Ποιος είναι ο Ρωμαίο; / part 3
Στη φωτο ο Μικέλε
Εκείνο το βράδυ, ο Μικέλε είχε αποφασίσει να επιστρέψει σχετικά νωρίς στο σπίτι και να μην αναλωθεί σε ένα ακόμη ξέφρενο πάρτι με το αλκοόλ να ρέει άφθονο. Η δουλειά του ήταν απαιτητική και έπρεπε να έχει τα μάτια του δεκατέσσερα. Συνήθως, έδινε ραντεβού με τον σοφέρ του σε ένα συγκεκριμένο μέρος, ώστε να είναι άπαντες στην οικογένεια βέβαιοι, πως δεν θα προκαλούσε κάποιο δυστύχημα. Οι Μπαρτολίνι εξάλλου, είχαν ένα όνομα και δεν σκόπευαν να αφήσουν έναν εικοσιεξάχρονο να τους το σπιλώσει. Η μητέρα του, Βιόλα, ήταν κάποτε εξίσου κορυφαίο μοντέλο και γνώρισε τον Αλεσσάντρο, τον πατέρα του, μέσα από αυτόν τον χώρο καθώς ήταν διάσημος φωτογράφος, ένας από τους κορυφαίους στον κόσμο. Πλέον, εκείνη είχε αποσυρθεί στα ενδότερα των πολυτελών κατοικιών τους, ενώ ο πατέρας του συνέχιζε ακάθεκτα το επάγγελμά του, πραγματοποιώντας διαρκώς ταξίδια.
«Θα πάρεις την Aston τελικά;» άκουσε την φωνή του κολλητού του και μοντέλου επίσης, Ρικάρντο, μα εκείνος τον αποκαλούσε σκέτο Ρικ.
«Είμαι νηφάλιος, γουλιά δεν ήπια όλο το βράδυ. Με τάραξε εκείνη η αντι-φαν μου, της οποίας το κινητό καταλάθος έπνιξα στα κανάλια του Ναβίγκλι»
«Άλλες θα σου ζητούσαν συγγνώμη που βρέθηκαν στο διάβα σου και σε έφεραν σε δύσκολη θέση» τον πείραξε καθώς πλησίαζαν το καλυμμένο αυτοκίνητο.
Ο Μικέλε αγαπούσε την ταχύτητα, με μέτρο πάντα. Τον ξεκούραζε ιδιαίτερα η διαδρομή προς το σπίτι του, το οποίο βρισκόταν χτισμένο σε έναν καταπράσινο, χαμηλό λοφίσκο, λίγο έξω από το κέντρο. Η Ιταλία σου πρόσφερε αμέτρητα θεάματα πράσινου, έναστρου ουρανού κατά τη διάρκεια μίας γλυκιάς, φθινοπωρινής βραδιάς όπως αυτή. Χωράφια σπαρμένα και χαμόσπιτα με κεραμοσκεπές, ξεπετάγονταν στο διάβα του, συνθέτοντας έναν φυσικό πίνακα ζωγραφικής. Ο επαρχιακός δρόμος ήταν άδειος και μονάχα ο ήχος της μηχανής του αυτοκινήτου, έσπαγε τη σιγαλιά της νύχτας. Ο Ρικ θα περνούσε το βράδυ του στο σπίτι του φίλου του. Εξάλλου, τα δωμάτια της βίλας ήταν αμέτρητα και ο χώρος άπλετος. Με τα παράθυρα ανοιχτά και το γαργάλημα της ευφορίας από τα νυχτολούλουδα, έφτασαν μπροστά στην σιδερένια πύλη, θα έλεγε κανείς, του σπιτιού, η οποία υποχώρησε αργά, προκειμένου να εισέλθει το αυτοκίνητο. Από εκεί και πέρα, σειρά είχε ένας βοτανικός κήπος χιλιάδων στρεμμάτων, με φτέρες, κυπαρίσσια και λογής λογής σπάνια είδη φυτών, μέχρι να έφταναν στα μαρμάρινα σκαλιά της βίλας του 1900. Τα σκαλιστά της ταβάνια, οι πίνακες ζωγραφικής, τα πανάκριβα, καλογυαλισμένα μάρμαρα, καθώς και τα έπιπλα που έντυναν μοναδικά τα δεκαεπτά δωμάτια, σου έκοβαν κυριολεκτικά την ανάσα. Ως και ο Ρικ που είχε μεγαλώσει εξίσου στην πολυτέλεια, δεν μπορούσε να μην κοντοσταθεί για μερικά δευτερόλεπτα παραπάνω, στη θέα του σαλονιού με το ολόλευκο πιάνο και τον υπέρλαμπρο πολυέλαιο. Ωστόσο, υπήρχε ακόμη κάτι που του τραβούσε την προσοχή, ξέχωρα από την πολυτέλεια του χώρου. Ήταν το βλέμμα του Μικέλε, ο οποίος σκοτείνιαζε κάθε φορά που επέστρεφε στο πατρικό του.
«Καλησπέρα όμορφε» τον πείραξε η μητέρα του.
Η λιγνή της σιλουέτα, ντυμένη πάντοτε αριστοκρατικά και προσεγμένα, με έναν ανεπιτήδευτο κότσο που τόνιζε τα αμυγδαλωτά της μάτια και τις γωνίες του προσώπου της, κατέβαινε αργά σχεδόν αθόρυβα τη σκάλα. Στη θέα της ο Ρικ ένιωσε όλο του το πρόσωπο να κοκκινίζει. Ήταν μία νέα γυναίκα, γύρω στα σαράντα έξι, που στο παρελθόν αναγκάστηκε να αφήσει από νωρίς τον κόσμο της μόδας, προκειμένου να μεγαλώσει το παιδί της. Στα τέσσερα χρόνια καριέρας της, από τα δεκατέσσερα, είχε ήδη δημιουργήσει γύρω από το όνομά της έναν μύθο εξαιτίας της απαράμιλλης, φυσικής της ομορφιάς. Ήταν αδύνατον να περάσει απαρατήρητη και αυτό τόσο ο γιός της, όσο και ο φίλος του, το γνώριζαν καλά.
«Καλησπέρα και σε εσένα» τη χαιρέτησε ενώ η φωνή του Ρικ ίσα που κατόρθωσε να αναρριχηθεί από το λαρύγγι του.
«Νωρίς επέστρεψες σήμερα. Έτσι σε θέλω! Λαμπερό και αξιοπρεπή» έκανε μία παύση «Αλήθεια, η Καρίνα είναι καλά; Έχω πολύ καιρό να την δω και εχθές μιλήσαμε με την μητέρα της» πάλεψε να ανασύρει πληροφορίες, για να δει τον Μικέλε να σκοτεινιάζει περισσότερο.
«Έχουμε τελειώσει εδώ και δύο μήνες»
«Μα, γιατί; Ήταν μία καλλονή! Μία κοπέλα χάρμα οφθαλμών!»
«Ε, λοιπόν, προτιμούσε να βγάζει τους οφθαλμούς της με τον διευθυντή του πρακτορείου. Δεν είναι η μόνη φυσικά!» της απάντησε και κάνοντας νόημα στον Ρικ, πήγε να κατευθυνθεί προς την εσωτερική, θερμαινόμενη πισίνα, όταν η γκρίνια της μητέρας του εξακολουθούσε να συνοδεύει το κάθε του βήμα.
«Μα, ήταν ένας άγγελος. Ποιο όμορφη από...»
«Δεν είναι σε όλα η εμφάνιση το παν!» της φώναξε με το πρόσωπο κατακόκκινο «Σταμάτα πια με αυτήν την εμμονή! Βαρέθηκα!»
«Αυτή σε θρέφει!» του αντιγύρισε «Αυτή σε έχει οδηγήσει στην κορυφή του κόσμου, αυτή έχει δημιουργήσει έναν μύθο γύρω από το όνομά σου, αλλιώς τίποτε από όλα όσα βλέπεις γύρω σου αυτή τη στιγμή, δεν θα υπήρχε» κούνησε επιδεικτικά τα λεπτοκαμωμένα της χέρια σαρώνοντας τον χώρο.
Τώρα το βλέμμα του Μικέλε είχε γεμίσει θλίψη.
«Πού είναι ο μπαμπάς;» τη ρώτησε σχεδόν απαξιωτικά.
«Στο κέντρο με συναδέλφους» απάντησε τώρα ξερά η Βιόλα.
«Θα έπρεπε να βρίσκεται στο Μπελάτζιο! Όπως και εσύ! Εκεί είναι η θέση σας και ας μην δίνετε δεκάρα τσακιστή. Mόλις τελειώσει όλο αυτό, θα φύγω» έστριψε το μαχαίρι στην πληγή της, σε σημείο που ακόμη και ο Ρικ προσπάθησε να παρέμβει.
«Δεν σου επιτρέπω» γρύλισε εκείνη και πλησιάζοντάς τον με φόρα, τον χαστούκισε.
Ο μόνος ήχος που ακούστηκε πέραν αυτού, ήταν εκείνος της πόρτας που με έναν πάταγο έκλεισε πίσω του. Ευθύς ξεφορτώθηκε τα ρούχα του, μένοντας με το μαγιό, ενώ βάζοντας δύναμη στα πόδια, βούτηξε στο ζεστό νερό της πισίνας. Τα βράδια το προτιμούσε από το δροσερό της εξωτερικής. Τον χαλάρωνε έπειτα από μία κουραστική μέρα. Οι μύες των χεριών του πάλλονταν νευρικά ακόμη, τα μελοπράσινα μάτια του έμοιαζαν με τον πυθμένα της Αίτνας.
«Λυπάμαι πολύ κολλητέ. Μην το βάζεις κάτω όμως. Αύριο ξημερώνει μία νέα ημέρα και θα το διασκεδάσουμε. Θα έχουμε όλα τα φώτα επάνω μας, τους καλύτερους στυλίστες...»
«Από αυτούς που αγαπούν να ζουλάνε τα γεννητικά όργανά μας, δήθεν για να φτιάξουν το παντελόνι» τον έκοψε.
«Τους βάλαμε στη θέση τους» συμπλήρωσε ο Ρικ.
«Διακινδυνεύοντας την λαμπερή μας καριέρα, αλλά όπως μας είπαν, είναι μέσα στα πλαίσια του επιτρεπτού. Σε οποιοδήποτε άλλο επάγγελμα, θα θεωρούταν σεξουαλική παρενόχληση» γρύλισε.
«Καλά, ας τα αφήσουμε όλα αυτά στην άκρη» πάλεψε να τον κάνει να ξεχαστεί.
«Ας τα στοιβάξουμε σαν το βουνό της χωματερής να λες καλύτερα» γκρίνιαξε ο Μικέλε.
«Πες μου για την θαυμάστρια που παραλίγο να χειροδικήσει εις βάρος σου» τον πείραξε.
«Την θαυμάστρια που ευχήθηκε να κυκλοφορήσει το πρόσωπό μου σε χαρτί τουαλέτας;» ρώτησε για να δει τον Ρικ να πνίγεται πάνω στο γέλιο του.
«Δεν είχα σκεφτεί ποτέ πως μία φωτογράφιση θα μπορούσε να φτάσει τόσο μακριά»
«Όπως στους υπονόμους του απόπατου. Έχεις δίκιο! Ας την αφήσουμε όμως, γιατί μου διαστρέβλωσε το κάρμα μου νομίζω και νιώθω κατηφής. Ήδη τα νέα για τα ρούχα της επίδειξης με βρήκαν αντίθετο. Δερμάτινα γυαλιστερά λουριά. Λες και πρωταγωνιστούμε σε όργιο» ξεφύσησε.
«Τουλάχιστον εσύ, ως μεγάλο όνομα, μένεις μόνος σου πάντα. Ρώτα και κάποιους που συγκατοικούν με ένα κοπάδι ψώνια, με όμορφα, ανθρώπινα κελύφη. Με νεαρούς πρωτοεμφανιζόμενους που σνιφάρουν κόκα, γιατί πολύ απλά δεν έχουν την ωριμότητα να διαχειριστούν την ξαφνική αναγνώριση! Υπήρξαμε και εμείς στην ηλικία τους, μα ευτυχώς είχαμε μυαλό. Ειδικά τα μικρά κορίτσια, πρέπει να τα έχεις από κοντά»
«Το ξέρω...» τον έκοψε «Ειδικά εγώ....» ακούστηκε η σπασμένη του φωνή.
«Συγγνώμη κολλητέ. Ορισμένες φορές ξεχνάω...»
«Εγώ όμως όχι. Ας τελειώνουμε με την παρέλαση των πενήντα αποχρώσεων του γκρι αύριο»
«Σκέφτεσαι την κατάσταση του Έντυ; Με τα ηρεμιστικά θα τον έχουμε τον δόλιο. Ειδικά οι γυναίκες στο μακιγιάζ, είναι όλο απαιτήσεις. Τελευταία φαντασιωνόταν πως παθαίνει πάρκινσον και πως αποσύρεται από την αγορά» χαμογέλασε ο Ρικ.
Με το ρολόι να δείχνει κοντά ξημερώματα, οι δύο φίλοι αποσύρθηκαν για τα δωμάτιά τους. Ο Μικέλε είχε φροντίσει να δημιουργήσει έναν έναστρο ουρανό για ταβάνι δικό του. Του θύμιζε τα παιδικά του χρόνια, όταν ακόμη ζούσε ο Αλφόνσο, ο παππούς του, πατέρας του πατέρα του και οι δυο τους, στέκονταν για ώρες ξαπλωμένοι στο σπίτι τους στο Μπελάτζιο, μία ανάσα πριν από την λίμνη. Του άρεσε να ακούει για τον Βασιλιά Ύπνο και είχε όνειρα, πως μία μέρα θα γινόταν ψυχολόγος, όπως ο παππούς του που είχε βοηθήσει εκατοντάδες ανθρώπους και μάλιστα μεγαλώνοντας, είχε αφηγηθεί στον Μικέλε και πολλά περιστατικά νέων ανθρώπων που αντιμετώπιζαν προβλήματα. Από εκείνον διδάχθηκε την αρχή της εχεμύθειας στη ζωή του. Όταν κάποιος του εμπιστευόταν ένα πρόβλημα, κυριολεκτικά το έπαιρνε στον τάφο του.
Στριφογύρισε σκεπτόμενος πως αν δεν είχε τους γονείς του σχετικούς με το χώρο και αν δεν ανέβαζε εκείνες τις φωτογραφίες στα δεκαέξι του, στον προσωπικό του λογαριασμό στο myspace, ίσως τα πρακτορεία τον άφηναν στην ησυχία του. Άλλοι θα σκότωναν για να έχουν τις απολαβές του και να έχουν εργαστεί ως κεντρικά πρόσωπα στην καμπάνια του Calvin Klein, Giorgio Armani, Versace και Dolce & Gabbana. Στα catwalks, είχε ανοίξει το σόου για μερικούς από αυτούς τους οίκους επίσης, μα μέχρι και σήμερα δεν ένιωθε τελείως άνετα με την πασαρέλα ενώ ευγνωμονούσε την τύχη του, που ακόμη δεν του είχε ζητηθεί να περπατήσει με τακούνι. Όσο για την ερωτική του ζωή, η σοβαρή δέσμευση δεν βρισκόταν καν στον ορίζοντα. Ήταν ένα πεδίο, το οποίο είχε διαγράψει προσωρινά, αν όχι διαπαντός. Οι περισσότερες γυναίκες και ίσως ήταν ως έναν βαθμό λογικό, τον ήθελαν στηριζόμενες στην εμφάνιση και στη φήμη του. Μάλιστα, κάποιες είχαν ισχυριστεί πως με τίποτε δεν περίμεναν ένα μοντέλο, να μπορεί να ανοίγει τόσο βαθιά θέματα συζήτησης. Κοινώς, τον εγκέφαλό του τον θεωρούσαν διακοσμητικό και τη φαιά ουσία απούσα, στην καλύτερη των περιπτώσεων.
΄΄Τελικά, η πιο έντιμη αντίδραση, ήταν εκείνη της έξαλλης αντι-φαν μου. Από το να με θεωρούν κινούμενη κρεμάστρα, είναι προτιμότερο να επιθυμούν να τσαλακώσουν την μούρη μου, σκουπίζοντας τα οπίσθιά τους!΄΄ σκέφτηκε.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro