1. Δύο Χρόνια πριν
Η Ομίχλη της νύχτας έμπαινε στο δωμάτιό της από παντού σκεπάζοντας τα πάντα με το πέπλο της. Η ανατριχίλα του φόβου την αγκάλιαζε σε όλο της το σώμα κάνοντας τις αισθήσεις της να παραλύσουν.
Το τρίξιμο της πόρτας ακούστηκε στα αυτιά της σαν τσεκούρι που έπεφτε απειλητικό πάνω στο δικό της χώρο, έτοιμο να παραβιάσει τον ίδιο της τον εαυτό. Είδε με τα έντρομα μάτια της την πόρτα να ανοίγει αργά και βασανιστικά και στο κενό να προβάλλει η αποκρουστική εικόνα εκείνου. Του μόνιμου εισβολέα των τελευταίων καιρών. Στο πρόσωπό του ήταν αποτυπωμένη η αρρωστημένη και διεστραμμένη λαγνεία του. Η μυρωδιά του νοθευμένου ποτού, της έφερνε αναγούλα. Τυλίχτηκε στα σκεπάσματα του κρεβατιού της με τρόμο και απόγνωση. Εκείνος πλησίαζε με αυτό το κτηνώδες χαμόγελο στο χαλασμένο μούτρο του. Έτρεμε σύγκορμη. Όλα έχαναν την ταυτότητά τους.
"Μην φοβάσαι", άκουσε την αηδιαστική έκφραση της φωνής του καθώς την πλησίαζε προσεκτικά αλλά αποφασισμένα.
"Θα περάσουμε καλά... όπως εμείς ξέρουμε... έτσι κοριτσάκι μου ;" της ψιθύριζε όλο και πιο κοντά της, όλο και πιο άμεσα στο εφηβικό της κορμί που το έβαλε κάτω απ την κουβέρτα λες και εκεί θα εύρισκε το καταφύγιο της λύτρωσης που μάταια γύρευε.
"Έλα μην μου κάνεις τη δύσκολη !" τον άκουσε μέσα στο αυτί της και ανατρίχιασε. Ήθελε να φωνάξει, ήθελε να κραυγάσει άναρθρα. Να σκίσει με την κραυγή της τα σκοτάδια της νύχτας αλλά δεν έβγαινε λαλιά από μέσα της. Σαν όλα να είχαν νεκρώσει. Σαν να μην υπήρχε. Σαν να ήταν άυλη καθώς εκείνος ξεγύμνωνε το τρεμάμενο κορμί της με το μάτι του θολό στα πόδια και το στήθος της.
"Μη !", τόλμησε να πει σαν μάταια ικεσία . Είδε το πρόσωπό του, ολάκερη τη μορφή του να παραμορφώνεται μέσα στο σκοτάδι. Να μεταβάλλεται, να αποκτά δαιμονική μορφή, να γίνεται τέρας, να μετουσιώνεται σε μίασμα και να κυριεύει βίαια το κορμί της. Όλα τυλιγμένα στην ομίχλη, στον άναρχο χρόνο, στον πόνο, στο φόβο και την ντροπή.
Άκουσε το γέλιο του σαρκαστικό την ώρα που τη βίαζε, τα μουγκρητά του χειρότερα από ζώο, να δυναμώνουν, να γίνονται εκκωφαντικά, να σπάνε τα αυτιά της.
"Μη Πατέρα όχι !"
Πετάχτηκε λουσμένη στον ιδρώτα, βουτηγμένη στον τρόμο και στην αγωνία. Σάλευε σαν μανιασμένη να απαλλαχτεί απ τον Εφιάλτη. Έναν εφιάλτη που ερχόταν συχνά τον τελευταίο καιρό σε αυτό που έμοιαζε με ύπνο της και την βασάνιζε χωρίς έλεος. Έναν εφιάλτη που τον ζούσε από τα δεκαέξι μέχρι τα δεκαεπτά της χρόνια. Με βιαστή τον δημιουργό της. Ω Θεέ μου ύβρις ! Μια αρρώστια που την υπέμενε σιωπηρά τυλιγμένη στον πόνο αλλά και στην άδικη ενοχή. Μέχρι που ο μέθυσος λυτρωτικά έφυγε απ τη ζωή τους αφήνοντας πίσω του δυό ρημαγμένες ψυχές. Τη δική της και της Μάνας της.
Σηκώθηκε απ το κρεβάτι της καθιστή, τρέμοντας. Έβαλε τα χέρια της στο πρόσωπό της σαν να ήθελε να κρυφτεί, να φυλαχτεί, να διώξει αυτό που ερχόταν πίσω απ τις ζοφερές εκείνες αναμνήσεις των εφηβικών της χρόνων στο νεανικό της δωμάτιο.
Έκανε κάποια βήματα. Δεν μπορούσε να ανάψει το φως. Αν το έβλεπαν ήξερε ότι θα ήταν ένας ακόμα λόγος να την τιμωρήσουν. Όπως "αυτοί" ήξεραν και το έκαναν συνεχώς για την παραμικρή αφορμή. Περπάτησε στο μισοσκόταδο πηγαίνοντας στο μοναδικό παράθυρο. Εκεί όπου το φεγγάρι όπως κρυφόπαιζε με τα χειμωνιάτικα σύννεφα σκορπούσε λίγες ικμάδες φωτός για να διακρίνει έστω τη μορφή της και το περίγραμμα των αντικειμένων στο χώρο της.
Έπιασε με τα χέρια της τα σιδερένια χοντρά κάγκελα του παραθύρου και κόλλησε το πρόσωπό της έξω. Με τέτοια αγωνία σαν να προσπαθούσε λες να ρουφήξει τον κρύο αέρα που έμπαινε απ το σπασμένο τζάμι.
Ένιωσε το πρώτο δάκρυ να πέφτει αβίαστα από τα μάτια της και να βρέχει με πίκρα τα χείλη της. Και μετά τα ένιωσε να πολλαπλασιάζονται και να γίνονται κλάμα. Ένα κλάμα βουβό αλλά με δύναμη ανεξέλεγκτη απελπισμένη λες και έβγαινε από μέσα της φωτιά που την έκαιγε. Ω πόσο ήθελε να φωνάξει. Αλλά ποιος τολμούσε.
Εγκατέλειψε το παράθυρο και πήγε στον μικρό νιπτήρα του δωματίου της. Στάθηκε μπροστά στον σκουριασμένο καθρέφτη. Είδε το πρόσωπό της. Είχε πάψει από καιρό να τρομάζει στην εικόνα του. Τρία χρόνια τώρα κλεισμένη στην Ψυχιατρική κλινική, σ' αυτήν την αποθήκη ψυχών, είχε συνηθίσει την εικόνα της μορφής της και όχι μόνο. Πέρασε στα δάχτυλά της λίγο νερό και σκούπισε τα δάκρυά της. Προσπάθησε να καθαρίσει το αίμα στην άκρη των χειλιών της. Οι γροθιές του δεσμοφύλακα άφησαν το αποτύπωμά τους μία ακόμα φορά. Άλλωστε δεν είχε σημασία. Είχε χάσει το μέτρημα. Στον καθρέφτη της η εικόνα της άρχισε να αλλάζει. Σιγά-σιγά έβλεπε μια άλλη εικόνα να σχηματίζεται μπροστά στα μάτια της. Η Εικόνα μιας όμορφης κοπέλας εικοσιτριών ετών. Με καρέ καστανά μαλλιά, με γραμμένα χυμώδη κόκκινα χείλη, όμορφο πηγούνι αλλά και εκφραστικά καστανοπράσινα μάτια που στο βάθος τους έκρυβαν πολύ σκοτάδι και πόνο.
Όπως ήταν τότε, μόλις είχε αποφοιτήσει από τη Σχολή Καλών Τεχνών ανοίγοντας την πόρτα των ονείρων της για να φύγει απ τους εφιάλτες του παρελθόντος.
Τα βήματα στο διάδρομο άξαφνα την γέμισαν απερίγραπτο φόβο. Ήξερε ότι μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να εισβάλλουν στο δωμάτιο και αν την έβλεπαν όρθια να πρόσθεταν μια ακόμα "ποινή" στην επιβαρυμένη λίστα. Ένα ηλεκτροσόκ ίσως, ξύλο στην καλύτερη περίπτωση και το χειρότερο ο "ΤΟΜΕΑΣ ΜΗΔΕΝ".
Ο Απόλυτος τρόμος. Ένα τμήμα της Κλινικής εντελώς σε διαφορετικό χώρο από τα υπόλοιπα. Καλά κρυμμένο από τον έξω κόσμο. Εκεί που δεν υπάρχει μήτε καν ο δαίμονας του σκοταδιού παρά μόνο η ανυπαρξία, και το πλιάτσικο στο κορμί. Μέχρι τώρα είχε επιβιώσει. Αύριο δεν ήξερε.
Γύρισε στο κρεβάτι της γρήγορα, ξάπλωσε, τυλίχτηκε στα βρώμικα σκεπάσματα και έκλεισε τα μάτια της προσπαθώντας να πάει ξανά σε εκείνο το στούντιο της ζωγραφικής. Εκεί που ποζάρισε για πρώτη φορά ως μοντέλο . Το πορτραίτο της, εκεί που πήρε το δεύτερό της όνομα, αυτό που ο ζωγράφος τού έδωσε: "Ελουάζ".
https://youtu.be/5bH-vUCVcsw
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro