και θα σε μεταμορφώσω σε βάτραχο»

Ο Τζάκος προσποιείται ότι φοβάται.

«Αν είναι έτσι, υποχωρώ!»

«Μπράβο!»

Ο Οδυσσέας βάζει τα πράγματα στη θέση τους.

«Έη! Θ' αφήσετε τη Γουέντι μου να πει αυτό που θέλει;»

Ο Άρης συμφωνεί.

«Ο Πίτερ Παν έχει δίκιο. Έλα, Γουέντι, πες μου τι θέλεις»

«Θέλω να τραγουδήσεις»

«Τώρα;»

«Ναι. Σε παρακαλούμε όλοι. Λατρεύουμε τη φωνή σου. Είσαι πολύ καλύτερος από κάθε τραγουδιστή που ξέρουμε»

Η Μαίρη και η Σελήνη σπεύδουν για βοήθεια.

«Έλα, Λύκε, κάντο!»

«Σωστά. Δεν μπορείς να πεις όχι μετά από ένα τέτοιο κομπλιμέντο, Λύκε μου»

Ο Άρης τραβάει παιχνιδιάρικα την κοτσίδα της Πανδώρας.

«Εντάξει! Εντάξει! Θα το κάνω. Απ' τη μύτη με σέρνετε, γαμώτο!»

Τότε, η Αναΐς αγκαλιάζει τον αδερφό της.

«Και ο Στέφανος θα σε συνοδεύσει στο πιάνο μαζί με τον μπαμπά»

Ο Στέφανος κοιτάζει τον Τζάκο.

«Μπαμπά, ώρες-ώρες αναρωτιέμαι γιατί δεν μ' άφησες μοναχοπαίδι»

«Μεταξύ μας, Τίγρη μου, ώρες-ώρες το ίδιο αναρωτιέμαι κι εγώ»

Η Αναΐς μουτρώνει.

«Μπαμπά!»

«Πλάκα κάνω, Πολύτιμη μου»

«Μχμμμ ...»

Ο Στέφανος γυρίζει στον Ιάσονα.

«Έλα, κολλητέ. Πάρε το όργανο σου και πάμε»

Η Πανδώρα όμως έχει κάτι άλλο στο μυαλό της.

«Βασικά, Ομορφόπαιδο, ο Νάκος δεν θα σε συνοδεύσει αυτή τη φορά»

«Γιατί, Πραγματάκι;»

«Γιατί υποσχέθηκε κάτι στην Αναΐς αν τραγουδούσε ο Άρης»

Κρύος ιδρώτας λούζει τον Ιάσονα.

«Εεεε ... Ίσως να το ξανασκεφτούμε αυτό;»

Η Πανδώρα όμως δεν το βάζει κάτω.

«Μην ανησυχείς, Νακούλη. Το σπαθί του θείου Τζάκου είναι ψεύτικο. Δεν κινδυνεύεις. Έτσι νομίζω, τουλάχιστον. Τέλος πάντων! Άντε, ρώτησε τον»

Όλα τα βλέμματα είναι στραμμένα στον Ιάσονα, ο οποίος ιδρώνει ακόμα περισσότερο και δυσκολεύεται να καταπιεί, καθώς στρέφεται στον Τζάκο που έχει καταλάβει τι έρχεται και τον αγριοκοιτάζει.

«Κύριε Τζάκο ... Χριστούλη μου! Μπορώ ... Δηλαδή ... Θα ήθελα ... Αν δεν σε πειράζει, φυσικά ... Θα ήθελα να ...»

Η Πανδώρα γυρίζει τα μάτια της.

«Για όνομα του Θεού, βρε Νάκο! Θείε Τζάκο, ο Ιάσονας θέλει να χορέψει με τη Αναΐς. Του το επιτρέπεις;»

Εκείνη τη στιγμή, ο Τζάκος κοιτάζει τον Ιάσονα και το καφέ χρώμα στα μάτια του γίνεται χρυσό. Και αυτό μπορεί να σημαίνει μόνο ένα πράγμα. Είναι θυμωμένος. Η Αναΐς εξαφανίζεται απ' το οπτικό του πεδίο και ο Ιάσονας κρύβεται πίσω απ' τον Στέφανο, ο οποίος μετά βίας κρατιέται να μην γελάσει, όπως και όλοι οι άλλοι. Ο Οδυσσέας σκύβει και ψιθυρίζει κάτι στ' αυτί της Μαίρης.

«Νομίζω ότι ήρθε η ώρα να παρέμβεις, Μπισκοτάκι. Ο άντρας σου θα το φάει ζωντανό το κακόμοιρο το παιδί»

«Ναι. Πάω»

Αυτή πηγαίνει στον άντρα της και βάζει ένα χέρι στον ώμο του ενώ απευθύνεται στον Ιάσονα χαμογελώντας.

«Γλυκέ μου Νάκο, είναι πολύ ευγενικό εκ μέρους σου να ζητάς την άδεια του πατέρα της, αλλά το σωστό είναι να ρωτήσεις την ίδια. Αν η Αναΐς θέλει να χορέψει μαζί σου, τότε είσαι ελεύθερος να το κάνεις»

Ο Τζάκος διαφωνεί, αλλά δεν έχει ελπίδα.

«Μαίρη!»

«Κλείσε το στόμα σου, Ηλιόπουλε!»

Ο Στέφανος μπαίνει στη μέση.

«Έχει δίκιο η μαμά. Έλα, Μπαμπά, πάμε να παίξουμε λίγο πιάνο για να χαλαρώσεις»

Ο Τζάκος σηκώνεται και κουνάει απειλητικά το δάχτυλο.

«Πολύ καλά, αλλά αυτό δεν θα περάσει έτσι. Να το ξέρετε»

Ο Οδυσσέας τον κοροϊδεύει.

«Ναι. Εντάξει. Ότι πεις!»

Ο Τζάκος κάθεται στα πλήκτρα με τον Στέφανο και ο Άρης πάει μαζί τους για να μιλήσουν για το τραγούδι. Ο Ιάσονας δίνει ένα φιλί στο μάγουλο της Μαίρης.

«Ευχαριστώ πολύ, μαμά Μαίρη. Είσαι ένας άγγελος»

«Το ξέρω, γλυκέ μου, αλλά τώρα πήγαινε να χορέψεις με την κόρη μου πριν ο Πρίγκιπας μου την κλείσει σε μοναστήρι»

«Υπάρχει τέτοια πιθανότητα;»

«Πολύ μεγάλη»

«Υπέροχα! Μχμμμ ...»

Αμέσως μετά, όλοι χωρίζονται σε ζευγάρια. Η Μαίρη με τον Αλέκο, η Σελήνη με τον Βίκο, ο Ορέστης με την Εύα, η Χλόη με τον Αδάμ, η Θαλασσινή με τον Γιώργο και ο Οδυσσέας με τη Πανδώρα. Ο Ιάσονας κόβει μία μωβ βιολέτα, πλησιάζει την Αναΐς και την βάζει στα μαλλιά της.

«Λοιπόν; Θα χορέψεις μαζί μου»

«Πώς μπορώ να πω όχι μετά την επικίνδυνη δοκιμασία που πέρασες;»

Γελώντας, αυτός την παίρνει στην αγκαλιά του καθώς αρχίζει η μουσική.

«Νάκο;»

«Σσσσ! Μη μιλάς. Ας απολαύσουμε τη στιγμή. Μπορεί να μην έχουμε ξανά τέτοια ευκαιρία»

«Γιατί;»

«Γιατί φοβάμαι ότι ο πατέρας σου θα σε κλείσει οπωσδήποτε σε μοναστήρι μετά απ' αυτό»

Αυτή χαμογελάει και ακουμπάει το κεφάλι της στον ώμο του. Και οι δύο κλείνουν τα μάτια τους καθώς ο Άρης ανοίγει το στόμα του και η υπέροχη φωνή του γεμίζει τον αέρα.

* Σε κάθε κίνησή σου υποφέρω ... Νόμιζα πως σε ήξερα, μα δε σε ξέρω ... Σε κάθε σου ματιά, κάθε σου βλέμμα, υπάρχει μια αλήθεια κι ένα ψέμα, τι να πω ...

Μυστήριο ο έρωτας μαζί σου ... Το πάθος κι η ηδονή απ' το κορμί σου ... Η κάθε αμφιβολία μου λυτρώνει, κι αισθάνομαι πως είμαστε οι μόνοι εραστές ...

Καίγομαι γλυκά στη φλόγα σου ... Νιώθω σα θεός στο σώμα σου ... Γίνομαι καπνός ... Που σε τυλίγει, μ' ένα φιλί ... Και σε αγγίζει, κάθε στιγμή *

Όπως κάθε φορά, η φωνή του Άρη μαγεύει τους πάντες και μεταφέρει τον καθένα ξεχωριστά στον δικό του ονειρικό κόσμο. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Τουλάχιστον για τον Ιάσονα και την Αναΐς. Το τραγούδι που επέλεξε ο Άρης θα σημαίνει πολύ περισσότερα γι' αυτούς τους δύο απ' οποιονδήποτε άλλον, όπως θα δείξει το μέλλον. Αυτός την σφίγγει επάνω του ενώ ο Άρης συνεχίζει.

* Η εικόνα σου σημάδι στο μυαλό μου ... Γεμίζει κάθε βράδυ το κενό μου ... Αγάπη μου ανεξίτηλη στο χρόνο, τα λάθη σου έχω μάθει να πληρώνω, τι να πω ...

Καίγομαι γλυκά στη φλόγα σου ... Νιώθω σα θεός στο σώμα σου ... Γίνομαι καπνός ... Που σε τυλίγει, μ' ένα φιλί ... Και σε αγγίζει, κάθε στιγμή ...

Καίγομαι γλυκά στη φλόγα σου ... Νιώθω σα θεός στο σώμα σου ... Γίνομαι καπνός ... Που σε τυλίγει και σε αγγίζει ...

Καίγομαι γλυκά στη φλόγα σου ... Νιώθω σα θεός στο σώμα σου ... Γίνομαι καπνός ... Που σε τυλίγει, μ' ένα φιλί ... Και σε αγγίζει, κάθε στιγμή *

Το τραγούδι τελειώνει και όλοι ξεσπούν σε χειροκροτήματα. Τα κορίτσια, η Αναΐς και η Πανδώρα πέφτουν πάνω στον Άρη και τον αγκαλιάζουν.

«Ουάου! Ήταν τέλειο!»

«Σ' ευχαριστούμε, Άρη!»

Ο Άρης χαμογελάει.

«Όχι εμένα, κορίτσια. Τη μούσα μου πρέπει να ευχαριστείτε»

Η Σελήνη αναστενάζει.

«Αχ! Σας παρακαλώ! Λυπηθείτε την έγκυο! Είμαι έτοιμη να τα μπήξω!»

Τότε, ο Οδυσσέας χτυπάει τα χέρια του.

«Λοιπόν, ο Άρης εκπλήρωσε την επιθυμία σας, και τώρα ήρθε η ώρα να πάτε για ύπνο»

Η Μαίρη σπεύδει να τον βοηθήσει.

«Έτσι είναι! Άντε μπρος! Δώστε όλοι ένα φιλί στον Λύκο μας για το τραγούδι και τα γενέθλια του και πηγαίνετε κατευθείαν στο κρεβάτι»

Η Θαλασσινή προτείνει κάτι σωστό.

«Καλύτερα να πάνε όλα στο δικό μας σπίτι. Αν μείνουν εδώ, μπορεί να ενοχληθούν απ' τις φωνές μας»

Ο Τζάκος εγκρίνει και απευθύνεται στον γιο του.

«Ωραία ιδέα. Τίγρη, θ' αναλάβεις;»

«Εννοείτε»

«Και πρόσεχε ξέρεις τι»

«Μην ανησυχείς. Θα τον δέσω στο κρεβάτι»

Μπράβο τ' αγόρι μου!»

Η Αναΐς γυρίζει τα μάτια της.

«Για όνομα του θεού, βρε Μπαμπά!»

Ο Οδυσσέας σιγοντάρει.

«Η Τσιχλόφουσκα έχει δίκιο. Για όνομα του Θεού!»

Και καθώς ο Τζάκος κάνει κοροϊδευτικές γκριμάτσες στον Οδυσσέα, τα παιδιά εύχονται στον Άρη για άλλη μια φορά και πηγαίνουν στη Φωλιά του Δράκου. Όταν οι μεγάλοι μένουν μόνοι, η Μαίρη παίρνει φωτιά!

«Και τώρα, κυρίες και κύριοι, ήρθε η ώρα να κάνουμε τα παραμύθια ακατάλληλα για ανηλίκους!»

Ο Οδυσσέας χτυπάει το μέτωπο του.

«Θεέ μου! Τι μας περιμένει;»

Η Σελήνη τρίβει τα χέρια της.

«Επιτέλους, λίγη δράση!»

Ο Τζάκος την μαλώνει.

«Πρέπει να ντρέπεσαι για τον εαυτό σου, Κοκκινοσκουφίτσα!»

«Μη κατηγορείς εμένα, Γοητευτικέ Πρίγκιπα, αλλά τις ορμόνες μου»

Ο Άρης καγχάζει.

«Ναι, σε ήξερα και πριν τις ορμόνες»

Ο Ορέστης τσιμπάει το μάγουλο της.

«Μπορώ να εγγυηθώ και εγώ γι' αυτό»

Η Θαλασσινή την υπερασπίζεται.

«Σταματήστε να την πειράζετε. Κι εγώ θα ήθελα λίγη δράση»

Η Σελήνη νιώθει δικαιωμένη.

«Βλέπετε; Δεν είμαι η μόνη»

Η Χλόη την πιάνει αγκαζέ.

«Σίγουρα δεν είσαι η μόνη»

Ο Αλέκος χαμογελάει.

«Άντε, Χιονάτη, πες μας τι συμβαίνει μέσα σ' αυτό το βρόμικο μυαλό σου»

Όμως ο Τζάκος θέλει κάτι άλλο πριν.

«Περιμένετε λίγο! Πριν μας πει η Χιονάτη μου τα σχέδια της, θέλω να κάνω αυτό που περιμένω τόση ώρα»

Αυτός πλησιάζει τον Οδυσσέα και του χουφτώνει τον πισινό.

«Τι κάνεις, ρε μαλάκα; Πάρε τα βρωμόχερα σου από πάνω μου!»

«Θεέ μου! Ήθελα τόσο πολύ να το κάνω αυτό!»

Ο Αλέκος κουνάει το κεφάλι του.

«Δεν σε κατηγορώ. Αυτό το κοστούμι κάνει τον κώλο του θεϊκό»

Η Μαίρη βάζει τα χέρια στη μέση της.

«Και δεν έχω ακούσει ούτε ένα ευχαριστώ»

«Μα φυσικά! Εσύ άλλαξες το κοστούμι. Ευχαριστώ πολύ γι' αυτό, Χιονάτη»

«Παρακαλώ, Κάπτεν Χουκ»

Ο Οδυσσέας είναι έξαλλος.

«Αν δεν σταματήσετε να μιλάτε για τον κώλο μου, θα σας κρεμάσω όλους απ' τον γάντζο του Κάπτεν Χουκ. Ανώμαλοι όλοι!»

Ο Άρης μπαίνει στο παιχνίδι.

«Ο Πίτερ - θεϊκός κώλος - Παν έχει δίκιο»

Ο Οδυσσέας γυρίζει τα μάτια του.

«Μαλάκα Λύκε!»

Όλοι ξεσπούν σε γέλια. Μετά, η Μαίρη παίρνει πάλι τον λόγο.

«Λοιπόν, ακούστε τι σκέφτηκα. Θα παίξουμε κρυφτό»

Οι άλλοι την κοιτάζουν απορημένοι κι εκείνη σπεύδει να εξηγήσει.

«Εγώ, η Σταχτοπούτα, η Πεντάμορφη, η Κοκκινοσκουφίτσα και ο Πίτερ Παν θα κρυφτούμε στα δέντρα και οι υπόλοιποι θα έρθετε να μας ψάξετε όλοι μαζί»

«Γιατί όλοι μαζί;»

«Γιατί έξω απ' την κρυψώνα μας, η κάθε μια θ' αφήσει το εσώρουχο της. Εσείς θα το μυρίσετε και θα πρέπει να βρείτε ποια κρύβεται πού»

Ο Οδυσσέας λέει κάτι πολύ φυσικό, το οποίο όμως εγείρει κάτι ξεκαρδιστικό.

«Περίμενε λίγο, Χιονάτη! Αν αφήσω εγώ το εσώρουχο μου, θα είναι πολύ εύκολο»

Ο Τζάκος αρπάζει την ευκαιρία.

«Φοράς εσώρουχο; Μμμμ ... Δεν το πρόσεξα όταν σε χούφτωσα»

«Γιατί είσαι ηλίθιος»

«Δείξε μου, αλλιώς δεν πιστεύω τίποτα»

«Πήγαινε να γαμηθείς, Διεστραμμένε»

«Προτιμώ να γαμήσω εσένα»

Ο Άρης σηκώνει το χέρι.

«Αν συμβεί αυτό, υπολογίστε και μένα. Θέλω κι εγώ ένα κομμάτι του»

Το ίδιο λέει και ο Βίκος και ο Ορέστης και ο Τζάκος αρχίζει να γελάει.

«Γαμώτο, Αγαπούλη μου! Θα μας κάνεις να μονομαχήσουμε για σένα»

Ο Οδυσσέας τους κοιτάζει μ' ανοιχτό το στόμα.

«Τι λέτε, ρε καυλωμένα ζώα; Συγκρατηθείτε! Αλέκο, πες κάτι. Μιλάνε για τον άντρα σου»

Ο Αλέκος λέει κάτι, αλλά όχι αυτό που περίμενε ο Οδυσσέας.

«Ναι. Ναι. Θα πω! Μείνετε πίσω, μαλάκες. Εγώ θα πάω πρώτος. Εσείς μπορείτε να με ακολουθήσετε»

Ο Οδυσσέας γουρλώνει τα μάτια.

«Τι λες, ρε Αλέκο;»

Οι άντρες είναι όλοι κάτω στο έδαφος και χτυπιούνται απ' τα γέλια καθώς ο Οδυσσέας στρέφεται στις γυναίκες για βοήθεια, αλλά και πάλι δεν βρίσκει συμπόνοια. Όλες τους, έχοντας τα μάτια τους κλειστά, έχουν ένα πολύ πονηρό ύφος στα πρόσωπα τους.

«Έη! Τι στο διάολο κάνετε εκεί;»

Η Μαίρη σηκώνει το χέρι.

«Μην ουρλιάζεις έτσι, καλέ! Εμείς απλώς φαντασιωνόμαστε τη σκηνή»

«Ποια σκηνή;»

Η Σελήνη γλύφει τα χείλια της.

«Όλους εσάς γυμνούς σ' ένα κρεβάτι»

Οι γυναίκες αναστενάζουν και οι άντρες κλαίνε απ' τα γέλια, ενώ ο Οδυσσέας σηκώνει το βλέμμα του στον ουρανό, μονολογώντας.

«Καλέ μου Θεέ! Σε τι είδους οικογένεια μεγαλώνω το παιδί μου;»

Λίγη ώρα μετά, όταν τα γέλια έχουν σβήσει, η συζήτηση επιστρέφει στο παιχνίδι και στη Μαίρη.

«Λοιπόν, όπως είπα και πριν το σόου, έχω σκεφτεί το θέμα του Πίτερ Παν και βρήκα λύση»

Ο Οδυσσέας σταυρώνει τα χέρια του.

«Και ποια είναι αυτή η λύση, Χιονάτη;»

«Θα σου δώσω ένα δικό μου καινούργιο, θα το τρίψεις επάνω σου για να κρατήσει την μυρωδιά σου και θ' αφήσεις αυτό»

Ο Βίκος ζητάει κάποιες διευκρινήσεις.

«Και τι γίνεται αν κάποιος κάνει λάθος; Αν εγώ έρθω σε σένα, για παράδειγμα;»

«Θα είχες πρόβλημα μ' αυτό, Δράκε;»

«Εγώ; Φυσικά όχι, αλλά ο Πρίγκιπας σου μπορεί»

Ο Τζάκος βγάζει το σπαθί του.

«Μπορείς να είσαι σίγουρος γι' αυτό!»

Η Μαίρη χαχανίζει.

«Αν κάνεις λάθος, τότε χάνεις και δεν έχει σεξ γι' απόψε»

Τότε, ο Αλέκος λέει κάτι σωστό.

«Δεν είναι τίμιο έτσι. Εμείς έχουμε τον Λύκο που ξέρει τις μυρωδιές σας και δεν υπάρχει περίπτωση να χάσουμε. Το σωστό είναι να το κάνουμε ανάποδα. Να κρυφτούμε εμείς και να έρθετε να μας ψάξετε εσείς»

Η Σελήνη μορφάζει.

«Και δηλαδή νομίζεις ότι εμείς μπορεί να χάσουμε; Πλανάσαι πλάνην οικτρά, Κάπτεν Χουκ. Όλες εμείς μπορούμε να το κάνουμε ακόμη και με κλειστά μάτια»

«Είστε όλες σίγουρες γι' αυτό;»

Οι γυναίκες λένε ναι και οι άντρες σηκώνονται όρθιοι και εξαφανίζονται στα δέντρα. Για να τους δώσει χρόνο να κρυφτούν, ο Οδυσσέας ξεκινάει μια ενδιαφέρουσα κουβέντα.

«Λοιπόν, σκύλες, ακούω. Πώς μυρίζουν οι άντρες σας;»

Αυτή που ξεκινάει είναι η Μαίρη.

«Ο Πρίγκιπας μου μυρίζει σαν τον μεσημεριανό ήλιο του καλοκαιριού, με μια μικρή εσάνς μαύρου πιπεριού»

Μετά είναι η σειρά της Χλόης.

«Το Τέρας μου μυρίζει σαν φρεσκοψημένο κέικ βανίλιας»

Και τώρα, η Θαλασσινή.

«Ο δικός μου Πρίγκιπας δεν λέγεται Δράκος για πλάκα! Αυτός μυρίζει σαν ξύλο που καίγεται στη φωτιά»

Και τελευταία, αλλά καθόλου ασήμαντη, η Σελήνη.

«Ο Λύκος μου μυρίζει δάσος. Ένα ανδρικό, σχεδόν ζωώδες άρωμα από δέρμα και χώμα μετά τη βροχή»

Ο Οδυσσέας αναστενάζει.

«Αχ! Έλεος! Με καυλώσατε, ανόητες γυναίκες!»

Η Μαίρη σκύβει προς το μέρος του.

«Αλήθεια; Άσε με να δω!»

«Πίσω, Διεστραμμένη!»

Τότε, η Θαλασσινή ρωτάει τον Οδυσσέα.

«Και τώρα η σειρά σου. Πες μας για τον αδερφό μου»

«Έχω μόνο μια λέξη για σας, σκύλες ... Σοκολάτα!»

Η Σελήνη μουγκρίζει.

«Α, όχι! Μη μου το κάνεις αυτό!»

Ο Οδυσσέας γελάει.

«Οφθαλμόν αντί οφθαλμού, σκύλες»

Η Χλόη σηκώνεται.

«Άντε πάμε. Είναι ώρα να ξεκινήσουμε»

Η Μαίρη τινάζει τα μαλλιά της πάνω απ' τον ώμο της.

«Ελάτε, κυρίες και κύριε. Πάμε να γαμήσ ... - Ωχ! Λάθος! Να βρούμε, ήθελα να πω, τους άντρες μας»

Ο Οδυσσέας χτυπάει την πλάτη της.

«Γλώσσα λανθάνουσα τα αληθή λέγει, Χιονάτη»

Η Σελήνη χτυπάει παλαμάκια.

«Γιού Χου!»

Γελώντας, οι τέσσερις γυναίκες και ο Οδυσσέας κατευθύνονται στα δέντρα κι αρχίζουν να ψάχνουν. Λίγα λεπτά αργότερα, βρίσκουν ένα μπλε σλιπάκι κρεμασμένο σ' ένα κλαδί. Ο Οδυσσέας το ξεκρεμάει και, αφού το μυρίζουν όλες, καταλήγει στην Χλόη.

«Βανίλια! Το Τέρας μου! Πάω!»

Η Σελήνη και η Μαίρη της εύχονται.

«Καλή διασκέδαση, Πεντάμορφη»

«Μεταμόρφωσε τον σε Πρίγκιπα με τα μαγικά σου»

Αυτοί συνεχίζουν και λίγο πιο κάτω, έξω απ' το σπιτάκι του κηπουρού, η Θαλασσινή πιάνει την μυρωδιά του άντρα της στο λευκό μποξεράκι.

«Καιόμενο ξύλο. Σειρά μου!»

Καθώς αυτή ετοιμάζεται να μπει στο σπιτάκι, ο Οδυσσέας της φωνάζει.

«Πάρε προφυλάξεις. Δεν θ' αντέξω άλλα δύο ίδια παιδιά. Μόλις άρχισα να ξεχωρίζω τις Σταγόνες»

Αυτή σηκώνει το μεσαίο της δάχτυλο πριν εξαφανιστεί. Λίγα λεπτά αργότερα, φτάνουν στην αρχή του μονοπατιού για το κιόσκι και ο Οδυσσέας αναγνωρίζει τον σύντροφο του στο μαύρο στενό μποξεράκι.

«Μμμμ ... Στο κιόσκι, ε; Πολύ καλή επιλογή. Δεν το έχουμε ξανακάνει εκεί. Adiós, σκύλες! Μην κάνετε κάτι που δεν θα έκανα εγώ!»

Οι δύο εναπομείναντες γυναίκες τον χαιρετούν.

«Μείνει ήσυχος»

«Πέτα μακριά, Πίτερ Παν»

Καθώς αυτός εξαφανίζεται απ' τα μάτια τους, η Μαίρη στρέφεται στη Σελήνη.

«Και τώρα οι δύο μας, Κοκκινοσκουφίτσα»

«Δεν έχω καλύτερο, Χιονάτη»

Αυτές περπατούν λίγο πιο βαθιά μέσα στο δάσος μέχρι που ξαφνικά εντοπίζουν δύο σλιπάκια, ένα μπλε και ένα λευκό, να κρέμονται δίπλα-δίπλα σ' ένα κλαδί. Η Μαίρη κοιτάζει την Σελήνη.

«Τι συμβαίνει εδώ;»

«Έλα ντε!»

«Προφανώς, δεν ήθελαν ν' αφήσουν την μία μόνη της κι έτσι αυτοί έμειναν μαζί»

«Τι γλυκό!»

«Εκτός αν ... Αλλά όχι, δεν νομίζω. Ο Τζάκος δεν θα μπορούσε να διαχειριστεί κάτι τέτοιο»

«Γιατί όχι; Την άλλη φορά στο σαλόνι δεν θυμάμαι να είχε πρόβλημα»

«Ναι, γιατί τον κρατούσα εγώ απασχολημένο»

«Μπορείς να κάνεις πάλι το ίδιο»

«Πάμε να τους βρούμε και θα βάλω τα δυνατά μου»

Γελώντας, αυτές αρπάζουν τα εσώρουχα και κατευθύνονται προς το μονοπάτι που οδηγεί σ' ένα ξέφωτο. Εκεί βρίσκουν τους δύο άντρες ξαπλωμένους στο γρασίδι να κοιτάζουν ψηλά τ' αστέρια και το φεγγάρι. Η Μαίρη μιλάει στην Σελήνη χωρίς να παίρνει τα μάτια της απ' αυτούς.

«Δεν σε ανάβει το ότι αυτοί οι δύο δεν φοράνε τίποτα κάτω απ' το παντελόνι τους;»

«Δεν φαντάζεσαι! Μετά βίας μπορώ να σταματήσω τον εαυτό μου απ' το να τρέξω και να πηδήξω πάνω του»

«Είσαι έτοιμη για κάτι ακραίο;»

«Είμαι έτοιμη για τα πάντα, αλλά τι γίνεται με τον Τζάκο;»

«Μόλις με δει, δεν θα βλέπει τίποτα άλλο. Πίστεψε με!»

«Για να το λες, κάτι θα ξέρεις»

«Απλά κάνε ότι κάνω»

Η Μαίρη βγάζει το κινητό της που έχει στην καλτσοδέτα της και διαλέγει ένα τραγούδι. Όταν η φωνή της Κριστίνα Αγκιλέρα ακούγεται να τραγουδάει το Lady Marmalade απ' το μιούζικαλ Moulin Rouge, οι άντρες σηκώνουν τα κεφάλια τους και ακουμπούν στους αγκώνες τους. Η μουσική συνεχίζεται και τα κορίτσια αρχίζουν να κινούνται αισθησιακά στο ρυθμό ενώ οι άντρες κοιτάζονται μεταξύ τους.

«Πλάκα μου κάνεις τώρα!»

«Αποκοιμηθήκαμε, ονειρευόμαστε και βλέπουμε το ίδιο όνειρο, έτσι δεν είναι;»

Ο Τζάκος τσιμπάει δυνατά το χέρι του Άρη.

«Άουτς! Πόνεσα, ρε μαλάκα!»

«Τότε είμαστε εντελώς ξύπνιοι κι αυτό συμβαίνει στ' αλήθεια»

«Γαμημένη Κόλαση!»

Τα κορίτσια χορεύουν κι αρχίζουν να βγάζουν το ένα τα ρούχα του άλλου. Όσο παίζει το τραγούδι, τα κουστούμια εγκαταλείπουν τα κορμιά τους, και αυτές μένουν μονάχα με τα εσώρουχα και τις διχτυωτές τους κάλτσες. Οι άντρες τις κοιτάζουν μ' ορθάνοιχτα μάτια κι ανοιχτό στόμα.

«Βλέπεις ότι βλέπω;»

«Δεν ξέρω τι βλέπω»

«Έπιασε ζέστη ξαφνικά, ε; Ιδρώνω σαν γουρούνι»

«Κι εγώ. Καίγομαι!»

Το τραγούδι τελειώνει με τα κορίτσια κολλημένα μεταξύ τους, να χαϊδεύουν τους γοφούς και το στήθος τους. Όταν σταματά η μουσική, αυτές πλησιάζουν τους άντρες, που παρακολουθούν κάθε τους κίνηση, και κάθονται πάνω τους.

«Λοιπόν, αγόρια;»

«Σας άρεσε το σόου;»

Αυτοί κοιτάζονται ξανά.

«Όπως είπαμε, έτσι;»

«Ναι. Εσύ αριστερά, εγώ δεξιά και συναντιόμαστε πάλι εδώ το πρωί»

«Έγινε»

Τα κορίτσια κοιτάζουν απορημένα και τ' αγόρια κλείνουν το μάτι ο ένας στον άλλον, σηκώνονται, κρατώντας τες στην αγκαλιά τους και περπατούν προς αντίθετες κατευθύνσεις.

~ ΧΙΟΝΑΤΗ & ΓΟΗΤΕΥΤΙΚΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ ~

Αυτός περπατάει ανάμεσα στα δέντρα μ' εκείνη στην αγκαλιά του, μέχρι που εμφανίζεται μπροστά τους η σκηνή που χρησιμοποίησαν για το σεξουαλικό τους παιχνίδι πριν λίγες μέρες. Αυτή χαχανίζει.

«Νόμιζα ότι είχες μαζέψει τη σκηνή»

«Ήθελα να το κάνω, αλλά μετά σκέφτηκα ότι θα μπορούσαμε να τη χρησιμοποιήσουμε ξανά, και όπως βλέπεις, είχα δίκιο»

«Πάντα έχεις δίκιο»

«Ναι, και πάνω σ' αυτό έχω να κάνω μια δήλωση»

«Πεθαίνω να την ακούσω»

«Μετά απ' αυτό που μόλις είδα, δεν με νοιάζει τίποτα. Θα σε γαμήσω σαν να μην υπάρχει αύριο»

«Σου έχω πει ποτέ ότι μ' αρέσουν αυτές οι δηλώσεις σου, Γοητευτικέ μου Πρίγκιπα;»

«Πολλές φορές, Χιονάτη μου»

Λίγα λεπτά αφότου μπαίνουν στη σκηνή, αυτή είναι ξαπλωμένη κάτω, φορώντας μονάχα τις κάλτσες και τις γόβες της κι αυτός, φορώντας μόνο τις μπότες του και κρατώντας το σπαθί του, στέκεται από πάνω της. Έχοντας καρφωμένα τα μάτια της στο τεράστιο, ατσάλινο καβλί του, που πάλλεται με κάθε ανάσα του, αυτή δαγκώνει το κάτω χείλος της με ανυπομονησία.

«Θέλεις κάτι, Χιονάτη;»

Αυτή γνέφει καταφατικά και δαγκώνει τα χείλη της ακόμα πιο δυνατά.

«Τι;»

«Αυτό το υπέροχο έργο τέχνης σου»

Αυτός σηκώνει το σπαθί και το σέρνει αργά πάνω στο κορμί της, ξεκινώντας απ' τον λαιμό και φτάνοντας μέχρι κάτω, ανάμεσα στα πόδια της.

«Ζήτησε το σωστά και βλέπουμε»

Μ' έναν βαθύ αναστεναγμό, αυτή ανοίγει τα μακριά της πόδια κι αρπάζει το σπαθί που βρίσκεται ανάμεσα τους.

«Έλα, Γοητευτικέ μου Πρίγκιπα! Λύσε τα μάγια της Κακιάς Μάγισσας με το φιλί της αληθινής αγάπης»

Χαμογελώντας, αυτός γονατίζει ανάμεσα στα πόδια της και σκύβει πάνω της. Προτού μπει μέσα της με μία μόνο ώθηση, φιλάει το στόμα της, με τη γλώσσα του να μπλέκεται με τη δική της. Οι οργασμοί που έρχονται δονούν το σώμα της κι αυτή ουρλιάζει. Το καβλί του τρίβει άγρια κι εξαιρετικά λάγνα τα μέσα της κι εκείνη κρατάει σφιχτά την πλάτη του και τον τραβάει ακόμα πιο κοντά. Το πρόσωπο του είναι χωμένο στην καμπύλη του λαιμού της και η καυτή του ανάσα καίει το δέρμα της ενώ τα δόντια του δαγκώνουν τη σάρκα της, στέλνοντας κύματα ευχαρίστησης σ΄ όλο της το κορμί. Νιώθοντας ότι ο οργασμός του είναι προ των πυλών, αυτός κυλάει το σώμα του ανάσκελα και την βάζει επάνω του χωρίς να βγει από μέσα της.

«Ο Πρίγκιπας σου θέλει να χύσει. Τι θα κάνεις γι' αυτό, Χιονάτη;»

«Λέω να χορέψω λίγο»

«Ναι, γαμώτο!»

Αυτός στηρίζεται στο χέρι του και σηκώνει τον κορμό του ενώ κρατάει την πλάτη της με τ' άλλο του χέρι, η οποία γίνεται καμπύλη καθώς αυτή γέρνει προς τα πίσω κι αρχίζει να σφίγγει τους μύες στον κόλπο της ενώ κινείται πάνω κάτω, δίνοντας του γι' άλλη μια φορά αυτό που θέλει ... Έναν έντονο και πολύ ευχάριστο οργασμό.

Χωρίς ανάσα, αυτός αφήνεται να πέσει πίσω κι εκείνη ξαπλώνει πάνω του, κρύβοντας το πρόσωπο της στο λαιμό του. Και επειδή μερικές φορές τα λόγια απλά δεν χωράνε μέσα σε στιγμές, οι δύο ερωτευμένοι, κρατώντας ο ένας τον άλλο σφιχτά, κλείνουν τα μάτια και παραδίδονται μαζί στην αγκαλιά του Μορφέα.

~ ΚΟΚΚΙΝΟΣΚΟΥΦΙΤΣΑ & ΚΑΚΟΣ ΛΥΚΟΣ ~

Αυτός περπατάει στην αντίθετη κατεύθυνση απ' τους άλλους και μπαίνει στα δέντρα κρατώντας την στην αγκαλιά του. Ξαφνικά, μια κατακόκκινη σκηνή εμφανίζεται μπροστά τους κι αυτή τον κοιτάζει μ' απορία.

«Τι είναι αυτό;»

«Μια σκηνή»

«Αυτό το βλέπω. Απλώς αναρωτιέμαι πότε την έστησες. Δεν είχες αρκετό χρόνο»

«Θυμάσαι που έλειψα μισή ώρα απ' το πάρτι και όταν με ρώτησες, σου είπα ότι ήμουν στο μπάνιο;»

«Ναι»

«Ε, δεν ήμουν στο μπάνιο»

«Προφανώς, αλλά πώς το ήξερες; Σου είχε πει κάτι η Μαίρη;»

«Όχι. Έτσι κι αλλιώς σχεδίαζα να σε φέρω εδώ απόψε. Μετά το πάρτι-έκπληξη, ήθελα να σ' ευχαριστήσω»

«Πως ακριβώς;»

«Θα δεις»

Τη στιγμή που μπαίνουν στη σκηνή κι αυτή βλέπει το σκηνικό που της έχει ετοιμάσει με τα κεριά, αρχίζει να ζητωκραυγάζει. Αυτός την βάζει κάτω κι εκείνη αρχίζει να περπατάει αγγίζοντας το κόκκινο βελούδο, τα γκρι υφάσματα και τις μάσκες. Εκείνος γελάει.

«Βλέπω ότι κάποια είναι αρκετά ενθουσιασμένη, ε;»

«Πλάκα κάνεις; Το περίμενα τόσο καιρό αυτό»

«Γι' αυτό λοιπόν όλο αυτό με τα παραμύθια, ε;»

«Ναι, αλλά απ' ότι βλέπω, τα δικά σου είναι πολύ καλύτερα απ' τα δικά μου»

«Άντε, πήγαινε να ετοιμαστείς. Τα πράγματα σου είναι πίσω απ' την κουρτίνα»

«Δεν χρειάζεσαι βοήθεια με το χρώμα;»

«Όχι, μωρό μου. Μπορώ να το κάνω μόνος μου»

Αυτή περπατάει προς την κουρτίνα, αλλά πριν εξαφανιστεί πίσω της ...

«Άρη μου ...;»

«Μμμμ ...;»

«Ευχαριστώ»

«Για ποιο πράγμα, μωρό μου;»

«Που υπάρχεις»

Αυτή χάνεται πίσω απ' την κουρτίνα και αυτός, χαμογελώντας, αρχίζει να γδύνεται για να μεταμορφωθεί σε κάτι άλλο για χάρη της. Όχι ότι παραπονιέται βέβαια. Πριν έρθει αυτή στη ζωή του, καμία γυναίκα δεν του είχε αρνηθεί ποτέ τίποτα, όσο άγριο, βάναυσο ή πρόστυχο κι αν ήταν. Αλλά καμία άλλη δεν το έκανε με τόση ευχαρίστηση όσο αυτή. Καμία άλλη δεν ήταν τόσο πρόθυμη να ικανοποιήσει τα παράξενα πάθη του, και κυρίως, καμία άλλη δεν είχε τις ίδιες βρώμικες και kinky φαντασιώσεις όπως αυτή. Είναι τέλεια από κάθε άποψη. Είναι ακριβώς αυτό που πάντα έψαχνε. Η απόλυτη κυρία στο σαλόνι, η αδίστακτη λύκαινα στην πιάτσα και η πιο αφοσιωμένη σκλάβα στην κρεβατοκάμαρα. Η απόλυτη γυναίκα. Η τέλεια σύντροφος του. Γι' αυτό αυτός είναι πρόθυμος να μετατραπεί σε όποιον θέλει. Και απόψε, αυτός ο κάποιος δεν είναι άλλος από τον ... αληθινό Κακό Λύκο. Έναν λύκο άγριο και αρκετά διεστραμμένο που είναι έτοιμος να ικανοποιήσει τον πόθο του για την αθώα Κοκκινοσκουφίτσα.

Έτσι λοιπόν, αφού έβαψε το σώμα του με την ειδική ασημένια μπογιά και φόρεσε το δερμάτινο σλιπάκι με την γούνινη ουρά και τις δερμάτινες τιράντες που δένουν χιαστή στην πλάτη του, φοράει την ασημένια μάσκα του λύκου, ισιώνει την δερμάτινη γραβάτα γύρω απ' τον λαιμό του και παίρνει στο χέρι του το κουδούνι που του χάρισε εκείνη πριν. Οι φλόγες των κεριών γύρω του αντανακλούν το ασημένιο σώμα του και τα μπλε του μάτια λάμπουν πίσω απ' τη μάσκα. Χωρίς να πει λέξη, πηγαίνει και κρύβεται στις σκιές πριν χτυπήσει δύο φορές το κουδούνι. Αμέσως μετά, η φωνή της, που δείχνει ξεκάθαρα την πείνα της, ακούγεται πίσω απ' την κουρτίνα.

«Περπατώ, περπατώ μες το δάσος, όταν ο λύκος δεν είναι εδώ»

Αυτή εμφανίζεται φορώντας μονάχα ένα μικροσκοπικό κόκκινο πανί γύρω απ' τη λεπτή της μέση, που καλύπτει τη ελάχιστα φουσκωμένη κοιλίτσα της. Το στήθος της είναι γυμνό και καλύπτεται απ' τα μακριά, μαύρα μαλλιά της που βγαίνουν απ' την βελούδινη κόκκινη κουκούλα που φοράει στο κεφάλι. Η κόκκινη δαντελένια μάσκα κρύβει το όμορφο πρόσωπο της, αλλά δεν μπορεί να κρύψει τον πόθο, την αγάπη και την αφοσίωση μέσα στα γαλάζια της μάτια. Αυτή κοιτάζει γύρω-γύρω, ψάχνοντας για κάτι.

«Λύκε, Λύκε, είσαι εδώ;»

Εκείνος δεν μιλάει κι εκείνη περπατάει προς το αυτοσχέδιο κρεβάτι από γκρι βελούδο, ξαπλώνει επάνω του και κλείνει τα μάτια της. Τότε, αυτός βγαίνει απ' τις σκιές, πέφτει στα τέσσερα και την πλησιάζει αργά. Εκείνη ανοίγει τα μάτια της και παριστάνει την τρομαγμένη.

«Ω, Λύκε! Με τρόμαξες!»

«Γεια σου, Κοκκινοσκουφίτσα. Τι κάνεις εδώ;»

«Κουράστηκα και είπα να ξαποστάσω»

Εκείνος κάθεται πάνω στα πόδια του κι εκείνη ανακάθεται ώστε να βρίσκονται στο ίδιο ύψος και με ένα εντελώς αθώο ύφος σηκώνει το χέρι της κι αγγίζει τα μακριά αυτιά του.

«Τι μεγάλα αυτιά που έχεις!»

«Για να σ' ακούω καλύτερα όταν βογκάς από ηδονή»

Αυτή χαχανίζει καθώς αγγίζει τα χέρια του.

«Και τι μεγάλα χέρια που έχεις!»

«Για να σ' αγγίζω καλύτερα»

Αυτός αρχίζει να χαϊδεύει τα πόδια της κι εκείνη αγγίζει τα χείλη του.

«Και τι μεγάλο στόμα!»

«Για να σε φιλάω καλύτερα»

Αυτός σκύβει μπροστά και φιλάει στο στόμα της. Μετά το φιλί, αυτή κοιτάζει κάτω και ανοίγει το κουμπί που κρατάει το σλιπάκι του, το οποίο πέφτει από πάνω του.

«Πω-πω! Τι μεγάλο καβλί που έχεις!

«Για να σε γαμάω καλύτερα!

Αυτή ξαπλώνει πίσω ανοίγοντας τα πόδια της κι εκείνος πέφτει πάνω της. Μια κραυγή απόλυτης ευχαρίστησης ξεφεύγει απ' το στόμα της καθώς εκείνος χώνει όλο του το μήκος στη σχισμή της με μια μόνο ώθηση και μένει τελείως ακίνητος για λίγα δευτερόλεπτα, νιώθοντας τα τοιχώματα του κόλπου της να κλείνουν γύρω απ' το καβλί του σαν να μην θέλουν να τον αφήσουν να βγει. Αυτή τυλίγει τα πόδια της γύρω απ' τη μέση του κι εκείνος αρχίζει να πιέζει δυνατά, θάβοντας τον εαυτό του όσο πιο βαθιά μπορεί. Αυτοί παραμένουν σιωπηλοί. Ότι είχαν να πουν το είπαν. Μόνο οι αναστεναγμοί και τα βογκητά τους ακούγονται, μαζί με τις ανάσες τους που μπαινοβγαίνουν στους πνεύμονες τους μανιωδώς.

Αυτή έχει τον έναν οργασμό μετά τον άλλον κι εκείνος νιώθει τους χυμούς της να τρέχουν πάνω στο καβλί του. Την παίρνει στην αγκαλιά του, κυλώντας το σώμα του στο πλάι και ξαπλώνει ανάσκελα για να την βάλει από πάνω του. Αυτός γρυλίζει καθώς εκείνη παίρνει τα χέρια του και τα βάζει στα βυζιά της ενώ αρχίζει να κινείται μπρος-πίσω γρήγορα.

Στα όρια του οργασμού του, αυτός σηκώνεται όρθιος και την παίρνει μαζί του. Εκείνη, νιώθοντας απόλυτα ασφαλής στην αγκαλιά του, καμπυλώνει την πλάτη της και σφίγγει τους μύες στον κόλπο της κι εκείνος, χαϊδεύοντας την κοιλιά της, ρίχνει το παχύ υγρό του μέσα της βογκώντας δυνατά.

Εξαντλημένος, πέφτει στα γόνατα του, κρατώντας την ακόμα στην αγκαλιά του. Με απαλές κινήσεις την ξαπλώνει και βγάζει και τις δυο μάσκες για να δουν ο ένας το πρόσωπο του άλλου πριν ξανασυναντηθούν στα όνειρα τους. Κλείνουν τα μάτια τους και, σφιχταγκαλιασμένοι, ξεκινούν το κοινό τους νυχτερινό ταξίδι στη χώρα των ονείρων.

Το επόμενο πρωί, ο ήλιος κυριαρχεί στον ουρανό πάνω απ' τα βουνά τη στιγμή που τα δύο ζευγάρια επιστρέφουν στο ξέφωτο, εκεί όπου χωρίστηκαν χθες βράδυ. Όταν πλησιάζουν ο ένας τον άλλον λένε καλημέρα. Βασικά, οι τρεις τους καλημερίζονται. Ο Τζάκος έχει κάτι άλλο που τον απασχολεί.

«Θέλω να μάθω γιατί είσαι βαμμένος ασημί;»

Ο Άρης κουνάει το κεφάλι του.

«Όχι, φίλε. Δεν θέλεις»

Η Μαίρη σπρώχνει τον Άρη.

«Εγώ όμως θέλω. Έλα εδώ, Σελήνη»

Αυτή παίρνει τη Σελήνη παράμερα κι αρχίζουν να μιλάνε και να χαχανίζουν ενώ οι άντρες γυρίζουν τα μάτια τους.

«Έη, γυναίκες! Μπορείτε να τα πείτε όταν επιστρέψουμε σπίτι. Χρειάζομαι καφέ και ένα ντους το συντομότερο δυνατό»

«Κι εγώ πρέπει να βγάλω επιτέλους αυτό το κολάν. Άντε, πάμε πίσω»

Οι γυναίκες συμμορφώνονται, αλλά πριν καν προλάβουν να κάνουν δύο βήματα, το κινητό του Τζάκου αρχίζει να χτυπάει εκνευρίζοντας την Μαίρη.

«Ποιος διάολος είναι πρωινιάτικα;»

Αυτός βγάζει το τηλέφωνο του και ρίχνει μια ματιά στην οθόνη.

«Η Κλαίρη είναι. Περίεργο»

«Δεν το πιστεύω! Θα την σκοτώσω την σκύλα!»

Ο Άρης προσπαθεί να ηρεμήσει τα πνεύματα.

«Έλα, ρε Μαιρούλα. Προφανώς, κάτι δεν πάει καλά στο γραφείο»

«Το καλό που της θέλω!»

Ο Τζάκος, απολαμβάνοντας την έκρηξη ζήλειας της γυναίκας του, βάζει το τηλέφωνο στ' αυτί του.

«Ελπίζω πραγματικά να υπάρχει ένας καλός λόγος γι' αυτήν την κλήση»

Καθώς η Κλαίρη μιλάει στον Τζάκο, οι άλλοι βλέπουν το χρώμα να χάνεται απ' το πρόσωπο του και τα μάτια του να γεμίζουν τρόμο, αλλά και θυμό. Η συσκευή γλιστράει απ' το χέρι του και ο Άρης την πιάνει στον αέρα με μια αστραπιαία κίνηση. Η Μαίρη και η Σελήνη τρέχουν στον Τζάκο, ο οποίος είναι σοκαρισμένος και κοιτάζει το κενό με άδεια μάτια, ενώ ο Άρης βάζει το τηλέφωνο στ' αυτί του.

«Κλαίρη, μ' ακούς; Εγώ είμαι, ο Άρης»

«Κύριε Άρη, είναι καλά ο κύριος Τζάκος;»

«Είναι σε σοκ. Τι στο διάολο του είπες;»

«Ένα όνομα, κύριε. Λίζα Βούρβαχη»

«Σκατά! Τι συμβαίνει μ' αυτήν;»

«Κάτι δεν πάει καλά με την υγεία της. Ο κύριος Τζάκος πρέπει να επικοινωνήσει με τον γιατρό της φυλακής»

«Ό,τι και να συμβαίνει με την υγεία της, ο Τζάκος δεν έχει καμία σχέση»

«Δεν ξέρω τι να σας πω, κύριε. Ρώτησα, αλλά δεν μου είπαν»

«Άκου, Κλαίρη. Στείλε μου τον αριθμό και θα φροντίσω εγώ να επικοινωνήσει μαζί τους»

«Εντάξει, κύριε Άρη. Θα το στείλω αμέσως»

Ο Άρης τερματίζει την κλήση και πηγαίνει στους άλλους. Η Σελήνη είναι γονατιστή δίπλα στον αδερφό της, που δεν έχει πει λέξη. Το μόνο που κάνει είναι να κοιτάζει το κενό και να κρατάει στην αγκαλιά του την Μαίρη.

«Τι στο διάολο συμβαίνει, ρε Άρη;»

«Η Λίζα. Κάποιος απ' την φυλακή ψάχνει τον Τζάκο»

«Γιατί;»

«Δεν ξέρω. Η Κλαίρη θα μας στείλει τον αριθμό για να επικοινωνήσει μαζί τους»

Ξαφνικά ο Τζάκος συνέρχεται κι αρχίζει να ουρλιάζει.

«Όχι! Δεν θα το κάνω. Δεν με νοιάζει τι συμβαίνει μ' αυτή τη γαμημένη σκύλα»

Η Μαίρη προσπαθεί να τον ηρεμήσει.

«Τζάκο, μωρό μου, ηρέμησε»

«Όχι! Δεν θα ηρεμήσω. Δεν θέλω πια καμία σχέση μαζί της. Μαίρη, σε παρακαλώ, δεν μπορώ. Μη μ' αναγκάσεις να το κάνω»

Αυτή αγκαλιάζει τον λαιμό του κι εκείνος χώνει το κεφάλι του στο στήθος της.

«Δεν θα το έκανα ποτέ αυτό. Έλα, ηρέμησε τώρα»

Ο Άρης τον χτυπάει απαλά στην πλάτη.

«Μην ανησυχείς, Τζάκο. Θα το κάνω εγώ. Θα τους πάρω τηλέφωνο και θα προσποιηθώ ότι είμαι εσύ»

Η Μαίρη του ψιθυρίζει ένα ευχαριστώ ενώ η Σελήνη σηκώνεται όρθια.

«Πρέπει να επιστρέψουμε. Οι άλλοι θ' αρχίσουν ν' ανησυχούν. Ο Οδυσσέας θα καλέσει τις ειδικές δυνάμεις»

Η Μαίρη συμφωνεί, αλλά όχι εντελώς.

«Ναι, αυτό είναι καλό. Προχωρήστε εσείς. Εγώ θέλω να μείνω λίγο μόνη με τον Τζάκο»

Καθώς η Σελήνη και ο Άρης απομακρύνονται, η Μαίρη σπρώχνει τον Τζάκο, κάθεται οκλαδόν στο έδαφος απέναντι του και του χαϊδεύει το μάγουλο.

«Και τώρα, Πρίγκιπα, οι δυο μας. Μίλα μου»

«Τι θέλεις να σου πω;»

«Γιατί συμπεριφέρεσαι έτσι»

«Δεν καταλαβαίνεις; Την μισώ αυτή τη γυναίκα. Δεν θέλω να έχω καμία σχέση μαζί της»

«Πρίγκιπα μου, αυτή η γυναίκα είναι στη φυλακή για δεκαπέντε χρόνια. Σ' όλο αυτό το διάστημα, δεν έχουμε ακούσει τίποτα απ' αυτήν. Αν σε ψάχνουν τώρα, κάτι σοβαρό πρέπει να συμβαίνει»

«Τι θέλεις να κάνω;»

«Να μην είσαι απόλυτος. Δεν είσαι έτσι εσύ. Ο Τζάκος μου ακούει πρώτα και μετά αποφασίζει. Είναι ένας δίκαιος άνθρωπος που δεν παίρνει ποτέ βιαστικές αποφάσεις, και επομένως κάνει πάντα το σωστό. Δεν μ' έχει απογοητεύσει ποτέ πριν και ούτε θα μ' απογοητεύσει τώρα. Έτσι δεν είναι;»

Αυτός σηκώνει το κεφάλι του και κοιτάζει τη γυναίκα του. Τα δάχτυλα του βγάζουν τα μαλλιά απ' τα μάτια της. Αυτά τα μάτια που αγαπάει τόσο πολύ και τώρα τον κοιτάζουν με αγάπη και θαυμασμό.

«Έτσι είναι, Αγγελούδι μου. Δεν πρόκειται να σ' απογοητεύσω. Ούτε τώρα, ούτε ποτέ»

«Δεν είχα καμία αμφιβολία. Τώρα όμως πρέπει να επιστρέψουμε. Μην ξεχνάς ότι έχουμε τρία παιδιά»

«Ναι, έχεις δίκιο, αλλά μπορώ να έχω το πρωινό μου φιλί;»

«Ω, Θεέ μου! Δεν στο έχω δώσει ακόμα;»

Αυτός παίρνει ένα αξιολάτρευτο, λυπημένο ύφος.

«Όχι ακόμα»

«Καημενούλη μου! Έλα εδώ!»

Αυτή πλαισιώνει το πρόσωπο του.

«Τι θα κάνω μαζί σου; Είσαι ένα μεγάλο μωρό»

«Τώρα θα με φιλήσεις και μετά θα με νταντεύεις για το υπόλοιπο της ζωής μας»

«Έτσι, ε;»

«Ω, ναι!»

Και επειδή είναι απίστευτα ακαταμάχητος όταν συμπεριφέρεται έτσι, αυτή ρίχνεται στην αγκαλιά του και πιέζει τα χείλη της στα δικά του.

Εντωμεταξύ, πίσω στο σπίτι, ο Άρης και η Σελήνη φτάνουν στην πίσω αυλή και βρίσκουν όλους τους άλλους γύρω απ' το τραπέζι να πίνουν καφέ. Αυτή τους καλημερίζει, αλλά εκείνος τραβάει την καρέκλα και σωριάζεται πάνω της.

«Κάποιος να μου χορηγήσει τρία λίτρα καφέ»

Ο Οδυσσέας τρίζει τα δόντια του.

«Έχω μια καλύτερη ιδέα. Να σου τα κάνω κλύσμα! Πού στο διάολο ήσασταν; Ξέρεις πόσο ανησυχήσαμε;»

Ο Αλέκος προσπαθεί να μην γελάσει.

«Με το ζόρι τον κράτησα απ' το να καλέσει τις ειδικές δυνάμεις»

Η Σελήνη γελάει.

«Ήμουν σίγουρη ότι αυτό θα ήθελε να κάνει»

Ο Ορέστης ρωτάει που περάσανε την νύχτα και η Θαλασσινή αναρωτιέται που είναι ο Τζάκος και η Μαίρη και ενώ η Σελήνη τους απαντάει, ο Οδυσσέας απευθύνεται ξανά στον Άρη.

«Εσύ, γιατί στην ευχή είσαι βαμμένος ασημί;»

Ο Άρης κοιτάζει γύρω του και όταν βλέπει ότι δεν υπάρχει παιδί σε κοντινή απόσταση, του δίνει την απάντηση.

«Γάμησα τον βασιλιά Μίδα χθες το βράδυ, αλλά επειδή το χρυσό δεν πάει με τα μάτια μου, μ' έκανε ασημένιο. Του είπα του μαλάκα να μην μ' αγγίξει, αλλά δεν μπόρεσε ν' αντισταθεί στον πειρασμό ν' αγγίξει το θεϊκό μου κορμί και ιδού το αποτέλεσμα. Τώρα που έχεις την απάντηση σου, μπορώ να πιώ μια γουλιά καφέ με την ησυχία μου;»

Οι άλλοι γελούν καθώς ο Οδυσσέας γυρίζει τα μάτια του.

«Γιατί ασχολούμαι μ' έναν μαλάκα σαν εσένα; Ο διεστραμμένος κουνιάδος σου σ' έχει κάνει ίδιο!»

«Κι εγώ σ' αγαπάω, Θεϊκέ Κώλε!»

«Μαλάκα Λύκε!»

Καθώς ο Άρης στέλνει φιλιά στον Οδυσσέα, εκνευρίζοντας τον ακόμη περισσότερο, η Σελήνη ξεκινάει την επίθεση.

«Πεινάω. Τι έχουμε για πρωινό;»

Η Χλόη δείχνει το τραπέζι.

«Όπως μπορείτε να δείτε, Δούκισσα της Πλακεντίας, έχουμε απ' όλα. Φρέσκο ψωμί, φρυγανιές, βούτυρο, μαρμελάδα, μέλι, κρουασάν, βραστά αυγά, μπέικον, τυριά και πολλά άλλα»

Η Σελήνη σουφρώνει την μύτη της.

«Θα αγνοήσω το εξωφρενικά σαρκαστικό σου σχόλιο γιατί είμαι φοβερή και ... Για να δούμε! Θα φτιάξω ένα σάντουιτς με μαρμελάδα ροδάκινο και ... Μμμμ ... Φέτα!»

Ο Οδυσσέας καλύπτει το στόμα του.

«Χριστέ μου! Θα ξεράσω!»

Παρόλο που όλοι οι άλλοι έχουν μια έκφραση αηδίας, η Σελήνη τους αγνοεί κι αρχίζει να ετοιμάζει το πρωινό της. Ο Άρης την κοιτάζει, αναπνέοντας απ' το στόμα.

«Τώρα στ' αλήθεια θα φας ψωμί με φέτα και μαρμελάδα ροδάκινο;»

Αυτή δαγκώνει επιδεικτικά ένα μεγάλο κομμάτι και το μασάει μουγκανίζοντας. Η Χλόη δεν αντέχει άλλο.

«Έλεος, φεγγαράκι! Μας ανακάτεψες πρωί-πρωί!»

Η Θαλασσινή, που κάτι ξέρει, σπεύδει να την υπερασπιστεί.

«Είναι η εγκυμοσύνη. Αφήστε την ήσυχη»

Λίγα λεπτά αργότερα, ο Τζάκος και η Μαίρη μπαίνουν στην παρέα, αλλά πριν προλάβουν καν να καθίσουν αυτή κοιτάζει την Σελήνη και σάλια αρχίζουν να τρέχουν απ' το στόμα της.

«Σελήνη, τι ακριβώς τρως;»

«Σάντουιτς με μαρμελάδα ροδάκινο και φέτα»

«Δώσε μου μια δαγκωνιά. Η μυρωδιά του τυριού μου έχει σπάσει την μύτη»

Αυτή της δίνει μια γεύση.

«Μμμμ ... Ξέρεις τι θα το έκανε ακόμα πιο νόστιμο; Λίγη ντομάτα»

Ο Ορέστης εξανίσταται.

«Ελάτε τώρα! Λυπηθείτε μας!»

Όμως ο Οδυσσέας το πιάνει στον αέρα.

«Ορέστη, περίμενε ένα λεπτό! Τι συμβαίνει, Μπισκοτάκι; Έχεις κάτι να μας πεις;»

Τότε, μπαίνει και ο Αλέκος στο νόημα.

«Μα φυσικά! Υπάρχει μόνο μία εξήγηση για την ξαφνική λαχτάρα της Μαίρης για ντομάτες»

Η Χλόη ρωτάει ποια είναι αυτή η εξήγηση και ο Αλέκος απαντάει μαζί με τον Οδυσσέα με μία φωνή.

«Εγκυμοσύνη»

Όλοι αρχίζουν να χειροκροτούν και να δίνουν συγχαρητήρια, αλλά ο Τζάκος κουνάει το κεφάλι του.

«Μη γιορτάζετε ακόμα. Δεν είμαστε σίγουροι»

Ο Βίκος καγχάζει.

«Ναι, όπως τις τελευταίες τρεις φορές»

Η Μαίρη συμφωνεί εν μέρη με τον άντρα της.

«Μην πείτε τίποτα στα παιδιά πριν σιγουρευτούμε πρώτα. Δεν θέλω ν' απογοητευτούν»

Είναι η σειρά του Αλέκου να καγχάσει.

«Φυσικά, Μαιρούλα, αλλά μεταξύ μας, είναι ενενήντα εννέα τις εκατό σίγουρο»

Ο Τζάκος κοιτάζει την Μαίρη και μιλούν μαζί.

«Το ελπίζουμε»

Και όπως είναι φυσικό, ο Οδυσσέας κάνει το σχόλιο του.

«Όλοι το ελπίζουμε, γιατί τα μωρά είναι το μόνο πράγμα που κάνεις σωστά, Διεστραμμένε»

«Είσαι μαλάκας, αλλά σ' ευχαριστώ για το κομπλιμέντο, Αγαπούλη μου»

Ο Τζάκος είναι χαρούμενος, αλλά όχι για πολύ. Ο ήχος του μηνύματος στο τηλέφωνο του κλέβει τη χαρά του. Ο Άρης τον κοιτάζει.

«Είναι απ' την Κλαίρη;»

«Ναι»

«Δώσ' το σε μένα»

Ο Τζάκος δίνει το τηλέφωνο στον Άρη κι εκείνος σηκώνεται και πάει παράμερα. Όπως είναι φυσικό, οι άλλοι απορούν.

«Τι συμβαίνει, Τζάκο; Γιατί σκοτείνιασες;»

Αυτός γέρνει και κρύβει το πρόσωπο του στα μαλλιά της Μαίρης, η οποία σπεύδει να εξηγήσει.

«Κάποιος απ' τη φυλακή τον ψάχνει για κάτι σχετικό με τη Λίζα»

«Με τη Λίζα; Και γιατί ψάχνουν τον Τζάκο;»

«Ο Άρης τους μιλάει αυτή τη στιγμή. Θα μάθουμε σε λίγο»

Μέχρι να τελειώσει ο Άρης το τηλεφώνημα, οι άλλοι προσπαθούν να φτιάξουν τη διάθεση του Τζάκου, και περισσότερο απ' όλους ο Οδυσσέας.

«Έλα τώρα! Μην είσαι έτσι. Ξέρεις ότι δεν μπορώ να σε βλέπω λυπημένο»

«Προσπαθώ, ρε Οδυσσέα, αλλά το ξέρεις καλύτερα απ' τον καθένα. Ήσουν εκεί. Το αίμα έφτασε στα πόδια σου»

«Ναι, ήμουν εκεί και δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτές τις στιγμές, αλλά τώρα είναι διαφορετικά»

Ο Τζάκος είναι έτοιμος ν' απαντήσει, αλλά δεν τα καταφέρνει εξαιτίας του Άρη που επιστρέφει, κάθεται στην καρέκλα του και τρίβει το πρόσωπο του με τα χέρια του. Η Μαίρη τον κοιτάζει στο στόμα με αγωνία.

«Λοιπόν; Έμαθες περί τίνος πρόκειται;»

«Έμαθα»

Ο Οδυσσέας κουνάει το κεφάλι του με κατανόηση.

«Κι αν κρίνω απ' το πρόσωπο σου, είναι κάτι αρκετά σοβαρό»

«Ναι»

Ο Τζάκος ακουμπάει τους αγκώνες στο τραπέζι και κλείνει τ' αυτιά του.

«Δεν θέλω να ξέρω. Αφήστε με ήσυχο!»

Η Μαίρη του κατεβάζει τα χέρια και τον αναγκάσει να κοιτάξει τον Άρη, ο οποίος τον κοιτάζει κατευθείαν στα μάτια.

«Τζάκο, αυτή πεθαίνει»

«Τι έπαθε;»

«Καρκίνο στον εγκέφαλο με μεταστάσεις στα κόκκαλα, στους λεμφαδένες, στο συκώτι και στους πνεύμονες. Αυτή έχει μόνο λίγες μέρες ζωής ακόμα. Την έχουν στο νοσοκομείο των φυλακών»

Η Μαίρη έχει μια περίεργη έκφραση στο πρόσωπο της.

«Κανονικά θα έπρεπε να χαίρομαι γι' αυτό, αλλά δεν μπορώ. Τι μου συμβαίνει;»

Ο Οδυσσέας της πιάνει το χέρι.

«Τίποτα, Μπισκοτάκι μου. Εσύ δεν μπορείς να χαρείς γιατί είσαι πραγματικά ένας πολύ καλός άνθρωπος»

Ο Τζάκος κοιτάζει ακόμα τον Άρη.

«Και τι σχέση έχει αυτό μ' εμένα;»

«Σε ζητάει. Θέλει να σε δει πριν πεθάνει»

Ο Αλέκος μιλάει με την φωνή της λογικής, όπως πάντα.

«Μα στο νοσοκομείο των φυλακών υπάρχει απαγόρευση επισκέψεων»

«Ο γιατρός της έκανε αίτηση και ο Γενικός Εισαγγελέας έκανε μια εξαίρεση λόγω της κατάστασης. Κάτι σαν την τελευταία επιθυμία ενός ετοιμοθάνατου»

Ο Βίκος σηκώνει το φρύδι.

«Λογικό το βρίσκω»

Η Θαλασσινή λέει την δική της άποψη.

«Εγώ σκέφτομαι τους γονείς της. Ότι κι αν είναι η Λίζα, δεν παύει να είναι παιδί τους, και πεθαίνει τόσο νέα. Μπορεί ο πατέρας της να είναι μακριά, αλλά η μητέρα της ...»

Ο Οδυσσέας ακουμπάει το κεφάλι του στον ώμο του Αλέκου.

«Πραγματικά δεν ξέρω πώς να νιώσω. Αυτή η γυναίκα παραλίγο να μας καταστρέψει»

Ο Τζάκος σηκώνεται απότομα και φεύγει απ' το τραπέζι. Η Μαίρη κάνει να τον ακολουθήσει, αλλά ο Αλέκος την πιάνει απ' το χέρι.

«Όχι! Μην πας! Δεν χρειάζεται εσένα αυτή τη στιγμή»

Αυτή καταλαβαίνει αμέσως τι εννοεί ο Αλέκος και γυρίζει προς τον Οδυσσέα, ο οποίος σηκώνεται αμέσως.

«Μην πεις τίποτα. Θα πήγαινα έτσι κι αλλιώς»

Αυτός πηγαίνει στον Τζάκο, ο οποίος κάθεται σ' ένα παγκάκι και κοιτάζει αμίλητος τα δέντρα. Αυτός κάθεται δίπλα του και βάζει το χέρι του στον ώμο του.

«Δεν μπορώ καν να φανταστώ πώς νιώθεις αυτή τη στιγμή»

«Δεν ξέρω τι να κάνω, ρε Οδυσσέα»

«Το βασικό δεν είναι τι πρέπει να κάνεις, αλλά τι θέλεις να κάνεις. Θέλεις πραγματικά ν' αφήσεις έναν άνθρωπο να πεθάνει δυστυχισμένος όταν μπορείς να τ' αλλάξεις αυτό;»

«Μιλάμε για την Λίζα, Οδυσσέα. Αυτή που εξαιτίας της παραλίγο να χάσουμε τη Μαίρη»

«Το ξέρω και τη μισώ όσο κι εσύ, αλλά μην ξεχνάς ότι αυτή η γυναίκα πέρασε δεκαπέντε χρόνια στη φυλακή και τώρα, ούτε καν σαράντα χρονών, πεθαίνει»

«Τι θα έκανες αν ήσουν στη θέση μου;»

«Θα πήγαινα. Δεν ξέρω αν θα είχα τη δύναμη να τη συγχωρήσω, αλλά τουλάχιστον θα την άκουγα. Θα της έδινα την ευκαιρία να εξιλεωθεί»

«Αν πάω, θα έρθεις μαζί μου;»

«Εγώ; Δεν θέλεις την Μαίρη ή ακόμα και τον Αλέκο;»

«Όχι. Εσένα θέλω. Εσένα χρειάζομαι»

Ο Οδυσσέας σφίγγει τον ώμο του.

«Εντάξει, θα έρθω»

Ο Τζάκος τον τραβάει σε μια αγκαλιά κι εκείνος την αποδέχεται.

«Ευχαριστώ, αδερφέ»

«Μην το κάνεις. Δεν θα σ' άφηνα ποτέ μόνο σε κάτι τέτοιο, αλλά αρκετά με τις αγκαλιές. Μην παίρνεις πολύ θάρρος. Επιστρέφω στο τραπέζι. Έρχεσαι μαζί μου;»

«Προτιμώ να μείνω εδώ λίγο ακόμα»

«Χρειάζεσαι κάτι;»

«Την Μαίρη»

«Ήμουν σίγουρος. Θα στην στείλω»

Όταν ο Οδυσσέας επιστρέφει στο τραπέζι, το βρίσκει ακόμα πιο γεμάτο. Τα παιδιά έχουν ξυπνήσει και τρώνε πρωινό. Πριν κάτσει απευθύνεται στην Μαίρη.

«Μπισκοτάκι, πήγαινε κοντά του. Σε ζήτησε»

Αυτή σηκώνεται αμέσως και πηγαίνει στον Τζάκο, και αυτός τραβάει την καρέκλα για να καθίσει, αλλά η φωνή του Στέφανου τον σταματάει.

«G-Man, μην κάθεσαι ακόμα»

«Γιατί;»

«Θέλω να σου μιλήσω ιδιαιτέρως»

«Τι στο καλό συμβαίνει με τους Ηλιόπουλους σήμερα; Κάντε μου την χάρη!»

«Σταμάτα να γκρινιάζεις. Ξέρεις πολύ καλά ότι δεν μπορείς να ζήσεις χωρίς εμάς»

«Τέλος πάντων! Πάμε να δούμε τι με περιμένει!»

Λίγο πιο πέρα, ο Στέφανος στέκεται μπροστά στον νονό του, με τα χέρια στις τσέπες του, μετατοπίζοντας το βάρος του απ' το ένα πόδι στο άλλο, κάπως αμήχανα. Ο Οδυσσέας τον κοιτάζει και σηκώνει ένα φρύδι.

«Λοιπόν, Ζελεδάκι, είμαι όλος αυτιά»

«Κανονικά θα μιλούσα στον μπαμπά μου γι' αυτό, αλλά η μαμά μου είπε ότι έχει πολλά στο κεφάλι του αυτή τη στιγμή και δεν θέλω να τον ενοχλήσω»

«Τίποτα που να έχει σχέση με σένα δεν θα ενοχλούσε τον πατέρα σου, αλλά έχεις δίκιο»

«Δεν πειράζει, έχω εσένα και είναι το ίδιο»

«Κάτι τέτοια μου λες και δεν μπορώ να σου πω όχι. Πες μου τι συμβαίνει»

«Το Σάββατο που μας έρχεται ... Πριν ανοίξουν τα σχολεία ... Δηλαδή, υπάρχει ένα κορίτσι που μ' αρέσει πολύ. Της ζήτησα να βγούμε και μου είπε ναι»

«Αυτό είναι υπέροχο! Ποια είναι; Την ξέρω; Είναι όμορφη; Πες τα μου όλα!»

Η φωνή του Οδυσσέα ανεβαίνει μερικές οκτάβες και ο Στέφανος πανικοβάλλεται.

«Θεέ μου! Μίλα σιγότερα! Αν ήθελα να το μάθουν όλοι, θα το συζητούσα στο τραπέζι»

«Έχεις δίκιο. Συγγνώμη! Απλά ενθουσιάστηκα. Μιλάμε για το πρώτο σου ραντεβού. Ο μπαμπάς σου πρέπει να το μάθει. Θα του φτιάξει τη διάθεση»

«Τι του συμβαίνει; Μπορώ να μάθω;»

«Εσύ ναι, αλλά μην το πεις στους άλλους. Πρόκειται για τη Λίζα»

«Μη μου πεις ότι αποφυλακίζεται πρόωρα; Αυτή έχει άλλα πέντε χρόνια»

«Όχι, Ζελεδάκι μου. Ακριβώς το αντίθετο. Αυτή δεν πρόκειται ν' αποφυλακιστεί ποτέ γιατί πεθαίνει»

«Α! Και τι σχέση έχει ο μπαμπάς μ' αυτό;»

«Αυτή ζήτησε να τον δει»

«Και θα πάει;»

«Ναι»

«Μάλιστα»

«Άκου να δεις! Εσύ δεν πρέπει ν' ανησυχείς γι' αυτό»

«Ανησυχώ για τον μπαμπά»

«Δεν χρειάζεται. Ο μπαμπάς σου είναι δυνατός. Θα είναι μια χαρά και όταν μάθει για το ραντεβού σου θα πετάξει στα σύννεφα»

«Το ραντεβού μου μπορεί να περιμένει. Θα το ακυρώσω»

«Πλάκα μου κάνεις; Με τίποτα! Αν ο πατέρας σου μάθει ότι αφήσαμε πίσω την ερωτική σου ζωή, θα μας φάει ζωντανούς. Γι' αυτό, μόλις επιστρέψουμε απ' το νοσοκομείο, θα μαζευτούμε όλοι οι άντρες και θα μιλήσουμε για το ραντεβού σου»

Ο Στέφανος μορφάζει.

«Ω, Θεέ μου! Τι με περιμένει;»

«Το πιο εκπληκτικό πρώτο ραντεβού, Ζελεδάκι μου. Στο εγγυώμαι!»

«Εγώ γιατί είμαι σίγουρος ότι θα το μετανιώσω;»

«Γιατί είσαι ένας Drama King σαν τον πατέρα σου»


Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro