8. Οι ανησυχίες της κυρίας Δαμασκηνού
https://youtu.be/5bH-vUCVcsw
Ο Καθηγητής Δημοσθένης Αρμάγος μιλούσε με την γραμματέα του στο γραφείο του στην κλινική. Η νεαρή γυναίκα, η Έλσα, ήταν από εκείνες που θεωρούσαν βασικό εργαλείο στη δουλειά τους την παραχώρηση εκδούλευσης στον άμεσο διευθυντή τους.
Συνεργάστηκαν μαζί εκείνο το πρωινό αρκετή ώρα. Άλλο που δεν ήθελε η νεαρή και φιλόδοξη γυναίκα για να είναι όσο και περισσότερο κοντά στον διευθυντή της, μιας και μόνιμα στο πίσω μέρος του μυαλού της φλερτάριζε η ιδέα της νομής μιας τέτοιας έμμεσης εξουσίας.
"Εντάξει Έλσα, τελειώσαμε, μπορείς να πηγαίνεις" της είπε ο Αρμάγος επιστρέφοντας υπογεγραμμένα τα έγγραφα που του είχε κοινοποιήσει.
"Εντάξει κ. Καθηγητά", απάντησε με το γνώριμο πεταχτό της στυλ. Μαζεύτηκε και ετοιμάστηκε να αποχωρήσει. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή γύρισε προς τον Αρμάγο
"Κύριε Διευθυντά, συγγνώμη", δίστασε.... "συμβαίνει κάτι με την κυρία Δαμασκηνού ;"
Στο άκουσμα της ερώτησης ο Αρμάγος άφησε τους φακέλους μπροστά του, σήκωσε το κεφάλι του και κάρφωσε απαιτητικά τα μάτια του στην Έλσα
"Τι θέλεις να πεις Έλσα ; τι συμβαίνει με την κ. Δαμασκηνού ;"
"Να.... Τελευταία την βλέπω πολύ φοβισμένη ! Σαν κάτι να φοβάται, σαν να την βασανίζει.."
"Και από που βγάζεις αυτό το συμπέρασμα ;"
Η Έλσα είχε ....επιστρέψει για τα καλά. Το έντονο ενδιαφέρον του διευθυντού της, της έδινε την εικόνα ότι μπορούσε κάτι πολύ χρήσιμο θα προσέφερε σ' αυτόν. Απάντησε λοιπόν.
"Είχαμε μια κουβέντα πριν λίγες μέρες. Ήταν ανήσυχη.."
"Δηλαδή ;"
"Να, έλεγε ότι κάτι την βασανίζει. Ειδικά μετά τα τελευταία γεγονότα στην κλινική, νιώθει ένα βάρος. Σαν να κουβαλάει κάτι και να μην μπορεί να το διαχειριστεί..."
Ο Αρμάγος έδειχνε μεγάλη προσοχή στην συζήτηση:
"Σου είπε τι είναι αυτό το βάρος ;"
"Όχι ! Την πίεσα αλλά όχι. Μόνο μισόλογα. Ότι δεν αντέχει, ότι θέλει να τα πει κάπου να ξεσπάσει"
"Ίσως αυτή η ιστορία με τον θάνατο του Δεβέλογλου να την έχει ταράξει"
"Αυτό φοβάμαι και εγώ", απάντησε η νεαρή γυναίκα. Σε λίγο είχε φύγει. Ο Αρμάγος με ένα παγωμένο σκληρά ανέκφραστο πρόσωπο έμεινε πίσω στο γραφείο γεμάτος σκέψεις και προβληματισμούς.
Αφήνοντας η Ελουάζ το σημείωμά της στον Ποινικολόγο Ισίδωρο Διοφάντους, τη στιγμή που έκλεινε τη φιλόξενη πόρτα του πίσω της, ήξερε πολύ καλά ότι έμπαινε πάλι σε μια ταραγμένη θάλασσα στη πορεία της ζωής της χωρίς να ξέρει που θα την οδηγήσει.
Περπάτησε αρκετά μέχρι να βγει στον περιφερειακό δρόμο με κατεύθυνση την Αθήνα. Στο σπίτι του Διοφάντους δεν μπορούσε να μείνει περισσότερο. Η Σκέψη της πήγε στο πατρικό της σπίτι. Έπρεπε με κάθε τρόπο να φτάσει εκεί. Δεν ήξερε βέβαια τι θα συναντήσει αλλά δεν είχε άλλη επιλογή. Το Περιστέρι όμως ήταν μακριά και τώρα έπρεπε να βρει κάπου να περάσει τη νύχτα της.
Τα επόμενα λεπτά την έφεραν συνεπιβάτιδα σε ένα μεσαίο φορτηγό. Έκανε auto-stop και εκείνος ο οδηγός σταμάτησε να την πάρει στον γυρισμό του στο κέντρο της Αθήνας. Ήταν τυχερή καθώς ο ώριμος άντρας ήταν αξιοπρεπής και σεβάστηκε απόλυτα την παρουσία της δίπλα του. Έπρεπε τώρα να βρει έναν τρόπο να φτάσει στο πατρικό της σπίτι. Έριξε μια ματιά στα χρήματα που άρπαξε από τον Δεβέλογλου. Ήταν υπεραρκετά για το ταξί.
"Δώσατε κατάθεση κύριε Διοφάντους ;", τον ρώτησε ο Ζήσης καθώς έφερε στο γραφείο του κάποια έγγραφα.
"Ναι", απάντησε εκείνος
"Φαντάζομαι δεν γινόταν αλλιώς", ρώτησε ο νεαρός του συνεργάτης.
"Δεν υπήρχε άλλη επιλογή Ζήση. Τώρα αρχίζουν τα δύσκολα με αυτήν την υπόθεση.
"Τι θέλετε να πείτε ;" πετάχτηκε η Έλενα, η εικοσιπεντάχρονη νεαρή γραμματέας στο γραφείο.
"Αποφάσισα να αναλάβω την νομική κάλυψη της νεαρής αυτής κοπέλας Έλενα. Σε λίγο η αστυνομία φαντάζομαι θα την αναζητήσει".
"Μα έχει στοιχεία ;" ρώτησε η Έλενα.
"Έχει το βίντεο. Βέβαια αυτό δεν αποδεικνύει τίποτα αλλά στο πρόσωπο αυτής της γυναίκας εστιάζονται όλα"
"Μα πως τη λένε έχουμε μάθει ;" παρενέβη ο Ζήσης.
"Επίσημα όχι. Είναι μια γυναίκα χωρίς ταυτότητα. Το μόνο που ξέρω είναι το όνομα που εκείνη έδωσε σε μένα, Ελουάζ".
Τα παιδιά κοιτάχτηκαν μεταξύ τους με απορία, ο Ισίδωρος σχολίασε:
"Ναι, έτσι αντέδρασα και εγώ. Ποιος ξέρει ; κάποιο καλλιτεχνικό ; ψευδώνυμο ; αλλά αυτό δεν είναι το κυρίαρχο τώρα. Αυτό που έχουμε μπροστά μας είναι να προσπαθήσουμε να βρούμε στοιχεία γι αυτήν αρχικά και μετά να ψάξουμε να την εντοπίσουμε".
"Η Αστυνομία θα την δώσει ως ύποπτη για φόνο ;" μπήκε στη κουβέντα ο Ζήσης.
"Δεν νομίζω. Σαν αγνοούμενη θα την δώσουν, εμπλεκόμενη στα γεγονότα. Μέχρι εκεί"
"Τι σκέφτεστε να κάνουμε ; κύριε Ισίδωρε ;" συνέχισε ο Ζήσης.
"Ζήση, άκου. Απ' την κλινική δεν θα μας δώσουν εμάς τίποτα. Θα απευθυνθούμε στις οργανώσεις που έκαναν καταγγελίες για τα γενόμενα εκεί μέσα. Ψάξε βρες ποιες είναι αυτές από ανακοινώσεις και αναφορές στο διαδίκτυο και να έρθουμε σε επαφή μαζί τους μήπως μάθουμε τίποτα."
Τα παιδιά στο γραφείο κινήθηκαν συγκαταβατικά και ύστερα από λίγο ο καθένας τράβαγε στην ιδιαίτερη εργασία του σε μια αγωνιώδη προσπάθεια που μόλις ξεκινούσε.
Η Μπέτυ Δαμασκηνού έριξε μια ρόμπα επάνω της καθώς κοίταξε έξω απ την μπαλκονόπορτα του σπιτιού της. Ήταν ήδη αργά και η νύχτα ήταν πολύ κρύα. Ήταν κι αυτός ο Βοριάς που λυσσομανούσε έξω. Λίγο πριν είχε μαζέψει τις τέντες της βεράντας και προσπαθούσε να ζεσταθεί.
Στα σαρανταοκτώ της χρόνια, χωρισμένη ήδη από τα τριανταπέντε της ζούσε μόνη. Χωρίς παιδιά ή κάποιον άλλο κοντά της. Λες και η ίδια η ζωή είχε προνοήσει να γλυτώσει την οποιαδήποτε ζωντανή ψυχή από το να συμβιώνει μαζί της.
Το κουδούνι της πόρτας την ξάφνιασε εντελώς. Έριξε μια ματιά στην κάμερα από το θυροτηλέφωνο. Παραξενεύτηκε.
"Τι να συμβαίνει νυχτιάτικα ;" αναρωτήθηκε ανοίγοντας την πόρτα.
Με το άνοιγμα της πόρτας ο αιφνιδιασμός της ήταν απόλυτος. Το χέρι έκλεισε το στόμα της. Το σώμα του απρόσμενου επισκέπτη την έσπρωξε βίαια προς το εσωτερικό κλείνοντας πίσω την πόρτα. Λεπτή καθώς ήταν δεν είχε καμία τύχη στο να αντισταθεί. Μάταια προσπαθούσε να ξεφύγει.
"Γιατί εγώ ;" ξέφυγε κάποια στιγμή απ' το στόμα της, ενώ ένιωσε το σώμα της να παραλύει ανήμπορο.
"Δεν φταίω εγώ...δεν έκανα εγώ τίποτα...ο άλλος φταίει" ήταν τα τελευταία λόγια που κατάφερε να πει μέσα στην θανάσιμη αγωνία της. Το φως άρχισε να αργοσβήνει απ' τα μάτια της, οι δυνάμεις της την εγκατέλειψαν, τα πόδια της λύγισαν και ένα απέραντο απόλυτο σκοτάδι φυλάκισε την ύπαρξή της.
Θα ήταν μόλις οκτώμιση το πρωί όταν το κινητό τηλέφωνο του Ισίδωρου Διοφάντους χτύπησε. Ήταν στο γραφείο του και δεν είχε καλά-καλά ακόμα βάλει στο στόμα του μήτε τον πρωινό του καφέ. Το όνομα του Ανακριτή στην εισερχόμενη κλήση τον έβαλε αμέσως σε συναγερμό. Η σκέψη του πήγε αμέσως στην Ελουάζ. Κάπου θα την είχε εντοπίσει η αστυνομία.
Η Φωνή του ανακριτή ήταν κατηγορηματική.
"Ισίδωρε έχουμε κάτι απρόοπτο", του είπε.
"Τι συμβαίνει ;" κρεμάστηκε στο τηλέφωνο εκείνος.
"Χθες αργά το βράδυ σκότωσαν την Δαμασκηνού !"
Ο Ισίδωρος έμεινε μετέωρος. Σαν ένας κουβάς κρύο νερό ρίχτηκε στη γυμνή του πλάτη.
"Που, ποιος ;" κατάφερε να ρωτήσει.
"Στο σπίτι της μέσα"
Ο Διοφάντους κατάφερε να μαζέψει την αυτοσυγκέντρωσή του:
"Είσαι στο γραφείο ; μπορώ να σε δω ;" τον ρώτησε προσμένοντας με αγωνία την απάντησή του.
"Στο γραφείο είμαι αλλά δεν θα έρθεις τώρα. Σε περιμένω στις δέκα" του είπε.
Το τηλέφωνο έκλεισε. Ο Ισίδωρος σηκώθηκε όρθιος στο μέσο του γραφείου του.
Αυτό δεν το περίμενε. Ένας απόλυτος αιφνιδιασμός. Πρώτα ο Δεβέλογλου, τώρα η Δαμασκηνού. Η Υπόθεση άρχισε πλέον να βαραίνει με τρόπο εφιαλτικό. Η Σκέψη του πήγε αμέσως στην νεαρή κοπέλα. Στο γεμάτο εφιαλτικό τρόμο πρόσωπό της δεμένη στο κρεβάτι της κλινικής με αυτό το κτήνος να βυσσοδομεί στο κορμί της αλλά και σε εκείνα τα ταραγμένα και φοβισμένα μάτια της στο σπίτι του όταν την είχε συμμαζέψει απ' το δρόμο.
"Ελουάζ" ψιθύρισε με έντονη αγωνία.
(Συνεχίζεται....)
Η τελευταία εξέλιξη φορτώνει πολύ άσχημα την Ελουάζ. Η θέση της επιδεινώνεται άμεσα μετά τη δολοφονία της Δαμασκηνού. Ανακριτής και ποινικολόγος έχουν μπροστά τους δύσκολο δρόμο να διαβούν, ο καθένας από διαφορετική θέση.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro