Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Ποιος είναι ο Ρωμαίο; /part 2

H νύχτα ακόμη δεν είχε τελειώσει και η Νίνα θα έκανε τα πάντα για να δει την καλύτερή της φίλη να χαμογελά. Τα φώτα, οι δρόμοι, η βαβούρα, ξυπνούσαν μέσα της μία ζωντάνια, μία όρεξη και αυτό ακριβώς το συναίσθημα ήθελε να μεταδώσει και στη φίλη της.

«Τι θα έλεγες να πηγαίναμε στο Ρίτα;» την ρώτησε εννοώντας το μπαράκι του μεγάλου της αδερφού, ο οποίος φυσικά εμπνεύστηκε αυτό το κατά τα άλλα συνηθισμένο όνομα, από την αρραβωνιαστικιά του που λάτρευε.

«Γιατί όχι; Είναι το μοναδικό μέρος που στα σίγουρα θα μας έστρωναν ακόμη και χαλί. Ο Φάμπιο θα χαρεί. Με ετούτα και εκείνα, τα οποία δεν είναι άλλα από τη δουλειά, έχουμε να τον δούμε τουλάχιστον ένα μήνα» απάντησε η Μαριάντζελα και με την Νίνα να της προσφέρει τον ώμο της παρηγοριάς, πέρασαν απέναντι ένα γεφυράκι, για να βαδίσουν πεντακόσια μέτρα και να δουν την Ρίτα να ξεπροβάλει.

Η φωνή η μελωδική του Φάμπιο, αντήχησε από άκρη σε άκρη, ο οποίος ανοίγοντας διάπλατα την αγκαλιά του, τις υποδέχτηκε θερμά.

«Καμιά μέρα θα πιστέψω, πως αντί για το κοτόπουλο, μπήκατε εσείς στον φούρνο! Πόσος καιρός πέρασε από την τελευταία φορά που ειδωθήκαμε; Και εσύ; Στείλε ένα μήνυμα στον αδερφό σου! Δωρεάν δεδομένα έχεις άπειρα!» πείραξε την Νίνα, μα τότε τα μάτια του κατρακύλησαν στην υποβόσκουσα θλίψη της φίλης της. «Διακρίνω μία σκοτεινιά» σχολίασε.

«Πού να σου τα λέμε! Η καλή σου από εδώ, κόντεψε να πνίξει με τα ίδια της τα χέρια τον Μικέλε Μπαρτολίνι!»

«Να και μία σωστή και αξιοπρεπής κυρία, μιας που εσύ κοντεύεις να τοποθετήσεις την αφίσα του, για ταπετσαρία τοίχου» γρύλισε ελαφρώς ο Φάμπιο και τους καθάρισε ένα μπροστινό τραπεζάκι για να καθίσουν. «Πεινάτε; Όλη μέρα στις κουζίνες, κάτι θα τσιμπάτε βέβαια. Η αλήθεια αγχώνομαι για το μενού μας. Προσπαθώ να ανταποκριθώ στις υψηλές προσδοκίες του ταλέντου σας» τους χαμογέλασε.

«Φάμπιο, σε εμπιστευόμαστε. Τα μεζεδάκια σου είναι υπέροχα και όσο για τα κοκτέιλ, τα ονόματά τους είναι ένα και ένα. Εγώ θα παραγγείλω της σημερινής μέρας την ιδέα» του είπε η Μαριάντζελα και εκείνος κάνοντας μία ελαφριά υπόκλιση με το χέρι του στην καρδιά, αποχώρησε προκειμένου να τους ετοιμάσει τα μικρά ορεκτικά, συνοδευόμενα από τα πολύχρωμα κοκτέιλ με τα εμπνευσμένα ονόματα.

Σαν πέρασε η ώρα και οι περισσότεροι πελάτες είχαν αποχωρήσει, ο Φάμπιο αποφάσισε να καθίσει μαζί τους. Πάντοτε αγαπούσε την αφήγηση της ενδιαφέρουσας επικαιρότητας, από τις προσωπικότητες που πηγαινοέρχονταν στο μαγαζί, μέχρι ακόμη και από τα μενού. Αφηγούμενες την σημερινή τους περιπέτεια, ο νεαρός κοίταξε με συμπάθεια και κατανόηση την Μαριάντζελα που ξεφυσούσε διαρκώς, με κάθε αναφορά της στον απεχθέστατο Μικέλε Μπαρτολίνι.

«Μερικοί άνθρωποι, έχουν θαρρείς λυμένα όλα τους τα προβλήματα. Όταν είσαι διάσημος και οι τραπεζικοί σου λογαριασμοί ξεπερνούν σε αριθμό τον πληθυσμό των Ηνωμένων Πολιτειών, τίποτε δεν φαντάζει δύσκολο. Έπρεπε να ήσουν από μία μεριά να εισέπραττες την αλαζονεία του, όσο γενναιόδωρα και αφιλοκερδώς την εισέπραξα εγώ. Πάω στοίχημα, πως η μόνη του έγνοια, θα ήταν αν κατόρθωσε να βρει το καλό προφίλ στις φωτογραφίες των θαυμαστριών του» πάλευε να ξεθυμάνει στολίζοντάς τον.

«Και όμως, υπάρχουν θέματα, που πολλές φορές τα λεφτά είναι ανίκανα να λύσουν. Ίσως θα έπρεπε να κάνεις ένα διάλειμμα από τη δουλειά» πρόφερε ο Φάμπιο και η Νίνα ταράχτηκε.

«Μην σου μπαίνουν περίεργες ιδέες. Είσαι η καλύτερη αρχηγός. Δίχως εσένα, το βλέπω το πλοίο να βυθίζεται» ξερόβηξε κοιτώντας πλαγίως τον αδερφό της «Εντάξει, έχει δίκιο. Εδώ και έναν χρόνο, δεν έχεις πάρει ανάσα από τη δουλειά. Ίσως και να οφείλεται στην παλαιά απογοήτευσή σου, ξέρεις εσύ. Σκέψου το όμως να ξεκουραστείς για λίγο»

Προτού προλάβει να ολοκληρώσει τη σκέψη της, μία σταγόνα βροχής κατρακύλησε στη μύτη της και έπειτα ακόμη μία. Η ατμόσφαιρα μάζεψε υγρασία και η χαρακτηριστική μυρωδιά του ξεσπάσματος της καταιγίδας, τους έκανε να συγκεντρωθούν στο εσωτερικό του μαγαζιού. Ο ουρανός υιοθέτησε εκείνο τα γαλακτερό χρώμα και το πλακόστρωτο έμοιαζε τώρα να γλιστρά πιο πολύ από ποτέ. Η Μαριάντζελα άπλωσε δειλά το χέρι της, ώστε να επιτρέψει στο νερό της βροχής να το χαϊδέψει, να το φιλήσει. Της άρεσε η βροχή. Την δεχόταν πάντοτε σαν κάτι αναζωογονητικό, ένα ξέπλυμα της κούρασης, μία αλλαγή. Κοιτώντας το ρολόι της, συνειδητοποίησε πως η ώρα είχε περάσει, καθώς και ο ήχος των βημάτων των περαστικών και οι ομιλίες, είχαν μειωθεί κατά πολύ.

«Ήρθε η ώρα μας νομίζω καθώς αύριο, μας βλέπω να μας κόβει η σάλτσα Hollandaise. Ξέρεις, αυτή που συνοδεύει τα σπαράγγια και τα αυγά» πρόφερε η Μαριάντζελα και με μία ομπρέλα δανεική από τον Φάμπιο, βάδισαν αργά προς το αυτοκίνητο της Νίνα.

Οι βραδινές διαδρομές στην ήσυχη πόλη, που είχε για λίγο αποτινάξει το πέπλο της λάμψης μίας διάσημης εβδομάδας, είχαν γεύση ρομαντισμού και μυστικισμού. Εκείνες τις ώρες, η πόλη σου μιλούσε. Άνοιγε μαζί σου διαλόγους, σε προέτρεπε να την κοιτάξεις καλύτερα. Να στρέψεις τη ματιά σου στην εκθαμβωτική Σκάλα, στα φώτα που τόνιζαν τα παραδοσιακά κτήρια, στα ελάχιστα, μικρά μπαλκονάκια που ήταν στολισμένα με χρώματα και αρωματικά φυτά. Συνήθως οι δρόμοι ήταν στενοί και πνιγηροί, εκτός από τους κεντρικούς, μα ακόμη και έτσι, αυτές οι νυχτερινές πινελιές, μεταμόρφωναν κάθε κατήφεια, ενώ οι κρυφές πλατείες με τα χαριτωμένα, παραδοσιακά καφέ που εμφανίζονταν μέσα από τα στενά, αποτελούσαν ακόμη και για τους ντόπιους μία αναπάντεχη έκπληξη. Αποχαιρετώντας την φίλη της, έμεινε για λίγο να ψαχουλεύει τα κλειδιά της, τα οποία ήταν ριγμένα σε μία τσάντα, που φάνταζε πιο βαθιά και από πηγάδι στα μάτια της. Η διαδικασία αναζήτησης, διαρκούσε πάντα λίγα λεπτά, ενώ ένα ελαφρύ τίναγμα, έριξε το κραγιόν της στο γλιστερό, λόγω της βροχής πεζοδρόμιο. Τη στιγμή που το σώμα της μετατρεπόταν σε τέλεια καμπύλη για να το πιάσει, τα δάχτυλά της ακούμπησαν σε κάτι περίεργο. Έμοιαζαν με φακέλους, μονάχα που είχαν πλέον ελαφρώς μουσκέψει. Με την περιέργεια να την τυλίγει αλλά και με την υπόθεση πως θα μπορούσαν να ανήκουν σε κάποιον γείτονα, τους σήκωσε ευθύς αμέσως και τους τοποθέτησε προσωρινά στην τσάντα της.

Με το ένα χέρι πάλεψε να ανάψει τα φώτα και με το άλλο να κλίσει την ομπρέλα που σθεναρά αντιστεκόταν. Το διαμέρισμά της ήταν ο ορισμός της εποχής του φθινοπώρου, το οποίο λάτρευε και που ενώ είχε τυπικά εισέλθει πανηγυρικά, εξακολουθούσε να δέχεται πίεση από την ζέστη του καλοκαιριού. Τα χρώματα που επικρατούσαν ήταν ανάμεσα στο λευκό, το γκρίζο και το χρώμα της κολοκύθας. Βαδίζοντας νωχελικά, αποφάσισε να κάνει ένα δροσερό μπάνιο και κατόπιν, ξαπλώνοντας, να μελετήσει για λίγο τους φακέλους που τόσο της είχαν τραβήξει την προσοχή. Ντυμένη με τις σατέν πιτζάμες της και το άρωμα του νυχτολούλουδου για κρέμα σώματος, η Μαριάντζελα άφησε ανοιχτό το μικρό φωτιστικό του κομοδίνου της και πήρε στα χέρια της τον πρώτο φάκελο. Τίποτε απολύτως δεν ήταν γραμμένο εξωτερικά που να συνδέεται με τον αποστολέα ή τον παραλήπτη, εκτός από ένα καλλιγραφικό σημείωμα που έλεγε :

΄΄Γράμματα από το Μπελάτζιο΄΄

Επάνω δεξιά, βρισκόταν κολλημένο ένα γραμματόσημο με τις βόρειες λίμνες της Ιταλίας, ενώ ο φάκελος ήταν κλειστός με βουλοκέρι στο χρώμα του κερασιού και το αρχικό γράμμα R. Δεν είχε ιδέα γιατί, μα στο μυαλό της δημιουργήθηκε αυτομάτως και νοερά, η εικόνα του πιο διάσημου μπαλκονιού, εκείνου της Ιουλιέτας που καρτερούσε στωικά τον Ρωμαίο της, στην σαιξπηρική πόλη της Βερόνα, εκεί όπου οι εραστές, οι ερωτευμένοι όλου του κόσμου συναντιούνταν, για να αφήσουν στο μικρό τούνελ μπαίνοντας, ένα χαρτάκι με το όνομα του αγαπημένου τους. Στο εσωτερικό του σπιτιού βρίσκονταν αντικείμενα και έπιπλα από τον 16ο και 17ο αιώνα, καθώς και τοιχογραφίες που αφηγούνταν τον μοιραίο έρωτα των εραστών της Βερόνα. Άραγε να υπήρχαν στην πραγματικότητα μοιραίοι έρωτες; Είχαν μία δόση αλήθειας, καλά κρυμμένης στα παραμυθικά στοιχεία;

Ο φάκελος γλίστρησε ανάμεσα στα δάχτυλα του χεριού της ξανά. Σκέφτηκε να τον ανοίξει, μα από την άλλη αισθανόταν σαν λαθρεπιβάτης σε πολυτελές πλοίο. Το κινητό της τηλέφωνο, ακοίμητος φρουρός στο πλάι της, της πρόσφερε πάντοτε τη λύση καθώς περιείχε τον αριθμό της καλύτερης φίλης της. Πλέον ήταν ανενεργό. Για καλή της τύχη ωστόσο, είχε κάπου στριμωγμένητην παλαιά της συσκευή και το όνομα της Νίνα  εμφανίστηκε στην οθόνη ενώ εκείνη πάτησε το πράσινο κουμπάκι της κλήσης, ευχόμενη να μην της προσφέρει αφιλοκερδώς ανακοπή καρδιάς, εξαιτίας της βραδινής ώρας.

«Τι κακό σε βρήκε φιλενάδα;» άκουσε την νυσταγμένη της φωνή «Άσε με να μαντέψω, είδες εφιάλτη με κεφτεδάκια φλαμπέ;» την πείραξε.

«Βρήκα γράμματα» απάντησε αφηρημένη.

«Τι βρήκες; Τι γράμματα; Μην μου πεις πως ο ανεπρόκοπος φίλησε το άγαλμα της Ιουλιέτας στη Βερόνα και το έριξε στο ρομάτζο; Να μην του απαντήσεις τίποτε, να τα σκίσεις και να τα κάνεις φλαμπέ, όπως στον εφιάλτη σου!» της έδωσε την πολυπόθητη λύση και την άκουσε να γελά ανάλαφρα.

«Ο Ένζο θα παρέμενε αδιόρθωτος, ακόμη και αν διέθετε νεραϊδονονά με θαυματουργό ραβδί. Μην ανησυχείς. Οι φάκελοι βρέθηκαν πεταμένοι, σχεδόν έξω από την κεντρική πόρτα της πολυκατοικίας, δίχως όνομα αποστολέα ή παραλήπτη, μονάχα με τίτλο Γράμματα από το Μπελάτζιο. Οι φάκελοι παραμένουν κλειστοί με βουλοκέρι, στο χρώμα το σκούρο κόκκινο και με το αρχικό γράμμα R.»

«Όπως ο Ρομέο» άφησε έναν αναστεναγμό η Νίνα.

«Το πρόβλημά μου είναι πως διστάζω να τα ανοίξω...Αν προορίζονται για κάποιον άλλο;»

«Φοβάσαι μην σου κάνει παρατήρηση ο αόρατος αποστολέας ή ο ανύπαρκτος παραλήπτης;» τη ρώτησε η Νίνα.

«Και οι δύο;»

«Θέτεις ερώτηση; Άνοιξέ τα ευλογημένη και διάβασέ μου τα κιόλας. Πεθαίνω να μάθω και εξαιτίας σου αύριο, προβλέπω να κορνιζάρουμε καλού κακού και το τηλέφωνο του κέντρου δηλητηριάσεων. Λοιπόν; Ξεκίνα! Να ακούω το χαρτί να σκίζεται...»

Με την καρδιά της να βροντοχτυπά, έπιασε με προσοχή τον ελαφρώς μουλιασμένο φάκελο και τον έφερε κοντά στο πρόσωπό της. Μία μυρωδιά ενός υπέροχου αρώματος, αγριοτριαντάφυλλου ίσως, ασυνήθιστου στα σίγουρα, έκανε την καρδιά της να επιταχύνει. Με μία κίνηση, έσπασε το βουλοκέρι με το καλλιγραφικό αρχικό και με τρόπο πήρε στα χέρια της ένα χαρτί επιτηδευμένα παλαιωμένο, με γραφή καλλιγραφική, τυπωμένη επίτηδες, ώστε να μην αναγνωρίζεται ο γραφικός χαρακτήρας. Τα δάχτυλά της, διέτρεξαν για λίγο το γράμμα.

«Είμαι ακόμη εδώ!» την επιβεβαίωσε η Νίνα.

«Είναι όμορφο, σαν να βγήκε από παραμύθι θαρρείς» τα μάτια της κύλησαν σε στοίχους γνωστούς.

΄΄ Σου έδωσα την πίστη μου αγάπη μου, δώσ' μου τη δικιά σου''

΄΄Εγώ σ' την έδωσα προτού μου την ζητήσεις. Και πάλι θα ήθελα να ήταν δικό μου χτήμα΄΄

΄΄Να μου την πάρεις, θέλεις; Και γιατί καλή μου;''

΄΄Για να φανώ απλόχερα και να στην ξαναδώσω. Μα κάνω ευκή για κάτι που έχω δα : η απλοχεριά μου έχει της θάλασσας την άπλα και η αγάπη μου το βάθος της. Όσο περσότερη σου δίνω, τόσο περσότερη έχω, τι άπειρα είναι και τα δύο΄΄





Καλησπέρα σας!Λέω μία φορά την εβδομάδα, μάλλον Παρασκευή να ανεβάζω. Με τρώει όπως πάντα και έχω όρεξη να το ξεκινήσω!!!

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro