5. Οι Έρευνες ξεκινούν και οι Μνήμες επιστρέφουν
https://youtu.be/5bH-vUCVcsw
"Ζήση σε θέλω λίγο". Ο Ποινικολόγος κάλεσε έναν από τους στενούς του συνεργάτες. Ο τριαντάχρονος Ζήσης Ανδρεαδάκης μπήκε στο γραφείο του.
"Άκου Ζήση ! Θέλω να μου βρεις επειγόντως ότι στοιχεία έχεις για αυτήν την Ψυχιατρική Πειραματική Κλινική.
"Εκεί που πήρε φωτιά λέτε ;"
"Ναι, εκεί. Σε παρακαλώ μάθε οτιδήποτε σχετικό και ενημέρωσέ με", του είπε. Ο Ισίδωρος ήξερε ότι ο νεαρός θα έκανε την καλύτερη δουλειά. Δεν είχε παρά να περιμένει. Σε λίγο ήταν με το τηλέφωνο στο χέρι.
"Τον κύριο Γεράσιμο Μηνιάδη παρακαλώ !"
.................
"Ποινικολόγος Ισίδωρος Διοφάντους"
................
"Γεράσιμε ; ναι, τι κάνεις ; ενοχλώ ;"
Η Συνομιλία του με τον γνωστό και φίλο του Ανακριτή Γεράσιμο Μηνιάδη ήταν ήρεμη. Συνεργάτες σε πολλές υποθέσεις.
"Γεράσιμε, θέλω να σε δω..." ήταν το αίτημα του Ισίδωρου.
Έκλεισαν ραντεβού για νωρίς το απόγευμα της ίδιας μέρας. Ένιωθε ευχαριστημένος. Είχε ήδη βάλει σε μια σειρά τις άμεσες κινήσεις που ήθελε να κάνει στην υπόθεση που τόσο ξαφνικά και αναπάντεχα άνοιξε μπροστά του. Το μυαλό του έτρεχε πίσω στο σπίτι στην Κερατέα. Με φανερή την αγωνία στους συλλογισμούς του.
Η "Ελουάζ" είχε ξυπνήσει από έναν ύπνο βαθύ. Δεν θυμόταν κι αυτή ύστερα από πόσο καιρό είχε να νιώσει αυτό το συναίσθημα του ανθρώπινου ύπνου. Μέχρι να καταλάβει που βρίσκεται πέρασαν αρκετά λεπτά. Ένιωσε λίγο παράξενα μόνη μέσα σε ένα ξένο χώρο. Με το που ανασηκώθηκε είδε στον καναπέ δίπλα της το σημείωμα που είχε αφήσει ο Ισίδωρος. Ήταν η πρώτη ένδειξη ότι κάποιος άνθρωπος νοιάστηκε για εκείνη μετά από τόσο καιρό.
Πέρασε ώρα για να κάνει την πρώτη της επαφή με το εσωτερικό του σπιτιού. Η μοναξιά και η απόλυτη σιωπή δεν την εμπόδιζαν να έχει μια αίσθηση σιγουριάς και ασφάλειας.
Τα μάτια της στάθηκαν στις φωτογραφίες πάνω στην μικρή βιβλιοθήκη πίσω απ την ξυλόσομπα. Πήγε κοντά τους. Ήταν δύο φωτογραφίες σε ασημένια κορνίζα. Στην μία ήταν ένα ώριμο ζευγάρι. Αναγνώρισε τον άνθρωπο που την φιλοξενούσε. Δίπλα του αγκαλιά μια γυναίκα με όμορφα χαρακτηριστικά. Η διπλανή φωτογραφία ήταν τα προηγούμενα πρόσωπα με ακόμα μια ψηλόκορμη αδύνατη κοπέλα με χαλκόχρωμα μαλλιά ανάμεσά τους. Και οι δύο φωτογραφίες ξεχείλιζαν από αγάπη και τρυφερότητα.
Μια αίσθηση νοσταλγίας την πλημμύρισε. Χωρίς να το θέλει άπλωσε το χέρι της και τα δάχτυλά της άγγιξαν τα πρόσωπα στις φωτογραφίες ένα προς ένα.
Το μυαλό της πήγε οκτώ ολάκερα χρόνια πίσω και οι εικόνες ζωντάνεψαν μπροστά της...
"Έχω όνειρα για μας", άκουσε μακρινή τη φωνή του Σέργιου, του νεαρού ζωγράφου, καθώς την κρατούσε στην αγκαλιά του σε εκείνον τον βράχο στην ακρογιαλιά. Είχε αφεθεί εντελώς σε εκείνο το ταξίδι που ζούσε μαζί του.
Η "Ελουάζ" του ! Τον "άκουσε" να μονολογεί:
"Σε λίγο καιρό θα κάνω μια έκθεση, θα παρουσιάσουμε τα έργα στον κόσμο..."
Δεν θυμόταν τις λεπτομέρειες. Μόνο το ότι έγερνε στην αγκαλιά του και νόμιζε ότι στα χέρια του ήταν ολάκερος ο κόσμος της. Έκανε μερικά βήματα πιο κοντά στις φωτογραφίες. Ξαφνικά η διάθεσή της έγινε βαριά. Μελαγχολικά σύννεφα σκέπασαν τα ταλαιπωρημένα μάτια της και τα χέρια της άρχισαν φανερά να τρέμουν. Το μυαλό της ξεκίνησε ένα δεύτερο ταξίδι, αυτή τη φορά κάπου στα 2011. Τα χείλη της άρχισαν να τρέμουν. "Έβλεπε" πάλι εκείνον. Τον ζωγράφο της. Μόνο που τώρα δεν ήταν ο καλλιτέχνης που της έδωσε ζωή στο πορτραίτο της μήτε ο άντρας που την κρατούσε τρυφερά στην αγκαλιά του. Αυτή τη φορά ήταν ένας αδίστακτος τυχοδιώκτης που πουλούσε το μοντέλο του σε επώνυμους "κυρίους", που έσβηναν την λαίμαργη λαγνεία τους στο κορμί της.
"Δεν μπορεί να συνεχιστεί άλλο αυτό, δεν αντέχω !" άκουσε πάλι μετά από χρόνια την απελπισμένη κραυγή της στον ζωγράφο.
"Πάψε να κάνεις τη δύσκολη και κατάλαβέ το ! Τα πράγματα είναι ζόρικα. Έχουμε ανάγκη από λεφτά..."
"Θέλεις να γίνομαι το παιχνίδι του κάθε ανώμαλου να απολαμβάνει το μοντέλο σου ; Δεν αντέχω το ξεπούλημα και τη βρώμα που βγάζουν στο κορμί μου!"
Είδε πάλι τον εαυτό της να ουρλιάζει μπροστά του και εκείνος να ωρύεται. Ένιωσε πάλι το χέρι του να την χαστουκίζει και τις γροθιές του να ματώνουν το πρόσωπό της στον εξαναγκασμό του να εξακολουθεί να γίνεται το πολύτιμο "εμπόρευμα" στην εκπόρνευσή της στον κύκλο του.
"Που είναι τα όνειρά μας Σέργιε ;" του φώναξε με δάκρυα, "ο κόσμος μας. Όσα ονειρευτήκαμε..."
"Άσε τα μελό και κοίτα να κάνεις τη δουλειά σου. Γιατί πληρώνουν και έχουν απαιτήσεις απ' το μοντέλο ακούς;", τον άκουσε ξανά αποκρουστικά την ίδια στιγμή που ο κόσμος κάτω απ' τα πόδια της ξεκίναγε να γίνεται μια κινούμενη άμμος που την ρουφούσε χρόνο με το χρόνο.
Η "Ελουάζ".... Το υπέροχο πορτραίτο που το μοντέλο του έγινε πόρνη πολυτελείας για επώνυμους κοσμικούς. Ένας βάλτος που την οδήγησε στις πρώτες κρίσεις πανικού. Στον πρώτο της τρόμο. Και στο ξύλο! Ο Ζωγράφος και αγαπημένος της έγινε βασανιστής, προαγωγός και νταβατζής της. Για δεύτερη φορά στη ζωή της βίωνε τον βιασμό και την ευτέλεια. Μετά τον πατέρα ο εραστής ! Και ο φόβος επέστρεψε στην ψυχή της. Φώλιασε εκεί πάλι ζοφερός να την παγώνει. Να την υποτάσσει στις ορέξεις τους. Οι κρίσεις πανικού και το ψυχολογικό σοκ την έκαναν παθητική, άβουλη. Ένιωθε καθημερινά να βουλιάζει ανήμπορη λες και κάθε της διάθεση αφυδατώθηκε. Το ακριβό μοντέλο "έπρεπε" να υπομένει τα πάντα για να αποδίδει τα δέοντα έσοδα στον ζωγράφο της....
Το ξύλινο διακοσμητικό έπεσε από τη βιβλιοθήκη στο πάτωμα με μια νευρική κίνηση του χεριού της. Επανήλθε στο σήμερα απότομα έτσι όπως έφυγε από αυτό.
Ο Γεράσιμος Μηνιάδης ήταν ένας έμπειρος Ανακριτής. Στα σαρανταοκτώ του χρόνια είχε πλούσια θητεία και ένα σοβαρό αρχείο στις υποθέσεις του.
"Λοιπόν δεν μου είπες τι με θες ;" ρώτησε το φίλο του τον Ισίδωρο ενώ τελείωνε μια καλή γουλιά κρασί αφήνοντας το ποτήρι του στο τραπέζι που έτρωγαν.
"Θέλω να σε ρωτήσω για την υπόθεση της Ψυχιατρικής Κλινικής, ξέρω την πήρες εσύ"
Ο Ανακριτής τον κοίταξε.
"Τι συμβαίνει ; ποιον ανέλαβες ;"
"Κανέναν... απλά θέλω να μάθω κάποια πράγματα, υπάρχει ένας ενδιαφερόμενος..."
"Δεν κάνει να μάθω ;" τον ρώτησε ο Μηνιάδης.
"Έλα μην σε πιάνει το ανακριτικό σου. Επαγγελματική περιέργεια πες το"
Ο φίλος του τον κοίταξε λίγο καχύποπτα. Τον ήξερε όμως ότι ήθελε να είναι μέσα σε όλες τις μεγάλες υποθέσεις και συνέχισε.
"Τι μυρίστηκες πάλι ;" τον ρώτησε. Ο Ισίδωρος χαμογέλασε ελαφρά αλλά σοβαρεύτηκε.
"Ακόμα τίποτα..."
"Λοιπόν.... Η Πυροσβεστική λέει ότι η φωτιά είναι εμπρησμός. Ξεκίνησε από κάποιο θάλαμο. Εκεί που βρέθηκε και το θύμα, κάποιος Δεβέλογλου"
"Τι ήταν αυτός ;"
"Ήταν δηλωμένος στο Νοσηλευτικό προσωπικό"
"Και που καταλήγεις ;" ρώτησε ο Ισίδωρος
"Βιάζεσαι ! Δεν έχω ακόμα ιατροδικαστική έκθεση. Το θύμα βρέθηκε απανθρακωμένο. Επίσημη αναγνώριση δεν έχω. Μόνο μαρτυρίες"
"Έγκλημα ;"
"Κάποιος έβαλε φωτιά. Ποιος όμως ; τι ήθελε να κρύψει ; αν δεν μάθουμε τα ακριβή αίτια θανάτου είμαστε στον αέρα"
"Ας πούμε ότι κάποιος τον σκότωσε. Ποιος ; κάποιος ασθενής ;" τον διέκοψε με αγωνία ο Ισίδωρος.
"Δεν υπήρχε κανείς ασθενής δηλωμένος εκεί. Σε άλλη πτέρυγα ναι αλλά σε άλλο κτίριο"
"Τι πήγε να κάνει το θύμα εκεί ;"
"Ακριβή εικόνα δεν έχουμε. Η Διεύθυνση του ιδρύματος μας είπε ότι στη βάρδια τους οι νοσηλευτές πάνε παντού"
"Ποιος διευθύνει την κλινική ;"
Ο Ανακριτής μούδιασε λίγο.
"Ένας Δημοσθένης Αρμάγος, μεγαλογιατρός, τον ξέρεις ;"
"Όχι"
Ο Μηνιάδης αναστέναξε. Ο Ισίδωρος διαισθάνθηκε ότι ο φίλος του έφερνε κάποια έγνοια γι' αυτό, τον άκουσε να συνεχίζει:
"Από τους επώνυμους μεγαλογιατρούς. Ψηλές σχέσεις με τον πολιτικό κόσμο. Διευθύνων σύμβουλος στην κλινική. Επιδοτούμενο ίδρυμα, Μη Κυβερνητικές οργανώσεις, τέτοια...."
"Τι λέει η πιάτσα γι' αυτόν ;"
"Όχι τα καλύτερα" απάντησε ο ανακριτής.
"Όπως ;"
"Οι κακές γλώσσες λένε πολλά, ξέπλυμα χρήματος αλλά και διάφορα..."
"Τι διάφορα ;"
"Μέχρι εμπορία οργάνων σώματος"
Στα μάτια του Ισίδωρου Διοφάντους ήρθε η εικόνα της βαθιάς και κτηνώδους ουλής στην "Ελουάζ". Ταράχτηκε..
"Τι έπαθες ;" τον διέκοψε ο ανακριτής.
"Τίποτα...." απάντησε και τον ρώτησε ξανά "Θα μου πεις σε παρακαλώ αν μάθεις το αποτέλεσμα της ιατροδικαστικής έκθεσης ;"
"Αν μου πεις τι την θέλεις ;"
"Ακόμα δεν έχω κάτι έτοιμο..."
"Κάτι ετοιμάζεις εσύ.... Τέλος πάντων εντάξει, έχεις χάρη", του είπε ο Μηνιάδης κλείνοντας το κομμάτι αυτό της κουβέντας τους.
Εκείνη συνέχιζε να περιέρχεται στο χώρο του σπιτιού του Ισίδωρου. Τι ήθελε αυτός ο άνθρωπος από εκείνη ; γιατί πήρε την ευθύνη να την κρατήσει σπίτι του ; δεν είχε συνηθίσει σε τέτοια αντιμετώπιση και όλο αυτό της φαινόταν παράξενο. Αλλά και ύποπτο. Γιατί κάπως έτσι ξεκίνησε ο εφιάλτης πριν κάποια χρόνια. Αλλά αυτή τη φορά, κάτι που δεν μπορούσε να εξηγήσει, την έκαναν να απορρίπτει την καχυποψία από μέσα της. Συνέχισε να κοιτάζει ένα προς ένα κάποια από τα βιβλία της βιβλιοθήκης του Ποινικολόγου. Στη μνήμη της άρχισαν πάλι να ταξιδεύουν μπερδεμένες οι παραστάσεις και η ζωή της στην Ψυχιατρική Κλινική. Η ζωή της ! Γέλασε πικρά σαν το σκέφτηκε. Αν λέγονταν ζωή αυτό το πράγμα. Στα εικοσιεπτά της χρόνια ένα ζωντανό ερείπιο. Βαριά κατάθλιψη, υποταγή. Ένα ψυχολογικό ράκος που κατέρρεε μέρα τη μέρα.
Ξαφνικά τα μάτια της άστραψαν ! Εκείνη η νύχτα ! Εκείνη η κολασμένη νύχτα στη βίλα του εφοπλιστή στην Εκάλη. Εκεί που ο "καλός" της, την περιέφερε, επίδοξο τρόπαιο στις άρρωστες ορέξεις των ευγενών πελατών του. Το τελευταίο της σκαλοπάτι. Άρχισε πάλι να τρέμει. "Είδε" τον εαυτό της να μετατρέπεται σε σεξουαλικό αντικείμενο. Το κοκτέηλ ναρκωτικών και αλκοόλ που της έδιναν ήταν ικανό να την μετατρέψει σε φυτό. Και μετά το ανόσιο όργιό τους πάνω στο κορμί της να καταρρέει σιωπηλή. Ένα ανθρώπινο φυτό. Χωρίς φωνή και κανένα αντανακλαστικό. Ένα θλιμμένο όμορφο πρόσωπο που δεν αντιδρούσε σε τίποτα.
Τρομοκρατημένοι οι επώνυμοι ηθικοί άρχοντες την ξεφορτώθηκαν με ένα αυτοκίνητό τους σε ένα άθλιο στενό. Όπου εκεί την περιμάζεψαν κάποιοι περαστικοί. Δεν είχε να δώσει απαντήσεις στα ερωτήματά τους. Δεν θυμόταν ή δεν ήθελε να θυμηθεί. Τα πρώτα βράδια περιφερόταν άστεγη εδώ και εκεί. Ο Δήμος την περιμάζεψε σε ένα κοινωνικό στέκι αστέγων. Εκεί ξεκίνησε η εποχή του Δημοσθένη Αρμάγου ! Τακτικός επισκέπτης ο γυαλιστερός καθηγητής στο στέκι. Στην πρώτη γνωριμία μαζί του είδε μια ζεστασιά και ένα ενδιαφέρον. Έτσι πλησίαζε τα υποψήφια θύματά του ο καθώς πρέπει καθηγητής. Διάλεγε τα πιο "χρήσιμα" κατά την κρίση του και τα έπαιρνε στην Ψυχιατρική Κλινική με δηλωμένο σκοπό την ψυχολογική υποστήριξη και αποκατάσταση.
Εκεί άνοιξε η μεγαλύτερη πόρτα της κόλασης για την "Ελουάζ" στην μέχρι τότε ζωή της.
Σ' αυτόν τον ψυχολογικό παροξυσμό την βρήκε ο Ισίδωρος Διοφάντους μπαίνοντας στο σπίτι το απόγευμα. Την βρήκε σε ένα βαθύ τρομώδες κλάμα.
"Ελουάζ !" φώναξε και πήγε κοντά της.
"Τι έχεις ; τι συνέβη ;" την ρώτησε, ταραγμένος από την εμφάνισή της. Εκείνη δεν απαντούσε παρά μονάχα τον κοιτούσε έντονα στα μάτια. Με ένα βλέμμα που προκαλούσε φόβο και ανατριχίλα.
Τρόμαξε πάλι να την συνεφέρει. Κάποια στιγμή που ήταν ήρεμη στον καναπέ θεώρησε ότι έπρεπε να της μιλήσει:
"Θα μου πεις το πραγματικό σου όνομα ;" ξεκίνησε ήρεμα την κουβέντα του.
Γύρισε τα πονεμένα της μάτια στα δικά του.
"Με λένε Ελουάζ", αποκρίθηκε με φωνή σιγανή.
"Εντάξει ! Άκου σε παρακαλώ. Πρέπει να με εμπιστευθείς ! Είσαι σε μια κατάσταση που χρειάζεσαι βοήθεια. Δεν θέλω τίποτα από σένα. Μονάχα να βοηθήσω.."
"Και οι άλλοι έτσι έλεγαν..." τον έκοψε καχύποπτα.
"Ποιοι είναι οι άλλοι ; που είναι το σπίτι σου ; οι δικοί σου άνθρωποι. Δεν έχεις ταυτότητα ; κάτι. Πρέπει να μου μιλήσεις"
"Σπίτι μου ;" τον ρώτησε με ένα βλέμμα απλανές, "δεν έχω σπίτι".
"Ελουάζ, να, ορίστε, σε ικετεύω, πρέπει να μάθω για σένα, αλλιώς ;"
"Να μάθετε ; γιατί ; τι είμαι εγώ για σας ; μόνο πρόβλημα..", του απάντησε σβηστά. Διέκρινε κάτι λίγο πιο ζεστό μέσα της. Το πλάσμα αυτό απέναντί του ήταν ένα τρομαγμένο αγρίμι. Και κάθε τρομαγμένο αγρίμι είναι συνάμα και επιθετικό. Ήθελε μεγάλο κόπο και τρόπο να την γαληνέψει.
"Πρέπει να δούμε τι θα κάνουμε. Δεν είσαι για μένα πρόβλημα. Αν ήσουνα δεν θα είχα λόγο να σε μαζέψω εδώ, θα σε άφηνα και θα έφευγα..."
"Και οι άλλοι με μάζεψαν και ύστερα ήρθε εκείνος...", τα μάτια της αγρίεψαν πάλι.
"Ησύχασε ! Τώρα είμαστε οι δυο μας και είσαι ασφαλής. Ποιος είναι αυτός ;"
"Δεν ξέρετε ! Δεν μπορείτε να ξέρετε !"
"Τι σχέση έχεις Ελουάζ μ' αυτήν την κλινική που πήρε φωτιά ;"
Πετάχτηκε ανήσυχη, έκανε να σηκωθεί. Πήγε κοντά της. Της κράτησε τα χέρια αποφασιστικά αλλά όχι βίαια. Έπεσε ξανά στον καναπέ.
"Δεν ξέρω καμιά κλινική !" του είπε κατηγορηματικά..
"Τι σου έκαναν εκεί Ελουάζ ; πρέπει να μου πεις ; για σένα, εγώ δεν έχω καμία ανάγκη"
"Δεν ξέρω για ποιο πράγμα μου μιλάτε. Αφήστε με να φύγω", του είπε με εσωτερικό θυμό. Την άφησε. Πήγε και κάθισε απέναντί της.
"Εντάξει, συγγνώμη αν σε πίεσα. Θέλω να καταλάβεις ότι νοιάζομαι για σένα. Σαν άνθρωπος. Τίποτα άλλο. Αν φύγεις που θα πας ; έχεις κάπου ;"
"Αυτό είναι δικό μου θέμα", του είπε.
"Τώρα είναι και δικό μου ! Σε μάζεψα, έχω ευθύνη για σένα. Πρέπει να το καταλάβεις. Επιτέλους δεν είναι όλοι θηρία σε μια κοινωνία. Πρέπει να αρχίσεις να εμπιστεύεσαι τους ανθρώπους και πάλι Ελουάζ. Είναι δύσκολο αλλά πρέπει".
Τον κοίταξε εκφραστικά.
"Τι ξέρετε εσείς από θηρία ;"
"Πες μου ! Είμαι εδώ, κοντά σου, να μου πεις. Μίλα μου, ότι θέλεις"
"Δεν υπάρχω, πουθενά ! Μήτε στα χαρτιά, μήτε πουθενά, ήμουνα ένα αναλώσιμο αντικείμενο. Στα αζήτητα. Και με ημερομηνία λήξης..."
Την άφησε να μιλάει έτσι σκόρπια. Από όσα του έλεγε προσπαθούσε να συρράψει μια λογική εικόνα αλλά ήταν δύσκολο. Η κοπέλα που είχε μπροστά του πρέπει να έκρυβε πολύ πόνο στο σώμα και την ψυχή της. Τα λεγόμενά της παρέπεμπαν σε εγκλεισμό. Αν τα συνέδεε με την αντίδρασή της όταν άκουσε τις ειδήσεις όλα έδειχναν ότι ήταν τρόφιμος του ιδρύματος. Όμως ο ανακριτής του είπε ότι δεν υπήρχε κανείς στον τομέα αυτό. Αλλά πάλι... οι φήμες για τον Αρμάγο. Ο Θάνατος του Δεβέλογλου ; κάτι γίνονταν σε αυτήν την κλινική. Κάτι συνέβη εκείνη την κολασμένη πύρινη νύχτα.
Την είδε να ηρεμεί και πάλι, να κλείνει τα μάτια της και να παραδίνεται σε έναν ύπνο που έδειχνε τόσο να έχει ανάγκη.
Έμεινε να την κοιτά λίγη ώρα. Ήταν όμορφη στο βάθος του πληγωμένου της κορμιού. Ύστερα πήγε στο γραφείο δίπλα. Η μέρα που ερχόταν είχε πολύ δουλειά.
(Συνεχίζεται...)
Ναι, η μέρα που ξημέρωνε έφερνε πολύ και επίπονη δουλειά για τον Ισίδωρο Διοφάντους. Αυτό το πληγωμένο αγρίμι, αυτή η ματωμένη ψυχή που ήρθε στα χέρια του, σαν κάλεσμα της ίδιας της ζωής, δεν θα μπορούσε να φύγει σβηστά. Πολλά πράγματα ξυπνούσαν στην καρδιά του. Ήταν αποφασισμένος να μάθει.
Σας ευχαριστώ για την παρουσία αγαπημένες φίλες και φίλοι, για το παρόν σας και τη συμμετοχή σας.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro