18. Μια σκιά αποκτά ταυτότητα
https://youtu.be/F1Yy8T5JJGw
Το κρύο ήταν τσουχτερό εκείνη την ημέρα που η γη αγκάλιασε το άψυχο κορμί της Κατερίνας. Λίγος κόσμος. Η Ουρανία, η θεία της, το μοναδικό της πρόσωπο από κοντά, τραγική φιγούρα. Λίγοι γνωστοί και φίλοι, μετρημένοι στα δάχτυλα. O ουρανός κρεμόταν βαρύς ψηλά και χοντρές σταγόνες βροχής σαν δάκρια πότιζαν ολόγυρα τη γη.
Ο Ισίδωρος Διοφάντους με τον Ζήση και την Ελένη είχαν αφήσει τα λουλούδια τους κοντά της και βάδιζαν σιωπηροί προς το δρομάκι της εξόδου στο Κοιμητήριο. Μια ιδιαίτερη και βαριά σιωπή είχε απλωθεί μεταξύ τους. Κανείς δεν είχε εύκολες κουβέντες να πει. Μόνο σκέψεις. Και ιδιαίτερα εκείνος! Εκείνος που, κράτησε το μεγαλύτερο βάρος αυτής της υπόθεσης. Ένα βασανιστικό κενό είχε απλωθεί στην καρδιά του. Ερωτήματα χωρίς απαντήσεις, πολλά "γιατί" καταμέτρηση στο άδικο. Του φαινόταν πως δεν είχε προλάβει. Πως, για δεύτερη φορά, δεν ήταν εκεί την κρίσιμη ώρα. Όπως τότε με τη γυναίκα του, που μετρήθηκε μόνη με τα θηρία, έτσι και τώρα με την Κατερίνα. Σαν να γλίστρισε η ζωή της μέσα απ' τα χέρια του.
"Αφήστε με λίγο μόνο να περπατήσω", γύρισε και είπε στους συνεργάτες του. Με σεβασμό τον άφησαν.
Άρχισε να περπατά σκεπτικός στο μακρύ δρόμο δίπλα στα ψηλά κυπαρίσσια. Πόσα και πόσα τριγύριζαν στο μυαλό του. Λες και διάλεξαν τη στιγμή να μαζευτούν στο μυαλό του γυρεύοντας να βγουν.
Ο Σέργιος Ζέριγκας, την επόμενη το πρωί της απόπειρας εναντίον του, βρέθηκε νεκρός στο σπίτι του. Ο δολοφόνος μπήκε μέσα, με τρόπο επαγγελματικό εκτίμησε η αστυνομία, καθώς δεν βρέθηκαν ίχνη παραβίασης στην πόρτα και έτσι επίσης εξαφανίστηκε. Ο κύκλος των ανθρώπων που σημάδεψαν τη ζωή της Κατερίνας έκλεισε με βίαιο τρόπο. Ο Δεβέλογλου, ο απεχθής βασανιστής της, από το δικό της χέρι. Η Δαμασκηνού, η γυναίκα των εγγράφων, νεκρή από το αφεντικό της, τον Αρμάγο. Ο ίδιος ο επιφανής ιδιοκτήτης επίσης νεκρός εκείνη την νύχτα που άλλαξαν όλα. Και τέλος ο δικός της ζωγράφος, ο άνθρωπος που άνοιξε τις πόρτες του εφιάλτη της. Ποιος ήταν πίσω όμως από τους δύο τελευταίους φόνους; Με τι κίνητρο και γιατί;
Η τελευταία εικόνα της Κατερίνας ήταν ανεξίτηλη στη σκέψη του. Λες και όλοι αυτοί οι πόνοι, τα βάσανα και τα μαρτύρια που σημάδεψαν επίβουλα τη σύντομη ζωή της, πέρασαν και έφυγαν στη σκιά του θανάτου. Το νεκρικό της πρόσωπο είχε μια γαλήνη, μια παράξενη όμορφη αποτύπωση. Αν μπορεί κανείς να αποκαλέσει όμορφο ένα παγωμένο, ακίνητο χλωμό πρόσωπο. Κι όμως... ήταν! Μπορεί, σκέφτηκε, ο θάνατος να διάλεξε να την αφήσει με ένα τελευταίο φευγαλέο αποτύπωμα χαμόγελου. Μια ριπή κρύου βοριά μπερδεμένη με κάποιες σταγόνες τον επανέφεραν στο περιβάλλον. Και εκεί που όλα αυτά τάραζαν την ψυχή του, εκεί, στο απέναντι κυπαρίσσι, τον είδε ! Πρόβαλε ξαφνικά μπροστά του.
Ένας άντρας, ψηλός, ώριμος γύρω στα εξήντα πέντε, σωματώδης, με σκληρά και πολύ κουρασμένα χαρακτηριστικά στο πρόσωπό του. Το ντύσιμο και το παρουσιαστικό του έδειχναν άνθρωπο φτωχό αλλά αξιοπρεπή. Στάθηκε ίσια απέναντί του κόβοντας το δρόμο του. Ο Διοφάντους σταμάτησε το βήμα του και τον κοίταξε με εμφανή απορία.
"Έχεις πολλά ερωτήματα Δικηγόρε για τα οποία γυρεύεις απάντηση !" του είπε.
Ο Ισίδωρος δεν ήταν από τους ανθρώπους που ξαφνιάζονταν εύκολα, όμως αυτή τη φορά το έπαθε. Δεν μπόρεσε να το εξηγήσει αλλά η παρουσία αυτού του άντρα μπροστά του, τόσο απότομα, του προκαλούσε μια αναστάτωση.
https://youtu.be/M4NDf2t7yeo
"Ποιος είσαι ;" τον ρώτησε ο Διοφάντους.
Ο άλλος εξακολουθούσε να τον κοιτάζει έντονα αλλά με ένα αίσθημα εσωτερικής γαλήνης και συγκέντρωσης που σε καθήλωνε. Είδε προσεκτικά το πρόσωπό του. Ο χρόνος έδειχνε να έχει αφήσει έντονα αποτυπώματα, όχι σαν βιολογική ηλικία αλλά σαν βάσανα, σαν σημάδια ταραγμένης ζωής. Μια καλά κρυμμένη μάσκα πόνου μαζί με μια άκαμπτη σκληρότητα.
"Ήρθα για δύο λόγους", του είπε "Ο ένας για να την αποχαιρετίσω...", η φωνή του βγήκε με έντονη συγκίνηση. Το ξάφνιασμα του Διοφάντους μεγάλωνε συνεχώς. Προσπαθούσε να τον ψυχολογήσει όσο μπορούσε καλύτερα.
"Την ήξερες ;" τον ρώτησε.
Εκείνος σήκωσε το κεφάλι του στον ουρανό σαν να ήθελε να κρύψει τη συγκίνησή του και συνέχισε λες και δεν άκουσε την ερώτηση.
"Ο άλλος λόγος είναι για να σου δώσω τις απαντήσεις που γυρεύεις..."
Ο Διοφάντους έμενε έκπληκτος. Μια αντριχίλα διέτρεξε την πλάτη του, λες και η κρύα βροχή διαπέρασε τα ρούχα του.
Ο ώριμος άντρας γύρισε δίπλα του και άρχισε να περπατά αργά κατά μήκος του δρόμου. Ήταν κάτι σαν κάλεσμα σε ένα βάδισμα εξομολόγησης. Σαν μια πένθιμη περιφορά. Ο Ισίδωρος τον ακολούθησε και από μακριά οι δυο τους φάνταζαν σαν ένα παράξενο μοναχικό ξόδι ανάμεσα στα μνήματα.
"Ποιος είσαι ; Που την ήξερες ;" τον ρώτησε με αγωνία. Εκείνος με το βλέμμα του ίσια πέρα μακριά και τα χέρια του στις τσέπες του σακακιού του, απάντησε.
"Τέσσερα ολάκερα χρόνια ήμουνα δίπλα της" έσκασε η απάντησή του σαν κρότος σκαπάνης σε σκληρή πέτρα.
"Που ;" τον ρώτησε με έκδηλη περιέργεια ο Διοφάντους. Ο άλλος έσκασε ένα πικρό χαμόγελο σαν ειρωνεία.
"Στο δικό μας σπίτι δικηγόρε! Στο κολαστήριο μας... στο δικό μας τόπο μαρτυρίου"
"Εσύ εκεί; Πως;"
Έκανε μια θλιβερή γκριμάτσα στο πρόσωπό του. Προσπαθούσε να πάρει δυνάμεις για να βιάσει το χρόνο προς τα πίσω.
"Όπως και εκείνη. Περίπου με τον ίδιο τρόπο. Τα λαγωνικά του Αρμάγου με μάζεψαν από ένα εγκαταλειμμένο σπίτι. Σ' αυτό το ερείπιο ζούσα μετά τη φυλακή..."
"Φυλακή;"
"Ναι, ε λόγου μου, μπουκαδόρος, διαρρήκτης..."
"Στην κλινική πως βρέθηκες ;"
"Όπως όλοι, για να βρω ψυχολογική υποστήριξη και επανένταξη σύμφωνα με τις ...αρχές του ιδρύματος", εκεί γέλασε πικρά συνεχίζοντας "έτσι δεν διαλαλούσε το καταστατικό του Αρμάγου; Έτσι δεν έπαιρνε τις επιδοτήσεις; Τα φώτα των φλας και των βραβείων της πολιτείας;"
"Γιατί κανείς σας δεν μίλησε;" τον ρώτησε.
Ο άλλος τον κοίταξε με ένα άγριο βλέμμα.
"Να μιλήσουμε ποιοι; Είχαμε άραγε ταυτότητα; Ή μάλλον θέλαμε να έχουμε; Κυνηγημένοι παράνομοι καθένας με τα κρίματά του. Για μας, η ανωνυμία ήταν δώρο, εισιτήριο στην απαλλαγή. Αλλά άντε και κάποιος από μας μιλούσε, πόσοι θαρρείς ότι θα άκουγαν;"
"Η Κατερίνα;"
"Την βρήκα εκεί. Γνωριστήκαμε σιγά-σιγά. Την έβλεπα κάθε μέρα. Το δικό μου δωμάτιο ήταν δίπλα στο δικό της. Εκεί μέσα ανταλλάξαμε τις πρώτες ματιές. Τις πρώτες δειλές κουβέντες. Κρυφά στην αρχή, φοβισμένα. Μα μετά σιγά-σιγά πιο θαρρετά, πιο ελεύθερα"
Ο Διοφάντους άκουγε με μεγάλη προσοχή.
"Οι άνθρωποι με τσακισμένη ψυχή και αμαρτίες στην πλάτη, να ξέρεις, επικοινωνούν με μεγαλύτερη αλήθεια. Με καθαρότερη διάθεση. Βλέπεις είναι αυτό που ο καθένας γυρεύει. Το μοίρασμα. Κάποιον να σε ακούσει. Εκεί μάθαμε ο ένας για τον άλλον δικηγόρε. Για τη ζωή μας, για το παρελθόν που μας κυνήγαγε ζοφερό. Αλλά και για τον παρόν που ζούσαμε σαν εφιάλτη."
"Σου είπε πράγματα για τη ζωή της ;"
"Λογικό δεν ήταν ; μέσα σε εκείνη την απομόνωση γυρεύεις μια σανίδα να πιαστείς. Να μιλήσεις, σε κάποιον να φορτωθείς, να ακουμπήσεις, να εμπιστευθείς. Ανοίξαμε τις καρδιές μας ο ένας στον άλλον, μοιράσαμε τις ζωές μας ανοιχτά βιβλία".
"Δηλαδή θες να πεις ήξερες ;"
"Ήξερα ναι ! Όλα εκείνα για τη ζωή της. Για όσα κουβαλούσε μέσα της ακόμα από τα νιάτα της στο σπίτι της"
Ο Δικηγόρος σταμάτησε και τον κοίταξε.
"Τι θες να πεις στο σπίτι της", τον ρώτησε με αγωνία. Ο άγνωστος άντρας ξεφύσηξε. Το βλέμμα του άγγιξε εκείνο του Διοφάντους.
"Προφανώς δεν τα ξέρεις όλα..."
Για μια ακόμα φορά τον ξάφνιασε "Να ξέρω τι..."
"Το μαρτύριο της Κατερίνας δεν ξεκίνησε μήτε μ' αυτό το τσογλάνι τον ζωγράφο, μήτε στην κλινική. Βίωσε την ασχήμια και την προσβολή στο κρεβάτι της εφηβείας της. Εκεί που προσπαθούσε να χτίσει τα δικά της όνειρα. Ξέρεις, εκεί που τα κορίτσια συναντούν για πρώτη φορά τις προσωπικές τους στιγμές, τα σχέδιά τους για τη ζωή. Ο ...πατέρας της! Βυσσοδομούσε στο κορμί της..."
Τα μάτια του έγιναν υγρά και το πρόσωπό του σφίχτηκε άγρια. Συνέχισε. Ο Ισίδωρος δεν ήξερε αν αυτό που άκουγε ήταν εφιάλτης ή όχι.
"Έτσι γνώρισε τον ...έρωτα η Κατερίνα. Ωραίο ραντεβού έτσι; Αυτή ήταν η πρώτη της γνωριμία με τη νιότη Δικηγόρε, ύστερα ήρθε ο ζωγράφος να πάρει τη σκυτάλη. Να της αφαιρέσει και την καινούργια ελπίδα που έχτισε στον κόσμο της. Γιατί πάλεψε πανάθεμά σας όλους! Πάλεψε! Με το δικό της εφιάλτη. Στάθηκε στα πόδια της, άλλαξε σελίδα, φυλάκισε τους εφιάλτες της, σπούδασε, ζωγράφισε, σχεδίασε. Μέχρι που ήρθε ένα δεύτερο σκουπίδι να την κυλήσει ξανά στα σκοτάδια.." Έσφιξε τις γροθιές του με ένα φαρμακερό βλέμμα.
Ο Διοφάντους έμεινε αποσβολωμένος.
"Δεν τα ήξερες αυτά ε ; δεν πρόλαβε να στα πει. Λογικό. Η Κατερίνα ζούσε τα μαρτύριά της με μια αξιοπρέπεια που σε καθήλωνε" και συνέχισε:
"Την έβλεπα να λιώνει στην κλινική, μέρα τη μέρα εκεί μέσα. Έβλεπα τα μάτια της να μαυρίζουν, το πρόσωπό της να μελανιάζει...", η φωνή του έγινε κόμπος απ' τη συγκίνηση, καθώς προχωρούσε:
"Την άκουγα να ουρλιάζει τις νύχτες απ' το ξύλο του βασανιστή της..."
"Τον Δεβέλογλου λες ;"
"Αυτό το κτήνος....", είπε και το μάτι του κοκκίνισε σαν αίμα, "Την έβαλε στο μάτι απ' την αρχή ο ανώμαλος! Τον έβλεπα με αηδία το σίχαμα πως την κοιτούσε και του έπεφταν τα σάλια. Άκουγα να παρακαλάει, να τον ικετεύει να σταματήσει να την βιάζει. Αλλά εκείνος εκεί.... Άκουγα τα γέλια του σαν κρωξίματα της κόλασης... μπήκα στην ψυχή της... έγινα ένα με την καρδιά της... τα πρωινά την έβλεπα πολλές φορές χαπακωμένη ή σε καταστολή να περιφέρεται σαν ζωντανό ράκος...."
"Γιατί δεν κάνατε κάτι να αντιδράσετε, να μιλήσετε σε κάποιον έξω ;"
"Κάναμε, το παλέψαμε. Προσωπικά δηλαδή. Του την είπα του Δεβέλογλου, να την αφήσει ήσυχος. Αρπαχτήκαμε πολλές φορές. Στο τέλος μου την έστησαν τα καμάρια του. Δεν ξέρω πόσες έριξα αλλά μέτρησα και μετρούσα ξύλο πολύ. Αλλά να κάνουμε κάτι... ρώτα πρώτα αν μπορούσαμε να σταθούμε στα πόδια μας εύκολα. Ρώτα αν μας επέτρεπαν να επικοινωνούμε έξω; Η φυλακή είναι παράδεισος μπροστά στα δικά τους υπόγεια", σταμάτησε με μιας και γύρισε, τον κοίταξε στα μάτια:
"Ξέρεις τι είναι δικηγόρε να βλέπεις μια ψυχή να πεθαίνει ; εγώ... εγώ, ήμουνα ένα χαμένο κορμί, ένα κλεφτρόνι του δρόμου. Στο περιθώριο μεγάλωσα, με δουλειές του ποδαριού. Εκείνη ! Εκείνη όμως ήταν ένα λουλούδι που κάθε μέρα του ξερίζωναν με τρόπο μαρτυρικό κάθε του φύλλο..." είπε και το πρόσωπό του γέμισε με μια χαρακτηριστική γαλήνη.
"Πως γλύτωσες από εκεί μέσα ;" τον ρώτησε ο Διοφάντους.
"Τη νύχτα με τη φωτιά, μέσα στη φασαρία, βρήκα τη στιγμή και έφυγα. Ξέραμε και οι δυο μας για τα παλιά υπόγεια του εργοστασίου. Παρατημένα στα θεμέλια του ιδρύματος. Την είδα που έφυγε. Δεν ξέρεις πόσο χάρηκα. Μα την έχασα έξω"
"Την ξαναβρήκες καθόλου ;"
"Πολλές φορές ! Όμως δεν μπήκα ποτέ στη ζωή της ξανά. Ήθελα να την δω να βρίσκει το δρόμο της. Εμένα τι να με κάνει. Βαρίδι θα της ήμουνα. Πολλές φορές την παρακολουθούσα σαν κατάλαβα τι είχε στο νου της. Μετρούσα πολλές φορές τα βήματά της. Γιατί το έκανα; Μα για να 'χω μια σιγουριά για την επιβίωσή της. Τότε είδα με φόβο ότι δεν θα μπορούσε να απαλλαγεί απ' το παρελθόν της. Από τους εφιάλτες της. Και θα γύρευε εκδίκηση. Δεν έχεις εύκολα γλυτωμό από τέτοιες μνήμες. Όσο και να το θέλεις δεν σ' αφήνουν. Σε κυνηγάνε τις νύχτες σαν δαίμονες, φωνές αλλόκοτες. Τότε έγινα σκιά της. Έπρεπε να την προλάβω δικηγόρε !"
"Να προλάβεις τι ;"
"Είδα ότι γύρευε την Δαμασκηνού, έμαθα για το θάνατό της και κατάλαβα. Ήξερα ότι είχε σειρά αυτό το κτήνος ο Αρμάγος. Την παρακολούθησα, είδα που πήγε στο εργοστάσιο, στα ερείπια, την ακολούθησα..." η αφήγησή του πήρε μια έκφραση γεμάτη φόρτιση. Ο Διοφάντους άρχισε να γεμίζει με μια απέραντη συναισθηματική φόρτιση. Ο άλλος συνέχισε:
"Την είδα που μπήκε στο γραφείο του. Παραφύλαξα. Άκουσα ότι κάτι γινόταν. Μπήκα μέσα την κατάλληλη στιγμή. Αν αργούσα λίγο θα την είχε πνίξει. Κατάλαβες το τομάρι; Θράσος αμέτρητο το σίχαμα. Θα την είχε πνίξει σου λέω μωρέ!"
Πήρε μια ανάσα αγριεμένος για να συνεχίσει:
"Τον σκότωσα χωρίς δεύτερη σκέψη ! Χωρίς τον παραμικρό δισταγμό !" , στο πρόσωπό του ζωγραφίστηκε ένα βλέμμα όλο μίσος, ο Διοφάντους τον κοίταζε προσπαθώντας να αντέξει όσα μάθαινε.
"Του άξιζε του παλιοτόμαρου ! Ένας διεστραμμένος άρρωστος στη ψυχή κακούργος", κοντοστάθηκε για μια στιγμή και συνέχισε "έτσι η κεντρική τριάδα βρήκε αυτό που της άξιζε.....αλλά... μετά την είδα δεν ηρέμησε.... Έλεγα, θα γαληνέψει, δεν μπορεί. Η αστυνομία είχε γίνει και τσιμπούρι της. Ήξερα ότι είναι στην προστασία σου. Είχα μια γαλήνη απ' εκεί. Όμως έψαχνε... δεν άργησα να καταλάβω τι..."
"Εννοείς τον ζωγράφο ;"
"Ναι, μου είχε πει για αυτόν. Μόλις την είδα να τριγυρνά σαν αγρίμι στο Κολωνάκι κατάλαβα... ο τελευταίος κρίκος. Το βράδυ που έφυγε για εκεί την είδα... έπρεπε να προλάβω δικηγόρε !"
"Να προλάβεις τι ;" τον ρώτησε όλο αγωνία ο Διοφάντους.
Ο άλλος βάρυνε τη φωνή του και τα μάτια του έπεσαν στη γη. Ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό του.
"Να προλάβω αυτό που έγινε.... Το κακό.... Να την τραβήξω από εκεί... να την πάρω απ' τα χέρια του" η φωνή του πνίγηκε στο στόμα του, "όμως....δεν πρόλαβα...", άρχισε να κλαίει.
"Κατάλαβες δικηγόρε ! Δεν πρόλαβα που να με πάρει ο διάβολος !" γύρισε και τον άρπαξε απ' το γιακά ταρακουνώντας τον σαν φτερό. Συνέχισε με τα δάκρυά του να μουσκεύουν το πρόσωπό του και το λαχάνιασμά του τέτοιο σαν να τα ζούσε όλα αυτά δεύτερη φορά.
"Άκουσα τον πυροβολισμό, την είδα να απομακρύνεται, δεν ήξερα τι να κάνω, που να πάω, δεν κατάλαβα ότι ήταν χτυπημένη. Ακούς πανάθεμά σε! Δεν το 'ξερα. Έτσι παρακολούθησα αυτό το τομάρι που έφυγε για το σπίτι του. Έπρεπε εγώ, να κάνω αυτό που είχε κατά νου, να δώσω τη λύση που την βασάνιζε. Δεν έπρεπε να καταστραφούν όλα. Με το φόνο του Δεβέλογλου θα γλίτωνε με λίγα. Έτσι, για μένα ήταν παιχνιδάκι να μπω μέσα χωρίς ίχνη. Και εκεί να κάνω αυτό που έπρεπε..."
"Εσύ τον σκότωσες ;" ρώτησε ο Ισίδωρος με έκσταση. Ο άντρας λες και ήταν αλλού απλά περιέγραφε.
"Έπρεπε να 'βλεπες τον τρόμο στα μάτια του.... Να τον πάρει μαζί με τις ανομίες και τις βρωμιές του", είπε με μια αγριάδα στο λόγο του και συνέχισε με άλλο ύφος:
"Μετά.... Μετά έμαθα... για εκείνη..."
Μια πνιγμένη γοερή κραυγή πνίγηκε στο στόμα του.
"Αν είχα δει ότι ήταν χτυπημένη θα έμενα κοντά της, θα την έτρεχα για βοήθεια, ίσως να προλάβαινα, ίσως να προλάβαινα πανάθεμά με... Αυτή η αμφιβολία με στοιχειώνει δικηγόρε! Μου καίει τις νύχτες" έβγαλε έναν βαθύ αναστεναγμό "Αχ Κατερίνα μου....καρδιά μου! δεν ήμουν εκεί δίπλα σου όταν έπρεπε..."
Τα μάτια του γέμισαν με δάκρυα και αναφιλητά. Ακολούθησαν στιγμές απόλυτης σιωπής. Κανείς τους δεν έλεγε λέξη. Σαν να περίμενε ο ένας τον άλλο. Ο άντρας σκούπισε τα μάτια του, γύρισε προς το μέρος του Διοφάντους και είπε:
"Άκου Δικηγόρε ! Για σένα είχα μάθει τι άνθρωπος είσαι. Έτσι για να ξέρω σε τι χέρια ήταν εκείνη. Μπορεί να ζω στο περιθώριο, να μην έχω θέση ανάμεσά σας αλλά να ξέρεις, μερικοί από εμάς, έχουμε το ένστικτο που μας δίνει ο δρόμος. Λοιπόν... Τώρα τα έμαθες όλα ! Θεώρησα χρέος μου να στα πω ! Εγώ είμαι αυτός που είμαι.... Η φυλακή με ξέρει και την ξέρω... δεν με νοιάζει, κατάλαβες ; κάνε ότι θέλεις ! Δική σου η απόφαση. Και να με δόσεις, μήτε το λόγο θα σου ζητήσω, μήτε κακία θα σου κρατήσω... μονάχα... να... κρατήσω τη μνήμη της ζωντανή θα ήθελα, έτσι σαν φυλαχτό στην ψυχή μου, να' χω να λέω τις ώρες που οι σκέψεις έρχονται και σε βρίσκουν για να σου ζητήσουν λογαριασμό...."
Πάλι η σιωπή επέστρεψε ανάμεσά τους. Στέκονταν εκεί ακίνητοι. Κάποια στιγμή εκείνος τον ρώτησε.
"Αν θελήσεις να με βρεις είμαι...."
Ο Διοφάντους έκανε αυθόρμητα μια κίνηση με το χέρι του σαν να του έλεγε "Όχι". Ο άντρας του έριξε μια ματιά με ένα σφιγμένο χαμόγελο γεμάτο συναισθήματα. Άλλαξε κατεύθυνση. Πήρε το άλλο δρομάκι που οδηγούσε στην άλλη έξοδο του κοιμητηρίου. Βάδιζε ορθός, αποφασιστικός χωρίς να κοιτάξει πίσω του. Ο Διοφάντους έμεινε στήλη άλατος με κάθε του αίσθηση σφιγμένη κόμπο όπως η ανάσα του. Τον έβλεπε μονάχα να ξεμακραίνει ολοένα και περισσότερο και να γίνεται μικρή φιγούρα πέρα μακριά του. Την ίδια στιγμή άκουσε μια φωνή πίσω του.
"Ποιος ήταν αυτός κύριε Διοφάντους ;" ήταν η φωνή του Ζήση, που μαζί με την Ελένη ήρθαν να τον αναζητήσουν. Για μια στιγμή κοντοστάθηκε, έριξε μια τελευταία ματιά στον άντρα που είχε πια ξεμακρύνει για τα καλά. Προσπάθησε να κρύψει τη συγκίνησή του.
"Σας συμβαίνει κάτι; Εσείς... είστε χάλια" τον ρώτησε με αγωνία η Ελένη.
"Ποιος ήταν αυτός ο άντρας; Τι σας είπε;" έγινε πιο πιεστικός ο Ζήσης.
"Τίποτα Ζήση ! Κάποιος παλιός γνωστός της Κατερίνας, ήθελε να μάθει κάποια πράγματα...."
"Είστε καλά ;" τον ρώτησε η Ελένη.
"Ναι παιδί μου...", της απάντησε.
"Πάμε ; σε λίγο θα πιάσει βροχή" συνέχισε εκείνη.
"Ναι, πάμε", τους είπε και γύρισε προς το μέρος τους παίρνοντας το δρόμο της επιστροφής. Οι πρώτες χοντρές στάλες τους πρόλαβαν στην έξοδο.
Συνεχίζεται...
Μια σκιά του δρόμου απέκτησε λοιπόν τη δική της ταυτότητα. Και η αλήθεια ήρθε και σχηματίστηκε, σε όλες της τις πτυχές, σαν εκείνο το παζλ που περιμένει το τελευταίο του κομμάτι για να συναρμολογηθεί πλήρως. Μια αλήθεια ωμή, κυνική, γεμάτη σκοτάδι, πόνο, οδύνες και θλίψη. Όμως παράλληλα και μια αλήθεια που βαθιά κάτω από την ασχήμια και την ανθρώπινη κακία, είχε το χρώμα της ανθρωπιάς, της αλληλεγγύης και των συναισθημάτων.
Φτάνουμε στο τέλος φίλες και φίλοι. Το επόμενο κεφάλαιό μας θα είναι και το τελευταίο της πλοκής και της νουβέλας που διαβάσατε.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro