Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Πίσω από ένα σπασμένο βουλοκέρι/ part 4

Αν κάποιος παρακολουθούσε από μακριά, στα σίγουρα εκείνο το βράδυ θα συναντούσε τρεις ψυχές μοναχικές, η καθεμία βουτηγμένη σε έναν νοητό βούρκο που η ζωή της είχε φέρει. Η Μαριάντζελα έμοιαζε προβληματισμένη, όχι για ένα, μα για πολλά πράγματα. Ήξερε πολύ καλά πως μία βραδιά στο Ρίτα, παρέα με τους αγαπημένους της φίλους, θα ήταν ίσως αρκετή για να την διαφωτίσει ως προς τον δρόμο που θα έπρεπε να ακολουθήσει. Τα δύο αδέρφια, η Νίνα και ο Φάμπιο, καθώς και η αρραβωνιαστικιά του η Ρίτα, έμοιαζαν σαν μία αγκαλιά ανοιχτή, ειλικρινής και με αγνά συναισθήματα. Έμοιαζαν με εκείνον τον ήσυχο κολπίσκο, που πάντοτε θα λειτουργούσε σαν απάγκιο στην προσωπική της τρικυμία. Μετά την επίσκεψη του Ρωμαίο, η κοπέλα άφησε την βαλίτσα της στην άκρη, προκειμένου να την πάρει μαζί της την επομένη και ξεκίνησε να κατευθύνεται στο αυτοκίνητό της, το οποίο μισούσε να χρησιμοποιεί στο κέντρο της πόλης. Το καφέ του Αντόνιο, έστεκε πάντοτε στο διάβα της, για να της υπενθυμίζει την ρουτίνα που την καρτερούσε, μόλις ολοκληρωνόταν το ταξίδι.

«Μαριάντζελα!» η χαρακτηριστικά κεφάτη φωνή του Αντόνιο, την ώθησε να κοντοσταθεί για λίγο «Μας έλειψες! Κοντεύω να ετοιμάζω αυτόματα τον καφέ σου, την γνωστή ώρα λες και θα πεταχτείς από λεπτό σε λεπτό. Τελικά οι συνήθειες, δύσκολα αλλάζουν» την πείραξε «Μου φαίνεσαι προβληματισμένη» σοβάρεψε, μόλις την είδε να γουρλώνει τα μάτια της, όταν στο διπλανό μαγαζί που πουλούσε περιοδικά, τσάκωσε το εξώφυλλο ενός με μία ανατριχιαστική φωτογραφία.

«Όχι, δεν μπορεί...»ψέλλισε έτοιμη να καταρρεύσει.

«Τον θάνατο με τα μάτια σου είδες;» επενέβη ο Αντόνιο, όταν και το δικό του βλέμμα, συνάντησε την αιτία ταραχής της «Παντρεύτηκες; Ώστε γι'αυτό έφυγες; Και δεν με κάλεσες; Τόσο φρικτός ήταν ο εσπρέσο μου πλέον;»

«Αυτό σε πείραξε; Ή το γεγονός πως βρίσκομαι ντυμένη καταλάθος νυφούλα, στις αγκάλες του Μπαρτολίνι τζούνιορ; Ήταν ατύχημα!» ξεκίνησε να κλαψουρίζει.

«Για ευτύχημα το κόβω έτσι όπως κοιτάτε ο ένας τον άλλο. Εξάλλου, πίσω από τα μεγάλα μίση...»

«Κρύβονται ακόμη μεγαλύτερα. Θα τον σκίσω!» στρίγγλισε εκείνη.

«Τον παπαράτσι; Δεν ήταν αυτό το καλό σου προφίλ;» συνέχισε αμέριμνος ο Αντόνιο.

«Δεν παντρεύτηκα που να πάρει!Έβαλα ένα νυφικό για να μου φύγει η ανία και η δολοφονική διάθεση απέναντι στην ξαδέρφη μου, η οποία πραγματοποιούσε μία αληθινή πρόβα νυφικού. Μας έβγαλαν ορισμένες φωτογραφίες οι πωλήτριες, μα δεν φαντάστηκα....»

«Πως θα τις πουλούσαν στους παπαράτσι. Είσαι αθώα. Εντάξει, δεν έγινε μεγάλη ζημιά. Δεν φαίνεσαι και πολύ. Σε καλύπτει το φιλί του Μπαρτολίνι» χαμογέλασε ο Αντόνιο.

«Με καθησύχασες τώρα»

«Δεν μου είπες όμως, τελικά επέστρεψες για τα καλά, ή συνεχίζει η άδειά σου;» την ρώτησε.

«Συνεχίζει. Νομίζω πως τώρα την έχω ανάγκη πιο πολύ από ποτέ» του χαμογέλασε θλιμμένα.

Τα πράγματα στο Ρίτα, ήταν ιδιαιτέρως ευχάριστα. Ο Φάμπιο έλαμπε, το ίδιο και η αρραβωνιαστικιά του, ενώ η Νίνα βρισκόταν καθισμένη στο καλύτερο τραπέζι, καρτερώντας την κολλητή και συνάδελφο στον καθημερινό μαγειρικό Γολγοθά. Σαν έφτασε μπροστά της αγκαλιάστηκαν σφιχτά, ενώ η θεσπέσια μυρωδιά από τα μεζεδάκια της άνοιξαν μία όρεξη, που μέχρι πριν λίγο κυριολεκτικά είχε πάει περίπατο. Δύο λεπτά αργότερα, εμφανίστηκε και ο Φάμπιο, τον οποίο η Μαριάντζελα αγαπούσε σαν αδερφό της.

«Καλώς την κούκλα μας. Πώς πήγε το ταξίδι;» ρώτησε.

«Αχ, πεθαίνω να ακούσω κάθε λεπτομέρεια! Όλοι αγαπάμε τον Μπαρτολίνι. Είναι κινούμενη οπτασία, φυσικός Παράδεισος» χαμογέλασε η Ρίτα κοιτώντας με νόημα τον Φάμπιο που δήθεν κατσούφιασε.

«Επίσης, φιλενάδα, σε είδαμε σε ένα περιοδικό....Βρισκόσουν λιγάκι στο εξώφυλλο» πρόφερε η Νίνα για να την δει να αγανακτεί.

«Ας το ξεχάσουμε»

«Σωστά, ό,τι συμβαίνει στη Ρώμη, μένει στη Ρώμη» τους έκοψε όλους ο Φάμπιο και συνέχισε «Είμαστε εδώ για να ακούσουμε ό,τι σε απασχολεί, αλήθεια. Κάτι μου ανέφερε η Νίνα»

Η Μαριάντζελα πήρε μία βαθιά ανάσα.

«Λοιπόν, αρχικά γνωρίζετε όλοι σας τι άποψη έχω για τον έρωτα και την αγάπη. Ουδέποτε τους γύρισα την πλάτη και ας είχα ατυχίες στην ζωή μου. Όλα ξεκίνησαν από εκείνα τα γράμματα που βρήκα στο πεζοδρόμιο, έξω από την πολυκατοικία. Ο αποστολέας μου έκανε εντύπωση. Έγραφε πολύ όμορφα, συναισθηματικά, μιλούσε αρχικά βασισμένος στους στίχους του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας. Έγραφε πως αγαπούσε την ιστορία τους καθώς εξυμνούσε το πιο ισχυρό συναίσθημα, εκείνο του έρωτα. Μιλούσε διαρκώς για απλές και καθημερινές συνήθειες, για την βροχή που μπορεί να σε μουσκεύει, για την αγαπημένη σου μουσική που ίσως ακούγεται. Κατόπιν, αναφερόταν σε όλα εκείνα τα μέρη που επιθυμούσε να ταξιδέψει καθώς και για δικές μου, καθημερινές συνήθειες. Εκεί κατάλαβα, πως τα γράμματα προορίζονταν για εμένα. Κάπου εκεί επίσης, ένιωσα πως ήθελα να τον συναντήσω. Ίσως βαθιά μέσα μου να απογοητεύτηκα για το γεγονός πως δεν θέλησε να με συναντήσει ο ίδιος πρώτος. Τελικά, με βρήκε το ταξίδι και η περιπέτειά μου με τον Μπαρτολίνι» έκανε παύση και από το βλέμμα των φίλων της, αντιλήφθηκε πως όλοι καρτερούσαν έστω και ένα σχόλιο «Πέρασα...όμορφα. Μέχρι που όλα χάλασαν εξαιτίας ενός ενδιαφέροντος βίντεο της συμφοράς. Ξέρετε, είχαμε αποφασίσει με τον Μικέλε να ξεγελάσουμε τους θείους μου και να με συνοδέψει εκείνος στον γάμο της ξαδέρφης μου ως δήθεν δεσμός. Ήταν λάθος μου, όλο αυτό ήταν λάθος γενικά. Έπειτα, επιστρέφοντας, έμαθα πως ο αληθινός αποστολέας ήταν ο αδερφός του, ο Ρωμαίος. Ο Ρωμαίος με γνώρισε τυχαία καθώς έμενε στο ξενοδοχείο απέναντί μου κάθε φορά που...που έκανε χημειοθεραπείες» τελείωσε και άπαντες αλληλοκοιτάχτηκαν.

«Θεέ μου, είναι εντάξει τώρα;» την ρώτησε η Νίνα με εμφανή ανησυχία.

«Δεν γνωρίζω. Νομίζω δεν μου είπε ποτέ» η Μαριάντζελα αναστέναξε, όταν θυμήθηκε πως είχε το τηλέφωνό του. Της το είχε δώσει ο Μικέλε. Σκέφτηκε να του στείλει ένα μήνυμα, να δει αν έστω ήταν καλά.

«Τι σκέφτεσαι;» την ρώτησε η Νίνα.

«Πως όλα είναι μπερδεμένα και πως αυτά τα μπερδέματα, αφορούν δύο αδέρφια. Ο Ρωμαίος είναι θαρρείς ο άνδρας που κάθε γυναίκα ονειρεύεται. Είναι γλυκός, ονειροπόλος, πιστεύει στον έρωτα, αγαπά τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα. Ο Μικέλε πάλι, είναι ατίθασος, ανυπόφορος, όμως...Να πάρει! Ήταν ιππότης καταβάθος και περάσαμε όμορφα μαζί, γελάσαμε, δειπνήσαμε πάνω σε μία ταράτσα με θέα τη μαγευτική Σιένα. Υπήρξαν στιγμές που όλο αυτό, το ένιωσα αληθινό. Ένιωσα πως δεν υπήρχαν προσποιήσεις μεταξύ μας, πως πράγματι ήμασταν ένα ζευγάρι που θα πήγαινε σε αυτόν τον γάμο, για να παντρέψει τον πρώην μου και την αχώνευτη ξαδέρφη μου» δεν την κοιτούσε τόση ώρα, τα μάτια της ταξίδευαν.

«Σου αρέσει, έτσι δεν είναι;» την ρώτησε η Ρίτα.

«Έτσι δεν είναι, πράγματι» απάντησε εκείνη.

«Ω, έλα τώρα. Είναι κρίμα να χαλάσετε το ταξίδι σας» επέμεινε η Νίνα.

«Δεν έχει σημασία. Θα προχωρήσω μόνη. Ίσως και να είναι καλύτερα έτσι» πρόφερε θλιμμένα.

Η λέξη θλίψη ωστόσο δεν επαρκούσε ούτε στο ελάχιστο για να χαρακτηρίσει την κατάσταση του Μικέλε. Ο κόσμος του σαν τραπουλόχαρτο είχε γκρεμιστεί, ενώ μία οργή, ένα μίσος ανεξήγητο προς όλους και όλα, σιγόκαιγαν βαθιά μέσα του σαν λάβα που χρόνια πάλευε να αναδυθεί από το ενεργό ηφαίστειο. Λεπτό δεν άντεχε να παραμείνει στο σπίτι. Μονάχα άρπαξε το πρώτο μπουκάλι με ουίσκι που βρήκε, βγήκε έξω και ξεκίνησε να βαδίζει στον σκοτεινό δρόμο της εξοχής ολομόναχος, ουρλιάζοντας και κλαίγοντας ταυτόχρονα σπαρακτικά. Άξαφνα, είχε γεμίσει με ενοχές που τον έπνιγαν. Είχε ξεκινήσει να πιστεύει πως υπήρξε ένας άθλιος αδερφός, ο οποίος γυρνούσε επάνω στις λαμπερές πασαρέλες ενώ ο αδερφός του ξεψυχούσε, ενώ υπέφερε. Δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια του, το ποτό έκαιγε τη γλώσσα του, τον έπνιγε. Το κεφάλι του πονούσε και κάποτε, τα πόδια του τρέκλιζαν.

Ο Ρωμαίος είχε ειδοποιήσει τον Έντι. Φοβήθηκε για τον μικρό, μήπως έκανε καμιά τρέλα. Φυσικά ο Έντουαρντ είχε τρέξει με κατεύθυνση το σπίτι τους, όταν οδηγώντας προσεκτικά, βρήκε τον Μικέλε πεσμένο κάτω, στην άκρη του δρόμου, με το μπουκάλι αδειανό σχεδόν δίπλα του. Φρενάροντας, πετάχτηκε  έξω δοξολογώντας την τύχη του που το σπίτι βρισκόταν μακριά από το κέντρο της πόλης και οι δρόμοι τέτοια ώρα ήταν σχεδόν άδειοι. Ο Μικέλε ήταν αναίσθητος. Είχε καταναλώσει σχεδόν ένα μπουκάλι μονάχος του. Το επόμενο βήμα ήταν να βρεθεί ξανά στο νοσοκομείο με τον Ρικ, τον Ρωμαίο και τον Έντι έξω από την πόρτα του.

«Πώς του το είπες και εσύ καημένε;» τον μάλωσε ο Έντι.

«Άστο καλύτερα» απάντησε εκείνος όταν ο γιατρός τους έκανε σήμα πως είχε συνέλθει.

Δειλά, εισήλθαν στο δωμάτιο. Ο Μικέλε κοιτούσε το κενό. Θυμόταν ελάχιστα από τις τελευταίες του στιγμές, πριν να καταρρεύσει στην άσφαλτο. Όταν είδε τον Ρωμαίο πάγωσε. Οι άλλοι δυο βγήκαν βιαστικά, αφήνοντάς τους μόνους. Τη στιγμή που ο αδερφός του έφτασε δίπλα του, ο Μικέλε σηκώθηκε απότομα και τον αγκάλιασε σφιχτά. Ήταν η στιγμή που και οι δύο αφέθηκαν να κλάψουν.

«Συγγνώμη. Συγγνώμη που σου μίλησα έτσι, που στο είπα με αυτόν τον τρόπο»

Ο Μικέλε τον κοίταξε στα μάτια.

«Πάλεψέ το. Σε παρακαλώ, κάνε το για εμένα» ψιθύρισε «Σ' αγαπώ και σε χρειάζομαι. Ίσως μιλώ εγωιστικά μα...»

«Δεν μπορώ άλλο. Πάλεψα αρκετά, δεν τα κατάφερα. Δεν κέρδισα και απλώς επιθυμώ να ζήσω για όσο καιρό έχω μπροστά μου ήρεμα, δίχως νοσοκομεία και επίπονες θεραπείες. Έχω το δικαίωμα αυτό. Ξέρω πως ζητώ πολλά αν απλά σε παρακαλέσω να μην στεναχωριέσαι. Θέλω να έχουμε όμορφες στιγμές εμείς οι δύο»

Ο Μικέλε δεν απάντησε.

«Η μαμά και ο μπαμπάς το ξέρουν;» τον ρώτησε και τον είδε να κουνά αρνητικά το κεφάλι.

«Όχι. Πιστεύουν πως όλα πάνε καλά»

«Πρέπει να τους το πεις» πρόφερε ο Μικέλε «Έχουν το αναθεματισμένο δικαίωμα να ξέρουν...»

Δάκρυα πάλι. Αλμυρά γεμάτα πίκρα και θυμό. Μονάχα ένα πράγμα του έδινε πνοή. Οι δυο άνθρωποι που στέκονταν έξω από το δωμάτιο. Αυτοί και η μεγάλη του απόφαση να εγκαταλείψει για πάντα το μόντελινγκ.



Έχει κάνει στροφή αυτό το βιβλίο, αλλά το είχε στο μυαλό μου από την αρχή. Ευχαριστώ όσους είστε εδώ και θα χαρώ παρα πολύ να μου πείτε πώς σας φαίνεται!

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro