Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Στεκόμουν στη Βενετία, στη Γέφυρα των Στεναγμών/ part 2

Σαν ήρθε το πρωινό, οι αδύναμες ηλιαχτίδες γαργάλησαν τα βλέφαρά της. Η Μαριάντζελα αναδεύτηκε στη θέση της νιώθοντας μία πρωτοφανή πληρότητα. Ένα βάρος ελαφρύ που σκέπαζε τη γυμνή της μέση, την οδήγησε στην συνειδητοποίηση των όσων διαδραματίστηκαν το προηγούμενο βράδυ. Ο Μικέλε κοιμόταν ήσυχος, γαλήνιος δίπλα της, έχοντας περάσει το αριστερό του χέρι γύρω της. Με ένα ελαφρύ σκούντημα τον ξύπνησε και τα μελοπράσινα μάτια του καρφώθηκαν τρυφερά στα δικά της. Το χέρι του σηκώθηκε για να χαϊδέψει το μάγουλό της.

«Καλημέρα» της είπε διστακτικά και ελαφρώς αμήχανα.

«Καλημέρα» πρόφερε εκείνη.

Ο νεαρός αναδεύτηκε για λίγο και κατόπιν ύψωσε τον κορμό του σώματός του προς το μέρος της, λίγα μονάχα εκατοστά από το πρόσωπό της. Εκείνη χαμογέλασε και γέρνοντας μπροστά, τον φίλησε τρυφερά. Τα μάτια του έκλεισαν απολαμβάνοντας την κίνηση.

«Για λίγο φοβήθηκα πως το είχες μετανιώσει» της είπε δίχως να την κοιτάζει.

«Μπορεί ο ίδιος φόβος να κυριάρχησε και στην δική μου καρδιά»

«Είμαστε εδώ όμως, ο ένας δίπλα στον άλλο, δίχως πορτοφόλι, σε ένα ξένο σπίτι που μας φιλοξένησε από λύπηση και όμως μοιάζουμε πιο ευτυχισμένοι από ποτέ» γέλασε και το πρόσωπό του φωτίστηκε.

Τα επόμενα λεπτά πέρασαν με τους ίδιους να ντύνονται και τον Άντζελο να τους υποδέχεται με ένα ευωδιαστό πρωινό στο τραπέζι. Όπως τους ανακοίνωσε, ο πατέρας του είχε πάει για δουλειά από τα χαράματα, καθώς μετά το χθεσινό επεισόδιο, σταμάτησε να εμπιστεύεται τον μικρό, καλόκαρδο γιό του. Τον ευχαρίστησαν από τα βάθη της καρδιάς τους και βγήκαν ξανά έξω στον ήλιο, στα βενετσιάνικα κανάλια και την πρωινή κοσμοσυρροή. Ήταν τότε που ο Μικέλε αποφάσισε να της κάνει μία πρόταση. Να επισκεφθούν τη Βερόνα.

«Λένε πως εκεί άνθισε ο μεγαλύτερος και τραγικότερος έρωτας όλων των εποχών. Ο Ρωμαίος λατρεύει, όπως θα έχεις ήδη καταλάβει, την ιστορία του συγκεκριμένου ζευγαριού. Για εμένα έκρυβε μία παράξενη ματαιότητα, ωστόσο πέρα από αυτό, δεν υπήρξα ποτέ μου και ο πιο ρομαντικός άνθρωπος του κόσμου. Ωστόσο, τον τελευταίο σχεδόν μήνα έχω αναθεωρήσει. Μαζί έχουμε κάνει πολλά πράγματα, έχουμε διανύσει αποστάσεις, έχουμε δειπνήσει σε ταράτσες, έχω αφήσει να φανούν κομμάτια της ψυχής μου. Για την ακρίβεια, ακούμπησα επάνω σου ίσως το μεγαλύτερο δράμα μου. Αυτό το ταξίδι, λίγο πριν την τελική μας επιστροφή, για εμένα έχει ιδιαίτερη σημασία. Από τη μία, είναι ο προορισμός του αδερφού μου και από την άλλη, η διαφοροποίηση του τέλους του δικού μου παραμυθιού, σε σχέση με εκείνου της φημισμένης Βερόνας. Είσαι ακόμη δίπλα μου»

Η Βερόνα αποτελούσε στα σίγουρα έναν διάσημο προορισμό, ένα πηγάδι αγάπης, μύθου και ιστορίας. Η κοντινή της απόσταση από την Βενετία, την έκανε ιδανική. Επίσης, ο Μικέλε συνεννοήθηκε με τους δικούς του, ώστε να ακυρώσουν τις κάρτες που είχε στο όνομά του και να στείλουν κάποιον μέχρι την πόλη με λίγα μετρητά, μέχρι να επιστρέψουν στο Μπελάτζιο. Μπροστά ακριβώς από τις γόνδολες, ο Μικέλε συνάντησε έναν συνεργάτη του πατέρα του που βαστούσε έναν φάκελο κλειστό με τα μετρητά που ζήτησε. Ευθύς, η πρώτη του κίνηση ήταν να πληρώσει τον πατέρα του Άντζελο, κάνοντας μία γκριμάτσα στους ηλικιωμένους γονδολιέρηδες για όλη την κριτική που είχαν ασκήσει το προηγούμενο βράδυ.

Η πρώτη δουλειά ήταν η ενοικίαση ενός αυτοκινήτου. Ο καιρός ήταν δροσερός και η πόλη με τα αναγεννησιακά κτήρια, τους γοτθικούς ναούς και το μπαλκόνι του έρωτα καρτερούσε να την επισκεφθούν. Πλέον καθώς βάδιζαν στις χρωματιστές της πλατείες, βαστούσαν γερά ο ένας το χέρι του άλλου. Ο Μικέλε ξέκλεβε ματιές προς την μεριά της και ήταν σαν να ζούσαν ένα δικό τους παραμύθι, ίσως και εκείνο ενός Ρωμαίου και μίας Ιουλιέτας.

«Εδώ και ελάχιστες μέρες, αισθάνομαι σαν να βιώνω μία δανεική ευτυχία που έχει ημερομηνία λήξης. Καθώς έχεις καταλάβει, η οικογένειά μου δεν είναι ιδιαίτερα δεμένη. Για την ακρίβεια δεν ήταν ποτέ. Παρά το γεγονός πως έχω εβραϊκό αίμα, δεν γνώρισα ποτέ τους Εβραίους παππούδες μου. Ο Αλφόνσο ήταν εκείνος που μου μίλησε για την ιστορία της μισής μου καταγωγής, για όλες τις διώξεις και τις απαγορεύσεις που υπέστησαν οι Εβραίοι από το καθεστώς του ιταλικού φασισμού. Είναι αδιανόητο να σκεφτεί κανείς σήμερα τον αποκλεισμό του από το δημόσιο, από τα σχολεία του δημοσίου, από την άσκηση ορισμένων επαγγελμάτων» έκανε μία παύση καθώς βάδιζαν.

«Θα ήθελες να τους γνωρίσεις; Τους παππούδες εννοώ» ρώτησε η κοπέλα.

«Όχι πια. Όταν ήμουν μικρότερος το ήθελα πολύ. Πίστευα πως μου έλειπε ένα μικρό κομμάτι της οικογένειας, μία ρίζα. Ωστόσο , δεν υπάρχει καμία αξία στην υποκριτική αγάπη. Ακόμη και αν θύμωσαν με την επιλογή της μητέρας μου, εγώ δεν τους είχα κάνει τίποτε. Το θέμα του Ρωμαίου λοιπόν, νιώθω πως μας έχει ενώσει προσωρινά, πως έπειτα από...το τέλος, η οικογένειά μου θα διαλυθεί. Μέχρι σήμερα, η ίδια ανασφάλεια με διακατείχε και στις σχέσεις μου, μιας και οι περισσότερες κοπέλες με πλησίαζαν για συγκεκριμένο λόγο»

Η Μαριάντζελα αποφάσισε πως αντί να του απαντήσει, η πράξη να τον οδηγήσει σε εκείνο το πέτρινο τούνελ των ονομάτων λίγο πριν το διάσημο σπίτι του ερωτικού δράματος, ήταν πολύ πιο ισχυρή από τα λόγια. Στους τοίχους βρίσκονταν κολλημένα ονόματα. Διάφορα ονόματα υπαρκτών και ανύπαρκτων σχέσεων, ευχών και ονείρων. Το ταπεινό μπαλκόνι της Ιουλιέτας, με το άγαλμά της που αν το άγγιζες στο στήθος, θα σε ακολουθούσε η τύχη της αγάπης, ξεπρόβαλαν μπροστά τους. Το προχωρημένο φθινόπωρο είχε ευνοήσει στην απουσία των τουριστών του καλοκαιριού και της άνοιξης. Τα χιλιάδες γράμματα προς την Ιουλιέτα, πλαισίωναν τον τοίχο του μεσαιωνικού κτηρίου.

΄΄Τι ήταν τελικά ο έρωτας;΄΄ αναρωτήθηκε η Μαριάντζελα.΄΄ Ίσως μία ελπίδα΄΄ σκέφτηκε έπειτα, έχοντας πάντοτε στο μυαλό της την ύπαρξη του Κλαμπ της Ιουλιέτας, το οποίο αναλάμβανε να απαντά στα γράμματα του κόσμου και αποτέλεσε κεντρική ιδέα της γλυκιάς ταινίας που τόσο είχε αγαπήσει. Η Βερόνα λοιπόν ως τελευταίος σταθμός του ταξιδιού της, της άφησε αυτό ακριβώς το μήνυμα. Να ελπίζει στην αγάπη. Μία αγάπη όμοια σαν έννοια για κάθε άνθρωπο, μία αγάπη που ταξίδεψε μέσα από τον απαγορευμένο έρωτα εκείνου του ζευγαριού και που δίδαξε στον κόσμο πως είναι ισχυρότερη από κάθε άλλο συναίσθημα, από κάθε νόμο. Για τον Ρωμαίο, τον δικό τους Ρωμαίο, ο τελευταίος προορισμός αποτελούσε εκείνη ακριβώς την άσβεστη ελπίδα για ζωή μέχρι την τελευταία στιγμή.

Ο Μικέλε στάθηκε μπροστά της και την κοίταξε στα μάτια.

«Ευχαριστώ που είσαι δίπλα μου» ήταν η μοναδική κουβέντα που της είπε προτού τα χείλη τους ενωθούν, σφραγίζοντας την δική τους αγάπη. Ήταν μεθυστική η αίσθηση. Έμοιαζαν να εξερευνούν αχόρταγα κάθε πτυχή τους. Τα μέτωπά τους ενώθηκαν και εκείνη είδε ξανά ένα ελάχιστο σημάδι φόβου στα μάτια του. Ήθελε να το πει απεγνωσμένα, μα φοβόταν μήπως ήταν βιαστικό «Μαριάντζελα, εγώ θα ήθελα να σου πω...» σχεδόν είχε ιδρώσει «Σ' αγαπώ» του βγήκε σαν την τελευταία του ανάσα. Η αγκαλιά της τον υποδέχτηκε, το μήνυμα εμμέσως μεταφέρθηκε στην Ιουλιέτα και η ευχή είχε εκπληρωθεί.

Ένα τηλεφώνημα από το σπίτι του, τον έκανε να ταραχτεί. Το σήκωσε ευθύς αμέσως και η κοπέλα τον είδε άξαφνα να χάνει σχεδόν το χρώμα του.

«Μικέλε;» τον ρώτησε.

«Φεύγουμε! Φεύγουμε αυτή τη στιγμή» πρόφερε ξεψυχισμένα.

«Ο Ρωμαίος;» ρώτησε απλώς εκείνη στην προσπάθειά της να τον φτάσει καθώς έτρεχε προς το αυτοκίνητο. Η ανάσα του είχε σχεδόν κοπεί. Το μόνο που ευχόταν ήταν να προλάβαινε, να προλάβαινε ένα τέλος που είχε δρομολογηθεί εδώ και καιρό.

Η διαδρομή μέχρι το Κόμο κύλησε στην απόλυτη σιωπή. Υπήρχαν στιγμές που τα μάτια του Μικέλε θόλωναν, υπήρχαν στιγμές που ήθελε να ουρλιάξει δυνατά, μα δεν μπορούσε. Ο αδερφός του βρισκόταν σε ένα νοσοκομείο του Κόμο, τα δικά του τείχη ίσως εγωιστικά να είχαν ξανά υψωθεί. Δεν ήθελε να μοιράζεται με κάποιον τον χαοτικό του κόσμο. Κοίταξε την Μαριάντζελα. Της είχε πει πως την αγαπούσε, μα μία τέτοια στιγμή επιθυμούσε να χαθεί στους δικούς του σκοτεινούς λαβυρίνθους.

«Πρέπει να πηγαίνεις» της είπε δίχως να την κοιτάζει στα μάτια.

«Μικέλε, θα είσαι εντάξει;» τον ρώτησε.

«Πρέπει να τον προλάβω. Θα...θα τα πούμε» πρόφερε στα γρήγορα και εξαφανίστηκε τρέχοντας, αφού την άφησε στα πλοιάρια, αγοράζοντάς της και το εισιτήριο για να μπορεί να επιστρέψει.

Ήθελε και εκείνη να κλάψει, μα οι λόγοι ήταν πολλοί. Αρχικά, η απογοήτευσή της από έναν ακόμη άνδρα που στις χαρές τις μεγάλες ή τις πίκρες την άφησε στο περιθώριο. Μία σχέση δεν βασιζόταν μονάχα στα εύκολα, μία αληθινή σχέση με γερά θεμέλια άντεχε ακόμη και στα ανείπωτα φαρμάκια που κόχλαζαν στην ψυχή. Όπως και ο παραλίγο σύζυγός της, που τώρα φυσικά παντρευόταν μία άλλη, έτσι και ο Μικέλε την είχαν κλείσει έξω την πιο σημαντική στιγμή της ζωής τους. Κοίταξε τα πλοιάρια, τον ήλιο που αργά βασίλευε πίσω από τους λόφους της λίμνης. Θυμός και απογοήτευση. Στην πρώτη συναισθηματική περίπτωση, θεώρησε πως είχε το δικαίωμα να δει τον Ρωμαίο για μία έστω τελευταία φορά. Είχε ξεχωρίσει αυτήν την προσωπικότητα, αυτήν την τόσο ρομαντική ψυχή, ίσως και παράλληλα βασανισμένη. Ο Μικέλε δεν είχε δικαίωμα να της στερήσει τον τελευταίο αποχαιρετισμό.

Ο νεαρός αντίστοιχα είχε θολώσει. Τίποτε δεν μπορούσε να σκεφτεί, τίποτε δεν είχε σημασία. Όσο και αν είχε προετοιμαστεί για την στιγμή, δύναμη μέσα του δεν είχε απομείνει γι' αυτήν τη μάχη. Κάποτε, όταν ακόμη ήταν μικρά αγόρια, πίσω στον κήπο της βίλας τους με φόντο την απεραντοσύνη της λίμνης, είχαν υποσχεθεί πως θα είναι για πάντα μαζί. Αυτό το για πάντα τελικά ήταν σχετικό, ίσως και ειρωνικό καθώς οι άνθρωποι δεν ζουν για πάντα, οι σχέσεις μάλλον δεν βαστάνε για πάντα, τίποτε δεν υπάρχει για πάντα. Μπροστά του όμως τώρα έσβηνε η δική τους αιώνια υπόσχεση, η οποία προοριζόταν για εκείνο το ανύπαρκτο, κάλπικο ΄΄πάντα΄΄.





Mπορεί να μην το έχω με τα ρομαντικά δράματα ή τουλάχιστον έτσι νιώθω ωστόσο ευχαριστω όλους όσους συνεχίζετε να το διαβάζετε! Σημαίνει πολλά για εμένα και ελπίζω να το απολαμβάνετε!

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro