Στεκόμουν στη Βενετία, στη Γέφυρα των Στεναγμών/part3
Είχε βρεθεί πολλές φορές σε αυτήν τη θέση. Τη σκηνή του νοσοκομείου, του άψυχου δωματίου με εκείνο το εκνευριστικό λευκό χρώμα τριγύρω, την θυμόταν πάντοτε με πικρία που αναμειγνυόταν με άγχος. Ένα άγχος που είχε μάθει να το αντιμετωπίζει ολομόναχος συνήθως. Οι γονείς του σαν φυσικές και ουσιαστικές παρουσίες ήταν σχεδόν πάντοτε απόντες. Το να τους βρει λοιπόν συγκεντρωμένους όλους, ήταν μία εικόνα παράδοξη που βαθιά μέσα του, του προκαλούσε εκνευρισμό. Πού βρίσκονταν τόσο καιρό; Πνιγμένοι και παραζαλισμένοι ήταν από τα φώτα της δημοσιότητας. Τους κοίταξε μία φορά. Η μητέρα του σχεδόν έτρεμε. Ο Ρωμαίος ωστόσο βρισκόταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι, με φάρμακα που μονάχα τον πόνο μπορούσαν να καταστείλουν. Στη θέα του αδερφού του, άντλησε όση δύναμη του είχε απομείνει προκειμένου να χαμογελάσει. Δειλά, κάθισε στην καρέκλα δίπλα του και του κράτησε το χέρι.
«Πονάς;» ήταν η μόνη ερώτηση που του έθεσε καθώς δεν υπήρχε έτσι και αλλιώς στον ορίζοντα καμία άλλη.
«Λιγάκι όμως κάνω υπομονή. Σε λίγο δεν θα πονάω πια και ίσως αν είμαι αρκετά τυχερός, να συναντήσω τον αγαπημένο μας Αλφόνσο» έκανε μία παύση για να ανασάνει «Πού είναι η Μαριάντζελα;» τον ρώτησε μα καθώς δεν πήρε καμία απάντηση, άφησε να του ξεφύγει ένας αναστεναγμός «Μικέλε, πότε θα πάψεις να παλεύεις μόνος σου; Πότε επιτέλους θα εμπιστευθείς ολοκληρωτικά έναν άνθρωπο; Αν αξίζει, γιατί της έκλεισες την πόρτα; Η ζωή δεν είναι μία ατσαλάκωτη πασαρέλα. Μονάχα όταν απογυμνωθείς πλήρως μπροστά σε εκείνον που αγαπάς, έχεις σφραγίσει την κοινή σας πορεία, αλλιώς δεν αξίζει τον κόπο»
Τα μελοπράσινα, βουρκωμένα μάτια του Μικέλε τον κοίταξαν προσεκτικά.
«Ήσουν πάντοτε ο πιο δυνατός από τους δύο σε σημείο που ακόμη και τώρα συζητάς τα ερωτικά μου. Τελικά εσύ θα έπρεπε να έχεις γίνει ψυχολόγος. Εμένα μάλλον με επηρέασαν ορισμένες απορρίψεις. Εκείνες των παππούδων μου, εκείνη των γονιών μου και πολύ λιγότερο εκείνες των σχέσεών μου που ήθελαν από εμένα το χρυσό περιτύλιγμα»
Δίχως να προλάβει να αποσώσει την φράση του, η πόρτα χτύπησε και στο εσωτερικό εισήλθε ο Έντυ. Ο Ρωμαίος χαμογέλασε πλατιά. Ο Έντουαρτ ήταν ένας από τους καλύτερους φίλους του αδερφού του, ένας υπέροχος άνθρωπος, ένας διαφορετικός άνθρωπος όχι στις προτιμήσεις των συντρόφων του, μα στην καρδιά και στον χαρακτήρα.
«Κόντεψα να τρακάρω! Μικέλε, έχουν μαζευτεί δημοσιογράφοι κάτω. Προσπάθησα να τους εξηγήσω, ωστόσο δεν εννοούν να καταλάβουν...» ψέλλισε και είδε το βλέμμα του νεαρού φίλου του να το καταπίνει η τρικυμία.
«Θα κατέβω εγώ. Θα το τακτοποιήσω το θέμα» η οργή κόχλαζε μέσα του το δίχως άλλο και φυσικά ένα τέτοιο συναίσθημα δεν ήταν ποτέ καλός σύμβουλος.
Βγαίνοντας έξω, είδε τον πατέρα του να έχει στηθεί μπροστά στις κάμερες και να μιλά, ενώ η μητέρα του προσπαθούσε να τον τραβήξει απεγνωσμένα μακριά. Στη θέα του οργισμένου γιού της, πισωπάτησε. Ο Μικέλε βγήκε έξω και κοίταξε τον πατέρα του στα μάτια.
«Τι κάνεις; Τι νομίζεις πως κάνεις, έχεις τρελαθεί; Ο γιος σου πεθαίνει και εσύ δίνεις συνεντεύξεις;» γρύλισε όταν από την παρέα των δημοσιογράφων, ξεπρόβαλε μία γνωστή φυσιογνωμία από τα παλιά.
Η Ρίνα ήταν μία κοπέλα που πάντοτε ήταν ερωτευμένη μαζί του. Ένα φεγγάρι ανήκε στον κόσμο του μόντελινγκ. Υπερβολικά φιλόδοξη, είχαν περάσει μία βραδιά αξέχαστη, ωστόσο εκείνος δεν είχε αντιληφθεί τα συναισθήματά της, μιας και εκείνη επέμενε πως απλώς επιθυμούσε την καλοπέραση. Ήταν είκοσι δύο χρονών τότε και η ζωή κυλούσε διαφορετικά. Όλα άλλαξαν στα ξαφνικά, όταν εκείνη έγινε εμμονική. Ο Μικέλε προσπάθησε να της εξηγήσει πως δεν επιθυμούσε μία σχέση σοβαρή. Στις συναθροίσεις και στα πάρτι, η Ρίνα συχνά μεθούσε παλεύοντας να τον παρασύρει για ακόμη μία φορά. Ο νεαρός ωστόσο σπανίως έπινε σε σημείο να πάρει το επάνω χέρι το αλκοόλ. Τη βραδιά εκείνη τσακώθηκαν άσχημα, η ίδια κοπάνησε δυνατά τα χέρια της στον καθρέπτη του δωματίου της και έπειτα προσπάθησε να του ρίξει την ευθύνη πως είχε ασκήσει επάνω της βία. Ευτυχώς για εκείνον, υπήρχαν μάρτυρες που τον υποστήριξαν. Στο σήμερα ήταν έτοιμη να πάρει το αίμα της πίσω. Όντας πλέον χωμένη στον κόσμο της δημοσιογραφίας, θα έβγαζε λαβράκι από την δική του οικογενειακή τραγωδία. Το μεγάλο είδωλο, ο Μικέλε Μπαρτολίνι κυριολεκτικά κατέρρεε.
«Τι θες εσύ εδώ; Εξαφανίσου!» της φώναξε μονάχα για να την δει να υψώνει ειρωνικά το φρύδι της απολαμβάνοντας τη στιγμή.
«Κάνω απλώς την δουλειά μου και ο πατέρας σου ήταν κάτι παραπάνω από πρόθυμος να μας εξυπηρετήσει» συνέχισε εκείνη.
«Αρκετά!» ακούστηκε τώρα η απειλητική φωνή της Βιόλα «Αλεσσάντρο, πάμε να φύγουμε» κοίταξε τον άνδρα της ο οποίος συνέχιζε να φλερτάρει με την φήμη και τις κάμερες.
«Πηγαίνετε εσείς...» ακούστηκε πιο σιγανά αυτή τη φορά η φωνή του.
«Είσαι απαράδεκτος! Δεν είσαι ικανός να ονομάζεσαι πατέρας μου!»
«Και εσύ είσαι ένας αποτυχημένος! Ένα τίποτε που το φτάσαμε στην κορυφή μονάχα για να βουτήξει στον βούρκο!» ήταν και τα τελευταία λόγια που κατόρθωσε να ψελλίσει προτού βρεθεί αναίσθητος από τη γροθιά του Μικέλε. Τα πάντα είχαν καταγραφεί στις κάμερες, μέχρι που η μητέρα του κατόρθωσε με τη βοήθεια του Έντυ να τον τραβήξει στο εσωτερικό του νοσοκομείου προτού να βγει όλο το προσωπικό έξω.
Ταυτόχρονα, η Μαριάντζελα βάδιζε αποφασιστικά προς το ίδιο μέρος. Για κάθε της βήμα έπαιρνε πάντοτε την συμβουλή της κολλητής της της Νίνα. Εκείνη δίχως δεύτερη σκέψη, την είχε ωθήσει να παρευρεθεί στο πλάι του Ρωμαίου, μα και να δώσει άφεση σε έναν Μικέλε που αργά έχανε τα πατήματά του. Η ζημιά είχε ήδη γίνει, ο πατέρας του είχε μεταφερθεί στο εσωτερικό του νοσοκομείου μέχρι να συνέλθει και ο Μικέλε μαζί με την μητέρα του και τον Έντυ, στέκονταν έξω από το δωμάτιο του Ρωμαίου καρτερώντας τον γιατρό να βγει. Σαν έφτασε μπροστά τους η Μαριάντζελα, ένιωσε την ανάσα της να κόβεται. Του Μικέλε το δεξί χέρι ήταν τυλιγμένο, ενώ ο Έντυ ευθύς σηκώθηκε για να την αγκαλιάσει με εκείνον τον ζεστό αυθορμητισμό που πάντοτε τον χαρακτήριζε.
«Δώσε του μία ευκαιρία. Αξίζει, απλώς περνά δύσκολα» της ψιθύρισε. Το βλέμμα της Βιόλας για πρώτη φορά έπεσε ζεστό επάνω της. Ήταν σαν να είχε ξυπνήσει από κάποιον ξαφνικό λήθαργο.
«Θα μπορούσα να σου μιλήσω;» την ρώτησε ο Μικέλε και εκείνη ένευσε θετικά. Μετακινήθηκαν για λίγο παράμερα και τη στιγμή που χάθηκαν από τα μάτια των υπόλοιπων, εκείνος άφησε το μέτωπό του να ακουμπήσει στο στέρνο της «Κάποια στιγμή πρέπει να σταματήσω να τρέχω. Μπορεί έτσι να με έχει διδάξει ως τώρα η εμπειρία της ζωής μου, μα οφείλω να αφήσω ορισμένες ρίζες να βγουν ώστε να με κρατήσουν σταθερό. Λυπάμαι τόσο για τον τρόπο που έφυγα. Έχω πολλά πράγματα να διαχειριστώ και δεν έχω ιδέα πώς να το κάνω, νιώθω να πνίγομαι. Όσα είπα όμως, κυρίως πως σε αγαπώ, είναι η απόλυτη αλήθεια και ας μην γνωρίζω πώς να το δείξω πάντοτε»
Τα μάτια του παρουσίαζαν την απόλυτη ειλικρίνεια.
«Και εγώ φοβάμαι Μικέλε. Όταν έφυγες πληγώθηκα, καθώς οι άνθρωποι που στάθηκαν δίπλα μου ως δεσμοί, στην δύσκολη στιγμή της ζωής τους εμένα με έκαναν πέρα. Οι σχέσεις όμως δημιουργούνται για να αντέχουν και να ανακουφίζουν στα δύσκολα. Υπόσχομαι να σταθώ δίπλα σου, αν μου το επιτρέψεις»
Εκείνος άφησε ένα τρυφερό φιλί στο μέτωπό της.
«Πήγαινε να δεις τον Ρωμαίο. Θα χαρεί στα σίγουρα» της είπε με μάτια βουρκωμένα.
Πράγματι, ο νεαρός Ρωμαίο με το σχεδόν μόνιμα ωχρό δέρμα και την αδύναμη φιγούρα, βρισκόταν ξαπλωμένος ατενίζοντας το λιγοστό φως που εισερχόταν από το παράθυρό του. Στη θέα της χαμογέλασε και της έκανε νόημα να πλησιάσει. Βλέποντάς την να λυγίζει, πήρε ευθύς το χέρι της στο δικό του.
«Δεν θέλω να στεναχωριέστε άλλο για εμένα. Απόλαυσα την διαδρομή μου, όσο πιο αξιοπρεπώς μπορούσα. Είμαι χαρούμενος που ο αδερφός μου σε βρήκε καθώς ένα διάστημα φοβήθηκα πως θα μπλέξει με κακές παρέες, έχοντας φυσικά κακή κατάληξη. Δεν έκανα λάθος για εσένα. Από την πρώτη στιγμή που σε είδα στο μικροσκοπικό σου μπαλκόνι, κατάλαβα τι άνθρωπος ήσουν. Το χαμόγελό σου, το τραγούδι σου αν και πικρό κάποτε, μου έδωσε να καταλάβω πως είχες ανάγκη να αγαπήσεις και να αγαπηθείς, όπως ο Μικέλε. Στο δικό σας έργο του...Ρωμαίου και της Ιουλιέτας το τέλος θα είναι διαφορετικό. Σε παρακαλώ, μην τον αφήσεις να μαραζώσει. Μην του επιτρέψεις ακόμη και όταν θα έχω φύγει, να κλειστεί σε ένα δωμάτιο και στον εαυτό. Το τέλος μου είναι ό,τι πιο όμορφο θα μου συμβεί. Ας το πάρει ως λύτρωση, ως γιορτή και όχι ως πένθος»
Εκείνη έσκυψε και τον αγκάλιασε σφιχτά, απελευθερώνοντας επιτέλους τα δάκρυα που με τόσο κόπο βαστούσε. Ο Ρωμαίος ήταν στα σίγουρα από τους πιο υπέροχους και πιο ξεχωριστούς άνδρες που είχε γνωρίσει. Δεν τον αποχαιρέτησε, δεν ήθελε ή δεν άντεξε. Του χαμογέλασε μονάχα για μία τελευταία φορά, δίνοντας τη σκυτάλη στον Μικέλε και την μητέρα του που δεν άφησαν ποτέ το πλάι του. Αργά το βράδυ, ο Αλεσσάντρο βρέθηκε και εκείνος πίσω από την πόρτα χτυπώντας δειλά. Το πρόσωπό του ήταν μελανιασμένο. Όταν κανείς δεν του άνοιξε, εισήλθε αργά για να τους βρει να κοιμούνται πεσμένοι στο πλάι του Ρωμαίο. Ο Μικέλε τον αντιλήφθηκε και τινάχτηκε εμφανώς εκνευρισμένος.
«Φύγε από εδώ» του ψιθύρισε για να δει και την μητέρα του να συνέρχεται. Ο μοναδικός ωστόσο που δεν έδειξε κανένα σημάδι αντίδρασης, ήταν ο Ρωμαίος. Ο Μικέλε πάγωσε. Ένιωσε την καρδιά του να ξεκινά τους ακανόνιστους χτύπους και τα πνευμόνια του να μπουκώνουν απότομα σαν να του τελείωνε τα οξυγόνο. Θα έλεγε κανείς πως βρισκόταν στα πρόθυρα του πανικού.
«Αδερφέ; Μίλησέ μου! Έλα τώρα! Δεν είναι αστείο! Ρωμαίο!» ξεκίνησε να φωνάζει μονάχα που λίαν συντόμως η κραυγή μετατράπηκε σε υστερία. Η μητέρα του τον αγκάλιασε σφιχτά περνώντας τα χέρια της γύρω από την μέση του, φιλώντας τον τρυφερά. Απέναντί τους, ο Αλεσσάντρο έκλαιγε βουβά. Ο ένας του γιος σπάραζε και ο άλλος είχε αποχωρήσει για την γη των Αγγέλων. Ο ίδιος πάλι υπήρξε ένα φρικτό, εγωιστικό κτήνος. Βύθισε ουκ ολίγες φορές την οικογένειά του στη δυστυχία. Χρησιμοποίησε το παιδί του ως βιτρίνα, καταπίεσε την γυναίκα του μετατρέποντάς την σε ένα ψυχρό αγαλματίδιο των όσκαρ. Ο Έντυ με την Μαριάντζελα άνοιξαν δειλά την πόρτα, καθώς εισήλθαν μαζί και οι γιατροί. Ο Μικέλε δεν θα θυμόταν τίποτε από αυτά. Είχε χάσει για τα καλά τις αισθήσεις του και για εκείνον το πρωινό θα τον επισκεπτόταν για ακόμη μία φορά, σε ένα νοσοκομειακό δωμάτιο.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro