Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο 1

Ο ίδιος εφιάλτης ξανά και ξανά να στοιχειώνει κάθε βράδυ τα όνειρα των δυο νέων. Η σφαγή των οικογενειών τους να ζωντανεύει για άλλη μια φορά μπροστά στα μάτια τους.

Η Αντα αγκάλιασε το σώμα του Μποραν, που στεκόταν ξύπνιος παρατηρώντας τον έναστρο σκοτεινό ουρανό. Ήθελε να πάρει εκδίκηση για τον άδικο χαμό της οικογένειας του, γνώριζε όμως πως δεν μπορούσε να τα βάλει μαζί τους, ήταν περισσότεροι, πιο δυνατοί και το κυριότερο; Είχαν όπλα. Γύρισε και κοίταξε το πρόσωπο της κοπέλας που είχε στην αγκαλιά του. Χάιδεψε το κεφάλι της μικρής σε μια προσπάθεια  να την ηρεμήσει, καθώς έτρεμε σαν το φύλλο ενώ ακατάπαυστα δάκρυα έτρεχαν επάνω στα κρύα μάγουλα της σαν μικρά ρυάκια. Θυμάται ακόμα την στιγμή που την είχε γνωρίσει πριν τρία χρόνια ακριβώς.

Αυτός μόλις στα δεκαπέντε του χρόνια είχε μείνει ορφανός. Κάθε μέρα τριγυρνούσε στην πόλη ψάχνοντας κάτι φαγώσιμο και ένα ασφαλές μέρος να κρυφτεί το βράδυ.
Όταν ξαφνικά μέσα σε ένα στενάκι άκουσε κάποιον να κλαίει. Προχώρησε προς εκείνη την κατεύθυνση.
Στεκόταν πίσω της παρατηρώντας την, ήταν τόσο μικρή και αβοήθητη που ένιωσε την ανάγκη να την προστατεύσει. Με αργά βήματα την πλησίασε ακουμπώντας το χέρι του πάνω στον ώμο της. Η μικρή κοπέλα τινάχτηκε και έντρομη κοίταξε τον Μποραν. Αυτός της χαμογέλασε γλυκά περιμένοντας να ηρεμήσει για να μπορέσει να της μιλήσει.

«Μην φοβάσαι.» είπε απαλά χωρίς να πάρει τα μάτια του από τα δικά της. Προσπάθησε να υπολογίσει την ηλικία της. Πόσο να είναι; Δώδεκα; Δεκατρία; Σκέφτηκε.

Το κοριτσάκι τον κοίταξε γεμάτο δυσπιστία. Της χαμογέλασε γλυκά για ακόμα μια φορά, πριν της δώσει το φαγητό του. Όμως, τρομαγμένη όπως ήταν απομακρύνθηκε από κοντά του. Φοβόταν φοβόταν πολύ. Έτσι, άφησε το ξερό ψωμί λίγα μέτρα μακριά της και απομακρύνθηκε. Κάθισε στην είσοδο του στενού προσέχοντας μην πλησιάσει κανεις προς τα εκεί.

Λίγο αργότερα ένιωσε μια παρουσία πίσω του. Γύρισε και είδε το μικροκαμωμένο κοριτσάκι να τον κοιτάει με ένα χαμόγελο στα χείλη. Άπλωσε το χεράκι της και άφησε μπροστά του λίγο από το ψωμί που της είχε αφήσει. Γονάτισε και τον αγκάλιασε.

«Ευχαριστώ...» του ψιθύρισε και χάθηκε πάλι μέσα στο στενό. Με γρήγορες κινήσεις σηκώθηκε και έτρεξε πίσω της, κάτι τον έκανε να μην θέλει να την αποχωριστεί, να θέλει να την κρατήσει κοντά του, να την προστατεύσει.

«Περίμενε!» της φώναξε περιμένοντας να γυρίσει να τον κοιτάξει όμως, δεν γύρισε απλά περίμενε στην θέση της με την πλάτη της γυρισμένη προς αυτόν. «Θέλεις να έρθεις μαζί μου;» την ρώτησε γεμάτος ελπίδα.

Γύρισε να τον αντικρίσει πλησιάζοντας τον. Στάθηκε μόνο λίγα εκατοστά μακριά του, σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε στα μάτια.

«Μα δεν σε ξέρω..» είπε τελικά.

«Θα σε προστατεύσω, θα γίνω ο προστάτης σου.» απαντάει πιάνοντας της το χέρι.

«Κανείς δεν είναι ο προστάτης μου. Οι προστάτες μου πέθαναν άδικα.» ψιθυρίζει και τα μάτια της βουρκώνουν.

«Έλα μαζί μου...» της είπε ελπίζοντας να δεχτεί. «Και εγώ έχασα τους δικούς μου προστάτες.»

«Δεν μπορώ. Δεν πρέπει.» απαντά και τρέχει μακριά του τρομαγμένη.

Τις υπόλοιπες μέρες περνούσε κάθε βράδυ έξω από το σημείο όπου την είχε συναντήσει, είχε ανάγκη να την δει, να δει οτι είναι καλά.

Μπήκε μέσα στο στενό και έψαξε όμως, κανένα ίχνος. Περίμενε τα λεπτά έγιναν ώρες και κανένα ίχνος της πουθενά. Όση ώρα περίμενε τα μάτια του άρχισαν να κλείνουν.

Είχε βυθιστεί στην αγκαλιά του Μορφέα όταν άκουσε βήματα να τον πλησιάζουν. Έμεινε ακίνητος ελπίζοντας να τον προσπεράσουν. Κάτι που δεν έγινε ποτέ. Άνοιξε τα μάτια του και μπροστά του είδε το κοριτσάκι που τόσο λαχταρούσε να δει. Με γρήγορες κινήσεις σηκώθηκε και την έβαλε μέσα στην αγκαλιά του.

«Το όνομα μου είναι Ανταείπε ψιθυρίζοντας ενώ ανταπέδωσε την αγκαλιά του.
«Μποραν...» της απάντησε και έκλεισε τα μάτια του.

[...]

Άνοιξε τα μάτια του κοιτάζοντας την πλέον εικοσάχρονη Άντα να κοιμάται δίπλα του. Είχαν το δικό τους σπίτι, μακριά από την πόλη που τους προκάλεσε τόσο πόνο. Χαμογέλασε στην εικόνα της και λίγο πριν σηκωθεί της άφησε ένα γλυκό φιλί στο μέτωπο ενώ χάιδεψε την φουσκωμένη πλέον κοιλιά της.

Κοίταξε έξω από το παράθυρο την θέα του τοπίου που απλώνονταν μπροστά του, τον καυτό ήλιο να δεσπόζει και τα διψασμένα ζώα να πίνουν νερό από το ποτάμι. Όλα βρίσκονταν σε τέλεια αρμονία, κάτι που τον έκανε να χαλαρώσει.

Μια γνώριμη μυρωδιά γέμισε τα ρουθούνια του. Γύρισε και κοίταξε την Αντα που βρισκόταν μόλις λίγα βήματα μακριά του. Την πλησίασε περνώντας το χέρι του γύρω από την μέση της και φέρνοντας την κοντά του. Κάθε φορά που βρισκόταν δίπλα του η καρδιά του πλημμύριζε από ευτυχία. Της έδωσε ένα απαλό φιλί στο στόμα ενώ η ίδια πέρασε τα χέρια της στο πίσω μέρος του λαιμού του.

«Σ'αγαπώ...» της ψιθύρισε πάνω από τα χείλη της, με αποτέλεσμα με κάθε κίνηση που έκαναν τα χείλη του καθώς μιλούσε εκείνα να ακουμπούν επάνω στα δικά της.
«Και εγώ...» του απάντησε κοιτώντας τον στα μάτια.

Η Αντα ακούμπησε το κεφάλι της πάνω στον θώρακα του Μποραν. Ακούγοντας τους χτύπους της καρδιάς του, χαμογέλασε. Με το χέρι της χάιδεψε το σημείο εκείνο. Ήξερε πως η καρδιά του χτυπούσε μόνο για αυτήν, για αυτήν και το μικρό παιδί που είχε στην κοιλιά της.

Κοίταξαν αγκαλιασμένοι την θέα από το δωμάτιο τους. Ήταν όλα τόσο ήρεμα και γαλήνια. Η Άντα έκλεισε τα μάτια της και αφουγκράστηκε την ησυχία. Της άρεσε να ζει χωρίς φόβο, παρόλο που η ζωή της ήταν στενά επηρεασμένη από το σκοτεινό παρελθόν. Γύρισε και κοίταξε το προφίλ του Μποραν ένιωθε την καρδιά της να φτερουγίζει με μόνο ένα βλέμμα του. Χαμογέλασε γλυκά και απομακρύνθηκε απο κοντά του, για να κατευθυνθεί προς την κουζίνα.

Η Αντα ήταν εξαίρετη μαγείρισσα και σύζυγος. Η ζωή τους μετά την μετακόμιση τους έχει αλλάξει αρκετά. Όλα όσα τους πονούσαν άρχισαν να ξεθωριάζουν, όχι όμως οι αναμνήση των οικογενειών τους. Η Αντα το έβλεπε στα μάτια του, πως ακόμα ζητούσε εκδίκηση για τον θάνατο των γονιών του, ήξερε επίσης πως αν το επιδίωκε αυτό δεν θα ζούσε κανένας τους την επόμενη μέρα. Χρόνια τώρα προσπαθεί να του αλλάξει γνώμη. Όλες οι προσπάθειες της όμως, έπεφταν στο κενό.

Άκουσε βήματα να την πλησιάζουν όση ώρα ήταν γυρισμένη προσέχοντας το φαγητό. Χαμογέλασε γλυκά όταν τα χέρια του Μποραν πέρασαν γύρω απο την μέση της αγκαλιάζοντας την και δίνοντας της ένα γλυκό φιλί στην βάση του λαιμού της. Είχε βρει την ευτυχία και το γνώριζε.

Καθώς έπαιρναν το πρωινό τους ο ενοχλητικός ήχος του σταθερού ήχησε στο σπίτι του ζευγαριού. Με αργά βήματα σηκώθηκε ο Μποραν και πήρε το τηλέφωνο στα χέρια του, τοποθετώντας το στο αυτί του. Λίγα λεπτά αργότερα το πρόσωπο του είχε χλομιάσει.

Έριξε μια φευγαλέα ματιά στην γυναίκα του κοιτώντας την έντρομος. Μόλις άφησε το τηλέφωνο κάτω άρχισε να μαζεύει κάποια πράγματα από το σπίτι, χωρίς να αναφέρει τίποτα στην Αντα, η οποία τον κοιτούσε περιμένοντας μια απάντηση για την συμπεριφορά του.

«Αντα πρέπει να φύγουμε.» της είπε περιμένοντας την να σηκωθεί απο την θέση της.

«Τι έγινε...»

«Μην ανησυχείς τα έχω όλα υπό έλεγχο. Απλά εσύ θα πας να μείνεις για λίγο καιρό στην Ζαϊρα.»

«Γιατί αυτό?» ρώτησε η Αντα εμφανώς εκνευρισμένη που δεν της έδινε την απάντηση που ήθελε.

«Γιατί πρέπει Άντα. Πάμε.» είπε και την πήρε από το χέρι τραβώντας την προς την εξωτερική πλευρά του σπιτιού. Έριξε μια ματιά στον γύρω χώρο και άρχισε να προχωράει κοιτώντας ανα διαστήματα γύρω του.

Κάτι τον είχε τρομάξει φαινόταν απο την συμπεριφορά του. Η Άντα ήθελε να τον βοηθήσει όμως ήξερε πως δεν θα την άφηνε να κάνει το οτιδήποτε. Οπότε παρέμεινε σιωπηλή στην θέση του συνοδηγού περιμένοντας τον σύζηγό της να τοποθετήσει τα αντικείμενα μέσα στο αυτοκίνητο.

Η διαδρομή μέχρι το σπίτι της Ζαιρα ήταν ήσυχη. Κανείς δεν μιλούσε, ο καθένας ήταν βυθισμένος στις δικές του σκέψεις.

***************************************************************************

Το εξώφυλλο έγινε από την @weebnextdoor την οποία και ευχαριστώ πάρα πολύ!!

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro