Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Ένα Ήσυχο Πρωινό

~ ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ ~ ΣΑΒΒΑΤΟ, 15 ΜΑΪΟΥ 2010 ~

~ ΗΜΕΡΑ ΕΚΘΕΣΗΣ ~ ΠΡΩΙ ~ ΓΥΡΩ ΣΤΙΣ 11 π.μ. ~

~ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΤΖΑΚΟΥ & ΤΗΣ ΜΑΙΡΗΣ ~

Η οικογένεια είναι μαζεμένη γύρω απ' το μεγάλο τραπέζι και παίρνουν το πρωινό τους. Είναι όλοι εκεί. Όχι, αυτό είναι λάθος! Κάποιος λείπει. Και αυτός που το προσέχει πρώτος είναι ο Τζάκος.

«Μαίρη, πού είναι ο Τίγρης;»

«Επάνω, στο δωμάτιο του»

«Δεν θα κατέβει για πρωινό;»

Η Πανδώρα ρουθουνίζει.

«Προφανώς, θείε Τζάκο, ο γιος σου έχει καλύτερα πράγματα να κάνει απ' το να πάρει πρωινό με την οικογένεια του»

Η Αναΐς γυρίζει τα μάτια της.

«Έλα τώρα, ρε Πανδώρα!»

Ο Οδυσσέας περνάει το χέρι του μέσα απ' τα απαλά μαλλιά της κόρης του.

«Αστέρι μου, το συζητήσαμε αυτό»

«Ναι, Μπαμπά, το συζητήσαμε, αλλά αυτό είναι γελοίο»

Ο Τζάκος τους κοιτάζει απορημένος.

«Τι έγινε, ρε παιδιά; Έχω χάσει κάτι;»

Ο Αλέκος χαμογελάει.

«Όχι, απλώς ο Στέφανος δεν είναι μόνος του επάνω. Είναι και η Αφροδίτη μαζί του»

Ο Τζάκος γυρίζει στην Μαίρη, η οποία παίρνει τον λόγο.

«Δώρα μου, δεν έχεις λόγο να ζηλεύεις. Ξέρεις τι είσαι για τον Στέφανο. Αυτός ποτέ ...»

Η Πανδώρα χτυπάει τη γροθιά της στο τραπέζι και σηκώνεται όρθια.

«Δεν είναι αυτό, διάολε! Γιατί δεν μ' ακούτε; Δεν ζηλεύω την Αφροδίτη. Τη φοβάμαι. Είναι επικίνδυνη. Θα του κάνει κακό»

Το κορίτσι φεύγει απ' το δωμάτιο τρέχοντας και ο Οδυσσέας σηκώνεται να την ακολουθήσει, αλλά ο Άρης του πιάνει το χέρι.

«Οδυσσέα, περίμενε! Άσε με να πάω εγώ να της μιλήσω. Νομίζει ότι είσαι προκατειλημμένος. Θα της είναι πιο εύκολο να ανοιχτεί σε μένα»

Ο Οδυσσέας έχει αντιρρήσεις, αλλά ο Αλέκος τον πείθει τελικά.

«Έχει δίκιο, Οδυσσέα. Άστον να προσπαθήσει»

«Εντάξει, αλλά, σε παρακαλώ, Άρη, πρόσεχε!»

«Μην ανησυχείς»

Καθώς ο Άρης ακολουθεί τη Πανδώρα στον κήπο, ο Οδυσσέας γέρνει πίσω λυπημένος.

«Γαμώτο! Μισώ να βλέπω έτσι το κοριτσάκι μου»

Ο Αλέκος του σφίγγει το χέρι.

«Έπρεπε να το περιμένουμε. Είναι πολύ δεμένη με τον Στέφανο. Θ' αντιδρούσε έτσι μ' οποιαδήποτε κοπέλα δίπλα του»

Ο Τζάκος πίνει μια γουλιά απ' τον καφέ του.

«Δεν ήξερα ότι ήταν τόσο σοβαρά τα πράγματα»

Η Αναΐς συνοφρυώνεται.

«Μα φυσικά! Το μόνο που σε νοιάζει εσένα είναι να περνάει καλά ο γιος σου και τίποτα άλλο»

Η Μαίρη αγριοκοιτάζει την κόρη της.

«Πώς μιλάς έτσι στον πατέρα σου;»

«Γιατί, Μαμά; Είπα κάτι λάθος;»

Ο Τζάκος καγχάζει.

«Μάλιστα! Τελικά δεν είναι μόνο η Δώρα, έτσι δεν είναι; Υπάρχει κι άλλο κοριτσάκι που ζηλεύει. Έλα εδώ, Πολύτιμη»

Η Αναΐς σηκώνεται και πηγαίνει προς τον πατέρα της. Αυτός ανοίγει τα χέρια του κι εκείνη τρυπώνει στην αγκαλιά του και κάθεται στο πόδι του. Αυτός την αγκαλιάζει σφιχτά.

«Πες μου, Πολύτιμη. Έχεις κάποιο παράπονο από μένα; Σου έχω αρνηθεί ποτέ κάτι; Πιστεύεις πραγματικά ότι αγαπάω τον Στέφανο περισσότερο απ' ότι εσένα και την Εύα;»

Το κορίτσι ακουμπάει στον ώμο του.

«Όχι, Μπαμπά. Η απάντηση σε όλα είναι όχι. Εγώ απλά ...»

«Τι, ψυχή μου; Πες μου. Εσύ και εγώ είμαστε φίλοι. Το ξέρεις ότι μπορείς να μου πεις τα πάντα»

«Το ξέρω, Μπαμπά, και σου ζητάω συγγνώμη που σου μίλησα έτσι πριν. Ξέρω ότι μας αγαπάς όλους το ίδιο, αλλά νομίζω ότι κάνεις διακρίσεις»

«Διακρίσεις; Τι εννοείς;»

«Ο Στέφος είναι κλειδωμένος στο δωμάτιο του μ' ένα κορίτσι κι εσύ είσαι εντάξει μ' αυτό, σωστά;»

«Σωστά»

«Τι θα έκανες αν ήμουν εγώ κλειδωμένη στο δωμάτιο μου μ' ένα αγόρι;»

«Εεεε ... Το ίδιο, υποθέτω»

Ο Τζάκος μορφάζει και η Αναΐς γελάει.

«Άστο, Μπαμπά. Μην προσπαθείς καν. Θα ξεσήκωνες τον κόσμο. Παραδέξου το. Εδώ δεν μ' αφήνεις μόνη μου ούτε καν με τον Νάκο. Πόσο μάλλον με κάποιον άλλον. Βλέπεις για ποιες διακρίσεις μιλάω;»

Αυτός χαμογελάει αμήχανα και κοιτάζει τους άλλους, που απλώς σηκώνουν τους ώμους τους.

«Άκου, Πολύτιμη. Ο Στέφανος είναι σχεδόν δεκαέξι»

«Κι εγώ είμαι δεκατεσσάρων»

«Ακριβώς. Είσαι μόλις δεκατεσσάρων. Γι' αυτό και αντιδρώ έτσι. Όταν μεγαλώσεις λίγο, θα τα ξαναπούμε»

«Και πότε ακριβώς θα γίνει αυτό;»

«Όταν γίνεις τριάντα»

Οι άλλοι γελούν και η Αναΐς γυρίζει τα μάτια της.

«Έπρεπε να το ξέρω. Δεν πρόκειται ν' αλλάξεις ποτέ. Είσαι τυχερός που σ' αγαπάω πολύ»

«Κι εγώ σ' αγαπάω. Είσαι η Πολύτιμη μου. Μην το ξεχνάς ποτέ αυτό. Και για να σου αποδείξω ότι δεν κάνω καμία διάκριση, δώσε μου ένα φιλί και πήγαινε στη θέση σου, δίπλα στον Ιάσονα, να τελειώσεις το πρωινό σου»

«Ναι, καλά, ότι πεις!»

Το κορίτσι του δίνει ένα φιλί στο μάγουλο και επιστρέφει στην καρέκλα της δίπλα στον Ιάσονα που χαμογελάει αμήχανα. Η Μαίρη πιάνει το χέρι του Τζάκου κάτω απ' το τραπέζι και το σφίγγει δυνατά. Αυτός την κοιτάζει κι εκείνη του ψιθυρίζει καλή δουλειά χαμογελώντας γλυκά.

~ ΕΝΤΩΜΕΤΑΞΥ ~ ΕΞΩ ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ ~

Η Πανδώρα κάθεται οκλαδόν στο γρασίδι, στο αγαπημένο της σημείο, ανάμεσα στις βιολέτες. Πάντα αγαπούσε αυτά τα λουλούδια, χωρίς να ξέρει το γιατί. Ίσως γιατί έχουν το ίδιο χρώμα με τα μάτια του αδερφού της. Το άτομο που αυτή αγαπάει περισσότερο. Τον Στέφανο. Αυτή λατρεύει τους μπαμπάδες της και τη Μαμά Μαίρη. Στην πραγματικότητα, αγαπάει τους πάντες, αλλά ο Στέφανος είναι το κάτι άλλο. Κάτι ανώτερο. Κάτι πιο δυνατό. Ο Οδυσσέας λέει ότι η σχέση της μαζί του είναι η εξέλιξη της σχέσης του με τον Τζάκο. Μια νεότερη και πολύ καλύτερη έκδοση του ίδιου μοντέλου.

Οι άνθρωποι λένε ότι τα παιδιά δεν έχουν αναμνήσεις απ' την βρεφική τους ηλικία, αλλά εκείνη έχει. Μόνο μία. Το γλυκό και όμορφο πρόσωπο ενός δίχρονου αγοριού με βιολετί μάτια και το πιο όμορφο χαμόγελο του κόσμου να λέει μία λέξη. Πραγματάκι.

Αυτή θα μπορούσε να κάνει τα πάντα για τον Στέφανο και τώρα μισεί τον εαυτό της που δεν μπορεί να τον προστατεύσει απ' αυτή τη βδέλλα. Γιατί αυτό ακριβώς είναι η Αφροδίτη. Μια αιματορουφίχτρα που έχει προσκολληθεί στον αδερφό της, όχι λόγω του υπέροχου χαρακτήρα του ή της απίθανης ομορφιάς του, αλλά λόγω του μεγάλου του ονόματος και του χοντρού πορτοφολιού του. Γιατί δεν μπορεί να το δει κανείς; Γιατί είναι όλοι τόσο τυφλωμένοι; Γιατί; Γιατί;

Ο Άρης την επαναφέρει στην πραγματικότητα καθώς ξαπλώνει δίπλα της. Αυτή γυρίζει το κεφάλι της και τον κοιτάζει.

«Γιατί έστειλαν εσένα; Συνήθως, ο Μπαμπάς Οδυσσέας είναι αυτός που σβήνει τις φωτιές»

«Εκείνος ήθελε να έρθει, αλλά του ζήτησα να μ' αφήσει να πάρω τη θέση του»

«Γιατί το έκανες αυτό;»

«Γιατί ξέρω ότι είμαι ο αγαπημένος σου, μετά τον Στέφανο φυσικά, και σκέφτηκα ότι προτιμάς να μιλήσεις μαζί μου παρά μ' οποιονδήποτε άλλον. Έκανα λάθος;»

«Όχι. Μ' αρέσει πολύ να μιλάω μαζί σου»

«Πολύ καλά τότε. Είμαι όλος αυτιά. Άνοιξε το όμορφο στόμα σου»

Αυτή παίρνει μια βαθιά ανάσα.

«Νευριάζω γιατί δεν μ' ακούει κανείς. Γιατί δεν μπορούν να δουν το αληθινό πρόσωπο αυτής της βδέλλας;»

«Να υποθέσω ότι μιλάς για την Αφροδίτη;»

«Φυσικά. Για ποια άλλη;»

«Πες μου κάτι. Έχεις πρόβλημα με την ίδια την Αφροδίτη ή με όποια κοπέλα τραβάει την προσοχή του Στέφανου;»

«Τι λες; Αυτή είναι το πρόβλημα μου. Καμιά άλλη. Δεν είμαι ερωτευμένη με τον αδερφό μου, Άρη. Δεν ζηλεύω όποια κοπέλα τον πλησιάζει. Δεν είμαι τρελή. Θέλω μόνο να είναι ευτυχισμένος»

«Κι αν είναι πραγματικά ευτυχισμένος με την Αφροδίτη;»

«Ίσως είναι τώρα που αυτή προσποιείται, αλλά όταν δείξει τον αληθινό της εαυτό, φοβάμαι ότι θα είναι πολύ αργά. Θα του ραγίσει την καρδιά. Είμαι σίγουρη γι' αυτό. Πρέπει να κάνουμε κάτι. Σε παρακαλώ, Άρη! Πρέπει να τον βοηθήσουμε»

«Γιατί της έχεις τόσο κακία; Συνέβη κάτι;»

«Όχι. Είναι απλώς η διαίσθηση μου»

«Έη! Σ' εμένα μιλάς τώρα. Πες μου την αλήθεια»

«Αλήθεια σου λέω. Δεν έχει γίνει τίποτα. Απλώς νιώθω ότι δεν είναι καλός άνθρωπος»

«Εντάξει»

«Τι πρέπει να κάνω, Άρη; Είμαι εντελώς χαμένη και μπερδεμένη. Βοήθα με, σε παρακαλώ!»

«Πρώτα απ' όλα, πρέπει να ηρεμήσεις και μετά ...»

«Και μετά;»

«Πρέπει να προσπαθήσεις να έρθεις πιο κοντά με την Αφροδίτη»

«Όχι! Δεν μπορώ να το κάνω αυτό!»

«Πρέπει να μπορέσεις. Για τον Στέφανο. Είναι το πρώτο του κορίτσι, Πανδώρα. Είναι σημαντική γι' αυτόν και πρέπει να τον στηρίξεις και να είσαι εκεί, δίπλα του. Αλλά δεν πρέπει να επαναπαυθείς στις δάφνες σου»

«Τι εννοείς;»

«Πρέπει να μείνεις κοντά του και απλώς να παρατηρείς. Πλησίασε την Αφροδίτη και αν μπορείς γίνε φίλη της. Έτσι θα μάθεις τι άνθρωπος είναι πραγματικά. Και αν έχεις δίκιο και δεν είναι καλή, τότε μπορείς να επέμβεις και να βοηθήσεις τον αδερφό σου»

«Άρα, πιστεύεις ότι δεν πρέπει να του μιλήσω τώρα, ε;»

«Ναι. Η σχέση τους μόλις ξεκίνησε και είναι ενθουσιασμένος. Αν πεις κάτι κακό γι' αυτήν, αυτός μπορεί να το πάρει στραβά και να τσακωθεί μαζί σου, κι εσύ δεν το θέλεις αυτό, έτσι δεν είναι;»

«Ναι. Σιχαίνομαι να μαλώνω μαζί του»

«Τότε, κάνε όπως σου είπα και μην ανησυχείς καθόλου. Αν συμβεί κάτι, θα είμαστε εκεί για τον Στέφανο, για σένα και για όλα τα παιδιά»

«Αν τελικά χρειαστεί να επέμβω όπως είπες, θα μου δανείσεις τον Μικρούλη για να με βοηθήσει να της κάψουμε το σπίτι;»

Ο Άρης ξεσπάει σε γέλια.

«Γι' αυτό μ' αρέσεις περισσότερο απ' τους άλλους, γαμώτο!»

Η Πανδώρα τυλίγει τα χέρια της γύρω απ' το λαιμό του, γελώντας επίσης, κι αυτός τη φιλάει στο μέτωπο.

«Ευχαριστώ, Άρη. Ήδη νιώθω πολύ καλύτερα»

«Όποτε με θες, θα είμαι δίπλα σου, κοριτσάκι. Και για να σε χαλαρώσω εντελώς, όλοι οι άντρες μου είναι στη διάθεση σου αν ποτέ χρειαστεί»

«Αυτό είναι υπέροχο. Όμως, έλα να πάμε μέσα τώρα. Θέλω να ευχαριστήσω τη Σελήνη»

«Γιατί;»

«Γιατί σε διάλεξε και σ' έφερε στην οικογένεια μας»

«Έη! Εγώ την διάλεξα, όχι το αντίστροφο. Ας μην μπερδεύουμε τα πράγματα, εντάξει;»

«Λυπάμαι, Λύκε, αλλά, όπως λέει και ο γλυκός Ορέστης ... Με λουρί!»

«Έτσι ε;»

«Ω, ναι!»

«Καλύτερα ν' αρχίσεις να τρέχεις τώρα, κοριτσάκι»

«Γιατί;»

«Γιατί θα σε κυνηγήσει ο μεγάλος κακός λύκος!»

«Όχι!»

Αυτοί σηκώνονται και τρέχουν προς το σπίτι, γελώντας και οι δύο δυνατά.

~ ΕΠΑΝΩ ~ ΣΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ ΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ~

Ο Στέφανος κάθεται μπροστά στον υπολογιστή του ενώ η Αφροδίτη επιθεωρεί το δωμάτιο. Είναι η πρώτη φορά που το βλέπει από τότε που έγιναν ζευγάρι. Αυτή παρατηρεί τα λιτά έπιπλα, το στρώμα στο πάτωμα αντί για κρεβάτι, τη μικρή ντουλάπα, τις οικογενειακές φωτογραφίες στους τοίχους, τα βιβλία που βρίσκονται εδώ κι εκεί. Όλα είναι τόσο απλά και κάπως φθηνά εκεί μέσα. Τουλάχιστον για τον πρωτότοκο γιο ενός δισεκατομμυριούχου. Το μόνο ακριβό είναι ο υπερσύγχρονος υπολογιστής και το μεγάλο αρμόνιο στη γωνία.

«Το δωμάτιό σου είναι τόσο ... Πώς να το πω; Απλό»

«Τι περίμενες δηλαδή; Τις Βερσαλλίες ή το Ταζ Μαχάλ;»

«Τι είναι αυτά;»

«Ξέχνα το!»

«Τέλος πάντων! Περίμενα κάτι πιο πολυτελές. Δεν έχεις καν ένα κανονικό κρεβάτι. Γιατί;»

«Μ' αρέσουν τα απλά πράγματα. Δεν το έχεις καταλάβει ακόμα;»

«Εγώ είμαι ένα απλό πράγμα;»

«Όχι. Εσύ είσαι η μόνη πολυτέλεια που επιτρέπω στον εαυτό μου»

«Ω! Αυτό ήταν υπέροχο! Μ' αρέσει πολύ ο τρόπος που μιλάς. Ποιον πρέπει να ευχαριστήσω γι' αυτό; Ποιος σ' έμαθε να μιλάς τόσο όμορφα; Ο πατέρας σου, υποθέτω»

«Όχι. Ο θείος μου ο Αλέκος»

«Είναι μορφωμένος;»

«Όχι περισσότερο απ' τους άλλους. Του αρέσει απλώς να διαβάζει. Περνάει όλο τον ελεύθερο χρόνο του μ' ένα βιβλίο στο χέρι»

«Χμμμ ... Αυτό ακούγεται βαρετό»

«Όχι αν σ' αρέσει να διαβάζεις»

«Εσύ με τι ασχολείσαι τον ελεύθερο χρόνο σου;»

«Με πολλά πράγματα. Παίζω μουσική με τον Ιάσονα. Βλέπω ταινίες με τις αδερφές μου. Κάνω ιππασία. Παίζω γκολφ. Μαλώνω με τις Σταγόνες»

«Τις Σταγόνες;»

«Τα δίδυμα»

Αυτή γελάει.

«Άσε με να μαντέψω. Ο νονός σου είναι υπεύθυνος γι' αυτό, έτσι δεν είναι;»

«Ποιος άλλος;»

«Εγώ δεν έχω παρατσούκλι ακόμα. Γιατί;»

«Δεν έχω ιδέα»

«Ίσως δεν με θεωρεί μέλος της οικογένειας»

«Δεν είναι αυτό»

«Τέλος πάντων!»

Αυτή πηγαίνει και κάθεται στο στρώμα.

«Βάλε λίγη μουσική»

«Τι θέλεις ν' ακούσεις;»

«Κάτι απ' την δεκαετία που ζούμε, αν γίνετε»

«Δυστυχώς, αυτό είναι αδύνατον. Δεν μ' αρέσουν τα σαχλοτράγουδα της εποχής»

«Δεν συμφωνώ, αλλά δεν πειράζει. Βάλε ότι θέλεις, αρκεί να είναι κάτι ρομαντικό»

«Αυτό είναι πανεύκολο»

Αυτός πατάει μερικά πλήκτρα και το γλυκό τραγούδι ξεκινάει με την φωνή του Θάνου Καλλίρη.

* Λένε πως θα με πληγώσει και δε θα τ' αντέξω όταν με προδώσει ... Λένε πως δε μ' αγαπάει, στην σκληρή καρδιά της κανένας δε χωράει.

Μα όχι, όχι, όχι το μωρό μου, που με ρωτάει τη νύχτα τι είδα στ' όνειρο μου ... Για το χατίρι της ποιους δράκους πολεμούσα ... Μήπως πληγώθηκα και αν την αγαπούσα.

Όχι, όχι, όχι το μωρό μου, που όταν κοιμάμαι ψάχνει να βρει τον σταυρό μου ... Πάνω στα χείλια μου με τρόπο τον αφήνει ... Κι όρκους μου παίρνει ν' αγαπάω μόνο εκείνη*

«Σ' αρέσει;»

«Γιατί διάλεξες αυτό;»

Αυτός σηκώνει τους ώμους.

«Τυχαία»

«Έλα εδώ»

Αυτή χτυπάει το χέρι της στο στρώμα δίπλα της κι αυτός κοιτάζει προς την πόρτα συνοφρυωμένος.

«Τι σκέφτεσαι;»

«Αν πρέπει να κλειδώσω την πόρτα»

«Φοβάσαι μήπως έρθει κανείς;»

«Αν έρθει κάποιος, θα χτυπήσει πρώτα, εκτός αν είναι ο νονός μου»

«Γιατί το λες αυτό;»

«Γιατί, εκτός απ' τα παρατσούκλια, ο G-Man έχει τη συνήθεια να εισβάλλει στα δωμάτια σαν ανεμοστρόβιλος. Δεν χτυπάει ποτέ. Ο πατέρας μου τον έχει κυνηγήσει άπειρες φορές»

Εκείνη πάλι γελάει.

«Σοβαρά μιλάς;»

«Δεν μπορείς να φανταστείς»

«Τότε καλύτερα να κλειδώσεις την πόρτα»

«Υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος που θέλεις να κλειδώσω;»

Αυτός την κοιτάζει πονηρά κι εκείνη σφίγγει τα χείλη της.

«Υπάρχει κάτι, αλλά δεν είναι αυτό που νομίζεις»

«Κρίμα»

Αυτός σηκώνεται και κλειδώνει την πόρτα. Μετά πηγαίνει στο στρώμα και κάθεται δίπλα της. Αυτή κρατάει το κεφάλι της χαμηλά κι εκείνος της βγάζει τα μαλλιά απ' τα μάτια με τα δάχτυλά του και τα βάζει πίσω απ' το αυτί της.

«Συμβαίνει κάτι;»

«Όχι. Εγώ απλώς θέλω να σε ρωτήσω κάτι»

«Ρώτα με»

«Θέλεις να κάνουμε σεξ;»

«Ουάου! Τι είδους ερώτηση είναι αυτή;»

«Μια πολύ απλή που απαντιέται μ' ένα ναι ή ένα όχι»

«Αν είναι έτσι, ναι, αλλά μόνο αν το θέλεις κι εσύ»

«Κι αν εγώ δεν θέλω, τουλάχιστον όχι ακόμα, θα μ' αφήσεις;»

«Όχι βέβαια. Πως σου ήρθε αυτό;»

«Σου είπα ότι η μόνη απ' την οικογένεια μου που μιλάει στην αδερφή μου είμαι εγώ, και στο τελευταίο μας τηλεφώνημα, της είπα για σένα κι εκείνη μου είπε ότι αν δεν σου δώσω αυτό που θέλεις, θα το βρεις αλλού και θα μ' αφήσεις. Ή ακόμα χειρότερα, θα με κρατήσεις, αλλά θα με απατάς σε κάθε ευκαιρία»

«Αυτό πιστεύεις για μένα;»

«Όχι, αλλά φοβάμαι. Δεν θέλω να σε χάσω, και φυσικά δεν θέλω να σε μοιράζομαι. Αν ο μόνος τρόπος να σε κρατήσω είναι το σεξ, τότε θα το κάνω, ακόμα κι αν δεν είμαι έτοιμη»

«Κοίτα. Δεν μπορώ να σου υποσχεθώ αιώνια αγάπη. Είναι πολύ νωρίς γι' αυτό και είμαστε ακόμα πολύ μικροί. Αυτό που μπορώ να σου υποσχεθώ είναι ότι θα περιμένω μέχρι να είσαι έτοιμη. Δεν θα σε πιέσω ποτέ για τίποτα. Προς το παρόν μου αρκεί να σε κρατάω στην αγκαλιά μου, να σε χαϊδεύω και να σε φιλάω. Αργότερα θα δούμε. Είμαστε ξεκάθαροι;»

«Απολύτως! Σ' ευχαριστώ, Στέφανε»

«Παρακαλώ, Αφροδίτη. Όμως τώρα, σταμάτα να μιλάς και χρησιμοποίησε το στόμα σου για κάτι καλύτερο»

«Για τι;»

«Φίλα με»

Αυτή σκύβει πάνω του, τον σπρώχνει προς τα πίσω και πιέζει το στόμα της στο δικό του, ενώ ο Θάνος Καλλίρης κάνει το φινάλε του απ' τα ηχεία του υπολογιστή.

*Λένε πως πικρά θα κλάψω, αν δεν την ξεγράψω, τους φίλους μου θα χάσω ... Λένε πως θα με τρελάνει μ' όλα αυτά που κάνει, για μένα δεν τη νοιάζει.

Μα όχι, όχι, όχι το μωρό μου, που με ρωτάει τη νύχτα τι είδα στ' όνειρο μου ... Για το χατίρι της ποιους δράκους πολεμούσα ... Μήπως πληγώθηκα και αν την αγαπούσα.

Όχι, όχι, όχι το μωρό μου, που όταν κοιμάμαι ψάχνει να βρει τον σταυρό μου ... Πάνω στα χείλια μου με τρόπο τον αφήνει ... Κι όρκους μου παίρνει ν' αγαπάω μόνο εκείνη*

Όταν το φιλί τελειώνει, εκείνος ξαπλώνει ανάσκελα κι εκείνη ξαπλώνει δίπλα του γυρισμένη στο πλάι.

«Ξέρεις κάτι; Νομίζω ότι η μητέρα σου δεν με συμπαθεί»

«Από πού το συμπέρανες αυτό;»

«Όταν μπήκα, μου είπε απλά ένα γεια και μετά έτρεξε πάνω»

Αυτός γελάει.

«Αυτό είναι όλο;»

«Μη γελάς. Είναι σοβαρό»

«Μην ανησυχείς, μωρό μου. Η μαμά μου έτρεξε πάνω γιατί ήθελε να κάνει εμετό»

«Είναι άρρωστη;»

«Κατά κάποιο τρόπο»

«Τι εννοείς;»

«Είναι έγκυος, μωρό μου. Σε λίγους μήνες, εκτός από ένα καινούργιο ξαδερφάκι, θ' αποκτήσω κι ένα καινούργιο αδερφάκι»

«Αλήθεια; Αυτό είναι υπέροχο!»

«Ναι. Εκτός αν είναι κι αυτό κορίτσι»

Αυτός γελάει ξανά κι εκείνη τον αγκωνιάζει στα πλευρά.

«Άντε, βρε χαζοβιόλη! Τα κορίτσια είναι φοβερά»

«Όταν δεν είναι αδερφές μου»

«Πολύ αστείο, αλλά, τώρα που ανέφερες τις αδερφές σου ...»

«Τι;»

«Αυτές σίγουρα δεν με συμπαθούν, και σε παρακαλώ μην το αρνηθείς. Όχι τόσο η Αναΐς που είναι κάπως φιλική, όσο η Πανδώρα. Θεέ μου! Κάθε φορά που με βλέπει, το πρόσωπο της παραμορφώνεται από αηδία κι αυτό το βλέμμα της ... Ειλικρινά με τρομάζει»

«Ναι, το ξέρω»

«Μα γιατί; Τι της έχω κάνει; Γιατί με μισεί τόσο πολύ;»

«Δεν σε μισεί. Απλώς ... Πώς να στο πω; Αυτή κι εγώ έχουμε ένα ισχυρό δέσιμο από τότε που ήμασταν μωρά. Ξέρω ότι ακούγεται περίεργο, αλλά έτσι είναι. Έχουμε κάτι δυνατό. Κάτι ανώτερο. Μην νομίζεις ότι υπάρχει κάτι ερωτικό μεταξύ μας. Καμία σχέση. Απλώς ...»

«Απλώς αν έπρεπε να διαλέξεις ανάμεσα σε μένα κι σ' εκείνη, θα διάλεγες εκείνη»

«Η Πανδώρα δεν θα μ' έβαζε ποτέ σε τέτοιο δίλημμα, και ελπίζω το ίδιο να ισχύει και για σένα. Ό,τι κι αν συμβεί, μην μ' αναγκάσεις ποτέ να διαλέξω ανάμεσα σε σένα και την οικογένεια μου. Να το θυμάσαι αυτό»

«Εντάξει, θα το θυμάμαι»

«Και θέλω και κάτι άλλο από σένα. Μια χάρη»

«Τι χάρη;»

«Εγώ θα μιλήσω στη Πανδώρα, αλλά προσπάθησε κι εσύ να την πλησιάσεις με κάποιο τρόπο. Θέλω να γίνετε φίλες. Δεν θα το μετανιώσεις. Είναι απίθανη»

«Αν το θες τόσο πολύ, θα το κάνω. Θα προσπαθήσω δηλαδή»

«Σ' ευχαριστώ»

Αυτοί αρχίζουν να φιλιούνται ξανά, αλλά το χτύπημα στην πόρτα κάνει την Αφροδίτη να πεταχτεί σαν ελατήριο και τον Στέφανο να γελάσει ακόμα πιο δυνατά.

«Ήρεμα, ελατήριο. Είναι κλειδωμένα»

«Δεν φταίω εγώ. Μ' έκανες να το ξεχάσω. Μου απέσπασες την προσοχή»

«Ναι. Αυτό είναι ένα απ' τα πολλά προτερήματα μου. Κάτσε να δω ποιος είναι»

Εκείνη κάθεται οκλαδόν στο στρώμα κι αυτός πηγαίνει στην πόρτα, την ξεκλειδώνει και την ανοίγει. Από πίσω είναι ο Τζάκος, που κοιτάζει τον γιο του λίγο πονηρά.

«Διακόπτω κάτι;»

«Βασικά, ναι, αλλά δεν πειράζει»

«Συγγνώμη»

«Έλα μέσα»

Ο Τζάκος μπαίνει στο δωμάτιο και χαμογελάει στην Αφροδίτη.

«Γεια σου, Αφροδίτη»

«Γεια σας, κύριε Ηλιόπουλε»

Ο Στέφανος σταυρώνει τα χέρια στο στήθος.

«Τι μπορώ να κάνω για σας, κύριε Ηλιόπουλε;»

Ο Τζάκος σμίγει τα φρύδια του.

«Εσύ, εξυπνάκια, τίποτα. Για το κορίτσι σου ήρθα, απεσταλμένος των γυναικών»

Η Αφροδίτη σηκώνεται όρθια.

«Για μένα;»

«Ναι, χρυσό μου. Η Μαίρη μόλις μίλησε με τη μαμά σου και κανόνισε να έρθεις μαζί μας στην έκθεση»

«Αυτό είναι υπέροχο, αλλά δεν έχω ρούχα μαζί μου. Τι θα φορέσω;»

«Η κόρη μου έχει μια ντουλάπα γεμάτη ρούχα που δεν έχει φορέσει ποτέ. Νομίζω ότι κάτι θα βρεις. Σε περιμένουν στο δωμάτιο της Αναΐς. Πήγαινε»

«Πάω. Σας ευχαριστώ, κύριε Ηλιόπουλε».

Αυτή τρέχει έξω απ' το δωμάτιο και ο Τζάκος γυρίζει στον γιο του.

«Λοιπόν, Τίγρη; Πώς πάει;»

«Με την Αφροδίτη; Μέχρι τώρα καλά. Όσο για το μέλλον, δεν ξέρω»

«Γιατί το λες αυτό;»

«Πανδώρα»

«Μμμμ ... Αυτή είχε ένα μικρό ξέσπασμα νωρίτερα στο πρωινό»

«Πάλι; Σκατά!»

Ο Στέφανος κοπανάει την γροθιά του στον τοίχο κι ο Τζάκος βάζει το χέρι του στον ώμο του.

«Έλα, μην κάνεις έτσι. Πάρτο πιο χαλαρά»

«Πώς μπορώ να το πάρω χαλαρά, ρε Μπαμπά; Η Αφροδίτη παρατήρησε την εχθρότητα της κι εγώ είμαι στη μέση και δεν ξέρω τι σκατά να κάνω»

«Κοίτα. Ο Άρης της μίλησε και την ηρέμησε. Μίλα κι εσύ μαζί της και τα πράγματα θα φτιάξουν»

«Ας το ελπίσουμε»

«Πες μου τώρα. Τι ακριβώς γίνεται με την Αφροδίτη; Αν κρίνω απ' την κλειστή πόρτα, εσείς οι δύο έχετε κάνει ικανοποιητική πρόοδο, έτσι δεν είναι;»

«Όχι πολλά πράγματα, μη φανταστείς. Λέει ότι δεν είναι έτοιμη ακόμα και σίγουρα δεν θέλω να την πιέσω. Οπότε δεν κάνω καμία κίνηση. Έχω αφήσει την μπάλα στο γήπεδο της και απλά περιμένω»

«Μπράβο, Τίγρη! Αυτό πρέπει να κάνεις»

«Είναι δύσκολο μερικές φορές»

«Εμένα μου λες; Αλλά αυτό είναι το πιο σημαντικό στάδιο της σχέσης σας και εσύ πρέπει να βάλεις γερά θεμέλια»

«Τι εννοείς;»

«Η παρθενιά, Τίγρη μου, είναι κάτι πολύτιμο για ένα κορίτσι. Για να την δώσει σε κάποιον, αυτός πρέπει ν' αξίζει τον κόπο. Επομένως, φρόντισε να γίνεις άξιος και μην ανησυχείς. Αυτή θα το καταλάβει και θα σου κάνει αυτό το υπέροχο δώρο»

«Ιδού ο σοφός πατέρας μου!»

«Όχι, σαρκαστικέ Τίγρη, δεν είμαι σοφός. Απλώς είχα λάβει πολλά τέτοια δώρα πριν γνωρίσω τη μητέρα σου»

«Καλό!»

Αυτοί γελούν.

~ ΜΕΣΗΜΕΡΙ ~ ΓΥΡΩ ΣΤΙΣ 2 μ.μ. ~

~ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΒΙΚΟΥ & ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΙΝΗΣ ~

Η Θαλασσινή είναι στο σαλόνι και τσακώνεται με τα δίδυμα. Ας δούμε γιατί.

«Είπα ότι θα φορέσετε γραβάτα!»

Αυτά μιλάνε μαζί.

«Και εμείς είπαμε όχι!»

Αυτή αναστενάζει.

«Γιατί μου το κάνετε αυτό; Γιατί δεν μ' ακούτε;»

«Ακούμε, καλέ Μαμά»

«Δεν είμαστε κουφοί»

«Ξέρετε κάτι; Αρκετά! Θα φωνάξω τον πατέρα σας και βγάλτε τα πέρα μαζί του»

Αυτή φωνάζει και ο Βίκος βγάζει το κεφάλι του απ' την πόρτα της κουζίνας.

«Τι;»

«Έλα εδώ και κάνε κάτι πριν τους σκοτώσω!»

Αυτός την πλησιάζει ενώ κοιτάζει καχύποπτα τα δίδυμα που κάθονται στον καναπέ σαν αγγελάκια.

«Τι κάνατε εσείς οι δύο στη μαμά;»

Αυτά μιλούν ξανά μαζί.

«Τίποτα απολύτως»

Η Θαλασσινή μπαίνει στη μέση.

«Μην τους ακούς. Αυτοί αρνούνται να βάλουν γραβάτα. Θέλουν να έρθουν στην έκθεση με τζιν»

Ο Βίκος σηκώνει τους ώμους.

«Αν είναι αυτό που θέλουν, άστους να το κάνουν»

Τα δίδυμα σηκώνονται όρθια.

«Αλήθεια, Μπαμπά;»

«Είσαι ο καλύτερος!»

Αυτή τον κοιτάζει μ' ανοιχτό το στόμα κι εκείνος της κλείνει το μάτι.

«Μην με κοιτάς έτσι, καρδιά μου. Τα παιδιά μπορούν να φορέσουν ότι θέλουν. Δεν μπορούμε να είμαστε όλοι ίδιοι εξάλλου. Εγώ, ο Οδυσσέας, ο Αλέκος, ο Άρης, ο Ορέστης, ο Τζάκος, ο Στέφανος και ο Ιάσονας θα φοράμε βαρετά κοστούμια με ηλίθιες γραβάτες, ενώ τ' αγόρια μας θα ξεχωρίζουν»

Αυτή, καταλαβαίνοντας το σχέδιο του, μπαίνει στο παιχνίδι.

«Ξέρεις κάτι; Έχεις δίκιο. Ας φορέσουν ότι θέλουν»

Και επειδή όλα τα παιδιά είναι ίδια, οι Σταγόνες έχουν ακριβώς την αντίδραση που περίμενε ο Βίκος.

«Περίμενε ένα λεπτό, καλέ Μπαμπά! Είπες ότι όλοι θα βάλετε γραβάτες;»

«Ακόμα κι ο Στέφος κι ο Νάκος;»

«Ναι, αλλά εσείς θα ξεχωρίζετε όπως πάντα»

Αυτά κοιτάζονται μεταξύ τους και επικοινωνούν έτσι όπως μόνο τα δίδυμα μπορούν.

«Αλλάξαμε γνώμη»

«Θα βάλουμε κι εμείς γραβάτα»

Ο Βίκος όμως το πάει παρακάτω.

«Τι; Αποκλείεται!»

Τ' αγόρια πέφτουν στα γόνατα και ενώνουν τα χέρια τους κάτω απ' το πηγούνι τους.

«Σε παρακαλούμε, Μπαμπά!»

«Άσε μας να βάλουμε γραβάτα»

Αυτός τρίβει το σαγόνι του.

«Δεν ξέρω. Αφήστε με να το σκεφτώ»

Αυτοί μιλούν μαζί γι' άλλη μια φορά.

«Σε παρακαλούμε! Σε παρακαλούμε! Σε παρακαλούμε!»

«Λοιπόν, αφού το θέλετε τόσο πολύ, εντάξει, θα βάλετε γραβάτα»

Ακόμα μία φορά με μία φωνή.

«Ευχαριστούμε, Μπαμπά!»

«Πηγαίντε τώρα να παίξετε και στις έξι ακριβώς να έρθετε να κάνετε μπάνιο και να ετοιμαστείτε»

Τα δίδυμα φεύγουν χαρούμενα κι ο Βίκος αγκαλιάζει και φιλάει την Θαλασσινή.

«Βλέπεις, Βασίλισσα μου; Δεν θέλει κόπο, θέλει τρόπο!»

«Είσαι καταπληκτικός. Τι θα έκανα χωρίς εσένα;»

«Θα τσακωνόσουν με τα παιδιά μέχρι το πρωί»

«Σ' αγαπάω»

«Εγώ περισσότερο»

Αυτή κοιτάζει το ρολόι της.

«Έχουμε αρκετή ώρα. Πάμε πάνω;»

«Δείξε μου τον δρόμο, μωρό μου»

~ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ~ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΑΛΕΚΟΥ & ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ~

Το ζευγάρι είναι αραγμένο στον καναπέ. Ο Αλέκος ξαπλωμένος στο πλάι απ' την μέσα μεριά κι ο Οδυσσέας ανάσκελα δίπλα του.

«Μμμμ ... Μου έχει λείψει αυτό»

«Ποιο;»

«Ν' αράζουμε παρέα στον καναπέ, μόνο οι δυο μας. Δεν μένουμε σχεδόν καθόλου μόνοι τον τελευταίο καιρό»

«Έχεις δίκιο. Έχουμε τουλάχιστον τρεις μήνες να περάσουμε μια ολόκληρη μέρα μόνοι μας»

«Έχω μια ιδέα. Τι θα λεγες για ένα ταξιδάκι τα δυο μας;»

«Και η Πανδώρα;»

«Έλα, ρε Αλέκο! Το Αστέρι μας είναι αρκετά μεγάλο. Μπορεί να ζήσει χωρίς εμάς για λίγες μέρες»

«Εντάξει. Πού θέλεις να πάμε;»

«Δεν με νοιάζει αν είμαι μαζί σου»

«Το Παρίσι πως σου φαίνεται; Σ' εκείνο το ωραίο ξενοδοχείο;»

«Μμμμ ... Τέλεια ιδέα! Εσύ κι εγώ, στο μπαλκόνι, με θέα τον Πύργο του Άιφελ, να πίνουμε σαμπάνια και να τρώμε φράουλες με σαντιγί»

«Κάτι ξέχασες»

«Τι;»

«Ότι είμαστε γυμνοί»

«Πφφφ! Είσαι σεξομανής! Εγώ μιλάω ρομαντικά»

«Το ίδιο κι εγώ. Ρομαντικό πήδημα»

«Μεγάλωσες με τον Τζάκο, τι περίμενα; Με στραβό αν κοιμηθείς, το πρωί θ' αλληθωρίσεις»

Ο Αλέκος αλληθωρίζει τα μάτια του κι ο Οδυσσέας ξεσπάει σε ασυγκράτητα γέλια, με αποτέλεσμα να πέσει απ' τον καναπέ την στιγμή που η Πανδώρα κατεβαίνει τις σκάλες με το μπουρνούζι της και με μια πετσέτα τυλιγμένη στα μαλλιά της.

«Τι έγινε εδώ, καλέ; Γιατί ο Μπαμπάς Οδυσσέας είναι στο πάτωμα και γελάει σαν υστερικός;»

Ο Αλέκος κάθεται κανονικά στον καναπέ.

«Έκανα μια ηλίθια γκριμάτσα κι αυτός έπεσε»

«Τι γκριμάτσα; Δείξε μου»

Ο Αλέκος αλληθωρίζει ξανά και το κορίτσι κάνει ακριβώς αυτό που έκανε κι ο πατέρας της. Αυτή αρχίζει να γελάει σαν υστερική.

«Ω, Θεέ μου! Μπαμπά Αλέκο ... Είσαι τόσο γελοίος!»

Ο Οδυσσέας σκουπίζει τα δάκρυα απ' τα μάτια του καθώς σηκώνεται απ' το πάτωμα.

«Το είδες, μωρό μου; Ακόμα και το παιδί το κατάλαβε»

Ο Αλέκος μουτρώνει.

«Σταματήστε και οι δύο. Δεν είμαι καθόλου γελοίος. Είμαι απλά αξιολάτρευτος»

Η Πανδώρα σκουπίζει κι εκείνη τα μάτια της.

«Ναι, ναι, έχεις δίκιο. Ότι πεις!»

Ο Οδυσσέας κάθεται ξανά στον καναπέ.

«Εντάξει. Αρκετά γελάσαμε με τον Μπαμπά Αλέκο. Για πες μου τώρα εσύ, Αστέρι μου, για πού το 'βαλες σαν Ινδή θεά με το σάρι στο κεφάλι;»

«Δίπλα, στο Παλάτι. Η Αφροδίτη προσφέρθηκε να μας φτιάξει τα μαλλιά, και σκέφτηκα να ακολουθήσω τη συμβουλή του Άρη και είπα ναι»

«Μπράβο, κοριτσάκι μου. Αυτό είναι το σωστό και το ξέρεις»

«Θα δείξει! Τέλος πάντων! Εγώ πάω τώρα κι εσείς οι δύο φρόνημα, έτσι;»

Ο Αλέκος γυρίζει τα μάτια του.

«Φύγε από δω, Αστέρι»

Αυτή τους στέλνει ένα φιλί και φεύγει. Τότε, ο Αλέκος σηκώνεται.

«Και τώρα οι δυο μας, σέξι αγόρι»

Αυτός πιάνει τον Οδυσσέα απ' το πουκάμισο και τον τραβάει προς τις σκάλες.

«Έη! Που με πας;»

«Μην αντιστέκεσαι κι ανέβα τις σκάλες»

«Το παιδί είπε να κάτσουμε φρόνημα»

«Θέλεις πραγματικά να κάτσουμε φρόνημα;»

«Όχι και τόσο»

«Αυτό σκέφτηκα κι εγώ»

«Τι θα μου κάνεις;»

«Θα σε τιμωρήσω που με κορόιδεψες»

«Σκληρά;»

«Ανελέητα»

«Τέλεια!»

~ ΛΙΓΟ ΑΡΓΟΤΕΡΑ ~ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΤΖΑΚΟΥ & ΤΗΣ ΜΑΙΡΗΣ ~

Ο Τζάκος κάθεται στον καναπέ και κάνει ζάπινγκ στην τηλεόραση ενώ πίνει μια μπύρα πριν το μεσημεριανό γεύμα. Η Μαίρη κατεβαίνει τις σκάλες και κάθεται δίπλα του. Εκείνος της χαμογελάει.

«Γεια σου, Αυγέρη»

«Γεια σου, Ηλιόπουλε»

«Πού ήσουν;»

«Επάνω με τα κορίτσια»

«Είναι όλα καλά μεταξύ τους;»

«Μέχρι στιγμής, ναι. Η καημένη η Δώρα μου προσπαθεί πολύ σκληρά, αλλά ...»

«Αλλά, ανά πάσα στιγμή, μπορεί ν' αρπάξει την Αφροδίτη απ' τα μαλλιά και ν' αρχίσει να χτυπάει το κεφάλι της στο πάτωμα, έτσι δεν είναι;»

«Ναι. Αυτό φοβάμαι»

«Μην φοβάσαι, μωρό μου. Μίλησα με τον Τίγρη και θα φροντίσει τη Πανδώρα. Θα πάνε όλα καλά»

«Ας το ελπίσουμε! Δώσε μου τώρα μια μικρή γουλιά απ' αυτό»

«Τρελάθηκες; Μπύρα στην κατάσταση σου;»

«Έλα μωρέ! Μια γουλίτσα δεν θα μας βλάψει»

«Όχι. Αν θέλεις, μπορώ να σου φέρω λίγο κόκκινο κρασί, που είναι εγκεκριμένο απ' το γιατρό»

«Μα εγώ θέλω μπύρα»

«Είπα όχι»

«Δεν πειράζει. Έχω άλλον τρόπο να πάρω αυτό που θέλω»

«Σοβαρά; Πως;»

«Έτσι!»

Αυτή πέφτει πάνω του, πλαισιώνοντας τα μάγουλά του και πιέζει τα χείλη της στα δικά του, δοκιμάζοντας τη μπύρα απ' το στόμα του. Αυτός, φυσικά, δεν μπορεί ν' αντισταθεί στη γοητεία της και χάνεται στο φιλί της, το οποίο διακόπτεται απ' την είσοδο της Σελήνης και της Χλόης στο σπίτι που ξεροβήχουν για να τους τραβήξουν την προσοχή.

«Γκουχ! Γκουχ!»

«Μας συγχωρείτε για την διακοπή, αλλά μήπως τυχαίνει να ξέρετε πού είναι οι άντρες μας;»

Ο Τζάκος τις αγριοκοιτάζει.

«Σας παράτησαν γιατί είστε πολύ ενοχλητικές»

Η Σελήνη βάζει το χέρι στο στήθος της.

«Θεέ μου! Πόσο αστείος μπορείς να γίνεις μερικές φορές, αδερφούλη!»

«Με κοροϊδεύεις, αδελφούλα;»

«Όχι, καλέ. Πως σου πέρασε απ' το μυαλό κάτι τέτοιο; Τώρα σταμάτα να είσαι τόσο σπαστικός και πες μου. Ξέρεις πού βρίσκονται ή όχι;»

«Εκεί που είναι πάντα κάθε μέρα πριν το μεσημεριανό γεύμα»

«Στο γυμναστήριο»

«Ακριβώς! Πηγαίντε να τους βρείτε κι αφήστε με ήσυχο να παίξω με τη γυναίκα μου. Ουστ!»

«Υπάρχει δωμάτιο γι' αυτό, αν το έχεις ακουστά. Λέγεται κρεβατοκάμαρα!»

«Εξαφανίσου, μικρή αδερφή, γιατί θα σε δείρω»

«Αυτό εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Λύκου. Κράτα τα χέρια σου μακριά. Δεν του αρέσει να μοιράζεται»

«Για όνομα του Θεού!»

«Πήγες γυρεύοντας!»

Και σαν μία πολύ ώριμη γυναίκα, αυτή του βγάζει τη γλώσσα της και μαζί με την Χλόη πηγαίνουν στο γυμναστήριο. Ο Τζάκος συνοφρυώνεται.

«Την έχω αφήσει πολύ λάσκα. Η μόνη βιώσιμη λύση είναι να τη στείλω κι αυτή σε μοναστήρι. Υπήρξε ποτέ έγκυος καλόγρια;»

Η Μαίρη γελάει.

«Έχει δίκιο, όμως»

«Για ποιο πράγμα;»

«Όντως υπάρχει ένα δωμάτιο για να παίξεις»

«Ναι, το ξέρω. Και λοιπόν;»

«Δεν νομίζεις ότι ήρθε η ώρα να πάμε εκεί;»

Αυτός καγχάζει.

«Τι τρέχει, Αυγέρη; Είσαι καυλωμένη;»

«Δεν φταίω εγώ. Οι ορμόνες μου»

«Μμμμ ... Οι ορμόνες σου, ε;»

«Ναι»

«Σ' αυτή την περίπτωση, ευχαρίστως να ικανοποιήσω τις ορμόνες σας, κυρία μου»

~ ΣΤΟ ΓΥΜΝΑΣΤΗΡΙΟ ~

Το τριακοσίων τετραγωνικών γυμναστήριο που βρίσκεται στο υπόγειο του Παλατιού είναι άρτια εξοπλισμένο με όλα τα τελευταίας τεχνολογίας μηχανήματα γυμναστικής. Διαθέτει επίσης όλων των ειδών τα βάρη, μονόζυγα και μπάρες. Το πάτωμα είναι μαύρο, φτιαγμένο από ένα ειδικό αντιολισθητικό πλαστικό, ενώ οι τοίχοι είναι βαμμένοι σ' ένα υπέροχο ανοιχτό γκρι του πάγου, που ταιριάζει τέλεια με τα νίκελ μηχανήματα. Φυσικά, το κρυφό σύστημα κλιματισμού στο ταβάνι και στο πάτωμα φροντίζει να διατηρεί την θερμοκρασία σ' ένα ιδανικό επίπεδο ανεξαρτήτου εποχής. Τέλος, στην μέσα γωνία, υπάρχει μια υπερσύγχρονη σάουνα, φτιαγμένη από μαύρο έβενο.

Εκεί μπαίνουν τα κορίτσια μας και παγώνουν. Το θέαμα των ιδρωμένων αγοριών με τα κοντά σορτς, τα στενά αμάνικα μπλουζάκια και τ' αθλητικά παπούτσια, που σηκώνουν βάρη γυμνάζοντας τους δικέφαλους τους, κόβει την ανάσα. Η Σελήνη αναστενάζει.

«Αχ! Μέγας Είσαι, Κύριε και θαυμαστά τα έργα Σου!»

Η Χλόη κουνάει το κεφάλι της συμφωνώντας.

«Τι κάνουμε τώρα; Τους διακόπτουμε;»

«Όχι! Άσε να τους χαζέψουμε λίγο ακόμα»

«Εντάξει, αλλά αν αρχίσουν τα push-ups, θα ορμήσω!»

Η Σελήνη γυρίζει τα μάτια της.

«Συγκρατήσου, καυλωμένο ζώο!»

Η Χλόη καγχάζει.

«Εσύ μπορείς;»

«Τουλάχιστον προσπαθώ»

«Ναι, καλά! Σκούπισε πρώτα τα σάλια που σου τρέχουνε και μετά τα λέμε»

«Σκύλα!»

Αυτές χαχανίζουν σιγανά ενώ συνεχίζουν να κοιτάζουν τους άντρες τους. Λίγα λεπτά αργότερα, αυτοί τελειώνουν με την προπόνηση τους και τώρα κάνουν μερικές διατάσεις για να χαλαρώσουν τους μύες τους. Η Σελήνη ξεφυσάει.

«Ως εδώ! Δεν αντέχω άλλο! Πάμε μέσα»

Τα κορίτσια βγαίνουν απ' την κρυψώνα τους και κατευθύνονται προς τα αγόρια, αλλά τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά. Καθώς ο Άρης σκουπίζει τα μαλλιά του, τις κοιτάζει πονηρά.

«Λοιπόν, δεσποινίδες μου, σας άρεσε το σόου;»

Τα κορίτσια κοιτάζουν το ένα το άλλο με τα μάγουλα τους να κοκκινίζουν.

«Ποιο σόου; Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς»

Ο Ορέστης καγχάζει.

«Έλα, Κούκλα. Σας πήραμε χαμπάρι απ' την πρώτη στιγμή που πατήσατε τα ποδαράκια σας εδώ μέσα»

Η Χλόη συνεχίζει να κάνει την ανήξερη.

«Τι λες, μωρό μου; Εμείς μόλις μπήκαμε»

Είναι η σειρά του Άρη να καγχάσει.

«Ό,τι πείτε!»

Τότε, η Σελήνη κάνει νόημα στην Χλόη κι εκείνη περπατάει προς τον Ορέστη.

«Εεεε ... Τι είναι εκεί μέσα, μωρό μου;»

«Πού;»

«Εκεί. Η ξύλινη πόρτα»

«Η σάουνα»

Η Χλόη, γνωρίζοντας πολύ καλά τι ακριβώς είναι εκεί, παριστάνει την έκπληκτη.

«Τι; Έχουμε σάουνα; Και γιατί δεν το ξέρω εγώ;»

«Τι είναι αυτό τώρα; Γιατί ενθουσιάστηκες έτσι με τη σάουνα, ρε μωρό μου;»

«Γιατί δεν έχω κάνει ποτέ σάουνα με άντρα»

«Και λοιπόν;»

Ο Άρης του ρίχνει μια φάπα.

«Τι δεν καταλαβαίνεις, ρε πανίβλακα; Το κορίτσι θέλει ένα αχνιστό πήδημα»

«Ω!»

Ο Ορέστης είναι πραγματικά εμβρόντητος κι ο Άρης γυρίζει τα μάτια του.

«Απλά πήγαινε, ρε μαλάκα! Μη με ντροπιάζεις άλλο»

Όταν ο Ορέστης μπαίνει στη σάουνα με την Χλόη, η Σελήνη πλησιάζει τον Άρη και βάζει την παλάμη της στο στήθος του. Αυτός την κοιτάζει και χαμογελάει.

«Τι έκανα λάθος μαζί του;»

«Δεν έκανες κανένα λάθος, αλλά αν θέλεις να το συζητήσουμε περαιτέρω, θα πρέπει να περιμένεις. Τώρα θέλω κάτι άλλο. Κάτσε κάτω»

Αυτή τον σπρώχνει κι εκείνος κάνει μερικά βήματα πίσω και κάθεται στον πάγκο. Αμέσως μετά, αυτή τον καβαλάει.

«Τι κάνεις, Γατούλα;»

«Δεν είναι προφανές;»

Αυτή περνάει τα χέρια της μέσα απ' τα υγρά μαλλιά του και φιλάει το λαιμό του. Αυτός ρίχνει το κεφάλι του πίσω.

«Γατούλα, είμαι ιδρωμένος»

«Έτσι όπως είμαι τώρα, δεν δίνω δεκάρα! Σε θέλω, Λύκε και σε θέλω τώρα. Ακόμα και βρώμικο»

«Παίρνεις ξανά την πρωτοβουλία, Γατούλα;»

Αυτή αρχίζει να τρίβεται πάνω του.

«Δεν είναι αυτό, Αφέντη. Δεν θα το τολμούσα ποτέ χωρίς την άδεια σου. Έχω μόνο ένα αίτημα»

Τα δάχτυλα του φτάνουν στο σαγόνι της και τα χείλη του δεσμεύουν τα δικά της σ' ένα παθιασμένο φιλί.

«Αυτό σημαίνει ότι το αίτημα μου έγινε δεκτό;»

«Τι πιστεύεις;»

Αυτός βάζει τα χέρια του στους γοφούς της και την πιέζει πάνω του. Αυτή γκρινιάζει καθώς αισθάνεται το καβλί του να σκληραίνει ανάμεσα στα πόδια της.

«Το νιώθεις κι εσύ, έτσι δεν είναι;»

«Ναι! Ναι!»

«Και τι; Το θέλεις;»

«Ναι, το θέλω!»

«Τι θέλεις; Πες το μου!»

«Θέλω να νιώσω το καβλί σου βαθιά μέσα μου, Αφέντη»

«Όχι ακόμα. Σήκω πάνω»

Με τα πόδια της να τρέμουν απ' την προσμονή, αυτή σηκώνεται και στέκεται μπροστά του.

«Βγάλε το φόρεμα σου»

Αυτή κατεβάζει τις λεπτές τιράντες κι αφήνει το φόρεμα να πέσει στα πόδια της. Καθώς το ελαφρύ ύφασμα αγγίζει το πάτωμα, ένα κλαψούρισμα βγαίνει απ' το στόμα της.

«Υπομονή, Γατούλα. Ξέρεις ότι μ' αρέσει να παίρνω το χρόνο μου»

Αυτός σηκώνεται όρθιος κι αρχίζει να περπατά γύρω της βγάζοντας τα ρούχα του. Πρώτα το μπλουζάκι και μετά το σορτς. Αυτή παίρνει μια βαθιά ανάσα όταν βλέπει ότι δεν φοράει εσώρουχο κάτω απ' το σορτς του κι εκείνος, χαμογελώντας, συνεχίζει να περπατάει γύρω της, κυκλώνοντας την σαν αδίστακτο αρπακτικό. Όπως ένας αληθινός λύκος κυκλώνει την ανυπεράσπιστη λεία του. Ξαφνικά, σταματάει πίσω της και περνάει τα δάχτυλα του κατά μήκος στην πλάτη της, αγγίζοντας μετά βίας το δέρμα της, κάνοντας την ν' ανατριχιάσει, ενώ ψιθυρίζει στ' αυτί της.

«Λατρεύω τις αντιδράσεις σου στο άγγιγμα μου»

«Ναι, Αφέντη»

Αυτός βάζει τα δάχτυλα του στα χείλη της.

«Σιωπή, Γατούλα! Μίλησες αρκετά. Απ' αυτή τη στιγμή, θα κρατήσεις το στοματάκι σου κλειστό. Ναι; Μη μιλήσεις. Απλώς κούνα το κεφάλι σου»

Εκείνη γνέφει κι εκείνος χαμογελάει.

«Μπράβο το κορίτσι μου!»

Αυτή γέρνει το κεφάλι της πίσω και κλείνει τα μάτια της όταν αυτός έρχεται μπροστά της κι αρχίζει να τη φιλάει και να της δαγκώνει στο λαιμό. Αυτή απολαμβάνει την αίσθηση του έμπειρου στόματος του καθώς αφήνει το σημάδι του στο δέρμα της.

«Γονάτισε, Γατούλα»

Αυτή πέφτει στα τέσσερα κι αυτός πηγαίνει ξανά πίσω της και, πριν της βγάλει το κιλοτάκι, παίζει λίγο μαζί της. Τη δελεάζει τρυφερά, χαϊδεύοντας, γλείφοντας και φιλώντας την πλάτη και τα χέρια της. Αυτή στηρίζει τις παλάμες της στο πάτωμα καθώς εκείνος, με το ένα χέρι στον γλουτό της και το άλλο να στηρίζει την κοιλιά της, τη διαπερνά αρκετά δυνατά για να την ικανοποιήσει κι αρκετά απαλά για να μην θέσει σε κίνδυνο την εγκυμοσύνη. Αυτή δαγκώνει τα χείλη της καθώς ο οργασμός της ταρακουνάει το σώμα της ενώ τα νύχια της ξύνουν το πλαστικό πάτωμα του γυμναστηρίου.

«Και τώρα, Γατούλα, η σειρά μου. Ξέρεις τι πρέπει να κάνεις»

Αυτή σκύβει περισσότερο και κάνει καμάρα την πλάτη της, τουλάχιστον όσο πιο πολύ μπορεί, και σφίγγει τους μύες του κόλπο της πιέζοντας το καβλί του, κάτι για το οποίο αυτός τρελαίνεται.

«Γαμώτο! Χύνω!»

Αυτός κάθεται, χωρίς ανάσα, στα πόδια του και την τραβάει πάνω του. Αυτή γέρνει το κεφάλι της στον ώμο του κι εκείνος τη φιλάει στο λαιμό.

«Ήθελα να 'ξέρα τι θα πεις στον αδερφό σου όταν σε ρωτήσει τι είναι αυτές οι γρατσουνιές στο πάτωμα του γυμναστηρίου του»

Αυτή τον κοιτάζει πιέζοντας τα χείλη της κι εκείνος της γνέφει καταφατικά.

«Θα του πω την αλήθεια. Ότι φταις εσύ που μου απαγόρευσες να μιλήσω»

«Έλα τώρα! Αφού σ' αρέσει όταν σε βάζω στο αθόρυβο»

«Φυσικά και μ' αρέσει. Μ' αρέσουν όλα όσα μου κάνεις»

«Γαμώτο! Τέτοια μου λες και λιώνω! Μόνο εσύ μπορείς να το κάνεις αυτό. Κανένας άλλος»

Αλλά πριν αυτός προλάβει να της δώσει ακόμα ένα φιλί, η πόρτα της σάουνας ανοίγει κι ο Ορέστης με την Χλόη τους πλησιάζουν, μούσκεμα στον ιδρώτα. Ο Άρης, με μερικές γρήγορες κινήσεις, παίρνει το φόρεμα και βοηθάει τη Σελήνη να το φορέσει πριν αυτός φορέσει το σορτς του. Ο Ορέστης σωριάζεται στον πάγκο.

«Μια συμβουλή, παιδιά. Εάν πρόκειται ποτέ να κάνετε σεξ μέσα σε σάουνα, μην την ανάψετε. Νιώθω σαν να έχασα τα μισά κιλά μου»

Η Χλόη είναι πολύ περισσότερο ενθουσιασμένη.

«Μην τον ακούτε, καλέ. Ήταν φανταστικά. Θα μπορούσα να συνεχίσω για ώρες»

«Θα έμενες μόνη σου. Εγώ θα είχα λιώσει»

Ο Άρης αρχίζει να γελάει.

«Φοβάσαι λίγη ζέστη; Είσαι τόσο κότα ώρες και φορές»

Ο Ορέστης γρυλίζει.

«Αν έχεις αρχίδια, πήγαινε κάντο, μαλάκα»

«Επειδή έχω αρχίδια, πάμε εκεί μέσα τώρα να κάνουμε τριάντα κάμψεις»

«Ευχαρίστως!»

Η Σελήνη μπαίνει ανάμεσα τους.

«Ουάου! Κρατήστε το στο παντελόνι σας, θερμοκέφαλοι μάγκες. Είναι ώρα για φαγητό και μετά πρέπει να ετοιμαστούμε»

Η Χλόη σιγοντάρει.

«Έχει δίκιο, αγορίνες μου. Έχουμε μια έκθεση να παρευρεθούμε. Ήρθε επιτέλους η ώρα το μωρό μου να γίνει διάσημο»

Η Σελήνη χτυπάει παλαμάκια.

«Γιου-Χου! Ζήτω για τον Ορεστάκο!»

Τ' αγόρια κοιτάζονται μεταξύ τους και δείχνουν τα δόντια τους.

«Ανανεώνουμε το ραντεβού, Βήτα»

«Όποτε θες, Άλφα»

Τα κορίτσια γυρίζουν τα μάτια τους.

«Άτιμη τεστοστερόνη»

«Το λιγότερο»


Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro