Πίσω από ένα σπασμένο βουλοκέρι/ part 5
Σπίτι τους επέστρεψαν αργά το βράδυ, με έναν Μικέλε χλωμό και υποβασταζόμενο κυριολεκτικά από τον Έντι και τον Ρικ. Μπαίνοντας στους κήπους της βίλας, είδαν το αυτοκίνητο των γονιών τους. Ο Έντουαρντ, αποφάσισε να αποχωρήσει μαζί με τον Ρικ καθώς αυτό που θα ακολουθούσε ήταν άκρως οικογενειακό και ιδιαίτερο. Η Βιόλα με τον Αλεσσάντρο κάθονταν στο σαλόνι, όταν είδαν τα τέσσερα αγόρια να εισέρχονται.
«Καλησπέρα και καληνύχτα!» ψέλλισε ο Έντουαρντ και αρπάζοντας τον Ρικ εξαφανίστηκαν.
Ο Μικέλε έμεινε να κοιτάζει τους γονείς του με οργή. Η ζάλη τον έκανε να παραπατά. Δίπλα του ο Ρωμαίος παρέμενε ακίνητος.
«Μικέλε, δεν χρειάζεται να...» προσπάθησε να τον αποτρέψει.
«Τι χάλια είναι αυτά;» ακούστηκε η ερώτηση δια στόματος του πατέρα του.
«Την ίδια ερώτηση, όφειλα να σας την έχω θέσει εδώ και χρόνια εγώ» ήρθε η απάντηση από τον Μικέλε.
«Πρόσεξε πώς μιλάς...» τον απείλησε ο πατέρας του.
«Τα λόγια μου κρύβουν αλήθειες πικρές, που προφανώς κανείς από τους δύο δεν είναι διατεθειμένος να ακούσει. Έχετε δημιουργήσει αυτό το όμορφο Μαυσωλείο, το οποίο φροντίζετε διαρκώς να περιποιείστε, όταν είναι απλώς μία σωρός από τσιμέντο. Το ζωντανό του περιεχόμενο ωστόσο, πεθαίνει και εσείς δεν νοιαστήκατε ποτέ» πήρε μία βαθιά ανάσα «Κάποτε, όταν ακόμη ήμουν ένα μικρό αγόρι, άκουγα την ιστορία σας από τον παππού. Θεωρούσα πως εσύ μητέρα, ήσουν αρκετά γενναία ώστε να προτιμήσεις τον μπαμπά από την οικογένειά σου. Πού πήγε όλο αυτό; Τόσο πολύ πια σας θάμπωσε το χρήμα; Τόσο, ώστε να το ανυψώσετε περισσότερο και από τα ίδια σας τα παιδιά; Σας χρειαζόμασταν, μα πιο πολύ από όλους ο Ρωμαίος. Σας φώναζα, πως η θέση σας ήταν στο Μπελάτζιο μα εσείς, είχατε αρκεστεί να πιστεύετε πως ο Ρωμαίος ήταν μία χαρά, πως οι θεραπείες του πήγαιναν τέλεια» κάπου εκεί, με την άκρη του ματιού του, είδε την μητέρα του να χλομιάζει.
«Μικέλε, σταμάτα» σχεδόν του γρύλισε ο Ρωμαίος.
«Όχι! Δεν θα μου πεις ούτε και εσύ τι να κάνω!» του φώναξε και στράφηκε ξανά στους δικούς του «Ο γιος σας, σταμάτησε τις θεραπείες και ξέρετε γιατί; Γιατί πολύ απλά είναι μάταιες. Τώρα, μπορείτε να επιστρέψετε πίσω στις δουλειές σας, να μην σας καθυστερώ. Α και μητέρα, η δουλειά του μόντελινγκ για εμένα, είναι πλέον παρελθόν»
Η Βιόλα βούρκωσε. Τα χέρια της ξεκίνησαν να τρέμουν.
«Ρωμαίο, μα πώς;» ψέλλισε «Αφού μας είπες ότι...»
Ο Ρωμαίος αναστέναξε. Δάκρυα κύλησαν και από τα δικά του μάτια.
«Ας πούμε πως τα πάντα στη ζωή έχουν μία ημερομηνία λήξεως. Η δική μου απλώς ήταν λίγο πρόωρη» ήταν και η τελευταία του κουβέντα, πριν δει τη μητέρα του να τρέχει και να γονατίζει σχεδόν μπροστά του, με τον πατέρα του να έχει μείνει στάσιμος εξαιτίας του σοκ. Ο μόνος που έτρεφε διαφορετικά συναισθήματα εκείνη τη στιγμή, ήταν ο Μικέλε.
«Υποκριτές» τους έφτυσε και εξαφανίστηκε με κατεύθυνση το δωμάτιό του.
Τις τελευταίες μέρες ζούσε έναν εφιάλτη. Η παραδεισένια διαδρομή ξεγνοιασιάς που του είχε επιτρέψει μέχρι και να ονειρευτεί, είχε πλέον περάσει στη σφαίρα του παρελθόντος. Δεν ήταν βέβαιος για τον υπεύθυνο όλου αυτού και δεν ήξερε αν πλέον είχε σημασία. Ένα θετικό είχε υπάρξει από όλο αυτό. Ήταν ελεύθερος. Μπορεί ψυχολόγος, όπως είχε ονειρευτεί παλαιότερα, να μην γινόταν ποτέ, μα τουλάχιστον θα σταματούσε μία καριέρα που δεν αγαπούσε, θα είχε χρόνο να περάσει με τον εαυτό, μα πάνω από όλα με τον αδερφό του. Θα του ζητούσε λοιπόν να ταξιδέψουν σε ένα μέρος, με όμορφες αναμνήσεις και για τους δύο. Στο πατρικό τους πίσω στο Μπελάτζιο.
Το ίδιο βράδυ, αργά, η Νίνα και η Μαριάντζελα βάδιζαν ολομόναχες σχεδόν στις ήσυχες γειτονιές της μεγαλούπολης. Η Νίνα είχε καταλάβει απόλυτα την πεσμένη ψυχική διάθεση της φίλης της.
«Γιατί δεν μιλάτε; Στο κάτω-κάτω κανείς δεν έφταιξε απόλυτα για ό,τι συνέβη. Ήταν η κακιά η στιγμή. Δεν ήσασταν ζευγάρι, εκείνος προσπάθησε να περάσει λίγες καλές στιγμές και η...ματριόσκα ανήθικα τον κατέγραψε. Δεν ευθύνεται εκείνος ακριβώς για όλο αυτό»
Είχε δίκιο και η Μαριάντζελα το γνώριζε.
«Εντάξει, μόλις επιστρέψω στο σπίτι, θα επικοινωνήσω»
Η Νίνα της χαμογέλασε.
«Να το κάνεις. Η ζωή είναι μικρή για να βαλτώνουμε σε άσκοπες παρεξηγήσεις»
Το διαμέρισμά της την καρτερούσε, το ίδιο και η βαλίτσα της που είχε παραμείνει κλειστή. Για λίγο κάθισε στο κρεβάτι κοιτώντας το τηλέφωνο, σαν να καρτερούσε από το ίδιο μία απάντηση σε ένα πλήθος ερωτημάτων. Τελικά, πήρε τη γενναία απόφαση και ας έτρεμαν τα άκρα της, να καλέσει τον Μικέλε, ο οποίος είχε ρυθμίσει την συσκευή στο αθόρυβο, με αποτέλεσμα να μην αντιληφθεί την κλήση και να πατήσει καταλάθος την οθόνη με το χέρι του.
«Παρακαλώ; Μικέλε;» η Μαριάντζελα προσπάθησε να του μιλήσει, μα αντί για απάντηση, κατόρθωσε να ακούσει έναν σιγανό λυγμό «Μικέλε;» φώναξε ξανά, ωστόσο το κλάμα συνεχιζόταν. Ο νεαρός δεν πήρε είδηση τίποτε μέχρι τη στιγμή που η κλήση διακόπηκε.
΄΄Τι στο καλό;΄΄ αναρωτήθηκε η κοπέλα ΄΄Τι συνέβη; Τι έπαθε; Και γιατί με νοιάζει τόσο πολύ αν έπαθε τελικά κάτι;
Θυμόταν αμυδρά τη διαδρομή τους μέχρι το σπίτι του. Φορώντας πρόχειρα ρούχα και με τον ύπνο να κάνει απεργία, αποφάσισε να οδηγήσει ως εκεί και να προσπαθήσει να έρθει ξανά σε επαφή μαζί του, αγνοώντας το δράμα που λάμβανε χώρα εντός του σπιτιού, με μία μητέρα και ένα πατέρα να παλεύουν να κρατήσουν την ψυχραιμία τους μπροστά στο παιδί τους, το οποίο αποχώρησε και αυτό, με κατεύθυνση τον κήπο και την συντροφιά της Γκούφη. Η σκυλίτσα ήταν πάντοτε η ομορφότερη παρέα. Ένας σύντροφος γλυκός με τις καλύτερες των προθέσεων, σιωπηλός και γεμάτος κατανόηση. Ο Ρωμαίος την χάιδεψε τρυφερά, όταν μέσα στη σιγαλιά άκουσε τον ήχο μίας μηχανής αυτοκινήτου. Μαζί με την Γκούφη, κατευθύνθηκε αργά προς την έξοδο, περπατώντας για μερικά λεπτά μιας που οι κήποι ήταν απέραντοι. Με τρόπο, άνοιξε την πόρτα, για να αναγνωρίσει την Μαριάντζελα η οποία ετοιμαζόταν να καλέσει ξανά τον Μικέλε. Υψώνοντας το χέρι του, εκείνη τον πρόσεξε και ευθύς κατέβηκε από το αυτοκίνητο.
«Καλησπέρα και χίλια συγγνώμη που έρχομαι τέτοια ώρα, απλώς...»δίστασε «Απλώς έχω την εντύπωση πως άκουσα τον αδερφό σου να κλαίει. Μάλλον πάτησε καταλάθος το κουμπί της κλήσης, μα δεν μου μιλούσε και...» τον είδε να αναστενάζει.
«Ο Μικέλε περνά δύσκολες στιγμές. Θεωρώ πως εσύ είσαι με βεβαιότητα μία ελπίδα του και ένα στήριγμα. Θα πάω να τον φωνάξω, μονάχα θα σε παρακαλέσω να μην τον παρεξηγήσεις, ό,τι και να σου πει. Στη θέση του θα μιλά η πίκρα και η θλίψη»
«Είναι καλά; Του συνέβη κάτι;» ρώτησε μέσα στην αγωνία.
«Θα γίνει καλά μία μέρα. Ο χρόνος απαλύνει τις πληγές. Μπορεί να μην τις γιατρεύει όπως αποφαίνονται όλοι, μα σίγουρα τις απαλύνει»
Ο Ρωμαίος της ζήτησε να περιμένει για λίγο έξω στους κήπους. Η κατάσταση ήταν υπερβολικά έκρυθμη για να της επιτρέψει να εισέλθει στο εσωτερικό του σπιτιού. Η Γκούφη την υποδέχτηκε καλύτερα και εκείνη, αντέδρασε πιο χαλαρά παρά το μέγεθός της. Η σκυλίτσα σαν να είχε καταλάβει το πένθος που αιωρούνταν, ήταν συγκρατημένη στις κινήσεις της. Δέκα λεπτά αργότερα, η σκιά του Μικέλε φάνηκε από το βάθος, βαδίζοντας νωχελικά προς το μέρος της. Μόλις το φως των προβολέων έπεσε στο πρόσωπό του, εκείνη τρόμαξε. Η λάμψη του η αλλοτινή είχε χαθεί, μαύροι κύκλοι πλαισίωναν τα μάτια του και το δέρμα του είχε υιοθετήσει μία απόχρωση ωχρή. Το χαμόγελο είχε δύσει για πάντα και στα μάτια του καθρεπτιζόταν μονάχα η παραίτηση. Τα άλικα σημάδια στο εσωτερικό τους, επιβεβαίωναν τις υποψίες της. Έκλαιγε. Έκλαιγε για ώρες.
«Μαριάντζελα, συνέβη κάτι και είσαι εδώ τέτοια ώρα;» δεν την κοιτούσε στα μάτια.
«Αυτό θα σε ρωτούσα και εγώ. Σε κάλεσα πιο πριν, μα καταλάθος απάντησες και άκουσα...άκουσα...το κλάμα σου. Ταράχτηκα και ήρθα να σε δω. Μου άνοιξε ο Ρωμαίος»
«Είμαι..»
«Μην πας να ξεστομίσεις την πιο κλισέ δικαιολογία Μπαρτολίνι. Είσαι χάλια. Είμαι εδώ ωστόσο για να σε στηρίξω, αν το επιθυμείς» του είπε όσο πιο καλοσυνάτα γινόταν. Η ανάσα του ακόμη και με τις πλύσεις, μύριζε αλκοόλ.
«Συγγνώμη, μα ήρθες την λάθος στιγμή. Επικρατεί ένα χάος εδώ. Είναι καλύτερο να πηγαίνεις, θα είμαι εντάξει»
Δίστασε.
«Θα ήθελες μήπως να περάσεις από το μαγαζί; Δεν θα φύγω νωρίς το πρωί και μπορώ να σου φτιάξω κάτι» προσπάθησε εκείνη να ρίξει έστω και ένα τούβλο από το τείχος του.
«Όχι, σε ευχαριστώ. Θα φύγω, έτσι και αλλιώς μαζί με τον Ρωμαίο. Θα επιστρέψουμε στο Μπελάτζιο, δεν ξέρω για πόσο θα λείψω. Η καριέρα μου ως μοντέλο εξάλλου, δεν με απασχολεί πια»
«Θα σταματήσεις; Μα, γιατί;»
«Για να αποτρέψω δυσάρεστες ιδέες που θα ήθελαν την μούρη μου αφίσα σε χαρτιά υγείας» πρόφερε σαρκαστικά «Γιατί απλώς δεν με ενδιαφέρει άλλο πια. Άλλα πράγματα έχουν αξία και προτεραιότητα. Να περάσεις καλά στο υπόλοιπο ταξίδι σου και αν πας στον γάμο τελικά, φρόντισε ακόμη και εκεί να διασκεδάσεις δίχως να ασχοληθείς με τα σχόλια του κόσμου. Δεν έχουν αξία, ούτε πρέπει να σε καθορίζουν» της είπε και απομακρύνθηκε σταδιακά, δίχως καν να την αποχαιρετήσει, δίχως ούτε μία ευχή για καληνύχτα. Ήξερε πως έπρεπε και εκείνη με την σειρά της να αποχωρήσει και έτσι, ξεκίνησε να βαδίζει προς την έξοδο, όταν βγαίνοντας τελικά, έπεσε επάνω στον Έντι που είχε ειδοποιήσει τον φίλο του, ώστε να διανυκτερεύσει. Η συζήτηση η άκρως οικογενειακή είχε λάβει τέλος και έτσι εκείνος επέστρεψε καθώς ο κολλητός του τον χρειαζόταν.
«Ωπ, καλώς την δεσποσύνη!» την χαιρέτησε, μα βλέποντάς την αμήχανη ξερόβηξε «Ήσουν με τον Μικέλε;» την ρώτησε και εκείνη ένευσε θετικά.
«Κάτι τραγικό έχει συμβεί. Μου είπε πως θα παραιτηθεί από μοντέλο. Είναι η σκιά του αλλοτινού εαυτού του και δεν έχω ιδέα τι συνέβη στα ξαφνικά» κόμπιασε κοιτάζοντάς τον. Ήταν ψύχραιμος «Γνωρίζεις, έτσι δεν είναι;»
«Ναι. Ωστόσο δεν μπορώ να αποκαλύψω τον λόγο. Είναι προσωπικός και αφορά τον ίδιο. Εσύ δεν έχεις καμία σχέση με αυτό που τον βασανίζει, σε βεβαιώνω. Αύριο, θα φύγει για το Μπελάτζιο μαζί με τον αδερφό του. Η αλήθεια είναι πως φοβάμαι μήπως τύχει κάτι ξαφνικό» την κοίταξε ξανά «Πώς νιώθεις για εκείνον; Θέλω την αλήθεια»
Η Μαριάντζελα κοκκίνισε.
«Νοιάζομαι για εκείνον. Η αλήθεια είναι πως κάναμε κακή αρχή. Όσο όμως περνούσαν οι μέρες και τον ζούσα, είδα ένα άλλο πρόσωπο. Σχεδόν, τον συμπάθησα» πήγε να χαμογελάσει.
«Μόνο;» την ρώτησε ο Έντι.
«Όχι μόνο. Κάτι πολύ περισσότερο. Όταν έφυγε ένα βράδυ για να βρεθεί με μία Ρωσίδα καλλονή, η καρδιά μου ράγισε και ας μην μου είχε καμία υποχρέωση. Σήμερα, τον είδα έτσι και απλώς ήθελα να τον αγκαλιάσω σφιχτά και να του πω πως θα είμαι δίπλα του και πως όλα θα πάνε καλά. Όμως δεν μπορούσα»
Ο Έντι συγκινήθηκε έχοντας στο μυαλό του όλα τα γεγονότα. Αγαπούσε τον Ρωμαίο, όλο αυτό του είχε κοστίσει αφάνταστα.
«Σε έχει ανάγκη ακόμη και αν αυτή τη στιγμή δεν μπορεί να το δει. Θα σου δώσω τον αριθμό μου, ίσως τον χρειαστείς και αυτόν, όπως και εγώ» τελείωσε «Καλό σου βράδυ και να προσέχεις» της ευχήθηκε βαδίζοντας προς την βίλα.
Καλές γιορτές και από εδώ! Η συνέχεια σε δύο βδομάδες περίπου! Να είστε καλά και υγιείς!
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro